Ο δημοδιδάσκαλος

Διήγημα πρώιμης αφαίρεσης δομημένου ρεαλισμού

Τελευταία Δευτέρα τού Ιουλίου 1919 -29η τού μηνός- και, στον γαλάζιο ουρανό των Αθηνών, τα μικρά σύννεφα, τα μετρημένα στα δάχτυλα της μιας παλάμης τού χεριού, δεν είναι ικανά να κρύψουν τον ήλιο, πόσο μάλλον να ελαττώσουν το καύμα του, που δε λέει να κοπάσει· και κατά τα γραφόμενα των εφημερίδων θα συνεχιστεί και τις επόμενες μέρες. Ο θερμός αέρας, εισερχόμενος από τα ρουθούνια και κατερχόμενος στους πνεύμονες, σού προκαλεί ένα αίσθημα δυσφορίας και, κατά συνέπεια, απέχθειας γι’ αυτούς τους μήνες τού καλοκαιριού· ιδίως, ώρες σαν και τούτη, όταν ο ήλιος πλησιάζει στο μεσουράνημα. Έτσι, στη γειτονιά των Εξαρχείων ελάχιστοι είναι οι άνθρωποι που θα συναντήσεις να περπατούν στον δρόμο· όσοι δεν επιτελούν εργασίες σε εξωτερικό χώρο, συχνάζουν κυρίως στα στέκια τής περιοχής: καφενέδες, ουζερί, μεζεδοπωλεία· μια παρέα ξυπόλητων σχολιαρόπαιδων, φορώντας κοντά παντελονάκια -τρύπια και σκισμένα-, κλωτσούν ένα πάνινο τόπι και κυνηγούν το ένα το άλλο. Εκεί σιμά, στη συμβολή των οδών Χαριλάου Τρικούπη και Καλλιδρομίου, βρίσκεται το καφενείο «Η Μουριά», όπως αναγράφεται -με γαλάζια γράμματα- στην πινακίδα πάνω από την κεντρική είσοδο. Τα απλωμένα κλωνάρια κι η πυκνή φυλλωσιά τού ομώνυμου δέντρου, τού φυτεμένου στην εξωτερική γωνιά τού καφενέ, προσφέρουν τον ίσκιο τους σε όποιον διαβάτη επιθυμεί να σταθεί στις καρέκλες που περιτριγυρίζουν τα τρία τέσσερα τραπεζάκια, τα οποία είναι ομοιόμορφα τοποθετημένα πέριξ τής μουριάς, και ν’ απολαύσει τον καφέ του, ένα δροσιστικό αναψυκτικό ή οτιδήποτε δύναται να τού προσφέρει το κατάστημα. Τούτο το μεσημέρι, το καφενείο δεν έχει πολλή δουλειά.

Στο εσωτερικό τού καταστήματος, ο Βαγγέλης, είναι καθισμένος στο τραπέζι, κοντά στον πάγκο τής κουζίνας. Δεν έχουν παρέλθει πάνω από πέντε λεπτά τής ώρας που εισήλθε· στρέφοντας τον κορμό τού σώματος και τον λαιμό του έτσι ώστε να μπορεί να αντικρίσει το ρολόι, που βρίσκεται κρεμασμένο στον τοίχο, πίσω από την πλάτη του, παρατηρεί τους δείκτες: ο μικρός πάνω από τον αριθμό δώδεκα κι ο μεγάλος πάνω από τον αριθμό ένα· δώδεκα και πέντε μετά μεσημβρίας. Τέσσερα βήματα στα δεξιά του, παράλληλα στον τοίχο, κάθονται -στο ίδιο τραπέζι- ο παπά Δημήτρης κι ο υπενωμοτάρχης τής Χωροφυλακής. Ο παπά Δημήτρης, μικρόσωμος, ηλικιωμένος, περί τα εξήντα πέντε χρόνια, έχει ακουμπήσει το καλυμμαύχι του στη δεξιά γωνιά τού τραπεζιού και με ένα λευκό μαντήλι στο χέρι σκουπίζει τις σταγόνες ιδρώτα από το μέτωπό του· μαλλιά και γένια έχει κάτασπρα και μόνο τα πυκνά του φρύδια, κατά παράδοξο τρόπο, έχουν διατηρηθεί καστανόχρωμα· τα ράσα του -πολυκαιρίτικα- έχουν απολέσει το άλλοτε μαύρο χρώμα. Με τ’ άλλο χέρι βαστά την ξύλινη μαγκούρα του, όρθια ανάμεσα από τα πόδια, με την κορυφή της να βρίσκεται λίγο κάτω από το ύψος τού πηγουνιού. Στ’ αριστερά του, ο υπενωμοτάρχης, διαβάζει μια εφημερίδα· κρατώντας την απ’ τις δυο πλευρές με κλειστά τα δάχτυλα των χεριών του, ανά διαστήματα την ακουμπά στους μηρούς των ποδιών του, κίνηση που τον διευκολύνει στην αλλαγή σελίδας· έπειτα, αφού σιάξει με τα δάχτυλα τού δεξιού χεριού το τσιγκελωτό μουστάκι του, συνεχίζει την ανάγνωση στην ίδια στάση με πριν. Ο κυρ Γιώργης, ο μαγαζάτορας, είναι πίσω από τον πάγκο του με σκυμμένο το κεφάλι κι ετοιμάζει την παραγγελία τού παπά και τού χωροφύλακα σιγοτραγουδώντας· δεν έχει προσέξει ακόμη την παρουσία τού Βαγγέλη.

«Δάσκαλε, σήμερα κερνάς εσύ ό,τι πιούμε κι ό,τι φάμε…», λέει, ο υπενωμοτάρχης, απευθυνόμενος προς τον Βαγγέλη, σε ύφος περιπαιχτικό· και, κοιτάζοντας προς το βάθος τού καταστήματος, «Κυρ Γιώργη, ακόμα να ετοιμάσεις εκείνο το ούζο;»

Ο Βαγγέλης, απορημένος μ’ αυτά τα λόγια, στρέφει το βλέμμα προς το μέρος τού υπενωμοτάρχη και τον ρωτά, «Μήπως κέρδισα το λαχείο, κύριε υπενωμοτάρχα, και δεν το έχω πληροφορηθεί;»

«Για λαχείο δε γνωρίζω, αλλά, όπως διαβάζω στην εφημερίδα, ο Βενιζέλος ανακοίνωσε ότι αποφάσισε οριστικώς να αυξήσει σημαντικότατα τις αποδοχές τις οποίες έχουν ως τα σήμερα οι δημοδιδάσκαλοι»

«Αν είναι έτσι, μόνο εσάς θα κεράσω; Θα πω στον κυρ Γιώργη να περιφέρει ολημερίς τον δίσκο, εξ’ ονόματός μου, σε όλους τους πελάτες, που θα περάσουν, σήμερα, από τον καφενέ», ανταπάντησε ο Βαγγέλης, στον ίδιο ειρωνικό τόνο με αυτόν τού υπενωμοτάρχη.

«Βέβαια, θα σε συμβούλευα να μη βιαστείς να κεράσεις τους πάντες, διότι, εν συνεχεία, διευκρινίζεται ότι η μεταρρύθμιση αυτή είναι αδύνατον να πραγματοποιηθεί αμέσως, καθώς η αύξηση των μισθών των διδασκάλων θα επιβαρύνει τον ετήσιο προϋπολογισμό τής Ελλάδος με ποσό που υπερβαίνει τα δέκα εκατομμύρια δραχμών. Ως εκ τούτου, είναι απαραίτητη η ετυμηγορία τής Βουλής»

«Όσο καλή θέληση κι αν υπάρχει από πλευράς τής κυβέρνησης, κάθε της κίνηση θα καρκινοβατεί, αν δεν αλλάξει την ουτοπιστική της τακτική», είπε ο Βαγγέλης.

Η ώρα είναι δώδεκα και είκοσι και τη στιγμή εκείνη ξεπροβάλλει απ’ τον πάγκο ο κυρ Γιώργης, με τον δίσκο τοποθετημένο στ’ ανοιχτά δάχτυλα του δεξιού χεριού· στο αριστερό κρατά ένα βρεγμένο πανί. Ακουμπά πρώτα τον δίσκο σ’ ένα διπλανό στρογγυλό τραπεζάκι, το οποίο δεν προορίζεται προς χρήση των πελατών, αλλά ως πάγκος εργασίας του· με το πανί σκουπίζει το τραπέζι τού παπά και τού υπενωμοτάρχη, έχοντας προηγουμένως κάνει νόημα με τα μάτια στον παπά Δημήτρη να σηκώνει το καλυμμαύχι του, ώστε να μην τον εμποδίζει. Έπειτα, παίρνει ένα ένα τα περιεχόμενα του δίσκου και τα εναποθέτει εμπρός τους: ένα μπουκαλάκι τού ενός τετάρτου ούζο για τον υπενωμοτάρχη κι άλλο τόσο κοκκινέλι, σε τσίγκινο δοχείο, για τον παπά Δημήτρη· ένα ποτηράκι για τον καθένα· ένα μπολ με πάγο προοριζόμενο για το ούζο· ένα πιατάκι με ελιές και τυρί· και δυο πιρούνια. Ο κυρ Γιώργης, πάντοτε με το χαμόγελο στα χείλη, είναι αγαπητός σε όλους· είναι άνδρας γεροδεμένος, ψηλός -πάνω από 1,80μ-, με πρόσωπο φρεσκοξυρισμένο κάθε πρωί, και μικρή στρογγυλή φαλάκρα στην κορυφή τού κεφαλιού. Δεμένη γύρω από τη μέση του είναι η λευκή ποδιά, η οποία εκτείνεται λίγο πάνω από τα γόνατα· περιποιημένη και καθαρή· ουδέποτε θα τον δει κάποιος ατημέλητο.

«Καλησπέρα, αγαπητέ μου Βαγγέλη. Με συγχωρείς, δε σε αντιλήφθηκα όταν ήρθες. Τί θα ήθελες να σου φέρω;»

«Καλησπέρα, κυρ Γιώργη! Δεν πειράζει… Ήσουν απασχολημένος στην κουζίνα. Εγώ, θα ήθελα έναν γλυκύ βραστό μ’ ένα λουκουμάκι, παρακαλώ. Μελετούσα μέχρι αργά και γι’ αυτό άργησα να ξυπνήσω»

«Ευχαρίστως θα στο ετοιμάσω το καφεδάκι σου. Ερχόμενος προς τα εδώ άκουσα να αναφέρεσαι σε αλλαγή ουτοπιστικής τακτικής, αν δεν απατώμαι. Περί τίνος πρόκειται;»

Εν τω μεταξύ, ο υπενωμοτάρχης, είχε ανάψει ένα τσιγάρο για να συνοδέψει το ούζο και τον μεζέ του -είχε διακόψει, πλέον, την ανάγνωση της εφημερίδας-, ενώ, ο παπά Δημήτρης, έψελνε με σιγανή φωνή, «… άλαλα τα χείλη των ασεβών…»

«Πρόκειται για τον εντοπισμό τής βαθύτερης ρίζας των προβλημάτων τής σύγχρονης κοινωνίας μας, επί τη βάση τής οποίας θα πρέπει να αλλάξουμε εξ’ ολοκλήρου την τακτική μας και να μη θεωρούμε τα επιφαινόμενα αποτελέσματα ως αιτία· η ευρωπαϊκή ιστορία μάς προσφέρει παραδείγματα κοινωνιών, τα οποία, μόλις το αντιλήφθηκαν, έκαναν άλματα προόδου»

«Άλματα προόδου θεωρείς εσύ τις άθεες μεταρρυθμίσεις, που εφαρμόζονται στην εκπαίδευση των παιδιών μας;», άρχισε να λέει, εκνευρισμένος, ο παπά Δημήτρης, «Οι Ψυχάρηδες και οι Πάλληδες τόλμησαν να βεβηλώσουν μέχρι και αυτά τα άγια Ευαγγέλια, δημοσιεύοντας επαίσχυντες μεταφράσεις και αλλοιώνοντας τον λόγο τού Κυρίου!»

«Θεωρείς, δηλαδή, πάτερ, ότι, αν δεν υπήρχε ο Ψυχάρης και ο Πάλλης, δε θα υπήρχε σήμερα γλωσσικό ζήτημα;», τον ρωτά, ο Βαγγέλης.

«Ασφαλώς και δε θα υπήρχε… Αυτοί, είναι η αιτία»

«Ε, τότε, να σε πληροφορήσω ότι υπήρχε και θα υπάρχει, όσο υφίσταται διαφορά μεταξύ επίσημης και λαϊκής γλώσσας· υπήρχε και πριν την ελληνική επανάσταση και μετά απ’ αυτήν. Ο βαθμός, όμως, ανάπτυξης τού έθνους, δεν μπορούσε να αναδείξει το πρόβλημα. Γι’ αυτό και φωνές όπως τού Σολωμού δεν εισακούστηκαν. Αλλά, τώρα, οι συνθήκες έχουν πια ωριμάσει. Δεν είναι οι συγκεκριμένες προσωπικότητες που κινούν την ιστορία· τα πρόσωπα θα εμφανιστούν, είτε έτσι, είτε αλλιώς, τη δοσμένη χρονική στιγμή»

«Αυτό που ξέρω, εγώ, είναι ότι τα βιβλία που έχουν γραφτεί και μοιραστεί στα σχολεία, τα τελευταία χρόνια, και που εσύ τα διδάσκεις, είναι εθνικώς επιλήψιμα και πρέπει να κα-ώ-σι!», λέει, ο παπά Δημήτρης, συλλαβίζοντας την τελευταία λέξη.

Ενώ έλεγε αυτά, η αναστάτωσή του ήταν τέτοια, που είχε σηκωθεί όρθιος και με τη μαγκούρα χτύπησε το τραπέζι, με αποτέλεσμα να χυθεί ολίγο κόκκινο κρασί επ’ αυτού. Ο κυρ Γιώργης, έσπευσε με το βρεγμένο πανί να το σκουπίσει. Αίφνης, πριν προλάβει, ο παπά Δημήτρης, να καθίσει, το πάνινο τόπι, με το οποίο έπαιζαν στον δρόμο τα σχολιαρόπαιδα, εισέρχεται από την πόρτα -όχι με μεγάλη ορμή- και τον χτυπά χαμηλά στη γάμπα τού δεξιού ποδιού, καθώς ήταν γυρισμένος με την πλάτη προς αυτήν.

«Έννοια σας και θα σας κανονίσω εγώ, παλιόπαιδα…», λέει, ο παπάς, αγριεμένος, καθώς γυρίζει προς την κατεύθυνση των παιδιών, με τη μαγκούρα υψωμένη και κουνώντας την στον αέρα απειλητικά. «Αυτά είναι τα μοντέρνα γράμματα που τους μαθαίνεις, δάσκαλε;», είπε, έχοντας, πλέον, στραμμένο το στήθος προς τον Βαγγέλη.

«Για όνομα τού Θεού, πάτερ! Ηρεμήστε… Παιδιά είναι», επενέβη, ο κυρ Γιώργης, κουνώντας με αργή κίνηση και τις δυο παλάμες, οι οποίες έδειχναν προς το πάτωμα και δεν ξεπερνούσαν το ύψος τής μέσης του.

Ο μεγάλος δείκτης τού ρολογιού έχει ακουμπήσει τον αριθμό εννιά και ο μικρός πλησιάζει το ένα. Ο παπά Δημήτρης, είχε καθίσει ξανά στην καρέκλα του. Για δυο τρία λεπτά δε μιλούσε κανείς. Κάποια βρύση στην κουζίνα τού καφενέ έσταζε· ο ήχος τής σταλαγματιάς δευτερώνει παράξενα τον χτύπο τού ρολογιού.

«Αργά ή γρήγορα, δάσκαλε,» λέει, ο υπενωμοτάρχης, ταράσσοντας την ολιγόλεπτης διάρκειας ησυχία, «θα λάβεις την αύξηση του μισθού σου· και πολύ πιθανόν να λάβεις και αναδρομικά»

«Όταν η ώρα έχει φτάσει μία μετά μεσημβρίαν και δεν έχω καταφέρει να λάβω ούτε τον καφέ που παρήγγειλα, πολύ αμφιβάλλω κύριε υπενωμοτάρχα. Πολύ αμφιβάλλω…», και λέγοντας αυτά τα λόγια, ο Βαγγέλης, σηκώνεται από την καρέκλα του, χαιρετά τον κυρ Γιώργη και κατευθύνεται προς τον έξοδο· τη στιγμή που φτάνει, το πάνινο τόπι σταματά στο μπροστινό μέρος των πελμάτων του. Σκύβει ελαφρώς το κεφάλι, κοιτά στιγμιαία το τόπι και, αφού ορθώσει το βλέμμα κατάματα στα παιδιά, κλωτσά ελαφρώς τη χειροποίητη, ποδοσφαιρική, μπάλα προς το μέρος τους· με αργό, αλλά σταθερό βηματισμό, διασχίζει τον δρόμο κινούμενος, τώρα, κατά μήκος τής Καλλιδρομίου.

Θεόκλητος Μπαμπούρης

πηγή φωτογραφίας: https://www.telegraph.co.uk/expat/expatpicturegalleries/11807192/In-pictures-old-time-British-pubs.html?frame=2817562