Ένας Ατταλιώτης στη λαχαναγορά των Αθηνών

Διήγημα δομημένου ρεαλισμού, α΄ επιπέδου τεχνοτροπίας

Ξημερώνει Δευτέρα, είκοσι επτά Οκτώβρη τού 1930. Ο ουρανός δεν έχει σύννεφα και το φως τού φεγγαριού φωτίζει τα στενά σκοτεινά χωμάτινα   μονοπάτια τού προσφυγικού καταυλισμού Ατταλιώτικα. Βρίσκονται στην περιοχή τού Ασύρματου κάτω από τη δυτική πλευρά τού λόφου τού Φιλοπάππου, δίπλα στη Σχολή ασυρματιστών τού Ναυτικού. Στα παραπήγματα, που είναι φτιαγμένα από ξύλα, ντενεκέδες και λαμαρίνες, ζουν, τουλάχιστον,  οκτακόσιες οικογένειες προσφύγων, με προέλευση, ως επί το πλείστον, από την Αττάλεια. Βρίσκονται ακριβώς το ’να δίπλα στ’ άλλοκαι συνήθως δεν είναι μεγαλύτερα από είκοσι τετραγωνικά μέτρα. Γι’ αυλή χρησιμοποιούν το μονοπάτι που περνά μπροστά από την εξώπορτα.  Μέσα στα δωμάτια των παραπηγμάτων αυτών, ίσα ίσα  χωρούν ένα διπλό κρεβάτι, ένα τραπεζάκι και δυο καρέκλες. Ένας ξύλινος πάγκος στη μια γωνία, με τη γκαζιέρα πάνω σε μια μαρμάρινη πλακά και τ’ απαραίτητα σκεύη μαγειρικής, μια χάλκινη κατσαρόλα, ένα τηγάνι, ένα χάλκινο μπρίκι, μια κουτάλα και μια πιρούνα κρεμασμένα στον τοίχο, σε γάντζους από σύρμα. Από πάνω ένα ξύλινο  ντουλάπι με συρμάτινη σήτα για πορτάκι, με τέσσερα πιάτα, τρία ποτήρια και μερικά μαχαιροπήρουνα, βαλμένα όρθια μέσα σε μαστραπά. Νερό υπάρχει μέσα σε πήλινες στάμνες κάτω από τον πάγκο, που τις γεμίζουν καθημερινά από το μοναδικό πηγάδι που υπάρχει στο κέντρο τού καταυλισμού. Μ’ αυτό μαγειρεύουν και  κάνουν μπάνιο στην ξύλινη σκάφη, που πλένουν τα ρούχα και τη λάντζα των κουζινικών. Δίπλα, ένα τραπέζι με μια πήλινη λεκάνη επάνω για νιπτήρα, ένα καθρεφτάκι στον τοίχο για χτένισμα και ξύρισμα. Αποχέτευση δεν υπάρχει και τ’ απόνερα τα χύνουν στα στενά, κατηφορικά, μονοπάτια, που ρέουν μπροστά από τις ξώπορτες, μέχρι την έξοδο της συνοικίας. Οι μπουγάδες και τ’ ασπρόρουχα απλωμένα σε σχοινιά, δεμένα από τη μια παράγκα  στην απέναντι, αναγκάζουν τους διαβάτες να σκύβουν για να περάσουν. Τέσσερα κοινόχρηστα δημοτικά αποχωρητήρια, που βρίσκονται στις παρυφές τού λόφου, έξω από τον καταυλισμό, εξυπηρετούν τις ανάγκες υγιεινής εκατοντάδων ανθρώπων.  Τα παιδιά παίζουν με πάνινες μπάλες στα δρομάκια και τρέχουν, πάνω κάτω, στα κρημνώδη μονοπάτια τού λόφου πέρα από τα αποχωρητήρια, φωνάζοντας απ’ το πρωί ως το βράδυ μέχρι που  κοιμούνται. Το πρωινό ξύπνημα στον καταυλισμό ξεκινά από νωρίς,  όταν ακόμη ο αυγερινός είναι ψηλά στον ουρανό, για όσους ξεκινούν τη δουλειά πριν τα χαράματα. Στις επτά το πρωί ξυπνούν οι περισσότεροι. Εκατό νοματαίοι στη σειρά περιμένουν στους καμπινέδες για κατούρημα το πρωί. Όσοι δεν αντέχουν να περιμένουν πότε θα έρθει η σειρά τους, τρέχουν στο δασύλλιο πάνω στον λόφο για την ανάγκη τους.

Ξυπνώ απ’ τον ήχο τού ξυπνητηριού, μονίμως ρυθμισμένο στις τρεις τα ξημερώματα, που ’χω ακουμπισμένο στο χωμάτινο πάτωμα της παράγκας, πλάι στην αριστερή πλευρά τού ξύλινου κρεβατιού. Ξαπλωμένος μπρούμυτα, βγάζω το δεξί χέρι απ’ την κουβέρτα, το τείνω προς τα κάτω και πιέζω, με το μεσαίο δάκτυλο, το κουμπί, που βρίσκεται στο πάνω μέρος τού μεταλλικού, κυλινδρικού, ρολογιού, για να σταματήσει να κουδουνίζει. Στρέφω τον λαιμό αριστερά  και παρατηρώ τη γυναίκα και τον γιο μου να ροχαλίζουν κοιμισμένοι, στη δεξιά πλευρά τού κρεβατιού, την ακουμπισμένη στον τοίχο με το κρεμασμένο -χειροποίητο στον αργαλειό- κιλίμι. Γυρίζω, με αργές κινήσεις, το σώμα, μισή περιστροφή δεξιά, μετά μια δεύτερη μισή περιστροφή δεξιά και βρίσκομαι ξαπλωμένος ανάσκελα. Ανοίγω τα μάτια και χασμουριέμαι, ενώ το τρεμάμενο φως τού καντηλιού, που βρίσκεται πάνω στο τραπεζάκι, φωτίζει τον χώρο. Στέκομαι σ’ αυτή τη στάση, σχεδόν, για ένα λεπτό, κοιτάζοντας το τσίγκινο ταβάνι από λαμαρίνες, δεμένες με σύρμα σε χοντρά κλωνάρια ελιάς, μήκους τριών μέτρων, καρφωμένα κάθετα ανά δέκα πόντους πάνω στους πλαϊνούς τοίχους από μαδέρια και τσίγκινους ντενεκέδες. Με τη δεξιά παλάμη πιάνω την κουβέρτα από την αριστερή άκρη και τραβώντας την, τη μεταφέρω προς το αγόρι, που κοιμάται στη μέση τού κρεβατιού. Ακουμπώ τις παλάμες στο στρώμα, παράλληλα με το σώμα, ανασηκώνω τον κορμό και κάθομαι στους γοφούς. Λυγίζω τα γόνατα, σηκώνω τα πέλματα μια σπιθαμή και στηριζόμενος στα χέρια και στη λεκάνη, περιστρέφω όλο το κορμί ενενήντα μοίρες αριστερά, ακούγοντας τον συρμάτινο σουμιέ να τρίζει, καθώς το κρεβάτι ταλαντεύεται μπρος πίσω, δεξιά κι αριστερά. Ακουμπώ τις πατούσες στο πάτωμα και νιώθω το χώμα υγρό. Σκύβω εμπρός τον κορμό, στηρίζομαι με τα χέρια στο πλαϊνό ξύλο τού κρεβατιού και δίνω ώθηση στους μύες των μηρών. Σηκώνομαι όρθιος, προχωρώ ένα βήμα εμπρός και στέκομαι μπροστά στο τραπεζάκι. Κοιτώ το πρόσωπό μου στο καθρεφτάκι, που είναι κρεμασμένο στον τοίχο, τείνω τους βραχίονες και βουτώ τις παλάμες στην πήλινη λεκάνη με το νερό, που είναι πάνω στο τραπεζάκι. Γέρνω τον κορμό εμπρός και φέρνω το πρόσωπο πάνω από τη λεκάνη. Οι βραχίονες εφάπτονται στα πλευρά μου και οι αγκώνες λυγισμένοι, ενώ κρατώ τις παλάμες και τα δάκτυλα ενωμένα, βουτηγμένα στο νερό. Σηκώνω τις χούφτες, γεμάτες νερό, και τις πλησιάζω στο πρόσωπο. Σουφρώνω τα χείλη, ρουφάω και ξεπλένω το στόμα, τα μάτια και τα μάγουλα κ’ ύστερα καταπίνω  μια γουλιά. Κατόπιν, φέρνω τον κορμό σε όρθια στάση, με τις παλάμες να στάζουν νερό μέσα στη λεκάνη και κοιτάζω το είδωλό μου στο καθρεφτάκι. Σταγόνες νερού κυλούν απ’ το πρόσωπο, στον λαιμό και το στήθος. Σηκώνω το δεξί χέρι εμπρός, στο ύψος τού ώμου, και ξεκρεμώ την πετσέτα από την πρόκα, που είναι καρφωμένη στη ξύλινη πόρτα. Βάζω τις παλάμες κάτω από την βαμβακερή πετσέτα, τη σηκώνω, και την ακουμπώ στο βρεγμένο μου πρόσωπο.  Το σκουπίζω με αργές κινήσεις, σφουγγίζω τον λαιμό και το στήθος. Ύστερα, την κρατώ από το μέσον τής μεγαλύτερης, σε μήκος, πλευράς με το δεξί χέρι, το σηκώνω  και την  κρεμώ πάλι στο καρφί. Κάνω ένα πλάγιο βήμα δεξιότερα. Τα καθαρά ρούχα τής δουλειάς είναι διπλωμένα πάνω στην ψάθινη καρέκλα, από βραδύς τοποθετημένα εκείαπό τη σύζυγο. Πιάνω με το αριστερό χέρι τον γιακά τού πουκάμισου, το σηκώνω και ξεδιπλώνεται. Περνώ το δεξί χέρι μέσα στο δεξί μανίκι. Σηκώνω το αριστερό χέρι, καθώς το κρατώ από τον γιακά, και το φέρνω πάνω από το κεφάλι, πίσω από την πλάτη. Το κρατώ με το δεξί χέρι και περνώ το αριστερό μέσα στο μανίκι. Σηκώνω τα χέρια στο ύψος τού λαιμού και πιάνω με τις παλάμες το πουκάμισο από τους γιακάδες. Το ανασηκώνω μέχρι το ύφασμα να καλύψει τους ώμους και τον κορμό χωρίς ζάρες. Με το ακροδάχτυλο του αριστερούαντίχειρα της μιας παλάμης στην κουμπότρυπα και του αντίχειρα και δείκτη να κρατά το κουμπί από την άλλη, κουμπώνω τα κουμπιά, ένα ένα, αρχίζοντας από τον λαιμό έως το υπογάστριο.  Μετά, πιάνω το παντελόνι και το κρατώ με τα δυο χέρια από τις πιέτες και το χοντρό κορδόνι, που είναι περασμένο στα θυλάκια, για ζώνη. Το σηκώνω και ξεδιπλώνει, καθώς τα μπατζάκια πέφτουν προς τα κάτω. Σκύβω τον κορμό, με τις παλάμες να φθάνουν κάτω από το γόνατο. Σηκώνω το δεξί πόδι και το περνώ μέσα στο μπατζάκι. Μετά, περνώ το αριστερό πόδι στο άλλο μπατζάκι. Κρατώ το παντελόνι από τις πιέτες και σηκώνω τον κορμό κάθετα με το έδαφος, ανεβάζοντας το ψηλόμεσο παντελόνι με τα χέρια  μέχρι τον αφαλό. Κουμπώνω το πρώτο κουμπί μόνο και δένω κόμπο το σχοινί. Στρέφω το σώμα εκατόν ογδόντα μοίρες και, λυγίζοντας τα γόνατα προς τα πίσω, κάθομαι στη ψάθινη καρέκλα. Ανοίγω τα πόδια και σκύβω ανάμεσα βάζοντας τα χεριά  κάτω από την καρέκλα. Πιάνω τα παπούτσια με τα δάκτυλα και τ’ ακουμπώ μπροστά από τα πόδια. Τα ανασηκώνω από το έδαφος, πρώτα το δεξί, μετά το αριστερό, και σπρώχνω τα πέλματα μέσα στα πάνινα παπούτσια. Δένω με τα δάκτυλα κόμπο τα κορδόνια και, μετά, στηρίζω τα χεριά στα γόνατα. Βάζω δύναμη στα χέρια και στους μηρούς· σηκώνομαι όρθιος. Προχωρώ δύο βήματα εμπρός, τραβώ τον σύρτη τής ξύλινης πόρτας, την ανοίγω και βγαίνω έξω από το δωμάτιο. Καθώς την κλείνω, κρατώντας το σύρμα, που είναι περασμένο από την τρύπα τής πόρτας και δεμένο στον εσωτερικό σύρτη, οι σκουριασμένοι μεντεσέδες τρίβονται μεταξύ τους· ακούω έναν συριστικό ήχο.

Το φως τής σελήνης φωτίζει το μονοπάτι ενός μέτρου φάρδους, που περνά μπροστά από την παράγκα. Τα διπλανά και απέναντι δώματα είναι σκοτεινά. Κανένας ήχος δεν ακούγεται, όλα τριγύρω έρημα και ήσυχα, σαν να εγκατέλειψαν όλοι τον συνοικισμό, εκτός από δύο γάτες, που είναι καθισμένες πάνω στο χαλάκι τής απέναντι ξώπορτας. Μερικά ρούχα, που ξεχάστηκαν απλωμένα στα σχοινιά, είναι η μόνη απόδειξη ότι ο συνοικισμός κατοικείται. Οι λακκούβες γυαλίζουν, καθώς τα βρομόνερα αντανακλούν το φως στην επιφάνειά τους και διαγράφουν τη διαδρομή που πρέπει ν’ ακολουθήσει κάποιος πεζός για να μη λασπωθεί. Βαδίζω προς τα αριστερά, ανάμεσα στα παραπήγματα. Ανηφορίζω, διακόσια μέτρα ανήφορο, με αργά βήματα προς τα κοινόχρηστα αποχωρητήρια στην πλαγιά τού λόφου. Προσπερνώντας τα τελευταία σπίτια ακούω ροχαλητά. Φθάνω στις τουαλέτες και εισέρχομαι στην πρώτη. Αφήνω την πόρτα ανοικτή, για να βλέπω που πατώ. Η τούρκικη λεκάνη είναι καθαρή και δε βρωμάει. Είμαι ο πρώτος που μπαίνει μέσα σήμερα. Ξεκουμπώνω το πάνω κουμπί τού παντελονιού με τον δεξί αντίχειρα και τον δείκτη. Κατεβάζω  με τον αντίχειρα το σώβρακο  και το κρατώ κατεβασμένο. Πιάνω τον «μήτσο» με τα δάκτυλα της αριστερής παλάμης και κατουρώ σημαδεύοντας την τρύπα τής λεκάνης, για να μη τη  λερώσω. Τα ζεστά ούρα αχνίζουν και μυρίζουν αμμωνία. Τελειώνω το κατούρημα, τον τινάζω να στραγγίξουν και οι τελευταίες σταγόνες. Τον βάζω πάλι μέσα στο σώβρακο και κουμπώνω όλα τα κουμπιά. Κάνω ένα βήμα πίσω με το δεξί πόδι, μετά το αριστερό, και βγαίνω από την τουαλέτα. Στρέφω τον κορμό αριστερά με άξονα τη φτέρνα τού αριστερού ποδιού κατά ενενήντα μοίρες δύο φορές. Στέκομαι και αγναντεύω τα φώτα των δυτικών περιοχών τού Ρούφ, τού Βοτανικού, το Γκαζοχώρι, των Νέων Κυδωνιών στους πρόποδες του όρους  Αιγάλεω, τής Κοκκινιάς και τού Πειραιά. Βάζω στην αριστερή τσέπη την παλάμη και πιάνω την τετράγωνη μεταλλική κασετίνα με τα σέρτικα τσιγάρα Αγρινίου και το τσακμάκι που έχω μέσα. Τα βγάζω από την τσέπη. Ανοίγω την κασετίνα πιάνοντας το καπάκι με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού. Με το ακροδάχτυλο του αντίχειρα και του δείκτη πιάνω ένα τσιγάρο. Σηκώνω το χέρι και τοποθετώ το άφιλτρο σέρτικο στα χείλη. Παίρνω με τη δεξιά παλάμη το τσακμάκι, που κρατώ στην αριστερή. Βάζω πάλι την κασετίνα στην τσέπη. Κρατώ το τσακμάκι με τα τέσσερα δάκτυλα μέσα στην παλάμη. Με τον αντίχειρα ανοίγω το μεταλλικό κάλυμμα και, στη συνέχεια, στρέφω αριστερόστροφα τον τροχό με τις εγκοπές στην περιφέρεια που τρίβουν την τσακμακόπετρα. Πετάγονται σπίθες. Στη δεύτερη προσπάθεια ανάβει φλόγα στο φυτίλι. Σκύβω το κεφάλι πλησιάζοντας την τρεμάμενη φλόγα με την άκρη τού τσιγάρου, προστατεύοντάς την με την άλλη παλάμη ανοικτή γύρω της, για να μη σβήσει. Μυρίζω τη βενζίνη που καίγεται. Τραβώ μια ρουφηξιά και η άκρη τού τσιγάρου ανάβει. Μια δεύτερη εισπνοή και ο καπνός εισχωρεί στα πνευμόνια. Βάζω το τσακμάκι στη δεξιά τσέπη και σηκώνω το αριστερό χέρι. Πιάνω το τσιγάρο κρατώντας το ανάμεσα στον δείκτη και το μεσαίο δάκτυλο της παλάμης. Το βγάζω από το στόμα  και κατεβάζω το χέρι κρατώντας το παράλληλα με τον αριστερό μηρό. Σηκώνω το κεφάλι ψηλά και κοιτώ το φεγγάριν που είναι στο μέσον τού έναστρου ουρανού. Κρατώ την αναπνοή για λίγο και εκπνέω από το στόμα και τη μύτη. Ένα σύννεφο καπνού ανεβαίνει προς τα πάνω και διαλύεται. Ξεκινώ να κατηφορίζω το μονοπάτι προς την έξοδο του συνοικισμού, εισπνέοντας τζούρες απ’ το τσιγάρο τοποθετημένο στα χείλη. Στη διαδρομή ακούω τους αναστεναγμούς τού Γρηγόρη και τής Ουρανίας, το νεαρό ζευγάρι που παντρεύτηκε τον περασμένο μήνα.  Βαδίζοντας με μικρά γρήγορα βήματα, διασχίζω όλον τον συνοικισμό, πεντακόσια μέτρα απόσταση, περνώ την έξοδο και πετώ το αποτσίγαρο στον χωματόδρομο. Συνεχίζω την κατηφορική πεζοπορία, στην οδό Κυδαντιδών, τριακόσια μέτρα μέχρι το τέρμα της. Στρίβω δεξιά, στην οδό Θεσσαλονίκης, και περπατώ παράλληλα με τις γραμμές τού τραίνου, έως την οδό Ηρακλειδών. Μπροστά μου βλέπω το  εργοστάσιο καπέλων τού Πουλόπουλου. Στρίβω αριστερά, στην οδό Περσεφόνης, και διασχίζω τις σιδηροτροχιές τού τραίνου, που μεταφέρει επιβάτες από το λιμάνι τού Πειραιά μέχρι τον τερματικό σταθμό, στην οδό Λυκούργου, μεταξύ πλατείας  Ομόνοιας και πλατείας Λουδοβίκου. Φθάνω στην οδό Πειραιώς και περνώ ενδιάμεσα από φορτηγά, κάρα, άλογα και ανθρώπους που καπνίζουν και συζητούν,  δυο δυο, τρεις τρεις, σε ομάδες. Στρέφω το κεφάλι δεξιά και βλέπω πάνω στο πεζοδρόμιο τον πλανόδιο σαλεπιτζή. Κοντοστέκομαι και τον παρατηρώ.

Φορά άσπρη μπλούζα με ψηλό καπέλο ασορτί, ομοιάζοντας με μάγειρα και διαλαλεί το εμπόρευμά του φωνάζοντας «σαλέπι, ζεστό σαλέπι». Χαριεντίζεται με τους μανάβηδες γύρω του, καθώς περιμένουν να τους σερβίρει το παχύρευστο ρόφημα από το, θερμαινόμενο με κάρβουνο, καλογυαλισμένο μπρούτζινο δοχείο, που μεταφέρει πάνω στο τροχήλατο καροτσάκι. Σχολιάζουν την επικαιρότητα, συζητούν  για τα πολιτικά δρώμενα αστειεύονται και γελούν. Πέντε μέτρα  πίσω από τον σαλεπιτζή , τρεις άντρες, κρατώντας μπουζούκια στο ένα χέρ,ι μαζί με μία γυναίκα, που κρατά ένα ντέφι, στέκονται όρθιοι σε κύκλο, πίνοντας σαλέπι και κουβεντιάζουν. Βλέπω τον κουλουρά να με προσπερνά με γρήγορα βήματα από πίσω δεξιά, κρατώντας με τη δεξιά παλάμη ανοικτή  κάτω  από τον γεμάτο με κουλούρια ξύλινο δίσκο, που τον στηρίζει πάνω στον ώμο. Σταματά τρία μέτρα μπροστά μου και φωνάζει «εδώ τα φρέσκα κουλούρια», καθώς ανοίγει το τρίποδο στο έδαφος με το αριστερό χέρι.

Συνεχίζω τον δρόμο μου, διασχίζοντας κάθετα την οδό Πειραιώς και στρίβω δεξιά με κατεύθυνση προς την Ιερά οδό. Περπατώ πάνω στο πεζοδρόμιο με το κεφάλι στραμμένο δεξιά. Βλέπω τα κάρα και τα φορτηγά να περιμένουν στη σειρά, το ένα πίσω απ’ τ’ άλλο, στην πλευρά ανόδου τής Πειραιώς. Η σειρά φθάνει μέχρι τη λαχαναγορά διακόσια μέτρα μακριά. Η μυρωδιά απ’ τα κόπρανα των τετράποδων, που είναι ζωσμένα στα κάρα και η κάπνα των φουγάρων, από τους φούρνους παρασκευής φωταερίου, δημιουργεί ατμόσφαιρα πνιγηρή, που με δυσκολεύει στην αναπνοή. Σηκώνω τα χέρια, βάζω τις δύο παλάμες στο πρόσωπο και περικλείω τη μύτη, όση ώρα περπατώ δίπλα στα γαϊδούρια, τα μουλάρια και τ’ άλογα των μανάβηδων, για να ελαττώσω τη  δυσωδία. Ξάφνου, ακούω φωνές και φασαρία. Στρέφω το κεφάλι δεξιά και κοιτάζω την απέναντι μεριά τού δρόμου. Διακρίνω δύο άνδρες να φωνάζουν, βρίζοντας και σπρώχνοντας με τα χέρια ο ένας τον άλλον. «Τα ίδια και τα ίδια κάθε μέρα»,  μουρμουρώ.  Προσπερνώ το εργοστάσιο φωταερίου και φθάνω στην κεντρική είσοδο τής λαχαναγοράς. Απέναντι δεξιά βρίσκεται το αρχαίο νεκροταφείο τού Κεραμικού, και το τέρμα τής οδού Ερμού. Αριστερά,  βλέπω τον κυρ Χαράλαμπο, τον πενηντάρη, ψηλό, μυώδη, φύλακα, με το στριφτό, στις άκρες, μουστάκι, φορώντας την τραγιάσκα, να στέκεται στο κέντρο, κάτω από την, πέντε μέτρων ύψους και τεσσάρων μέτρων φάρδους, αψίδα τής εισόδου εμποδίζοντας οποιοδήποτε καροτσέρη, οδηγό ιππήλατου οχήματος ή αυτοκινήτου, προσπαθεί να εισέλθει στη λαχαναγορά, πριν την ώρα έναρξης λειτουργίας. Στρίβω αριστερά και περνώ δίπλα του.

 «Καλημέρα, κυρ Χαράλαμπε, τί χαμπάρια;», του λέω χαμογελώντας.

«Καλημέρα δερβισόπαιδο», με χαιρετά στρέφοντας το σώμα προς εμένα και αμέσως γυρνά προς την αντίθετη πλευρά, φωνάζοντας σε κάποιον, που προσπαθεί να εισέλθει, «πού πας ρε αλάνη, στα γαλλικά θες να στο πώ ότι ανοίγει στις πέντε για να το καταλάβεις;»

Περπατώ με αργά βήματα, ευθεία  είκοσι μέτρα ακόμη και φθάνω στο πόστο που δουλεύω. Μπαίνω στο δωμάτιο, αριστερά τού κεντρικού δρόμου, με τα τετράγωνα ξύλινα πλαίσια που στηρίζουν τα τζάμια και βλέπω τον κυρ Βαγγέλη, το αφεντικό. Πίνει καφέ καθισμένος στην καρέκλα πίσω από το τραπέζι. Δεξιά, το αναμμένο τσιγάρο καπνίζει στο τασάκι και  η  κούπα καφέ αχνίζει. Αριστερά, τα δύο τεφτέρια με τα σκληρά χάρτινα εξώφυλλα που σημειώνει τα βερεσέδια των πελατών. Πίσω του, στον τοίχο, με τα μαύρα στίγματα και τη μούχλα από την υγρασία, κρεμασμένα το κάδρο με τη φωτογραφία τού Βενιζέλου, μια εικόνα τής Παναγίας και το ρολόι τοίχου με τους δείκτες να δείχνουν τέσσερις και μισή. Έχει τα χέρια τεντωμένα μπροστά και στηρίζει τον κορμό στις παλάμες, που ακουμπούν πάνω στο τραπέζι. Κτυπά τα δάκτυλα διαδοχικά το ένα μετά το άλλο, ρυθμικά πάνω στη επιφάνεια του τραπεζιού, ξεκινώντας από τον αντίχειρα μέχρι το μικρό δάκτυλο και τα κοιτάζει. «Καλημέρα αφεντικό», του λέω και τον κοιτώ. Με καθυστέρηση πέντε δευτερολέπτων απαντά με βραχνή, μπάσα, βροντερή, φωνή, κοιτάζοντας την επιφάνεια του τραπεζιού, «Θόδωρε πήγαινε να τακτοποιήσεις τα τελάρα με τις ντομάτες και τα τσουβάλια με τις πατάτες, που άφησε στον δρόμο δεξιά κι αριστερά, όπου βρήκε  χώρο, αυτός ο λαχανάς από τα Σεπόλια. Σε μισή ώρα θα μπουν μέσα οι μανάβηδες και οι λαϊκατζήδες και δε θα μπορούμε να πουλήσουμε τα ζαρζαβατικά  γρήγορα. Θα χάσουμε πελάτες». Εκείνη τη στιγμή μπαίνει μέσα ο συνάδελφός, ο Αρίστος ο Σμυρνιός. Περνά πίσω από την πλάτη μου και στέκεται δίπλα στην δεξιά μου αντίκρυ από το αφεντικό. «Καλημέρα αφεντικό, καλημέρα Θόδωρε», χαιρετά. Αντί για «καλημέρα» τ’ αφεντικό απαντά, σηκώνοντας το κεφάλι κοιτώντας προς εμάς και προτείνοντας  το δεξί χέρι, «ρε αφήστε τις χαιρετούρες και τα πολλά λόγια και ξεκινήστε τη δουλειά, μπρος»· «Μάλιστα», ανταπαντούμε  κι οι δύο μαζί, συγχρόνως. Κάνουμε μεταβολή εκατόν ογδόντα μοιρών και βγαίνουμε έξω στον δρόμο. Περπατούμε τέσσερα βήματα προς τα ξύλινα τελάρα με τις ντομάτες.

«Μόνο προσοχή δεν κτυπήσαμε με το δεξί πόδι στο έδαφος, αδελφάκι. Μα, τί έπαθε, λες και τον βρίσαμε»,  ψιθυρίζει  ο Αρίστος.

«Αρίστο, από τότε που έχασε τη γυναίκα του, στη γέννα τού τρίτου παιδιού, μένει με τους γονείς του, που φροντίζουν τα παιδιά και τον ίδιο. Δουλεύει από το πρωί ως το βράδυ και αρκετές φορές μιλάει απότομα»

Σταματάμε την κουβέντα και ξεκινούμε να σκύβουμε για  να σηκώσουμε, με τα δύο χέρια από το έδαφος, τα τελάρα, που είναι στον δρόμο. Ο λαχανοντολμάς απ’ τα Σεπόλια μάς έβαλε σε μπελάδες πρωί πρωί. Εκατό τελάρα ντομάτες, τσουβάλια με πατάτες, δεμάτια ραδίκια, όλα ανακατωμένα παρατημένα εδώ κι εκεί, συλλογιέμαι, καθώς σηκώνω το πρώτο ξύλινο τελάρο. Τα βάζουμε σε ντάνες μπροστά  από την τζαμαρία, το ένα πάνω στο άλλο κατά δεκάδες μεταφέροντας  δυο δυο τα τελάρα κάθε φορά. Μετά από δέκα λεπτά, τακτοποιούμε και τα σαράντα τσουβάλια με τις πατάτες μπροστά από τις ντομάτες, αφήνοντας διάδρομο μεταξύ τους για να περνάμε ενδιάμεσα, σε σειρές των οκτώ και σταυρωτά την κάθε επόμενη σειρά, για να στηρίζονται σταθερά το ένα πάνω στ’ άλλο. Το ίδιο κάνουμε και με τα δεμάτια από τα ραδίκια δεξιότερα. Τα τέσσερα κοφίνια με τα λάχανα πιο δεξιά στο όριο με το διπλανό πόστο, δίπλα στη βρύση, είναι τακτοποιημένα σε θέση που μας βολεύει.

«Αρίστο, ούτε μισή ώρα δε χρειάστηκε να τα βάλουμε σε τάξη», του λέω και στηρίζουμε τους γοφούς μας στα κοφίνια με τα λάχανα, κοιτώντας προς την αψίδα. 

«Ναι, τελειώσαμε γρήγορα, Θόδωρε», απαντά  ξεσκονίζοντας το παντελόνι στο ύψος των μηρών,  κτυπώντας τις παλάμες πάνω στο ύφασμα.

Μένουμε αμίλητοι για δυο λεπτά και κοιτάμε δεξιά κι αριστερά τούς συναδέλφους στ’ άλλα πόστα.  Κοιτώ τα ραδίκια εμπρός μου και διαπιστώνω ότι είναι στεγνά. Ανασηκώνομαι και στρέφω το σώμα αριστερά,  πατώντας στο πέλμα. Κάνω ένα βήμα εμπρός και στρίβω πάλι αριστερά με τον ίδιο τρόπο. Προχωρώ δύο μέτρα και βρίσκομαι εμπρός από τη βρύση, που ορίζει το όριο με τον διπλανό πάγκο. Ο μεταλλικός κουβάς βρίσκεται κάτω από το στόμιο. Περιστρέφω το ρουμπινέ προς τ’ αριστερά, με τα δάκτυλα του δεξιού χεριού. Το νερό πέφτει μέσα στον άδειο μεταλλικό κουβά, με οξύ θόρυβο στην αρχή. Σταδιακά, όσο η επιφάνεια του νερού ανεβαίνει, πλησιάζοντας  το χείλος τού κουβά, ο θόρυβος του παφλασμού αμβλύνεται. Λίγο πριν γεμίσει, περιστρέφω τον ρουμπινέ τής βρύσης δεξιόστροφα και σταματώ τη ροή τού νερού. Σκύβω τον κορμό, πιάνω με τα δυο χέρια τον κουβά από τα χείλη δεξιά, αριστερά, και τον σηκώνω. Κάνω μεταβολή και προχωρώ εμπρός τρία μέτρα προς τη ντάνα με τα ραδίκια. Σηκώνω τον κουβά στο ύψος των ώμων και αδειάζω αργά το νερό, βρέχοντας όλη την επάνω επιφάνεια των χορταρικών. Σκύβω και τον ακουμπώ άδειο στο έδαφος. Σηκώνομαι και στέκομαι όρθιος με τα χέρια στη μέση. Παίρνω  ανάσα  φουσκώνοντας το στήθος και ξεφυσώ. Τότε ακούω τη φωνή τού κυρ Χαράλαμπου από την είσοδο να  φωνάζει «ανοίξαμε». Κοιτώ προς την αψίδα  και βλέπω τον πρώτο μανάβη, όρθιο πάνω στο κάρο, κρατώντας τα γκέμια τού άσπρου αλόγου με τα δύο χέρια, να εισέρχεται στην αγορά. Η καρότσα έχει άδεια ξύλινα τελάρα και γύρω της δεμένα άδεια ψάθινα κοφίνια. Ένα από αυτά περιέχει κενά τσουβάλια λινάτσας. Ακούω τα πέταλα να κτυπούν στον δρόμο, καθώς τ’ άλογο τραβά το ελαφρύ κάρο. Τα μεταλλικά στεφάνια, που είναι περιτυλιγμένα στις δύο ξύλινες ρόδες, ακούω να τρίζουν. Σηκώνω το αριστερό χέρι και κοιτώ το ρολόι χειρός, που φορώ στον αριστερό καρπό. Οι δείκτες δείχνουν ώρα πέντε. Στρέφω τον κορμό, τον λαιμό και το κεφάλι δεξιά, κοιτώ προς τα πίσω τον Αρίστο και του φωνάζω, «Είμαστε έτοιμοι, αδελφέ, ξεκινά ακόμη μια μέρα δουλειάς» και σηκώνω το δεξί χέρι, έχοντας τον αντίχειρα, τον δείκτη και τον μέσο ενωμένα, τον παράμεσο και το μικρό δάκτυλο κλειστά μέσα στη παλάμη. Ακουμπώ το σημείο που ενώνονται τα τρία δάκτυλα, πρώτα στο μέτωπο, ανάμεσα στα φρύδια, το κατεβάζω, ακουμπώ την κοιλιά στο ύψος τού αφαλού, το ξανασηκώνω και ακουμπώ τον δεξί ώμο, μετά τον αριστερό. Ενώνω τις χούφτες ανοιχτές μπροστά απ’ το στήθος, λυγίζοντας τους αγκώνες, και τις σηκώνω εμπρός από το στόμα. Τις φτύνω με σάλιο και τις τρίβω μεταξύ τους, καθώς κατεβάζω τα χέρια.

   Ηλίας Κολλιόπουλος

πηγή φωτογραφίας: https://eu.detroitnews.com/picture-gallery/news/local/michigan-history/2016/06/17/detroits-markets-the-early-years/85965104/