Ταραγμένοι καιροί

Διήγημα πρώιμης αφαίρεσης δομημένου ρεαλισμού

Κάθε φορά που έρχεται στην Αθήνα ο παπά-Νικόλας επισκέπτεται τον καφενέ τού Γιάννη τού συμπατριώτη του. Με τον Γιάννη ήταν φίλοι από παιδιά. Όταν αντρώθηκαν, ο Νικόλας έγινε παπάς στην ίδια ενορία που μεγάλωσε. Ο Γιάννης, εγκατέλειψε το νησί κι εγκαταστάθηκε στην πρωτεύουσα, στους πρόποδες του Λυκαβηττού. Μια τρύπα ήταν το καφενείο, αλλά συγκέντρωνε όλη την αθηναϊκή ιντελιγκέντσια. Ο καφενές τού Γιάννη βρίσκεται στην άκρη μιας υπερυψωμένης πλατείας, με θέα προς τα νότιοανατολικό μέρος τής πόλης, που φτάνει μέχρι τη θάλασσα. Το μαγαζί είναι απλό, με σιδερένια, στρογγυλά, πράσινα, τραπεζάκια και ξύλινες καρέκλες, όπου πάνω τους κάθονται δημοσιογράφοι,  πολιτικοί, καλλιτέχνες, συγγραφείς, ποιητές, εκδότες, όλος ο αθηναϊκός μποεμισμός. Υπάρχει πάντα μεγάλη δραστηριότητα στον καφενέ, ιδίως τις απογευματινές ώρες. Οι θαμώνες συμμετέχουν σε  συζητήσεις για το γλωσσικό ζήτημα και το κίνημα του φουτουρισμού ή σε πολιτικές ζυμώσεις. Και σαν να μην έφταναν αυτά, από πέρυσι, ο χώρος αυτός έγινε τόπος συνάντησης της πολιτικής οργάνωσης «Σοσιαλιστικό Τμήμα Αθηνών» και από τότε, καθημερινά, βρίσκεται απ’ έξω η αστυνομία για να τον φυλάει. Ο Γιάννης ο καφετζής, ένας ψηλός, ξερακιανός, τύπος, με σκαμμένα μάγουλα, φαλάκρα στην κορυφή τής κεφαλής και λιγοστά γκρίζα μαλλιά, στο πίσω μέρος, στο ύψος των αυτιών, είναι αγαπητός σε όλους, ευγενικός, προσηνής και μετρημένος. Αυτό επιβάλλει και η δουλειά του. Στο καφενείο του μαζεύονται κάθε καρυδιάς καρύδι, άνθρωποι σημαντικοί, με θέσεις κι αξιώματα, αλλά κι άλλοι, απλοί, άγνωστοι και μεροκαματιάρηδες. Ευγενικοί και θεριακλήδες, πολιτικοί και καλλιτέχνες. Πρέπει να τα έχει καλά με όλους, ν’ αποδίδει στον καθένα την αξία του. Ο Γιάννης, είναι ζωντοχήρος, η κυρά του τον εγκατέλειψε για έναν καλλιτέχνη, όταν ακόμα τα παιδιά τους πήγαιναν σχολείο· πάνε χρόνια τώρα. Μόνος του τα μεγάλωσε, τα σπούδασε, τα έκανε λεβέντες και τα ξεπροβόδισε να πάνε να κερδίσουν τη ζωή. Εδώ και χρόνια μένει μόνος του και πολλά βράδια κοιμάται στον καφενέ. Εκτός από τις φορές που τον επισκέπτεται κάποιος συμπατριώτης του από το νησί, οπότε του λέει το ορίστε στο σπίτι. Όπως σήμερα, που ήρθε ο παπά-Νικόλας, ο παλιός συμμαθητής του. Με τα χρόνια οι επισκέψεις τού Νικόλα στον καφενέ τού Γιάννη έγιναν απαραίτητες. Τον ευχαριστούσαν πολύ οι συναντήσεις μαζί του κι επιπλέον, έβρισκε εκεί ενδιαφέροντες ανθρώπους, που ήξεραν τί γίνεται στον κόσμο. Ακόμα θυμάται που, πριν καμιά δεκαριά χρόνια, είχε συναντήσει έναν συγγραφέα από τη Σκιάθο· κάθονταν μόνος του στο βάθος τού μαγαζιού, βυθισμένος στο διάβασμα. Με χίλια ζόρια κόπιασε στο τραπέζι τους, μετά από πολλά κι επίμονα καλέσματα του Γιάννη. Περίεργος άνθρωπος, απλησίαστος, αλλά μ’ ένα ευγενικό και μειλίχιο ύφος. Σαν άγιος έμοιαζε. Δεν την ξεχνά αυτή τη φυσιογνωμία.

Σήμερα, ο παπά-Νικόλας τέλειωσε τις δουλειές του νωρίς κι έφτασε στον καφενέ τού Γιάννη κατά τις δώδεκα το μεσημέρι. Ήταν τέλος Ιουλίου και η ζέστη ήταν αφόρητη. Τον βρήκε να κάθεται μ’ έναν χωροφύλακα σ’ ένα τραπέζι, στ’ αριστερά τού μαγαζιού, με την πλάτη ακουμπησμένη στον τοίχο, και το κεφάλι στραμμένο προς την είσοδο. Στο ίδιο τραπέζι, αντικριστά, καθόταν ο Βλάσης. Το μαγαζί ήταν άδειο.

«Καλώς τον παπά-Νικόλα», είπε, ο Γιάννης, και σηκώθηκε από την καρέκλα του, μόλις τον είδε να μπαίνει στο μαγαζί και να κατευθύνεται προς το μέρος του. Μπροστά σε τρίτους, πάντοτε τον αποκαλούσε με την ιδιότητά του, από σεβασμό στον ρόλο του. Ο Νικόλας, έκανε τους τέσσερις διασκελισμούς από την είσοδο μέχρι το τραπέζι τους και τους χαιρέτησε, τον χωροφύλακα, τείνοντας μπροστά το δεξί χέρι σε χειραψία, και τον Γιάννη, με μια αγκαλιά, αγκαλιάζοντας τη μέση του με τ’ αριστερό χέρι και την πλάτη του με το δεξί, χτυπώντας, ταυτόχρονα, φιλικά τρεις φορές την αριστερή του ωμοπλάτη, με τ’ ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού. Κατόπιν, έσυρε προς το μέρος του την καρέκλα, που ήταν στην πλευρά τού τραπεζιού ανάμεσα, στους δυό άντρες και κάθησε, βγάζοντας το καλυμμαύχι του, ακουμπώντας το πάνω στο τραπεζάκι. Μερικές σταγόνες ιδρώτα κύλησαν στο μέτωπό του προς τα φρύδια. Έβγαλε το μαντήλι από τη δεξιά τσέπη και με το δεξί χέρι άρχισε να σκουπίζει το μέτωπο. Ζήτησε από τον Γιάννη ένα κρύο νερό κι έναν μέτριο με ολίγη.

Ο κυρ-Γιάννης, ήταν γνωστός για τον καλύτερο ελληνικό καφέ στην πόλη, κι έκανε τα πάντα για να διατηρεί αυτή τη φήμη. Αγόραζε χαρμάνι από εκλεκτές βραζιλιάνικες ποικιλίες, που έδιναν παχύ και γευστικό καϊμάκι. Για να πετυχαίνει ομοιόμορφο ψήσιμο, χρησιμοποιούσε μικρά, μπακιρένια, μπρίκια, με στενό λαιμό και καμπύλα τοιχώματα. Έψηνε πάντα τον καφέ στη χόβολη, κι αυτό δυνάμωνε το άρωμα και τρυπούσε τις μύτες. Αλλά και στο σερβίρισμα, ο Γιάννης, ήταν ασυναγώνιστος. Μόλις ο καφές φούσκωνε, γύριζε το μπρίκι στο φλυτζανάκι, πρώτα από χαμηλά και, σιγά σιγά, με σταθερό ρυθμό, σήκωνε το μπρίκι πιο ψηλά, ώστε ο καφές να πάει κατευθείαν στον πάτο τού φλιτζανιού. Ολοκλήρωνε το σερβίρισμα μ’ ένα ποτήρι δροσερό νερό και μ’ ένα λουκουμάκι τριαντάφυλλο. Αυτή η τελευταία κίνηση ήταν μια χειρονομία έγνοιας και φροντίδας προς τον πελάτη, μια προσφορά από καρδιά του. Η συζήτηση του Γιάννη με τον Βλάση τον χωροφύλακα ήταν για τις πρόσφατες εκστρατείες τής Ελλάδας στην Κριμαία και τη Μικρασία. Ο Βλάσης διαμαρτυρόταν για τη μονομερή απόφαση του Βενιζέλου να μη τηρήσει μια στάση ουδετερότητας στον μεγάλο πόλεμο κι έτσι αναγκάζονταν, τώρα, να στέλνει στρατό εδώ κι εκεί, με πολλές απώλειες σε άντρες και πυρομαχικά.

«Με τόσο μικρή στρατιωτική δύναμη που συγκέντρωσαν οι Γάλλοι, σε τόσο αχανή έκταση, ήταν εξαρχής σίγουρο ότι θ’ αποτύχαινε η επιχείρηση εκστρατείας εναντίον τού Κόκκινου Στρατού», μουρμούρισε ο Βλάσης, κοιτώντας πότε προς τα κάτω και πότε προς την πλευρά τής κουζίνας, όπου πίσω από τον πάγκο διακρινόταν η πλάτη τού Γιάννη, που ετοίμαζε τον καφέ. «Απορώ, αυτοί που πήραν την απόφαση να στείλουν στρατό εναντίον των Μπολσεβίκων, σκέφτηκαν τους Έλληνες που ζούσαν εκεί, ότι θα υπήρχαν αντίποινα», αναρωτήθηκε με έμφαση, στρέφοντας το βλέμμα προς το πρόσωπο του παπά-Νικόλα και αναζητώντας, στη συνέχεια, το βλέμμα τού Γιάννη, που εκείνη τη στιγμή έφτανε από την κουζίνα κι ακουμπούσε τον δίσκο με το νερό και τον καφέ μπροστά στον παπά-Νικόλα. «Κι αν δεν ήσαν οι Άγγλοι να μας σώσουν, θα είχαμε καταστραφεί από τους άθλιους  συμμάχους, τους Γάλλους», πρόσθεσε, υψώνοντας, τώρα, τη φωνή του, παρατηρώντας, την ίδια στιγμή, τον Γιάννη, που κάθισε στην καρέκλα σιωπηλός, χωρίς να διαφωνεί με λόγια, αλλά και χωρίς να συμφωνεί, αποφεύγοντας γι’ αυτόν τον λόγο να διασταυρώσει το βλέμμα του με τον χωροφύλακα.

Για τον παπά-Νικόλα ήταν ξεκάθαρο πώς η Ελλάδα πήρε μέρος πριν λίγους μήνες στην εκστρατεία τής Ουκρανίας,  αρχές τού 1919, γιατί μπήκε αργά στον πόλεμο κι έπρεπε να προσφέρει κάποια υποστήριξη στην Αντάντ, για να έχει το δικαίωμα να πάρει μέρος στη διαπραγμάτευση της ειρήνης, να διεκδικήσει τα παλιά της εδάφη, που θα έχαναν οι ηττημένοι. Εξάλλου, από το 1915, η Αγγλία υποσχόταν στην Ελλάδα σημαντικά ανταλλάγματα, αν της πρόσφερε υποστήριξη, όπως την ένωση με την Κύπρο. Τελικά, η κίνηση αυτή πήγε χαμένη, απορρίφθηκε από την τότε κυβέρνηση, γιατί ο Βενιζέλος δεν ήταν στην εξουσία.

«Από τη μία κατηγορούν τον Βενιζέλο για μεγαλοϊδεάτη, ότι κηνυγάει πολέμους κι εκστρατείες, κι από την άλλη βαυκαλίζονται με τα κέρδη που αποκόμισε η χώρα εξ αιτίας τής πολιτικής του», είπε, τελικά, ο παπά-Νικόλας, σμίγοντας τα φρύδια πάνω απ’ τα μάτια, και παίρνοντας μια ανάσα συνέχισε, «τον διπλασιασμό τής έκτασης της Ελλάδας. Αν είχε ακολουθήσει μικροελλαδική πολιτική, δε θα είχαμε αποκτήσει τη Μακεδονία και τώρα οι βασιλικοί υποτίθεται ότι θέλουν να περισώσουν αυτά τα κέρδη, γι’ αυτό διαμαρτύρονται για τις νέες εκστρατείες», συνέχισε, ο παπά-Νικόλας, μην αποδεχόμενος την κριτική τού χωροφύλακα για τον Βενιζέλο, ενώ, συγχρόνως, έριχνε τον κορμό του προς το τραπεζάκι κι άπλωνε το δεξί του χέρι για να πιάσει με τ’ ακροδάχτυλά του το μικρό φλυτζανάκι.   Ο παπά-Νικόλας ρούφηξε με θόρυβο μια γουλιά καφέ από το φλυτζανάκι και κάνοντας την αντίστροφη με πριν κίνηση, το άφησε πάνω στο πιατάκι, στο τραπέζι, στον δίσκο. Μετά, τραβήχτηκε προς τα πίσω, ταχτοποιώντας τα οπίσθια και τον κορμό του ευθυτενώς πάνω στην καρέκλα. «Ο Βενιζέλος, σαν έξυπνος και τολμηρός πολιτικός που είναι, έκανε, τότε, την πολύ απλή σκέψη ότι όταν ξεσπάει μια ένοπλη σύγκρουση, στα Βαλκάνια ή αλλού, και γίνεται χωρίς την ελληνική συμμετοχή, τότε χάνεται για πάντα η δυνατότητα να υλοποιηθούν οι ελληνικές, εθνικές, διεκδικήσεις. Δηλαδή, χάνεται για πάντα το δικαίωμα να πάρει η Ελλάδα μέρος στη μοιρασιά. Ε! Αυτό γίνεται και τώρα. Με το τέλος τού πολέμου, οι σύμμαχοι έχουν κανονίσει ποιά κομμάτια τής Τουρκίας θα πάρει κάθε χώρα. Κι ο Βενιζέλος θα είναι παρών στο μοίρασμα και θα προβάλλει διεκδικήσεις, γιατί έστω κι αργά, πρόσφερε στον πόλεμο εναντίον τής κεντρικής συμμαχίας», μονολόγησε, τώρα, πιο δυνατά, κουνώντας δυο φορές, πάνω κάτω, το κεφάλι και συνοφρυώνοντας τα φρύδια πάνω απ’ τα βλέφαρα.

Ο Γιάννης, εκεί που παρακολουθούσε τον παπά-Νικόλα σοβαρός, ξαφνικά, τού χαμογέλασε, τραβώντας τις άκρες των χειλιών προς το πλάι και κουνώντας από τον λαιμό την κεφαλή του προς τα κάτω, συμφωνώντας με αυτόν τον τρόπο μαζί του. «Πάντοτε πίστευε ότι η θέση της χώρας μας ήταν δίπλα στην Αγγλία και τη Γαλλία, που ήταν μεγάλες ναυτικές δυνάμεις. Μόνο με την Αγγλία θα κρατήσουμε όσα έχουμε και μπορεί να εξασφαλίσουμε τη Βόρειο Ήπειρο, την Κύπρο και τη Μικρασία, έλεγε ο Βενιζέλος στην αρχή τού μεγάλου πολέμου», είπε ο Γιάννης, διακόπτοντας το Νικόλα. «Ο Βενιζέλος ξέρει να κάνει σύνθετους υπολογισμούς, χωρίς να απλοποιεί τα πράγματα, ξέρει τί θέλει και τολμάει να παίρνει πρωτοβουλίες», συμπλήρωσε, βάζοντας το δεξί πόδι πάνω στο αριστερό, στο σημείο τού γονάτου, λυγισμένο. «Ο Βενιζέλος είναι γνήσιο τέκνο τής Κρήτης, ελεύθερο πνεύμα, όπως η ιδιαίτερη πατρίδα του, που απόκτησε την αυτονομία της», πρόσθεσε, τεντώνοντας τον κορμό τού σώματος προς τα μπρος, προβάλλοντας το στέρνο. «Είναι ρεαλιστής, δε δηλώνει σίγουρος ότι θα νικήσει η Αντάντ συνολικά, αλλά διαχωρίζει την Αγγλία από τους συμμάχους της και υπολογίζει ότι ειδικά η Αγγλία δε θα χάσει τελικά, οπότε θα έχει τον κύριο λόγο για τους όρους ειρήνης στη Μικρασία. Δηλαδή, η πρόσδεση της Ελλάδας στην Αγγλία αποτελεί για τον Βενιζέλο την ασφαλέστερη μακροπρόθεσμη επένδυση», ολοκλήρωσε, ο Γιάννης, με κάποιον ενθουσιασμό, που τον έκανε να κατεβάσει και να πατήσει το δεξί πόδι κάτω στο δάπεδο, τοποθετώντας τις παλάμες στους μηρούς.

Όσο μιλούσε, ο παπά-Νικόλας κοιτούσε μπροστά του προς το παράθυρο της κουζίνας και έξω απ’ αυτό, βυθισμένος στις σκέψεις του. Κάποια στιγμή, που κατάλαβε ότι ο Γιάννης σταμάτησε, συνέχισε, σχεδόν αυτόματα. «Δεν είναι μόνο τα συμφέροντα που οδηγούν τους Έλληνες στη Μικρασία. Οι Δυτικές χώρες έχουν οικονομικά συμφέροντα, αλλά η Ελλάδα έχει, κυρίως, εθνικά, τις αλύτρωτες περιοχές. Με τρία εκατομμύρια ανθρώπινες ψυχέ,ς που ζούν κάτω από τον φόβο, τις δολοφονίες, τις εξορίες και τις γενοκτονίες», πρόσθεσε. «Να μην ξεχνάμε ότι αρχικά την Ελλάδα δεν την ενδιέφεραν τα εδάφη τής Μικρασίας, όμως, οι διωγμοί των Ελλήνων από τους Τούρκους, που ξεκίνησαν το 1914 και ήταν τόσο βίαιοι, σαν εθνοκάθαρση, οδήγησαν την ελληνική πλευρά στην απόφαση να συμπεριλάβει και τους Έλληνες της Μικρασίας στους συμπατριώτες που έπρεπε να γλυτώσει από τον οθωμανικό ζυγό και να κάνει τις περιοχές όπου ζούσαν, κομμάτι τής Ελλάδας», σχολίασε και σταμάτησε απότομα.

«Δεν είναι σίγουρο αυτό», αντέτεινε, ο Βλάσης, «εγώ, γνωρίζω ότι μετά τους Βαλκανικούς πολέμους ο Βενιζέλος καθησύχαζε τον Γάλλο πρέσβη στην Αθήνα, αλλά και τους Τούρκους πρέσβεις στη Ρώμη και το Παρίσι, λέγοντάς τους ότι η Ελλάδα δεν είχε εδαφικές βλέψεις απέναντι στην ασιατική Τουρκία και ότι τα δύο εκατομμύρια Έλληνες, που ζούσαν στην Τραπεζούντα και βορειότερα, ήταν μια μικρή μειονότητα σε σχέση με τους Μουσουλμάνους τής ενδοχώρας. Οι βλέψεις στη Μικρασία ξεκίνησαν με τη Μεγάλη Ιδέα, όταν ξαναήρθε ο Βενιζέλος στην εξουσία, τον Ιούνιο του ’17. Βλέπεις ότι η κάθε πλευρά τα παρουσιάζει όπως θέλει», συμπλήρωσε, φανερά εκνευρισμένος.

Τότε, πάλι, επενέβη ο Γιάννης ο καφετζής, που ήξερε καλά τα πράγματα από τις συζητήσεις που είχε ακούσει, ξανά και ξανά, στον καφενέ του. «Η Ιταλία, διεκδικούσε τη δυτική Μικρασία, γιατί  ήθελε, κυρίως, τα παράλια, για την ανάπτυξη του εμπορίου της. Όμως, όταν συνεδρίασε το ανώτατο συμμαχικό συμβούλιο, απουσίαζε ο Ιταλός εκπρόσωπος και οι υπόλοιποι σύμμαχοι αποφάσισαν να δώσουν εντολή στον Βενιζέλο, να αποβιβάσει ελληνικά στρατεύματα, στην περιοχή τής Σμύρνης. Λένε ότι έτσι έγινε κι ότι ήταν πρόσχημα η τήρηση της τάξης και η προστασία των χριστιανικών πληθυσμών, τα χρησιμοποίησαν έως ότου γινόταν, κάποια στιγμή, τελική ειρηνευτική συμφωνία», είπε.

«Μακάρι να είναι έτσι, αλλά κάποιες εφημερίδες και κάποιοι πολιτικοί υποστηρίζουν το αντίθετο», αντέτεινε, ο Βλάσης ο χωροφύλακας, με τσιριχτή φωνή. «Λένε ότι έστειλε τόσες χιλιάδες κόσμο στο στόμα τού λύκου, χωρίς την κατάλληλη προετοιμασία. Δε μας έφταναν τόσα και τόσα, ο εθνικός διχασμός, ο μεγάλος πόλεμος, ο πόλεμος της Κριμαίας, συνεχίζει να κάνει του κεφαλιού του, πρέπει να μπούμε ξανά σε πόλεμο με τους Τούρκους! Αλλοίμονο στους στρατιώτες που θα χαθούν και που θα τους στερηθούν οι οικογένειές τους», συνέχισε. Σε κάθε σταμάτημα του λόγου ακουμπούσε και ένωνε με δύναμη τα χείλη κάτω από το μουστάκι, ανασαίνοντας από τη μύτη.

«Μα, οι Έλληνες της Μικρασίας υποδέχτηκαν τον ελληνικό στρατό ως απελευθερωτή», τον διέκοψε, ο Γιάννης, με ήρεμο ύφος, «κι όλα δείχνουν πως η νίκη θα είναι δική μας. Εξάλλου, έχουμε και τις δυνάμεις με το μέρος μας», συνέχισε, ο Γιάννης.

Ο παπά-Νικόλας, δεν έλεγε τίποτα, μόνο μουρμούριζε πως ήταν αναμενόμενο να φτάσουμε στον εθνικό διχασμό, αφού ο Κωνσταντίνος διεκδικούσε να καθορίζει αυτός και όχι η κυβέρνηση, με τον εκλεγμένο πρωθυπουργό της, την εξωτερική πολιτική τής χώρας, μην αποδεχόνενος το θεσμικό του ρόλο ως πρωθυπουργό. Ήταν αναμενόμενο βασιλιάς και πρωθυπουργός να οδηγηθούν σε σύγκρουση.

«Πρωθυπουργός εκλεγμένος από τον λαό να μην μπορεί ν’ αποφασίσει για τις τύχες του», πρόσθεσε φωναχτά, και πιάνοντας με τα δάχτυλα το φλυτζανάκι, το ’φερε στα χείλη, το σήκωσε και ρούφηξε μια ακόμα γουλιά. «Εξάλλου, να μην ξεχνάμε ότι οι στρατιωτικοί, με το κίνημα στο Γουδί, ζήτησαν να αποχωρήσουν ο διάδοχος και τα πριγκιπόπουλα από τις ένοπλες δυνάμεις», πρόσθεσε, στο τέλος, με μια αίσθηση υπερηφάνειας, που κι ο ίδιος γνώριζε αρκετά για την ιστορία τής χώρας του και μπορούσε να συνδέσει γεγονότα και να αιτιολογήσει τη γνώμη του.

«Μα, κι ο Κωνσταντίνος πατριώτης είναι, ήθελε να προστατεύσει τη χώρα και τον λαό από μια στρατιωτική καταστροφή», διαμαρτυρήθηκε ο Βλάσης, «γι’ αυτό υποστήριξε την ουδετερότητα. Είδες τί έγινε με τα Νοεμβριανά, πόσοι άνθρωποι χάθηκαν από τους όλμους των συμμάχων, και πού, μέσα στην ίδια μας την πρωτεύουσα», πρόσθεσε ο Βλάσης, κατεβάζοντας το δεξί πόδι  από τ’ αριστερό γόνατο και φέρνοντας το αντικριστό, λυγισμένο, πάνω στο δεξί γόνατο.

Ο παπά-Νικόλας, είχε αρχίσει να φουντώνει. Αν και ήταν ήρεμος άνθρωπος, ωστόσο, ήταν ορκισμένος αντιβασιλικός και δεν μπορούσε ν’ ακούει τέτοιες παραπλανητικές κουβέντες. Ήταν δε τόση η έξαψή του που έξαφνα σηκώθηκε από την καρέκλα, στάθηκε στ’ αριστερά της, όρθιος στα δυο του πόδια και μίλησε στον Βλάση το χωροφύλακα από αυτή τη θέση, πότε διπλώνοντας ελαφρά τη μέση και φέρνοντας το πρόσωπό του πιο κοντά στο πρόσωπο του Βλάση, σε απόσταση ίση από τον αγκώνα έως τ’ ακροδάχτυλα και πότε κρατώντας το σώμα ευθυτενές και πετώντας το στέρνο μπροστά, αλλά χειρονομώντας, παράλληλα, με το δεξί χέρι, με τον δείκτη σε προέκταση και τα υπόλοιπα δάχτυλα διπλωμένα, σαν να διηύθυνε ορχήστρα, έχοντας το δάχτυλο για μπαγκέτα ή σαν να δίκαζε από την έδρα σαν εισαγγελέας.

«Ο βασιλιάς, υποστήριζε ανοιχτά την ιδέα τής ουδετερότητας για να ρίχνει στάχτη στα μάτια τού λαού, αλλά στο παρασκήνιο υποστήριζε την ανωτερότητα της γερμανικής αυτοκρατορίας. Είχε λάβει γερμανική παιδεία, στην αυλή του είχε γερμανόφιλους επιτελείς και η γυναίκα του είναι αδερφή τού Γερμανού Κάιζερ», είπε, μετανιώνοντας την ίδια στιγμή για την ένταση, που άφησε να τον κατακλύσει. Αμέσως,  ξανακάθισε στην καρέκλα του ξεφυσώντας, προσπαθώντας να μη δείχνει άλλο την ενόχλησή του.

«Ο Κωνσταντίνος και όλη η Ελλάδα είναι σίγουροι για την τελική νίκη τής Γερμανίας, καταλαβαίνουν, όμως, ότι αν η Ελλάδα πάρει το μέρος των κεντρικών δυνάμεων θα τη χτυπήσουν οι Άγγλοι από τη Μεσόγειο. Γι’ αυτόν τον λόγο υποστήριζαν τη μέση λύση τής ουδετερότητας», απάντησε, τσιριχτά, ο Βλάσης, στηλώνοντας το βλέμμα προς το μέρος του.

«Να λέμε την αλήθεια, όμως, η ουδετερότητα, ήταν ιδιαίτερα βολική για τη Γερμανία, αφού εγκλώβιζε τη Σερβία από τον νότο, αδρανοποιούσε ακόμη περισσότερο την ελληνοσερβική συμμαχία, και περιόριζε την ελευθερία τού ναυτικού τής Αντάντ. Και για τους ίδιους, ήταν στάση με μικρότερο ρίσκο, τουλάχιστον, μέχρι κάποια στιγμή», διέκοψε ο Γιάννης τον Βλάση, διατυπώνοντας, όμως, τις σκέψεις του με ηπιότητα και κάποια ουδετερότητα. «Το θέμα είναι ότι οι μεγάλοι κάνουν πολιτικά παιχνίδια δύναμης πάνω στις πλάτες τού κόσμου που πολεμάει», ολοκλήρωσε τη σκέψη του ο Γιάννης.

Ο παπά-Νικόλας, θεωρούσε τον Βενιζέλο πρωτοπόρο πολιτικό και πατριώτη, επειδή βοήθησε στην ανεξαρτησία και την ανάπτυξη της χώρας και μεγάλο μεταρρυθμιστή, εξαιτίας των μεταρρυθμίσεων που έκανε στην εκπαίδευση, την οικονομία και την κοινωνία. Επιπλέον, ήταν φιλελεύθερος και ιερωμένος και υποστήριζε την απόφαση του Βενιζέλου να προστατεύσει τον χριστιανικό κόσμο από τις αυθαιρεσίες των Τούρκων και να αποκαταστήσει την ειρήνη και την τάξη. Δε δεχόταν επουδενί ότι ο στόχος των Ελλήνων ήταν απλά και μόνο η προσάρτηση των περιοχών τής Μικρασίας στο πλαίσιο της Μεγάλης Ιδέας και ότι γι’ αυτό και μόνο στέλνονταν τόσοι άνθρωποι να πολεμήσουν. Ωστόσο, αναγνώριζε ότι στις τόσες εκστρατείες και συγκρούσεις χάνονταν κόσμος και κοσμάκης.

«Ναι, οι μεγάλοι χωρίζουν τον κόσμο σαν να μοιράζουν μια πίτα κι όλα αυτά πάνω στις πλάτες τού κοσμάκη που πολεμάει», μονολόγησε, προφέροντας τις λέξεις αργά και σταθερά και, κουνώντας δυο φορές, πάνω κάτω, το κεφάλι, συμπλήρωσε, «ταραγμένοι καιροί…»

Μαρία Σιώζιου