Τζούλια Γκανάσου | Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

Τζούλια Γκανάσου
Συγγραφέας


Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

«Οι ήρωες των βιβλίων μου με έχουν παρηγορήσει όπως κανένας άνθρωπος εν ζωή»

-Κα Γκανάσου, μέσω των βιβλίων σας έχει αποδειχθεί η λογοτεχνική σας αξία. Η γραφή σας ευρηματική, πρωτοποριακή, σύντομη, κοφτή, ουσιαστική, με ρυθμό, απορροφά τον αναγνώστη από τις πρώτες λέξεις. Πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη τού λόγου και τί σας παρότρυνε να το πράξετε;

Ξεκίνησα να ενδιαφέρομαι για την τέχνη τού λόγου όταν ήρθα σε επαφή με τους μεγάλους Έλληνες ποιητές τής γενιάς τού 1930, στην ηλικία των δεκαπέντε ετών. Με συγκλόνισε η ελευθερία και η δύναμη της γραφής, η πολυδιάστατη σκέψη, η πλημμυρίδα των ιδεών, των εικόνων, των οριζόντων. Δυσκολίες κατά τη διάρκεια της ενηλικίωσης, καθώς και ένα εσωτερικό κάλεσμα, με οδήγησαν στην περιπέτεια της γραφής, η οποία έχει υπάρξει, μέχρι τώρα, το μεγαλύτερο καταφύγιο. Οι ήρωες των βιβλίων μου με έχουν παρηγορήσει όπως κανένας άνθρωπος εν ζωή.

-Το βίωμα έχει σημαίνοντα ρόλο στη λογοτεχνική σας δημιουργία;

Το βίωμα αποτελεί εφαλτήριο σε οποιαδήποτε εκδοχή δημιουργίας. Ιδιαιτέρως το βίωμα που σχετίζεται με τους πιο σημαντικούς άξονες της ζωής: το τραύμα, ο έρωτας, η απώλεια, η προδοσία, η ασθένεια, η οικογένεια, τα πάθη, τα λάθη, η γέννηση, ο θάνατος, η μοναξιά και όλα τα υπέροχα ετούτης της ύπαρξης αποτελούν πεδίο τροφής για εμένα ως συγγραφέα. Ωστόσο, η φαντασία και η υπέρβαση του άκρατου ρεαλισμού ή των πραγματιστικών ορίων κατέχουν, επίσης, εξέχοντα ρόλο στο έργο μου.    

-Γράφετε έντονες ιστορίες. Οι ήρωές σας είναι στα άκρα;

Οι ήρωες, στα βιβλία μου, βρίσκονται, συνήθως, σε μια ιδιαίτερη συνθήκη, στην οποία εν δυνάμει θα μπορούσαμε να βρεθούμε όλοι. Με αφορμή την εν λόγω κατάσταση, οι ήρωες, ανασυνθέτουν την αφήγηση, που τους συγκροτεί, αναπλάθοντας το παρελθόν, επαναπροσδιορίζοντας τις αξίες, που ορίζουν τον βίο τους επί του παρόντος, ευελπιστώντας σε μια ανασυγκρότηση, μεταμόρφωση και, γιατί όχι, επανεκκίνηση. Για παράδειγμα, ο πρωταγωνιστής από το τελευταίο βιβλίο μου, «Γόνιμες Μέρες», ο άντρας, που βρίσκεται σε κώμα δίπλα σε έναν νεκρό, ο οποίος αποκτά ξάφνου πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, ανακαλύπτει μυστικά, που αλλάζουν εντελώς τον τρόπο που προσεγγίζει τον κόσμο. Η πρωταγωνίστρια από τους «Γονυπετείς», η γυναίκα στα τέσσερα, η αναβάτης και υπερβάτης, η ικέτιδα, στράφηκε προς την πρωταρχική έκφραση εξαντλώντας όλες τις δυνάμεις που θα μπορούσαν να τη βοηθήσουν. Και ο άντρας, πίσω από το κλειστό παράθυρο στο εγκαταλελειμμένο σπίτι στο χωριό, ο ήρωας από το «Ως το τέλος», ο παρατηρητής τής μεταθανάτιας περιφοράς τού παιδικού φίλου, παρέα με μια φιμωμένη αιχμάλωτη στο κατώι, επέλεξε να ανοίξει την πόρτα μόνο όταν στράφηκε προς την αρχή, ό,τι κι αν σήμαινε αυτό, ακόμη και την καταστροφή του. Μετά από μια δύσκολη κατάσταση, μετά από μια «ιδιαίτερη συνθήκη», μετά από ισορροπία σε τεντωμένο σχοινί, οι άνθρωποι στρέφονται προς τις θεμελιώδεις αξίες τής ζωής, οι οποίες φωτίζονται πλέον διαφορετικά, πολυεπίπεδα, πολυπρισματικά.

«Κατάγομαι από τη σάρκα σου. Κατάγομαι από το ύφος των ματιών σου. Κατάγομαι από τα ξέφτια σου. Κατάγομαι από το βάθος των καημών σου. Κατάγομαι από το έθνος, απ’ τον πόλεμο, από την εποχή, την ενοχή, τη μοναξιά, τη λησμονιά, τη μνήμη. Προέρχομαι από τον πατέρα μου. Προέρχομαι απ’ ό,τι μου έχει απομείνει»

«Γόνιμες μέρες»

-Μιλήστε μας για το τελευταίο σας βιβλίο «Γόνιμες μέρες» 2021, Εκδόσεις Γκοβόστη. Τα τραύματα του παρελθόντος καθορίζουν το παρόν τού ήρωά σας και τον εξωθούν στην αυτοκριτική και την αναζήτηση της αληθινής του ταυτότητας. Τί τον παρακινεί, όμως, να μείνει ζωντανός;

Στις «Γόνιμες Μέρες», ένας άντρας βρίσκεται αναίσθητος δίπλα σ’ έναν νεκρό. Χαρακτηρίζεται ως ύποπτος σε υπόθεση λαθροχειρίας. Μεταφέρεται σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο όπου του χορηγείται φάρμακο τελευταίας τεχνολογίας, ώστε να θυμηθεί, να ξυπνήσει και να δώσει κατάθεση. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο ήρωας, αποκτά πρόσβαση στην εποχή πριν από τα πέντε του χρόνια, πριν απ’ τη μνήμη, στην αχαρτογράφητη ζώνη τής ύπαρξης. Εκεί ανακαλύπτει μυστικά, που του αλλάζουν εντελώς τη ζωή. Την ίδια ώρα, ανακαλεί τα γεγονότα τα οποία τον έφεραν στην κωματώδη κατάσταση. Ταυτόχρονα, ακούει τους δικούς του να ομολογούν όσα έπρεπε να αγνοεί. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, ο ήρωας, έρχεται αντιμέτωπος, αφενός, με τα πρώτα χρόνια τής ζωής του, όπου ανακαλύπτει καίρια ψεύδη στις αφηγήσεις των δικών του ανθρώπων, αφετέρου, με την ενδεχόμενη ενοχή και την υπεράσπιση του εαυτού του, στο πλαίσιο της διαλεύκανσης της υπόθεσης του νεκρού, που βρέθηκε δίπλα του. Εκτίθεται, επίσης, σε τραυματικές συζητήσεις οικείων προσώπων οι οποίες τον επηρεάζουν βαθιά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο ήρωας, συνειδητοποιεί το υπέρτατο μεγαλείο τής ζωής: όταν δεν δύνασαι να κινήσεις ούτε το μικρό δαχτυλάκι, οι δραστηριότητες του σώματος, που αντιμετωπίζουμε ως δεδομένες, φαντάζουν υπέρτατο δώρο. Όταν συνειδητοποιείς ότι δεν έχεις εκφράσει αρκετά την αγάπη σου στα εγγόνια, στα παιδιά, στους συντρόφους, στους φίλους, μια ευκαιρία να υπάρξεις εκ νέου μαζί τους φαντάζει πολύτιμη. Όταν δεν έχεις «γιορτάσει» δεόντως την ύπαρξη και, ξαφνικά, απειλείσαι, το ένστικτο της επιβίωσης γίνεται θηριώδες. Όταν καλείσαι να επιλέξεις τί είσαι διατεθειμένος να θυσιάσεις προκειμένου να επιστρέψεις, ένα χέρι, ένα πόδι ή έναν ειρμό, τότε, αλλάζει ο τρόπος που βλέπεις τον κόσμο, αλλάζει ο τρόπος που ζεις. 

-Τί ακριβώς συμβολίζει η «σχισμένη πολυκατοικία»;

Η «σχισμένη πολυκατοικία» αποτελεί το σύνορο ανάμεσα στην κανονικότητα και την παραβατικότητα, ανάμεσα στον ρεαλισμό και το όνειρο, ανάμεσα στην υπόσχεση και τη ματαίωση, ανάμεσα στο νόμιμο και το εγκληματικό, το ηθικό και το ανήθικο, το ωφέλιμο και το ανώφελο, το συντηρητικό και το ριζοσπαστικό, το γνωστό και το άγνωστο, αυτό που μας γδέρνει αφυπνίζοντας, κινητοποιώντας, διεκδικώντας το πιο γενναίο κομμάτι.

-Οι άνθρωποι που υιοθετούν «αποκλίνουσες συμπεριφορές» (εμπορία ναρκωτικών, πορνεία, trafficking κ.λπ.) θεωρείτε πως αποτελούν φυσική απόρροια των κοινωνικών, δομικών και πολιτισμικών χαρακτηριστικών κάθε κοινότητας; Είναι θύματα ή θύτες;

Είναι σίγουρα απόρροια της κοινωνικής παθογένειας, έχουν υπάρξει θύματα και γίνονται οι χειρότεροι θύτες.

«Δεν είμαστε τίποτα χωρίς σώμα,
δεν είμαστε τίποτα μόνο ως σώμα»

-Βασικός πρωταγωνιστής στα βιβλία σας, το σώμα;

Το σώμα αποτελεί τον κύριο άξονα γύρω από την αφήγηση στα έργα μου. Το σώμα αποτελεί τον κύριο άξονα στο βίωμα της ζωής. Δεν είμαστε τίποτα χωρίς σώμα, δεν είμαστε τίποτα μόνο ως σώμα. Η εξερεύνηση του τί συντελείται ενδιάμεσα, όταν το σώμα θυσιάζεται, εξαντλείται, καταπονείται, βασανίζεται, ασθενεί, εκφράζεται, ανθίζει, ερεθίζεται, μεγαλουργεί, αποτελεί πάντα το εφαλτήριο της προβληματικής μου.

-Πόσο καθοριστική είναι η σχέση τού παιδιού με τη μητέρα, ακόμα κι αν η εκείνη δεν ζει πια;

Πιστεύω ότι η σχέση τού παιδιού με τη μητέρα είναι η πιο καθοριστική σχέση τής ζωής του. Η συμπεριφορά τής μητέρας, το σθένος ή η διαταραχή, οι επιλογές, ο τρόπος επίκρισης ή ενθάρρυνσης του παιδιού, η τρυφερότητα ή η ψυχρότητα, η παρουσία και το παράστημα της μάνας, επηρεάζουν το τέκνο βαθιά. Σε αυτό το πλαίσιο, ο μητρικός λόγος, και ειδικά ο λόγος που απευθύνει η μάνα τα πρώτα χρόνια στο παιδί, το καθορίζει εφ’ όρου ζωής, του δίνει φτερά ή το παραλύει. Προσπάθησα, λοιπόν, να γράψω ένα βιβλίο το οποίο θα παρηγορεί σαν μητρικός λόγος, θα παρακινεί σαν μητρικός λόγος, θα μας κάνει να λαχταράμε ξανά τη ζωή.

-Πόσο κακό μπορεί να προκαλέσει το κάθε ψέμα μας στο παιδί και στη σχέση μας μαζί του;

Τα κατά συνθήκη ψέματα είναι αναπόφευκτα, αλλά τα μεγάλα ψεύδη που αφορούν σε καίριες εκφάνσεις τής ζωής τού παιδιού, αποτελούν νάρκες έτοιμες να εκραγούν ανά πάσα στιγμή.

«Ο πνευματικός κόσμος στη χώρα μας έχει τεράστια δυναμική
και παράγει πολιτισμό ισάξιο
με των υπόλοιπων χωρών τής Ευρώπης»

-Σήμερα, ο πνευματικός κόσμος στη χώρα μας έχει δυναμική στο να παράγει πολιτισμό;

Ο πνευματικός κόσμος στη χώρα μας έχει τεράστια δυναμική και παράγει πολιτισμό ισάξιο με των υπόλοιπων χωρών τής Ευρώπης. Ωστόσο, δεν υπάρχουν τα οικονομικά μέσα ώστε να προβληθεί.

-Η Ελληνική οικογένεια έχει το θάρρος και τη δύναμη, ώστε να επεξεργαστεί αυτοκριτικά τις πληγές και τα μυστικά της;

Καμία οικογένεια δεν έχει τα όπλα ώστε να επεξεργαστεί αυτοκριτικά τις πληγές, τα μυστικά, τα λάθη. Όπως κανένας άνθρωπος δεν είναι έτοιμος για την απόλυτη αλήθεια.

-Τί σας αφυπνίζει;

Ο χρόνος, που περνά. Ο γιος μου, που μεγαλώνει. Το μπάνιο σε κρύα θάλασσα. Οι άνθρωποι, που αγαπώ, όταν υποφέρουν ή εξεγείρονται.

-Ποιά είναι τα επόμενα σχέδιά σας;

Η ιστορία στο επόμενο βιβλίο μου λαμβάνει χώρα σε μια εμπόλεμη ζώνη. Εν μέσω βομβαρδισμών τής γενέθλιας πόλης, μια έφηβη βγαίνει από το σπίτι κουβαλώντας στη ράχη την παράλυτη ηλικιωμένη γιαγιά. Θα βιώσουν πολλές δοκιμασίες και περιπέτειες μέχρι να περάσουν τα σύνορα και να βρεθούν σε συνθήκες ειρήνης. Όμως, κι εκεί, θα εκπλαγούν από την κατάσταση με την οποία θα βρεθούν αντιμέτωπες.

Κα Γκανάσου, σας ευχαριστώ πολύ για την παραχώρηση της συνέντευξης. Παρακαλώ, μπορείτε να μας αφιερώστε ένα αδημοσίευτο άρθρο σας;

            Εγώ σας ευχαριστώ! Σας αφιερώνω τις πρώτες γραμμές τού επόμενου βιβλίου μου, «Παρένθετη χώρα» που γράφεται ακόμη…

«Σείστηκε η γη. Τραντάχτηκαν οι τοίχοι, οι σκέψεις, τα πετρώματα. Ένα κορίτσι κρύφτηκε κάτω απ’ το τραπέζι. Στριμώχτηκε, δηλαδή, μήπως χωρέσει… Το έπιπλο έκανε κουτσό. Μια ηλικιωμένη καθόταν εκεί όπου κατοικούσε ο καναπές προτού τον κάψουν ή δοκιμάσουν να τον φάνε. Απέθετε το βάρος της σε ένα πορτοκαλί σκαμπό. Τραγουδούσε δυνατά έναν σκοπό. Συναγωνιζόταν τις οβίδες. Ξάφνου, τραμπάλισε το οίκημα. Θίχτηκαν οι ρίζες, οι πρόκες, τα θεμέλια. Ταρακουνήθηκε ό,τι υπήρχε μες στο σπίτι. «Πρέπει να φύγουμε!» κραύγασε η έφηβη. Η ηλικιωμένη άρθρωνε έναν στίχο σαν σκληρό κατηγορώ. Κοιτούσε με μανία προς τα εκεί όπου θα έπρεπε να βρίσκονται παράθυρα κι όχι χαλάσματα γιρλάντες. «Γιαγιά! Πρέπει να βγούμε έξω!» Το κορίτσι κατάφερε να φτάσει στην τσάντα όπου είχαν στοιβάξει τα απαραίτητα. Το κτίριο δέχτηκε απειλή. Σαν τραμπάλα, άγγιξε φευγαλέα ένα σύννεφο. Η γιαγιά το βρήκε αστείο. Όταν το τρίπατο επανήλθε αμήχανα στη θέση του, ένα δοκάρι έπεσε δίπλα στο σκαμπό. «Σήκω, γιαγιά! Πρέπει να φύγουμε!» «Θα περιμένω… Τη μητέρα, τον πατέρα σου, τον…» Σοφάδες έπεσαν, για λίγο, στα κεφάλια κι έκαναν πιο ξανθά και πιο ψαρά τα αχτένιστα μαλλιά. Η έφηβη έσκυψε και φίλησε την ηλικιωμένη στον αριστερό κρόταφο. Τα ματοτσίνορα χάιδεψαν τη μύτη. Ψιθύρισε μια αλήθεια στον κρεμάμενο λωβό. Κάποιες ρυτίδες βάθυναν φτιάχνοντας γκρεμό. «Γιαγιά, έλα, σε παρακαλώ…» Δονήσεις έκλεψαν την ανάσα απ’ το κορίτσι. Τράβηξε την ηλικιωμένη από το μπράτσο. Εκείνη αρνούνταν, έδιωχνε, παρότρυνε την έφηβη να φύγει. Δεν θα τα κατάφερνε μόνη, απαντούσε με πάθος η κοπέλα, την χρειαζόταν, ήταν απαραίτητη! «Βάρος θα είμαι, όχι βοήθεια…» δήλωσε η γιαγιά «Φύγε.» Τότε, η έφηβη παράτησε απότομα το χέρι – ζυμάρι – αμήχανο κισσό, άρπαξε την τσάντα και αποχώρησε. Ωστόσο, στο κατώφλι του σπιτιού τους κοντοστάθηκε, στοχάστηκε, έβρισε και επέστρεψε οργισμένη. Φώναξε, τότε, στη γυναίκα που καθόταν στο σαλόνι πάνω στο πορτοκαλί σκαμπό, ναι, την επέπληξε, την κατέκρινε, την παρακίνησε και εντέλει, την ικέτεψε να πάψει να πιστεύει σε (από μηχανής) Θεούς ή σε φαντάσματα, να πάψει να κιοτεύει, να αρνείται και να δει… Η ηλικιωμένη σήκωσε το κεφάλι προς τα πάνω, προς το έφηβο πρόσωπο που άλλαζε εκφράσεις κάθε δευτερόλεπτο, στύλωσε το βλέμμα στα υγρά βλέφαρα προσπαθώντας να κοιτάξει στο κέντρο των γαλάζιων οφθαλμών και ψέλλισε: «Μπορείς… Άκουσε με. Θα είσαι καλύτερα μόνη.» Κι ενώ το νεανικό σώμα σπαρταρούσε προσπαθώντας να την πείσει να σηκωθεί, να κινηθεί, να ζήσει, η ηλικιωμένη κοίταζε τις γραμμές στις παλάμες των χεριών, κάτι φώλιαζε εκεί και την καλούσε, χώμα, χαλάσματα και σκόνη και κάποια γνώση αρχέγονη κρυφή, έσκυψε έτσι ατάραχη και γεύτηκε το μείγμα και τότε, η εγγονή εξαγριώθηκε, τράβηξε απότομα πίσω το σκαμπό αλλά το φθαρμένο σώμα δεν στηρίχθηκε στα πόδια, έπεσε ολόκληρο στο πάτωμα. «Γιαγιά!» Υπό τον ήχο των εκρήξεων και τις δονήσεις των τειχών, με μια παράξενη γαλήνη, η γηραιά γυναίκα ομολόγησε πως δεν ήλεγχε τα πόδια, ήταν μουδιασμένα από το πρωί, επεδείκνυαν πλήρη ανυπακοή.»

—–

Τι συμφέρει στον άνθρωπο
Να πάσχει να αντέχει σωπαίνοντας τις πληγές
από μια μοίρα πού τον ταπεινώνει χωρίς κανένα έλεος
ή να επαναστατεί. Να αντισταθεί
στην ατέλειωτη παλίρροια των λυπημένων κόπων
Να πεθάνεις. Να κοιμηθείς. Αυτό είναι όλο
Να κοιμηθείς και να κοιμηθούν
όλοι οι πόνοι που από αυτούς είσαι πλασμένος…

…Ο φόβος ταράζει την θέληση και θέλεις
να είναι ο εχθρός σου γνώριμος παρά να δεις
να έρχεται καταπάνω σου το αγνώριστο. Η συνείδηση
μας κάνει όλους δειλούς. Η φύση δεν της έδωσε
μια λειτουργία θανάτου δεν έχει όργανο για το άγνωστο
Άστραψε η απόφαση κι αμέσως την σβήνει την θαμπώνει
η υγρασία της σκέψης. Και τα έργα τα μεγάλα
που γι αυτά γεννήθηκες. Μονάχα γι αυτά γεννήθηκες
δεν τα τολμάς. Θρύβουν χάνονται
Ποτέ δεν θα ονομασθούν πράξεις.

(Σαίξπηρ – Άμλετ)


—-

Βιογραφικό σημείωμα-Εργογραφία

Η Τζούλια Γκανάσου, σπούδασε Πληροφορική (Ο.Π.Α. & Παν/μιο Λονδίνου), Λογοτεχνία (ως υπότροφος, Παν/μιο Σορβόννης & Παν/μιο Εδιμβούργου) & Ευρωπαϊκό Πολιτισμό (Ε.Α.Π.). Βιοπορίζεται από την Πληροφορική. Εκδόσεις: «Σε μαύρα πλήκτρα» (Μυθιστόρημα, Γκοβόστης 2006 & Παν/μιο Εδιμβούργου 2007, συλλογή «Παγκοσμιουπόλεις»). «Ομφάλιος λώρος» (Μυθιστόρημα, Γκοβόστης 2011 – 4ο Διεθνές Λογοτεχνικό Φεστιβάλ Dasein, 1ο Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Αθήνας, 9ο  Φεστιβάλ Νέων Λογοτεχνών Γλασκώβης). «Ως το τέλος» (Νουβέλα, Γκοβόστης 2013 – υποψήφιο για το «Βραβείο Νέου Λογοτέχνη 2013» Λογοτ. Περιοδικό «Κλεψύδρα» & για το «Κρατικό Βραβείο Λογοτεχνίας 2014»). «Γονυπετείς» (Νουβέλα, Γκοβόστης 2017, Γ’ Έκδοση – Βραβείο Αφηγήματος «Μεσόγειος 2018» Παν/μιο Έξιτερ & «Βραβείο Διηγήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2018). «Γόνιμες Μέρες» (Νουβέλα, Γκοβόστης 2021, Β’ Έκδοση – υποψήφιο για το βραβείο «Ιστορίες Εγκλεισμού 2021» του λογοτεχνικού περιοδικού World Literature Today και για το «Βραβείο Μυθιστορήματος» Βραβεία Βιβλίου Public 2022).