Γιώργος Χ. Θεοχάρης | Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

Γιώργος Χ. Θεοχάρης – συγγραφέας–ποιητής–εκδότης

Αν η Κολχίδα που λαχτάρησες
έκρυβ’ απλά ένα χρυσόμαλλο τομάρι
μάταια τόσα χρόνια την Αργώ
ετοίμαζες στο ναυπηγείο

από τη συλλογή «Πτωχόν Μετάλλευμα», Εμβόλιμον, 1990

Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

Συνομιλώντας με έναν ιδιαίτερα ευαίσθητο και χαρισματικό άνθρωπο…

-Κύριε Θεοχάρη, πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη τού λόγου και τί σας παρότρυνε να το πράξετε;

Αποπειράθηκα να αφηγηθώ, έμμετρα ομοιοκατάληκτα, τα κατορθώματα των ηρώων τής επανάστασης του 1821, στα δέκα μου χρόνια, μαθητής τής Πέμπτης τού Δημοτικού, επηρεασμένος σε βαθμό παροξυσμικού ενθουσιασμού, διαβάζοντας τα Κλασσικά Εικονογραφημένα των εκδόσεων Πεχλιβανίδη. Θυμάμαι ότι τους ζωγράφιζα κιόλας με τα γιαταγάνια τους, άτεχνα, φυσικά, και ζωγραφικά και στιχουργικά, γεμίζοντας τα περιθώρια στα βιβλία τού Οικονομικού Πανεπιστημίου, που είχε αφημένα στο σπίτι μας ο μεγάλος αδελφός τού πατέρα μου, από τον καιρό των σπουδών του. Αρκετά αργότερα, στα δεκαέξι μου χρόνια, στην Τετάρτη Γυμνασίου, έγραψα τα πρώτα μου σονέτα, που αξίζει να τα διαβάσει κανείς ακόμη και σήμερα, επηρεασμένος από την ανάγνωση της ποίησης του Λάμπρου Πορφύρα και του Λορέντζου Μαβίλη. Επίσης, εκείνη την εποχή, προσπάθησα και μετέφρασα Γάλλους ρομαντικούς ποιητές, που ποιήματά τους συναντούσα στα βιβλία τής γαλλικής γλώσσας, στο ιδιαίτερο φροντιστήριο με την Mme Bougniol, τη δασκάλα μου.

-Ποιά είναι η πηγή τής έμπνευσης σας; Στη δική σας περίπτωση τί έρχεται πρώτο όταν γράφετε;

Πηγές τής έμπνευσής μου είναι η Φύση, με τις ομορφιές της, και ο Άνθρωπος, με τα βάσανα και τις χαρές του. Το πρώτο που έρχεται στη σκέψη μου είναι η αξιοποίηση του ταμιεύματος που έχει συγκεντρωθεί στη μνήμη και στη ψυχή μου από την παρατήρηση του κοντινού μου κόσμου. Δομικό στοιχείο τής ποίησής μου είναι η μνήμη, βιωμένη είτε διαμεσολαβημένη.

-Τί θέση έχουν οι λέξεις, τα βιωματικά στοιχεία και το συναίσθημα στη γραφή σας;

Η ποιητική μου είναι δομημένη, στο μεγαλύτερο μέρος της, στο βίωμα. Δίχως λέξεις δεν υπάρχει γραπτός λόγος, αν και, πολλές φορές, χειρονομίες και εκφράσεις άηχες των ανθρώπων αποτελούν υπέροχα οπτικά ποιήματα, όπως για παράδειγμα μία εικόνα, που έχω από δύο γηραιούς συμπατριώτες μου, στη Δεσφίνα της Φωκίδας, ο ένας των οποίων καθόταν ήδη από τα χαράματα στο τραπεζάκι τού καφενείου, στην αγορά τού χωριού, κι έπινε τον καφέ του, ώσπου από έναν παράδρομο φάνηκε ο φίλος του ερχόμενος και, καθώς ταίριαξαν τα βλέμματά τους, εκείνος που έμπαινε στην αγορά έκλεισε το δεξί του μάτι, και με μια ελαφρά συστροφή τής δεξιάς του παλάμης σαν κάτι να ρώτησε τον καθήμενο, κι εκείνος σφίγγοντας τα χείλη του, ανυψώνοντας ταυτόχρονα την κεφαλή του, αποκρίθηκε και συνεννοήθηκαν τέλεια. Οι δύο φίλοι είχαν να συναντηθούν από το προηγούμενο βράδυ και εκείνος που ερχόταν ρώτησε άηχα τον καθήμενο «τί νέα υπάρχουν;» και πήρε την απάντηση «τίποτα το σημαντικό». Ε, λοιπόν, μια τέτοια εικόνα είναι για μένα άηχο ποίημα, αλλά δείτε πόσες λέξεις χρειάστηκαν για να το περιγράψω. Κοιτάξτε, επίσης, μίαν άλλη περίπτωση από τη συλλογή μου «Πλησμονή οστών» (Μελάνι 2018):

ΟΠΤΙΚΟ ΠΟΙΗΜΑ ΣΤΗΝ ΑΚΡΟΓΙΑΛΙΑ

της Μαρίας Κοσσυφίδου

Η φίλη μου, Μαρία Κ., γυρνώντας από τη θάλασσα, μου διηγήθηκε ότι είδε μία γιαγιά στην παραλία μαυροφορεμένη. Ξεδίπλωσε μια άσπρη καρέκλα σκηνοθέτη που, στην πλάτη, έγραφε bella και κάθισε. Ξεντύθηκε αργά αργά, έμεινε με το μαύρο της ολόσωμο μαγιό, πήρε ένα πορτοκαλί κουβαδάκι, κάθισε στην άκρη στο κύμα κι έπαιζε με το νερό.

«Ήθελα να έβλεπες αυτήν την εικόνα», είπε η Μαρία.

«Όταν θα ξαναπάς να κολυμπήσεις» -είπα- «φέρε μου άλλο ένα ποίημα, παρακαλώ, Μαρία»

Τέλος, το συναίσθημα προκύπτει στη γραφή μου ως αποτέλεσμα ψυχικού συγκλονισμού, που έχω ήδη δεχτεί από την παρατήρηση μιας κατάστασης ή από την θέαση της ομορφιάς ή της δυστυχίας.

-Ποιές συνθήκες τής σύγχρονης κοινωνίας επιδρούν στη σχέση λογοτέχνη και κοινού; Γιατί μέσα από τη σχέση αυτή προκύπτει η αναγκαιότητα ύπαρξης του κριτικού;

Στη σχέση λογοτέχνη και κοινού ή πιο σωστά λογοτεχνίας και κοινού, υπάρχει ένα κύκλος ανταλλαγών, που χάρις στη μεσολάβηση ενός πολύπλοκου οργανισμού, όπου συγχρονίζονται η τέχνη τής γραφής, η τεχνολογία τής έκδοσης και το εμπόριο, η προώθηση δηλαδή, του λογοτεχνικού προϊόντος, δημιουργείται μια κοινότητα που είναι απαραίτητο να δρα ταυτόχρονα. Αν στη λειτουργία αυτής της κοινότητας κάποιος παράγοντας αστοχήσει, τότε το λογοτεχνικό προϊόν δεν θα φτάσει στα χέρια τού αναγνώστη. Η αναγκαιότητα παρουσίας τού κριτικού λογοτεχνίας τοποθετείται στον τρίτο παράγοντα του κύκλου, δηλαδή στο εμπόριο, αφού οι προτάσεις του πείθουν το κοινό να προμηθευτεί το βιβλίο ή το αποτρέπουν.

-Υπάρχει αναγνωστικό κοινό για την πεζογραφία;

Θεωρώ ότι υπάρχει αναγνωστικό κοινό για το μυθιστόρημα, πρωτίστως. Τα βιβλία των σημαντικών μας πεζογράφων αγοράζονται και διαβάζονται.

-Θεωρείτε πως η πεζογραφία διαμορφώνει ταυτότητες και συνειδήσεις;

Όχι, δεν πιστεύω ότι ο αναγνώστης διαφοροποιεί προς το καλύτερο την ταυτότητά του, πόσω μάλλον την συνείδησή του, επειδή μόνο και μόνο διαβάζει. Βοηθιέται να σκεφτεί βαθύτερα σχετικά με την ουσία τής ζωής και να προβληματιστεί· ναι, είναι πιθανόν, όμως μέχρις εκεί.

-Η ποίηση;

Η ποίηση είναι περισσότερο λειτουργική και πρόσφορη στον αναγνώστη, γιατί είναι πολύ πιο σύντομη από την πρόζα και έχει πύκνωση. Ακόμη, την ποίηση την προσεγγίζει ο άνθρωπος και μέσα από τον μελοποιημένο λόγο, από το τραγούδι, αλλά και από τη βυζαντινή υμνογραφία, για όποιον εκκλησιάζεται. Ούτε η ποίηση πιστεύω πως διαμορφώνει ταυτότητες και συνειδήσεις, απλά λειαίνει συναισθηματικά τον άνθρωπο, τον κάνει πιο πονετικό απέναντι στα βάσανα των γύρω του, πιο ανεκτικό στη διαφορετικότητα, περισσότερο υπερασπιστή της ελευθερίας και μαχητή των δικαιωμάτων. Και η πεζογραφία και η ποίηση είναι δυνατόν να διαμορφώνουν την ταυτότητα και να ενισχύουν πτυχές τής συνείδησης των ίδιων των πεζογράφων και των ποιητών.

-Ο νεοέλληνας αντιλαμβάνεται την αξία τής ελληνικής γλώσσας;

Νομίζω όλο και πιο λίγο, αφού πλέον κυριαρχείται η ζωή μας από όρους ξενικούς. Θυμούμαι, τη δεκαετία τού 1950, στην πατρίδα μου Δεσφίνα, στις υπώρειες του Παρνασσού, παίζαμε «δραμιού», κυνηγητό δηλαδή, και οι μανάδες μας όταν ήθελαν να μας στείλουν κάπου να φτάσουμε πολύ γρήγορα μας έλεγαν: «δράμε!» και δεν ήταν τίποτε άλλο από τον αόριστο του ρήματος «τρέχω», εκείνο το «έδραμον» το οποίο επιβίωνε από την αρχαιότητα μέχρι τους πρώτους χρόνους τής Μετεμφυλιακής Ελλάδας στην επαρχία. Κι αν όχι σήμερα, ίσως σε λίγα χρόνια η προστακτική προτροπή μπορεί να είναι «run!»

-Γίνεται λόγος (κυρίως από την Εταιρεία Ελλήνων Φιλολόγων) πως επιχειρείται μια υποβάθμιση, μία αποδόμηση της ελληνικής γλώσσας και της ελληνικής ιστορίας, που είναι οι κύριοι πυλώνες τού ελληνικού πολιτισμού. Πείτε μας την άποψή σας.

Ναι, συμμερίζομαι αυτήν την αγωνία. Δείτε τη μείωση της διδακτέας ύλης στα μαθήματα ανθρωπιστικών σπουδών. Υπάρχει εδώ και καιρό ένας αναθεωρητισμός, κυρίως της Ιστορίας, που μάλιστα θεωρείται από κάποιους προοδευτισμός, είναι όμως πισωγύρισμα και τύφλωση και εξυπηρετεί άνομα συμφέροντα στα πλαίσια της Παγκοσμιοποίησης.

-Η διατήρηση της ιστορικής συνείδησης είναι πράξη αντίστασης μέσα στη γενική παρακμή;

Το συζητάτε;! Δίχως συναίσθηση της ιστορικής μας συνείδησης είμαστε ανδρείκελα των συμφερόντων. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση του πατέρα μου, στο βιβλίο μου «Δίφορη μνήμη» (Πόλις 2021), υπάρχει το ακόλουθο απόσπασμα: «Αντάρτης ακόμα το 1948 βρήκα σε μια γράνα μέσα στο παγωμένο χιόνι, στη Φτερόλακκα στον Παρνασσό, εκεί που κάνουνε τώρα το σκι ανίδεοι σε τι κόκκαλα κακοχαλασμένα πατάνε, βρήκα ένα διπλωμένο χαρτί μέσα σε μια σακούλα που μισογυάλιζε όπως έπεφτε ο χειμωνιάτικος ήλιος. Ήτανε μια εικόνα του Αγίου Παντελεήμονα. Αυτή που έχουμε στο εικόνισμα στο σπίτι από τότε. Ποιος ξέρει ποιόν σκοτωμένο δε φύλαξε. Φορούσα μια πλεχτή μάλλινη φανέλα με χωνευτά τσεπάκια στο στήθος που μου ‘χε πλέξει η αδερφή μας η Ελένη. Έβαλα μέσα την εικόνα κι έκαμα το σταυρό μου να με φυλάξει ο άγιος να γυρίσω ζωντανός». Στις μέρες μας, πράγματι, πολλοί, πάμπολλοι, νεοέλληνες δεν ξέρουν πού πατούν και πού πηγαίνουν, οδεύουν εν πλήρει αγνοία στον γκρεμό.

-Κύριε Θεοχάρη, ποιές δυσκολίες καλούνται να υπερβούν οι άνθρωποι της επαρχίας;

Η ζωή στην επαρχία παρέχει χίλια καλά, μιας και ο άνθρωπος ζει κοντά και μέσα στη φύση, αλλά έχει και πολλές δυσκολίες, αφού για διάφορες ανάγκες, υγείας πρωτίστως αλλά και εκπαίδευσης, πρέπει να μετακινηθεί στην πρωτεύουσα του Νομού ή στην Αθήνα. Για τους φιλαναγνώστες οι ελλείψεις είναι σημαντικές, γιατί ακόμη και για να βρουν βιβλιοπωλείο αναγκάζονται να μετακινηθούν. Ωστόσο, αποζημιώνονται από την ομορφιά των τοπίων, από τις μυρωδιές των λουλουδιών, από τα κελαηδίσματα των πουλιών, από το φλοίσβισμα της θάλασσας.

-Οι σχέσεις των σημερινών ανθρώπων έχουν καταστεί περισσότερο απρόσωπες και επιφανειακές;

Είναι απότοκο του σύγχρονου τρόπου ζωής, όμως νομίζω πως οι άνθρωποι της μεγαλούπολης βρίσκουν τον τρόπο προσωπικής, ψυχικής, επαφής με εκείνους που καθημερινά συγχρωτίζονται, είτε στην εργασία, είτε στη γειτονιά, είτε σε δραστηριότητες κοινού ενδιαφέροντος. Επίσης, πιστεύω πως ουσιαστικές, προσωπικές σχέσεις αναπτύσσονται, κάποιες φορές, κι από απόσταση, με την επαφή μέσα από τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, αρκεί να υπάρχει θέληση και εγγύτητα ενδιαφερόντων. Για την επαρχία δεν υπάρχει παρόμοια έλλειψη, οι άνθρωποι εξακολουθούν, σε σημαντικό βαθμό, να ζουν ουσιαστικά, όπως αιώνες τώρα. Βέβαια, ενδημούν πάντοτε και αρνητικές πλευρές στη ζωή στην επαρχία, που έχουν να κάνουν με τα κουτσομπολιά και τις μικρότητες, που αναπτύσσονται στις μικρές κοινότητες. Μιλώ φυσικά για την επαρχία σε μέγεθος χωριού και ούτε καν για τις πρωτεύουσες των Νομών ή τις κομωπόλεις.

-Ο λόγος σας είναι ιδιαίτερα άμεσος, υποθέτω το ίδιο και ο χαρακτήρας σας. Μιλήστε μας για τον εαυτό σας, τα όνειρά σας, τις προσδοκίες σας.

Με διακρίνει φυσική αφοβία την οποία απέκτησα μέσα από τα λαϊκά δρώμενα της επαρχίας, όταν ήμουν ακόμη μικρός. Εννοώ τις πράξεις στις οποίες έπρεπε να μετάσχω ως το αγόρι τής οικογένειας, όπως για παράδειγμα, τα μεσάνυχτα, παραμονή Πρωτοχρονιάς, πήγαινα, από τα έξι μου χρόνια κι εφεξής, στην κεντρική βρύση τού χωριού να αφήσω σπόρους από τις καλλιέργειές μας στην πέτρα τής βρύσης και να επιστρέψω με το «αμίλητο» νερό, αφού με όσους συναντιόμουν δεν έπρεπε να τους μιλώ, ώστε να πάει καλά η χρονιά. Ακόμη, με τη συνοδεία μου στα φορτωμένα με δεμάτια σταριού ζώα μας, την περίοδο του θερισμού, από απομακρυσμένα χωράφια, το δειλινό, και μετά το ξεφόρτωμά τους στο αλώνι, να επιστρέψω και να φτάσω νύχτα ξανά στο χωράφι όπου θα κοιμόμασταν μέχρι την άλλη μέρα που θα συνέχιζαν οι μεγάλοι τον θερισμό. Κι ακόμη, θυμάμαι, στην τελευταία τάξη τού Δημοτικού, όταν ο δάσκαλος ζήτησε και πήγα στο οστεοφυλάκιο του χωριού και διάλεξα ένα κρανίο, προκειμένου να κάνουμε στο μάθημα της ανθρωπολογίας τα οστά τού κρανίου πιο αποτελεσματικά. Είμαι συναισθηματικός και πάρα πολύ ευσυγκίνητος. Βουρκώνω και κλαίω εύκολα απέναντι στον ανθρώπινο πόνο αλλά και στις επιτυχίες των ανθρώπων που αγαπώ. Αγαπώ βαθιά και υπερασπίζομαι ό,τι αγαπώ. Στη συλλογή μου «Πτωχόν Μετάλλευμα» (Εμβόλιμον 1990) υπάρχει το ακόλουθο μικρό μου ποίημα, που με αντιπροσωπεύει απόλυτα: «Ένοιωθε έτσι τον ανδρισμό / ώστε μπορούσε κι έκλαιγε / για ό,τι πολύ αγαπούσε». Στον δημόσιο μαζικό χώρο πάλεψα δυναμικά μέσα από τις γραμμές τής Αριστεράς στο συνδικάτο τού χώρου εργασίας μου, υπερασπίστηκα κάθε συνάδελφο, που, εν δικαίω, αντιμετώπιζε προβλήματα. Έχω υπομονή σχετικά με τα πολύ σοβαρά προβλήματα υγείας που αντιμετωπίζω. Η λογοτεχνία, η ποίηση ιδιαίτερα, είναι τα στοιχεία που δίνουν νόημα στην καθημερινότητά μου. Χαίρομαι να βλέπω νέους ποιητές και ποιήτριες να μπολιάζουν τη λογοτεχνία μας με το συγγραφικό τους τάλαντο και βοηθώ τα νέα παιδιά με κάθε τρόπο.

Πραγματοποίησα τις εγκύκλιες σπουδές μου στην Άμφισσα, το Δίστομο και τα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Έκαμα ανολοκλήρωτες σπουδές δημοσιογραφίας, δημοσιολογίας και δημοσίων σχέσεων, ανολοκλήρωτες γιατί το 1971 συνελήφθην για αντιχουντική δράση και έμεινα είκοσι τρεις (23) ημέρες στο κολαστήριο του ΕΑΤ/ΕΣΑ και στη συνέχεια ανακλήθηκε η αναβολή στρατεύσεως λόγω σπουδών και υπηρέτησα τη θητεία μου ως τυφεκιοφόρος στο 525 Τ. Π. στο Πολύκαστρο Κιλκίς. Από το 1973 εργάστηκα στο εργοστάσιο παραγωγής αλουμινίου στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας μέχρι τη συνταξιοδότησή μου. Ζω με την οικογένειά μου στην πόλη που εργάστηκα και διευθύνω το λογοτεχνικό περιοδικό «Εμβόλιμον», το οποίο εκδίδεται από το 1988 στον τόπο που ζω.

Τα όνειρά μου παραμένουν ακόμη μαχητά για μια ζωή με αξιοπρέπεια, αλληλεγγύη, κι αγάπη και, φυσικά, με την Ποίηση να μας σκέπει αδιάλειπτα. Έτσι κι αλλιώς η Αριστερά και η Ποίηση έμελλε να γεμίζουν τη ζωή μου θάμβος και πόνο. Προσδοκώ και μάχομαι για έναν κόσμο ειρήνης κι ανθρωπιάς κι εύχομαι να έχουν οι άνθρωποι καλή υγεία και να συνειδητοποιήσουν ότι η αναβίωση του φασισμού απειλεί την ίδια τη ζωή.

-Γιατί, κατά τη γνώμη σας, οι άνθρωποι δεν αντιδρούν στην πνευματική κατάπτωση;

Ανέκαθεν οι κοινωνίες βρέθηκαν σε κατάσταση υποταγής και μόνον όταν φωτισμένες προσωπικότητες της πρωτοπορίας κατόρθωσαν να τους συνεγείρουν με τον εξεγερτικό τους λόγο, μονάχα τότε, αντέδρασαν και πήραν τις τύχες στα χέρια τους. Κάπως έτσι και στις μέρες μας «Δειλοί, μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα!», για να θυμηθώ τον Βάρναλη.

– Από ποιές αυταπάτες διέπονται οι άνθρωποι;

Μα πρώτα πρώτα από το ότι η ζωή, η ζωή με υγεία και δύναμη, θα είναι παντοτινή, τόσο που να νιώθουμε άτρωτοι και να καταρρέουμε στην πρώτη αναποδιά, στο πρώτο πρόβλημα. Έπειτα, από το ότι κάποιοι άλλοι θα λύσουν τα προβλήματά μας κι εμείς δεν χρειάζεται να αυτενεργήσουμε, να πάρουμε μέρος σε διαδικασίες συλλογικής δράσης κι αντίδρασης.

-Τί σας κάνει να αγανακτείτε;

Η υποκρισία των κυβερνήσεων και των θεσμικών οργάνων τής Ε. Ε. απέναντι στο δράμα των προσφύγων, που εκπατρίζονται, που πνίγονται στο Αιγαίο, που γίνονται στόχοι των νεοναζιστών, που βιώνουν την απανθρωπιά των συνανθρώπων τους.

-Για το φαινόμενο της έξαρσης της βίας τί έχετε να πείτε; Ποιές σκιές μάς περιβάλλουν;

Οι άνθρωποι είμαστε το χειρότερο, το πιο αιμοβόρο ζώο τού πλανήτη. Αρκούν κάποιες συνθήκες ευνοϊκές και η βία φουντώνει, είτε λόγω του περιορισμού μετακίνησης λόγω τής πανδημίας, εν προκειμένω, είτε λόγω ανάπτυξης του νεοναζιστικού μορφώματος, τα προηγούμενα χρόνια, είτε γιατί οι κρατικές εξουσίες εξυπηρετούνται από την έξαρση της βίας, προκειμένου να παραμερίζονται από τα ΜΜΕ ζητήματα που καίνε την ίδια τη Δημοκρατία και τις ατομικές ελευθερίες.

-Μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από το «εγώ» του;

Δεν νομίζω ότι μπορεί, ούτε και θα μπορέσει ποτέ. Είμαστε όντα εξόχως εγωιστικά.

-Η κοινωνία και η ξέφρενη επέκταση της τεχνολογίας;

Η τεχνολογική εξέλιξη όσο βοηθάει την ποιότητα της ζωής μας, άλλο τόσο την υπονομεύει και αυτή η αντίφαση είναι ενδογενής.

-Ποιά τα μελλοντικά σας σχέδια;

Έχω μια νέα ποιητική συλλογή έτοιμη για έκδοση, που την προγραμματίζω για το 2023 ή το 2024. Ετοιμάζω, για τη νέα χρονιά, την έκδοση του 7ου τόμου της Ανθολογίας των καθημερινών αναρτήσεων του Χαρτοκόπτη στο facebook. Προσθέτω κείμενα στο υλικό που συγκρότησε τη «Δίφορη μνήμη» (Πόλις 2021), προσβλέποντας ίσως σε μία δεύτερη, εμπλουτισμένη, έκδοση, αν το θελήσει ο εκδότης μου, Νίκος Γκιώνης. Φροντίζω το περιοδικό «Εμβόλιμον», ένα νέο τεύχος του οποίου ήδη τυπώνεται, με μεγάλο αφιέρωμα στον ποιητή και πεζογράφο Σπύρο Βρεττό, ενώ έχω έτοιμη την ύλη δύο ακόμη τευχών. Τέλος, πιστεύω, πως μέσα στους μήνες που έρχονται θα κυκλοφορήσει στις εκδόσεις Κουκκίδα ένας τόμος με κείμενα για τη γραφή μου, έκδοση που φρόντισε ο φίλος μου ποιητής Κώστας Θ. Ριζάκης.

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Γιώργος Χ. Θεοχάρης γεννήθηκε το 1951 στη Δεσφίνα Φωκίδας. Από το 1965 διαμένει στην Αντίκυρα Βοιωτίας. Συνταξιοδοτήθηκε από τη βιομηχανία παραγωγής αλουμινίου, στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας, όπου εργάστηκε ως τεχνικός μηχανολογικής συντήρησης. Είναι ποιητής. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, ισπανικά και αλβανικά. Δημοσιεύει επίσης δοκιμιακά σημειώματα και κείμενα λογοτεχνικής κριτικής. Είναι μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων. Διευθύνει το λογοτεχνικό περιοδικό «Εμβόλιμον» (Κρατικό βραβείο λογοτεχνίας 2014) που εκδίδεται στα Άσπρα Σπίτια Βοιωτίας. Συμμετείχε, επίσης, στη σύνταξη της έντυπης εφημερίδας «Book Press». Έχει εκδώσει τα βιβλία ποίησης: «Πτωχόν μετάλλευμα» (έκδοση του περιοδικού «Εμβόλιμον», 1990), «Αμειψισπορά» (Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Λεβαδείας, 1996), «Ενθύμιον» (Καστανιώτης, 2004), «Πιστοποιητικά θνητότητας» (Σύγχρονη Έκφραση, 2014), «Πλησμονή οστών» (Μελάνι, 2018), «Ότι εγκρατής η επικράτεια» (Κουκκίδα, 2019) και έχει επιμεληθεί τον συλλογικό τόμο ιστορικών μαρτυριών «Δίστομο, 10 Ιουνίου 1944: Το Oλοκαύτωμα» (Σύγχρονη Έκφραση, 2010), που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Χρονικού-Μαρτυρίας). Έχει εκδώσει τον τόμο «Ένας στρατευμένος της ζωής- ο ποιητής Τίτος Πατρίκιος» (Ίδρυμα Τ. Σινόπουλος, 2019). Τελευταίο του βιβλίο «Δίφορη μνήμη» (Πόλις, 2021)

*Η συνέντευξη, όπως και κάθε κείμενο που δημοσιεύεται στο Λογοτεχνικό Δελτίο, έντυπο όργανο του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, ή/και στον διαδικτυακό χώρο αυτού, έχει υποβληθεί σε επιμέλεια σύμφωνα με τους κανόνες τους οποίους ασπάζεται ο Όμιλος και για τους οποίους δύναται να ενημερωθεί ο/η αναγνώστης/στρια στο αντίστοιχο πεδίο τού ιστότοπου. ** Η φωτογραφία προέρχεται από την ηλεκτρονική έκδοση του Ελεύθερου Τύπου, 20/8/2022

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s