Το προξενιό

του Κώστα Λάνταβου

Το προξενιό

Από την ηλικία των οχτώ ετών, κάθε καλοκαίρι, ανέβαινα στο χωριό των γονιών μου, μια αετοφωλιά  στα Βόρεια Τζουμέρκα. Με εξαίρεση δύο καλοκαίρια, που οι γονείς αποφάσισαν να δουλέψω για να βγάλω το χαρτζιλίκι μου και να μάθω, «πώς βγαίνει το ψωμί». Εγώ, βέβαια, δεν το έβλεπα διόλου έτσι, το εισέπραξα και τις δύο φορές σαν τιμωρία, αλλά δεν έβρισκα σε ποιο αμάρτημα είχα περιπέσει. Από την πρώτη δουλειά σ’ ένα βενζινάδικο αποκόμισα ως κέρδος -πλην ενός πενιχρού μισθού- την εκμάθηση γραφομηχανής, καθώς το ωράριό μου άγγιζε το δωδεκάωρο και πίεση στη δουλειά δεν υπήρχε. Το καλοκαίρι τού 1961 τα αυτοκίνητα που κυκλοφορούσαν στην πόλη ήταν πράγματι ελάχιστα. Όταν περνούσε κανένα

ιδιωτικό όχημα, αποτελούσε ενδιαφέρον θέαμα, που τραβούσε την προσοχή όλων. Από τη δεύτερη δουλειά το θέρος τού 1963, σ’ ένα απόκεντρο κρεοπωλείο, δεν είχα κανένα όφελος, πλην του ότι έμαθα τους δρόμους τής περιοχής πέριξ τού καταστήματος, καθ’ ότι η μόνη μου απασχόληση ήταν να διανέμω κατ’ οίκον τις παραγγελίες των αστών πελατών μόνο. Οι φτωχοί ερχόντουσαν μόνοι τους.

Πάντως, δεν επαναστάτησα· αν και τα δύο αυτά  καλοκαίρια υπέφερα.  Η ψυχή μου κι ο νους μου έτρεχαν διαρκώς στο χωριό μου. Το λάτρεψα το χωριό μου. Είναι πανέμορφο, γεμάτο κρύα, πεντακάθαρα, νερά, και καταπράσινο. Παντού δέντρα, κυρίως καρυδιές, κορομηλιές, αγριογκορτσιές, και μουριές. Κι αμέτρητα κηπάρια, όπου κυριαρχούσαν οι φασολιές πού έβγαζαν τα περίφημα παστάλια. Αν φας σαλάτα από βραστά παστάλια, με λάδι και λίγο λεμόνι, έχεις γευτεί  το πιο νόστιμο και δροσερό έδεσμα του καλοκαιριού. Κι αν τη συνοδεύσεις με τη μοναδική μουσιόντρα -πίτα με καλαμποκάλευρο και τσουκνίδες- έχεις το πιο συνηθισμένο φαγητό των ορεσίβιων Βλάχων τής Ηπείρου.

Στο χωριό ζούσαν έξι αδελφές και ένας αδελφός τής μάνας μου κι έτσι είχα πολλές επιλογές να φιλοξενηθώ. Συχνά οι θειές μου μού έκαναν παράπονα, γιατί δήθεν προτιμούσα τη μία σε βάρος της άλλης. Αλλά δεν ήταν έτσι. Τις αγαπούσα όλες, μα όλες το ίδιο, γιατί κι εκείνες με λάτρευαν, καθώς στο πρόσωπό μου έβλεπαν, επί της ουσίας, την αδερφή τους. Η μάνα μου ήταν η μόνη από τις εφτά αδερφές που ξενιτεύτηκε μετά τον γάμο της. Παντρεύτηκε και έφυγε στον κάμπο, τον θεσσαλικό κάμπο. Γι’ αυτό κι εκείνη, όταν έπινε κανένα ποτηράκι παραπάνω, τραγουδούσε το: «Μάν’ μ’ με κακοπάντρεψες και μ’ έδωσες στον κάμπο, εγώ τον κάμπο δε βαστώ, ζεστό νερό δεν πίνω», και το δάκρυ πήγαινε σύννεφο. Εκείνα τα χρόνια το να φύγεις από την Ήπειρο και να πας να ζήσεις στη Θεσσαλία ήταν στ’ αλήθεια κανονικός ξενιτεμός. Γιατί αν περάσουν 24 ολόκληρα χρόνια να δεις τ’ αδέρφια σου, σε τί διαφέρει αυτός ο ξενιτεμός από τον άλλο σε ξένη χώρα;

Αυτά τα καλοκαίρια στο χωριό με σημάδεψαν.  Από τότε, κάθε Δεκαπενταύγουστο, ανήμερα της Παναγίας δηλαδή, με πιάνει μελαγχολία, αναλογιζόμενος το προσκύνημα στο ιστορικό μοναστήρι το πρωί, το ψητό αρνί το μεσημέρι, με συνοδεία το στραγγιστό γιαούρτι, και το βλάχικο πανηγύρι το βράδυ, με τα καγκέλια και τον διπλό χορό στην πλατεία τού χωριού κάτω απ’ τα  γέρικα πλατάνια. Και ακόμη αναλογίζομαι τους συγγενείς μου, τους φίλους μου, τους συγχωριανούς μου, μα κυρίως -αναθυμάμαι- και μελαγχολώ για τη φευγάτη νιότη. Ήμουνα δευτεροετής φοιτητής τής ιατρικής στην Αθήνα. Και το καλοκαίρι, μετά τις εξετάσεις, και ύστερα από ένα σύντομο πέρασμα από τη Λάρισα, έφυγα λάβρος για το χωριό. Πλησίαζε η μεγάλη γιορτή τής Παναγίας, το «Πάσχα των Βλάχων». Και το ένιωθαν ακριβώς έτσι στο χωριό, καθώς στο κανονικό Πάσχα οι περισσότεροι κάτοικοι, όντες κτηνοτρόφοι, βρίσκονταν στα χειμαδιά τής Αμφιλοχίας και τού Ξηρόμερου διασκορπισμένοι, και δεν είχαν δικά τους σπίτια, οργανωμένα, ώστε να μπορούν σαν νοικοκυραίοι να γιορτάσουν, με τη βολή τους, το μεγάλο Πάσχα της Ορθοδοξίας. Έτσι μετέθεταν τον άνετο και λαμπρό εορτασμό για το καλοκαίρι, στα σπίτια τους, με τους συγγενείς και όλους τους συγχωριανούς. 

Ανήμερα λοιπόν της Παναγίας, κατά το σούρουπο, κατηφόρισα με έναν αγαπημένο ξάδερφο, που μου ζήτησε επίμονα να τον συνοδεύσω, για την πλατεία, όπου ήδη η μουσική κομπανία έστηνε τις μικροφωνικές της και κούρδιζε τα όργανά της.  Η ώρα για την έναρξη του πανηγυριού σίμωνε. Οι χωριανοί συνέρρεαν κατά ομάδες και έπιαναν τις θέσεις τους. Οι ντόπιες γυναίκες στις «σκάλες», στο αριστερό μέρος τής πλατείας, και οι άντρες στα απέναντι τραπέζια, σχεδόν αντικριστά. Έτσι μπορούσαν οι μεν να βλέπουν άνετα τις δε. Οι γυναίκες που δε ζούσαν στο χωριό κι έρχονταν ως επισκέπτριες, δεν πήγαιναν στις «σκάλες». Ήταν οι εξευρωπαϊσμένες και καθόντουσαν δίπλα στους άντρες, συζύγους δηλαδή ή συγγενείς.

Ο ξάδερφος διάλεξε ένα τραπέζι μπροστά μπροστά. Μου έκανε εντύπωση αυτή του η τόλμη, γιατί ήταν ντροπαλός άντρας, λιγομίλητος και όχι ιδιαίτερα εύχαρις. Αργότερα εννόησα τον λόγο. Τακτοποιηθήκαμε λοιπόν, ήρθαν  τα ψητά και οι μπύρες και ο χορός καλά κρατούσε. Θα είχαν περάσει κάνα δυο ώρες, κι ενώ απλώς παρατηρούσαμε τα δρώμενα, χωρίς καμία διάθεση συμμετοχής σ’ αυτά, μου λέει ο ξάδερφος :

«Να σε ρωτήσω κάτι»

«Ρώτα», του απαντώ.

«Βλέπεις εκείνη την κοπέλα απέναντι στα σκαλιά, που κάθεται στη δεύτερη σειρά, και φοράει μια πράσινη ζακέτα;»

Αφού κοίταξα προσεχτικά να εντοπίσω την κοπέλα, του λέω, «ναι τη βλέπω»

«Κοίταξέ την καλά», μου ξαναλέει.

«Ωραία, και τί θες να σου πω;»

«Να μου πεις πώς σου φαίνεται από εμφάνιση»

Ξανακοίταξα πιο έντονα αυτή τη φορά και του είπα: «Μικρή είναι», εννοώντας την ηλικία, «αλλά κατά τα άλλα, ούτε κλαίει, ούτε γελάει»

Δε μου ξαναμίλησε εκείνο το βράδυ. Φύγαμε σχετικά νωρίς για πανηγύρι. Εγώ, άλλες χρονιές, συνήθιζα να φεύγω τα ξημερώματα. Αλλά δεν γκρίνιαξα, είχαμε άλλα δυο βράδια να γλεντήσουμε. Δε θυμάμαι σε ποια διάθεση βρισκόμουν εκείνο το βράδυ. Αλλά γεγονός είναι -εκ των υστέρων κρίνοντας- πως, ενώ κατάλαβα περί τίνος επρόκειτο, σιγά τη δυσκολία θα μου πεις, μάλλον αντιμετώπισα επιπόλαια το θέμα που απασχολούσε τον ξάδερφο.

Την επόμενη μέρα, κατά τις έντεκα κατέβηκα πάλι στην πλατεία για να πιώ τον καφέ μου και να δω τους φίλους μου. Κάποια στιγμή, με πλησιάζει ο άντρας μιας πρώτης ξαδέρφης μου, τον οποίο σεβόμουν εξαιρετικά και διότι ήταν ήρεμος και συνετός άντρας και γιατί ήταν πολύ μεγαλύτερός μου. Και μάλιστα, λόγω τού σεβασμού που μου ενέπνεε, τον προσφωνούσα με τη λέξη «μπάρμπα».

«Έλα δω, γιατρέ», μου λέει. «Θέλω να σ’ πω κάνα δυο κουβέντες» 

«Ό,τι θες μπάρμπα», είπα πρόθυμος εγώ. 

«Εψές το βράδυ τί πήγες κι έκανες μωρέ», συνέχισε μάλλον αυστηρά.

Μ’ έκοψε κρύος ιδρώτας. Σκεφτόμουν τι διάλο μπορεί να έκανα, το τόσο λάθος, που αναγκάζει τον αγαπητό μου μπάρμπα να οργίζεται μαζί μου. Μόλις συνήλθα απ’ την πρώτη κατραπακιά, του ψέλλισα σχεδόν ξέπνοος:

«Τί  έκανα, δεν καταλαβαίνω»

«Α, ώστε δεν καταλαβαίνεις… θα σου πω εγώ τί έκανες. Έγκλημα έκανες!»

«Τί έγκλημα μωρ’ μπάρμπα, τί κουβέντες είν’ αυτές που λες;»

«Έγκλημα μεγάλο», επέμενε εκείνος. «Χθες το βράδυ», συνέχισε το ίδιο πεισμωμένος, «δεν καθόσανε με τον ξάδερφο και τα πίνατε στο πανηγύρι;»

«Ε, ναι, κι αυτό ήταν το έγκλημα;»,  αναθάρρησα εγώ.

Αγνόησε την παρέμβασή μου και είπε:

«Δε σε ρώτησε για μια κοπέλα και του είπες δεν κάνει, ούτε κλαίει, ούτε γελάει

«Όπα, κάνε κράτει μπάρμπα», απάντησα. «Πρώτα, δεν είπα, δεν κάνει. Το ούτε κλαίει, ούτε γελάει, το είπα. Με ρώτησε και του είπα τη γνώμη μου. Πού είναι το έγκλημα, εγώ δε βλέπω κανένα έγκλημα εδώ. Ρωτήθηκα, απάντησα. Τέλος!», κι έκανα στροφή να φύγω. Αμ, δε!

«Έλα δω, μωρέ τσιουφλέκα, δεν τελειώσαμε ακόμα. Έλα δω», ξανάπε μαλακωμένος, βλέποντας πως είχα πάρει ανάποδες. «Μην αρπάζεσαι, θα σου εξηγήσω τι εννοώ: Ο ξάδερφος κοντεύει τα σαράντα. Ναι; Ναι. Κοπέλες δεν υπάρχουν στο χωριό. Όσες περίσσεψαν είναι όλες δεύτερες ξαδέρφες, και η εκκλησία δεν επιτρέπει τέτοιο γάμο. Μία μόνο απόμεινε, αυτή που του προξενεύω. Μικρή είναι, τον θέλει, και δίνει και καλή προίκα. Αν δεν πάρει αυτή, ή θα πάρει καμία ξένη -που δύσκολα θα το αποφασίσει, ξέρεις πόσο άτολμος είναι- ή θα μείνει ανύπαντρος. Και ποιά μωρέ ξένη θα ’ρθει νύφη σ’ ένα σπίτι με δυο πεθερικά και κουνιάδα ανύπαντρη; Σπουδάζεις γιατρός, βάλε το μυαλό να δουλέψει και θα συμφωνήσεις μαζί μου. Α, ρώτα και τη θειά σου και τον μπάρμπα σου, θα δεις πως κι αυτοί συμφωνούν»

«Ωραία», του απάντησα, «λογικά μού ακούγονται. Τώρα που το λες, ο ξάδερφος δεν είναι εύκολη περίπτωση. Θα ρωτήσω το μεσημέρι τους θειούς μου κι αν μου δώσουν το λεύθερο, απόψε θα επανορθώσω. Και να ’σαι βέβαιος θα τον καταφέρω. Με εμπιστεύεται»

 Αυτό κι έπραξα. Το μεσημέρι, λίγο πριν  την ώρα τού φαγητού, μίλησα με τη θειά μου αρχικά, που ήταν η πιο δύσκολη, της είχα, όμως, περισσότερο θάρρος αφού ήταν αίμα μου, αδερφή τής μάνας μου βλέπεις. Με αρκετή συγκατάβαση μου είπε πως συμφωνούσε. Την ίδια απάντηση εισέπραξα και από τον άντρα της αμέσως μετά.

Το βράδυ ροβολήσαμε προς την πλατεία για το δεύτερο βράδυ του πανηγυριού. Το σκηνικό απαράλλαχτο μ’ εκείνο της προηγούμενης βραδιάς. Αφού φάγαμε τους μεζέδες μας και ήπιαμε και κάνα δυο μπύρες, αποφάσισα να δράσω.

«Ρε συ ξάδερφε, για ξαναδείξε μου την κοπέλα για την οποία μού μίλησες εψές. Γιατί μ’ έτρωγε όλη τη νύχτα η ιδέα μήπως και δεν κατάλαβα καλά ποιά ακριβώς εννοούσες;»

«Να, εκείνη εκεί που κάθεται στα σκαλιά δίπλα στη Μαριγώ την ξαδέρφη μας, στα δεξιά της», απάντησε με θετική διάθεση, προφανώς αναθαρρημένος ο ξάδερφος.

«Αυτή η μικρούλα με τα ολόφρεσκα μάγουλα και τη μακριά κοτσίδα;», ξαναρώτησα.

«Ναι αυτή», είπε, λακωνικός καθώς ήταν ο ξάδερφος.

Οπότε εγώ, με ολοφάνερη την έκπληξή μου, δήλωσα: «Ξάδερφε, ρε ξάδερφε, ευτυχώς που ξαναρώτησα, γιατί θα σ’ έπαιρνα στον λαιμό μου. Άλλη νόμισα πως μού ’δειξες χθες βράδυ. Άλλη, σίγουρα! Ετούτη εδώ είναι μια χαρά κορίτσι. Νεότατο, είναι δεν είναι είκοσι, με φρέσκια επιδερμίδα, δε λέω πως είναι πεντάμορφη, αλλά συμπαθέστατη. Κορίτσι σαν τα κρύα τα νερά! Εξάλλου, ξάδερφε, κι εσύ παραμέγαλωσες. Δεν έχεις περιθώρια. Αν σου έστειλαν προξενιό, πες το ναι με κλειστά μάτια, απόψε κιόλας. Τώρα!» 

Αυτό ήταν. Ο ενθουσιασμός και τα επαινετικά μου σχόλια φαίνεται πως ήταν αυτό που περίμενε, αυτό που προσδοκούσε ο ξάδερφος. Σαν έτοιμος από καιρό, σαν να ήθελε μια δεύτερη γνώμη για να σιγουρευτεί μόνο, σηκώθηκε απότομα όρθιος, και μου λέει: «Πάμε μέσα στο καφενείο, περιμένει ο πατέρας μου με τον προξενητή. Πάμε να κλείσουμε τον αρραβώνα».

Έτσι κι έγινε. Ανακοίνωσα στους δικούς μας ανθρώπους την απόφαση του ξάδερφου. Ο προξενητής έτρεξε αμέσως να ενημερώσει τους συγγενείς τής μέλλουσας νύφης, ώστε να κλείσει και το θέμα της προίκας.

Ήρθαν, ο πατέρας και ο αδελφός της, και όλοι μαζί πήγαμε στο πίσω μέρος τής εκκλησίας, κάτω από ένα πλάτανο, εκεί που δεν έφταναν ούτε τα φώτα τής πλατείας, ούτε κι ο θόρυβος απ’ την ορχήστρα. Με συνοπτικές διαδικασίες έκλεισε και το θέμα τής προίκας, αφού ο προξενητής είχε φροντίσει απ’ την αρχή να προϊδεάσει τον μέλλοντα γαμπρό για το ποσό τής προίκας. Προφανώς το προξενιό είχε προετοιμαστεί πολύ καλά. Έμενε μόνο να πει το ναι ο υποψήφιος γαμπρός. Έτσι γινόταν στα συνοικέσια εκείνα τα χρόνια. Δώσαμε λοιπόν τα χέρια, περιχαρείς συγχαρήκαμε αλλήλους, και ευχηθήκαμε το «να μας ζήσουν».

Ύστερα, ανέλαβαν τα ντουφέκια, ν’ ανακοινώσουν σ’ όλο το χωριό τον νέο αρραβώνα.

Κώστας Λάνταβος

Πηγή: https://militsa24.blogspot.com/2014/08/blog-post_28.html

Την επεξεργασία των φωτογραφιών την έκανε ο Χρήστος Τζακόπουλος.

Σχολιάστε