Ο μοναδικός & η ιδιοκτησία του

του Αντώνη Ε. Χαριστού

Ο μοναδικός & η ιδιοκτησία του[1]

Βρίσκομαι πάνω από ώρα καθισμένος σε ξύλινη καρέκλα, με την ψάθινη θέση μπροστά στο στρογγυλό τραπεζάκι στον καφενέ τού Γιώργη Μπάμπουρη, εντός τού χώρου, περιτριγυρισμένο από τζαμαρίες, στο κέντρο τής πόλης που δεσπόζει στον Θεσσαλικό κάμπο, έχοντας τα δυο ποδάρια τεντωμένα εμπρός και περασμένα το δεξί πάνω στ’ αριστερό, βαστώντας στις ανοιχτές παλάμες, ούτε μέτρο απόστασης μεταξύ τους, την εφημερίδα των νοικοκυραίων[2], διαβάζοντας τα μεγάλα γράμματα αποτυπωμένα με μαύρο μελάνι πάνω στις σελίδες της για τον θάνατο του δικηγορίσκου στον Πυργετό. Πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού έχω αφημένη την εφημερίδα της προτροπής[3], στο εξώφυλλο της οποίας αναγράφεται η λέξη «δολοφονία», καθώς στρέφω τους οφθαλμούς μια στην πλευρά αυτής που κρατώ στα χέρια, και μια στη διπλωμένη στ’ αριστερά μου. Είναι 10 τού Μάρτη κι έχω φορέσει τα γιορτινά μου. Πουκαμίσα λευκή, με κουμπωμένα τα κουμπιά ως απάνω στον λαιμό, γιλέκο με κρεμασμένο χρυσό ρολόι απ’ τη μια άκρη τής δεξιάς τσέπης ως την άλλη, ελάχιστα εκατοστά μεταξύ τους, εκεί που δένει το μεσαίο κουμπί τού γιλέκου, σακάκι και πανταλόνα με γυαλισμένα υποδήματα. Στη μέση γύρω γύρω έχω περασμένη τη ζώνη, δερμάτινης κατασκευής, προέλευσης από την αλλοδαπή. Τώρα, περνώ το ένα φύλλο τής εφημερίδας να διπλώσει στο σημείο που σφίγγω με τ’ ακροδάχτυλα το άλλο, το αντικριστό, και κατεβάζω το χέρι στο ύψος τής κοιλιακής χώρας. Με τον δείκτη και τον παράμεσο πιάνω την άκρη απ’ το ρολόι που προεξέχει της υφασμάτινης τσέπης και το σέρνω προς τα έξω, περιστρέφοντάς το πάνω στην παλάμη μου. Με το ίδιο δάκτυλο, το πρώτο, σε ευθεία θέση, πατώ πάνω στο καπάκι του και το βλέπω καθώς ανοίγει διάπλατα. Εμφανίζονται οι αριθμοί περιμετρικά από το 1 έως το 12, κάτω από το τζαμάκι που φέρει μπροστά, και οι δείκτες να κινούνται αργά, αλλά ρυθμικά, δίχως διακοπή, από τον έναν αριθμό στον επόμενο. «9 και 42», μουρμουρώ, καθώς διακρίνω με την άκρη τού αριστερού ματιού τον μαγαζάτορα να πλησιάζει για τέταρτη φορά απ’ την ώρα που ήρθα. Κλείνω με την ίδια κίνηση το καπάκι τού ρολογιού, το περνώ εκ νέου στην τσέπη τού γιλέκου, και το αφήνω με την παλάμη ανοιχτή και τα δάκτυλα λυγισμένα κι ενωμένα μεταξύ τους πάνω στο μπούτι ακίνητο.

Με την ίδια λευκή ποδιά, φορεμένη γύρω γύρω απ’ τη μέση, τον βλέπω, στρέφοντας τους βολβούς των ματιών στο σημείο από το οποίο έρχεται προς το μέρος μου, να βαδίζει σταθερά, ανυψώνοντας και κατεβάζοντας με ρυθμό τα πέλματα, μέσα στα μπαλωμένα υποδήματα με τον κόκκινο φιόγκο μπροστά στην άκρη τους. Το ίδιο πάντα τρυπημένο πανταλόνι, με το λινό ύφασμα και τη σκουρόχρωμη απόχρωση, καθώς και την πουκαμίσα με μαζεμένα τα μανίκια και στις δύο μεριές μέχρι τον αγκώνα. Το μαλλί, γερμένο στη μία πλευρά, τη δεξιά, κολλημένο με σάλιο μπόλικο, ώστε να γυαλίζει στην αντανάκλαση του ήλιου, ειδικότερα όταν πλησιάζει ή στέκεται σε κάποια μεριά από τις τζαμαρίες τού καφενέ και έχει τον ήλιο αντικριστά.

«Κοντεύει δέκα, κυρ Πέτρο μου. Τί θα γένει με αυτήνα την παραγγελία; Έχουμε και δουλειές… Τόσες μέρες μόνος στο άψε σβήσε η παραγγελία, μαθές σήμερα περιμένεις παρέα μάς έχεις στην αναμονή»

«Έχεις δίκιο, έχεις δίκιο. Φέρε μου καφέ, βρασμένο καλά, και ετοίμασε γκυλίσματα, απ’ αυτά που φτιάνει η κυρά Ματούλα. Σήμερα, εξάλλου, γιορτάζουμε»

«Ααα, μπα! Του αγίου Πέτρου σήμερα; Και νόμιζα πως περίμενες παρέα. Βρε, κοίτα και δεν το θυμόμουν. Άντε, χρόνια πολλά!», αναφώνησε ο άνδρας και τα χείλη από ενθουσιασμό άνοιξαν εκατέρωθεν, σχηματίζοντας χαμόγελο, με τα πρώτα κιτρινωπά δόντια να εμφανίζονται στο προσκήνιο.

«Όχι μωρέ, ποιά γιορτή αγίου; Γιορτάζουμε τον διορισμό μου στη διεύθυνση Αττικοβοιωτίας. Στο τμήμα γεωργικών απαλλοτριώσεων. Τον διευθυντή περιμένω»

«Και είναι καλό αυτό;», ρωτά με φανερό ενδιαφέρον ο μαγαζάτορας.

«Όνειρο ζωής! Τόσα χρόνια σπουδές, τόσος κόπος, τόσα έξοδα του πατρός μου, όλα βρήκαν πια τον δρόμου τους», κάνω εγώ και ανταποδίδω το χαμόγελο.

«Ε, τότε εύγε αγόρι μου! Εύγε! Να μας κάνεις περήφανους, γιατί εδώ και μέρες, με τα όσα συνέβησαν στον Πυργετό, έχει χαλάσει ο ντουνιάς. Ξεσπούν παντού αναμπουμπούλες. Οι κολίγοι…», λέει και χαμηλώνει τον τόνο τής φωνής του, ενώ ταυτόχρονα κάνει κλίση τής κεφαλής μπροστά, ίσα ίσα να πλησιάσει προς το μέρος μου κι άλλο, «έχουν ξεσηκωθεί και ζητούν γη»

«Εγώ δεν ασχολούμαι μ’ αυτά, κυρ Γιώργη μου. Κοιτάζω μόνο τη δουλειά μου και τίποτε άλλο», απαντώ με αυτοπεποίθηση, και αλλάζω τη διάταξη των ποδιών, φέρνοντας το αριστερό τώρα πάνω απ’ το δεξί, πάντα τεντωμένα κι ενωμένα μεταξύ τους.

«Είσαι γιος τσιφλικά· ο μισός κάμπος ανήκει στην οικογένειά σου»

«Εγώ δεν ανακατώνομαι με αυτά. Σπούδασα στην Αγγλετέρα οικονομικές επιστήμες κι επέστρεψα να βοηθήσω τον τόπο να εξελιχτεί, κατά τας προσταγάς τού πατρός μου»

«Και σωστά έπραξες, αλλά να θυμάσαι ότι είσαι γιος τσιφλικά και ό,τι έγινε προχθές, είναι σημάδι κακών μαντάτων»

Μία μύγα περιφέρεται τόση ώρα πότε δεξιά και πότε αριστερά τής κεφαλής τού κυρ Γιώργη. Πότε σταματά πάνω στ’ αυτί του, πότε απ’ την άλλη πλευρά. Με μία πετσέτα, την οποία έσφιγγε στο ένα χέρι, με τα δάκτυλα ενωμένα μεταξύ τους σε σχήμα γροθιάς, προσπαθεί, καθώς μου μιλά, να την απομακρύνει, σηκώνοντας το χέρι σε ορθή γωνία και τινάζοντας τον καρπό τού χεριού μια από ’δώ και μια από ’κεί, με τον ιδρώτα του να κυλά από το μέτωπο ίσαμε κάτω, χαμηλά, στα ζυγωματικά, καθώς σχηματίζει διακριτή γραμμή πέριξ των βολβών. Εγώ, περιστρέφω όλη αυτήν την ώρα τις κόρες των ματιών μια στη μύγα και μια στον συνομιλητή μου, εισπνέοντας κι εκπνέοντας τον αφύσικα ζεστό αέρα τού Μάρτη, υψώνοντας και κατεβάζοντας το στήθος κάθε τόσο. Τον θωρώ καθώς συνοφρυώνει τα φρύδια και σμίγει τα ματόκλαδα μεταξύ τους από θυμό, με την παλάμη τού αντικριστού χεριού πιασμένη από την πλευρά τής ποδιά με δύναμη.

«Ε, μα πια, με τη βρομόμυγα!», συνεχίζει εκείνος και στρέφει τον κορμό τού σώματος ενενήντα μοίρες προς την αντίθετη κατεύθυνση, στο σημείο τής κουζίνας, ούτε δέκα μέτρα απόσταση, μετακινώντας τα πόδια του μια στο δεξί και μια στ’ αριστερό.

Τον βλέπω να εισέρχεται στο κουζινάκι και να χάνεται απ’ το οπτικό μου πεδίο. Τώρα, διπλώνω και την εφημερίδα των νοικοκυραίων με το αριστερό χέρι, όπως τη βαστούσα στην παλάμη, ανάμεσα στα δάκτυλα, και την τοποθετώ ακριβώς πάνω από την άλλη. Το ίδιο χέρι, που μόλις λευτερώθηκε από το βάρος της, το ακουμπώ στην επιφάνια του στρόγγυλου τραπεζιού σε σχήμα γωνίας και στην παλάμη του ακουμπώ την αριστερή πλευρά τής κεφαλής μου. Το έτερο χέρι το περνώ στην τσέπη τού πανταλονιού, στην εσωτερική του φόδρα. Ακριβώς απέναντι, στην είσοδο του καφενέ, εμφανίζεται ο Νικόλαος Μάστορας, ο διευθυντής τής Γ΄ Περιφέρειας τού νομού Αττικοβοιωτίας, ο οποίος και μεσολάβησε στον πατέρα μου για την πρόσληψή μου στο τμήμα απαλλοτριώσεων γης, με το αζημίωτο βέβαια. Μόλις τον βλέπω ισιώνω τον λαιμό και το κεφάλι, κατεβάζω το χέρι απ’ τη θέση γωνίας και τοποθετώ την παλάμη ίσα ίσα να βοηθηθώ όπως σηκωθώ απ’ τη θέση μου. Βάζω δύναμη στα κάτω άκρα, λυγίζω τα γόνατα, και υψώνω τον κορμό του σώματος. Αφαιρώ το δεξί χέρι απ’ την τσέπη και το φέρνω στο ύψος τού λαιμού, να διαπιστώσω ότι το κουμπί τού πουκαμίσου είναι άρτια περασμένο και δεν υπάρχει ατέλεια. Έπειτα, καθώς εκείνος ανοίγει την πόρτα προς τα μέσα και εισέρχεται στον χώρο, κάνοντας βήματα ταυτόχρονα και ισομετρικά το ένα πόδι απ’ τ’ άλλο, του φωνάζω: «Καλώς τον κι ας άργησε!», και σηκώνω το χέρι για να με διακρίνει. Εκείνος σταματά απότομα,, γυρίζει το σώμα του στην αντίθεση πορεία απ’ την οποία ήρθε και με ένα βήμα φτάνει στην εξώπορτα, που την είχε αφήσει μισάνοιχτη, ίσα ίσα να μπαίνει ο αέρας στον χώρο.

Ο διευθυντής στρέφει το βλέμμα του στον χώρο, δεξιά και αριστερά. Όλα τα τραπέζια είναι άδεια από πελάτες. Μόνο σ’ ένα, κοντά στην τζαμαρία, διαγώνια από το σημείο στο οποίο βρίσκομαι, ούτε πέντε μέτρα απόσταση, ένας γέρος κάθεται και παίζει τις χάντρες απ’ το κομπολόι του ανοιγμένες στα δυο χέρια, στις παλάμες, με τον δείκτη κάθε τόσο να μετακινεί την επόμενη χάντρα, σε μία διαδοχή από μαύρες μπίλιες περασμένες σε σύρμα διχτυωτό. Τον θωρώ καθώς κάθεται στην ξύλινη καρέκλα του κι έχει τον κορμό τού σώματος γυρισμένο προς το εσωτερικό τού καφενέ, σε αντικριστή θέση από εμένα. Καθισμένος με τα πόδια σε σχήμα τριγώνου, περασμένα προς τα μέσα, ανάμεσα στο άνοιγμα των μερών τής καρέκλας, μονολογεί δίχως ν’ ακούω τί λέει, μόνο διακρίνω τα χείλη του που ανεβοκατεβαίνουν, έχοντας το βλέμμα μονίμως στην ίδια στάση, με ελαφριά κλίση τής κεφαλής μπροστά, πέντε δέκα μοίρες, και τους οφθαλμούς να κοιτούν το ίδιο σημείο στο μαρμάρινο πάτωμα. Τον συναντώ εδώ και μέρες στο ίδιο σημείο, στο ίδιο τραπέζι, στην ίδια πάντα στάση, επί ώρες.

Ο Νικόλαος Μάστορας κλείνει πίσω του την πόρτα, κατεβάζοντας με την παλάμη το πόμολο αυτής και σπρώχνοντάς την όπως ακουστεί ο ήχος της ασφάλειάς της. Έπειτα, στρέφει και πάλι τον κορμό τού σώματος στην πρότερη θέση και μετακινείται προς το μέρος μου με ταχύτατο βηματισμό.

«Καλώς σε βρίσκω αγαπητέ μου», λέει και τείνει το δεξί χέρι.

Σηκώνω τον άξονα του αντίθετου χεριού, ισιώνω την παλάμη και την ενώνω με τη δική του. Λυγίζουμε ταυτόχρονα τ’ ακροδάχτυλα. Χαμόγελο έχει σχηματιστεί στα χείλη και των δυο μας. Φαίνεται καθώς το άνω και κάτω χείλος έχει διασταλεί και τα δόντια μας έχουν κάνει αμφότερα την παρουσία τους αισθητή, με του διευθυντή σαφώς πιο κίτρινα απ’ τα δικά μου, όπως τ’ αντικρίζω κατάματα σε απόσταση εκατοστών. 

«Κάθισε να σε κεράσω…», και πριν προφτάσω να ολοκληρώσω την πρότασή μου, επεμβαίνει εκείνος.

«Θα καθίσω, αλλά μην κερνάς. Δεν είμαι για καλό εδώ», λέει, αναδιπλώνει την παλάμη τού χεριού, τη φέρνει στο ύψος τής αντικριστής καρέκλας και, πιάνοντας στη χούφτα του την πλάτη της, τη σέρνει ελάχιστα εκατοστά προς τα πίσω. Έπειτα, κάθεται στην ψάθινη επιφάνειά της, περνώντας τα πόδια σε στάση ορθής γωνίας, φέρνοντας τους αγκώνες πάνω στο τραπεζάκι.

Εγώ νιώθω τώρα τον ιδρώτα στην ωμοπλάτη να κατεβαίνει προς τα κάτω, σε όλο το μήκος τής σπονδυλικής στήλης, και να φτάνει ίσαμε χαμηλά στους γλουτούς. Η πουκαμίσα στις άκρες της, μέσα από το πανταλόνι, στο ύψος τής μέσης, έχει μουσκέψει. Είναι δροσερή καθώς κουνώ τον κορμό τού σώματος και παίρνω την ίδια θέση με πριν, μόνο που αυτή τη φορά έχω τα πόδια στην ίδια στάση με τον συνομιλητή μου, τα χέρια στον ίδιο γωνιακό σχηματισμό, τους αγκώνες να βαστάνε το βάρος τής κεφαλής, όπως το έχω απωθήσει στις παλάμες τοποθετημένες κάτω απ’ το πιγούνι, ακουμπώντας ενίοτε τον λαιμό. Καταπίνω το σάλιο που είχα συγκεντρώσει στη στοματική κοιλότητα, νιώθοντας τον λάρυγγα ξηρό. Έπειτα, βγάζω τη γλώσσα ελάχιστα έξω από τα χείλη, μετακινώντας την πάνω και κάτω, δεξιά και αριστερά, να τα υγράνω, καθώς είχαν στεγνώσει μεταξύ τους.

«Τα όσα διαδραματίστηκαν προχθές, εδώ στα μέρη μας», ξεκίνησε να λέει, «άλλαξαν τα δεδομένα»

«Τί εννοείς;», ρωτώ, δίχως να έχω κατά νου κάποια δεδομένη απάντηση.

«Να, απ’ το υπουργείο ανακλήθηκαν όλοι οι διορισμοί που ανακοινώθηκαν την περασμένη βδομάδα. Ανάμεσά τους και η δική σου πρόσληψη. Θα πρέπει να περιμένουμε έως ότου ηρεμήσουν τα πράγματα και μετά βλέπουμε από την αρχή. Τώρα, έχουν ληφθεί έκτακτα μέτρα στην ύπαιθρο. Φουντώνουν οι αντιδράσεις, παντού ξεσπούν πορείες διαμαρτυρίας των κολίγων. Οι συγκρούσεις με τη χωροφυλακή είναι καθημερινό φαινόμενο. Ακούγονται φήμες για νεκρούς και τραυματίες. Οι περισσότερες δε διασταυρώνονται, αλλά άλλες αποκρύπτονται. Έχουμε εντολή»

Με τις κόρες των ματιών σε διαστολή και τους βολβούς να περιστρέφονται, έχω εστιάσει στα χείλη τού στόματος, με το ροζ τους χρώμα, να συνοφρυώνονται κάθε τόσο, σχηματίζοντας ηχητικά σύνολα, λέξεις, των οποίων το νόημα αδυνατώ να κατανοήσω. Με τη γλώσσα, που εξέρχεται και πάλι για να τα σαλιώσει, κι επιστρέφει στην αρχική της θέση. Έπειτα, μετακινώ τους οφθαλμούς δεξιά στην τζαμαρία, που βρίσκεται κολλητά στο τραπέζι μου. Παρατηρώ ανθρώπινες παρουσίες να διέρχονται στο πλακόστρωτο της πλατείας, με κορμούς δέντρων γύρω γύρω ανά δέκα μέτρα, άνδρες ντυμένους με παλτά και καπέλα στο κεφάλι, γυναίκες με φούστες ως τους αστραγάλους και πανωφόρια λογιών λογιών, καθώς διασχίζουν γρήγορα γρήγορα, καθείς και καθεμιά στην πορεία του, δίχως μεταβολές τής κεφαλής, μήτε δεξιά, μήτε αριστερά, και δίχως μια κουβέντα να σταθούν μεταξύ τους. Μονάχα δυο γεροντάκια κάθονται στο ένα και μοναδικό παγκάκι που διαθέτει η πλατεία, ακριβώς είκοσι βήματα από τον καφενέ, μετρημένα ένα προς ένα, καθώς διένυσα μόλις χθες την απόσταση και από περιέργεια αριθμούσα τα βήματά μου, πότε το ένα και πότε το άλλο, έως ότου φτάσω στο σημείο του, κάτω από τον κορμό οξιάς, ανάμεσα στα πλατύφυλλα κλαδιά που σχηματίζουν σκιά. Δυο γεροντάκια, καθισμένα στον ίδιο σχηματισμό, με τα γόνατα σε γωνία και τα δυο χέρια να βαστούν το πάνω μέρος απ’ το μπαστούνι, ενωμένα η μία παλάμη στην άλλη, κοιτάζουν ευθεία μπροστά, δίχως στιγμή να μετακινήσουν τον λαιμό τής κεφαλής προς άλλη κατεύθυνση. Τους κοιτώ για λίγα δευτερόλεπτα της ώρας.

«Καταλαβαίνεις τί σου λέγω;», ρωτά, διαπιστώνοντας πως το βλέμμα μου έχει σταθεροποιηθεί σε ένα σημείο, έξω από την τζαμαρία τού μαγαζιού.

«Μα, εγώ δεν ασχολούμαι με αυτά τα θέματα. Εγώ κοιτάζω τις σπουδές μου. Τόσο χρήμα ξόδεψε ο πατέρας μου για τον σκοπό αυτόν, κι άλλο τόσο σου ’δωκε για να εξασφαλίσεις μία θέση στον νομό Αττικοβοιωτίας», του λέγω καθώς στρέφω την κεφαλή προς το μέρος του, στηλώνοντας το βλέμμα στο βλέμμα του.

«Μην ξεχνάς πως είσαι γιος τσιφλικά», λέει, σηκώνοντας τον δείκτη τού χεριού σε διάσταση, έχοντας τα υπόλοιπα δάκτυλα λυγισμένα και ενωμένα μεταξύ τους. «Και στα κτήματά σας οι κολίγοι ξεσηκώθηκαν. Αυτό ήρθα να σου μηνύσω. Πες τον πατέρα σου, εάν θέλει μπορούμε να καλέσουμε και τον στρατό να παρέμβει. Η χωροφυλακή δεν είναι σε θέση να τους αντιμετωπίσει. Είναι, βλέπεις, πολλά τα μέτωπα»

«Μα, στο ξαναλέγω, είμαι φιλήσυχος άνθρωπος, να το μεταφέρεις στον προϊστάμενό σου. Είμαι γεμάτος τίτλους σπουδών και αριστεία. Επέστρεψα για να βοηθήσω στην ανασύνταξη της Ελλάδος, όπως μου έγραψες· θυμάσαι;»

«Θυμάμαι, παιδί μου, μα τώρα έχουν αλλάξει οι όροι τού παιχνιδιού. Τώρα, ένας Θεός ξέρει τί μας περιμένει. Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι. Τί το ’θελαν οι χριστιανοί και βάλαν να τουφεκίσουν τον δικηγορίσκο; Και τους το είπα: Αφήστε τον να φωνάζει. Σκυλί που γαυγίζει, δε δαγκώνει. Βάλαν τα χεράκια τους και βγάλαν τα ματάκια τους. Και μαζί τους τώρα θα υποστούμε τις συνέπειες όλοι μας»

«Εγώ, πάντως, δεν ανακατεύομαι με αυτά τα πράγματα. Θέλω τη θεσούλα μου, την ησυχία μου και τίποτες άλλο»

«Πες τον πατέρα σου ό,τι σου μετέφερα. Δυστυχώς, οι καιροί που αποφάσισες να επιστρέψεις είναι επικίνδυνοι, παιδί μου. Καλύτερα να φύγεις στα ξένα. Εκεί θα έχεις την ησυχία σου και τη θεσούλα σου, εγγυημένα πράγματα. Τί έγινε τελικά με τους δικούς σας;»

«Δεν έχω ιδέα. Ήμουν στην πόλη για αγορές. Μόλις έμαθα τα νέα, αποφάσισα να διανυκτερεύσω σε πανδοχείο. Να, αυτά που τώρα φορώ τα αγόρασα προχθές. Πώς σού φαίνονται;», ρωτώ και σηκώνω τον κορμό τού σώματος ολόρθο, αντιγράφοντας τις ίδιες κινήσεις με πριν στην υποδοχή του.

Τη στιγμή εκείνη εξέρχεται ο κυρ Γιώργης, βαστώντας στην παλάμη, αντεστραμμένη, ένα πιάτο. Τον παρατηρώ καθώς παίρνει ύφος μεγάλου και σοβαρού επιχειρηματία, έχοντας περάσει την πετσέτα στο αριστερό μέρος τής ποδιάς. Προχωρά αργά αργά, ένα βήμα τη φορά, έχοντας το πιάτο στο ύψος τής κεφαλής, κοντά στο αυτί. Διασχίζει με τον ίδιο ρυθμό ανάμεσα από τα καθίσματα και τα τραπέζια, δέκα βήματα όλο κι όλο, και στέκεται τώρα μπροστά μας.

«Καλώς τον διευθυντής μας!», κάνει και κατεβάζει το χέρι με την ανάστροφη παλάμη στο σημείο τής επιφάνειας του τραπεζιού. Έπειτα, με το άλλο χέρι, κρατά σταθερά την άκρη τού πιάτου, γεμάτο με γλυκίσματα, και περνά την πετσέτα, με την οποία πριν έδιωχνε τη μύγα, στην επιφάνειά του. Τη στρώνει και τοποθετεί το πιάτο σε κεντρική θέση.

Εγώ, δίχως απόκριση για τη νέα μου εμφάνιση, παίρνω και πάλι την ίδια θέση με πριν, ακινητοποιώντας τα μάτια αυτή τη φορά στο τραπέζι και συγκεκριμένα στο πιατικό με τα γλυκίσματα. Έπειτα, κατεβάζω το κεφάλι προς τα κάτω, με το πιγούνι ν’ αγγίζει το στήθος, κοιτώντας το ξύλινο πάτωμα, διαπιστώνοντας πως ανάμεσα στα ξύλα, σχισμές σχισμές έχουν σχηματιστεί από το πέρασμα του χρόνου.

«Ορίστε και τα γλυκά. Όλα χειροποίητα της κυράς μου», κάνει όλο θαυμασμό, έχοντας τα δόντια ενωμένα, καθώς εμφανίζονται από τη σχισμή που κάνουν τα χείλη μεταξύ τους. «Έχουμε γιορτή σήμερα!», συνεχίζει και πριν καλά καλά ολοκληρώσει παρεμβαίνω: «Πάρε πίσω τα γλυκά κυρ Γιώργη»

«Μα, τί έγινε;», συνεχίζει εκείνος απορημένος, και φέρνει τα χέρια στη μέση, τοποθετώντας τους καρπούς απ’ την εξωτερική τους πλευρά στις άκρες.

«Πάρε τα πίσω και μη ρωτάς πολλά πολλά. Φτιάξε έναν καφέ πικρό, του θανατά και κέρνα το μαγαζί», λέω, καθώς σκύβω το κεφάλι φτάνοντας το μέτωπο ίσαμε την επιφάνεια του τραπεζιού, περνώντας τα χέρια πίσω στην ωμοπλάτη, πλέκοντάς τα μεταξύ τους.

«Τόσο πικρό; Στη χόβολη να τον ψήσω; Μα, πού κοιτάς;», ρωτά.

Καθώς τον ακούω, ξεφυσώντας όσο αέρα είχα στα πνευμόνια, σηκώνω τον λαιμό και το κεφάλι, παρατηρώντας τον μαγαζάτορα με την απορία στο βλέμμα, στρέφοντας τις κόρες των ματιών πάνω του.

«Πικρό τής κηδείας», του ξαναλέγω και επαναφέρω τα μέρη στην πρότερή τους θέση.

«Γλύκισμα να βάλω;», επανέρχεται εκείνος. «Μην πάνε χαμένα τα έργα τής καλής μου, ποιός την ακούει μετά», λέει.

«Ο μοναδικός κ’ η ιδιοκτησία του…», σχολιάζει ο διευθυντής γελώντας, αφήνοντας τα μπροστινά δόντια να εμφανιστούν για δεύτερη φορά σήμερα και τα χείλη σε πλήρη διάσταση, διαγράφοντας λακκούβες από ρυτίδες στα ζυγωματικά.

Αντώνης Ε. Χαριστός

*Διήγημα δομημένου ρεαλισμού,

β΄ επιπέδου τεχνοτροπίας.


[1] Από το ομότιτλο έργο τού Μ. Στίρνερ.

[2] Βλ. Εφημερίδα Εστία.

[3] Βλ. Εφημερίδα Εμπρός.

Πηγή: https://coolartisan.gr/afto-ine-to-pio-palio-kafenio-tis-elladas/

Σχολιάστε