Βγήκε από το ταξί και μπήκε βιαστικά στο μουσείο. Ήρθε απευθείας από το αεροδρόμιο. Ζούσε μόνιμα στο εξωτερικό. Ήταν εμφανή τα σημάδια τού χρόνου και τής αρρώστιας επάνω της, αφού βρισκόταν πια στο τελικό στάδιο. Έβγαλε το εισιτήριο. Την ενημέρωσαν ότι σε ένα τέταρτο θα άρχιζε η ξενάγηση. Εκείνη, όμως, γνώριζε ακριβώς τι ήθελε να δει. Άλλωστε, η ιδέα τής ξενάγησης αντηχούσε σαν μνημόσυνο στ’ αυτιά της, σαν οριστικό κλείσιμο. Ένα κλείσιμο, όμως, που όφειλε στον εαυτό της, πριν πεθάνει. Περιφερόταν μέσα στον χώρο με το βάρος των χρόνων και των αναμνήσεων. Είδε από μακριά τα έργα που κοσμούσαν τον κατακόκκινο τοίχο. Το πορτρέτο τού τότε ζευγαριού που πόζαραν νέοι, στητοί, παθιασμένοι. Έπρεπε να το κοιτάξει κατάματα, μήπως και σωζόταν έστω και την ύστατη στιγμή.
Ήταν εκείνη. Εκείνη που της είχε πάρει την αγάπη της, εκείνη που της είχε κλέψει την ευτυχία της. Καθόταν εκεί στο ατελιέ που είχε ποζάρει κι η ίδια αμέτρητες φορές. Στο ατελιέ που του πήγαινε το φαγητό του, όταν ξεχνούσε να φάει. Καθισμένη ως η απόλυτη κυρίαρχη του παιχνιδιού, βέβαιη, αγαπημένη, κυοφορούσα το παιδί του, ευτυχισμένη. Όσο ευτυχισμένη μπορεί να είναι μια γυναίκα που αγαπάει κι αγαπιέται και που θα δώσει ζωή. Φορούσε τη ρόμπα της, μαύρη με μια μαβιά απόχρωση. Είχε λυτά τα μαύρα της μαλλιά. Κρατούσε ένα μήλο. Ίσως του πήγαινε φρούτα στο διάλειμμά του, του άρεσαν εξάλλου τα μήλα. Ήταν σχεδόν πράσινο, λίγο πριν την ωρίμανσή του. Του έχει φέρει κι ένα ποτήρι νερό. Πάντα του άρεσε να πίνει το νερό του σε ιδιαίτερα ποτήρια. Διάσπαρτα κομμάτια πανί, για να σκουπίζει τα χέρια του, ένα σημείωμα ίσως πεταμένο.
Άκουσε από το μικρόφωνο την έναρξη της ξενάγησης, αλλά δεν ήθελε να τραβήξει το βλέμμα της από τον πίνακα. Ήταν ναρκωμένη από τον πόνο, σαν να πίεζε με τα νύχια της την παλιά πληγή. Αποτραβήχτηκε κι ακολούθησε το πλήθος που ήταν συγκεντρωμένο στην έκθεση. Μα, τί σχέση είχαν όλοι αυτοί; Τί καταλαβαίναν άραγε απ’ αυτό που έβλεπαν; Τί ένιωθαν; Πόσο θα ήθελε να βρισκόταν μόνη της σ’ αυτόν τον χώρο! Τους ακολούθησε βυθισμένη στις σκέψεις της. Θυμήθηκε εκείνα τα άγρια χρόνια. Μιλούσαν πλέον για οικονομική κρίση και θεωρούσαν ότι τους βρήκε μεγάλη συμφορά και μικραίναν τη ζωή τους, την έκαναν μίζερη. Ήταν ανόητοι! Θυμήθηκε ότι στην εποχή της έζησαν όλη τη συμπύκνωση της ζωής, λες και τους δόθηκε η εμπειρία εκατό ζωών σε μία: ελληνοϊταλικός πόλεμος, κατοχή, εμφύλιος, φτώχεια, πείνα, φαγωμάρα, θάνατος. Αλλά και παράφορη ορμή για ζωή, έρωτα, τέχνη, συντροφικότητα. Θυμήθηκε πότε και πώς τον γνώρισε. Έχετε τόσο κομψή και υπέροχη παρουσία. Θα θέλατε να σας ζωγραφίσω; Το ανήσυχο βλέμμα του, η αεικίνητη φιγούρα του, τα παράξενα χαρακτηριστικά του, η φωνή του, το πάθος του για την τέχνη… Τον ερωτεύτηκε αμέσως και τον ακολούθησε χωρίς δεύτερη σκέψη. Πόσο όμορφα ήταν εκείνα τα χρόνια μέσα σε όλη τη δυστυχία! Ατέλειωτες ώρες μαζί… Όταν δεν πόζαρε, τον κοιτούσε να ζωγραφίζει. Τα βράδια τον κρατούσε σφιχτά στην αγκαλιά της. Είχε πάντα αυτήν την παράξενη ανησυχία μαζί του από την πρώτη στιγμή. Δεν ήξερε κάθε μέρα αν θα ήταν η τελευταία που θα τον έβλεπε. Όταν κάποια βράδια έβγαινε μόνος του, για να συναντήσει φίλους του, είχε αυτόν τον ακαθόριστο φόβο ότι τον λίγο αυτόν χρόνο μακριά της κάτι άλλο θα τραβούσε την προσοχή τής ανήσυχης φύσης του. Ίσως να έβλεπε κάποια καινούργια γυναικεία φιγούρα που θα τη ρωτούσε, όπως είχε ρωτήσει και την ίδια, «Θα θέλατε να σας ζωγραφίσω;». Όταν αργούσε, προσπαθούσε να κρύψει την ταραχή της, να μην του κάνει σκηνή. Ήξερε ότι δε θ’ ανεχόταν ποτέ κάτι τέτοιο. Αλλά ήταν τόσο αδέξια, την καταλάβαινε χωρίς να πει τίποτα.
Έζησαν πέντε χρόνια μαζί. Τα καλύτερα χρόνια τής ζωής της. Αλήθεια, πώς μπορεί μια γυναίκα, καταμεσής τού πολέμου, να είναι τόσο ευτυχισμένη; Τον τελευταίο χρόνο, όμως, μια αδιόρατη σκιά υπήρχε ανάμεσά τους. Σαν να μην την ήθελε με τον ίδιο τρόπο. Έχανε το έδαφος κάτω από τα πόδια της και δεν έβρισκε τρόπο για να το αλλάξει. Είχε παραδοθεί στον φόβο. Εκείνος έδειχνε συνέχεια εκνευρισμένος μαζί της, με ό,τι και αν έκανε. Δεν ήξερε πλέον πώς να συμπεριφερθεί. Δοκίμασε τα πάντα: Υπερβολικό ενδιαφέρον, πρόκληση, αδιαφορία. Τίποτα δε λειτουργούσε. Ένιωθε παροπλισμένη. Δεν υπάρχει πιο σκοτεινό σημείο για μια ερωτευμένη γυναίκα. Και πόσο τον αγαπούσε! Πόσο αγαπούσε το πρόσωπό του, το σώμα του έως την τελευταία του σπιθαμή, τη γκρίνια του… πόσο χαρούμενη γινόταν όταν εκείνος χαμογελούσε!
Ένα βράδυ, που είχε βγει και τον περίμενε, εγκλωβίστηκε σε μπλόκο Γερμανών. Αυτή στεκόταν όρθια μέσα στο σπίτι κι άκουγε τη φασαρία απέξω. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησε ότι αν τον έπιαναν, αν πέθαινε, θα πέθαινε κι αυτή. Η ύπαρξή της ήταν πλέον συνυφασμένη με τη δική του. Δε θα μπορούσε να ζήσει πλέον χωρίς αυτόν. Δε θα μπορούσε να αγαπήσει έτσι ποτέ κανέναν άλλον. Θα έχανε το μισό της πρόσωπο. Ακούστηκαν βαριά χτυπήματα στην πόρτα. Ήταν αυτός. Τον περιποιήθηκε με όλη της την αγάπη, όπως έκανε πάντα. Προσπάθησε να απαλύνει την ανησυχία του, να τον κάνει να νιώσει ασφαλής. Εκείνο το βράδυ της είπε ότι θέλει να της μιλήσει σοβαρά. Της είπε όλη την αλήθεια. Ότι είχε γνωρίσει μια άλλη γυναίκα κι ήθελε να ζήσει μαζί της. Της ζήτησε συγνώμη και της είπε ότι την αγαπάει σαν φίλη… Μετά ακολούθησε η μετακόμιση κι αργότερα η φυγή της στο εξωτερικό. Δε θυμάται τίποτα άλλο για τα επόμενα χρόνια, μόνο βουβαμάρα και πόνο. Ατέλειωτο πόνο.
Η ξενάγηση τελείωσε. Πλησίασε πάλι τον πίνακα με την έγκυο γυναίκα. Μια αιώνια απορία πλανιόταν: Αν είχε μείνει έγκυος, αν είχε καταφέρει να του χαρίσει αυτή έναν γιο, θα την άφηνε ποτέ; Μετά έμαθε ότι και με τη μητέρα του παιδιού του χώρισε ύστερα από μερικά χρόνια. Όμως, αν είχε το παιδί του, θα είχε κάποιο φως κι η δική της ζωή. Δεν μπόρεσε ν’ αγαπήσει ποτέ ξανά, δεν μπόρεσε να κάνει παιδιά. Κοίταξε για τελευταία φορά τον πίνακα κι έφυγε βιαστικά για το αεροδρόμιο. Είχε κλείσει ο κύκλος, λίγο πριν κλείσει οριστικά κι ο δικός της, μιας κι η αρρώστια είχε εξαπλωθεί σε ολόκληρο το σώμα της. Λένε ότι πριν πεθάνεις, περνάνε απ’ τα μάτια σου στιγμές απ’ το παρελθόν. Αυτή ήθελε μόνο να δει φεύγοντας το δικό της πρόσωπο ευτυχισμένο μέσα σ’ εκείνον τον πίνακα, τον πίνακα που απεικόνιζε την έγκυο γυναίκα.
Μαρία Μανωλοπούλου
*Διήγημα από τη συλλογή «Κοινή θνητή», εκδόσεις Συρτάρι, Αθήνα, 2021.

Πηγή: Collection galleries at the National Museum of Women in the Arts; Photo by Jennifer Hughes for NMWA.