Εισαγωγαί εξαγωγαί

Ι.

Ψωλοτσακίστρα την εφωνάζανε τη δόλια τη φιλενάδα μου, τη Χριστίνα, και άδικο πώς να τους ρίξεις. Πενήντα χρονώ και τα ποδάρια της ανοιχτά δίχως ρεπά πόσες δεκαετίες. Κράταε από σόι… πουτανόσογο! Ο προπάππους τής Χριστίνας, νοικοκύρης άνθρωπος, είχε δουλειά σπουδαία και στρωμένη: «Σπυρέτος: Εισαγωγαί Εξαγωγαί Κρεάτων». Η γυναίκα τού Σπυρέτου, η Βιργινία, που πούτσα ορθή στο διάβα της δεν άφηκε, του μάσησε και την τελευταία δεκάρα. Μέχρι που του ’φαε και το μαγαζί, τον εφουρκίσανε τα χρέη και με ένα σάλτο μορτάλε τερμάτισε τα βάσανά του. Στην Κόντρα Φόσσα τον εβρήκανε ψαράδες, γκρεμοτσακισμένο, μ’ ένα χαμόγελο φαρδύ, πνιγμένο μες στο αίμα. Εκεί που του ’βγαινε η ψυχή, εψέλλισε… «επέταξα κι εγλίτωσα» και ένα παιδαρέλι ψαράς ερώτηξε «από τσου τοκογλύφους κυρ Σπύρο;», για να πάρει την απάντηση τούτη, που ’λαχε και τα τελευταία του λόγια να ’ναι: «απ’ αυτήνε τη σκύλα, τη Μπαναΐα της μέσα». Κηδεία δεν αναλάμβανε παπάς. Ανοίξανε μια τρύπα και τον πετάξανε στο τέρμα τού νεκροταφείου με τους αρρώστους.

Όσο τραβούσε η μπογιά τής δόλιας χήρας, το ’δινε ακριβά το πράμα της και γίνηκε και ’κονόμα. Όταν τα βγάνεις με τον ιδρώτα σου, είναι αλλιώς! Μια κόρη επρόλαβε να κάμει με τον αυτόχειρα και ’καμε ύστερα και έναν γιο στα πιο μεγάλα της, χάλευε με ποιόνε βρομιάρη κι άθλιο… Βγήκε, βλέπεις, το φλημένο αρρωστιάρικο και το ’φαγε το χτικιό στην κούνια. Την κόρη της την είχε βαφτίσει Χριστίνα, μα στο Μαντούκι στα δεκατρία της την εξαναβαφτίσανε πουτανο-Χριστίνα. Τόσο καλά της έμαθε η Βιργινία την τέχνη της. Και ’κείνη, έπειτα, μια κόρη έκαμε και δυο αγόρια. Μούλικα τρία στα τρία. Τα δυο επήγαν άκλαφτα στα βουνά τής Αλβανίας, παλικαράκια αμούστακα… Ορφανό το μνήμα από κόκκαλα. Κι όλοι καταλάβανε τότες πώς δε φτουρούσανε τα σερνικά στο σόι τους. Η κόρη, όμως, προόδευσε και με τις εισαγωγές – εξαγωγές κρεάτων, πολυκατοικία στην Αθήνα απόχτησε, αλλά και μία κόρη, που της έδωκε της μάνας της τ’ όνομα… το Χριστινάκι μας.

Με τη Χριστίνα ειμάσταινε φιλενάδες από την πρώτη του Δημοτικού που την εγνώρισα μέχρι και σήμερα, και τούτα όσα σου ’πα κι αυτά που θα σου πω, κουτσομπολιά δεν είναι, μα η αλήθεια μόνο. Οι γονέοι μου φτωχοί ανθρώποι πολύ. Ολονώνε δηλαδής εκτός απ’ της Χριστίνας. Πατέρα δεν είχε βέβαια και ποτές της δεν τον εγνώρισε, αλλά η μάνα της είχε… και τί δεν είχε! Φρόντισε τίποτα να μην της λείψει.  Πάνω στην Ανάληψη μεγάλωνε σε μεζονέτα λουξ και εμείς εζούσαμε στη Γαρίτσα έξι ανθρώποι σε μια κάμαρη δίχως καμπινέ. Σε μια γωνιά τα κάναμε όλα, στο κανάτι, πίσω από μια παλιοκουρτίνα κι όταν εγιόμιζε, το πετούσε ο μακαρίτης ο πατέρας μου, στα κρουφά ο δόλιος, στη θάλασσα. Ντρεπότανε ο φλημένος, μα να τα ’τανε ο μόνος…

Από τότες από την πρώτη του Γυμνασίου άρχισε να ξεμοναχιάζει τ’ αρσενικά. Προτού εγνωρίσουν το χειρογλύκανο, είχανε μάθει τα τούτα και τα κείνα της Χριστίνας σαν την αλφαβήτα. Μέχρι και κάτι τέρατα καθηγητάδες την επαίρνανε. Άμα γενότανε στις μέρες μας, θα ’χε βουίξει ο τόπος. Κείνα τα χρόνια όμως… «τα ’θελε ο κώλος της» λέγανε «εζητούσε». Αλλά σάμπως δεν το λένε και σήμερα τα κτήνη; Βέβαια, μια φορά δεν τα ’θελε καθόλου ο κώλος της… και γύρισε η μικρή στο σπίτι δαρμένη, βρόμικη, μ’ αίματα πασαλειμμένα τα ποδάρια της και φέρανε γιατρούς να τη ’ξετάσουνε και μέχρι και ράμματα χρειαστήκανε. Ένα κτήνος, ένας τράγος με ράσα που μας εμάθαινε τα θρησκευτικά… που να μη λιώνει, Παναγιά μου, το κουφάρι του! Την έπιακε που λες να καπνίζει στο δασάκι στις φυλακές και την άρχισε στους φούσκους και τις απειλές πως θα την εδιώξουνε απ’ όλα τα Γυμνάσια της Κέρκυρας άμα τη μαρτυρήσει και την εγύρισε από πίσω και την εξέσκισε το τέρας! Έλα, όμως, που όλα εδώ πλερώνονται! Εγνώριζε η Βιργινία ανθρώπους τού ’ποκόσμου που την αγαπάγανε απ’ τα νιάτα της. Τους έδωκε που λες το κατιτίς τους και τον επεριλάβανε πέντε μπράβοι τον παπά, του μαλακώσανε τα πλαϊνά και τον εξεκωλιάσανε  στο ιερό απάνου!  Με τη σειρά και οι πέντε μέχρι να πνιγεί στο αίμα… όπως εδιέταξε η μάνα. Άνθρωπος δεν τον ξανάδε τον παπά.

Και μεγάλωνε η Χριστίνα, κι εκτός απ’ τις πούτσες, έπαιρνε και τα γράμματα. Της επλήρωνε η γριά και δάσκαλο στο σπίτι, γιατί εκείνη ένα πράμα ήξερε καλά μονάχα… Την έστειλε που λες μετά στις Αγγλίες και την εσπούδαξε. Γύρισε δέκα χρόνια έπειτα η Κριστίν και τα εμίλαγε και τα ελληνικά με εγγλέζικο αξάν και μας έμαθε ύστερα και εμάς τα γκουντ μόρνιν και τα γκουντ νάιτ και όλα τα βρομόλογα της Βρετανίας.

Εγώ τότες, παντρεμένη στο Περβόλι με έναν ανεπρόκοπο και με τρία μιτσά στα ποδάρια μου γύρω, δυο αρσενικά κι ένα θηλυκό. Τρόμαξε να με γνωρίσει όταν ήρθε να με βρει. Ντράπηκα το κατάντημά μου. Τριάντα χρονώ μπουμπούκι κι ’μουνα λες και είχα της μάνας μου τα χρόνια.  Όταν επήρε είδηση η Χριστίνα πως με σάπιζε στο ξύλο ο χωριάταρος, επλέρωσε δικηγόρο και μήνυσε του εισαγγελέα και ’στειλε ’κείνος δυο αστυφύλακες στο χωριό, να μας πάρουνε από ’κεί μη μας εσκοτώσει. Και σαν είδανε οι πολιτσμάνοι το μάτι μου το βουλωμένο και τσου μώλωπες, μου ’πανε να μάσω τα σκουτιά μου και των παιδιώνε και να βγούμε όξω. Τον εκλείσανε έπειτα στην κάμαρη και τον εκάμανε μαύρο προτού εφύγουμε! Οι φωνές του ακουστήκανε μέχρι τα Μπαστάτικα! Ολάκερο το χωριό μαζεύτηκε όξω απ’ το σπίτι και η πεθερά μου η κακούργα με τη μαγκούρα της να κοπανάει το περιπολικό και να σκούζει «μωρή καραπουτανάρα, μου τον σκοτώσανε τον λεβέντη μου οι γαμιάδες σου». Καθόλου δεν ελυπήθηκα που τη σωριάσανε κάτου τόσα που μου ’χε κάνει. Αυτή τον εκουνάρισε έτσι. Ορμήσανε βέβαια οι χωριάτες. Πέτρες, βρισιές, κακό και πώς εφύγαμε αλιντσάριστοι, ο Άγιος μονάχα ξέρει. 

ΙΙ.

Μας μάζεψε σιμά της στην Ανάληψη. Ούτε αδερφάδες τέτοιο γνοιάξιμο και τα παιδιά μου τα είχε σαν να ’τανε δικά της. Πέθανε και η γριά ύστερα από δυο χρόνια απ’ την αρρώστια την κακιά. Δεν ήθελε να την αγγίξει χέρι ξένο. Εμείς την εφροντίσαμε μέχρι τα έσχατα. Και τι έσχατα… Να τα θυμάμαι δε θέλω.

Ύστερα έκαμε κι έναν γιο δικόνε της η Χριστίνα. Πατέρας, ένας έμπορας από Θεσσαλονίκη, που της άρεσαν πολύ τα μούτρα του. Δεν του ’δωκε δικαιώματα, ούτε ευθύνες, ούτε του τ’ ανακοίνωσε που γκαστρώθηκε. Για να μην το γράψει αγνώστου πατρός και της το λένε μούλικο στο σχολείο, έβαλε έναν φίλο της να υπογράψει για πατέρας. Και τι φίλος… ο Διομήδης ο τζιναβωτός. Ένας κωλομπαράς πρώτης τάξεως που την έβγαζε στους καμπινέδες της Γαρίτσας. Μα ήτανε ψυχούλα ο Διομήδης. Τι κάνει και τι δεν κάνει, δικαίωμά του και για το παιδί ό,τι χρειάστηκε, με το φιατάκι του σε δύο λεπτά τσακιζότανε κι ερχότανε. Παιδί του δεν το ’λεγε, αλλά σαν παιδί του το καμάρωνε. Ένα παιδί γλυκό που το κουναρίσαμε από κοινού. Λιγομίλητο, ευγενικό, καλό. Ο Σπύρος μας. Μονάχα που δεν ήτανε σαν τα άλλα τα παιδιά. Ήτανε χλωμό και -ντροπής που το λέω- λιγάκι άχαρο. Τα χέρια του, κουπιά καρφωμένα. Τα παιδιά τα δικά μου ήτανε όσο να ’ναι μεγαλύτερα και παρέα δεν μπορούσαν να κάμουνε, αλλά τον αγαπούσαν και τον επρόσεχαν σαν αδερφό μιτσό.

Η Χριστίνα ποτέ δεν έκοψε τα γαμπρίσματα. Δεν εζιούσε χωρίς άντρα και με παρέσερνε και μένα. Πειράξαμε κανέναν; Κανέναν! Και για να σε προλάβω, τα παιδιά πάντα τα ’χαμε προφυλαγμένα να μη βλέπουνε, να μην ακούνε ποιόνε μπάζουμε και ποιόνε βγάζουμε. Όλα γινόντανε πάντα πολύ διακριτικά. Διαφορετικά θα σου τα λέγανε οι γειτόνοι βέβαια, αλλά πρόβλημα δικό τους. Τα μάτια τους τ’ αδιάκριτα φταίνε, που να τους εχυθούνε από τις κόγχες, Άγιε μου Σπυρίδωνα!

Ο φλημένος ο Σπυρέτος μας, όταν έφτακε στην ηλικία που τα αγόρια πονηρεύουνε και κλείνονται στο δωμάτιό τους και τον εμινάρουνε… ετούτος τίποτα! Να ψάχνουμε οι βουρλισμένες για τίποτα τσόντες που ’χαν όλα τα παιδιά… τίποτα! Το πήγε και σε ψυχολόγο. Τί να ’χει το παιδί, τί να ’χει… Κανονικό μας το ’βρισκε. Όλη μέρα έπαιζε στο πλέι-στέσιο. Τούτο τον έκανε χαρούμενο και τον αφήκαμε. Έκανε και παρέα με άλλους δύο που ’χανε τα ίδια ’διαφέροντα. Έναν κοντόχοντρο σπυριάρη και ένα ψιλολέλεκα με γυαλιά. Ζαβά, αλλά καλά παιδιά. Ήσυχα. Ερχόντανε στο σπίτι και κλεινόντανε στο δωμάτιο και παίζανε με τις ώρες κι ακούγανε κι αυτά τα κλαπατσίμπαλα στη διαπασών. Πήγαινε η Χριστίνα και τα παραμόνευε από το παράθυρο, μη πάει και έσπρωχνε το ’να τ’ άλλο.  Έβαλε και τον Διομήδη, που τον αγάπαγε και τον εσεβότανε ο μικρός σαν πατέρα, να κάτσει να του μιλήσει για γυναίκες και τα τοιαύτα. Μέχρι και κάτι περιοδικά με ξεβράκωτες του ’χωνε κρουφά κάτου απ’ το μαξιλάρι. Καλός ο Διομήδης και χρυσός, όλα τα αναλάμβανε.

Ένα πρωινό χτυπάει το καταραμένο το τηλέφωνο και ήταν ο γυμνασιάρχης… Τρέχουμε και οι δυο συννεφιασμένες στο σχολείο να μας πει τα μαντάτα. Είχανε στριμώξει τον μικρό στον καμπινέ και τον εξεβρακώσανε και χάλευε τι άλλο του κάμανε του Σπύρου μας που έπαθε κρίση και έπεσε κάτω και χτυπιότανε -επιληψία είπανε- και το πήρανε με τ’ ασθενοφόρο. Λαχτάρα και τούτη… Τ’ αλλάξαμε Γυμνάσιο. Πρέπει να γινήκανε πολλά. Δεν άνοιξε το στόμα του να μαρτυρήσει τα κτήνη. Αν γενότανε σήμερα, θα το λέγανε μια βδομάδα στις τηλεοράσεις. Η  ψυχολόγος είπε πως ο Σπυρέτος μας θέλησε να το διαγράψει απ’ το κεφάλι του τούτο το κακό και να το σεβαστούμε για το καλό του. Η Χριστίνα, όμως, σκύλιασε… Έτοιμη ήτανε ένα πρωινό να πάει να βάλει φωτιά στο Γυμνάσιο «να μην αφήκει σπόρο» ούρλιαζε. Την εκρατήσαμε με τον Διομήδη που τον εφώναξα κατεπειγόντως μην την εκλείσουνε μέσα. Είχε γιομίσει τέσσερα μπετόνια πετρόλιο. Τί θα έκανε; Ο Θεός κι η ψυχή της. Δεν άντεχε να βλέπει τον Σπυρέτο μας να βυθίζεται και να χάνεται κάθε μέρα και περισσότερο. Ερχόντανε οι φίλοι του στο σπίτι, αλλά τους έχασε απ’ το σχολείο. Πήγε και βρήκε τους γονέους τους να τους επείσει να αλλάξουνε και κείνοι Γυμνάσιο να ’χει παρέα το παιδί μας. Θα τους επλήρωνε και τα ταξιά να τα πηγαινοφέρνουνε. Τίποτα.

Πέρασε έτσι ο καιρός. Τα παιδιά τα δικά μου κάνανε πως εσπουδάζανε Θεσσαλονίκη – Αθήνα και ήρθε και η ώρα του Σπύρου να δώκει πανελλήνιες. Δεν επέρασε πουθενά πέρα από μια σχολή για επιστήμονες – γελαδάρηδες. Μην τα συζητάς. Το ‘στειλε το παιδί να σπουδάσει κομπιούτερς στις Αγγλίες ν’ αλλάξει παραστάσεις. Απ’ τα τηλέφωνα που μας απάνταγε στη χάση και στη φέξη, τον ακούγαμε καλά! Του πήγαινε φαίνεται το έξω και ’βγαινε και ’κανε και ’ρανε και ούτε που μας ένοιαζε πώς επηγαίνανε οι σπουδές παρά να ακούμε το παιδί ευτυχισμένο και τι στον κόσμο.

ΙΙΙ.

Είχα ’κείνο τον καιρό σχέση σταθερή  με έναν πολύ σοβαρό κύριο, προσεχώς χωρισμένο. Τραπεζικός, με παιδί μεγαλωμένο κι αποκατεστημένο, στην πυροσβεστική παρακαλώ. Της Χριστίνας πάλι, της γουστάριζαν ’κείνο το διάστημα τα τεκνά. Εμικρόφερνε κιόλας κι  έβαζε και τα έξαλλά της, αλλά τρεις δεκαετίες πώς να τις κρύψεις… πέφτανε μπόλικες. Ξεμυαλίστηκε που λες η φιλενάδα μου με το τεκνό και κάμανε και δημόσιες εμφανίσεις στο Λιστόν αγκαζέ, να γίνονται θέαμα. Τα συζητήσαμε με το Χριστινάκι, είχε σπιτικό με προβλήματα ο Κωστάκης, τον έδερνε ο πατριός του, καλός ο νέος, λαμπρός ο νέος… μας τον εσπίτωσε κι αυτόν και τους είκοσι πέντε πόντους του…

Ο Κωστάκης βέβαια χασίκλας πρώτης τάξεως, με το μυαλό καμένο. Αλλά στο κρεβάτι ήτανε της τάξης της εργατικής. Κομπρεσέρι! Τρία κρεβάτια σπάσανε κι ένα ντιβάνι. Την κράταε χορτασμένη. Η κότα με τα χρυσά τ’ αβγά δε θα του λάχαινε κάθε μέρα. Τον έντυνε, τον έπλενε, τον τάιζε… άρχοντα τον είχε. Οι φαρμακόγλωσσες της γειτονιάς περιττό να σας πω τι λέγανε για το σπίτι μας… Ζηλεύανε τα φρόκαλα, γιατί μονάχα αράχνες μπαινοβγαίνανε στα σάπια τους.

Ένα βράδυ, που γύρισα στο σπίτι αργά από εξόδου, μπήκα ξυπόλητη να μην τους εξυπνήσω. Σαν έφτακα στην κουζίνα, για να βρέξω το λαρύγγι μου, να σου ο χασίκλας ξεβράκωτος να καπνίζει όρθιος, ακουμπισμένος με την πλάτη στο ψυγείο. Κάρφωσα το βλέμμα μου στο τρίτο του ποδάρι. Του δικού μου ασκωμένη, ήταν δεν ήταν η μισή από τούτο ’δώ το θάμα. Χαιρετηθήκαμε σαν να μη συμβαίνει τίποτις. Χαμένος αυτός… μα εγώ η δύστυχη που ’θελα να ξεδιψάσω με κάτι παγωμένο; Πλησίασα το ψυγείο και μου ρίχτηκε το κάθαρμα… μωρέ ίσως να του ρίχτηκα κι εγώ… Το αποτέλεσμα ίδιο ήτανε. Με πήρε εκεί στην κουζίνα, καταγής σαν τη σκύλα. Τέτοια αμαρτία μεγάλη δε θα μου την έκανε ποτές εκείνη. Δόξα τον Άγιο τον Σπυρίδωνα, δεν εξύπνησε η Χριστίνα να μας επιάκει στα πράσα και η προδοσία μου δε μαθεύτηκε ποτές.

Το καλοκαίρι τα δικά μου τα μούλικα θα ’ρχότανε Αύγουστο μήνα να μας δούνε. Ο Σπύρος μας τέλη Ιούνη ήταν εδώ! Είχαμε απ’ τον Σεπτέμβρη να τον δούμε. Τρομάξαμε να τον εγνωρίσουμε στ’ αροδρόμιο. Παλικαράκι εγίνηκε… άντρας με χάρη με τα μαλλάκια του ως τους ώμους. Και στο ταξί να μιλάει, να μιλάει και εμείς να κρεμόμαστε απ’ τα χείλη του. Μα σαν εμπήκαμε σπίτι κι  αντίκρισε τον Κώστα μέσα… επάγωσε. Του μίλησε έπειτα η μάνα του για τον γαμπρό που το πάνε σοβαρά, που είναι καλός και χρυσός… μάταια. Στην ηλικία του και να κάνει τη δουλειά της μάνας του μέσα στο ίδιο του το σπίτι! Δεν το πήρε καλά και πώς να του ρίξεις κι άδικο.

Περνούσανε οι μέρες κι ο Σπύρος γύρναε όλο έξω με τους φίλους του, που επιστρέψανε κι αυτοί απ’ τις σπουδές τους. Ήτανε ψυχρός κι απόμακρος με τη Χριστίνα, και τον Κώστα ούτε να τον αντικρίσει, ώσπου μια μέρα τον επιάνει η Χριστίνα να του μιλήσει. «Και κοίτα να δεις, εγώ σκίστηκα για σένανε, μα θέλω να ’μαι κι εγώ ευτυχισμένη και τούτος ο άνθρωπος είναι ο άνθρωπός μου κι ο έρωτας χρόνια δεν κοιτά και σε έστειλα έξω να ανοίξει το μυαλό σου και όχι να κλείσει…», και να μη σας τα κουράζω και το κάμουμε σαπουνόπερα, ο μικρός της απήντησε «Μάνα, ξέρεις ποιος είναι ο άνθρωπός σου; Θυμάσαι τι τράβηξα τότε στο Γυμνάσιο; Έχεις ιδέα τί μου κάνανε; Και γυρνάω και τον βρίσκω μέσα στο σπίτι μου να γαμάει τη μάνα μου; Σε λίγο θα μου πεις να τον αποκαλώ και πατέρα…». Φαρμακώθηκε η Χριστίνα μ’ αυτά που της είπε. Εσούρωσε και έμεινε όλο τ’ απόγιομα άλαλη.

«Το σκέφτηκα πολύ και τ’ αποφάσισα. Θα του μιλήσω», μου ’πε, «θα τον βάλω να του ζητήσει συγγνώμη. Στους ανθρώπους πρέπει να δίνουμε δεύτερες ευκαιρίες. Ένα παιδί που μεγάλωσε μέσα στη βία, σε ένα κωλόσπιτο, δε φταίει. Τον βλέπεις. Τον έφτιαξα. Δε θα πείραζε μερμήγκι αν μεγάλωνε σωστά. Το βλέπεις πως μ’ αγαπάει. Το βλέπεις πώς μου φέρεται. Γυναίκα μου… έτσι με λέει!», και τί να πω η πουτάνα; Την τύφλωσε ο έρωτας την άμοιρη και βάζει το παιδί σε μοίρα δεύτερη. Του μίλησε του Κώστα και το θεώρησε καλή ιδέα να τον εβάλει να του τα πει μόνος του και να ζητήσει συγγνώμη. Με πήρε την άλλη μέρα και πήγαμε στου Ζήσιμου για καφέ και φρόντισε να μείνει σπίτι ο Κώστας να περιμένει τον Σπύρο να του ξηγηθεί και για το σοβαρό του τον σκοπό και για τα όσα του ’καμε του μικρού του δόλιου εκείνον τον καιρό. Κακή, κάκιστη, ιδέα, αλλά δεν έπαιρνε από λόγια η μαύρη. Ήτανε φουρκισμένη.

Και γύρισε στο σπίτι ο Σπυρέτος μας και βρήκε τον Κώστα… Να ’πανε, τί να ’πανε, κανένας δε θα μάθει. Γυρίσαμε αμπονόρα, γιατί την έπιακε τη Χριστίνα ανησυχία μήπως δεν κάμαμε καλά που φύγαμε και φτάκαμε στο σπίτι και τ’ ακούσαμε να βογκάνε στο δωμάτιο τα πιο αισχρά τα λόγια. Μάταιος κόπος να κρατήσω τη Χριστίνα που όρμηξε μες στο δωμάτιο τρελαμένη και αντίκρισε τον Σπύρο κάτω απ’ τον χασίκλα με ολάκερο το πράμα μέσα του… Πάρ’ την Χριστίνα στα πατώματα, εγώ να σκούζω για βοήθεια και τούτα αδιάφορα για μάνα και ερωμένη, να γαμιούνται σαν τα σκυλιά απάνου στο κρεβάτι και αν δεν του τον εσούρωνε δεν ξεκολλάγανε τα τέρατα!

Συγκοπή είπανε στο νοσοκομείο και να μην ανησυχούμε. Κάποιες προληπτικές εξετάσεις και την άλλη μέρα εξιτήριο και σπίτι. Ο Κώστας τα ’χε μαζέψει και πήγε στο γέρο διάολο. Τον έπιακε βλέπετε ο Διομήδης και τον  πέταξε έξω με τις κλωτσιές τον χασίκλα. Όσο για τον Σπύρο, ατάραχος ήρθε στο νοσοκομείο, εφίλησε τη μάνα και μας ανακοίνωσε πως επιστρέφει στην Αγγλία. Ούτε ρώτηξε τι γίνεται με τη μάνα του. Ούτε και εκείνη μπόρεσε κάτι να του πει, πέρα από τούτο: «Να προσέχεις, μάτια μου».

Και ήρθε εκείνο το φθινόπωρο μαύρο και νοτεμένο. Μέσα στη μαύρη μοναξιά μάς βρήκε να καθόμαστε η μια αντίκρυ στην άλλη και η τηλεόραση ανοιχτή πρωί βράδυ. Ούτε άντρες, ούτε τίποτα. Δεν περνάγαμε κι άσχημα, μα εμένα ετούτη η ησυχία μού φαινότανε πως θα κράταε καιρό. Ένα δείλι, που σαν τώρα το θυμάμαι, το τηλέφωνο χτύπησε και το νούμερο ήτανε ξένο… ξένη και η φωνή. Ο Σπύρος μας! Ατύχημα… Ο Σπύρος μας…  Ο Σπύρος μας σκοτώθηκε! Έπεσε απ’ την ταράτσα και τσακίστηκε το σβέρκο του απάνω σ’ ένα αμάξι. Δεν αυτοκτόνησε, όχι. Ατύχημα, είπαν οι πολιτσμάνοι. Είχανε πάρτι στην ταράτσα και όπως ήτανε όλα φτιαγμένα και χορεύανε, εβρέθηκε το στερνό μας από κάτου.

Μας το στείλανε το παιδί μετά από δυο βδομάδες. Στη Γαρίτσα τού κάναμε την κηδεία. Τρίτη ήτανε και ’βρεχε. Ο λάκκος πλημμυρισμένος. Δυο κοράκια κρατάγανε δυο θεόρατες ομπρέλες, και άλλα δυο να τον αδειάζουνε τον λάκκο με τους κουβάδες βλαστημώντας μουρμουριστά. Μούσκεμα θα ‘γινε ο Σπυρέτος μας… Καμιά εικοσαριά άτομα ήμασταν, μα η μάνα όχι. Η Χριστίνα μόλις άκουσε τα νέα της ήρθε κόλπος… εγκεφαλικό. Της πήρε τη μια μπάντα και τη λαλιά. Είχαν έρθει και τα βλαστάρια μου για την κηδεία και ξαλλάζαμε τις βάρδιες όσο έμεινε στο νοσοκομείο. Όλα σ’ αυτή τη γυναίκα τα χρωστούσαμε και δόξα τω Θεώ, δε χρειάστηκε ποτέ να τους το θυμίσω. Η θεία η Χριστίνα. Έτσι την εμάθανε από μικρά. Η θεία η Χριστίνα, που στεκότανε άλαλη στον καναπέ και μας κοιτούσε με μια θλίψη που τα ούρλα της ματώνανε τα μέσα μας. Καημένη φιλενάδα μου…  Ανάθεμα τη μοίρα, ανάθεμα! Χάθηκε ο πούστης ο Θεός να της εδώκει ένα κορίτσι… Αφού όλοι ξέραμε -και πρώτοι ο Θεός κι ο Άη Σπυρίδωνας- πως σ’ αυτό το σόι τα αρσενικά δε φτουρούσανε!

Γιώργος Μικάλεφ

Αιγάλεω, 1955/ebay

Σχολιάστε