Διήγημα δομημένου ρεαλισμού, α΄ επιπέδου τεχνοτροπίας.
Είναι βράδυ Τρίτης, παραμονή Χριστουγέννων τού ’41, και οι δείκτες των ρολογιών πλησιάζουν τη δωδέκατη ώρα. Στην κατεχόμενη πόλη τής Αθήνας πυκνές νιφάδες χιονιού πέφτουν απ’ τα σύννεφα του νυχτερινού ουρανού· ενώ περιμετρικά τής πλατείας Ομονοίας, και σε όλο το μήκος τής οδού Πατησίων, ο αγέρας φυσά άλλοτε με ορμή προς τον βορρά, κι άλλοτε πνέει δυνατά προς τον νότο· ταρακουνώντας τις κλειστές πόρτες των σπιτιών και τα μανταλωμένα παραθυρόφυλλα, τραντάζοντας τα κλαδιά των δέντρων και στροβιλίζοντας τις νιφάδες τού χιονιού, σπρώχνοντάς τες μια δεξιά, μια ζερβά, μέχρι να τις ρίξει επάνω σε κάποια προεξέχουσα επιφάνεια για να υγροποιηθούν ή να τις αφήσει να καταπέσουν στο έδαφος, διαμορφώνοντας ολισθηρά τα πεζοδρόμια και τους δρόμους. Τόσο αδιάλειπτη είναι η χιονόπτωση που μοιάζει λες και η γερμανική διοίκηση αποφάσισε να φορτώσει στο μεγαλύτερο μεταγωγικό τής Λουφτβάφε, τόνους αλάτι απ’ τη μαύρη αλυκή τού Μεσολογγίου· κι αντί να ρίχνει βόμβες με τη σέσουλα, όπως έκανε τον περασμένο Απρίλη, έχει τώρα βαλθεί να αλατίζει την πρωτεύουσα μέχρις εσχάτων. Καθώς ακούγεται το βουητό τού ανέμου, μάλιστα, θαρρείς πως πρόκειται για τον εκκωφαντικό βόμβο που παράγουν οι πελώριες έλικες των γερμανικών αεροπλάνων, τα οποία πετούνε επάνω απ’ τις σκεπές των σπιτιών, σκορπώντας το αλμυρό περιεχόμενο που έχουν αποθηκευμένο εντός τής μεταλλικής ατράκτου. Στην περιοχή τής Κυψέλης, ειδικά, οι χαμηλές σκεπές των σπιτιών είναι όλες κατάλευκες, κι όπου κι αν στρέψεις το βλέμμα, στους δρόμους, τις πλατείες, ακόμα και στο πιο απόμερο σοκάκι, δε θ’ αντικρίσεις παρά την ίδια υπόλευκη επίστρωση. Απ’ όσες καπνοδόχους στέκουν ακόμη όρθιες και δεν έχουν γκρεμιστεί απ’ τους βομβαρδισμούς, εξέρχεται γκρίζος καπνός που υψώνεται νωχελικά πάνω απ’ τις χιονισμένες στέγες για ν’ ανέβει προς τον Αττικό ουρανό, σκορπώντας την έντονη μυρωδιά τού καμένου ξύλου σ’ όλη την έκταση της συνοικίας. Τα λιγοστά αυτοκίνητα, που είναι σταθμευμένα κατά μήκος τής οδού Εκάτης, σκεπασμένα επίσης από παχύ στρώμα χιονιού, είναι παρκαρισμένα πλάι στο αντικριστό πεζοδρόμιο, τα περισσότερα στην ανηφορική μεριά τού δρόμου, σιμά σ’ ένα ερημωμένο καφεκοπτείο, και μοιάζουν, μέσα στο σκοτάδι τής νύχτας, με νεκρικούς τυμβόλοφους αρχαίων βασιλιάδων, καλυμμένους με λευκό πέπλο μεταξιού -μέχρι να καταφθάσει το πρώτο φως τής αυγής και ν’ αποκαλύψει πως είναι απλώς σταθμευμένα οχήματα σκεπασμένα από χιόνι. Στην οδό Εκάτης 4, στη διώροφη μονοκατοικία με τον ανεμοδούρι κόκορα στη στέγη της, τον τουβλόχτιστο αυλόγυρο, τα χαρακτηριστικά πήλινα ακροκέραμα στο γείσο της και τα λεπτά σιδερένια κάγκελα στο φαρδύμακρο μπαλκόνι της· το μόνο που φανερώνει ανθρώπινη παρουσία, είναι οι σπίθες που βγαίνουν αραιά και που απ’ τη μεγάλη ορθογώνια καμινάδα τής σκεπής. Τα μακρόστενα παραθυρόφυλλα της οικίας, βαμμένα στο χρώμα τής ελιάς, η δρύινη εξώθυρα με την ανάγλυφη διακόσμηση, ακόμη και ο φεγγίτης, που είναι εντοιχισμένος ακριβώς πάνω της, είναι όλα τους ερμητικά σφαλιστά, λες και οι ένοικοι του σπιτιού έχουν εγκαταλείψει το οίκημα από καιρό.
Τρία βήματα απ’ το μαρμάρινο πλατύσκαλο του σπιτιού, αρχινάει ένα πλακόστρωτο καμπυλωτό μονοπάτι, το οποίο κυκλώνει περιμετρικά την οικία, σαν διαχωριστικό σύνορο που την αποκόβει απ’ τον αυλόγυρο. Λίγο πιο μπροστά, εκεί όπου είναι το ποδόμακτρο, στα δεξιά τής κεντρικής εισόδου, ξεκινά ένας μακρόστενος διάδρομος, όχι πολύ φαρδύς, μήκους έξι ή εφτά μέτρων, ο οποίος οδηγεί στην αυλόπορτα του μαντρότοιχου, ανάμεσα από κάμποσα είδη εσπεριδοειδών, μαραμένα κυκλάμινα κι ακλάδευτες τριανταφυλλιές, φυτεμένα σε στρογγυλά παρτέρια. Στην αριστερή άκρη τής αυλής, κοντά σ’ έναν μικρό σωρό από καυσόξυλα, υπάρχει κι ένα ρημαγμένο σκυλόσπιτο, με τσίγκινη σκεπή και αλυσοδέτη, ενώ από πίσω του, μια λεπτή σωλήνα προεξέχει κάνα μέτρο απ’ το έδαφος, καταλήγοντας σ’ έναν μπρούτζινο κρουνό σε μορφή λεοντοκεφαλής. Εξαιτίας τής χαμηλής θερμοκρασίας, όση ποσότητα νερού διαφεύγει απ’ τη σκουριασμένη σωλήνωση παγώνει ταχύτατα, κι ένας μικρός σταλακτίτης έχει δημιουργηθεί στην άκρη τού στομίου τής βρύσης.
Αυτόν τον μπρούτζινο κρουνό παρατηρώ εδώ και λίγη ώρα, κοιτάζοντας ανάμεσα απ’ τις σκονισμένες περσίδες τού αμπαρωμένου παραθυριού τού σαλονιού, ενώ κάθομαι στην ψάθινη βάση μιας ξύλινης καρέκλας, με το δεξί πόδι επάνω στ’ αριστερό και τις παλάμες ακουμπισμένες στο άνω τμήμα των μηρών μου, φορώντας κοτλέ παντελόνι, γκρίζο σακάκι, κουμπωμένο ως το γιακά, κι από πάνω μαύρο χειμωνιάτικο παλτό. Κάθε τόσο, εισπνέω απότομα αέρα απ’ τις ρινικές μου κοιλότητες, για να συγκρατώ το ενοχλητικό συνάχι που κυλάει απ’ τα ρουθούνια στο άνω χείλος, κ’ ύστερα πιέζω με τ’ ακροδάχτυλα του αριστερού μου χεριού την άκρη τής ερεθισμένης μου μύτης.
«Είπες κάτι;», με ρωτά χαμηλόφωνα η γυναίκα μου, η Δέσποινα, που βρίσκεται εδώ και ώρα καθήμενη στην πολυθρόνα αντίκρυ μου, πλάι στο τζάκι.
«Δε μίλησα· κοιμήσου», της απαντώ ψιθυριστά, κι ακούγοντας ύστερα το στομάχι της να γουργουρίζει, αποστρέφω το βλέμμα απ’ το παράθυρο, γυρίζω αργά τον λαιμό προς τ’ αριστερά και τη βλέπω να έχει τα βλέφαρά της σφαλιστά και το κεφάλι γυρτό προς τα κάτω, ακουμπώντας το πηγούνι στο στήθος της· ούσα σκεπασμένη απ’ τη κοιλιά ως τις γάμπες, με το καφετί μάλλινο πανωφόρι της κι έχοντας τη μελαχρινή της πλεξούδα αναριγμένη απ’ τον αριστερό ώμο, ώστε η άκρη της να φτάνει μέχρι τον αγκώνα τού χεριού.
«Άκου αέρας που φυσάει…», μονολογεί η Δέσποινα δίχως ν’ αναδευτεί καθόλου, κι αφού ανοίξει τα βλέφαρά της και κοιτάξει το τζάκι, προσθέτει, «Καλό θα ήταν να φουντώσουμε τη φωτιά»
Η φωτιά θα καίει για ώρες, σκέφτηκα ν’ απαντήσω, αλλά δε μίλησα. Και παίρνοντας μια βαθιά ανάσα, έγειρα τον κορμό προς τα πίσω, ακουμπώντας την πλάτη στη ράχη τής καρέκλας. Ύστερα, μισοστρέφω τον λαιμό δεξιά, κατά το τζάκι, κι αμέσως αισθάνομαι τη ζεστασιά τής φωτιάς να θερμαίνει το μάγουλό μου και για περίπου ένα λεπτό μένω στη θέση αυτή, ακίνητος και σιωπηλός, ν’ ακούω το φουρφούρισμα της φλόγας, τους σπινθηρισμούς τής θράκας και τα τριξίματα των καιόμενων ξύλων. Κατόπιν, λυγίζοντας τους αγκώνες, ενώνω τις χούφτες κοντά στο στόμα, εισπνέω και εκπνέω το χνώτο μου, μια, δυο, τρεις φορές, ώσπου να νιώσω τη ζέση στη ροζιασμένη επιδερμίδα των δαχτύλων μου και, μετά από μερικά δευτερόλεπτα, περιστρέφω τους βραχίονες και τοποθετώ τις παλάμες στ’ αυτιά μου, ακούγοντας εξαιτίας τής παγωνιάς, ένα επαναλαμβανόμενο τσιτσίρισμα. Ύστερα, κατεβάζω και σταυρώνω τα χέρια στο ύψος τής κοιλιάς, στο σημείο όπου τα κουμπιά απ’ το φθαρμένο παλτό μου έχουν κοπεί, και στρέφω τον λαιμό και τη κεφαλή ξανά προς τον δρόμο.
Το μόνο που ακούγεται ευδιάκριτα έξω είναι το βουητό τού ανέμου και, πότε πότε, το δύσηχο κρώξιμο από κάποια νυχτοπούλια. Παρά τη σφοδρή χιονόπτωση των τελευταίων ωρών, ακόμα μισοδιακρίνεται το σχήμα από μία ξύλινη τροχήλατη χειράμαξα, μήκους περίπου δυόμιση μέτρων και πλάτος ενός, με δυο επιμήκης κοντάρια που καταλήγουν σε χειρολαβές, και εκτείνονται για τουλάχιστον ακόμη ένα μέτρο πέρα από την κιγκλιδωτή της καρότσα. Παρατημένη όπως είναι η άμαξα, σιμά στο πεζοδρόμιο στη συμβολή των οδών Πύθωνος και Εκάτης, κι εξαιτίας τού μεγάλου βάρους με το οποίο είναι φορτωμένη, έχει μισομπατάρει από τη μια μεριά και γέρνει προς την αυλόπορτα της εγγύτερης οικίας· ενώ μερικά απ’ τα ανθρώπινα πτώματα, όπως είναι στοιβαγμένα μέσα στο ξεχαρβαλωμένο κάρο, αποβάλουν ακόμη κάποια θερμότητα και οι ανάλαφρες νιφάδες χιονιού, που κατευθύνονται πάνω τους, λιώνουν προτού καλά καλά προλάβουν να τ’ αγγίξουν, στάζοντας ύστερα στο χιονοκαλυμμένο οδόστρωμα. Έχοντας σκυμμένο τον κορμό μου ελαφρώς προς τα εμπρός και το βλέμμα στυλωμένο στο απέναντι πεζοδρόμιο, εστιάζω τους οφθαλμούς στο γυμνό χέρι που κρέμεται ακούνητο απ’ το πλαϊνό μέρος τής χειράμαξας, η οποία φωτίζεται αμυδρά απ’ τον αναμμένο φανοστάτη στη γωνιά τού δρόμου, μερικά μέτρα μακριά απ’ το κατάφορτο κάρο. «Να ’ναι άραγε της Τασίας;», σιγομουρμουρίζω, παρατηρώντας τα γυναικωτά αγκυλωμένα δάχτυλα, απ’ τα οποία κατρακυλούν στάλες νερού.
«Την κυρά Τασία τη μαζέψανε χθες…», μ’ αποκρίνεται η Δέσποινα, δίχως να κινηθεί ή ν’ ανοίξει τα μάτια. Κι αφού ανασηκώνει λιγάκι την αριστερή της παλάμη, ξύνει τον κόρφο της με το μεσαίο δάχτυλο, και συμπληρώνει, «Είχα βγει στην αυλή χθες το μεσημέρι και την είδα να περνά απ’ το πεζοδρόμιο. Όταν τη χαιρέτησα, μου ’πε πως πήγαινε στο πάρκο για να μαζέψει τα πεσμένα χαρούπια και να φτιάξει σιρόπι για να βουτά τα παξιμάδια της. Τα ’χε χαμένα η κακομοίρα»
Δε σχολιάζω τίποτα κι αφήνω τη Δέσποινα να ξανάβρει τον ύπνο της. Κάνα λεπτό αργότερα, όμως, λυγίζω τον αριστερό αγκώνα, και σφίγγοντας τα δάχτυλα κλείνω την παλάμη μου, τη φέρνω εμπρός στα χείλη και βήχω σιγανά δυο φορές. Ύστερα, κατεβάζω τον πήχη, ακουμπώντας τη γροθιά απάνω στον αριστερό μου μηρό, βάζω δύναμη στους μυς των ποδιών και, παράγοντας ένα σιγανό επιφώνημα πόνου, στηρίζομαι στα πέλματα κι ανασηκώνομαι λίγους πόντους απ’ το φθαρμένο κάθισμα. Στη συνέχεα, σκύβω με κόπο τον κορμό προς το δάπεδο, φέρνω το πρόσωπό μου εγγύτερα στο τζάμι, και στρέφω το βλέμμα πάλι στο κάρο, για να διακρίνω το πρόσωπο του γυναικείου πτώματος. «Κι όμως, της μοιάζει πολύ…», μονολογώ ψιθυριστά, κι ευθύς δαγκώνω με τ’ απάνω δόντια το κάτω χείλος μου και εκπνέω απ’ τα ρουθούνια, παίρνοντας έναν μορφασμό φόβου, μη και τυχόν ξύπνησα τη Δέσποινα.
«Όλα τα κουφάρια ίδια φαίνονται, Θωμά. Αλλά δεν είναι αυτή, σου λέω! Δυο ώρες, αφού πέρασε μπροστά απ’ το σπίτι μας, τη βρήκανε πεσμένη στον δρόμο, παγωμένη», μ’ απαντάει, ξεφυσώντας με δυσφορία, και γυρίζει το μέτωπό της κατά το τζάκι, ακουμπώντας το δεξί της μάγουλο στη μαλακή πλάτη τής πολυθρόνας.
«Καλά. Για να το λες, έτσι θα ’ναι…», της απαντώ, κι αφού σιωπάμε για μια στιγμή και οι δυο, ακούω μονάχα τον άνεμο να φυσά με δύναμη έξω και να τραντάζει τα πορτοπαράθυρα του σπιτιού.
«Μπαμπά, πεινάω…», λέει ξάφνου η Αλκυόνη, η οποία βρίσκεται ξαπλωμένη στον βελούδινο διθέσιο καναπέ στ’ αριστερά μου, πλάι στο τζάκι κι αυτή, αντικριστά απ’ τη μάνα της, σκεπασμένη με μια ριγέ μάλλινη κουβέρτα.
«Κοιμήσου μικρή», απαντώ με ήρεμο τόνο και γυρνώ τ’ αυτί στα νώτα μου, ώστε ν’ ακούσω με ευκολία τη φωνή της.
«Πεινάω και κρυώνω… και η φωτιά δε ζεσταίνει», συμπληρώνει με παράπονο η Αλκυόνη.
Σαν την ακούω, βάζω δύναμη στους μυς των ποδιών, σηκώνομαι όρθιος και μ’ ένα πλάγιο βήμα στρέφω το κορμί προς το μέρος της. Κοντοστέκομαι άπραγος για μερικά δευτερόλεπτα, κ’ ύστερα γυρνώ την κεφαλή δεξιά και βλέπω τη Δέσποινα, κοιμισμένη στην πολυθρόνα, να σφίγγει με τα δάχτυλα το μάλλινο πανωφόρι της. Ξαναστρέφω το βλέμμα στην κόρη μου, κάνω δυο μικρά βήματα πλησιάζοντάς την και λυγίζω ελαφρώς τον κορμό, σκύβοντας επάνω απ’ το καναπεδάκι. Έπειτα, τεντώνω τους βραχίονες των χεριών, κι αδράχνοντας το γκρίζο κάλυμμα του επίπλου με τα δάχτυλα, το τραβώ προς το στέρνο μου λυγίζοντας τους αγκώνες· σκεπάζω την Αλκυόνη, απλώνοντας το ριχτάρι επάνω απ’ τη μάλλινη κουβέρτα της, και ξανά ισώνω τον κορμό για να σταθώ ορθός. Η μικρή λυγίζει απευθείας τα γόνατα, φέρνοντάς τα σιμά στην κοιλιά της, και σφίγγει τα σκεπάσματα πάνω της· τραβώντας τα με τα δάχτυλά μέχρι την κορφή τού κεφαλιού της, αφήνοντας να προεξέχουν έξω απ’ την κουβέρτα, μονάχα τα καστανά της μαλλιά.
«Η Χλόη πού είναι; Γιατί δεν ήρθε ακόμη;», με ρωτά ύστερα, δίχως ν’ αλλάξει στάση.
«Κάνε υπομονή μικρή μου. Όπου να ’ναι θα ’ρθει. Έτσι κάνουν τα ζωντανά, γυροβολάνε»
«Έτσι έλεγες και για τον Φοίβο, μπαμπά, μα δε γύρισε ποτέ. Χθες, μου φάνηκε πως άκουσα το γάβγισμά του, αλλά μπορεί να το φαντάστηκα…»
«Ο Φοίβος, είχε ξαναφύγει για καιρό και παλιότερα· όταν ήσουν μικρότερη και δεν το θυμάσαι. Οπότε, μη σε νοιάζει, ξέρει αυτός τί θα κάνει»
«Και η Χλόη;», με ρώτησε αργόσυρτα, σαν μισοκοιμισμένη.
«Αυτή κι αν ξέρει! Οι γάτες είναι περισσότερο καπάτσες», της απάντησα, κι όταν κατάλαβα πως κάτι πήγαινε κάτι ν’ αποκριθεί, ακούμπησα την αριστερή μου παλάμη στο κεφάλι της, και συμπλήρωσα χαμηλόφωνα, «Κλείσε τα μάτια σου, κι όταν έρθει, θα σε ξυπνήσω»
«Κι αν δεν έρθει αυτή τη φορά;», με ρωτά πιο επίμονα τώρα και βήχει τέσσερις φορές, κάθε φορά και με μεγαλύτερη ένταση.
«Πάντα επιστρέφει, κόρη μου. Και κάθε που έρχεται όλο και κάτι κρατεί στο στόμα. Χτες δε μας κουβάλησε ένα σπουργίτι; Οπότε, μην αμφιβάλλεις ούτε στιγμή. Κι αν δε γυρίσει, να χαρείς. Πάει να πει πως βρήκε αφεντικά που την ταΐζουν καλύτερα», απάντησα, κι αφού απομάκρυνα την παλάμη απ’ το κεφάλι της Αλκυόνης, έβαλα δύναμη στους μυώνες των αδυνατισμένων χεριών μου κι άρχισα ν’ αγκαλιάζω την περιοχή τής κοιλιάς.
Εκείνη τη στιγμή άρχισε να χτυπά το καμπαναριό απ’ την κοντινή εκκλησία τού «Αϊ Γιώργη», δύο οικοδομικά τετράγωνα μακριά, και η Δέσποινα έστρεψε το βλέμμα της πάνω μου και με κοίταξε επίμονα. «Αύριο είναι Χριστούγεννα. Ποιός ξέρει, μπορεί να μας μοιράσουν αντίδωρο στην εκκλησία», της είπα ψιθυριστά, παραμένοντας ακούνητος στη θέση μου· κι εκείνη έκλεισε και πάλι τα μάτια δίχως ν’ απαντήσει το παραμικρό. Η Αλκυόνη ανάδευσε την κεφαλή της, ακούγοντάς με να μιλάω στην Δέσποινα, κ’ ύστερα έφερε με στοργή κοντά στο στήθος της την πάνινη κούκλα με τα κόκκινα μαλλιά από ραμμένες κλωστές, που είχε κρυμμένη κάτω απ’ τα σκεπάσματα. Εγώ γύρισα τον λαιμό στα δεξιά, έστρεψα το βλέμμα προς το τζάκι, και κοίταξα τη στοίβα των σκονισμένων βιβλίων που ήταν ντανιασμένα δίπλα απ’ την εστία. Ύστερα, κάνω ένα βήμα προς τα δεξιά και γυρνώ το κορμί προς την εξώπορτα. Στρέφοντας τα μάτια στον αντικρινό τοίχο, παρατηρώ τον διακόπτη που ανάβει τη λάμπα τής αυλής· σκέφτομαι να τον πιέσω, για να δει φως η Χλόη και να επιστρέψει στο σπίτι. Κάνω τέσσερα βήματα επάνω στο ξύλινο πάτωμα, λοιπόν, ακούγοντας τα σανίδια να τρίζουν κάτω απ’ τα πέλματά μου, φτάνω πλάι στον τοίχο, σηκώνω τον δεξί πήχη και με τον δείκτη πιέζω τον διακόπτη προς τα κάτω. Ύστερα, στέκομαι μπροστά απ’ τα θολωμένα τζάμια και κρατώντας το δεξί μου χέρι τεντωμένο, γέρνω προς τον τοίχο, κι ακουμπώντας την ανοιχτή μου παλάμη επάνω του, στηρίζω το βάρος τού σώματός μου, κοιτάζοντας έξω στη φωτισμένη αυλή.
Η χιονόπτωση συνεχίζεται με αμείωτο ρυθμό, ο αέρας έχει αρχίσει να φυσάει δυνατότερα, και σε πολλά σημεία, πάνω στο αφράτο χιόνι, άρχισε να σχηματίζεται ένα λεπτό στρώμα πάγου. Η πολύκλωνη πορτοκαλιά στο τέρμα τής αυλής, κοντά στον μαντρότοιχο, γέρνει πλέον επικίνδυνα προς το καλώδιο που μεταφέρει το ηλεκτρικό ρεύμα. Καθώς τα κλαδιά της λικνίζονται πέρα δώθε, χτυπούν σποραδικά τα ηλεκτροφόρα σύρματα, και η δημόσια λάμπα στον φανοστάτη τής γωνιάς τού δρόμου, κάθε τόσο τρεμοσβήνει. Ενώ το φως διαδέχεται το σκοτάδι, διάφοροι ίσκιοι, σκεπών, δέντρων και άλλων ευμεγεθών αντικειμένων, διαγράφονται επάνω στους τοίχους των κτηρίων σαν παραμορφωμένοι, και το μακάβριο περιεχόμενο της χειράμαξας, ομοιάζει με το έργο γλυπτικής τού Μιχαήλ Αγγέλου, «Κενταυρομαχία»· οι νεκροί στοιβαγμένοι στο κάρο, ο ένας πλάι στον άλλον, είναι λες και παλεύουν μεταξύ τους, προσπαθώντας να κατεβούν απ’ την άμαξα και να επιστρέψουν στον κόσμο των ζωντανών. Σε αντίθεση με τον φανοστάτη που τρεμοσβήνει, ο κίτρινος λαμπτήρας πυρακτώσεως, που βρίσκεται επάνω απ’ την εξώπορτα της οικίας, στην οδό Εκάτης 4, αχνοφωτίζει σταθερά τον χιονισμένο κισσό, ο οποίος, σαν χριστουγεννιάτικη γιρλάντα, σκεπάζει με την καταπράσινη φυλλωσιά του το γείσο τής εισόδου. Λίγα μέτρα εμπρός απ’ το κεφαλόσκαλο, μία κολοβή γάτα, περπατώντας κάπως διστακτικά, κατηφορίζει προς το σπίτι. Κάθε τόσο, τη βλέπεις να σταματά, να κάθεται στα πίσω πόδια και να στρέφει την προσοχή στα νώτα της. Μετά από λίγο, στηρίζεται και πάλι στις τέσσερις πατούσες, κι αφήνοντας μικρά ίχνη στο αφράτο χιόνι, συνεχίζει την πορεία της.
«Νάτη κ’ η Χλόη!», σιγομουρμουρώ, παρατηρώντας τη γάτα να πλησιάζει την είσοδο του σπιτιού· κι ανοίγοντας τα βλέφαρα περισσότερο, γυρνώ τον λαιμό και το κεφάλι αριστερά, και κοιτάζω στον καθρέφτη που κρέμεται στον τοίχο δίπλα απ’ το τζάκι, λίγο πάνω απ’ την πολυθρόνα στην οποία κοιμάται η γυναίκα μου. Με κινήσεις νωχελικές, σηκώνω τον δεξί βραχίονα και φέρνω τα κρύα ακροδάχτυλα στο μάγουλό μου, πασπατεύοντας το κόκαλο του ζυγωματικού. Παρατηρώ για λίγο το είδωλό μου, κρατώντας τις κόρες των ματιών εστιασμένες στον καθρέφτη, κ’ ύστερα δίνω ώθηση με το δεξί μου χέρι, που το είχα ακουμπισμένο στον τοίχο, και στέκομαι ολόρθος. Περιστρέφω τον κορμό μου εκατόν ογδόντα μοίρες, κάνοντας μικρά πλάγια βήματα προς τα δεξιά, και αντικρίζω τη μεσόπορτα του δωματίου που οδηγεί στην κουζίνα. Επάνω στο ντιβανουμπάουλο, πλάι στη μεσόπορτα, τέσσερα μέτρα μακριά απ’ το σημείο που βρίσκομαι, είναι αφημένο το κόκκινο σκουφί τής Αλκυόνης, κι ένα πάνινο τόπι που το ’χει για να παίζει με τη Χλόη. Κατευθύνω το βλέμμα λίγο ψηλότερα, μισό μέτρο πάνω απ’ το ντιβανουμπάουλο, στην καδραρισμένη αγιογραφία, που κρέμασε στον τοίχο η Δέσποινα την προηγούμενη εβδομάδα, ένεκα των ημερών, κι επεξεργάζομαι με προσοχή το σχέδιο της φάτνης, τον νεογέννητο Χριστό ξαπλωμένο στο λίκνο του, και τη φιγούρα τής παναγίας, που βρίσκεται πλάι του γονατισμένη.
Απομακρύνω τα δάχτυλα απ’ το πρόσωπό μου, κι αρχινάω να βηματίζω προς τη μεσόπορτα, νιώθοντας την καρδιά στο στέρνο μου να χτυπάει δυνατά και γοργά. Φτάνοντας μπροστά στην εσώθυρα, κοντοστέκομαι κι απλώνω το χέρι, αδράχνω με τη χούφτα το καμπυλωτό μπρούτζινο χερούλι και το πιέζω προς τα κάτω. «Τί ανάγκη έχεις εσύ, ασφαλής στη φάτνη σου…», ψιθυρίζω βλέποντας την αγιογραφία από κοντύτερα· κι αφού παρατηρώ για μερικά δευτερόλεπτα το «θείο βρέφος» και τα ευτραφή ζώα που βρίσκονται ανάγυρά του, ξεφυσώ αέρα μακρόσυρτα απ’ το στόμα και σπρώχνω το πόμολο εμπρός, ανοίγοντας την πόρτα. Βλέποντας τώρα το εσωτερικό τής κουζίνας, στυλώνω το βλέμμα στην άλλη άκρη τού δωματίου, στο παραπόρτι αντίκρυ μου, που βρίσκεται πίσω απ’ το τετράγωνο τραπέζι και οδηγεί στην αυλή. Αφού κάνω δυο βήματα μεγάλου διασκελισμού, περνώντας το κούφωμα, φέρνω τον δεξί χέρι πίσω απ’ τη πλάτη και με τα δάχτυλα γραπώνω το χερούλι τής πόρτας, το λυγίζω προς τα κάτω και την κλείνω πίσω μου αθόρυβα. Ύστερα, σηκώνω τον αριστερό πήχη στο ύψος τού ώμου, παράλληλα στα πλευρά μου, και χωρίς να βλέπω, ψαχουλεύω με τ’ ακροδάχτυλα τον τοίχο. Αφού βρίσκω τον διακόπτη τού φωτός, τον πιέζω με τον δείκτη, κι ενώ έχει φωταγωγηθεί το δωμάτιο, κατεβάζω το χέρι μου και κοντοστέκομαι για μια στιγμή άπραγος.
Στην άκρη τής κουζίνας, απέναντι απ’ τη μεσόπορτα που τη συνδέει με το σαλόνι, βρίσκεται ένας μαρμάρινος νεροχύτης, εντός τής γούρνας τού οποίου είναι στοιβαγμένα μερικά πιάτα και πάνω τους μια μεταλλική κατσαρόλα, με την πάνω της άκρη να φτάνει σχεδόν μέχρι το στόμιο της βρύσης. Δίπλα στον νεροχύτη, προς τα δεξιά, βρίσκεται η εξώπορτα -βαμμένη στο χρώμα τής ελιάς, όπως και τα υπόλοιπα κουφώματα του σπιτιού-, που οδηγεί στο πλαϊνό μέρος τού αυλόγυρου. Στο κέντρο τού δωματίου, βρίσκεται ένα μακρόστενο τραπέζι από μαόνι, με μια και μόνο ξύλινη καρέκλα στο πλάι του, στραμμένη κατά την εξώθυρα. Στον δεξί μεσότοιχο, κάτω από μερικές αγιογραφίες και λιγοστά κάδρα· μπορείς να δεις μικρούς σιδερένιους γάντζους να προεξέχουν της σοβατισμένης επιφάνειας, κρεμασμένα στους οποίους βρίσκονται ματσάκια από ξεραμένα χόρτα και δυο μάλλινες πετσέτες χεριών, βρώμικες και λιγδιασμένες. Αριστερά τού τραπεζιού, κάνα μέτρο πριν τον νεροχύτη, βρίσκεται με την πλάτη ακουμπισμένη στον μεσότοιχο, ένα ογκώδες έπιπλο, πλάτους περισσότερου του ενός μέτρου, και ύψους σχεδόν δύο. Στο μέσον τού επίπλου υπάρχουν δυο μακρόστενα συρτάρια, κι από πάνω τους τέσσερα ράφια γεμάτα μαγειρικά σκεύη. Κάτω από τα συρτάρια βλέπεις ένα δίπορτο ντουλάπι με μπεζ πορτόφυλλα· στο δεξιό εκ των οποίων, στην επάνω αριστερή του γωνία, δυο πόντους κάτω απ’ το χάλκινο πόμολο, προεξέχει μια καρφωμένη πρόκα, ελαφρώς λυγισμένη κατά πάνω, απ’ την οποία κρέμεται μια πάνινη ποδιά.
Στεκάμενος ορθός στην είσοδο της κουζίνας, λυγίζω λιγάκι τον δεξιό αγκώνα, βάζω την παλάμη στην τσέπη τού παντελονιού, πιάνω με τα δάχτυλα την άκρη απ’ το απόκομμα εφημερίδας -που είχα αποθηκεύσει εκεί το πρωί- και, μετακινώντας τον βραχίονα προς τα πίσω, το βγάζω απ’ την τσέπη. Όπως κρατώ με τον αντίχειρα και τον δείκτη το τσαλακωμένο χαρτί, γυρνώ την παλάμη προς το φως και χαμηλώνοντας το κεφάλι, κατευθύνω το μάτια μου στο άρθρο. «Πρακτικές συμβουλές επιβίωσης», γράφει ο τίτλος τού άρθρου και αρχίζω να το ξανά διαβάζω χαμηλόφωνα. «Όταν πέφτουν ψίχουλα στο τραπέζι, δεν τα πετάς. Τα μαζεύεις, σιγά-σιγά, τα τοποθετείς σ’ ένα βάζο και σε μια βδομάδα έχεις ένα βαζάκι γεμάτο με ψίχουλα». Σταματώ την ανάγνωση, ξεροκαταπίνω το σάλιο μου, σηκώνω το πηγούνι για να κοιτάξω ευθεία στην πόρτα, και σφίγγοντας με δύναμη τους μυς των γνάθων μου, πιέζω την κάτω οδοντοστοιχία στην πάνω. Ύστερα κλείνω με δύναμη τη γροθιά μου, τσαλακώνω το χαρτί μέσα στην παλάμη και μ’ ένα απότομο τίναγμα του καρπού, ανοίγω τις αρθρώσεις των δαχτύλων και το ρίχνω στο ξύλινο πάτωμα. Αφού το χαρτί καταπέσει στο δάπεδο, γέρνω εμπρός τον κορμό τού σώματός μου και ξεκινώ να βηματίζω, πλησιάζοντας την πόρτα που οδηγεί στο πλάι τής αυλής. Κοντοστέκομαι μπροστά της, απλώνω το δεξί χέρι, αδράχνω το κυλινδρικό πόμολο με τ’ ακροδάχτυλα, το περιστρέφω δεξόστροφα, κι ανοίγω την πόρτα σπρώχνοντάς τη δυνατά προς τα έξω. Βγαίνω στην αυλή, κάνοντας δυο μικρά βήματα, πατώ επάνω στο χιονισμένο μαρμάρινο πλατύσκαλο, και στέκομαι κάτω απ’ το σκέπαστρο της πόρτας. Στρέφω τον κορμό μου κατά τον δρόμο, γυρίζοντας παράλληλα το κεφάλι στην ίδια κατεύθυνση, και βλέπω τη χειράμαξα να έχει γύρει εντελώς στο πλάι, και τρία πτώματα να ’χουν κατρακυλήσει στο πεζοδρόμιο.
Η Χλόη, που μ’ άκουσε ν’ ανοίγω την πόρτα, με πλησιάζει αθόρυβα και βαδίζει ανάμεσα απ’ τα πόδια μου, τρίβοντας το σώμα της στις γάμπες μου, κ’ ύστερα μπαίνει στην κουζίνα. Εγώ, σηκώνω το δεξί μου χέρι, φουχτιάζω τον γιακά τού παλτού, τον σφίγγω στον λαιμό, κ’ ύστερα γυρίζω το σώμα προς το μέρος τής Χλόης και την ακολουθώ. Πριν εισέλθω και πάλι στο σπίτι, λυγίζω το δεξί γόνατο και χτυπώ το πέλμα στο σκαλί, για ν’ αποσείσω το χιόνι απ’ το παπούτσι μου. Αφού επαναλάβω την ίδια κίνηση και με τ’ άλλο πόδι, εισέρχομαι βιαστικά στην κουζίνα, αφήνοντας πίσω μου την εξώπορτα ολάνοιχτη. Στη συνέχεια, κάνω δυο βήματα πλησιάζοντας το δίπορτο ντουλάπι που βρίσκεται πλάι στον νεροχύτη και κοντοστέκομαι αντίκρυ του. Σηκώνω τον δεξιό πήχη στο ύψος τής μέσης, αδράχνω με τ’ ακροδάχτυλα το κυβοειδές πομολάκι τού ενός συρταριού, και το τραβώ προς το μέρος μου. Βάζω με βιασύνη τη χούφτα μου μέσα στο έπιπλο και παίρνω μια τριχιά μεσαίου πάχους και μήκους ενός μέτρου περίπου, που την έχω από προχθές εναποθέσει εντός τού συρταριού. Πιάνω τις δυο άκρες τής τριχιάς, μια σε κάθε χέρι, πλησιάζω τις παλάμες μου μεταξύ τους, και με τα δάχτυλα περνώ τη μια άκρη τής τριχιάς κάτω απ’ την άλλη, φτιάχνοντας έναν βρόχο. Ύστερα, απομακρύνω τις παλάμες μου τη μια απ’ την άλλη, και βάζοντας δύναμη στους μυς των χεριών, τεντώνω την τριχία, σφίγγοντας τη θηλειά όσο μπορώ. Έχοντας τους αγκώνες λυγισμένους, και κρατώντας την τριχία μπροστά στην κοιλιά μου, παράλληλα με το έδαφος, γυρνώ αργά τον κορμό τού σώματος προς τα δεξιά, κάνοντας μια πλήρη περιστροφή, και στέκομαι απέναντι στο τραπέζι της κουζίνας. Σέρνοντας το δεξί μου πέλμα πάνω στο πάτωμα, κ’ ύστερα τ’ αριστερό, ζυγώνω αργά το τραπέζι, κι αφού χαμηλώσω το πηγούνι, βλέπω από κάτω του τη Χλόη να με κοιτάζει και να σιγονιαουρίζει. Λυγίζω τα γόνατα, ξεφυσώντας αέρα απ’ τα ρουθούνια, κάθομαι βαθιά μέχρι κάτω, ώσπου να ενωθεί το πίσω μέρος των μηρών με τις γάμπες, και τείνω προς τα εμπρός τα τρεμάμενα χέρια μου. «Μια στιγμή θα κρατήσει μονάχα και θα ησυχάσεις…», ψελλίζω· κι αφού περάσω τη θηλειά στον λαιμό τού ζώου, που αργοβαδίζει αμέριμνο προς το μέρος μου· σφίγγω τις γροθιές μέχρι να πονέσουν τα δάχτυλά μου και τεντώνω απότομα την τριχιά, τραβώντας τις άκρες της με όλη μου τη δύναμη.
Ο δυνατός βορειοδυτικός άνεμος έχει κάμποση ώρα που σπρώχνει νιφάδες χιονιού εντός τής κουζίνας, σχεδόν μέχρι το κέντρο τού δωματίου και κάτω απ’ την ξύλινη τραπεζαρία. Μια απότομη ανεμοσυρμή παρασέρνει το τσαλακωμένο απόκομμα της εφημερίδας και το σύρει επάνω στο πάτωμα, μέχρι να προσκρούσει στο κάτω μέρος τής κάθετης επιφάνειας της μεσόπορτας. Λόγω τής μικρής κλίσης τού δαπέδου προς τα κάτω, και καθώς οι νιφάδες τού χιονιού υγροποιούνται, μικρά ρυάκια νερού αρχίζουν να κυλάνε επάνω στις ξύλινες σανίδες, φτάνοντας μέχρι το κουφάρι τής γάτας, η οποία, με το τρίχωμά της βρεγμένο κι ανάκατο, μοιάζει με βρώμικο σφουγγαρόπανο, που κάποιος πέταξε βιαστικά κάτω από το τραπέζι, για να μη χρειαστεί να το καθαρίσει ποτέ.
Κωνσταντίνος Λίχνος

Πηγή: https://www.vintag.es/2020/07/edwardian-people-with-cats.html