Οι σύντροφοι δεν καταδίδουν συντρόφους

Διήγημα δομημένου ρεαλισμού

α΄ επιπέδου τεχνοτροπίας.

Προπαραμονή πρωτοχρονιάς τού έτους 1942· είναι βράδυ και ο ένατος χτύπος τής καμπάνας από το ρολόι τού ιερού ναού τής «Αγίας Σοφίας» στη Θεσσαλονίκη μόλις σίγησε. Δεν έχουν περάσει πάνω από πέντε λεπτά τής ώρας που η καταιγίδα έχει κοπάσει και οι δρόμοι τής κατεχόμενης, από τα στρατεύματα τού Γ΄ Ράιχ, πόλης, διατηρούν υψηλή τη στάθμη των βρόχινων υδάτων, η οποία στάθμη, σε πολλά σημεία, αγγίζει το ύψος των πεζοδρομίων, δυσχεραίνοντας τις μετακινήσεις των πεζών. Στην περιοχή πέριξ τού ναού, οι στάλες νερού, από τις άκρες των κεραμοσκεπών των σπιτιών, πέφτουν περιοδικά· ο ήχος που ακούγεται κατά την επαφή τους με τα λασπόνερα του εδάφους θυμίζει αυτόν του δείκτη ενός επιτοίχιου ρολογιού, καθώς μετρά τα δευτερόλεπτα της ώρας. Επικρατεί άπνοια· εισπνέοντας απ’ τα ρουθούνια, μπορεί κανείς να διακρίνει την έντονη μυρωδιά καμένου ξύλου στην ατμόσφαιρα· ο καπνός, εξερχόμενος από τις κορυφές των τετράγωνων καμινάδων, υψώνεται κατακόρυφα και θαρρείς πως ενώνεται με τα σύννεφα, που σκεπάζουν τον ουρανό· τα φύλλα και τα κλαριά των δέντρων στέκονται ακλόνητα και μόνο τα πλατύφυλλα εξ’ αυτών κλίνουν ολίγον τι προς τα κάτω, εξαιτίας των νερών τής βροχής που έχει συσσωρευτεί πάνω τους. Από το εξωτερικό τού προαυλίου χώρου τής «Αγίας Σοφίας», μπορεί κάποιος να βαδίσει κατά μήκος τής οδού «Παύλου Μελά», η οποία, σε απόσταση περίπου εκατό μέτρων, τέμνει την οδό «Παλαιών Πατρών Γερμανού»· αν κανείς προχωρήσει στην ίδια κατεύθυνση, ακόμη διακόσια μέτρα, θα συναντήσει την οδό Τσιμισκή. Με κορυφή αυτό το σημείο τομής, οι τρεις αυτοί οδοί οριοθετούν μια τριγωνικού σχήματος περιοχή. Σχεδόν στο μισό μήκος τής πλευράς, που σχηματίζεται από την οδό «Παύλου Μελά», και συγκεκριμένα στον αριθμό 22, βρίσκεται το Ουζερί Τσιτσάνης· η ξύλινη, πράσινου χρώματος, θύρα τής κεντρικής εισόδου, βρίσκεται εν μέσω δύο παραθύρων, βαμμένα ιδίου χρώματος με αυτή· τα παράθυρα έχουν περίπου το διπλάσιο πλάτος και το ύψος τους είναι γύρω στα δύο τρίτα τού δικού της. Πάνω από τη στέγη εκτείνεται ένα τσίγκινο σκέπαστρο δύο μέτρων, στηριζόμενο σε σιδερένια κατασκευή, της οποίας τα δύο βασικά στηρίγματα είναι κολλημένα εκατέρωθεν των δύο άνω γωνιών τής εισόδου. Όπως κάθε βράδυ, έτσι και σήμερα, αν κοντοσταθείς έξω από την πόρτα τού καταστήματος, ακούς τους μελωδικούς ήχους τού μπουζουκιού και τής κιθάρας να συνοδεύουν τα λαϊκά και ρεμπέτικα τραγούδια.

Εντός τής μικρών διαστάσεων -ένα μέτρο επί ενάμισι- κουζίνας, στέκομαι όρθιος, στα δυο πόδια, μπροστά από τον πάγκο. Σηκώνω το δεξί χέρι, με τεντωμένο τον αγκώνα, ελάχιστα εκατοστά πάνω από το κεφάλι· με τ’ ακροδάχτυλα, αδράχνω, από το καρφωμένο στον τοίχο ράφι, ένα λευκού χρώματος πιάτο, διαμέτρου περίπου δώδεκα εκατοστών· λυγίζω τον αγκώνα, κατεβάζω το χέρι και τοποθετώ τη βάση τού πιάτου πάνω στη μαρμάρινη επιφάνεια τού πάγκου. Με τα δάχτυλα του άλλου χεριού, πιάνω το πόμολο του πρώτου από τα τρία συρτάρια, που βρίσκεται κάτω από τον πάγκο, στο ύψος τής μέσης τού σώματός μου, στ’ αριστερά μου, το έλκω προς το μέρος μου, αφού ανοίξει μέχρι τα μισά, αφήνω το πόμολο, πλησιάζω την παλάμη στο εσωτερικό τού συρταριού, με τον αντίχειρα, τον δείκτη και τον μέσο, σηκώνω, βαστώντας το από τη λαβή, ένα πιρούνι και το φέρνω πάνω από το ανοιγμένο κονσερβοκούτι, που βρίσκεται μπροστά από το αδειανό πιάτο· τα δόντια τού πιρουνιού τα μπήγω στο σώμα μιας σαρδέλας και την εναποθέτω στο πιάτο, σηκώνοντάς την ελάχιστα στον αέρα, έως ότου τη μεταφέρω απ’ το μεταλλικό αντικείμενο, καθώς στάζει λάδι, απ’ την ουρά, όπως κρέμεται στην άκρη της. Αφού ακουμπήσω το πιρούνι εντός αυτού, δίπλα στη σαρδέλα, κλείνω το ήδη ανοιχτό συρτάρι εκτελώντας κινήσεις αντίστροφες σε σχέση με πριν. Σε μια πετσέτα πάνω στον πάγκο τής κουζίνας, στα δεξιά τού πιάτου και πίσω, προς τη μεριά τού τοίχου, παρατηρώ, κινώντας τις κόρες των ματιών στην ίδια κατεύθυνση, αναποδογυρισμένα εννέα ποτήρια για ούζο -με το στόμιο αυτών εφαπτόμενο στην επιφάνεια-, τοποθετημένα σε τρεις σειρές των τριών. Με όλα τα δάχτυλα της δεξιάς χούφτας, πιάνω το πρώτο απ’ τ’ αριστερά· το γυρίζω έτσι ώστε η εσωτερική του κοιλότητα να έχει κατεύθυνση προς το ταβάνι και το ακουμπώ στ’ αριστερά τού πιάτου. Στ’ αριστερά από το κονσερβοκούτι βρίσκεται μια μισογεμάτη μπουκάλα ούζο· με ελαφρώς λυγισμένο τον αριστερό αγκώνα τη σηκώνω, έχοντας κλεισμένα και τα πέντε δάχτυλα γύρω από τη βάση τού λαιμού της· με τα τρία πρώτα δάχτυλα του αντικριστού, ξεβιδώνω με αριστερόστροφη κίνηση το πώμα τής μπουκάλας, πλησιάζω το χείλος της στο χείλος τού ποτηριού, τη γέρνω τόσο ώστε το ούζο ν’ αρχίσει να εξέρχεται απ’ αυτήν και να εισέρχεται στο εσωτερικό του. Ακολουθώντας την αντίστροφη διαδικασία, επανατοποθετώ την μπουκάλα στην πρότερη θέση της. Αφού αδράξω με τ’ ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού το πιάτο με τη σαρδέλα και με τ’ αριστερού το ποτήρι με το ούζο, στρέφω το στήθος μου δεξιά κατά ενενήντα μοίρες και, δίνοντας ώθηση στο σώμα μέσω των μυών των πελμάτων, πρώτα στ’ αριστερό κι έπειτα στο δεξί, εξέρχομαι της κουζίνας· αρκούν μόλις δυο βήματα· κάνοντας άλλα τρία στην ίδια ευθεία, φθάνω στο πρώτο τραπέζι που συναντώ.

«Ορίστε το ουζάκι σας, ορίστε και η σαρδελίτσα σας, κύριε Σπύρο», λέω, και ακουμπώ πιάτο και ποτήρι πάνω στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.

«Καλώς τόνε κι ας άργησε… Τί κάνεις τόση ώρα εκεί πίσω, βρε παιδί μου! Τί σου ζήτησα άλλωστε να φέρεις; Και ποιό το αποτέλεσμα; Ο πάγος… Πού είναι ο πάγος για το ούζο;», απαντά ο Σπύρος, έχοντας τεντωμένα τα χέρια του προς το μέρος τού τραπεζιού και τις παλάμες να δείχνουν στο ταβάνι. «Αμ, απ’ την άλλη… Δεν μπορούσες να βάλεις και μια δεύτερη σαρδέλα;», πρόσθεσε.

«Με συγχωρείτε, κύριε Σπύρο, για την παράλειψή μου· θα σας φέρω πάγο. Όσο για τη σαρδέλα… μακάρι να μπορούσα να σας ετοιμάσω και τρίτη», κι ενώ μιλώ, τραβώ από το άνω μέρος τής ξύλινης πλάτης της -με την παλάμη να σφίγγει την άκρη της στα διπλωμένα δάχτυλα-, τη μοναδική, εκ των τριών, άδεια καρέκλα που βρίσκεται στ’ αριστερά τού Σπύρου· αφού την πλησιάσω δίπλα σ’ αυτήν που κάθεται ο συνομιλητής μου, τόσο ώστε σχεδόν να ευθυγραμμιστούν οι πλάτες των καρεκλών, ακουμπώ τους γλουτούς μου στο ψάθινο κάθισμα, με τα γόνατα να σχηματίζουν ορθή γωνία και τα πέλματα να εφάπτονται πλήρως στο πάτωμα. Έπειτα, στρέφοντας λαιμό και κεφαλή προς το μέρος του και κλίνοντας ελαφρώς το σώμα μου, από τη μέση και πάνω, ώστε τα χείλη μου να πλησιάσουν στ’ αυτί του, «Γνωρίζετε ότι τ’ αποθέματα φαγητού είναι λιγοστά. Δεν μπορούμε ν’ ανταγωνιστούμε τα μεγάλα νυχτερινά κέντρα, τα οποία ανήκουν σε πλούσιους συνεργάτες των Γερμανών και τα οποία είναι στέκια μαυραγοριτών και δωσίλογων», προσθέτω ψιθυριστά, παρά το γεγονός ότι ο ήχος τής μουσικής είναι αρκούντως έντονος, ώστε να μη διακρίνονται εύκολα οι λέξεις από τους ανθρώπους που κάθονται στα τραπεζοκαθίσματα.

«Κι εκείνος εκεί πέρα, βρε Μανώλη, τί κάνει για να σας βοηθήσει;», και πριν προλάβει να σηκώσει και να δείξει με τον αριστερό του δείκτη, γραπώνω με τη δεξιά μου χούφτα τον καρπό του και τον κατεβάζω, ενώ έχω πλησιάσει τον αριστερό μου αντίχειρα, τεντωμένο, μπροστά από τη μύτη και το στόμα μου ώστε να του επισημάνω να σωπάσει. Στο μεταξύ, ο Κώστας κάθεται στη δεξιά πλευρά τού τραπεζιού, με την πλάτη γυρισμένη στον τοίχο, δίχως να επεμβαίνει στη συζήτησή μας· ανά διαστήματα μόνο πίνει ρετσίνα απ’ το ποτήρι που έχει μπροστά του.

«Σωπάστε και μη λέτε λέξη… Ναι μεν ο Διευθυντής Ασφαλείας είναι κουμπάρος τού Βασίλη και μέγας λάτρης τού ρεμπέτικου, αλλά, όπως ξέρετε, είναι πολέμιος των μαυραγοριτών· στην πρωινή εφημερίδα διάβασα ότι χθες συνελήφθησαν πέντε άτομα, με τη μία εξ’ αυτών να είναι γυναίκα. Απ’ την άλλη, έχει ψύχωση και με τους κομμουνιστές· τους κυνηγάει παντού!», και ολοκληρώνοντας τη φράση μου, διακρίνω, με τις άκρες των ματιών μου, το βλέμμα τού Κώστα να έχει εστιάσει στα χείλη μου· έχει ανασηκώσει τη δεξιά φτέρνα και την κουνά νευρικά, πάνω κάτω, στηρίζοντας το πόδι στις άκρες των δαχτύλων.

«Ο κόσμος, παιδί μου, έχει τρελαθεί από την πείνα και την ανέχεια. Τί να σου κάνουν τα συσσίτια κι ο Ερυθρός Σταυρός. Απόψε συνειδητοποίησα και το εξής: στο χαμόσπιτο που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το δικό μου, οι άνθρωποι που διαμένουν εκεί έχουν έναν σκύλο· μάλιστα, του έχουν φτιάξει κι ένα σκυλόσπιτο στην αυλή τους. Πέντε χρόνια τώρα, καθημερινά, ακούμε το γάβγισμά του. Τρεις μέρες, όμως, έχουν περάσει, με τη σημερινή, κι ο σκύλος ούτε φωνή, ούτε ακρόαση· το πρωί, που πέρασα απ’ έξω, μόνο το λουρί του είδα παρατημένο δίπλα στο άδειο σκυλόσπιτο. Και σε ρωτάω τώρα: τί απέγινε ο σκύλος;»

«Ίσως ψόφησε, ίσως έφυγε και θα ξαναγυρίσει. Ποιός ξέρει;», απαντώ, τείνοντας λίγα εκατοστά προς τα πάνω τούς ώμους μου, ενώ η ωλένη και των δυο χεριών μου ακουμπά στους μηρούς των ποδιών. Ο δε Σπύρος, μετά την απόκρισή μου αυτή, περικλείοντας τη λαβή τού πιρουνιού με όλα τα δάχτυλα της δεξιάς παλάμης, κόβει ένα μικρό κομμάτι σαρδέλας με την άκρη τού πιρουνιού· το καρφώνει με το τέρμα δεξιά δόντι αυτού – μετρώντας απ’ τα αριστερά, κι ενώ το κυρτό μέρος από το πιρούνι έχει κατεύθυνση προς τα πάνω, το φέρνει πλησίον τού ανοίγματος μεταξύ τού άνω και κάτω χειλιού, το εισάγει στη στοματική κοιλότητα, κλείνοντας τα χείλη και τραβώντας, μέσω τού μυός τού πήχη του, το πιρούνι -με φορά που το απομακρύνει απ’ το πρόσωπό του-, απελευθερώνει το κομμάτι σαρδέλας, το μασά τρεις φορές με τα δόντια τής άνω και κάτω γνάθου· έπειτα καταπίνει.

Εντός τού καταστήματος, όλα κι όλα τα τραπέζια είναι εννέα, τοποθετημένα σε σχήμα τετραγώνου -τρία επί τρία- στο μέσον τού χώρου. Στο βάθος, απέναντι απ’ την είσοδο, είναι το πάλκο· μια ξύλινη κάσα ύψους τριάντα εκατοστών και τρία επί δύο μέτρα. Πάνω της στέκονται τέσσερις καρέκλες σε καθεμία εκ των οποίων κάθεται η τετραμελής ορχήστρα· εξ’ αριστερών πρώτος, ο Γιάννης, ο οποίος παίζει μπαγλαμαδάκι· έπειτα, ο Βασίλης με το μπουζούκι· η Λέλα κρατώντας το ντέφι – η μόνη γυναίκα τραγουδίστρια τού καταστήματος· τέταρτος, ο Γιώργος με την κιθάρα του. Μπαίνοντας από την είσοδο, στα δεξιά, είναι το ψυγείο με τα φαγητά και τον πάγο, καθώς και η κουζίνα· πίσω απ’ την κουζίνα είναι η πόρτα τής τουαλέτας. Στο τραπέζι τής πρώτης σειρά -μετρώντας από το πάλκο-, όπως κάθε βράδυ, στη μια καρέκλα κάθεται ο Διευθυντής Ασφαλείας Θεσσαλονίκης. Η ηλικία του είναι γύρω στα τριάντα πέντε έτη· άνδρας εύσωμος, με ύψος όχι κάτω από ένα κι ογδόντα μέτρα· το πρόσωπό του έχει σχήμα ωοειδές και στο άνω μέρος τής κεφαλής του έχει φαλάκρα, που ξεκινά από το μέτωπο έως το μέσον τής κορυφής αυτής.

Κατευθύνω τους οφθαλμούς μου στην είσοδο, στρέφοντας το πρόσωπό κατά ενενήντα μοίρες αριστερά, εξαιτίας του ήχου από το κουδουνάκι που κρέμεται δεμένο με σπάγκο από το άνω μέρος τής εσωτερικής πλευράς τής θύρας. Μερικά εκατοστά στο εσωτερικό, στέκεται ολόρθη μια ξανθιά κοπέλα· φορά ένα καφέ παλτό που φτάνει μέχρι τα γόνατά της. Αδράχνοντάς το -με τ’ ακροδάχτυλα και των δυο χεριών της- από το πέτο, το απομακρύνει πρώτα από τους ώμους, ρίχνοντάς το προς το πίσω μέρος τής πλάτης, κι έπειτα, με τεντωμένο τον αγκώνα τού αριστερού χεριού, κι εν συνεχεία αυτόν τού δεξιού, το αφαιρεί εξ’ ολοκλήρου απ’ το σώμα της, αποκαλύπτοντας το κόκκινο φουστάνι της. Αφού το τοποθετήσει μεταξύ δεξιού βραχίονα και ωλένης, κοιτάζει αρχικά στο βάθος τού μαγαζιού, ευθεία μπροστά· μετά δεξιά, εστιάζοντας στο σημείο που κάθομαι. Διατηρώντας σταθερό το δεξί της πέλμα, μετακινεί περιστροφικά ολόκληρο τον κορμό τού σώματός της κατά ενενήντα μοίρες κι αρχίζει να βηματίζει, εναλλάξ στα δυο της πόδια, αργά και σταθερά, πλησιάζοντας το τραπέζι. Εγώ, βάζω δύναμη στους μύες των μηρών και σηκώνομαι όρθιος. Αφού κάνω έναν βηματισμό πλαγίως αριστερά κι αμέσως άλλον έναν όπισθεν, τείνω το δεξί χέρι, με ανοιχτά τα δάχτυλα της παλάμης, δείχνοντας την καρέκλα όπου καθόμουν πριν από λίγα δευτερόλεπτα.

«Παρακαλώ, μπορείς να καθίσεις εδώ», της λέω. Εκείνη, αφήνει το παλτό της στην πλάτη τής καρέκλας και κατευθύνεται προς το μέρος τού Κώστα. Αφού αγγίξει τον δεξιό του ώμο με το αριστερό της χέρι, κάθεται στον δεξιό μηρό του, τοποθετώντας τις κνήμες των ποδιών της σταυρωτά· τη δεξιά πάνω από την αριστερή.

«Καλησπέρα, όμορφε… Θα με κεράσεις κάτι;», ρωτά τον Κώστα. Το αριστερό της μπράτσο είναι περασμένο από το πίσω μέρος τού λαιμού τού Κώστα και τ’ ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού χαϊδεύουν το δεξί μάγουλό του.

«Δε θα μείνω για πολύ ακόμη εδώ, έχω κάποιες εκκρεμότητες να διευθετήσω», τής απαντά και τα μάτια του παρατηρούν τα, βαμμένα κόκκινο χρώμα, χείλη της.

«Πού θα πας από τώρα; Το ρολόι στον απέναντι τοίχο δείχνει εννέα και μισή. Έχουμε στη διάθεσή μας δυο ώρες μέχρι να βγει στους δρόμους η πρώτη γερμανική περίπολος· κι επιπλέον μισή ώρα για την απαγόρευση κυκλοφορίας»

«Σου λέω ότι δεν μπορώ να μείνω· μην επιμένεις», αποκρίνεται ο Κώστας, έχοντας πλέον αποστρέψει το πρόσωπό του από το δικό της· κοιτά το ποτήρι με τη ρετσίνα πάνω στο τραπέζι.

Η ορχήστρα έχει σταματήσει να παίζει· μόλις τέλειωσε το τραγούδι Αρχόντισσα κι ο Βασίλης κουρδίζει τις χορδές τού μπουζουκιού. Ο Σπύρος, με τη χούφτα χωμένη στη δεξιά τσέπη τού σακακιού, ψαχουλεύει· καθώς την απομακρύνει, ανοίγει τα δάχτυλα και αφήνει πάνω στην επιφάνεια του τραπεζιού ένα τσιγάρο κι ένα κουτί σπίρτα. Έξω, στον δρόμο, ακούγεται ποδοβολητό· ύστερα από δυο τρία δευτερόλεπτα σταματά· ο ήχος από τους συνεχόμενους πυροβολισμούς με αναγκάζει να στρέψω το βλέμμα στον Κώστα· με κοιτάζει κι αυτός μένοντας ακίνητος στη θέση του. Εγώ, πιέζω μ’ όλα τα δάχτυλα την αριστερή πλευρά τής καρέκλας. Ευθύς αμέσως η πόρτα ανοίγει διαμπερές και εισέρχονται τρεις Γερμανοί· ένας αξιωματικός, βαστώντας πιστόλι στο αριστερό του χέρι, και δυο στρατιώτες με αυτόματα πυροβόλα ανά χείρας· οι κάννες των όπλων είναι στραμμένες προς το μέρος μας.

«Προ ολίγων λεπτών, Έλληνες αντάρτες επιτέθηκαν σε φορτηγό όχημα που μετέφερε πολεμικό υλικό για τις ανάγκες τού γερμανικού στρατού. Μεγάλο τμήμα τού υλικού αυτού κλάπηκε και δύο στρατιώτες μας σκοτώθηκαν. Συλλάβαμε τον έναν εκ των τριών ανταρτών. Αν κάποιος από εσάς γνωρίζει κάποια πληροφορία, να μας την πει αμέσως», είπε ο αξιωματικός με υψηλό και σταθερό τον τόνο τής φωνής του.

Οι σύντροφοι δεν καταδίδουν συντρόφους, σκέφτηκα να φωνάξω, αλλά δεν τόλμησα να μιλήσω. Για ένα λεπτό τής ώρας -μετρώντας από μέσα μου από τον αριθμό ένα μέχρι τον αριθμό εξήντα, σε κάθε εισπνοή και εκπνοή που έκανα- επικράτησε ησυχία. Αίφνης, ο Βασίλης ξεκινά να τραγουδάμ «Πάμε τσάρκα πέρα στο μπαξέ τσιφλίκι…». Τα υπόλοιπα μέλη τής ορχήστρας άρχισαν να παίζουν με τα όργανά τους τη μουσική που συνοδεύει το τραγούδι. Οι Γερμανοί δε μιλούν. Έπειτα από μερικά δευτερόλεπτα, ο αξιωματικός κάνει νόημα με το αριστερό του χέρι στους στρατιώτες να κατεβάσουν τα όπλα· γυρίζει το στήθος του προς την πλευρά τής πόρτας και προχωρά μέχρις ότου εξέρχεται τού καταστήματος. Οι δυο στρατιώτες τον ακολουθούν.

Εγώ, πλησιάζω σιμά στον Κώστα, με προτεταμένο το αριστερό πόδι και λυγισμένο το γόνατο, ενώ τ’ αντικριστό πλήρως τεντωμένο σε απόσταση τριάντα εκατοστών πίσω από το άλλο και δεκαπέντε εκατοστά δεξιά του· αφού κάμψω τον άνω μισό κορμό τού σώματος προς τα εμπρός, ακουμπώ την αριστερή γροθιά στην άκρη τού τραπεζιού και ψιθυρίζω στον Κώστα τα λόγια που δεν τόλμησα να ξεστομίσω νωρίτερα, «Οι σύντροφοι δεν καταδίδουν συντρόφους, σύντροφε!».

Θεόκλητος Μπαμπούρης

Σχολιάστε