Διήγημα δομημένου ρεαλισμού
α΄ επιπέδου τεχνοτροπίας.
Χειμώνας τού ’42, στην πρωτεύουσα των Αθηνών, μήνας Φλεβάρης, με πολύ κρύο και δύσκολες συνθήκες διαβίωσης, λόγω έλλειψης υλικών αγαθών. Πέμπτη, ώρα εντεκάτη πρωινή κι ο ήλιος δεν έχει κάνει καθόλου την εμφάνισή του σήμερα στον ουρανό, παρά μόνο διάσπαρτα σύννεφα υπάρχουν ψηλά, εδώ κι εκεί, δημιουργώντας μια πνιγηρή ατμόσφαιρα χωρίς ίχνος καθαρότητας. Η μυρωδιά τής υγρασίας είναι έντονη απ’ τη βροχή τής προηγούμενης μέρας και κανένα πουλί δεν πετά δεξιά κι αριστερά σε κάποιο κλαρί, έχουν λουφάξει στις φωλιές τους, περιμένοντας καλύτερες μέρες. Στο καφεκοπτείο τού Λουμίδη, επί τής οδού Αιόλου, στον αριθμό 106, οι μεγάλες τζαμαρίες δεξιά κι αριστερά με την πόρτα στο κέντρο είναι θολές, αλλά το άρωμα που μεταφέρεται στον αέρα απ’ τον φρεσκοκομμένο καφέ, αφήνει την μόνη ευχάριστη αίσθηση στη μουντή και σκοτεινή μέρα που ξημέρωσε. Έξω απ’ το μαγαζί, που είναι κλειστό, αν και δεν είναι νωρίς το πρωί, έχει σχηματιστεί μια σειρά από οκτώ άτομα. Τρεις γυναίκες είναι μπροστά, η μία πίσω απ’ την άλλη, οι δύο φορούν χονδρά κασκόλ, η πρώτη στη σειρά, καρό, η δεύτερη, καφέ, τυλιγμένα γύρω απ’ το κεφάλι και τον λαιμό, μακριά παλτά και κάλτσες ψηλές μέχρι τα γόνατα μέσα απ’ τα παπούτσια, ενώ η τρίτη, είναι ελαφριά ντυμένη μ’ ένα μπλε φόρεμα, μακρυμάνικο και φοράει στα πόδια πασούμια, χωρίς κάλτσες. Ακολουθούν στην ίδια γραμμή τέσσερις άνδρες· οι τρεις τελευταίοι με κουρελιασμένα ρούχα, σακάκια και παντελόνια σκισμένα και τρύπια άρβυλα στα πόδια, ενώ ο ένας που προηγείται αυτών, πίσω ακριβώς από τις γυναίκες, είναι ένας ξανθός νεαρός, ηλικίας γύρω στα είκοσι πέντε, με μάτια βαθουλωμένα μέσα στις κόγχες τού κρανίου, ωχρή επιδερμίδα και ασθενική όψη, τόσο αδύνατος που ξεχωρίζουν κάτω απ’ τη λεπτή μπλούζα του, τα κόκκαλα των ώμων, ξυπόλητος και χωρίς πανωφόρι. Στο τέλος τής γραμμής στέκεται ένα μελαχρινό, δεκάχρονο, αγόρι με ξεθωριασμένα ρούχα, μαύρους κύκλους κάτω απ’ τα μάτια, γδαρμένες φτέρνες, σκελετωμένους μηρούς και πρησμένη κοιλιά, δίχως κι αυτό, υποδήματα στα πόδια. Όλοι τους κρατούν απ’ τη λαβή στο ένα χέρι τενεκεδάκι και στ’ άλλο δελτίο τροφίμων.
Στέκομαι όρθια, μέσα στο κατάστημα, με γυρισμένη την πλάτη στην είσοδο του μαγαζιού και σκυμμένο κεφάλι πίσω από τον πάγκο, στη δεξιά πλευρά όπου είναι τοποθετημένη η καφεκοπτική μηχανή, που αλέθει τους κόκκους τού καφέ. Στο κεφάλι φορώ λευκό τσεμπέρι, σφιχτά δεμένο περιμετρικά τής κώμης, πιασμένο με τσιμπιδάκια δεξιά κι αριστερά στα μαλλιά, στο ύψος των αυτιών. Πάνω από τα ρούχα φορώ μια καθαρή, ολόσωμη, άσπρη, ποδιά με μακριά μανίκια, που καλύπτει εξ’ ολοκλήρου το σώμα απ’ τον λαιμό μέχρι τα γόνατα. Σηκώνω τον δεξιό βραχίονα και με τ’ ακροδάχτυλα, τα οποία είναι καλυμμένα με γάντια, παίρνω τη σέσουλα, που είναι ακουμπισμένη μέσα σ’ ένα δίσκο πλάι στη μηχανή. Με μια γρήγορη κίνηση του χεριού, τη βυθίζω μέσα στο μεταλλικό κουτί, δεξιά τού δίσκου, όπου εκεί είναι η τελευταία ποσότητα εισαγωγής καφέ που έχει απομείνει στο μαγαζί εδώ και μήνες. Ύστερα, τραβώντας την προς τα έξω και τεντώνοντας το χέρι ζερβά, προς τη μεριά τής αλεθομηχανής, που είναι σε λειτουργία και δουλεύει ασταμάτητα, ρίχνω μέσα εκεί όλο το περιεχόμενο της σέσουλας, παρατηρώντας με τις κόρες των ματιών να τεμαχίζονται οι κόκκοι, καθώς πέφτουν σε όλο και μικρότερα κομμάτια, μέχρι να γίνουν μια απαλή, βελούδινη, μάζα, έτοιμη για κατανάλωση. Μόλις αλεστεί και ο τελευταίος κόκκος, ακουμπώ τη σέσουλα πάλι στον δίσκο και με τ’ άκρα τής παλάμης ανασηκώνω τ’ αριστερό μανίκι τής ποδιάς. Βλέπω το ρολόι που έχω περασμένο γύρω απ’ τον καρπό και κοιτώ τους δείχτες σε ποιά θέση βρίσκονται, αφού πρώτα λυγίσω τον αγκώνα και φέρω το χέρι σε ορθή γωνία. Ο μικρός είναι στο έντεκα κι ο μεγάλος στο δύο. Ώρα 11:10 π.μ. Αφαιρώ τα γάντια απ’ τ’ άκρα, πρώτα τραβώντας με το δεξί, το γάντι που είναι τοποθετημένο στο ζερβό, έπειτα με το γυμνό χέρι, τραβώ το γάντι απ’ το δεξί και τ’ αφήνω πάνω στην προέκταση του πάγκου, που σχηματίζει ορθή γωνία. Σηκώνω τον τράχηλο με το κεφάλι κοιτώντας στον τοίχο, που είναι μισό μέτρο απόσταση, ακριβώς μπροστά μου, έπειτα εστιάζω καμιά τριανταριά πόντους πάνω από το ύψος μου και τείνοντας το ζερβό, αδράχνω το κλειδί που είναι κρεμασμένο ψηλά, μέσα από μια ξύλινη κλειδοθήκη. Το κρατώ στην παλάμη σφιχτά, κάνω μια στροφή γυρνώντας τον κορμό κατά ενενήντα μοίρες, ώστε να έχω οπτικό πεδίο στην είσοδο του μαγαζιού. Βλέπω κόσμο που περιμένει απέξω και κάνοντας δέκα βήματα απ’ την εσωτερική πλευρά, κατά μήκος τού πάγκου, βγαίνω έξω, μπροστά απ’ τον πάγκο που διαχωρίζει τον χώρο σε δύο μέρη, από μια χαμηλή, πτυσσόμενη, ξύλινη, πόρτα, που βρίσκεται στην άκρη τής αριστερής μεριάς τού πάγκου. Με τέσσερα βήματα πατώντας γρήγορα μια στο ένα, μια στο άλλο, πέλμα, φτάνω στην πόρτα τής εισόδου και τοποθετώ το κλειδί που έχω στη χούφτα μέσα στην οπή τής κλειδαριάς. Στρέφω το μεταλλικό αντικείμενο δύο φορές αντίθετα απ’ τη φορά των δεικτών τού ρολογιού και ανοίγω την πόρτα. Χαμογελώ, λέω «καλημέρα» και στήνομαι εκεί ώσπου να εισέλθουν σιγά σιγά μέσα οι πελάτες. Αφού έχουν μπει όλοι, κλείνω την πόρτα και κατευθύνομαι προς τον πάγκο, επαναλαμβάνοντας τις ίδιες με πριν κινήσεις, σχεδόν μηχανικά.
«Καλημέρα, κυρία Λουμίδη», λέει με σιγανή φωνή η πρώτη γυναίκα.
«Καλή σας ημέρα, κυρία Χρυσαυγή, τί θα ήθελες;», ανταπαντώ και, σηκώνοντας με τ’ αριστερό χέρι την πτυσσόμενη ορθογώνιου σχήματος, με σχισμή στη μία πλευρά, πόρτα, μπαίνω μέσα, πίσω απ’ τον πάγκο.
«20 δράμια καφέ βάλε και ξέρεις, με τ’ άλλα…»
«Ορίστε», δίνω το σακουλάκι στη Χρυσαυγή κι αυτή το τοποθετεί μες στο τενεκεδάκι.
«Παρακαλώ, ο επόμενος», φωνάζω.
«Δώσε μου 500 δράμια», αποκρίνεται η κυρία Βασιλική, που έχει το καφενείο απέναντι, και δείχνει το δελτίο.
Συνεχίζω να εξυπηρετώ τους επόμενους με γρήγορο ρυθμό και σε διάστημα λίγων λεπτών τής ώρα, τεσσάρων πέντε το πολύ, έχω ενώπιόν μου τον νεαρό με το αποστεωμένο πρόσωπο. Με κοιτά κατευθείαν στα μάτια και τη στιγμή που απλώνει το χέρι με το τσίγκινο δοχείο, σε δευτερόλεπτα σωριάζεται, κάτω στο πάτωμα, λυγίζοντας αρχικά τα γόνατα και κουλουριάζοντας έπειτα το σώμα εμπρός. Οι τρεις άνδρες και το παιδί, που έχουν απομείνει μέσα στο μαγαζί, τον πλησιάζουν. Ο ένας, γέρνει τον κορμό τόσο ώστε να σταθεί είκοσι εκατοστά απόσταση πάνω από το κεφάλι του. Με τις παλάμες τον χτυπά δυο φορές απανωτά στις παρειές τού προσώπου, μα εκείνος δε σαλεύει. Ο άλλος, σκύβει φέρνοντας το κεφάλι μέχρι τα γόνατα και πιάνει με τα δάχτυλα της παλάμης το αριστερό χέρι τού πεσμένου άντρα· δείχνει λιπόθυμος. Τοποθετεί τα τέσσερα δάκτυλα μαζί, δείχτη, μέσο, παράμεσο και μικρό, κάτω απ’ το αντιβράχιο, κρατώντας το στη χούφτα, ενώ με τον αντίχειρα ακουμπά τον καρπό, μετακινώντας τον διαρκώς, αρκετές φορές, πάνω κάτω για να εντοπίσει το σημείο εκείνο που δονείται η αρτηρία τής καρδιάς, αλλά σε δύο λεπτά τής ώρας, φωνάζει «δε νιώθω τον σφυγμό». Έπειτα, ισιώνει τον κορμό και εστιάζει το βλέμμα προς το μέρος μου, λέγοντας, με τρεμάμενη φωνή, «είναι νεκρός». Ο τρίτος κύριος με το παιδί, τη στιγμή τούτη, βλέπω, καθώς μετακινώ τους οφθαλμούς προς το πρόσωπό του, να γουρλώνει τα μάτια έχοντας τις κόρες σε πλήρη διάταση. Ο δεκάχρονος, δίπλα του, ανοίγει διάπλατα τη στοματική κοιλότητα και μπροστά απ’ το άνοιγμα τοποθετεί τη δεξιά παλάμη και καλύπτει το στόμα, όπως τον βλέπω τώρα έχοντας μετακινήσει τους βολβούς των ματιών εκατοστά πιο δεξιά απ’ τον ενήλικα άνδρα.
Κάνω τρία βήματα τρικλίζοντας προς το πορτάκι τού πάγκου για να βγω και ξαφνικά ακούω έναν δυνατό θόρυβο που προέρχεται απ’ την είσοδο του καφεκοπτείου. Η πόρτα ανοίγει με δύναμη από κλωτσιά αρβύλας και εισβάλλουν μέσα δύο ψηλοί άνδρες, με ανοιχτό χρώμα ματιών και με ίδιες χακί στολές. Τους παρατηρώ απ’ την κεφαλή ίσαμε τα κάτω άκρα· φορούν σακάκια με ζώνες δεμένες γύρω απ’ τη μέση, παντελόνια φαρδύτερα στους γοφούς μέσα από μαύρες μακριές μπότες και στο κεφάλι καπέλα με ανασηκωμένο γείσο, που φέρει το σύμβολο της σβάστικας. Τους συνοδεύει κι ένας άνδρας κοντός με λευκή γενειάδα, ο οποίος είναι ντυμένος με μαύρη μακριά καμπαρτίνα, που καλύπτει το σώμα απ’ τον θώρακα μέχρι τα γυαλισμένα σκαρπίνια και φοράει στην κώμη σκούρο καπέλο, τύπου ρεπούμπλικα, ενώ έχει τοποθετημένα μπροστά απ’ τα μάτια, μεγάλου μεγέθους μαύρα γυαλιά που καλύπτουν σχεδόν όλο το πρόσωπο και στο αριστερό χέρι κρατάει μπαστούνι με ασημένια λαβή. Οι ένστολοι προχωρούν πέντε βήματα αργά αργά, πατώντας με δύναμη τα πέλματα κάτω στο δάπεδο κι ο ήχος απ’ τα τακούνια τής μπότας που χτυπούν στο παρκέ προκαλεί ανατριχίλα. Πίσω τους ακολουθεί ο κοντύτερος άνδρας και σαν φτάνουν μπροστά στον πάγκο, ο άνδρας με τη μαύρη ενδυμασία λέει, «εδώ μέσα έχουν τα τρόφιμα», τείνοντας τον βραχίονα με προτεταμένο τον δείχτη προς εμένα. Τα πόδια μου τρέμουν και νιώθω συγχρόνως τα άκρα των χεριών και των ποδιών, να μουδιάζουν. Τα πέλματα παγώνουν και κρύος ιδρώτας στάζει απ’ τον τράχηλο κατά μήκος τής σπονδυλικής στήλης μέχρι την περιοχή τής λεκάνης.
Μάντυ Τσιπούρα
