Η θέα τού τρίτου ορόφου

Διήγημα δομημένου ρεαλισμού,

β΄ επιπέδου τεχνοτροπίας.

Στέκω όρθιος με το ένα πόδι τεντωμένο κάθετα ν’ ακουμπά στο κεφαλόσκαλο και το άλλο, τ’ αντικριστό, στον ξύλινο διάδρομο, χιλιοστά πιο ψηλά, με τα πέλματα και των δύο να εφάπτονται. Έχω το δεξί χέρι περασμένο μέχρι το ύψος τού καρπού στο εσωτερικό τής υφασμάτινης εσοχής τού πανταλονιού και το άλλο, το ζερβό, με κατεβασμένο τον βραχίονα ίσαμε τον γοφό και την παλάμη στο ίδιο σημείο με τα πέντε δάκτυλα μαζεμένα μεταξύ τους, το ένα δίπλα στ’ άλλο, σε γροθιά· στερεώνω το βάρος τού σώματος στον ώμο, καθώς γέρνει ελαφρώς, ελάχιστα εκατοστά, στον τοίχο με το ξεθωριασμένο γκριζωπό χρώμα. Στρέφω τις κόρες των ματιών στην ξύλινη πόρτα, ούτε τρία μέτρα απόσταση από το σημείο στο οποίο βρίσκομαι, κοιτώντας λοξά, διαγώνια. Είναι κλειστή και μέσα από το δωμάτιο ακούγονται συνομιλίες. Εισπνέω τον αέρα μούχλας τού διαδρόμου και τον εκπνέω απ’ το στόμα, με την άνω και κάτω γνάθο σε διάσταση, καθώς έμετος νιώθω ν’ ανεβαίνει ίσαμε τον λάρυγγα και σε κάθε εκπνοή, καθώς το στήθος ανεβοκατεβαίνει ρυθμικά και από τα ρουθούνια εισέρχονται οι οσμές τού κτηρίου, υγρά αγγίζουν τον φάρυγγα και ξανακατεβαίνουν στον οισοφάγο.

Γυρνώ τον λαιμό και το κεφάλι προς τα πίσω απ’ το σημείο τού αριστερού ώμου, ούτε τριάντα μοίρες στροφής, και διαπιστώνω με τα μάτια μου πως το παράθυρο στην άκρη τού πλατύσκαλου είναι κλειστό και η ασφάλεια περασμένη στη διχάλα τού σίδερου, που είναι καρφωμένη πάνω στην ξύλινη επιφάνειά του. Στρέφω τον κορμό τού σώματος ενενήντα μοίρες και αρχίζω να κατεβαίνω τα σκαλοπάτια, έξι τον αριθμό καθώς τα μετρώ. Προχωρώ λυγίζοντας τα γόνατα ίσα ίσα για να προπορευτεί το ένα πόδι και αμέσως μετά ακολουθεί με την ίδια πρακτική το άλλο. Τα πέλματα πατούν στους πάτους πάνω στη σόλα των υποδημάτων και θόρυβος ακούγεται κάθε τόσο που ακουμπώ το ένα μετά το άλλο τα σκαλοπάτια, στηρίζοντας τον όγκο τού σώματος στο ένα πόδι, μέχρι να το αντικαταστήσει τ’ αντικριστό. Δευτερόλεπτα αργότερα έχω τα χέρια σε κάθετη στάση, με το αριστερό πλέον έξω από την υφασμάτινη εσοχή τού πανταλονιού· βρίσκομαι μπροστά στο παράθυρο, έχοντας διανύσει μερικά μέτρα απόστασης από την αρχική μου θέση. Κοιτώ μέσα απ’ το τζάμι τον χώρο έξω· ακάλυπτος αποτελούμενος από μπάζα και σκουπίδια λογιών λογιών πεταμένα ανάκατα. Γυρνώ τους οφθαλμούς προς τα κάτω, στο σημείο που βρίσκεται η ασφάλεια του παραθύρου, και φέροντας τ’ ακροδάχτυλα του ενός χεριού, λυγισμένα καθώς είναι σε ορθή γωνία, σέρνω προς τα πάνω, για κλάσματα του δευτερολέπτου, το ξύλινο πλαίσιο, μέχρι ν’ ακουμπήσει στην κορυφή τού ορθογώνιου σχήματος. Κρύος αέρας εισέρχεται απότομα κι εγώ τώρα εισπνέω κι εκπνέω αργά αργά να καθαρίσουν οι πνεύμονες από τη μυρωδιά μούχλας. Εισπνέω απ’ τα ρουθούνια, εκπνέω απ’ το στόμα, με τη γλώσσα να έχει ξεραθεί και σε κάθε επανάληψη ξανά και ξανά τα χνώτα μού φέρνουν στη μύτη μυρωδιά από καπνό σιγαρέτου.

Επαναφέρω το σώμα ευθυτενές και αντιγράφω, βήμα το βήμα, λεπτομέρεια τη λεπτομέρεια, τις ίδιες με πριν κινήσεις, από την ανάποδη αυτή τη φορά. Έτσι, ανεβαίνω εκ νέου τα σκαλοπάτια και βρίσκομαι και πάλι στην ίδια θέση στο κεφαλόσκαλο. Κινώ το κεφάλι προς τ’ αριστερά και το χαμηλώνω λοξά, καθώς ακούω βήματα από τους κάτω ορόφους να πλησιάζουν στο τέταρτο. Δε δίνω σημασία και στρέφω τον λαιμό στην πρότερή του θέση· τώρα, έχω και τα δύο χέρια περασμένα μέχρι το ύψος των καρπών, στο εσωτερικό τής υφασμάτινης τσέπης τού πανταλονιού, δεξιά και αριστερά, και τινάζω μια το ένα πόδια και μια το άλλο, εναλλάξ, στην αντίστροφη θέση, πατώντας στο ένα πέλμα τη φορά. Καθώς τινάζω το πόδι στην ευθεία, νιώθω τον ιδρώτα να κυλά απ’ τον σβέρκο πίσω στη σπονδυλική στήλη, σε όλο το μήκος τού δέρματος, και να κατρακυλά προς τα κάτω, ίσαμε τη σχισμή στα οπίσθια. Η ατμόσφαιρα είναι αποπνικτική. Παρά τον δροσερό αέρα που εισέρχεται όλην αυτήν την ώρα απ’ το ανοιχτό παράθυρο του ακάλυπτου, σκιώδες καθώς είναι και καλυμμένος περιμετρικά απ’ τα ντουβάρια υφιστάμενων πολυκατοικιών, που χτίζονται ήδη απ’ τον Μάη μήνα ίσαμε τώρα, τον Αύγουστο, δίχως σταματημό, σε απόσταση δέκα μέτρων, όσο αντιλαμβάνομαι με τα μάτια, η θερμοκρασία στους διαδρόμους τού κτηρίου είναι υπέρ τού δέοντος υψηλή. Βγάζω το χέρι απ’ την τσέπη και φέρνω την παλάμη στο μέτωπο. Αφού την ακουμπήσω ολάκερη, περνώ με τα δάκτυλα απ’ τη μια άκρη ως την άλλη και σπρώχνω τις στάλες ιδρώτα προς μία κατεύθυνση· έτσι όπως τινάζονται στην άκρη τού κρανίου, νιώθω να κυλούν στα ζυγωματικά και απ’ τη μια πλευρά τής κεφαλής να στάζουν στο σημείο των χειλιών. Τα γεύομαι εμφανίζοντας τη γλώσσα στην επιφάνειά τους και την περιστρέφω σε όλο το πλάτος τους. Μία γεύση αλμυρή που φέρνει δάκρυα στην όψη των ματιών. Ανοιγοκλείνω τα βλέφαρα δυο και τρεις φορές για ν’ αποδιώξω τα υγρά στους βολβούς, μα το μόνο που κατορθώνω είναι να στάξουν δάκρυα στα μάγουλα και να ξεραθούν στο άνοιγμα της μύτης, μπροστά στα ρουθούνια. Κατεβάζω το κεφάλι αμέσως και ακουμπώ το πιγούνι στο στήθος· βλέπω το λινό πουκάμισο να έχει κολλήσει απ’ τον ιδρώτα στο σώμα και στα πλευρά, έτσι όπως γέρνω το βλέμμα πλαγίως· το άσπρο χρώμα έχει λερωθεί, κι ένα κιτρινωπό έχει εμφανιστεί στις άκρες του.

Δεν προφταίνω να σηκώσω και πάλι το κεφάλι στην αρχική του θέση, όταν πίσω μου ακούω έντονο βηματισμό. Περιστρέφω το κεφάλι σαράντα πέντε μοίρες και παρατηρώ απ’ την κορφή των μαλλιών μέχρι κάτω τ’ άκρα, με τις κόρες των ματιών να κινούνται από πάνω προς τα κάτω, δίχως άλλη μεταβολή τού σώματος, έναν νεαρό άνδρα, με μούσια γύρω απ’ το πρόσωπό του, μαυριδερό στο δέρμα, και τρίχες απ’ το ανοιχτό μπλουζάκι να πετάγονται προς πάσα κατεύθυνση, καθώς ξεπροβάλουν απ’ το στήθος. Το μπλουζάκι, στενό στη φορεσιά του, τονίζει τους καλλίγραμμους μαστούς με τις ρώγες εξογκωμένες. Το πουκάμισο ως τη μέση είναι περασμένο μέσα απ’ το πανταλόνι, το οποίο γύρω απ’ τη μέση έχει δεθεί με δερμάτινη ζώνη, που ενώνεται με χαλκά μπροστά απ’ τον τορμοσυνάπτη. Το πανταλόνι κι αυτό στενό, να τονίζει τα μπούτια που φαίνονται χοντρά, γαλάζιου χρώματος, φτάνει ως τους αστραγάλους και τα πόδια τα καλύπτουν σαγιονάρες πλαστικές με τον μεγάλο δάκτυλο να προεξέχει από ένα μπροστινό άνοιγμα και τα υπόλοιπα δάκτυλα να εσωκλείονται εντός αυτού.

«Είναι μέσα η Καρλότα;», ρωτά.

«Έχει πελάτη. Είμαι μια ώρα και παραπάνω εδώ», απαντώ.

«Έρχομαι απ’ την Αίγινα κάθε τόσο και δε σ’ έχω πετύχει ποτέ. Πρωτάρης;», συνεχίζει και χαμογελά τόσο ώστε να φανούν απ’ το άνοιγμα των χειλιών τα κιτρινισμένα δόντια του.

Κουνώ το κεφάλι καταφατικά και από συστολή στρέφω το βλέμμα αλλού στον χώρο, στην ίδια πάντα στάση. Έπειτα, γυρίζω τον λαιμό και το κεφάλι σε ευθεία θέση, έχοντας το πρόσωπο στην ίδια κατεύθυνση με τον διάδρομο. Παρατηρώ το χαλί που είναι ριγμένο στο δάπεδο και σκεπάζει απ’ τη μια πλευρά ως την απέναντι το ξύλινο πάτωμα. Χρώμα πορφυρό, με σχέδια που απεικονίζουν γυμνά γυναικεία σώματα, ζώα ανάμεσα σε συμπόσια, όπως καμηλοπαρδάλεις, ζέβρες, τίγρεις, λιοντάρια. Μέσα σε ένα ορθογώνιο σχήμα απεικονίζονται λογιών λογιών γεγονότα, όλα με τη μορφή σεξουαλικών πράξεων. Ανθρωπόμορφα ζώα σε συνουσία αναπαριστούν ανθρώπινες υπάρξεις, άλλοτε με κεφάλια από σκύλους, άλλοτε από γάτες και πτηνά. Όλα σε αρμονική ερωτική ανταλλαγή στάσεων και σκηνών. Ανεβάζω το δεξί πόδι στο κεφαλόσκαλο, δίπλα στ’ άλλο που ήταν τόση ώρα σε ορθή γωνία στο ύψος τού γονάτου, ευθυτενές, με τα χέρια κατακόρυφα, κρεμασμένα τα δάκτυλα στην παλάμη και τον ιδρώτα να περνά τώρα απ’ το βαθούλωμα του λαιμού προς το στέρνο, προχωρώ λίγα βήματα, τρία τέσσερα για την ακρίβεια, μια στο ένα πέλμα και μια στ’ άλλο, περιμετρικά απ’ το χαλί, σε όλο το μήκος του, παρατηρώντας τις λεπτομέρειές του. Σε ορισμένα σημεία ήταν τόσο ξεθωριασμένο και τρυπημένο που από κάτω φαινόταν ο ξύλινος διάδρομος. Στη μέση περίπου της απόστασης από το ένα άκρο στο άλλο, μιας απόστασης επτά οκτώ μέτρων, στάθηκα και λύγισα τα γόνατα ρίχνοντας τον κορμό τού σώματος απ’ τη μέση και πάνω προς τα εμπρός. Η λεκάνη είχε σχεδόν ακουμπήσει κατάχαμα στο βαθύ κάθισμα που σχημάτισαν τα κάτω άκρα, με τα πόδια να συγκεντρώνουν το βάρος στα πέλματα και τις γάμπες, καθώς τα ένιωθα να σκληραίνουν απ’ τη δύναμη που έβαλα να κρατηθώ σε αυτή τη θέση. «Μα, τί κάνεις εκεί;», άκουσα τον νεαρό άνδρα να ρωτά, αλλά δεν απάντησα, ούτε έστρεψα το βλέμμα μου προς το μέρος του. Τέντωσα τους βραχίονες των χεριών κι έφερα τ’ ακροδάχτυλα, και των δύο ταυτόχρονα, στη χοντρή πλέξη τού χαλιού. Έκανα προσπάθεια να το ανασηκώσω, αγγίζοντας και πιέζοντάς την πλέξη, αλλά στάθηκε αδύνατο. «Έχει κολλήσει απ’ τη βρομιά και την απλυσιά τόσα χρόνια», μουρμούρισα κι επανάφερα τον κορμό τού σώματος στην αρχική του θέση. Δεν προλαβαίνω να πω δεύτερη κουβέντα απ’ τα χείλη και ανοίγει η πόρτα τού δωματίου. Έστρεψα τις κόρες των ματιών προς το μέρος της. Τώρα, εξέρχεται άνδρας μετρίου αναστήματος, με σγουρά καστανά μαλλιά, ολίγον λιγδιασμένα, φορώντας πουκάμισο ανοιχτό με εμφανές το δασύτριχο στήθος και μια λευκή φανέλα λερωμένη και τρυπημένη σε διάφορα σημεία. Έχει τα χέρια μπροστά στη ζώνη τού πανταλονιού, καθώς τη βηματίζει αργά αργά, νωχελικά, μερικά εκατοστά τη φορά, την ασφαλίζει αφού πρώτα περνά το κουμπί στη σχισμή. Έπειτα, γυρνά τον λαιμό και το κεφάλι μαζί προς το μέρος μου και αμέσως το στρέφει στην αντίθετη κατεύθυνση, στον έτερο άνδρα, που τώρα έχει ανέβει στο κεφαλόσκαλο και με τις παλάμες των χεριών περασμένες κάτω απ’ τις μασχάλες, διπλώνοντας τους βραχίονες τον έναν πάνω απ’ τον άλλον, κοιτάζει στο άνοιγμα της πόρτας. Ο άνδρας συνεχίζει το βάδισμά του και αρχίζει να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια, σφυρίζοντας με τα χείλη συμπιεσμένα κι ενωμένα απ’ τα οποία μία μικρή μόνο οπή είναι εμφανής. Όροφο τον όροφο διαπερνά ο μελωδικός ρυθμός έως ότου ατονεί και παύει ν’ ακούγεται.

Δευτερόλεπτα αργότερα εμφανίζεται η Καρλότα στην πόρτα τού δωματίου. Ψηλή, με περούκα καστανόξανθη, βαμμένα έντονα τα χείλη και τα μάτια, κόκκινου χρώματος τα πρώτα, κίτρινου χρώματος τα δεύτερα, με βλεφαρίδες ψεύτικες που μοιάζουν υπερβολικά μεγάλες μπρος στα μάτια κι ένα ροζ κομπινεζόν για πανωφόρι, απ’ τους ώμους ίσαμε τη μέση και λίγο πριν τους μηρούς, ενώ μέσα απ’ το πανωφόρι έχει περασμένη μια μονόχρωμη κολλητή μπλούζα, τόσο στενή και συρρικνωμένη που ανεβαίνει πάνω απ’ τον αφαλό, με την κοιλιά να πετάγεται μπροστά και τις τρίχες απ’ το στήθος να εξέρχονται άναρχα δεξιά και αριστερά. Κατεβάζω τις κόρες των ματιών ελάχιστα εκατοστά πιο κάτω και βλέπω το μικροσκοπικό εσώρουχο που φουσκώνει ανάμεσα στα σκέλια της και τρίχες να πετάγονται ολοκάθαρα γύρω γύρω απ’ το περίγραμμά του. Τα πόδια γυμνά, αυτά ξυρισμένα, με στιβαρά μπούτια, γυμνασμένα φαίνονται, καθώς πατά με δύναμη το πάτωμα και οι φλέβες εξογκώνονται στην όψη τού δέρματος. Τα πέλματά της είναι αφημένα πάνω σε υποδήματα με τακούνια δέκα πόντων ύψους, ίσως και περισσότερων, με φούντες από πλαστικές ίνες, που σχηματίζονται στη μύτη τής παντόφλας.

«Ποιός έχει σειρά;», ρωτά με βραχνιασμένη φωνή και κοιτάζει μια τον έναν και μια τον άλλον, κουνώντας τον λαιμό και το κεφάλι ταυτόχρονα, μια δεξιά και μετά αριστερά, σε εναλλαγή δέκα δευτερολέπτων. «Πάλι εσύ εδώ;», κάνει προς τον νεαρό άνδρα, που ήρθε μετά από μένα. «Έλα πρώτος να σε ξεπετάξω», του λέει και γυρίζει τον κορμό τού σώματος προς την αντίθετη κατεύθυνση. Εκείνος, αρχίζει να περπατά βιαστικά ακολουθώντας την· χαμογελά ανοίγοντας διάπλατα, λίγα εκατοστά αντίθετα, τα χείλη πάνω και κάτω. Καθώς περνά από μπροστά μου, απλώνει τον βραχίονα του χεριού και στα λυγισμένα δάκτυλα της παλάμης πιάνει το πόμολο στη χούφτα της, το κρατά κατεβάζοντας τη σιδερένια προεξοχή του, περνά τώρα τον αγκώνα πίσω απ’ την πλάτη, σέρνει το ορθογώνιο σχήμα βαστώντας το χερούλι τής πόρτας, βαδίζοντας μπροστά της ένα ένα βήμα τη φορά, κι αμέσως ακούγονται χαχανητά και λόγια.

Εγώ δεν κουνήθηκα απ’ τη θέση μου. Κοιτούσα την Καρλότα να επιστρέφει στο δωμάτιο κι ένιωθα τους καρδιακούς παλμούς στο στέρνο να πάλλονται έντονα. Παρέμεινα ολόρθος με τα χέρια κατεβασμένα σε κάθετη πορεία, τα πόδια τεντωμένα κι ενωμένα σε στάση προσοχής και τον ιδρώτα να τον νιώθω σε όλο μου το κορμί, πότε να πέφτουν σταγόνες απ’ το πίσω μέρος τής κεφαλής στους ώμους και την πλάτη, πότε κάτω απ’ τις μασχάλες ως τα πλευρά και πότε ανάμεσα στα μπούτια και τ’ αχαμνά μου. Τώρα αρχίζω και τρέμω στα άκρα. Ένα σύγκρυο τρέμουλο νιώθω σε όλο το κορμί. Περπατώ από το σημείο που βρίσκομαι ως το κεφαλόσκαλο και, καθώς ακούγονται οι πρώτοι αναστεναγμοί που γρήγορα μετατρέπονται σε βογγητά, αμέσως επιταχύνω το βήμα από σκαλοπάτι σε σκαλοπάτι, πατώντας στα πέλματα εναλλάξ, νιώθοντας παράλληλα τις μουσκεμένες από τον ιδρώτα πατούσες στα υποδήματα να γλιστράνε και τ’ ακροδάχτυλα να χτυπούν μπροστά στο πλαστικό υπόστρωμα σε σχήμα καμάρας, καμπυλωτό και στρογγυλώδες. Ούτε ένα λεπτό αργότερα, βρίσκομαι μπροστά στο ανοιχτό παράθυρο. Απλώνω τους βραχίονες των χεριών σε ευθεία θέση και πιάνω στις παλάμες και τ’ ακροδάχτυλα τα ξύλινα κουφώματα, πέριξ αυτού. Αφήνω το ένα πόδι τεντωμένο και το άλλο το περνώ, λυγίζοντάς το κατά τριάντα μοίρες, μισό μέτρο να προηγείται του αντικριστού. Έχω κατεβάσει ήδη το κεφάλι και ακουμπώ το πιγούνι στο στήθος. Τώρα, το σηκώνω ξανά στην πρότερη θέση και αναπνέω, εισπνέω κι εκπνέω, αργά αργά, τον δροσερό αέρα, ανεβοκατεβάζοντας τους πνεύμονες και τον θώρακα ταυτόχρονα. «Άλλη φορά», ψιθυρίζω και αφήνω τις παλάμες και τα δάκτυλα των χεριών απ’ τα κουφώματα δεξιά κι αριστερά τού παραθύρου. Μετακινώ το ένα χέρι στο ύψος αυτού και, πιάνοντας το σημείο που το ασφαλίζει, το κατεβάζω μονομιάς σε κλάσματα δευτερολέπτου προς τα κάτω, ίσα ίσα να μην ακουμπήσει εξ ολοκλήρου, αλλά επιτρέποντας τον αέρα να συνεχίσει να εισχωρεί στον χώρο. Με το άλλο χέρι, αφού το περάσω στο εσωτερικό τής τσέπης και αγγίξω το πακέτο με τα σιγαρέτα και τον αναπτήρα, τα αφαιρώ και τα φέρνω, διπλώνοντας τον αγγόνα, στα χείλη· πιέζοντας το πλαστικό περιτύλιγμα εμφανίζεται η γόπα ενός εκ των τριών που έχουν απομείνει μέσα και το περνώ αμέσως ανάμεσα απ’ τις άκρες των μπροστινών δοντιών. Τώρα, φέρνω στον δείκτη και τον αντίχειρα τον αναπτήρα και γυρνώντας απότομα τον μηχανισμό καύσης πάνω στο δέρμα τού δακτύλου, η φλόγα πετάγεται κίτρινη κίτρινη προς τα πάνω. Σέρνω τα δάκτυλα εκατοστά δεξιά να κάψω την άκρη απ’ το σιγαρέτο. Εισπνέω βαθιά και εκπνέω λευκό καπνό, τόσο απ’ το στόμα, όσο κι απ’ τα ρουθούνια. Επαναλαμβάνω την ενέργεια άλλες δύο φορές με το στήθος να ανεβοκατεβαίνει σταθερά. Η στάχτη στο σιγαρέτο, μπροστά μπροστά, έχει φτάσει σχεδόν στη μέση απ’ το χάρτινο περιτύλιγμα, ενώ οι ήχοι απ’ τον απάνω διάδρομο με το δωμάτιο της Καρλότας έχουν γίνει έντονοι και φωνές καλύπτουν τον χώρο τόσο του άνδρα, όσο και της ίδιας. Εκείνη ακούω να βρίζει, να βρίζει χυδαία, κι εκείνος απλά να φωνάζει και να βογκά. Φτύνω το σιγαρέτο στο πάτωμα, σηκώνω το πέλμα και πατώ με τη σόλα να σβήσει η καύτρα· έπειτα, περνώ τα χέρια στις τσέπες τού πανταλονιού, συμπυκνώνω τα χείλη, αφήνω την οπή ανοιχτή στα χείλη για να εξέρχεται αέρας καθώς σφυρίζω και κάνω το πρώτο βήμα προς τον κάτω όροφο, καθώς νέα σκαλοπάτια εμφανίζονται ενώπιόν μου.

Αντώνης Ε. Χαριστός

Πηγή: https://flashbak.com/vintage-photographs-of-men-in-love-433547/

Σχολιάστε