Άγγελος Ήβος (Βαγγέλης Σ. Παπακωνσταντίνου) | Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

Άγγελος Ήβος
(Βαγγέλης Σ. Παπακωνσταντίνου)
ποιητής

Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

Σκεντέρμπεης σε Φλαμουριά

Μπορεί ποτέ το Κουρδιστάν
εμπύρετο να διακορεύει βύσσινα;
Γίνονται τέτοια πλημμελήματα
παραλιμνίως;
Που αμφέβαλες σαν Καντακουζηνή
αν είχε φύγει πόντος του καλσόν
της κεφαλής σου
όταν σχεδίαζες ληστεία οργασμού
καταμεσήμερο
και που αποτρίχωνες τη μνήμη σου,
αυτά, μωρή,  δεν τα λογάριαζες;
Αχ, και που κείτεσαι από χτες διαλυμένη
σαν σακχαρούχο πάζλ ορμονικό,
σαν φόδρα φλόγας,
σαν τελική επιπλοκή
της ναυμαχίας του Σκεντέρμπεη
κόντρα στη μαλβαζία…
Τι να σε κάνω τώρα;

-Κύριε Ήβο, πότε ξεκινήσατε να ασχολείστε με την ποίηση και τί σας παρότρυνε να το πράξετε;

Γεννήθηκα σε σπίτι με τεράστια, για τα τότε δεδομένα, βιβλιοθήκη. Είχε σχεδόν τα πάντα αναφορικά με τη θεωρούμενη κλασσική παγκόσμια λογοτεχνία κι ένα πλήθος τόμων των αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων: από τον Όμηρο μέχρι και τον Παυσανία. Αλλά δε θυμάμαι να είχε ποίηση εξόν από μια τρίτομη(;) ανθολογία τού Περάνθη. Δε με συγκινούσε ιδιαίτερα να την ξεφυλλίζω. Ήταν και πολύ χοντρός ο τόμος. Αλλά παραδόξως άρχισα να γράφω πριν από τα 12. Κοντά στα δεκαέξι το πήρα πιο σοβαρά: από συστολή δεν έλαβα μέρος σε έναν ποιητικό διαγωνισμό ενός φροντιστηρίου Αγγλικών και θύμωσα απερίγραπτα με τον εαυτό μου επειδή, κατόπιν εορτής, έκρινα ότι τα δικά μου ποιήματα ήταν πολύ καλύτερα από τα βραβευμένα. Μπορείτε, λοιπόν, να πείτε ότι ξεκίνησα να γράφω πιο συστηματικά επειδή τσατίστηκα για την έλλειψη αυτοπεποίθησης. Εκείνον τον καιρό, ο δάσκαλός μου τον Αγγλικών, ποιητής, ο Σταύρος Σταυρίδης δημοσίευσε τα πρώτα μου ποιήματα σε μια τοπική εφημερίδα, συνοδεύοντάς τα από μια λαμπρή κριτική. Και λίγο μετά, στα 17 μου, εκδόθηκε η πρώτη μου ποιητική συλλογή το «αχέ». Παρά τις μεγάλες μου νεανικές προσδοκίες το βιβλίο ούτε βραβεύτηκε, ούτε έγινε μπεστ σέλλερ! Υπήρξε κατόπιν ένα εκδοτικό φρένο περίπου 15ετίας που συνέπεσε με τις σπουδές και το διδακτορικό. Αλλά δεν υπήρξε ποτέ φρένο στη γραφή. Δε με θυμάμαι πολλές μέρες της ζωής μου να μη γράφω κάτι. Κι όταν έρχονται τέτοιες αρρωσταίνω, ασφυκτιώ, δυσθυμώ. Η ποίηση είναι ανάγκη και για μένα ζωτικής σημασίας. Γενικότερα, όμως, έχω συνδέσει την ύπαρξή μου με τη δημιουργία. Δεν είναι ανάγκη αυτή να είναι μόνο ποίηση. Το πρώτο μου έργο ήταν ένα «γλυπτό», σήμερα θα το λέγαμε «εγκατάσταση», μικρού μεγέθους: μια ανθρώπινημορφή μεκορμίαπό χαλίκια ένα τριγωνικό κεραμίδι για κεφάλι και πόδια και χέρια από τα ξυλάκια των παγωτών. Ως νέος ζωγράφιζα και πολύ, αλλά ήμουν κακότεχνος είχα ποτέ την ευφυΐα του χώρου. Πολύ καλύτερα τα κατάφερνα με τα κολλάζ κι από τις καραντίνες και μετά άρχισα να κάνω γλυπτάψάρια από παλιοσίδερα και παλιά εργαλεία ξύλινα. Και η μαγειρική με συναρπάζει. Επομένως λέω τώρα, κοιτάζοντας πίσω, ότι το παν στη ζωή μου ήταν η δημιουργία μέσω των αυτοσχεδιασμών, είτε αυτό αφορά λέξεις, είτε αντικείμενα, είτε τρόφιμα και μπαχαρικά.

-Ποιά είναι η πηγή της έμπνευσής σας; Στη δική σας περίπτωση, τί έρχεται πρώτο όταν γράφετε;

Με εμπνέουν τα πάντα. Τα ποτάμια, τα κορίτσια, τα έντομα, τα δέντρα και πάνω απ’ όλα ο έρωτας. Αλλά ποτέ ένα ποίημά μου δε θα ξεκινούσε με στόχο να πω κάτι γι’ αυτά. Το ποίημα ξεκινά πάντα με μια λέξη που έρχεται ασυνείδητα. Δεν έχει σημασία αν αυτή είναι το «Ανυπερθέτως», η «Σαφράμπολη» ή οι «Υψηλαντισμοί κορυδαλλών». Αν η λέξη ήταν η κατάλληλη θα παρέσερνε κι άλλες. Το βίωμα, η έμπνευση, βρίσκεται πάντα κάτω από στρώματα συμβολισμών και συνειρμών. Τις λατρεύω τόσο τις λέξεις που αν είχα τη δυνατότητα θα σκάρωνα μια συλλογή από τίτλους ποιημάτων που δε γράφτηκαν ποτέ, μόνο από τίτλους. Ας πούμε «Νοεμβρίων μετανάστευσις», «Κυρά Φροσύνη δίχως μπεσαμέλ», «Αμαξοστάσιο γοφών και τηλεβόων». Και επί χρόνια πίστευα ότι όσα έγραφα ήταν ανεξάρτητα απ’ την καθημερινότητα, τουλάχιστον συνειδητά. Μάλιστα είχα γράψει και σε σημείωση στη συλλογή «Ορέων και θανάτων» ότι τα ποιήματά μου δεν ξεκινούν από άμεσα βιώματα, εκτός από λίγες εξαιρέσεις που αφορούσαν θανάτους προσφιλών προσώπων. Αλλά την τελευταία δεκαετία μάλλον συμβαίνει το ανάποδο. Τα περισσότερα γραπτά μου ξεκινούν από την καθημερινότητα, έτσι όπως αυτή καταγράφεται στα ειδησεογραφικά δελτία. Πλέον με οδηγούν στη γραφή όσα δεν αντέχω να μαθαίνω: πυρκαγιές και σεισμοί, πόλεμοι και βιασμοί, η κακοποίηση των ζώων, θάνατοι σπουδαίων ανθρώπων, γενικότερα το απαίσιο πρόσωπο της βίας. Ναι, έχει υπάρξει μια μεγάλη αλλαγή στις αφορμές, τόσο που νομίζω ότι από σουρεαλιστής ποιητής έχω μεταλλαχθεί σε έμμετρο χρονικογράφο. Το τραγικό στοιχείο τής καθημερινότητας πια ζυγίζει στο έργο μου περισσότερο από τον έρωτα. Η επόμενη ποιητική μου συλλογή άλλωστε θα το καταδείξει σαφέστερα: θα είναι ένα είδος αλμανάκ των συμφορών της δεκαετίας.

-Από ποιούς ποιητές έχετε επηρεαστεί;

Ποίηση, πριν αρχίσω να γράφω, είχα διαβάσει ελάχιστη. Στην εφηβεία μου, σχεδόν μεταπολίτευση, ήταν της μόδας οι «αριστεροί» ποιητές, ο Ρίτσος, ο Βάρναλης, ο μεταφρασμένος Μαγιακόφσκι. Με επηρέασαν με την έννοια ότι ήθελα να πω κάτι τελείως διαφορετικό απ’ αυτούς. Φοιτητής γνώρισα μόνος μου τον Ρεμπώ και τον Λωτρεαμόν, τον Μπωντλαίρ. Μετά τον Καβάφη, τον Λαπαθιώτη, τον Καρυωτάκη, δε θυμάμαι. Αλλά το παράθυρο άνοιξε όταν ήρθα σε μετωπική σύγκρουση με τους Σουρεαλιστές, ζωγράφους και ποιητές. Γάλλους, αλλά και Έλληνες. Ο Εμπειρίκος με ανατίναξε κι ο Κακναβάτος το ίδιο. Αυτοί οι τρεις τελευταίοι μού δίδαξαν πολλά: ο Καρυωτάκης την ειρωνεία τής μελαγχολίας, ο Εμπειρίκος τον καθαρό ερωτισμό κι ο Κακναβάτος τις δυνατότητες της γλώσσας, την αυτονομία της. Κάπως έτσι άρχισε να δημιουργείται ο Ήβος.

-Αισθάνεστε ικανοποιημένος από το ως τώρα συγγραφικό σας αποτύπωμα;

Κοιτάξτε, ο κόσμος με ξέρει περισσότερο, ή μάλλον κυρίως, ως ποιητή. Αλλά αυτό προέκυψε συμπτωματικά. Σε όλη μου τη ζωή ήμουν ένας εξαιρετικά σκληρά εργαζόμενος. Διέθετα πάντοτε ψίχουλα ελεύθερου χρόνου κι αυτά κλεμμένα από αλλού: από τον ύπνο, την οικογένεια, τους φίλους. Κατά συνέπεια ο χρόνος για τη γραφή ήταν πολύ λίγος κι αποσπασματικός. Δεν έχω καμία σχέση με το στερεότυπο του ποιητή, ενός μποέμ δηλαδή, συνήθως άεργου, αργόσχολου ή ημιαπασχολούμενου που ζει με τα λεφτά της οικογένειας ή των γνωστών του. Εδώ που τα λέμε νομίζω ότι είμαι από τις λίγες περιπτώσεις «μεροκαματιάρη ποιητή». Δε θυμάμαι τί δουλειά έκανε ο Ελύτης ή ο Σολωμός, ας πούμε!

Όταν λοιπόν ένας συγγραφέας δε διαθέτει χρόνο για γραφή, τί άλλο μπορεί να κάνει εκτός από ποίηση; Μικρά κείμενα. Αξίζει να σας πω ότι πολλά ποιήματά μου έχουν γραφτεί στη διάρκεια που οι μαθητές μου έγραφαν διαγωνίσματα και σχεδόν τα περισσότερα με το τελευταίο βραδινό ποτό πριν με πάρει ο ύπνος. Γι’ αυτό και πάρα πολλά έχουν μείνει ημιτελή. Έτσι, ποτέ σχεδόν δεν κατάφερα να κάνω αυτά που θα ήθελα, κι εννοώ τα μεγάλα βιβλία, τα δοκίμιά μου για τη βία, ας πούμε. Αν ποτέ το κατορθώσω, τότε θα πω ότι θα νιώθω ικανοποιημένος. Με την ποίηση είμαι ικανοποιημένος όμως. Ξέρω ότι έφτιαξα τον Ήβο, ότι έφτιαξα μια δικιά μου μουσική στη γραφή, μπορεί δύσκολη, μπορεί σκληρή… Και χαίρομαι όταν βλέπω ότι επηρεάζω άλλους κι ότι με μιμούνται κάποιες φορές. Δεν είναι και λίγο να μου λένε άγνωστοι ότι είμαι μόνος μου μια ξεχωριστή σχολή!

-Κε Ήβο, μιλήστε μας με τον δικό σας τρόπο για τον κόσμο που αναδύεται μέσα από τα έργα σας;

Ο κόσμος μου είναι μια προέλαση τοπίων με μουσική από σκωτσέζικες γκάιντες. Είναι διαδηλωτές με πλακάτ που δε γράφουν κανένα σύνθημα. Είναι το πρόσωπο της νύμφης Λάρισας πάνω σε αργυρό τετράδραχμο. Είναι το άρωμα του περγαμόντου όταν ένα κορίτσι γδύνεται αργά. Ο κόσμος μου βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση και ο θεός του κοιμάται εκ γενετής.  Ο κόσμος μου δεν έχει θρησκεία. Έχει πολύ νερό. Είναι γεμάτος τρύπες από άστοχες ανασκαφές. Είναι ιπτάμενα ψωμιά που οι άνθρωποι τους ρίχνουν γλάρους απ’ τα πλοία. Συνήθως έχει μουσική υπόκρουση απ’ το chaconne του Μπαχ. Έχει αναρίθμητους Χριστούς που ακολουθούν τον επιτάφιο ενός αγνώστου στρατιώτη. Καμιά φορά ουρλιάζει σαν σκυλί που του χάρισαν ένα περιδέραιο από τα μαύρα δάκρυα της Παλαιστίνης.

-Πώς βλέπετε τη σύγχρονη ελληνική ποίηση;

Κοιτάξτε, εγώ είμαι παντελώς άγνωστος σε αναρίθμητους Έλληνες. Έτσι συμβαίνει και με τις φωνές άλλων: είναι άγνωστοι σε μένα. Δεν ξέρω πολλά, σας είπα, δε διαβάζω ποίηση γιατί συνήθως δεν προλαβαίνω. Αλλά με τα όσα λίγα ξέρω δεν μπορώ να πω ότι σήμερα υπάρχουν ελληνικές πένες που να τείνουν προς την παγκοσμιότητα, πένες που να ξεφεύγουν το στερεότυπο του Αιγαίου και της ελιάς, από τα δύσκολα χρόνια τού φασισμού κι από τον ατέρμονο, βερμπαλιστικό, εσωτερικό διάλογο. Ποίηση δίχως τον Νίγηρα, το Κονγκό, το Κολοράντο, δίχως ύαινες και πολικές αρκούδες, δεν μπορεί να πάει μακριά. Ποίηση μόνο με βάγια και χαμομήλια, μπορεί να είναι ελληνική, αλλά δε θα είναι ποτέ μεγάλη. Το ίδιο θα έλεγα και για την ποίηση που δεν κουβαλά εικόνες, κάτι που είναι το βασικότερο στοιχείο τής σύγχρονης ελληνικής.

Η μεγάλη ποίηση χρειάζεται φαντασία. Και η φαντασία είναι η ικανότητα ενός νου να συνδυάζει στοιχεία, γνώσεις, με πρωτόγνωρο τρόπο. Μα, όταν ο νους δεν είναι πλημυρισμένος από στοιχεία, από γνώσεις, τότε οι πιθανότητες συνδυασμών μειώνονται. Δεν το είπα πριν, αλλά ο μεγαλύτερος ποιητής και για μένα είναι ο Όμηρος. Οι παρομοιώσεις του, όταν περιγράφει μάχες και σφαγές, δείχνουν αυτό ακριβώς που ζητώ για να μιλήσω για μεγάλη ποίηση. Ατέλειωτη γνώση. Ένα χατζάρι που κόβει ένα κεφάλι είναι για τον Όμηρο μια παπαρούνα που μόλις κοπεί, αρχίζει να γέρνει το κόκκινο και μαύρο άνθος της αργά προς το χώμα! Δεν μπορείς να το γράψεις αυτό αν δεν το ξέρεις, αν δεν το έχεις δει. Ζητώ από την ποίηση και μια κοφτερή ματιά στο ατελείωτο εικονοστάσι τού μικρόκοσμου. Δεν περιμένω απ’ αυτήν να με συστήσει σε μέλισσες, άλογα και τριαντάφυλλα. Ζητώ και μυρμήγκια, αλογάκια του διαόλου, πτώματα πεταλούδας, ανάσκελα μπαμπούρια… Και η ποίηση είναι μουσική και ρυθμός, με την έννοια ότι δε χωρούν σ’ αυτή παραφωνίες. Μια παραπάνω λέξη, μια παραπάνω συλλαβή ή μια λιγότερη, με αποδιώχνουν. Το ίδιο και τα υποκοριστικά, οι σάλτσες των κοσμητικών επιθέτων, οι «ποιητισμοί», οι άστοχες λέξεις, ο στόμφος, η συχνά πιασάρικη χυδαιότητα. Για να μην πω για ανορθογραφίες.

Αλλά, δείτε πόσο κινδυνεύουν οι αξιολογήσεις μας για τους άλλους ποιητές. Από μια εξωφρενική σύμπτωση έτυχε να νοσηλευτώ στο νοσοκομείο στο Ρίο για δυο περίπου βδομάδες. Όταν έγινε η δική μου εισαγωγή στη νευρολογική, έγινε ταυτόχρονα κι ενός ανθρώπου που δε γνώριζα καθόλου, ούτε κατ’ όνομα. Μας δόθηκαν διπλανά κρεβάτια. Γνωριστήκαμε λοιπόν σταδιακά κι έμαθα ότι έγραφε κι εκείνος κι ότι είχε εκδώσει κιόλας. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο ΛεωνίδαςΣόμπολος, ένας κατά τη γνώμη μου πολύ μεγάλος ποιητής των καιρών. Και δε θα έλεγα ποτέ ότι είναι σημαντικός, αν δεν υπήρχε αυτό το παιχνίδι της τύχης. Κι εξαρτάται πού θα αναζητήσει κανείς την ελληνική ποίηση. Κάποτε υπήρχε το στερεότυπο ότι αυτή υπάρχει στους μεγάλους  και σοβαρούς εκδοτικούς οίκους, όπως τον Ίκαρο και τον Άγρα. Αλλά ξέρουμε πια όλοι ότι η έκδοση βιβλίου από αυτούς και όλους τους οίκους είναι είτε επί πληρωμή τού ίδιου τού συγγραφέα που θέλει τη βιτρίνα του, είτε λόγω των γνωριμιών του. Και για τα ποιητικά περιοδικά δεν έχω μεγάλη ιδέα. Είναι ζήτημα αν έχω δώσει ως τώρα περισσότερα από 15. Παράκουσα και τη συμβουλή του Κακναβάτου: να στέλνεις, να στέλνεις συνέχεια και να πηγαίνεις σε συνέδρια. Αλλιώς δεν υπάρχει μέλλον. Κι ας μην μιλάμε για ανθολογίες και δη ερωτικής ποίησης. Προσωπικά, δεν υπάρχω σεκαμιά!

-Τα τελευταία χρόνια μοιάζει να μην υπάρχει κριτική λογοτεχνίας στη χώρα μας, παρά μόνο βιβλιοπαρουσιάσεις. Πού πιστεύετε πως οφείλεται;

Στη δεκαετία του ’70, τότε που η Ελλάδα άρχιζε να μυείται στη μαγεία τής υπερκατανάλωσης, θυμάμαι κάποιες αθηναίες κυρίες που επισκέπτονταν τις γειτονιές, έκλειναν ραντεβού με κάποια νοικοκυρά, που με τη σειρά της είχε ειδοποιήσει 4-5 γειτόνισσες και ξεκινούσε η αποκάλυψη: η επίδειξη των προϊόντων της τάπερ. Και δεν υπήρχε γυναίκα να μην αγοράσει κάτι, μικρό ή μεγάλο, ολόκληρης σειρά σε σιέλ, σε ροζ, σε κιτρινωπό… Κάτι τέτοιο μου θυμίζουν οι σημερινές βιβλιοπαρουσιάσεις. Μόνο που εδώ οι νοικοκυρές είναι περισσότερο γραμματισμένες, αλλά σίγουρα λιγότερο καλές μαγείρισσες. Σε κάθε συνοικιακό βιβλιοπωλείο θα γίνει κι από μία το μήνα και σε κάθε μικροεκδοτικό οίκο θα γίνει με κάθε του έκδοση. Είναι ευκαιρία να ξεχρεώσει ο συγγραφέας ποσοστό της έκδοσης και ευκαιρία στους προσκεκλημένους να βγάλουν την υποχρέωση προς τον συγγραφέα, αφού κι εκείνος είχε έρθει στη δική τους. Προσωπικά, ελάχιστα ασχολήθηκα με το σπορ. Φρόντισα μέχρι σήμερα να παρουσιάσω το έργο δυο ποιητών στους οποίους πιστεύω πολύ και μια φορά παρουσιάστηκα κι εγώ από το ΔΗΠΕΘΕ Αγρινίου. Αλλά, γενικότερα δεν πιστεύω στην κριτική της λογοτεχνίας. Τη θεωρώ σαν μια αρένα όπου ο κριτικός θα λιβανίσει ή θα αφορίσει, ανάλογα με τα κέφια και τα νιτερέσια του κάποιον. Δε νομίζω να χρειάστηκα ποτέ τους κριτικούς λογοτεχνίας για να διαβάσω κάτι ή για να το διαβάσω βαθύτερα. Στα νιάτα μου με συνάρπαζαν έστω και δυο αράδες για το έργο μου σε κάποιο περιοδικό ή εφημερίδα. Σήμερα αδιαφορώ παγερά. Ούτε που στέλνω τίποτε προς κριτική πουθενά. Στην κριτική πιστεύω μονάχα όταν πρόκειται για επιστημονικά άρθρα ή για επιδόσεις αυτοκινήτων. Αλλά κριτική ποίησης και μάλιστα επαγγελματικά; Δυσκολεύομαι να συμφιλιωθώ με την έννοια, όπως και με την κριτική της τέχνης γενικά. Αν είχε ποτέ της νόημα, δε θα χρειαζόμασταν ποτέ τον χρόνο για να κατακαθίσει η λάσπη τού παρόντος.

-Η ψηφιακή εποχή έχει αλλάξει τους όρους λειτουργίας της λογοτεχνίας και της κριτικής;

Έχω πει κάποτε, αστειευόμενος ως έναν βαθμό, ότι ένας από τους μεγαλύτερους κακούργους της ανθρωπότητας ήταν ο Γουτεμβέργιος και η τυπογραφία και κατ’ επέκταση οι επόμενες πληγές που ενέσκυψαν: το όφσετ και σήμερα οι υπολογιστές. Ο λόγος είναι ότι εκδημοκράτισαν, απλούστευσαν, φτήνυναν τόσο πολύ τη διαδικασία τής κυκλοφόρησης της γραφής και των ιδεών δίνοντας βήμα και στον κάθε πικραμένο. Δεν είναι πια το ότι «όλοι γράφουν», αλλά το ότι όλοι εκδίδουν, δημοσιοποιούν, αναρτούν. Προκύπτει ένας τεράστιος θόρυβος. Ένα τσουνάμι δημοσιεύσεων καταπνίγει την όποια ποιότητα. Χιλιάδες ποιητές, εκατοντάδες λογοτεχνικών περιοδικών και ομάδων. Και εννοείται άλλοι τόσοι ειδήμονες και σχολιαστές-κριτικοί. Οι λέξεις θαυμάσιο, αριστούργημα, φοβερό, μοναδικό, τέλειο… ξεφτίζουν με ιλιγγιώδη ταχύτητα.

Ξέρετε δεν είμαι ρομαντικός, αλλά πιο πολύ απ’ όλα τα βιβλία μου αγαπώ το πρώτο που είχε τυπωθεί με την παλιά μέθοδο. Μυρίζει ακόμη μελάνι και τα γράμματα σε κάθε σελίδα είναι ανάγλυφα, μπορούν να χαϊδευτούν οι λέξεις μία-μία. Και θυμάμαι το οικογενειακά συμβούλια αν θα μπορούσαμε ν’ αντέξουμε το βάρος της έκδοσης και με πόσα χρήματα θα συνεισέφερε ο θείος κι αν θα υπήρχε η παραμικρή ελπίδα απόσβεσης της αποκοτιάς μου. Θα ήθελα λοιπόν να ήταν πιο ζόρικα τα πράγματα πριν καθένας τολμούσε να κοινωνήσει στους άλλους τις ιδέες του. Μην πω ότι θα ήθελα να υπάρχει «αστυνομία» αισθητικής και να συλλαμβάνει όσους τολμούν να κακοποιούν την ποίηση δημόσια. Από την άλλη πλευρά, όμως, τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι και ευεργετικά. Γνωρίζεις φωνές που δε θα είχες παλιότερα την ευκαιρία. Γνωρίζεις κι ανθρώπους: εγώ μ’ εσάς είμαστε ήδη ένα καλό παράδειγμα. Έπειτα, εμένα προσωπικά  με βοηθούν σε πολλά επίπεδα. Μου δίνουν την ευκαιρία να κοινοποιώ γραπτά χωρίς να πληρώνω, σχεδόν σε καθημερινή βάση, προνόμιο που δε θα μου έδινε κανένας εκδοτικός οίκος. Μου έχουν χαρίσει ένα κοινό που ποτέ δε θα είχα μέσω των εκδόσεων. Κι επιπλέον μού χαρίζουν μια θέαση τμήματος της σύγχρονης δημιουργίας, οπότε μου επιτρέπουν να προχωρώ σε καλύτερη εκτίμηση του έργου μου.

-Υπάρχει λογοτεχνική ελευθερία και πως αυτή εξαργυρώνεται (από το κοινό και τους εκδότες);

Λογοτεχνική ελευθερία;  Υπάρχει, ναι, αλλά απαγορεύεται! Εγώ την εξαργύρωσα είτε με την εξορία μου από τα αθηναϊκά σαλόνια, είτε με το αντάρτικο, φορώντας δηλαδή συνεχώς ψευδώνυμα. Κάποτε ο Ηλίας Πετρόπουλος είχε γράψει ότι η ερωτική μου ποίηση αποκλείεται να βρεθεί σε αθηναϊκές ανθολογίες ποτέ, επειδή οι άνθρωποι τρέμουν μην και εισχωρήσει καμία «αιδοιότριχα» στα βιβλία τους  και τα μαγαρίσει. Και να έλεγε κανείς ότι είμαι πορνογράφος… Βέβαια δε μιλάμε μόνο για ποίηση. Στα σατυρικά μου έργα, που από τη φύση τους είναι πιο κοντά σε λέξεις «ου φωνητές», η αντίδραση είναι χειρότερη. Η «Ψ-ολυπιάδα» απασχόλησε και τον κλήρο που έψαχνε να βρει τον/την συγγραφέα για να τον/την περιποιηθεί. Ακόμα δε με έχουν αφορίσει. Ίσως δεν ευκαιρούν οι άνθρωποι. Αλλά πρέπει να δώσω και τα εύσημα στον τότε εκδότη μου, τον Διονύση Βίτσο. Είχε καταχαρεί με τα έργα μου και γι’ αυτό τα εξέδωσε. Εξαίρεση μεν, ευεξήγητη όμως: είναι άνθρωπος πολύ μορφωμένος κι επιπλέον… επτανήσιος!

Κατά τ’ άλλα, επειδή δεν μπορώ γράφοντας να είμαι απολιτικός, σας εκμυστηρεύομαι ότι δέχτηκα μεγάλες πιέσεις ακόμη κι από το ίδιο το εργασιακό μου περιβάλλον να εξαφανίσω ποιήματα, των οποίων οι πολιτικές αιχμές και η σχετική αθυροστομία θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τη δουλειά τους.

«…λίγα γραμμάρια αντίστασης
ζυγίζουν περισσότερο
από πολλές οκάδες προδοσία»

-Η τελευταία σας συλλογή «Κρεμασμένων πολιτείες» 2023 είναι ένας ύμνος προς τιμή των 120 εκτελεσθέντων (14 Απριλίου του 1944) δια απαγχονισμού και τουφεκισμού ηρώων τού Αγρινίου. Μιλήστε μας περισσότερο γι’ αυτό;

Γεννήθηκα κοντά στο Μεσολόγγι, δηλαδή δίπλα σε έναν τόπο αντίστασης και αέναης εξέγερσης. Αλλά και το Αγρίνιο έχει δώσει πολύ αίμα για την ελευθερία. Και δεν είναι μόνο η εκατόμβη ων εκτελεσμένων του ’44 τόσο στο Αγρίνιο, όσο και στα κοντινά του Καλύβια: άλλοι 90. Είναι και οι τρεις απαγχονισθέντες, προς παραδειγματισμό, στην κεντρική πλατεία τού Αγρινίου, μεγάλη Παρασκευή κι εκείνοι που κρεμάστηκαν από τηλεγραφόξυλα στα Καλύβια. Είναι κι οι αιματηροί αγώνες των καπνεργατών το 1936 κι άλλα. Το βιβλίο είναι ένα μνημόσυνο για όλους αυτούς κι ένα κατηγορώ εναντίον κάθε τυράννου, είτε αυτός παίρνει το πρόσωπο της Γερμανίας, είτε της ίδιας της Ελλάδας· έτσι κι αλλιώς οι τύραννοι είναι χαμαιλέοντες, αλλάζουν διαρκώς εμφάνιση. Το γεγονός των 120 το είχε υμνήσει πολύ πριν από μένα κι ο Ρίτσος στο ποίημά του «Αναστάσιμο Μνημόσυνο», αλλά εγώ δε θα σταματήσω ποτέ μάλλον να γράφω ελεγεία γι’ αυτό. Με ενοχλεί η αμνησία και μ’ ενοχλεί αφόρητα και η ασχήμια.

Θα σας πω τί εννοώ. Έχει ανεγερθεί στην πλατεία τού Αγρινίου ένα μνημείο προς τιμήν των τριών απαγχονισμένων, του Σούλου, Αναστασιάδη και Σαλάκου. Αν κάποιος δεν ήξερε ότι είναι στη Στερεά Ελλάδα, θα νόμιζε ότι βρίσκεται στον Νότο των ΗΠΑ κι έχει μπροστά του ένα μνημείο από τη δράση τής Κου Κλουξ Κλαν. Σε κάθε πλευρά τής ορειχάλκινης τριγωνικής στήλης βρίσκεται ανάγλυφη η εικόνα ενός ταλαίπωρου κρεμασμένου, με το σκοινί περασμένο στον λαιμό, τα μέλη του να αιωρούνται ακίνητα και με κουκούλα περασμένη στο πρόσωπο. Μα είναι αυτό μνημείο στην αντίσταση; Είναι άραγε φόρος τιμής στη λεβεντιά; Γιατί όχι σε κάθε πλευρά τής στήλης ένα κερί που καίει ή ένας ήλιος; Ευτυχώς που δεν ανέθεσαν στον ίδιο καλλιτέχνη να φτιάξει στην Αλαμάνα το μνημείο τού Θανάση Διάκου: θα τον απεικόνιζε παλουκωμένο να πονά, ίσως και φορώντας κι εκείνος κουκούλα. Δε θέλω να προχωρήσω σε αφορισμούς και να πω ότι η τέχνη πάντα οφείλει να είναι πολιτική (αν και συνήθως πάντα είναι από μόνη της, ασχέτως αν ο καλλιτέχνης/ο ποιητής έχει συνείδηση των πολιτικών του θέσεων). Η ποίηση δεν είναι ταγμένη να παράγει στίχους σαν «α, λαμπερό μου χρυσαφένιο αστέρι», αλλά όπως «έψαχνα να βρω σπίρτα να κάψω τα μυαλά μου». Έτσι θαρρώ. Το «Κρεμασμένων Πολιτείες» είναι έργο απολύτως πολιτικό. Μα εμφανέστερα πολιτικό είναι το «Όπως Κυλάει ο Λένας»

-Όταν εκδίδετε βιβλία, είτε τα προσφέρετε αφιλοκερδώς σε γνωστούς και αγνώστους, ποιητές και μη, είτε δωρίζετε τα έσοδα κυρίως σε συλλόγους υπέρ των άπορων παιδιών. Μιλήστε μας γι’ αυτή σας την επιλογή;

Από την ποίηση κάποιοι μπορεί να ζουν ή να ζουν καλά. Εκδότες συνήθως, βιβλιοπώλες, κληρονόμοι μεγάλων ποιητών… Αλλά δεν ξέρω ποιητή που να έζησε ή να ζει μέσω των ποιημάτων του. Αν ήθελα να πλουτίσω μέσω τής τέχνης, τότε θα έπρεπε να είχα γίνει μέτριος ή κακός ζωγράφος. Δεν κοστίζει να μιλάς ή να γράφεις. Γιατί να θέλεις να πληρώνεσαι γι’ αυτό; Κι ούτε έκανα ποτέ συμφωνία προπώλησης αντιτύπων, όταν προχωρούσα σε κάποιες «αυτοεκδόσεις». Κάποτε μάλιστα είχα συλλάβει μια ιδέα που δεν μπόρεσα ως σήμερα να υλοποιήσω. Ορμώμενος από τα φέιγ-βολάντς -κίτρινα, ροζ, βεραμάν- που διαφήμιζαν διάφορα κάποτε, σκέφτηκα να τυπώσω σ’ αυτό το ίδιο λεπτό χαρτί τα «ποιήματα για πέταμα». Θα πήγαιναν οι διανομείς διαφημιστικών φυλλαδίων και θα πετούσαν ποιήματά μου στις καφετέριες ή στους εμπορικούς δρόμους. Τέλειο! Όσο για τις δωρεές σε συλλόγους, όπως έγινε με τα έσοδα της έκδοσης «Κρεμασμένων Πολιτείες», αυτό είναι μέσα μου μεγάλο αγκάθι. Έφτασαν στ’ αυτιά μου ψίθυροι πως ήταν ένα απλό πρόσχημα για να εκμεταλλευτώ τους αφελείς και να «τσεπώσω» τα χρήματα. Τί νεοελληνική φρίκη!

-Ποιές δυσκολίες καλούνται να υπερβούν οι καλλιτέχνες τής επαρχίας;

Το μεγαλύτερο εμπόδιο συνοψίζεται σε αυτό που καταλαβαίνουμε ως «κλειστή» κοινωνία. Όταν όλοι σχεδόν γνωρίζονται με όλους και όταν όλοι ασχολούνται με τους άλλους, δύσκολα ξεφεύγει κάποιος από την ταμπέλα τού «ψώνιου» ή τού «γραφικού». Επιπλέον, πολύ δύσκολα συγχωρείται η συνοδοιπορία τού επαγγελματία με αυτή του καλλιτέχνη, αν τουλάχιστον αυτός ο καλλιτέχνης δεν παράγει λάχανα και κουτόχορτο, αλλά και τσουκνίδες κι αγκάθια. Ο λόγος που έχω χρησιμοποιήσει τόσα πολλά ψευδώνυμα είναι ακριβώς αυτός: μπορεί να έχασε η ματαιοδοξία μου, αλλά κέρδισε η γαλήνη μου. Καλύτερα άσημος και ήσυχος!

Αλλά θα μπορούσα να ρωτήσω κι εγώ εσάς: το αντιλαμβάνεστε ως καλλιτέχνη τής επαρχίας; Εάν εννοείτε αυτόν που δεν ζει στην Αθήνα, θα χαμογελάσω. Ξέρετε, έχω ζήσει μια δεκαετία στο Παρίσι, έχω ζήσει και στην Αθήνα αρκετά χρόνια. Όλα είναι θέμα κλίμακας.  Η Αθήνα είναι ένα ασήμαντο χωριό μπροστά στις μεγαλουπόλεις τού εξωτερικού: δεν εννοώ τον πληθυσμό βέβαια, αλλά το «ολίγον» τού σημερινού της πολιτισμού. Κι έπειτα δε ζω στο Αγρίνιο, στην επαρχία. Ζω κοντά σε ανθρώπους και κοντά στη φύση, πολύ κοντά της και καθημερινά. Τα έντομα δεν ξέρουν από επαρχίες και τα αηδόνια δεν υπάρχουν στις πόλεις. Τα μόνα πουλιά που ζουν σε πόλεις είναι τα αξιοθρήνητα ιπτάμενα ποντίκια, τα περιστέρια.

-Είστε Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Εθνολογίας. Οπότε δεν μπορώ ν’ αντισταθώ και να μην σας κάνω ερωτήσεις σχετικά με την επιστήμη τής αρχαιολογίας. Κε Ήβο, μπορεί η επιστήμη τής αρχαιολογίας να συμβάλει στην αλλαγή των θεωριών μας για τον κόσμο, τον άνθρωπο και το παρελθόν μας;

Μα το μεγάλο πρόβλημα της αρχαιολογίας είναι ότι δεν μπορεί να προσδιορίσει για ποιόν λόγο υπάρχει, αν εξαιρέσουμε «φτηνές» αξιοποιήσεις των μνημείων και των ευρημάτων: όταν λέω «φτηνές» εννοώ τη μετατροπή τους σε σειρήνες όλο και πιο αμόρφωτων τουριστών, τη χρήση τού χαμένου αρχαιοελληνικού κλέους, ως πατερίτσας στη σημερινή νεοελληνική ανυποληψία ή τέλος στη δημιουργία μουσείων ιστορίας τής τέχνης. Α, ξέχασα και το πάθος για την επίλυση μυστηρίων, τύπου Ατλαντίδος.

Θυμάμαι κάποιον θεωρητικό αρχαιολόγο αμερικανό, στη δεκαετία τού ’80 να δηλώνει ότι «η αρχαιολογία είναι το πιο ευχάριστο πράγμα που μπορείς να κάνεις, όσο φοράς ρούχα κι εσώρουχα», θέλοντας προφανώς να δείξει τη μηδενική απήχηση των αρχαιολογικών ερευνών ή συμπερασμάτων πάνω στον σύγχρονο τρόπο σκέψης. Κι αυτό είναι κρίμα, είναι η αποτυχία τής αρχαιολογίας γιατί θα μπορούσε να γονιμοποιήσει τα μυαλά, να τα προβληματίσει και να τα διδάξει. Αλλά όταν κοιτάμε τα χρυσάφια και τα μάρμαρα δε βλέπουμε τα σημαντικά: πόσο π.χ. η Ρωμαϊκή αυτοκρατορία πλήρωσε με καρκίνους τις καινοτομίες στην τεχνολογία της και αναφέρομαι στα δίκτυα ύδρευσης από μόλυβδο. Πόσο πλήρωσαν οι Αζτέκοι των υπερπληθυσμό τους και την εξαντλητική καλλιέργεια των γαιών. Τί σεβασμό έδειχναν οι άνθρωποι της παλαιολιθικής εποχής στα θηλυκά ζώα. Γιατί οι Εσκιμώοι πέταξαν τις καταστροφικές για τα κοπάδια καραμπίνες (που τους είχαν δώσει οι έμποροι γούνας) και ξαναγύρισαν στα πρωτόγονα καμάκια τους…

-Η αρχαιοελληνική κληρονομιά παρουσιάζεται επαρκώς μέσα στα μουσεία;

Τον εαυτό μου δεν τον είδα ποτέ σε καμιά προθήκη ελληνικού μουσείου. Εκεί πάντα  εκτίθενται οι άνθρωποι που και σήμερα κινούν τα νήματα, οι πρόγονοί τους έστω. Στο μουσείο των Μυκηνών είναι ξαπλωμένη φαρδιά-πλατιά η φάρα τού Αγαμέμνονα. Δεν είδα τίποτε που να μου θυμίζει αγρότη ή κτηνοτροφή μυκηναίο. Στο «εθνικό αρχαιολογικό», τί λάθος τίτλος, τον περισσότερο χώρο τον πιάνει το σόι τού Αλκιβιάδη. Δεν είχανε μελισσοκόμους στην Αττική; Δεν είχαν εταίρες; Δεν είχαν φτωχούς; Όχι λοιπόν, καθόλου επαρκώς. Δεν πρόκειται για μουσεία αρχαιοελληνικής κληρονομιάς, αλλά για μουσεία αρχαιοελληνικής εξουσίας, αρχαιοελληνικού θάμβους. Οραματίζομαι μουσεία τού κρασιού, μουσεία των ειλώτων, μουσεία τού μελιού, μουσεία των ασήμαντων ταφών, των πορνείων, των ευτελών κτερισμάτων. Εκεί ίσως περισσότεροι Έλληνες θα βρίσκαμε τους εαυτούς μας.

-Στη χώρα μας, σημαντικά μνημεία κινδυνεύουν ή και καταστρέφονται (βλ. καταγγελίες Σ.Ε.Α.). Γιατί πιστεύετε επικρατεί τέτοια αδιαφορία για την αρχαιολογική έρευνα;

Ο ένας λόγος ίσως φανερώθηκε στην προηγούμενη απάντησή μου. Οι Έλληνες ταύτιζαν πάντα την αρχαιολογία με αυτό που δεν έχουν στη ζωή: χρυσό, πλούτο χλιδή, δόξα! Γι’ αυτό και τους ενδιαφέρει σε ποιανού την τσέπη θα καταλήξει το πολύτιμο εύρημα. Με κοτρώνες και κεραμίδια να ασχολούμαστε τώρα; Ένας δεύτερος είναι η αδυναμία των αρχαιολόγων να μιλήσουν στον σύγχρονο άνθρωπο για σημαντικά πράγματα που απασχολούν όλους. Γιατί σκάβουν, γιατί μετρούν, τί μελετούν, τί επιδιώκουν ν’ απαντήσουν; Έχουν ερωτήσεις των οποίων η απάντηση θα ενδιέφερε τον καθένα; Θα το πω διαφορετικά: χωρίς τις ανασκαφές δε θα είχαμε λαμπρά βιβλία και δοκίμια. Μπορώ ν’ αναφέρω για παράδειγμα τα έργα τού Hanson, όπως το «ο Δυτικός Τρόπος Πολέμου» ή του Boardman την «Αρχαιολογία της Νοσταλγίας». Αυτά δε θα προέκυπταν ποτέ δίχως μελέτη και τού χώματος και τής γραμματείας. Αλλά το ερώτημα είναι αν έχουμε στη χώρα σήμερα μυαλά για τέτοια βιβλία…

Κι άλλος λόγος βαθύς είναι η παντελής απουσία σχετικής παιδείας. Οι Έλληνες είμαστε αρχαιολάτρες, αλλά όχι αρχαιογνώστες. Έχω πει μάλιστα πως είμαστε ο μοναδικός λαός που λατρεύει τόσο τους προγόνους του, αγνοώντας τα πάντα γι’ αυτούς. Όλοι οι Έλληνες εκθειάζουν τον Παρθενώνα κι ανάθεμα αν κάποιοι γνωρίζουν γιατί. Κάποτε, μια μαθήτριά μου, εμπνευσμένη αντιγραφέας από ποίηση του Σεφέρη, είπε στην τάξη πως οι αρχαίοι ναοί μοιάζουν με μαρμάρινες άρπες για να παίζουν μελωδίες με τους κίονες-χορδές ο άνεμος, το φως κι η θάλασσα. Κι όταν της είπα ότι μοιάζουν με άρπες επειδή έπεσαν οι τοίχοι, είπε έκπληκτη: μα τί, είχαν και τοίχους;

-Βλέπουμε πολλούς νόμους ν’ αλλάζουν προς το χειρότερο με το πρόσχημα της διευκόλυνσης των διαδικασιών (βλ. καταγγελίες Σ.Ε.Α.), και βλέπουμε αρκετές παρεμβάσεις τής εκάστοτε πολιτικής εξουσίας στη διαχείριση των μνημείων (των οποίων η κυριότητα ανήκει εξ ολοκλήρου στον ελληνικό λαό με βάση το σύνταγμα και τους νόμους τού ελληνικού κράτους) υπέρ άλλων συμφερόντων. Πόσο συμβάλει η άγνοια των απλών πολιτών και τί θα μπορούσε να γίνει;

Η ελληνική κοινωνία, λυπάμαι που θα το πω, έχει τους αρχαιολόγους χεσμένους. Το ίδιο και την αρχαιολογία τους.  Ο μεγαλύτερος Έλληνας σύγχρονος αρχαιολόγος υπήρξε ο Ανδρόνικος. Έδωσε στην Ελλάδα χρυσάφι, αλλά αυτό το έδιναν χρόνια τυμβωρύχοι, αλεπούδες, σκυλιά κι ανιχνευτές μετάλλων. Η μόνη διαφορά εκείνου και των άλλων ήταν το πού κατέληξε ο χρυσός. Μήπως θέλετε να μιλήσουμε για την Αίγυπτο και για τους θησαυρούς τού Τουταγχαμών και πόσο αυτοί βόηθησαν τον σύγχρονο Αιγύπτιο; Δικτατορίες, πείνα, τρομοκρατία… Εν ολίγοις ναι, η χώρα μας έχει μια αξιοθαύμαστη αρχαιολογική κληρονομιά, αλλά ποτέ οι Έλληνες δεν αισθάνθηκαν ουσιαστικοί της κληρονόμοι. Οι κληρονομιές βοηθούν για ένα καλύτερο μέλλον: είναι στήριγμα και έμπνευση, συνέχεια και αντοχή, ελπίδα και αυτογνωσία. Αλλά για να συντρέξουν όλα αυτά, απαιτείται ανάγνωση/ερμηνεία της κληρονομιάς κι αυτό με τη σειρά του απαιτεί παιδεία. Δεν ξέρω αυτή να δόθηκε ποτέ, οπότε δεν είμαι και ιδιαίτερα αισιόδοξος για το ζήτημα.

-Είστε καθηγητής και η επαφή σας με τα νέα παιδιά είναι άμεση. Για το φαινόμενο της έξαρσης της βίας στους νέους τί έχετε να πείτε; Τί, κατά την άποψή σας, ωθεί τους νέους προς αυτήν την κατεύθυνση;

Έχω περάσει ολόκληρες δεκαετίες δίπλα στους εφήβους και διδάσκοντας έκθεση είχα την ευκαιρία να τους αφουγκράζομαι συνεχώς. Είναι, θα μπορούσα να πω, παιδιά ορφανά ή μάλλον γίνονται όλο και περισσότερο ορφανά. Είναι παιδιά που δεν έχουν «σπίτι», ούτε σημαία. Αθλούνται, μαθαίνουν ξένες γλώσσες, κάνουν φροντιστήρια, αλλά δε ζουν. Και μάλλον από νωρίς μένουν χωρίς ελπίδες και σχέδια. Έχουν γονείς άνεργους, ή σχεδόν, και ζουν σε μια κοινωνία που διδάσκει ότι αν δεν έχουν τα πάντα είναι ένα τίποτα. Και τα περισσότερα παιδιά σήμερα είναι αμόρφωτα με τη βαθιά έννοια της λέξης. Έφηβοι 16-17 και δε γνωρίζουν τί σημαίνουν οι όροι καπιταλισμός, σοσιαλισμός, αναρχία, αριστερός, δεξιός… δε γνωρίζουν ιστορία, ούτε καν την πολύ πρόσφατη ελληνική. Όμως τα μισά γεμίζουν τους τοίχους με γκράφιτι όπως ANTIFA και ACAB και τ’ άλλα μισά θεωρούν ότι κάθε διαδήλωση γίνεται από αλήτες για φασαρίες. Ζουν σε αποτυχημένα σχολεία που ποτέ δεν κατάφεραν να γίνουν καταφύγια. Τουλάχιστον. Γιατί πιο πολύ μοιάζουν με  χώρους εξορίας από την αληθινή ζωή, και με χώρους ενός διαρκούς ελέγχου και αξιολόγησης με τη διαφορά ότι ποτέ δεν έγινε σαφής ο λόγος, η ουσία τής αξιολόγησης, άρα και το ίδιο της το νόημα. Και μάλιστα αξιολογούνται ως ικανά ή ανίκανα, αριστούχα ή τεμπέλικα από ανθρώπους που αποφεύγουν μανιασμένα οι ίδιοι να αξιολογηθούν. Είναι μια ατμόσφαιρα Καφκική.

Μην τρέφουμε αυταπάτες: σε μία κοινωνία που νοσεί, η μόνη όαση θα ήταν το σχολείο της; Μαθητές και εκπαιδευτικοί σ’ αυτήν δεν ανήκουν; Απ’ αυτήν δεν προέρχονται; Να πιστέψουμε ότι ο τίτλος τού εκπαιδευτικού είναι κάτι μαγικό που αποκλείει έννοιες όπως βία, ψυχασθένεια, ρατσισμό, συμπλέγματα, αμορφωσιά, ραστώνη, αυταρχισμό, φασισμό, αναξιοκρατία ευνοιοκρατία, λαϊκισμό, σεξισμό… και άρα ότι βρήκαμε τον τρόπο δημιουργίας μιας υγιούς νέας γενιάς; Και οι μαθητές πάλι; Από τί οικογένειες προκύπτουν; Άγιες;  Πώς λοιπόν όσα φρικαλέα αναπαράγονται εκτός προαυλίων να μην εμφανίζονται και μέσα σ’ αυτά; Κι επιπλέον τι προσφέρει, τί τάζει αυτή εδώ η κοινωνία στους νέους; Την ανεργία, τους μισθούς πείνας, τη μετανάστευση, το μέσον, την ατιμωρησία των ισχυρών, τον εμπαιγμό από τους πολιτικούς. Θα με παραξένευε λοιπόν αν δεν υπήρχαν βίαια ξεσπάσματα. Τα παιδιά δεν είναι ηλίθια. Βλέπουν τι γίνεται. Και πρέπει να λάβουμε υπόψη ότι η νεανική βία εννέα στις δέκα φορές είναι τυφλή, δεν έχει συγκεκριμένο στόχο. Ακριβώς επειδή είναι βία που προκύπτει από μίμηση, είτε των μεγαλύτερων είτε των θεαμάτων. Είναι βία απόγνωσης. Βία δίχως ιδεολογικό υπόβαθρο και γι’ αυτό βία εξαιρετικά δύσκολα αναχαιτίσιμη. Δεν μπορεί ν’ αντιμετωπιστεί με αστυνομικούς, με τιμωρίες/αποβολές ή με κοινωνικούς λειτουργούς. Έρχεται από πολύ βαθιά και θα έρχεται όλο και πιο δυναμικά. Είναι βία που προκύπτει από την αρρώστια τής κοινωνίας. Και πώς μια βίαιη κοινωνία ζητά νέους με πραότητα;

-Τί σας προκαλεί τον θαυμασμό;

Οι γυναίκες και κυρίως οι ωραίες γυναίκες.

-Τί έχει σημασία για εσάς;

Η ανθρωπιά, η φιλία, η γενναιοδωρία… τέτοιου είδους πράγματα που ευτυχώς είχα τη χαρά να τα έχω κοντά μου πάντα. Το αληθινό, ξαφνικό, «ευχαριστώ δάσκαλε για όλα» των παλιών μου μαθητών, όταν με συναντούν ως ώριμοι πια. Άλλωστε, δίχως αυτά θα ήταν αδύνατο να καταλάβω βαθιά την πίκρα, την αχαριστία, την προδοσία και -συγχωρέστε μου το παλιακό της έκφρασής μου- την πουστιά και την πουτανιά. Εν τέλει, σημασία έχει η ζωή: ένα κακοποιημένο σκυλί που μπορείς να το ηρεμήσεις και να ξεπεράσει τις φοβίες του, η μυρωδιά ενός ωραίου κυριακάτικου φαγητού, ένα φιλί που δόθηκε κι ένα που θα μπορούσε να  είχε δοθεί.

-Τί αγαπάτε ιδιαίτερα;

Το ρούμι, τα τηγανητά αυγά μάτια με πολλή ρίγανη, να οδηγώ άσκοπα με συννεφιά, τις αράχνες, λατρεύω τις αράχνες, τον ερωτισμό στη ζωγραφική, τα ποτάμια. Απεχθάνομαι τον θόρυβο από τις εξατμίσεις τα μηχανάκια, από τις παρέες που φωνασκούν στα καφέ στις ταβέρνες και στις παραλίες, από τα ring tones των κινητών, εν τέλει ορίζω τον θόρυβο ως το αντίθετο του πολιτισμού. Επίσης μ’ αρέσουν πολύ τα αγριολούλουδα, τα σπήλαια τα κοχύλια. Και βέβαια… το γέλιο. Δε ζω εύκολα χωρία αυτό.

-Ποιά είναι τα μελλοντικά σας σχέδια;

Δε θα τα πω, γιατί θ’ αρχίσει να γελάει ο Θεός. Αν και θα μου άρεσε, γιατί παραείναι σοβαρός τελευταία.

Γιατί στον τόπο σας
μοιάζουν με έλικες τα φέρετρα,
τους ρώτησα.
Γιατί πεθαίνουμε σαν γιασεμιά,
μου είπανε
και δε χωράμε αλλιώς στις νύχτες.

Άγγελος Ήβος

Βιογραφικό σημείωμα

Ο Άγγελος Ήβος γεννήθηκε στο Αγρίνιο το 1961. Είναι Δρ. Προϊστορικής Αρχαιολογίας και Εθνολογίας.

Εργογραφία: Δημοσίευσε αρκετά επιστημονικά άρθρα για την παλαιολιθική εποχή στην Ελλάδα και για την αντίληψη του χρόνου στις προϊστορικές σπουδές, όπως και το «Εγχειρίδιο Αρχαιοκαπηλίας, επίσημης και ανεπίσημης» (Περίπλους, 2003). Το «Άγγελος Ήβος» είναι ένα από τα ψευδώνυμα του Β. Σ. Παπακωνσταντίνου, αυτό που χρησιμοποιεί κυρίως στα ποιητικά του έργα. Στα σατυρικά του έργα: ως Εμμανουήλ Κυδώνης μάς έχει προσφέρει το «βλάσφημο» έργο συμβουλών υπέρβασης της κρίσης «Δια Χειρός Ελλήνων» (Περίπλους, 2011), ως ανώνυμος ή Σέβη Εράσμου την «Ψ-Ολυμπιάδα (Περίπλους) και ως Ερμόλαος Πυρομούστακος το «περί μαθημάτων ιδιαιτέρων» (Περίπλους). Ποίηση: Ως Άγγελος Ήβος και πάλι παρουσίασε στο περιοδικό Κλεψύδρα (τεύχος 6, Μάιος 2014) το, αν μη τι άλλο, πανέξυπνο πόνημα «Επτά Ανέκδοτα Ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη».

 «Αχέ», Μαυρίδης, 1980 «Παραδόσεις Απαλής Ανατοµίας», Ίβυκος, 1999 «Ορέων Και Θανάτων», Ίβυκος, 1999  «Ξερολιθιά», Πάροδος, 2000  «Νηών Κατάλογος», Ίβυκος, 2002  «Των Γυναικών Τα Στήθη», Ίβυκος, 2002  «Εικαστική Απεικόνισις Έκτορος Κακναβάτου», Ίβυκος, 2005  «Εβίβα Λα Ρεβολουτσιόν», Αυτοέκδοση,  2016 «Όπως Κυλάει Ο Λένας», Κύµα, 2018  «Ναπάλµι», Άγγελος Ήβος και Φαίη Νταν,  Κύφαντα, 202  «Κρεμασμένων Πολιτείες» Αγρίνιο, 2023.