Περί λογοτεχνικήςκριτικής & δοκιμιογραφίας – Μέρος Δ΄ | Κωνσταντίνος Λίχνος

Περί λογοτεχνικής
κριτικής & δοκιμιογραφίας

Μέρος Δ΄

Κάθε φορά που κατηγορείται η παιδεία -στην αγοραία σημερινή μορφή της- ως πηγή παντός κακού, υποδηλώνεται και μια σύνδεση ανάμεσα στη γενική εκπαίδευση και τη συνολικότερη πνευματική μας ζωή (τελικά, και με τη λογοτεχνική μας παράγωγη). Συμπέρασμα διόλου αβάσιμο, άλλωστε, αφού η παιδεία αποτελεί το θεμέλιο για την ολόπλευρη ανάπτυξη και πολιτιστική αναβάθμιση κάθε ανθρώπου. Η κατεύθυνση εξειδίκευσης που παίρνει τελευταία η γενική παιδεία, η επαγγελματοποίηση της και η στενή εργαλειοποίηση της παρεχόμενης γνώσης, είναι σίγουρο, πως δεν προάγουν τη φιλομάθεια και την κριτική σκέψη. Αντίθετα, αφυδατώνουν το πνεύμα και παράγουν ανθρώπους με περιορισμένα πνευματικά όρια, οι οποίοι αδυνατούν να ερμηνεύσουν την πολυπλοκότητα της σημερινής κοινωνικής πραγματικότητας. «Στον Έλληνα μαθητή, προσφέρεται με πληθωρική αφθονία ο συγκινησιακός λόγος, δηλαδή κείμενα καθαρά λογοτεχνικού χαρακτήρα. Αντίθετα, τα κείμενα του στοχαστικού λόγου, που προϋποθέτουν διανοητική συμμετοχικότητα από μέρος του μαθητή, διδάσκονται άτακτα, χωρίς συγκεκριμένο και σταδιακά ανελισσόμενο διδακτικό σχήμα. Αποτέλεσμα είναι η περιορισμένη λειτουργιά τού κριτικού λόγου, ένα είδος στοχαστικής δυσκινησίας, εννοιολογική πενία και έντονη αδυναμία να υψώσουν το λόγο, και ως λεκτική κατάκτηση και ως ύφος, πάνω από το επίπεδο του φτηνού και τριμμένου λογοτεχνισμού. Όλα αυτά, δεν δημιουργούν γόνιμες αφετηρίες και άνετες προσβάσεις για να αποτολμήσει κάνεις, με γερό οπλισμό, το πέρασμα απ’ τον αφηγηματικό και ποιητικό λόγο στον στοχαστικό και δοκιμιακό», γράφει ο Νικήτας Παρίσης. Γίνεται ξεκάθαρο, λοιπόν, πως μέσω της εκπαίδευσης δεν επιτυγχάνεται η εξοικείωση των νέων με τον δοκιμιακό λόγο και αυτό δυσκολεύει την προσωπική περιπλάνηση στο συλλογικό ταξίδι τής γνώσης και τής πνευματικής ανάτασης, αλλά περιορίζει και τα όρια της λογοτεχνικής μας δημιουργίας. Ο εξοβελισμός τού δοκιμιακού λόγου από τα προγράμματα της νεοελληνικής εκπαίδευσης, υπονομεύει την καλλιέργεια της κριτικής σκέψης, τη διορατικότητα στα κοινωνικά θέματα και την εκλέπτυνση της γλωσσικής έκφρασης· όλα εκείνα τα στοιχειά, δηλαδή, που διαμορφώνουν τον άρτιο λογοτεχνικό δημιουργό, μα και τον σκεπτόμενο αναγνώστη-πολίτη. Για το παραγκωνισμό τού δοκιμίου από τα κείμενα Νεοελληνικής λογοτεχνίας τού Λυκείου η Πολυτίμη Τζωρτζοπούλου γράφει τα εξής, «Σαν να είχε ημερομηνία λήξεως εγκαταλείφθηκε ο δοκιμιακός λόγος, λόγος τής έρευνας και τού στοχασμού, που συντηρεί την προσωπική άποψη και κρίση σε μια εποχή ακρισίας, που χαλκεύει τις αντιστάσεις μας ενάντια στη μαζική αποβλάκωση, που συνδαυλίζει τις ζωτικές διαδρομές τού νου για περισυλλογή και ευθηνή ανάμεσα στις τόσες διαχύσεις τής επικαιρότητας, ενώ παραστέκεται αρωγός στις απλήρωτες ανάγκες τού έσω κόσμου μας».
     Φαίνεται από τα παραπάνω, πως η προϊούσα υποβάθμιση της λογοτεχνικής κριτικής και του δοκιμίου, αντικατοπτρίζεται άμεσα και στο γενικότερο επίπεδο καλλιέργειας του αναγνωστικού κοινού. Παράλληλα, υπάρχει συσχέτιση ανάμεσα στο επίπεδο της λογοτεχνικής κριτικής, σε μια δοσμένη ιστορική περίοδο, και την αντίστοιχη ποιοτική στάθμη της λογοτεχνικής παράγωγης. Επιπλέον, η διάδοση, η απήχηση και το επίπεδο των φιλολογικών μελετών και της λογοτεχνικής κριτικής, εικάζεται πως σε έναν βαθμό εξαρτώνται και από την εξοικείωση μας με το στοχαστικό λόγο· δηλαδή, και από τη θέση που καταλαμβάνει το δοκιμιακό κείμενο στις διάφορες βαθμίδες τής εκπαίδευσης. Τέλος, η παραγωγή λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιακών κειμένων, καθορίζεται σημαντικά και από τον ξεκάθαρο υποστατικό τους προσδιορισμό, την οριοθετημένη θέση που κατέχουν, είτε ως λογοτεχνικά είδη πλάι στην πεζογραφία και την ποίηση, είτε ως επιστημονικά αντικείμενα πλάι σε άλλους κλάδους τής φιλολογίας. «Η φιλολογία αρνείται να προδώσει τον εαυτό της και να παραχωρήσει έδαφος για την ανάπτυξη της λογοτεχνικής κριτικής, ασχολούμενης με σύγχρονα λογοτεχνικά έργα. Όπου δε των πανεπιστημίων, υπάρχουν έδρες νεωτέρων λογοτεχνιών, αναλισκόμενες σε έργα καθιερωμένα και υπεράνω κριτικής κείμενα, ασκούν κυρίως την ερμηνευτική. Έτσι, η κριτική παραγκωνισμένη από το φυσικό λειτουργό της, τον επιστήμονα φιλόλογο, επαφίεται χωρίς σοβαράν αντίσταση -παντώς εγκύρου ελέγχου απόντος- στις περιπτύξεις τού εμπειρικού εραστή λογοτέχνου ή και απλώς τού φιλαναγνώστου τινός λογίου και ασκείται ανεύθυνα, χωρίς μέθοδο και συνέπεια καμία. Εν ονόματί της εκφράζονται στενότατα προσωπικές αντιλήψεις και γελωτοφόρες μέχρι δακρύων παραδοξότητες. Εξυπηρετούνται κάθε λογής σκοπιμότητες, ανατρεπτικές κάθε αρχής ηθικής ενίοτε. Η κριτική είναι άφραχτος χώρος, μέσα στον οποίο αλωνίζει ο καθείς κατά το δοκούν», υπογραμμίζει ο Μπάμπης Νίντας.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί, πως το λογοτεχνικό πρόβλημα των ημερών μας είναι βαθύτατο και πως μονάχα ακροθιγώς το εξετάσαμε. Δεν σκοπεί, όμως, να δώσει οριστικές και συγκεντρωτικές απαντήσεις η παρούσα δοκιμή, παρά, περισσότερο, να αναδείξει την αλληλοσυσχέτιση διαφόρων επιμέρους πτυχών τού προβλήματος. Έγινε λόγος για τον εκδοτικό παραγκωνισμό τού δοκιμίου, την υποβαθμισμένη θέση που κατέχει στη γενική εκπαίδευση, την ανεπίζηλη θέση που καταλαμβάνει στους κόλπους τής φιλολογίας, τον αντίκτυπο που έχει η έλλειψή του στην παραγωγή άξιας λογοτεχνικής κριτικής και στη λογοτεχνική δημιουργία συνολικότερα. Τα ερωτήματα, όμως, είναι πολλά και, συνεπώς, κάποια από αυτά τα παραβλέψαμε εσκεμμένα· ενώ, κάποια, αναπόφευκτα, μας διέφυγαν. Κατά πόσο η αδυναμία τού δοκιμιού, να κερδίσει μια σεβαστή θέση δίπλα στα άλλα λογοτεχνικά είδη, οφείλεται στον φιλολογικό του παραγκωνισμό και τον εξοβελισμό του από την εκπαιδευτική διαδικασία; Η παιδαγωγική, φιλολογική και λογοτεχνική υποτίμηση του δοκιμιακού λόγου, επιφέρει τελικά την υποβάθμιση της λογοτεχνικής κριτικής συνολικότερα; Όταν η λογοτεχνική κριτική είναι υψηλής ποιότητας, αποκαλύπτει το δυσδιάκριτο, τα στοιχειά τού έργου που ίσως περάσουν απαρατήρητα στον απαίδευτο και απροετοίμαστο αναγνώστη. Η κριτική μπορεί να απαλλάξει το έργο από τα περιττά του ψιμύθια, από τα ενδολογοτεχνικά στοιχειά που λειτουργούν εναντίον του, να αποκαθάρει τον αναγνώστη από παρανοήσεις και με τον τρόπο αυτόν να ενισχύσει την αισθητική τέρψη, που δύναται ένα λογοτεχνικό έργο να προκαλέσει. Κυρίως, όμως, υποστηρίζει το λογοτεχνικό κείμενο, ώστε να πέμψει λαγαρά τα νοήματά του στον αναγνώστη. Το λογοτεχνικό δοκίμιο, ως εργασία συνθέτη -που υπερβαίνει τις τυπολατρικές τάσεις για κατηγοριοποιήσεις και τεχνικές αξιολογήσεις των λογοτεχνικών έργων-, υψώνεται σε εκδήλωση των προσωπικών στοχασμών τού δοκιμιογράφου. Ως πεζογράφημα ιδεών, κείμενο δημιουργικής γραφής με επιστημονική μεθοδολογία, καταλήγει να αποτελεί θεωρητική τοποθέτηση απέναντι στα διαχρονικά και επίκαιρα προβλήματα της λογοτεχνίας (αισθητικά και ιδεολογικά), μα και της ζωής γενικότερα. Το πρόβλημα του καθορισμού τής φύσεως του δοκιμίου, υφίσταται λόγω τής ιδιάζουσας φύσης τού δοκιμιακού λόγου, τής τάσης του να στέκεται στο μεταίχμιο ανάμεσα στη λογοτεχνία και την εμπεριστατωμένη φιλολογική μελέτη, κι έτσι, πότε να κατατάσσεται στις τάξεις τής επιστήμης και πότε να συγκαταλέγεται ανάμεσα στα λογοτεχνικά είδη -το πεζογράφημα, το θεατρικό, το ποίημα- ως εφάμιλλό τους.
     «Η λογοτεχνική κριτική, ως κλάδος τής φιλολογίας, προϋποθέτει άρτια φιλολογική συγκρότηση, που ενώ η απουσία της ισοδυναμεί με την απουσία τού άξιου κριτικού, η παρουσία της δεν επισημαίνει αυτομάτως και την παρουσία του. Διαφορετικά, ο φιλόλογος -το πολύ με μια πρόσθετη εξειδίκευση- θα ήταν και λογοτεχνικός κριτικός. Η μεταφορά τής κριτικής από κλάδο τής φιλολογίας σε λογοτεχνικό είδος, δεν σημαίνει παρά αδυναμία διεξαγωγής κριτικής αντάξιας προς το κρινόμενο έργο. Αντί να επιχειρηθεί θεραπεία με προσαρμογή τής κριτικής προς την επιστήμη, επιχειρήθηκε ταύτισή της με την τέχνη· όπου παραστρατημένη δεν εκπληρώνει τον προορισμό της», συνεχίζει ο Μπάμπης Νίντας. Στον αντίποδα της παραπάνω άποψης, στέκεται εκείνη που υποστηρίζει πως η λογοτεχνική κριτική προάγει την ίδια την λογοτεχνία, με αφορμή την κρίση ενός λογοτεχνικού έργου. Συνεπώς, αποτελεί μια διαφορετικού τύπου λογοτεχνική δημιουργία, όταν ο λόγος της αυτονομείται και μεταφέρει νοήματα με το δικό του ξεχωριστό ύφος, απλώνοντας τους στοχασμούς πέρα από το κρινόμενο έργο, χωρίς ποτέ να απομακρύνεται ολότελα από αυτό. Το λογοτεχνικό δοκίμιο -ανώτερη μορφή τής λογοτεχνικής κριτικής- λόγω τής μεθοδολογίας του, τής αναλυτικής του δυναμικής και τής υφολογικής του ενάργειας, επιτάσσει να το αντικρίζουμε ως εμπεριστατωμένη φιλολογική μελέτη. Παράλληλα, επιτρέπει στον δοκιμιογράφο να πραγματοποιήσει θεωρητικές τοποθετήσεις, ιδεολογικές και αισθητικές παρατηρήσεις, αντιστοιχίες ανάμεσα στην εποχή του και παλιότερες, και, τελικά, να βαδίσει πέραν του λογοτεχνικού έργου που εξετάζει προάγοντας τον λογοτεχνικό λόγο συνολικά, με ένα προσωπικό του δημιούργημα. Πολλοί έφτασαν στο σημείο, λοιπόν, να υποστηρίξουν πως η υψηλή λογοτεχνική κριτική και η δοκιμιογραφία, είναι τέχνη και επιστήμη συνάμα· και, ίσως, να γελαστήκαν έτσι, πως διεξήλθαν τη σκόπελο τούτου του διλήμματος. Κάποιοι άλλοι, βέβαια, υποστηρίζουν, πως η λογοτεχνική κριτική δεν αποτελεί, ούτε λογοτεχνικό είδος, ούτε φιλολογικό κλάδο, μα στεγάζεται στη μεθόριο των δυο και διαμεσολαβεί ανάμεσα στον δημιουργό και το κοινό του· ως μια δημοσιογραφικού τύπου γέφυρα, που ενώνει τη λογοτεχνία με την κοινωνία. Ένας μοναδικός τόπος συνεύρεσης της λογοτεχνίας με την επιστήμη, καταλήγει τότε το δοκίμιο, χωρίς να ταυτίζεται ποτέ με κάποια από τις δυο. «Όπως ο λογοτέχνης, έτσι και ο δοκιμιογράφος, είναι δημιουργός στη περιοχή τής κριτικής και φτάνει να αποβεί ιεροφάντης, ένας οδηγός συνειδήσεων, ένας διδάσκαλος του καιρού του. Μελετά την εποχή του, παίρνει στάση απέναντι στα προβλήματά της και της λογοτεχνίας ιδιαίτερα. Μελετά τα προβλήματα των ανθρώπων, για να μπορεί να διακρίνει ως ποιό σημείο προχωρά ένας λογοτέχνης παρουσιάζοντας τη ζωή»,γράφει ο Πετρος Σπανδωνίδης.
     Το δοκίμιο, αυτό το βαρύτιμο είδος πεζού λόγου, με τη θεματική του ποικιλομορφία και την αλύγιστη επιμονή του να εγκύπτει επάνω στα σύγχρονα προβλήματα, αναζωπυρώνει τον στοχασμό και τη γόνιμη αντιλογία, σαν ριπή ζείδωρου ανέμου που ανακινεί τη σκέψη. Ως δομημένος στοχαστικός λόγος, που εγείρει διαρκώς ερωτήματα, αναζητώντας απαντήσεις, δε δύναται ποτέ να κατηγορηθεί πως προσφέρει ετοιμοπαράδοτη γνώση και παροπλίζει τη σκέψη. Αντιθέτως, παρασύρει τον αναγνώστη -προσηλωμένο και άγρυπνο- στον στίβο τού προβληματισμού και τον οδηγεί -δίχως να τον ποδηγετεί- στο ανοιχτό πέλαγος των ιδεών. «Η κριτική γίνεται δείκτης τού παρόντος, κατά τρόπο μεθοδικότερο και συστηματικότερο απ’ την ίδια την τέχνη. Συνειδητοποιεί και παρουσιάζει τα προβλήματα της εποχής της, προβάλλει τις νέες λογοτεχνικές δυνάμεις και προβαίνει σε ανακατανομή αξιών, ξανακοιτώντας παλιότερα δημιουργήματα μέσα από νέο πρίσμα. Γιατί αν η τέχνη είναι η ενσάρκωση της καλλιτεχνικής αλήθειας, η κριτική είναι η συνείδησή της· και σαν τέτοια, δεν μπορεί παρά να έχει χαρακτήρα παιδευτικό. Τούτο μας το βεβαιώνει και η διπλή της ιδιότητα, να στέκεται ανάμεσα από τη τέχνη και την επιστήμη», συμπληρώνει ο Κ. Στεργιόπουλος.
     Ο ρόλος τής κριτικής, δεν είναι απλώς να διαμεσολαβεί ανάμεσα στο κοινό και το παραγόμενο λογοτεχνικό έργο, ως επιτροπή αξιολόγησης και προώθησης του καλλιτεχνικού προϊόντος. Απεναντίας, οφείλει να μεταλαμπαδεύει τα νοήματα του λογοτεχνικού κειμένου, υπερβαίνοντας τις αμιγώς αισθητικές αξιολογήσεις, να προάγει τη λογοτεχνία και όχι τον υλικό της φορέα (το βιβλίο, ως εμπορεύσιμο προϊόν). Ο δοκιμιογράφος σπουδάζει τα ζητήματα της τεχνικής, για να εκλεπτύνει τα ενδολογοτεχνικά αισθητικά του κριτήρια και παραστέκεται στις εξέχουσες σύγχρονες λογοτεχνικές δημιουργίες, ενώ, συνάμα, προστατεύει από τη λήθη, τη λογοτεχνική παρακαταθήκη τού παρελθόντος. Ως λογοτεχνικός δημιουργός μάς βοήθα να εξερευνήσουμε τις διαφορετικές εκφάνσεις τού λογοτεχνικού φαινόμενου, σε σύνδεση με τις ποικίλες εκδηλώσεις τής πραγματικότητας που το γέννησε. Η εκδοτική υποχώρηση των φιλολογικών μελετών, της έρευνας και του λογοτεχνικού δοκιμιού, με την παράλληλη μεταστέγαση της λογοτεχνικής κριτικής σε ευτελείς εφημερίδες, περιοδικά και ανώνυμα ιστολόγια -σε μια εποχή που βαθαίνει διαρκώς η εμπορευματοποίηση των τεχνών-, οδήγησε στη μετεξέλιξη της κριτικής σε φτηνή βιβλιοπαρουσίαση, υποταγμένη στις ανάγκες τής διαφήμισης των παραγόμενων ως εμπορευμάτων λογοτεχνικών έργων. Αντιμέτωπος με τα τρομώδη συμπτώματα της εμπορευματοποίησης της τέχνης, ο γραπτός λόγος δίνει μια μάχη άνιση, την ίδια στιγμή, που η εικόνα, ως ανηλεής ωλητήρας, περνά από πάνω του για να τον απολιθώσει. Το μελάνι χύνεται αφειδώς, χωρίς λυποκράτημα, κι όμως, αδυνατεί να ποτίσει τις διψασμένες μας διάνοιες, που βαθμιαία συμβιβάζονται να παραμένουν άνυδρες και ξεραμένες. Η λογοτεχνική κριτική, ως πολιτισμική πράξη, ως διάλογος πάνω στις αισθητικές αποτιμήσεις και τη νοηματική βαρύτητα των έργων που αξιολογεί, λειτουργεί ως διαρκή διερεύνηση των λογοτεχνικών σημασιών. Δρώντας μέσα στη σφαίρα των επισφαλών βεβαιοτήτων, των συμβάσεων και των επικρατούντων αφηγήσεων κάθε εποχής, δεν δύναται ποτέ να αποστασιοποιηθεί πλήρως από την ιστορική συγκυρία. Αντιθέτως, αναλύει το κάθε έργο, οριοθετημένο μέσα στο πλαίσιο που δημιουργήθηκε, μα ύστερα, το επανατοποθετεί στη δική της εποχή και το επανεξετάζει. Προάγει έτσι την επικαιροποίηση της λογοτεχνίας, προσπέρνα τους ενδομορφολογικούς χαρακτηρισμούς και εστιάζει στους εξωαισθητικούς καθορισμούς τού λογοτεχνικού έργου· καθιστώντας την αποστολή της κοινωνικοπολιτικά διαφωτιστική, και σε τούτο, ομοιάζει παντελώς με την τέχνη. Σταθερή πυξίδα τής κριτικής, λοιπόν, δεν μπορεί παρά να είναι: η χειραφετική δύναμη της τέχνης. Σταθερό της κριτήριο, κανένα άλλο, από τη στάση των λογοτεχνικών έργων απέναντι στα αιτήματα της εποχής και τη συμβολή τους στον εξανθρωπισμό τού ανθρώπου.

Κωνσταντίνος  Λίχνος

*πηγή φωτογραφίας: https://www.thebookseller.com/rights/vintage-classics-acquires-rights-to-roberto-bolanos-backlist