Το μπουρίνι – Νίκος Μανούδης

Ο Παναγής, από μωρό σχεδόν, ήθελε να γίνει καϊκτσής, σαν τον πατέρα του και τον παππού του. Να αρμενίζει στη θάλασσα του Μαρμαρά, από τον Βόσπορο ως τον Ελλήσποντο, και να μιλάει με τα κύματα. Δίπλα τους μεγάλωνε και από μικρό παιδί ακόμα τους βοηθούσε σε όλες τις δουλειές. Είχαν ένα μεγάλο καΐκι και κάνανε μεταφορές κι εμπόριο. Σταφύλια, κρασί, ελιές, λάδι, παστά κρέατα, παστουρμάδες και σουτζούκια καραμανλίδικα πηγαινοέρχονταν για να θρέψουν Ρωμιούς, Αρμένηδες, Τούρκους, Εβραίους. Ακόμη και επιβάτες κουβαλούσαν. Έτσι είχε μάθει να λέει και κάνα δυο κουβέντες τούρκικες, αρμένικες, ποντιακές, εβραίικες. Παρακολουθούσε και μάθαινε για την πλοήγηση, για τον καιρό για τα θαλάσσια ρεύματα, για τις παγίδες τού νερού, για τις πονηριές τού εμπορίου. Ετοιμαζόταν να γίνει μεγάλος καραβοκύρης, αλλά τα συμφέροντα, τα λάθη και οι συμμαχίες είχαν άλλα σχέδια. Ήταν δεν ήταν δέκα χρονών όταν άρχισαν τα παρατράγουδα. Πρώτα οι φήμες κ’ ύστερα τα γεγονότα. Στην αρχή, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν, πως οι φίλοι γίνανε εχθροί, πως γεννήθηκε, θέριεψε, το μίσος και σκόρπισε τον φόβο. Αρχίσανε λεηλασίες, φόνοι, διωγμοί και, από τη μια μέρα στην άλλη, από νοικοκυραίοι γίνανε πρόσφυγες. Εκείνος, βρέθηκε με τη μάνα και τα τρία αδέλφια του σ’ ένα καραβάνι ταλαιπωρημένων χριστιανών. Πέρασαν στη Θράκη και συνέχισαν. Πρώτη μεγάλη στάση έγινε στο Πόρτο Λάγος· τέλος, έφθασαν στη Θεσσαλονίκη. Βάλανε τα κεφάλια τους και το βιος τους σε ένα εγκαταλειμμένο χαμόσπιτο, δίπλα στα τείχη. Τον πατέρα με το καΐκι τον επέταξαν οι Τούρκοι. Χάθηκε. Δεν μάθανε ποτέ τί απόγινε. Ακόμη και με τον Ερυθρό Σταυρό τον αναζήτησαν. Μάταια. Χάθηκε.

Η ζωή του άλλαξε. O Παναγής, καμάρωνε για το έργο του. Στα μάτια του φάνταζε σπουδαίο και ας ήταν ό,τι ήταν. Το έβλεπε, το ξαναέβλεπε και δεν το χόρταινε Και τί ήταν, αλήθεια; Ήταν ένα μεγάλο μπαούλο, αλλά τρίκυκλο. Είχε δυο ρόδες ποδηλάτου στα πλαϊνά και μια μικρότερη, πιο χοντρή, μπροστά. Οι γύρω πλευρές του ήταν βαμμένες με πηχτή γυαλιστερή μπλε μπογιά, που έλαμπε σαν σμάλτο. Από τη μπροστινή του μεριά, πάνω από τη μικρή του ρόδα, ξεκινούσε ένα στενό μπουρί που σηκωνόταν περίπου μισό μέτρο ψηλά κι έφερε ένα λαμαρινένιο καπέλο, σαν κράνος μεσαιωνικού ιππότη. Στην απέναντι πλευρά, ένας στενός σιδερένιος σωλήνας, βιδωμένος, απ’ άκρη σε άκρη, στο καρότσι, ήταν το χειριστήριο, για να το οδηγείς. Δεξιά του, ψηλά στερεωμένο, σε ένα χοντρό συρμάτινο γάντζο, κρεμόταν το φανάρι λουξ. Πιο χαμηλά, στο μπαούλο, στην ίδια μεριά, ξεχώριζε ένα μικρό ντουλαπάκι. Εκεί μέσα ήταν η εγκατάσταση θέρμανσης των προϊόντων και η αποθήκη. Όλο το πάνω μέρος ήταν σκεπασμένο με γαλβανισμένη λαμαρίνα, χωρισμένη σε μεγάλες τετράγωνες θήκες. Εκεί μέσα στοιβαζόταν, σε χαμηλά λοφάκια, το εμπόρευμα. Χοντρά αλμυρά φιστίκια, στραγάλια, σταφίδες, πασατέμπος, ηλιόσποροι. Αυτά ήταν τα βασικά, λαϊκά, είδη, γιατί σε μιαν άκρη στέκονταν, σε μικρά απατηλώς παραφουσκωμένα άσπρα σακουλάκια, τα είδη πολυτελείας, αμύγδαλα, φουντούκια, αιγινήτικα. Ένα λεπτό σύρμα ξεκινούσε ψηλά από την καμινάδα και έφθανε απέναντι μέχρι τον γάντζο με το «ΛΟΥΞ». Πάνω του ήταν κρεμασμένες σημαιούλες, ελληνικές και βυζαντινές με τον δικέφαλο αετό. Αυτό δεν ήταν ένα απλό καροτσάκι με ξηρούς καρπούς, ήταν ένα περήφανο ψαροκάικο, που πήγαινε δεκαπενταύγουστο στη γιορτή τής Παναγίας. Γιατί έτσι το ήθελε ο «καπετάν Παναγής» του. Το οδηγούσε περήφανα στην παραλία τής Θεσσαλονίκης, κι αν το έβλεπες από μακριά φάνταζε σαν να αρμένιζε στη θάλασσα ίσα για την Αρετσού, για το Μπαξέ. Κι εκείνος, θαρρείς ξεχασμένος από τα χρόνια, με το μαύρο, ναυτικό, καπέλο, το πρόσωπο σκαμμένο, αλλά γαλήνιο και βλέμμα καθαρό και ευθύ σαν βέλος, το έσπρωχνε ανάμεσα στον κόσμο, μέχρι να αράξει στο «λιμανάκι» του, κάτω από τον Λευκό Πύργο.

Τα πρώτα χρόνια, έπιανε όλη την παραλία προς το λιμάνι. Έφθανε μέχρι την πλατεία Αριστοτέλους. Σταματούσε εκεί για να πουλήσει κ’ ύστερα ξαναγύριζε. Αργότερα, άλλαξε ρότα. Προς το Βασιλικό Θέατρο και τη νέα παραλία. Ανάσαινε, ρουφούσε την αλμύρα και γέμιζε ζωή. Φιστίκια, στραγάλια, πασατέμπος, δραχμή δραχμή έβγαζε το μεροκάματο. Πάντα κάτι γινόταν στην παραλία. Μαζεύονταν κόσμος, γέροι, νέοι, οικογένειες με παιδιά, κατέβαιναν να πάρουν τον αέρα τους. Πάντα υπήρχε δουλειά, ήταν και τα καραβάκια που φόρτωναν κόσμο για απέναντι. Αλλά, όταν άνοιγε η Έκθεση ήταν το κάτι άλλο. Ένα πανηγύρι. Δεν προλάβαινε. Τότε, έρχονταν και πλοία τού στόλου σημαιοστολισμένα και ξεγελιόταν, γιατί τα περίμενε και τότε στη Μικρά Ασία να τους σώσουν. Τέλος πάντων. Έκανε οικογένεια και πάντρεψε παιδιά με την «ΕΛΠΙΔΑ». Τα χρόνια πέρασαν, είχε ασπρίσει πια και δεν είχε ανάγκη να δουλέψει. Τα παιδιά είχαν φύγει, είχαν μείνει εκείνος και η γυναίκα του. Το σπιτάκι στα κάστρα το ’χε συμμαζέψει, είχε και δυο παράδες στην άκρη, δεν είχε ανάγκη να συνεχίσει. Αλλά, και τί να κάνει; Το σπίτι δεν τον κρατούσε. Τον τραβούσε η θάλασσα. «Τελευταίος εγκαταλείπει το καράβι ο καπετάνιος», έλεγε στους φίλους του, που τον πείραζαν στο καφενείο για την επιμονή του, όταν καμιά φορά πήγαινε.

Σηκωνόταν χαράματα, όπως οι περισσότεροι γέροντες. Έβγαινε στη μικρή του αυλή και φρόντιζε τα λουλούδια, που είχε φυτεμένα στους μεγάλους τσίγκινους τενεκέδες. Πότιζε τους βασιλικούς, τους κατιφέδες, τις μολόχες, τις μικρές καυτερές πιπεριές, τον δυόσμο, τη μαντζουράνα, καθάριζε τα ξερά φύλλα, ξερίζωνε όποιο αγριόχορτο τολμούσε να φυτρώσει και σκάλιζε το χώμα για να δώσει αέρα στις ρίζες. Την ίδια ώρα τον έπαιρναν είδηση και δυο γάτες τής γειτονιάς, τον πλησίαζαν, κι άρχιζαν να τρίβονται στα πόδια του. Ήξεραν την ώρα του και τις συνήθειές του. Τις τάιζε με τα αποφάγια, που απόμεναν από την προηγουμένη, τις έλεγε μερικά γλυκόλογα κι έμπαινε πάλι μέσα. Η γυναίκα του, τον περίμενε με τον σκέτο καφέ και τα παξιμάδια με τις ελιές. Τον πίνανε συντροφιά, λέγανε τα δικά τους, για τα παιδιά, για τα εγγόνια, για τα πονίδια που τους συντρόφευαν, για το μεσημεριανό φαγητό. Ύστερα, έβαζε τα ρούχα τής δουλειάς κι έπαιρνε τον κατήφορο για την παραλία. Τις φορές που χρειαζόταν προμήθειες περνούσε πρώτα από το Καπάνι και τη Μοδιάνου, φορτωνόταν τις τσάντες με το εμπόρευμα και συνέχιζε για την πλατεία Ιπποδρομίου. Εκεί, σε ένα στενό, είχε το ισόγειο ραφτάδικο ο παιδικός του φίλος, από την πατρίδα, ο Κωνσταντής. Εκεί μπροστά, δεμένο με μια αλυσίδα και σκεπασμένο με χοντρό μουσαμά, στάθμευε την «ΕΛΠΙΔΑ» του, ο Παναγής. Κοντά σαράντα χρόνια φάγανε μαζί και ήπιανε χαρές, λύπες και σεκλέτια. Αφού σχολιάζανε τα καθημερινά, έβγαζε τον μουσαμά, άναβε τη φωτιά και έσπρωχνε το καράβι για τη θάλασσα. Όταν έφθανε στον Λευκό Πύργο το εμπόρευμα, ήταν κι ’όλα ζεστό, τραγανό. Χαμήλωνε τη φωτιά, έβγαζε από το αμπάρι τα υπόλοιπα, τα στόλιζε στο κατάστρωμα, έβαζε μια παλιά, αλλά καθαρή, άσπρη ποδιά, άνοιγε το σκαμνάκι του, άναβε τσιγάρο και καθόταν να ξαποστάσει και να μιλήσει με τη θάλασσα. Μια κουβέντα που δεν τέλειωνε παρά μόνο αν ερχόταν κανένας πελάτης. Όταν δεν είχε δουλειά και κόσμο, σκορπούσε μερικούς ηλιόσπορους γύρω του. Τον γνώριζαν οι γλάροι και μαζεύονταν εκεί να τους τσιμπήσουν. Εκείνοι, έκραζαν με την άσχημη φωνή τους κι αυτός τους μιλούσε. Τους ζήλευε, που ήταν ελεύθεροι να πετάνε, να πηγαίνουν όπου τους τραβούσε η καρδιά τους. Εκεί, καθώς καθόταν και κοίταζε απέναντι, με τα χρόνια, είχε μάθει να διαβάζει τον καιρό. Τα ματωμένα ηλιοβασιλέματα της Θεσσαλονίκης μπορεί σε κάποιους να γεννούσανε μελαγχολία, νοσταλγία κι έρωτα, σε κείνον, όμως, μαρτυρούσανε άλλα μυστικά. Κάθε συννεφάκι, μια πιο σκούρα μαβιά απόχρωση στο πορφυρό τ’ ουρανού, σήμαινε κάτι. Η διαύγεια στον Όλυμπο απέναντι, το τρέμουλο στο κύμα, το σκούξιμο των γλάρων, ήταν για κείνον σημάδια. Θαρρείς του μιλούσε ο καιρός, του πρόδιδε τα σχέδιά του. Μόνο τα πρώτα χρόνια έπαθε ζημιές από ξαφνικά μπουρίνια και βροχές. Κι αφού έπαθε, έμαθε. Δεν αιφνιδιάστηκε ξανά. Υπολόγιζε με ακρίβεια την ώρα. Έσβηνε τη φωτιά, έκρυβε στο αμπάρι όσα χωρούσαν, σκέπαζε με χοντρό μουσαμά το κατάστρωμα και τραβιόταν στην άκρη, στο αντλιοστάσιο, δίπλα στον Πύργο. Ποτέ κανένας δεν παραπονέθηκε για υγρό φιστίκι.

Την πρωτοχρονιά που πέρασε, καθώς είχαν μαζευτεί παιδιά και εγγόνια σπίτι και λέγανε ευχές, μια ύπουλη σκέψη άρχισε να γεννιέται στο μυαλό του. Μήπως να τα παρατήσει; Δεν είπε σε κανέναν τίποτε. Όμως, τις επόμενες μέρες, το συζήτησε με τον φίλο του, τον ράφτη, κι εκείνος συμφώνησε. Είχαν κυρτώσει και οι δύο, δεν τους έμενε πια φλόγα στο σώμα και η ζωντανή τους καρδιά δεν έφτανε για να το τροφοδοτήσει. «Να περάσει κι αυτό το καλοκαίρι και από χειμώνα να τελειώνουμε». Το είπαν, το συμφώνησαν, ήπιαν, μάλιστα, κι ένα τσίπουρο στο πόδι για να το επισφραγίσουν. «Τέρμα από εμάς· καλό παράδεισο, τώρα», είπαν και γέλασαν με την καρδιά τους. Είχαν χορτάσει κι οι δυο τους από τις περιπέτειες της ζωής κι η ζωή από κείνους. Μόνο που τον Παναγή άρχισε να τον βασανίζει μια σκέψη που του μάτωνε τη καρδιά. Τί θα κάνει το καράβι του. Τί θα κάνει την «ΕΛΠΙΔΑ» του. Σκέφτηκε, πως ίσως θα μπορούσε να την χαρίσει ή και να την πουλήσει σε κανένα νέο συνάδελφο. Αλλά, και μόνο η ιδέα πως μπορεί να κατεβαίνει στην παραλία και να τη βλέπει στα χέρια κάπου άλλου τον τάραζε. Ήξερε πως αυτό δεν ήταν λογικό, πως έτσι θα μπορούσε να καμαρώνει που εκείνη ακόμη θα ήταν σε δράση, κι όμως πονούσε. Πώς θα περνούσε στα ξένα χέρια; Την ένοιωθε. Είχε γεράσει κι εκείνη μαζί του, έτριζαν οι ρόδες της, καθώς έτριζαν και τα δικά του γόνατα, αλλά ακόμα άντεχε. «Θα δείξει, έχουμε καιρό», μονολογούσε, κι όλο τη χάιδευε και την γυάλιζε.

Ξημέρωνε 17η Μαΐου. Η άνοιξη σε έκρηξη αναστάτωνε τη φύση παντού. Φούσκωνε ασυγκράτητη, σχεδόν χυδαία, τους τρυφερούς βλαστούς των φυτών, τροφοδοτούσε με ζωή τα ενοχλητικά λεπιδόπτερα, τα φασαριόζικα σπουργίτια, τον ενθουσιασμό των παιδιών, τον ερωτισμό των νέων, την ελπίδα των γερόντων. Ήταν μια μέρα που κατάστρεφε αλύπητα την απαισιοδοξία. Ένα πανηγύρι χρωμάτων και μεθυστικών αρωμάτων. Ο ήλιος ξεμύτισε πίσω από τις χαμηλές σκεπές των σπιτιών στην Άνω Πόλη και μαζί με την ανατολή έφερε από το Χορτιάτη ένα πρωινό αεράκι φορτωμένο με μυρωδιές από τα κωνοφόρα, τη ρίγανη και το θυμάρι. Χώθηκε βιαστικό, στον λαβύρινθο της πόλης, τον καθάρισε από τις αμαρτίες τής νύχτας και χάιδεψε τη θάλασσα, που ανατρίχιασε από ταραχή. Ο Παναγής, βγήκε, όπως κάθε μέρα, στη μικρή του αυλή. Πότισε τα λουλούδια, τάισε τις γάτες, ήπιε τον σκέτο με τη γυναίκα· μάλιστα, της χάρισε κι ένα φιλί στο μάγουλο, που την έκανε να κοκκινίσει. «Άντε βρε, δεν ντρέπεσαι». Ετοιμάστηκε, έβαλε και στην τσέπη ένα μικρό ραδιοφωνάκι, που του είχε κάνει δώρο ο γιος του, και πήρε τον δρόμο για κάτω. Τί σου είναι η άνοιξη; Ξέχασε τα χρόνια που κατηφόριζε χοροπηδώντας στο καλντερίμι, έριξε μια πονηρή ματιά στη γριά γειτόνισσα, που την καλόβλεπε στα νιάτα τους και άνοιξε το ραδιόφωνο να ακούσει τραγούδια. Πέτυχε την πρόγνωση του καιρού, που η ΕΜΥ ανακοίνωνε μια λαμπρή και ζεστή μέρα για τη Θεσσαλονίκη, και μετά άρχισαν τα τραγούδια, «το πρωί με ξυπνάς με φιλιά», που άρχισε κι εκείνος να το σιγοτραγουδά, καθώς κατέβαινε την Αγίας Σοφίας.

Έφτασε γρήγορα στο ραφτάδικο του φίλου του. Αντάλλαξαν χαιρετισμούς και πειράγματα «από το πολύ βελόνι τα μάτια σου γίνανε σαν δαχτυλήθρες», «δεν κοιτάς τα χάλια σου, καπετάνιε τής στεριάς»· ύστερα, φόρτωσε το κατάστρωμα με το εμπόρευμα, στόλισε με καινούργιες σημαίες, αράδιασε τριγύρω κατακόκκινα γλειφιτζούρια κοκοράκια, άναψε χαμηλά στο αμπάρι τη φωτιά και ξεκίνησε. Σήμερα, η παραλία είχε την τιμητική της και το καΐκι τους έπρεπε να ήταν αντάξιο. Ήταν μια ξεχωριστή μέρα. Το απόγευμα θα γίνονταν τα εγκαίνια της έκθεσης βιβλίου στην παραλία. Ο Πανελλήνιος Σύλλογος Εκδοτών, μετά από μαραθώνιες συσκέψεις, είχε πάρει μια «επαναστατική» απόφαση. Αφού ο κόσμος δεν έμπαινε στα βιβλιοπωλεία, να μπουν τα βιβλία μέσα στον κόσμο. Το Υπουργείο Πολιτισμού στήριξε την ιδέα και δόθηκε ο τίτλος «Άνοιξη στο Βιβλίο». Στήθηκαν δεκάδες μικρά, ξύλινα, σπιτάκια, ακριβώς μπροστά στην άκρη τής προκυμαίας, όπου κάθε εκδοτικός οίκος θα παρουσίαζε τα έργα του. Συνδέθηκαν με ρεύμα, οργανώθηκαν περίπτερα πληροφοριών, αναρτήθηκαν μεγάφωνα για τις ανακοινώσεις και τη μουσική.

Στις εννέα η ώρα ήταν στη θέση του. Ολοκλήρωσε την ταχτοποίηση, έλεγξε τα πράγματα και ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα κάθισε στο σκαμνάκι του να πιει ένα τσιγάρο. Το μάτι του χάθηκε στον Θερμαϊκό, αλλά το μυαλό του τον γύρισε πάλι πίσω στις δικές του, τις παιδικές, θάλασσες. Χωρίς να το καταλάβει, άρχισε να σιγοτραγουδάει, «Γκελ γκελ καϊκτσή, γιαβάς, γιαβάς, μες της Πόλης τ’ ακρογιάλι μες στη σιγαλιά…». Δεν μπορούσε να γλυτώσει απ’ αυτά. Κι ενώ αρμένιζε στη θάλασσα του Μαρμαρά, ένοιωσε ένα σκούντημα στον ώμο. Ένα παιδάκι ήθελε ένα γλειφιτζούρι. Συνήλθε. Γύρισε το κεφάλι του στην προκυμαία. Ένα ασυντόνιστο εργοτάξιο. Σαν μερμήγκια σε κατάσταση πανικού. Τρέχανε όλοι να προλάβουν τον χρόνο. Ήξερε πως θα ήταν όλα έτοιμα στην ώρα τους. Τους γνώριζε καλά τους Έλληνες. Πάντα την τελευταία στιγμή.

Τα εγκαίνια είχαν προγραμματισθεί για τις επτά. Θα έρχονταν όλες οι αρχές τής πόλης. Το μεσημέρι, ένα φορτηγό τού Δήμου μετάφερε και έστησε μια ξύλινη εξέδρα απ’ όπου θα γίνονταν οι ομιλίες. Στήθηκαν μεγαφωνικές εγκαταστάσεις και σημαίες. Γύρω στις τρεις, οι κινήσεις άρχισαν να περιορίζονται. Ένα ελαφρό αεράκι άρχισε να ρυτιδώνει τη θάλασσα και φάνηκαν τα μικρά ιστιοφόρα τού ναυτικού ομίλου, με τους μελλοντικούς ιστιοπλόους, να κινούνται στον Θερμαϊκό. Μια κοντινή καντίνα γέμισε κόσμο για φαγητό με νερό ή μπύρα στο πόδι. Δεν ήταν λίγοι απ’ αυτούς που ψώνισαν από τον Παναγή ξηρούς καρπούς, για να ξεγελάσουν κάπως την πείνα τους. Το απομεσήμερο, οι δουλειές είχαν σχεδόν τελειώσει. Μόνο κάποιες τελευταίες λεπτομέρειες ολοκληρώνονταν στα περίπτερα της έκθεσης. Άρχισαν να καταφθάνουν οι πρώτοι περιπατητές και ανακατεύθηκαν με τους εργαζόμενους. Ήταν οι συνηθισμένοι, που μαζεύονταν εκεί κάθε μέρα. Κυρίως παρέες συνταξιούχων, που παρακολουθούσαν και σχολίαζαν, πολλές φορές καυστικά και πικρόχολα, την πολιτική κατάσταση. Εκείνη την ημέρα, είχαν πλούσια θέματα για συζήτηση. Για την αξία τού βιβλίου, για τα χρήματα που κόστιζε η έκθεση, για την αισθητική. Ο Παναγής, τούς γνώριζε και τον γνώριζαν, αλλά δεν ανακατευόταν σε αντιπαραθέσεις. Εκείνου το μυαλό ήταν αλλού. Γύρω στις έξι κατέφθασε ένα κλειστό φορτηγό και κατέβασε τραπέζια. Πίσω του έφθασαν υπάλληλοι, που τα ταχτοποίησαν, άρχισαν να ανοίγουν κουτιά και να στήνουν πιατέλες. Με το τέλος των εγκαινίων θα υπήρχε μπουφές με αλμυρά, γλυκά και αναψυκτικά. Στις έξι και δέκα κατέφθασαν δυο περιπολικά με αστυνομικούς, που άρχιζαν να ρυθμίζουν με τις σφυρίχτρες τους την κυκλοφορία. Ο κόσμος πολλαπλασιάζονταν με εντονότερο ρυθμό. Ο Παναγής δεν προλάβαινε να πουλάει φιστίκια, στραγάλια, σπόρια, γλειφιτζούρια και σημαιούλες. Δίπλα του, στήθηκε μια συντροφιά από καλλιτέχνες του δρόμου. Μουσικούς και ηθοποιούς παντομίμας, που άρχισαν να κάνουν το πρόγραμμα τους. Ένας νεαρός ζωγράφος έστησε κοντά του μια μικρή έκθεση με έργα του. Κυρίως θαλασσογραφίες με ηλιοβασιλέματα. Στις εξίμιση από τα μεγάφωνα άρχισε να ακούγεται οργανική μουσική τού Χατζηδάκη. «Το χαμόγελο της Τζοκόντα». Ήταν διάχυτη η ένταση και η αναμονή των εγκαινίων. Ο κόσμος, χαρούμενος, τριγυρνούσε από περίπτερο σε περίπτερο, τα παιδιά τρέχανε και τσίριζαν ελεύθερα. Ο Παναγής, δεν προλάβαινε να σηκώσει κεφάλι από τη δουλειά. Φαινόταν πως σε λίγο θα είχε ξεπουλήσει. Ήταν χαρούμενος. Μόνο που σε κάποια στιγμή το βλέμμα του σκοτείνιασε. Κάτι ξεχώρισε με την άκρη τού ματιού του. Άφησε για λίγο το καρότσι μόνο του και πλησίασε στην άκρη τής προκυμαίας. Η θάλασσα συνέχιζε να έχει το ίδιο εκείνο μικρό ρυτίδωμα· απέναντι ο Όλυμπος ξεχώριζε, χλωμός από την υγρασία, και περίμενε να μαζέψει πίσω τον ήλιο στη δύση, αλλά στην ανατολή, πάνω από τον Χορτιάτη, τα πράγματα ήταν διαφορετικά. Άρχισαν να ξεπροβάλουν μαύρα σύννεφα. Όλα αυτά τα σημάδια τον ανησύχησαν. «Σκούρα τα πράγματα» μονολόγησε. Μπήκε σε επιφυλακή. Γρήγορα ο αέρας άλλαξε, έγινε πιο ψυχρός, η θάλασσα ταράχτηκε και οι γλάροι έκραξαν παράξενα.

Στις επτά ακριβώς ακούστηκε η σειρήνα ενός περιπολικού, συνόδευε το μαύρο αυτοκίνητο του Υπουργού και των άλλων επισήμων. Όλων τα βλέμματα ήταν στραμμένα προς τα κει και κανένας δεν έδωσε προσοχή στον Παναγή, που βιαστικά μάζευε το εμπόρευμά του και σκέπαζε με το χοντρό μουσαμά την «ΕΛΠΙΔΑ». Στις επτά και δέκα, ο Υπουργός, και οι λοιποί, ανέβαιναν στην εξέδρα, η μουσική σταμάτησε και όλα ήταν έτοιμα για την ομιλία. Στις επτά και δέκα, ο Παναγής, είχε φορέσει την αδιάβροχη μουσαμαδιά του και μαζευτεί με το «καΐκι» του δίπλα στο αντλιοστάσιο, κολλητά με τον Λευκό Πύργο. Μια δυνατή ριπή τού αέρα σήκωσε ένα σωρό από διαφημιστικά έντυπα και τρόμαξε τον κόσμο. Στράφηκαν ανήσυχα πολλά κεφάλια στον ουρανό. Με τις πρώτες λέξεις τού Υπουργού ξεκίνησαν και οι πρώτες σταγόνες. Σε λίγα δευτερόλεπτα ξέσπασε το μπουρίνι. Χάθηκε το φως, ο ουρανός μαύρισε, ο αέρας χτυπούσε τα πάντα με μανία και χοντρές σταγόνες βροχής άρχισαν να πέφτουν με θόρυβο. Πανικός επικράτησε. Οι επίσημοι, κατέβηκαν τρέχοντας από την εξέδρα, ο κόσμος, σκόρπισε σε κάθε κατεύθυνση για να προφυλαχθεί, αλλά πώς να γίνει αυτό στην παραλία; Κάποιοι προνοητικοί που είχαν ομπρέλες τις άνοιξαν, αλλά μάταια. Ο αέρας κόντεψε να τους σηκώσει ψηλά, σαν τη «Μαίρη Πόπινς». Κάποιες χάλασαν από την ένταση του ανέμου. Οι τέντες από τα περίπτερα φούσκωσαν και σήκωσαν ψηλά ό,τι ήταν πάνω τους δεμένα. Τα πρόχειρα τραπέζια, τα διαφημιστικά έντυπα και τα βιβλία πετούσαν στον ουρανό. Οι δυνατές βροντές κι ένα κεραυνός, που έπεσε κάπου κοντά, συμπλήρωνε το φαινόμενο.

Ο Παναγής, παρακολουθούσε την εικόνα σκεπτικός. Για κείνον, δεν ήταν η πρώτη φορά. Το είχε ζήσει αρκετές φορές, γι’ αυτό και γνώριζε. Όλη αυτή η φασαρία θα κρατούσε για λίγο, μετά θα ησύχαζε, αλλά η αναστάτωση και η ζημία θα ήταν μεγάλη. Η θάλασσα είχε φουσκώσει, τα κύματα χτυπούσαν με δύναμη την προκυμαία και τραβούσαν μέσα της όσα δεν έπαιρνε ο αέρας. Τότε, του γεννήθηκε μια ιδέα. Ίσως ήταν η στιγμή για τη δική του μεγάλη απόφαση. Και την πήρε γρήγορα. Έσπρωξε το «καΐκι» του στην άκρη τής παραλίας, μέχρι που η μπροστινή ρόδα έφθασε στο χείλος τής προκυμαίας. Εκεί, το άφησε και έκανε μερικά βήματα πίσω. Ένα δυνατό χτύπημα του ανέμου από τη στεριά το έριξε στη θάλασσα. Αυτό ήταν. Το είδε να ταξιδεύει ανάμεσα στη γη και στον ουρανό, που εκείνη την ώρα είχαν γίνει ένα. Σήκωσε ψηλά τα χέρια και το αποχαιρέτησε με δάκρυα στα μάτια. Το καμάρωνε όμορφο, περήφανο, να ταξιδεύει ανάμεσα σε χιλιάδες βιβλία. Για λίγο· σε λίγο χάθηκε. Βούλιαξε στη θάλασσα κι ανοίχτηκε στο πέλαγος, να ταξιδεύει για τη θάλασσα του Μαρμαρά.

Μετά από λίγη ώρα, όλα είχαν ηρεμήσει. Έμενε ένα πεδίο μιας μάχης, όπου οι άνθρωποι μουσκεμένοι προσπαθούσαν να συνέλθουν και να συμμαζέψουν ό,τι απόμεινε. Ο Παναγής, έβγαλε τη μουσαμαδιά του, την τύλιξε, την έβαλε κάτω από τη μασχάλη του και πήρε τον δρόμο για το σπίτι. Η καρδιά του πονούσε από τον αποχωρισμό, αλλά η ψυχή του ήταν λεύτερη. Είχε νικήσει τη νοσταλγία, που τόσα χρόνια τον βασάνιζε. Δεν θα γινόταν ποτέ καϊκτσής στη θάλασσα του Μαρμαρά, αλλά δεν τον πείραζε πια. Αρμένιζε εκεί το καΐκι του.

Νίκος Μανούδης

*Πηγή φωτογραφίας: 1990. Ενετικό Λιμάνι Χανίων. Venetian Port of Hania. https://www.facebook.com/HaniaOldPhotos