Πρέβεζα
Διήγημα δομημένου ρεαλισμού,
Α’ επιπέδου τεχνοτροπίας
Αφιερωμένο στη μνήμη τού ποιητή,
Κώστα Καρυωτάκη
Τελευταία μέρα τού Σεπτέμβρη και η ζέστη τού καλοκαιριού δεν λέει να κοπάσει. Αυτή η αίσθηση του να κολλά το ύφασμα στο δέρμα και να στάζει ο ιδρώτας σε όλο το σώμα, αυτή η αίσθηση του ν’ αναπνέεις θερμό αέρα στα πνευμόνια, είναι που σε κάνει ν’ αποστρέφεσαι τους μήνες αυτούς. Και στον ουρανό, τον γαλάζιο ουρανό, ούτε ίχνος σύννεφου· μόνο σποραδικά κάτι λευκά από δαύτα, διάσπαρτα, εμφανίζονταν, δίχως, ωστόσο, να καλύπτουν τον ήλιο. Απλά περνούσαν και απομακρύνονταν αμέσως. Αυτός, απ’ την πλευρά του, κιτρινωπός, με τις ακτίνες περιμετρικά, απ’ το πρωί ως αργά τ’ απόγευμα, να φωτίζει μοναχός του. Μονάχα τα τζιτζίκια ακούς καθόλη τη διάρκεια της μέρας, δίχως σταματημό, σαν κομπανία να τραγουδούν, όπου σταθούν κι όπου βρεθούν.
Σηκώνω, με λυγισμένο τον αγκώνα, το χέρι και φέρνω τ’ ακροδάχτυλα στο ύψος τού φρυδιού τ’ αριστερού ματιού. Με τον δείκτη και τον παράμεσο σκουπίζω τον ιδρώτα, οι στάλες τού οποίου κρέμονται απ’ τις τρίχες. Έπειτα, κατεβάζω το ίδιο αυτό χέρι και τοποθετώ τον βραχίονα στην επιφάνεια του μεταλλικού τραπεζιού. Αμέσως υψώνω τ’ αντικριστό και φέρνω τον δείκτη στο ύψος τού βλεφάρου, να απομακρύνω την σταγόνα ιδρώτα που κρέμεται στην άκρη του. Από το μέτωπο, ταυτόχρονα, κυλάν δυο τρεις παράλληλα και κατευθύνονται από τη μύτη στα ζυγωματικά, περνώντας από την εξωτερική πλευρά των ρουθουνιών και τού διαφράγματος. Σταματώ να τις σκουπίζω. Εδώ και είκοσι λεπτά τής ώρας, μόνο σταγόνες ιδρώτα διώχνω με τα δάκτυλα και τις παλάμες. Στρέφω τους οφθαλμούς δεξιά, δέκα μέτρα μακριά από το σημείο στο οποίο κάθομαι, σε ξύλινη καρέκλα, έμπροσθεν ενός τραπεζιού, στο ρολόι που βρίσκεται στον τοίχο τού καφενέ, πάνω ακριβώς από την πόρτα τής εισόδου. Δέκα και είκοσι δύο, δείχνουν οι δείκτες του.
Παρατηρώ, στρέφοντας τους οφθαλμούς πότε πάνω, πότε κάτω, πότε δεξιά κ’ πότε ζερβά, μια το βιβλιάριο εθνικής τραπέζης, με το απόκομμα των τριάντα δραχμών δίπλα του, ένα λευκό χαρτί στο οποίο, ο υπάλληλος, υπέγραψε τα στοιχεία κατάθεσης δηλαδή, και μια το απέναντι τραπέζι, εμπρός μου, τρία βήματα από μένα, στο οποίο κάθεται, ο δάσκαλος του σχολείου. Κάθεται πλάγια, καθώς βλέπω τη δεξιά του πλευρά, έχοντας τα χέρια σε διάσταση και τις παλάμες σε σχήμα γροθιάς να βαστούν τις σελίδες τής εφημερίδας «Πρέβεζα». Διαβάζει με ταχύτητα, καθώς κάθε τόσο κατεβάζει την εφημερίδα και την απλώνει, ανοιγμένη όπως είναι, στους μηρούς των ποδιών του, φέρνει τ’ ακροδάχτυλα στο ύψος των χειλιών και βγάζοντας τη γλώσσα από τη στοματική κοιλότητα, σαλιώνει τον δείκτη. Αμέσως μετά τον κατεβάζει και τον τοποθετεί στη γωνία τής σελίδας, αλλάζοντάς την. Ακολουθεί η ίδια ακριβώς διαδικασία, υψώνοντας στις παλάμες των χεριών την εφημερίδα και ανά δευτερόλεπτα αργότερα την αφήνει στα πόδια για να μεταβεί στην επόμενη θεματολογία.
Στο ένα μέτρο εξ αριστερών του, ο χωροφύλακας, κάθεται στην καρέκλα έχοντας στις παλάμες των χεριών, πάνω στο τραπέζι, διπλωμένες τις τέσσερις άκρες τού τραπεζομάντηλου. Η μερίδα φαγητού είναι μέσα σε αυτό ανακατεμένη. Το πιάτο, το ποτήρι, τα μαχαιροπίρουνα, όλα διακρίνονται το ένα πάνω στ’ άλλο, απ’ το άνοιγμα που κάνουν μεταξύ τους οι δύο πλευρές τού τραπεζομάντηλου. Στρέφει λαιμό και κεφάλι ενενήντα μοίρες προς το μέρος μου και με κοιτά κατάματα.
«Αυτά είναι ανεπίτρεπτα πράγματα! Σημεία των καιρών!», αναφωνεί, κουνώντας το αριστερό πόδι πάνω κάτω με ταχύτητα, νευρικά, με το τακούνι τού μαύρου υποδήματος να ανεβοκατεβαίνει στον λασπωμένο χωματόδρομο, στον οποίο είναι τοποθετημένα τα τραπεζοκαθίσματα του καφενέ. «Κυρ Γιώργη! Κυρ Γιώργη!», φωνάζει, ξανά και ξανά.
Από την πόρτα τού καταστήματος εξέρχεται ο μαγαζάτορας, φορώντας την ποδιά στη μέση. Είναι τόσο μεγάλη στο μήκος, που φτάνει ως κάτω στις άκρες των παπουτσιών του.
«Τί έγινε, τί φωνασκείτε;», κάνει, καθώς πλησιάζει με τα χέρια τεντωμένα και τις παλάμες στραμμένες προς τον ουρανό, σε ένδειξη απορίας.
«Έχετε το θράσος και ρωτάτε τί συμβαίνει; Ορίστε», λέει και ανοίγοντας τις γροθιές, στ’ απλωμένα δάκτυλα των χεριών, το τραπεζομάντηλο επανέρχεται στην αρχική του θέση, τσαλακωμένο και με τα υλικά πάνω του ανακατεμένα. «Φέρτε τη ζυγαριά, παρακαλώ!», φωνάζει εκ νέου ο χωροφύλακας.
«Μα, όλα είναι όπως τα ζητήσατε. Εγώ, ο ίδιος, τη ζύγισα πριν σας τη σερβίρω», απολογείται, ο μαγαζάτορας.
«Τη ζυγαριά!», απειλεί, ο πελάτης.
«Αμέσως», λέει και κάνοντας δυο βήματα, εναλλάξ, προς τα πίσω, στρέφει τον κορμό τού σώματος, τον λαιμό και το κεφάλι, ενενήντα μοίρες δεξιά και τρέχοντας εισέρχεται στον καφενέ. Ούτε δυο λεπτά αργότερα, εξέρχεται αυτού βαστώντας σφιχτά στην αριστερή παλάμη, με τα δάκτυλα κυρτωμένα, το κοντάρι στο οποίο στηρίζεται η ζυγαριά. Πλησιάζει στο τραπέζι τού χωροφύλακα. Σταματά και στέκεται όρθιος σε απόσταση ενός μέτρου πίσω του. Τον βλέπω να ξεφυσά από το στόμα και αμέσως προχωρά δύο βήματα εμπρός, έως ότου βρεθεί στο ύψος τού ανδρός, εκ δεξιών του. Σηκώνει τη ζυγαριά με τεντωμένο το χέρι και την εναποθέτει στην επιφάνεια του τραπεζιού.
«Ορίστε», λέει στον χωροφύλακα.
Ο τελευταίος, ορθώνει τον κορμό τού σώματος ευθυτενώς, πιάνει το τραπεζομάντηλο στις τέσσερις άκρες του, το διπλώνει στη χούφτα τής αριστερής παλάμης και το υψώνει έως ότου το τοποθετήσει στη ζυγαριά. Αμέσως, σκύβει μπροστά και φέρνει τα ματογυάλια που φορά στο ύψος τού διαφράγματος, να διαπιστώσει το αριθμητικό αποτέλεσμα.
«Σας το ’πα!», αναφωνεί και τεντώνοντας τον δείκτη τού δεξιού χεριού, ενώνοντας τα υπόλοιπα δάκτυλα στην παλάμη, υψώνει το χέρι προς τον ουρανό και συμπληρώνει,
«Είκοσι γραμμάρια μικρότερη μερίδα»
«Μα, δεν είναι δυνατόν, κύριε χωροφύλαξ», απαντά, ο κυρ Γιώργης, και πλησιάζει πιο κοντά να δει το αποτέλεσμα της ζυγαριάς.
Εισπνέω τον θερμό αέρα από το στόμα και καθώς νιώθω να ζεσταίνεται το στήθος, τον εκπνέω απ’ τα ρουθούνια. Το πουκάμισο που φορώ έχει κολλήσει στο δέρμα τού σώματος, σε όλη την πλάτη, στις μασχάλες, στα πλευρά, στην κοιλιά, από τον ιδρώτα. Νιώθω το κορμί, από τη μέση έως τον λαιμό, γεμάτο σταγόνες, που κυλούν κατακόρυφα από πάνω, την κορυφή τού σβέρκου και τού λάρυγγα, μουσκεύοντας τη λευκή φανέλα που φορώ κάτω από το πουκάμισο.
Φέρνω την παλάμη τού χεριού στην εσωτερική τσέπη τού σακακιού. Με τ’ ακροδάχτυλα ακουμπώ δυο σιγαρέτα μέσα στη φόδρα και το κουτί με τα σπίρτα. Πιάνω το ένα εξ αυτών και το τοποθετώ στα χείλη. Αμέσως, επαναλαμβάνω την ίδια κίνηση, μεταφέροντας το κουτί με τα σπίρτα στην αριστερή παλάμη. Με το αντικριστό, αφαιρώ από το χάρτινο σκεύασμα ένα σπίρτο και σέρνοντάς το στην πλευρά του, βλέπω να ανάβει φωτιά. Καθώς το σπίρτο καίγεται, το μετακινώ στο ύψος τού σιγαρέτου, το ανάβω, φουμάροντας και ξεφυσώντας λευκό καπνό. Δευτερόλεπτα αργότερα, εμπρός μου, στα είκοσι βήματα απόσταση, ολιγάριθμοι πολίτες, όχι πάνω από δέκα, εμφανίζονται να βαδίζουν αργά αργά, βήμα το βήμα, και πίσω τους πέντε άνδρες κουβαλούν στους ώμους, περιμετρικά περιστοιχισμένοι, ένα φέρετρο με ζουμπούλια αφημένα πάνω στην ξύλινα κάσα. Από την απέναντι πλευρά τού δρόμου, ούτε ένα λεπτό με τα πόδια απόσταση, εμφανίζεται η εξαμελής δημοτική μπάντα. Ο επικεφαλής αυτής, ένας μεσήλικας άνδρας, με κόκκινο σακάκι και σκούρο παντελόνι, που κρατά βέργα στο χέρι, ανεβάζει και κατεβάζει τα δάκτυλα του δεξιού χεριού και αμέσως τα μέλη τής ορχήστρας, ο καθένας στο μουσικό του όργανο, παίζουν ρυθμικά μία πένθιμη μελωδία.
Τους βλέπω να πλησιάζουν προς το σημείο στο οποίο έχουν σταματήσει η πομπή με το φέρετρο και τους ακολούθους, όταν, πίσω από την πλάτη μου, ακούγεται ο ήχος πλοίου. Στρέφω τον λαιμό και τον κεφάλι κατά ενενήντα μοίρες. Η ελληνική σημαία υψωμένη στο κατάστρωμα κινείται σε μία κατεύθυνση, κυματιστά. «Ίσως καταφθάνει ο κύριος Νομάρχης», σκέφτομαι και χαμογελώ, τείνοντας τις άκρες των χειλιών να φανούν τα δόντια.
Αντώνης Ε. Χαριστός

*Πηγή φωτογραφίας: Από το αρχείο του Πολιτιστικού Συλλόγου Πρέβεζας