Περί λογοτεχνικής κριτικής & δοκιμιογραφίας
Μέρος Γ΄
Στην πεζογραφία και την ποίηση -δίχως αμφιβολία-, εκείνο που κυριαρχεί, σήμερα, είναι το ανάλαφρο και νοοχαλαρωτικό ανάγνωσμα· στο είδος τού δοκιμίου, όμως, τέτοια έκπτωση δεν δύναται να γίνει αποδέκτη -αντίκειται στην ίδια τη φύση του. Ουδέποτε και ουδαμού, το δοκίμιο απώλεσε παντελώς τον φιλολογικό του χαρακτήρα και διαμορφώθηκε εμπορικά σε ελκυστικό είδος, σε βαθμό τέτοιο, που, τελικά, να ευτελιστεί. Οι λογοτεχνικές μελέτες, η λογοτεχνική κριτική, το δοκίμιο και τα φιλολογικά συγγράμματα, διεκδικούσαν ανέκαθεν το μικρότερο μερίδιο της εκδοτικής «πίτας» και το γεγονός τούτο, ίσως, να στάθηκε και ο καθοριστικός παράγοντας της ποιοτικής τους διάσωσης. Η φθίνουσα εμπορική απήχηση της λογοτεχνικής κριτικής και του δοκιμίου, βέβαια, καταλήγει ένα καθαρά λογοτεχνικό πρόβλημα, γιατί, ο ρόλος τους είναι σημαντικότατος στη διάδοση και την υπεράσπιση της λογοτεχνίας.
Κάτι που εξίσου προβληματίζει, είναι πως η λογοτεχνική κριτική αντιμετωπίζεται συνολικότερα, σήμερα, με υπερβολική δυσπιστία, κι αυτό, έως έναν βαθμό, σχετίζεται και με την ποιότητα της ίδιας της κριτικής. Γιατί η αλήθεια είναι πως η λογοτεχνική κριτική έχει εκπέσει πλέον στο επίπεδο της μίσθαρνης επαινετικής βιβλιοπαρουσίασης και καταλήγει, έτσι, δέσμια της σκοπιμότητας και διάκονος της παραλογοτεχνίας. Η μεγάλη μας προκατάληψη απέναντι στη λογοτεχνική κριτική -που έχει βαθιές ιδεολογικές ρίζες- και η απουσία σημαντικών σύγχρονων κριτικών, που να εδραιώνονται βραδυκίνητα και υπεύθυνα στη συνείδηση του αναγνωστικού κοινού, επιτείνει τούτη την σύγχυση. Εν πάση περιπτώσει, η δουλειά τού κριτικού δεν ήταν ποτέ εύκολη, μα γίνεται ακόμη δυσκολότερη όταν τον υποδεχόμαστε ως ψευτολόγιο, που παρασιτεί πάνω στα δημιουργήματα των άλλων· όταν τον αντιμετωπίζουμε ως παρακατιανό, ο οποίος ασχολείται με ένα φαινόμενο υστερογενές και υποδεέστερο της λογοτεχνίας. «Είτε έτσι, είτε αλλιώς, πρέπει να δεχτούμε πως ο κριτικός είναι ένα συνεχώς εξαρτώμενο πρόσωπο, που ζει κατά διαστήματα στο κενό, που δεν παράγει δικό του έργο, αλλά έχει συνεχώς την ανάγκη από το έργο ενός άλλου για να εργαστεί και να κερδίσει τη δική του παρουσία, τη δική του ταυτότητα. Το έργο τού άλλου είναι ο ζωτικός χώρος όπου θα τοποθετήσει τα σκιρτήματα και τις αναλαμπές τής σκέψης του»(Τ. Σινόπουλος, 1973).
Ακόμη κι αν η παραπάνω άποψη ακούγεται τεκμηριωμένη, υποθάλπει μια θεμελιώδη παρανόηση σχετικά με το τί σημαίνει πνευματική εξάρτηση. Κάποιος, επί παραδείγματι, θα μπορούσε να ισχυριστεί κάλλιστα πως και ο λογοτεχνικός δημιουργός είναι ένα πλήρως εξαρτώμενο -από την πραγματικότητα, κατά κύριο λόγο, μα και από τις λογοτεχνικές του επιρροές- πρόσωπο. Ένας παρατηρητής και ερμηνευτής των γεγονότων τής ζωής· των εξελίξεων, οι οποίες διαδραματίζονται εμπρός του, ενώ, εκείνος, πασχίζει να τις κατανοήσει και να παρέμβει στην εξέλιξή τους. Από τα γεγονότα διαμορφώνεται (και από την ερμηνεία που τους δίνει, επηρεασμένος από τις ερμηνείες των «σημαντικών» άλλων), από αυτά εμπνέεται και σε κείνα απευθύνεται, προσπαθώντας να τα μεταπλάσει, αναπαριστώντας τα καλλιτεχνικά· εμπνεόμενος -σε σημείο καθορισμού- από τα αναρίθμητα έργα τού λόγου, με τα οποία, προγενέστεροι ή σύγχρονοι ομότεχνοί του, επιχείρησαν να πράξουν το ίδιο, πριν ή παράλληλα με κείνον. Εδώ, μάλιστα, είναι που βρίσκεται και η αξία τού λογοτεχνικού κριτικού, στο χρέος του να αποφανθεί, δηλαδή, εάν το εκάστοτε λογοτέχνημα έχει να κομίσει κάτι το νέο, το διαφορετικό, το βαθύτερο· εν τέλει, αν έχει να προσφέρει κάτι στο λογοτεχνικό κοινό ή όχι. Συνεπώς, το να υποβιβάζουμε τον ρόλο τής κριτικής, δεν ωφελεί την λογοτεχνία σε καμία περίπτωση.
Όσο κι αν υπογραμμίσουμε, γενικά και αόριστα, τη συμβολή τής λογοτεχνικής κριτικής στην αισθητική εξύψωση και τη βαθύτερη καλλιέργεια του αναγνωστικού κοινού, όμως, δεν αρκεί αυτό για να καταλήξει σε τέρμα τούτη η συζήτηση· τουλάχιστον, όχι, όσο βασικά ερωτήματα παραμένουν ουσιαστικά αναπάντητα. Τελικά, τί εξυπηρετεί και ποιά είναι η φύση τής λογοτεχνικής κριτικής; Ποιά είναι η ιεραρχική σχέση λογοτεχνικού δημιουργού και λογοτεχνικού κριτικού; Τί εργαλεία χρησιμοποιεί ο κάθε κριτικός (το αισθητήριό του, τη βαθιά γνώση τού αντικειμένου του, την ικανότητα να εντοπίζει τα νοήματα του έργου που αξιολογεί;); Μήπως η πυκνότητα των συλλογισμών τού δοκιμιακού κειμένου και η πειθαρχία του στη μεθοδική ανάλυση, το καθιστούν, σήμερα, εγχείρημα εξαιρετικά απαιτητικό για την κριτικά αγύμναστη σκέψη; Τί μερίδιο ευθηνής φέρει, σήμερα, η λογοτεχνική κριτική, για την κατάσταση που διαμορφώνεται στον χώρο τής λογοτεχνίας και πόσο ευθύνονται οι δικές μας προκαταλήψεις για την υποβάθμιση της λογοτεχνικής κριτικής; «Υπάρχει, σήμερα, μια μεγάλη παρεξήγηση στον τόπο μας γύρω από την έννοια της λογοτεχνικής κριτικής. Πολλοί πιστεύουν ότι δεν πρέπει να θίγει τα κακώς κείμενα. Έτσι, όμως, δεν μπορεί να λειτουργήσει· ευνουχίζεται. Η κριτική πρέπει να ταράσσει τα λιμνάζοντα λογοτεχνικά ύδατα, να προκαλεί έντονες δημόσιες συζητήσεις, αντιπαραθέσεις, άρθρα πολεμικής. Μόνο με αυτόν τον τρόπο προάγεται η λογοτεχνία. Σήμερα, έχει εκφυλιστεί σε δελτία τύπου υπαγορευμένα από τους έκδοτες, σε δημόσιες φιλοφρονήσεις, σε ασυνάρτητα ψευδοθεωρητικά κείμενα ή, ακόμη χειρότερα, σε παιχνίδι ανέντιμης συναλλαγής» (Νίκος Λάζαρης).
Για τη φθίνουσα πορεία τής λογοτεχνίας μας, έχουν καταδειχθεί, κατά καιρούς, αρκετοί υπαίτιοι: Η εμπορευματοποίηση της τέχνης, η αντίληψη που την υποβιβάζει σε ψυχολογικό ανακουφιστήριο, η παρακμή τής λογοτεχνικής κριτικής, οι επιλογές των εκδοτικών οίκων και τού αναγνωστικού κοινού, το εκπαιδευτικό σύστημα, οι ίδιοι λογοτέχνες κ.ά.. Οι σύγχρονοι ποιητές, ειδικότερα, πιθανότατα και να έχουν κατηγορηθεί περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον, και, η ίδια η ποίηση, έχει χαρακτηριστεί πολλάκις, ως ο μέγας ασθενής τής λογοτεχνίας μας. Οι περισσότερες προτεινόμενες θεραπείες, όμως, εστιάζουν στη μορφή (στην κρίση τού ελεύθερου στίχου, την έλλειψη της μουσικότητας και την απομάγευση του ποιητικού λόγου), μα εύκολα γίνεται αντιληπτό, πως το πρόβλημα -τέτοιο που είναι-, είναι ζήτημα ουσίας. Καθώς, πάνω απ’ όλα, εκείνο που λείπει είναι η αντικειμενική σκοπιμότητα, το συλλογικό όραμα και η αγωνιώδης προσπάθεια να απαντηθούν τα φλέγοντα ερωτήματα της εποχής. Η απώλεια, δηλαδή, εκείνου του απαραίτητου συστατικού, που αποκαλούσε, ο Εμμανουήλ Ροΐδης, βασικό στοιχειό τής καλής λογοτεχνίας, «η σχέση τής λογοτεχνίας με το άμεσο περιβάλλον και η απεικόνιση της γύρω πραγματικότητας με τα προβλήματά της».
Κωνσταντίνος Λίχνος

*Πηγή: Speed was of the essence: novelist Georges Simenon at work in the 1950s. Mondadori Portfolio/AAP Image, https://insidestory.org.au/feeding-the-machine/