Ο δικός μου Λειβαδίτης
Τον Τάσο Λειβαδίτη τον έχω στην καρδιά μου, γιατί υπερασπίστηκε αγέρωχα την ποίηση του ανέφικτου. «Δεν είμαστε πια ποιητές, παρά μονάχα σύντροφοι με μεγάλες πληγές και πιο μεγάλα όνειρα». Τον αγαπώ για το αθώο χαμόγελο των αδιέξοδων ποιητικών δειλινών του, όταν πλάι πλάι με τον θάνατο, κι ίσως όχι λυτρωμένος απ’ αυτόν, κατέβαινε σαν χλωμό φως τη σκάλα τής ματαιότητας. Γήινος, αιμάτινος, συντροφικός, πληγωμένος ταξιδευτής τού ονείρου κι από τα βέλη τού έρωτα διάτρητος, δικαιωμένος, τελικά, μέσα από την άγια νοσταλγία των ανθρώπων. «Και το πρωί επέστρεφε μόνος, εξαντλημένος κι ώριμος, κομίζοντας, σαν μια καινούργια αγνότητα, το νέο αμαρτωλό του ποίημα Καβάφης». Πάντα ένοιωθα τον Λειβαδίτη να υπερβαίνει τα ασφυχτικά σύνορα της ιστορικότητας, βιώνοντας δραματικά την ποίηση της ήττας. «Μέσα από μεγάλα σαρκοβόρα αισθήματα, που μάσησαν την καρδιά, τα πνευμόνια, το συκώτι κ’ ύστερα φτύσανε πάνω στο χαρτί μερικά απομεινάρια λέξεων». Μα και τον λάτρευα για την απέραντη, σαν θάλασσα, μουσική ποιητική του. «Και τότε καταλαβαίνεις τη δύνη τού απείρου, όταν κοιλοπονάει ο κόσμος», «Και τους πόνους τής γης καταλαβαίνεις, για να γεννήσει ένα στάχυ», «Μα και τους πόνους ολόκληρης της αιωνιότητας για να φτιαχτεί κάποτε ένα τραγούδι».
Είναι στη μουσική, που, ο δημιουργός, ελπίζει το αδιαχώριστο ποίησης και μελωδίας. Στο ατράνταχτο δεδομένο τής οικουμενικότητας της γλώσσας και τού ήχου προς τον οποίο τείνει συγκινησιακά η ποίηση. Ο Γιώργος Σπανός, μας πληροφορεί, «Την έμπνευση του Λειβαδίτη, μετά από δικές του ομολογίες, φόρτιζαν θετικά τα ακούσματα κλασσικής μουσικής». Κοινωνός τής εγκαρτέρησης, τής συλλογικής συνείδησης, τής αναζήτησης νοηματοδότησης του κόσμου, καταλύει συναισθηματικά μέσα απ’ το κελάηδημα κάποιου αηδονιού, από το απέναντι δέντρο, μα και μπρος στην εικόνα ενός μονόχειρα, που παίζει βιολί, κρατώντας με το κομμένο χέρι τη ζωή του. «Ενώ απ’ το διπλανό δωμάτιο ακούγεται η μουσική, σαν κάποιος να θεραπεύεται από την προσωρινότητα». «Ποίηση είναι η ανάπτυξη ενός επιφωνήματος», θα πει ο Πωλ Βαλερύ. «Κύριε, είσαι η αιώνια άρπα κι είμαι το εφήμερο χέρι, που ξυπνάει τις μελωδίες σου», θα ψάλλει ο δικός μας, ένθεος κομμουνιστής, Τάσος Λειβαδίτης. Η Άννα Θέμου, σε μιαν ιδιαίτερη αναφορά της στον ποιητή, εντοπίζει τα ζεστά του λυρικά ζουμ στους αναξιοπαθούντες. Ο ρομαντικός ήρωας του Τ. Λ. είναι κατατρεγμένος. Η αλκοολική μέθη, το εφιαλτικό όνειρο, η αρρώστια, η ζητιανιά, η αδικία και η κακή μοίρα, παρελαύνουν μέσα απ’ το, γεμάτο ανθρωπιά, γραπτό του. Οι πότες τού Λειβαδίτη, προικισμένοι με μια διευρυμένη κι όχι συμβατική ενόραση, αποτυπώνουν τον κόσμο με ασυνήθιστες πινελιές κι ακόμη και στα πιο απλά πράγματα ανακαλύπτουν το μεγαλείο τής ζωής, που άλλοι αδυνατούν να εντοπίσουν. Ο ποιητής, αγκαλιάζει ζεστά το νευρωτικό άνθρωπο κι αντλεί, από τα πάθη του, κοιτάσματα ευθανασίας. «Από τη μπόχα τού κρασιού δε με πλησίαζε κανείς, μα εγώ είχα μες στο κεφάλι μου το κλειδί ενός πύργου» (Αστερισμός τού Λέοντος). Γιατί, ο Λειβαδίτης, μεταμορφώνει τα καπηλειά σε αυλές των θαυμάτων; Γιατί το μοιρολόι κι ο σεβντάς συνεπαίρνουν την ψυχή του; «Γιατί εκεί μέσα αντικρίζει ένα κομμάτι από την κατάφωτη αδιαφορία τ’ ουρανού», θα μας πει η Άννα Θέμου. Ένα σπασμένο φως από τα θρύψαλα του κρασοπότηρου, που γλύκαναν τα διψασμένα χείλη, θα πω κι εγώ. Τα χείλη εκείνου, που, μεθώντας, προσπαθεί να καταλαγιάσει την οδυνηρή λαχτάρα τού ανεκπλήρωτου, τις άσβεστες επιθυμίες τής ψυχής, τους ακόρεστους απολιθωμένους πόθους.
«Αντρες σχολάνε απ’ τη δουλειά και τον βαρύ καημό τους να πνίξουν κατεβαίνουνε στο υπόγειο καπηλιό» (Σαββατόβραδο).
Η αυτοταπείνωση, χαρακτηριστικό μοτίβο τής ποίησης του Τ. Λ, δεν είναι μόνο ένας απελπισμένος τρόπος ύπαρξης, αλλά κι ένα επιθετικό όπλο, που διαθέτει ο κατατρεγμένος για να εκδικηθεί τη μοίρα, όπως σωστά εντοπίζει η Αννα Θέμου και καταλήγει, «ο Λειβαδίτης δίνει στη μέθη μια προαιώνια υπόσταση. Στις σπαραξικάρδιες συνομιλίες του με τον Θεό, αυτός ο ρομαντικός του ονείρου, που με τα ποιήματά του επιδίδεται σ’ έναν τιτάνιο αγώνα λησμονιάς απέναντι στο βαρύ πεπρωμένο». «Δώσε μου, Κύριε, να ’μαι νεκρός και μεθυσμένος». Οι τρεις περίοδοι, στους οποίους χωρίστηκε το έργο του, σηματοδοτούν την εσωτερική διάθεση της διαυγούς, βιωματικού χαρακτήρα, ποίησής του. Είναι αλήθεια πως ο δημιουργός, από τη στιγμή που η ίδια η πραγματικότητα ματαιώνει το προσωπικό του όραμα, ωριμάζει και μετατοπίζει την ποιητική του σκαπάνη προς εξόρυξη των πλούσιων μεταφυσικών κοιτασμάτων, που αυτόχρημα εμπεριέχει ο βαθυστόχαστος, συναισθηματικός του, λόγος.
Στην Α’ περίοδο ( 1952-1965), τη λεγόμενη «επαναστατική», μα και ακόμη πιο εύστοχα «ποίηση του στρατοπέδου», θα διακρίνουμε ένα επικό, ηρωικό, πνεύμα με έντονα σοσιαλ-ρεαλιστικά στοιχεία, προερχόμενα από το αγωνιστικό του φρόνημα, τα ελπιδοφόρα ιδανικά, την ανθρώπινη συντροφικότητα, μα κι ένα κοινωνικό παράπονο, για έναν κόσμο που δύσκολα αλλάζει. «Πάνω στα ματωμένα πουκάμισα των σκοτωμένων, εμείς, καθόμασταν τα βράδια και ζωγραφίζαμε σκηνές απ’ την αυριανή ευτυχία τού κόσμου, έτσι γεννήθηκαν οι σημαίες μας». Σ’ αυτήν την περίοδο γίνεται άμεσα αντιληπτή κι η αναφορά τού Λειβαδίτη στη γλυκιά αγαπημένη, που λάμπει μεσούρανα του πανσέληνα ερωτικού ποιητικού του λόγου. «Κι όταν πεθάνουμε να μας θάψετε κοντά κοντά, για να μην τρέχουμε μες στη νύχτα να συναντηθούμε».
Ο Τάσος Λειβαδίτης, μαζί με τον Γιάννη Ρίτσο, εκ των πραγμάτων κρατούν τα πρωτεία ανάμεσα στους δημιουργούς τής «ποίησης του στρατοπέδου». Ο Λειβαδίτης, όμως, παίρνει στους ώμους του και τη λεγόμενη «ποίηση της ήττας». Άλλοι σημαντικοί ποιητές τού είδους, και όχι οι μόνοι, είναι ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Άρης Αλεξάνδρου, ο Τάκης Σιμόπουλος, ο Τίτος Πατρίκιος, κι ο, πρόωρα χαμένος, Θανάσης Κωσταβάρας. Στη Β’ περίοδο (1966-1978), που θα την ονομάσουμε «της εμμεσότητας, του συμβολισμού και της αλληγορίας», ο ενθουσιασμός δίνει τη θέση του στη διάψευση των οραμάτων, στον έντονο προβληματισμό, τα ερωτηματικά, τη φθορά, την πικρία, τον απολογητικό χαρακτήρα και τον οίκτο για τους αναξιοπαθούντες συντρόφους. Κατάρρευση του υπαρκτού σοσιαλισμού, αποσταλινοποίηση του ιδεολογικού πλαισίου τής ευρύτερης Αριστεράς, Απριλιανό καθεστώς και, αργότερα, παραγκώνιση των παραδοσιακών δυνάμεων του κινήματος από τους καρεκλοκένταυρους του ΠΑΣΟΚ. «Γιατί σημασία έχει ποιός θα πεθάνει με λιγότερη μοναξιά» (Παγίδα). «Ενώ, ο νεκρός σύντροφος δάγκωνε σφιχτά στα χείλη του το χαμόγελο, μη ’ρθουν και του το πάρουν». Σ’ αυτήν την περίοδο, καθώς μεσολαβεί η Χούντα των συνταγματαρχών, θα δούμε έναν Λειβαδίτη ταπεινό, όπως πάντα, μα περισσότερο απόμακρο, χαμηλόφωνο κι αφανή, χαμένο πίσω από τα φώτα τής δημοσιότητας, σμιλεύοντας την εμβριθή του ποίηση κι αδιαφορώντας για την προβολή και τις εκφραστικές ποιητικές κορώνες. «Μόνο η ανωνυμία μπορεί να μας κρατήσει μακριά από λεηλασίες και μύθους».
Η Γ’ περίοδος, που θα χαρακτηριστεί «εποχή τής ήττας» (1979-1988) βρίσκει τον ποιητή μέσα σ’ ένα σχεδόν κλειστοφοβικό περιβάλλον, με ελεγχόμενο λυρισμό κι υπαρξιακές αγωνίες ν’ αποσύρει το επικό του στοιχείο, ανοίγοντας τη φόρμα κι απλώνοντας το ποίημα εν είδη πεζού. Εδώ, το δραματουργικό στοιχείο δεν είναι σε πρώτο πλάνο, με τη βαθιά, τη φιλοσοφημένη κουβέντα να παίρνει τη σκυτάλη τής γραφής. «Εμείς, τελειώσαμε, δεν έχει άλλα δάκρυα πια. Κλαίνε στο βάθος όσοι ακόμα ελπίζουν».
Σημειολογικά, το έργο τού Λειβαδίτη, αντιστρατευόμενο την παρουσία τού συμβατικού χρόνου, ανοίγοντας φτερά για το ασύνορο, το άχρονο και το αέναο, διατρέχει το φάσμα τής ποίησης σαν βέλος. Ο ομότεχνός του Νικηφόρος Βρεττάκος, θα πει πως πρόκειται για ποίηση διαχρονική, που διαρκώς θ’ ανακαλύπτεται. Μία ποίηση με ποικιλία ύφους, ρυθμών και χρωμάτων, άλλοτε κοφτή κι άλλοτε αφηγηματική κι απλωμένη σαν θεατρικός διάλογος. Μια ποίηση, απ’ τη μια, διάχυτη στο άπλετο ερωτικό φως, μέσα από τη βαθιά συγκινησιακή φόρτισή της, κι, απ’ την άλλη, μυστική, σκοτεινή, βαθυστόχαστη, σχεδόν μεταφυσική. Μια ποίηση έντονου βιωματικού χαρακτήρα και ταυτόχρονα οικουμενική. Μια ποίηση ξεκάθαρα ανθρωποκεντρική, χωρίς να χάνει τη θεϊκή της έμπνευση και την ευλάβεια των ταπεινών της κινήτρων. Συχνά σκέφτομαι πως, ο Τάσος Λειβαδίτης, δεν έχει φύγει από κοντά μας. Πανανθρώπινοι οι στίχοι του, γεμάτοι διορατικότητα, προβάλουν επίκαιροι μιλώντας για τα χθεσινά, τα τωρινά και τα μελλούμενα.
Η Βάσω Αποστολάκου, σε μιαν αναφορά της στον ποιητή, θα μας πει, «Τα έργα του μπορούν ν’ αποτελέσουν έναυσμα για βαθύ προβληματισμό και φιλοσοφικές αναζητήσεις». Κι ενώ η ολότητα είναι το αδιαμφισβήτητο εργαλείο επαναδιάταξης της ποιητικής μοίρας τού κόσμου, ο δημιουργός, προβάλει την αμφιθυμία σαν μιαν αναπότρεπτη πραγματικότητα, εκθέτοντας τραγικά το βαθυστόχαστο μπρος στα μάτια μας. «Κομμένοι κατακόρυφα στη μέση, παρακολουθούν τη λειτουργία τής Κυριακής, ενώ το άλλο μισό τους παζαρεύει στα μπακάλικα και στα μπορντέλα». Όμως, μια κουβέντα τής θαλπωρής έρχεται να δώσει το λυτρωτικό χάδι στην αβάσταχτη ελαφρότητα του «είναι» και το αποτρόπαιο της αδέκαστης ειμαρμένης. «Η σφαίρα, που σε πήρε σύντροφε, σε προφύλαξε απ’ τον εαυτό σου…», «Κι αυτή η γυναίκα, στο βάθος τού δρόμου, η τόσο λησμονημένη, που τα βήματά της λες κι ακούγονταν μέσα από τα παραμύθια». Ο Τάσος Λειβαδίτης, είναι ο συχνά σπαραξικάρδιος στοχαστής, ο μεγάλος ονειροπόλος, ο ακούραστος σμιλευτής μιας τρυφερής επιείκειας απλωμένης σαν ποιητικό φως, ακόμη και στα βάθη τής σκοτεινής μισάνθρωπης καρδιάς. «Ζήσαμε έξω από τη θλίψη μας, για να μη μας βρίσκουν», «Ώσπου στο τέλος, ανάμεσα στους επιζώντες, έβρισκες τους πιο αληθινά πεθαμένους», «Γέμισαν τα ημερολόγια Αγίους και δεν έχει θέση πια για μας», «Κι εκείνος, ο θλιμμένος άντρας, στον γειτονικό θάλαμο, που ήθελε να πετάξει και τρεφόταν μόνο με ψίχουλα».
Ανήκοντας στην 1η μεταπολεμική γενιά, ο Τάσος Λειβαδίτης, θα επιδοθεί σε μια ποίηση διαυγή, αφηγηματική, συγκινησιακά φορτισμένη κι ευανάγνωστη. Αν και ποιητικά ενήμερος για το παγκόσμιο λογοτεχνικό γίγνεσθαι του καιρού του (είναι γνωστή η δίψα του για μελέτη ποιητικών κειμένων και η αγάπη και υποστήριξη του προς νέους ομότεχνούς του ), αποφεύγοντας να εμπλακεί σε νεωτερίστικα κινήματα της εποχής, όπως ο υπερρεαλισμός, θα αρθρώσει έναν λόγο προσωπικό κι απόλυτα κατανοητό για κάθε αναγνώστη. Ίσως διακρίνουμε, όσον αφορά στη φόρμα, στο ύφος και τα νοήματα, μικρές εκλεκτικές συγγένειες με τους Ρίτσο, Σεφέρη, ως και μακρινές γειτνιάσεις με τους Καβάφη, Σαραντάρη, μια και μιλάμε για συγκεκριμένο περιβάλλον, συγκεκριμένη εποχή, με κοινές προσλαμβάνουσες και παραστάσεις. Παρ’ όλη την αποδόμηση των κατεστημένων γλωσσικών επιταγών και τη δημιουργία νέων σημασιολογικών συνάψεων, τη σαφήνεια και λιτότητα του ποιητικού του λόγου (σπάνια θα συναντήσουμε στον Λειβαδίτη την υπερφόρτωση), ίσως για λόγους μη πειθήνιας υποταγής στα ρεύματα του μοντερνισμού, όπως προείπα, ο ποιητής, δεν θα γίνει αποδεκτός από τα ακαδημαϊκά status τού καιρού του ως μείζων, ενώ η πάροδος του χρόνου και η αγάπη των αναγνωστών του θα τον δικαιώσει. Φυσικά και πρόκειται για έναν από τους μεγαλύτερους ποιητές μας, που το συναισθηματικό του φτερούγισμα και η βιωματική αλήθεια του υπερβαίνει τα όρια της εποχής του, καθιστώντας τον διαρκώς παρόντα. Προσωπικά, πιστεύω πως η μαγεία τού σιωπηλά επεξεργασμένου και τού ονειρώδους εμφανίζεται αργοπορημένα στο έργο του, μιας και, ο ποιητής, με άμεση, χειμαρρώδη, διάθεση τάχθηκε να απωθεί τα εχθρικά βέλη, που εμπόδιζαν την είσοδο του «Δούρειου ίππου» του εντός των κοινωνικά άδικων ταξικών τειχών.
Σεμνός από τη φύση του κι ενίοτε απόμακρος, όπως αναφέραμε πιο πάνω, συνεπαρμένος από την ιδεοκρατική αντίληψη των καιρών του, πιθανόν να αδιαφόρησε για την αυστηρά αισθητική απήχηση του έργου του, αν και μέσα από ομολογίες αληθινών του φίλων, ο ποιητής, ήταν πνεύμα ανήσυχο. Η μη συμμετοχή του, όμως, σε συντεχνίες, μα κυρίως η επίμονη άρνηση ένταξης σε κρατικοδίαιτους μηχανισμούς, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός μάλλον χαμηλότονου προφίλ. Παρ’ όλες τις δύσκολες συνθήκες διαβίωσής του, (κοινωνική απομόνωση, εξορία από το 1947 έως το 1951 στον Μούδρο, τη Μακρόνησο και τον Άη Στράτη), ο ποιητής, τιμήθηκε δύο φορές με το κρατικό βραβείο ποίησης (το 1977 για το έργο «Βιολόγια μονόχειρα» και το 1979 για το «Εγχειρίδιο ευθανασίας»). Ούτε λίγο, ούτε πολύ, η όλη λογοτεχνική του πορεία μπορεί να χαρακτηριστεί μια «διαρκής συνομιλία με τους κεκοιμημένους», όπως χαρακτηριστικά υποστηρίζει, ο Γιώργος Μπαλαδούρος, καθώς και ο προσωπικός του φίλος, κριτικός Κώστας Σταματίου. Σε μιαν εποχή Ντοστογιεφσκικού αυτοβασανισμού, οι στίχοι του είναι κατοικημένοι από τη σκιά τού θανάτου. Ο πόλεμος κι η κατοχή, ο εμφύλιος, η Χούντα, υπήρξαν, για τους δημιουργούς αυτής της γενιάς, ο ιστορικός συμπλέκτης, που συνέδεε το ατομικό τής καρτερικής τους πορείας με το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η αιματοβαμμένη μοίρα τής πατρίδας έγινε οδοιπορικό τής ίδιας τους της ποίησης. Η προσκόλληση σε μια συγκεκριμένη ιδεολογία, έγινε το όχημα για απ’ ευθείας σύνδεση με τη στρατευμένη τους τέχνη, απ’ τη μια, μα κι ένας κυματοθραύστης ονείρων μέσα σε μιαν εμπειρία αδελφοκτόνου διαβίωσης. Όμως, ο αναπότρεπτος παραγκωνισμός, οι αμέτρητες κακουχίες τής ζωής και η προσωπική άρνηση για συμβιβασμό, έκαναν τον ποιητικό τους λόγο οντολογικότερο και αδιαπραγμάτευτο.
Ο Τάσος Λειβαδίτης, βγαίνει απ’ αυτήν την περιπέτεια πληγωμένος μεν, περήφανος δε, και πλήρης ποιητικών χυμών, αφού η σχεδόν μεταφυσική του πίστη σ’ έναν «λαϊκό αριστοκρατισμό» εμπλουτίζει τις ενοραματικές λυρικές του εικόνες. Ο ποιητής, καταφέρνει, σ’ αυτήν την πληθωρική κοινωνική συνομιλία, να συνδέσει τη διαχρονική ιστορική αλήθεια με το ποιητικό παρόν. «Να θεραπεύσει μέσα στη ζωή τα παγιωμένα λάθη τής Ιστορίας», κατά την επιτυχή διαπίστωση του αναλυτή, Γιώργου Μαλαδούρου. Με τα πολύπαθα κι απαξιωμένα μυθοπλαστικά πορτρέτα των χαρακτήρων του δικαιωμένα μέσα στο, θριαμβικά πιθανό κι εξαγνιστικό, παιγνίδι τής ποιητικής μοίρας. «Ό,τι κι αν κάνουν θα νικήσουμε. Ο κόσμος μάς ανήκει. Το μέλλον είναι σαν το κλειδί του σπιτιού μέσα στην τσέπη μας».
Τάκης Φάβιος

*Πηγή φωτογραφίας: https://cityportal.gr/tasos-leivaditis-o-poiitis-toy-erota-kai-toy-agona/