Από τις εκδόσεις «Γράφημα», κυκλοφόρησε τον Φεβρουάριο του 2023 το νέο έργο του Κωνσταντίνου Λίχνου «Διάστρεμμα». Η νουβέλα, συνολικής έκτασης 142 σελίδων, στην οποία συμπεριλαμβάνεται και εκτενής εισαγωγή του Α. Χαριστού, διαρθρώνεται σε τρεις ενότητες («Ανηλεής παρατήρηση». «Αμείλικτη κριτική», « Αμέριστη στήριξη») και αποτελεί προσπάθεια αντικειμενικής οριοθέτησης των θεμάτων που αφορούν τη γυναίκα σήμερα μέσα από την κατάθεση παρατηρήσεων και σχολίων ψυχολογικού αλλά και φιλοσοφικού περιεχομένου, ώστε να αναδειχθεί το γυναικείο ζήτημα έτσι όπως βιώνεται από τις ίδιες τις γυναίκες. Μεγάλο τόλμημα τόσο από την άποψη της ιδιαίτερης οπτικής ενός φλέγοντος κοινωνικού θέματος όσο και από την άποψη των αφηγηματικών πρακτικών που υιοθετεί και χειρίζεται ο συγγραφέας προκειμένου να το επιτύχει. Επιχειρείται , δηλαδή, να αναδειχθούν τα θέματα που αφορούν τις σύγχρονες γυναίκες, με τη φωνή των ιδίων των γυναικών , στη βάση του ρεαλισμού και ταυτόχρονα καλείται ο αναγνώστης σε γόνιμο προβληματισμό με στόχο τη διαμόρφωση συνειδητής προσωπικής στάσης για ένα θέμα μείζονος σημασίας.
Τρεις σύγχρονες γυναίκες συναντώνται συχνά επιβεβαιώνοντας μια γνωριμία και φιλία που κρατά πολλά χρόνια. Αφηγηματικός τόπος είναι μια καφετέρια στο πολυσύχναστο κέντρο της Αθήνας. Η ψυχολόγος Μάρθα με όχημα την επιστήμη και ασπίδα την καθημερινή επαφή της με πάσχοντα άτομα φαίνεται ότι είναι η πλέον συνεπής στους δυο πρώτους όρους των τακτικών συνευρέσεων, δηλαδή στην ανηλεή παρατήρηση και στην αμείλικτη κριτική. Δεν διστάζει να ασκήσει δριμεία κριτική στις φίλες της, μάλιστα υπερηφανεύεται που το κάνει, χωρίς πολλές φορές να συνειδητοποιεί το πρόβλημα που δημιουργεί στις άλλες δυο αυτή η στάση. Είναι το πρόσωπο που εναγκαλίζεται τη σύγχρονη επιστήμη όχι μόνο στον επαγγελματικό τομέα αλλά και στις κοινωνικές της συναναστροφές αδυνατώντας να διαχωρίσει τα επαγγελματικά από τα προσωπικά και επομένως πολύ συχνά λειτουργεί ισοπεδωτικά προς τις άλλες δυο ηρωίδες, οι οποίες είτε ευθέως είτε κεκαλυμμένα αντιδρούν στην πρακτική της.
«Α.Π. ήταν, Νίκη μου. Μια απλή διαπίστωση, βάσει παρατήρησης. Δεν σου άσκησα καθόλου κριτική. Μην νιώθεις άσχημα, όμως, συμβαίνει σε όλες μας να πέφτουμε θύματα των υποσυνείδητων βεβαιοτήτων μας, που ναρκοθετούν την λογική μας» «Δεν νιώθω καθόλου άσχημα. Έχω μάθει ν’ αδιαφορώ απέναντι στις θεωρίες σου» «Ειρωνεύσου με όσο θες τώρα, αλλά, αργότερα, θα σκεφτείς πολύ σοβαρά αυτά που σου είπα. Είμαι σίγουρη γι’ αυτό. Ίσως, να τα παρουσιάσεις στον εαυτό σου ως δικά σου συμπεράσματα, βέβαια, μα αυτό ποσώς με ενδιαφέρει» «Πάντα σκέφτομαι σοβαρά όσα μου λες Μάρθα, ακόμη κι όταν εκφράζεσαι με έπαρση. Ακόμη, κι όταν αντιλαμβάνομαι, ότι τα όσα λες είναι καθαρές υπεκφυγές» «Εμένα κατηγορείς για έπαρση, Νίκη μου, αλλά εσύ είσαι αυτή που απαξιώνεις τους πάντες, συνομιλώντας σαν ίση προς ίσο, μονάχα με τον εαυτό σου. Γκρινιάζεις διαρκώς για τον φαρισαϊσμό και τη πλαστότητα των άλλων, αλλά είσαι η επιτομή της συγκάλυψης και του ανθρώπου με το ψεύτικο χαμόγελο στις κοινωνικές σου εκδηλώσεις» «Τουλάχιστον, δεν θεωρώ ότι τα ξέρω όλα και δεν παριστάνω πως γνωρίζω τις σκέψεις των άλλων, καλύτερα κι απ’ ό,τι τις γνωρίζουν οι ίδιοι»
Η φιλόλογος Σόνια είναι η ηρωίδα που φέρει τη σφραγίδα του φεμινισμού ως κοινωνικού κινήματος έχοντας εγκολπώσει πολλά από τα διδάγματα των ανθρώπων που πρωτοστάτησαν στους γυναικείους αγώνες ήδη από τις αρχές του εικοστού αιώνα. Βιώνει και αυτή προσωπικά και κοινωνικά αδιέξοδα, ασκεί κριτική στις φίλες της, φαίνεται όμως ότι μένει περισσότερο στην επιφάνεια των πραγμάτων, αφού οι διορθώσεις και οι υποδείξεις της, ακόμη και όταν έχουν να κάνουν με τον φεμινισμό ως κίνημα, κινούνται στο επίπεδο της λεκτικής διατύπωσης ή στο πλαίσιο της πολιτικής ορθότητας των διδαγμάτων και διεκδικήσεων του φεμινιστικού κινήματος πρώτης γενιάς.
«…ως υπεύθυνο τον εαυτό μου;… Μιλάς, λες και απευθύνεσαι σε άντρα» την διέκοψε η Σόνια εξεγειρόμενη. «Αμάν, καλή μου. Το γένος σε πείραξε;», απάντησε η Μάρθα απηυδισμένη. «Φυσικά, και με πείραξε. Είμαστε τρεις γυναίκες, μόνες τους, και θα μιλούμε στην αρσενική διάλεκτο; Γιατί να μην χρησιμοποιούμε την θήλειαν;» «Μίλα στην θήλειαν όσο θέλεις, η κατάστασή σου, ως γυναίκα, δεν πρόκειται να αλλάξει.» «Και θα πρέπει να νομιμοποιώ, την κατίσχυση του άρρενα λόγου;», ψιθύρισε η Σόνια με ηττοπάθεια, έχοντας αποδεχτεί ότι η ένστασή της είχε ήδη απορριφθεί και πως η Μάρθα, δεν ήταν διατεθειμένη να αναδιατυπώσει.
Η φωτογράφος Νίκη είναι η ηρωίδα, η οποία στρέφεται προς την τέχνη τόσο επαγγελματικά όσο και από την άποψη των προσωπικών επιλογών. Επιλέγει τον χώρο της τέχνης και των καλλιτεχνικών πρωτοποριών και μέσω αυτών εκφράζεται ως προσωπικότητα. Ακολουθεί τις συναθροίσεις της παλιάς παρέας και τους όρους που έχουν διαμορφωθεί φαίνεται όμως ότι είναι η ηπιότερη κυρίως στην άσκηση της «αμείλικτης κριτικής». Παράλληλα είναι η ηρωίδα με την οποία ταυτίζεται ο αφηγητής αφού μέσω της δικής της εστίασης παρακολουθούμε τη συνάντηση των τριών φιλενάδων στο «Διάστρεμμα».
Δέκα λεπτά περιμένω όλα κι όλα, μα μου φάνηκε σαν να πέρασαν ώρες. Ώρες πολύτιμες, που τις χαράμισα παραμένοντας καθηλωμένη σ’ αυτό το απρόσωπο και ακατάδεχτο περιβάλλον· περιορισμένη και στάσιμη, ενώ είμαι γεμάτη ενέργεια και θα μπορούσα να κάνω τόσα πολλά. Την αναμονή την βαριόμουν ανέκαθεν, βέβαια, και γι’ αυτό καθυστερώ πάντοτε στα ραντεβού μου. Εσκεμμένα το κάνω, αργοπορώ, ώστε να περιορίσω την ανούσια σπατάλη του χρόνου μου, αλλά αυτήν την φορά, δυστυχώς για μένα, προγραμμάτισα λάθος.
Οι συναντήσεις τροφοδοτούν τα συναισθήματα, εδράζονται στην ανάγκη κοινωνικότητας και στη συνήθεια, σε κάθε περίπτωση αποδεικνύουν τη μακροχρόνια επαφή των τριών γυναικών και την ανάγκη τους για συνύπαρξη. Τα κοινά σημεία των ηρωίδων (αστική καταγωγή, αστικός τρόπος ζωής, μόρφωση πανεπιστημιακού επιπέδου) απαλλάσσουν την αφήγηση από τις εύκολες και, πολλές φορές, επιφανειακές κατηγοριοποιήσεις και επιτρέπουν τον προβληματισμό για τις έμφυλες σχέσεις σήμερα χωρίς αναφορές σε διαχωρισμούς στάσεων ζωής και αντιλήψεων με βάση την καταγωγή (επαρχία/ κέντρο), τη μόρφωση ( μορφωμένες ή μη) και άλλα κοινωνικά χαρακτηριστικά. Παράλληλα αποτελούν τη στέρεη βάση για την ανάπτυξη ενός γόνιμου προβληματισμού για τις σχέσεις των γυναικών σήμερα τονίζοντας τη διαφορετικότητα της πρόσληψης της καθημερινότητας από τις σύγχρονες γυναίκες ανεξάρτητα από τα κοινά κοινωνικά τους χαρακτηριστικά. Ετσι από τη μια τονίζεται ο σύνθετος καμβάς πάνω στον οποίο υφαίνονται οι σχέσεις – επαγγελματισμός, προσωπικές επιλογές, συμφέροντα οικονομικά αλλά και συναισθηματικά, καθημερινότητα, συγκρούσεις, απογοητεύσεις, φοβίες – από την άλλη αποτρέπεται η εξαγωγή εύκολων συμπερασμάτων στη βάση κοινωνικών στερεοτύπων που η δυναμική τους σήμερα αμβλύνεται, από κάποιους μάλιστα αμφισβητείται ευθέως , κυρίως λόγω της ανάπτυξης της τεχνολογίας και της διάχυσης των αποτελεσμάτων της στην κοινωνία.
Ο ρεαλισμός της αφήγησης είναι εμφανής και επιτρέπει την παρουσίαση του φλέγοντος θέματος των έμφυλων σχέσεων με έμφαση στην προσωπικότητα. Η επιλογή του διαλόγου ως κύριου αφηγηματικού τρόπου έρχεται σε αντίθεση με τη συνήθη πρακτική ρεαλιστών και νατουραλιστών (να επιλέγεται δηλαδή το τρίτο πρόσωπο και μέσω αυτού να δίνονται αντικειμενικά τα στοιχεία που τεκταίνουν τον μύθο) χωρίς, όμως, να ακυρώνεται ο ρεαλιστικός προσανατολισμός του έργου τόσο ως προς την αφηγηματική πρόθεση όσο και ως προς την πρόσληψή του από τον αναγνώστη. Έτσι , εκτός από τη ζωηρότητα της αφήγησης, την παραστατικότητα των αντιπαραθέσεων, τη ζωντάνια των αντιθέσεων, εξυπηρετείται κυρίως η ανάγκη κάθε ηρωίδα να καταθέτει τη δική της αλήθεια με τη δική της φωνή, να μιλά με τον δικό της λόγο και να αποκαλύπτει αλήθειες με τον δικό της τρόπο. Φαίνονται έτσι καλύτερα οι διαφορές μεταξύ των ηρωίδων, τονίζεται η ατομικότητα και απομακρύνεται ο κίνδυνος να θεωρήσουμε ότι επειδή οι τρεις φίλες παρουσιάζουν παρόμοια κοινωνικά χαρακτηριστικά προσλαμβάνουν το παρόν με τον ίδιο τρόπο.
«Είναι πολλά περισσότερα, αυτά που μας διαφοροποιούν. Και δεν μπορώ να καταλάβω, τι σ’ έχει πιάσει, και θες να μας παρουσιάζεις ίδιες» «Αν παραδεχόσουν την αλήθεια, όλες οι διαφορές μας θα εξαφανίζονταν. Αν μπορούσες να αποδοκιμάσεις ανοιχτά τα πάντα, και όχι απλώς να τ’ απαξιώνεις σιωπώντας, ίσως, και να εκφραζόσουν με την ίδια έπαρση που επιδεικνύω εγώ. Θα έβλεπες τότε, πόσο πολύ μοιάζουμε» «Ευτυχώς, που δεν θα παραδεχτώ ποτέ αυτήν την αλήθεια, και θα παραμείνω Νίκη.»
Διευκολύνεται επίσης η προώθηση των αφηγηματικών προθέσεων του Λίχνου σε σχέση με τον αναγνώστη: ο τελευταίος μπορεί, σχεδόν ως ωτακουστής, και γίνεται κοινωνός της συζήτησης μεταξύ των γυναικών, πληροφορείται για τα ποικίλα θέματα που τίθενται, αναγνωρίζει τους ανταγωνισμούς, αντιλαμβάνεται από τον τόνο και τον ρυθμό της κουβέντας όχι μόνο όσα αποκαλύπτονται αλλά και όσα ενδεχομένως υποκρύπτονται στο λόγο των ηρωίδων και, εντέλει, σχηματίζει σύνθετες απεικονίσεις της έμφυλης διάστασης των κοινωνικών και των προσωπικών σχέσεων στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον.
«Τι είπες, Νίκη μου;» «Δεν είπα κάτι» «Είπες, αλλά το ‘πες από μέσα σου» (…) «Ό,τι έχω να πω, το λέω φωναχτά» «Ίσως. Στην τελική, μόνο εσύ το γνωρίζεις αυτό» «Μερικές φορές, πραγματικά αμφιβάλλω. Ώρες ώρες, δείχνεις να πιστεύεις ότι γνωρίζεις καλύτερα από μένα, το τι συμβαίνει μες το κεφάλι μου» «Τώρα πας γυρεύοντας, καλή μου, και θα εισέλθουμε σε κατάσταση βαθύτατης Α.Π.» «Το λες… σαν να υπήρχε και περίπτωση να το αποφύγουμε» «Μα, γιατί να το αποφύγουμε; Το να παρατηρούμε η μία την άλλη, είναι ένας από τους βασικούς λόγους που συναντιόμαστε» «Ναι, ξέρω. Το πρόβλημα είναι, πως εσύ το κάνεις επιθετικά, Μάρθα. Νομίζω, ότι σε εξιτάρει η αντιπαράθεση» «Τουναντίον, προσπαθώ να την αποφεύγω όσο μπορώ» είπε παίρνοντας μια γκριμάτσα αμφίσημη, ενώ τα ρουθούνια της τρεμόπαιξαν, λες και την περιτριγύριζε κάποια δυσάρεστη οσμή. «Δεν προσπαθείς αρκετά…», αποκρίθηκα δίχως να γυρίσω να την κοιτάξω, ώστε να μην δώσω συνέχεια, αλλά ήμουν σίγουρη, πως μέσα της θα τρωγόταν και θα επιχειρούσε να με πείσει πως κάνω λάθος να θεωρώ τη συμπεριφορά της επιθετική και την ίδια φιλόνικη.
Εξ ίσου αποτελεσματικά λειτουργεί και το σχόλιο, το οποίο αποκαλύπτει τους βαθύτερους λόγους των τοποθετήσεων των ηρωίδων υποβοηθώντας έτσι και την ψυχολογική σκιαγράφησή τους και την εξαγωγή συμπερασμάτων για την ποιότητα των έμφυλων σχέσεων σήμερα. Έτσι, με άρσεις, καταφάσεις αλλά και ως προβληματισμοί των ηρωίδων, κυρίως της Νίκης, δίνονται πλήθος στοιχείων, που διαμορφώνουν την πραγματικότητα των σύγχρονων ενήλικων γυναικών στον επαγγελματικό, κοινωνικό και προσωπικό τομέα με έμφαση στην έλλειψη ικανοποίησης αλλά και στις συγκρούσεις ρόλων που βιώνουν.
Οι θεωρίες της Μάρθας, δεν προκύπταν κατόπιν επίπονης έρευνας, ως προϊόντα επισταμένου και μακροχρόνιου στοχασμού, παρόλο που δεν αμφέβαλε ποτέ για την εγκυρότητά τους· αντιθέτως, έμοιαζαν με παθιασμένα τινάγματα του νου της, με παρορμητικές τοποθετήσεις επάνω σε σποραδικές παρατηρήσεις της συμπεριφοράς μας, που, όμως, ήθελε να πιστεύει, ότι συγκροτούν αδιαμφησβήτητα σημεία αναφοράς μιας γενικότερης επιστημονικής θεώρησης για τον κόσμο. Κάθε φορά, λοιπόν, που διατύπωνε κάποια από τις θεωρίες της, έμοιαζε με παιδί, το οποίο κρατούσε στα χέρια του ενθουσιασμένο κάποιο καινούργιο παιχνίδι και ήθελε να πείσει τους ενήλικες, πως το παιχνίδι αυτό, έκρυβε κάποια μεγάλη αλήθεια για τη ζωή τους.
Και όλα αυτά με μια γλώσσα ρέουσα, όχι φτιαχτή ούτε στιλιζαρισμένη, μια γλώσσα ζωντανή που υπηρετεί από τη μια την ανάγκη η λογοτεχνία όχι απλώς να χρησιμοποιεί αλλά να αναδεικνύει τη γλώσσα, αφού αποτελεί το όργανό της, από την άλλη να υπακούει στις ιδιαιτερότητες του επαγγελματικού ρόλου καθεμιάς από τις ηρωίδες: η φιλόλογος συχνά διορθώνει γλωσσικά και εκφραστικά τις φίλες της, η ψυχολόγος μιλά χρησιμοποιώντας τους όρους και τις έννοιες της επιστήμης της ως ψυχοθεραπεύτρια. Αυτό αφενός ενισχύει την αλήθεια του μύθου, που κατατίθεται, αφετέρου αναδεικνύει τον ρεαλιστικό χαρακτήρα της αφήγησης.
«Μην χαίρεσαι. Μπορεί να μεταμορφωθώ εγώ σ’ εσένα…» Απάντησε χαμογελώντας, με ύφος περιπαιχτικό, και ύστερα, μου έριξε μια κλεφτή ματιά και μουρμούρισε διστακτικά: «Βέβαια, είναι πιθανότερο να μεταμορφωθώ σε Σόνια». «Και γιατί αυτό;» ρώτησα με καλοπροαίρετη απορία, φοβούμενη μήπως την είχα αποπάρει νωρίτερα. «Αν απελευθερωνόμουν εγώ, θα σταματούσα να συμπεριφέρομαι στους άλλους σαν να είναι ασθενείς μου, θα τους έλεγα αυτό που σκέφτομαι χωρίς ενδοιασμούς και θα γινόμουν Σόνια. Η Σόνια, ήταν αυτή που έλεγε πάντα με παρρησία, όσα σκεφτόταν. Μέχρι που άρχισε να τρώει κατραπακιές στη ζωή της και αποφάσισε να κρατάει κρυφές τις αλήθειες της, όπως εσύ. Τώρα, την βλέπεις ν’ ακολουθεί τα δικά σου χνάρια και νιώθεις ότι πρέπει να την βοηθήσεις. Αυτός είναι ο λόγος, που ασκείς κηδεμονικό έλεγχο στη Σόνια, καλό μου. Νιώθεις υπεύθυνη γι’ αυτήν, επειδή προσπαθεί να σου μοιάσει» «Εντυπωσιακή θεωρία μεταμόρφωσης! Μου ακούστηκε σαν να την είχες έτοιμη απ’ τα πριν και ήρθες εδώ, απλώς, για να μας την παρουσιάσεις» «Πάντα έρχομαι προετοιμασμένη στις μαζώξεις μας. Δεν βλέπω κάτι το κακό σ’ αυτό»
Στοιχείο επίσης που χαρακτηρίζει την οργάνωση της αφήγησης είναι η έμφαση στο παρόν: ο κύριος κορμός του μύθου μέσω της συνάντησης των τριών ηρωίδων αναφέρεται στο παρόν, στις συνθήκες που δημιουργούνται σήμερα, στα προβλήματα που υπάρχουν, στις δυσκολίες επικοινωνίας, στις απογοητεύσεις ακόμη και από άτομα που έχουν επιλεγεί στη βάση κριτηρίων, στην κενότητα, στη μοναξιά. Η έμφαση στο παρόν δεν ακυρώνει το παρελθόν, το οποίο έμμεσα αλλά δυναμικά τονίζεται στο έργο κυρίως μέσω της ηθοπλασίας των ηρωίδων. Είτε άμεσα, μέσω του διαλόγου, είτε έμμεσα, μέσω των σχολίων, είτε διαισθητικά ως συνειδητοί αναγνώστες συνειδητοποιούμε τον τρόπο διαπαιδαγώγησής τους και τα αποτελέσματά του στην προσωπικότητα των ηρωίδων σε ένα παρόν που φαίνεται ότι ξεπερνά όχι μόνο τις ακολουθούμενες πρακτικές από την πλευρά των ενηλίκων του παρελθόντος αλλά και τη βίωσή τους από την πλευρά των ενηλίκων του παρόντος. Ετσι κατανοούμε την έμφαση στη λεπτομέρεια της γλωσσικής διατύπωσης από την πλευρά της φιλολόγου Σόνιας ως εκκεντρική μονομανία αλλά και ως κενότητα, την ανάγκη επίτευξης επαγγελματικού στόχου, ακόμη και αν αυτό αφορά σε ανθρώπους του άμεσου περιβάλλοντός της, από την ψυχολόγο Μάρθα ως αδυναμία εκδήλωσης συναισθημάτων, αλλά και τη βαθιά ανάγκη της φωτογράφου Νίκης να απαλλαγεί από τα δεινά αυτού του τύπου των συναναστροφών και να μπορέσει να εκφραστεί δημιουργικά. Πρόκειται για μια έμμεση κριτική του Λίχνου στους τρόπους και τα μέσα της διαπαιδαγώγησης του παρελθόντος με έμφαση στα αποτελέσματά τους στο παρόν: ο συντηρητισμός και η τυπολατρία εγκλωβίζουν τις συμπεριφορές των ηρωίδων ( κυρίως της φιλολόγου και της ψυχολόγου) σε επαναλήψεις πράξεων και λόγων και τους στερεί τη δυνατότητα να απολαύσουν το παρόν.
«Πέρσι που πέθανε ο πατέρας σου, δεν επέτρεψες στον εαυτό σου να λυγίσει ούτε λεπτό. Αμέτρητες φορές σ’ είχα ρωτήσει, μήπως θα ‘θελες να σε βοηθήσω σε κάτι, αλλά μάταια. Συγκεκριμένα, είχα επιμείνει στην πρότασή μου να πακετάρω εγώ τα πράγματα του Θόδωρου, γιατί τα είχες παρατημένα στον ξενώνα, όπως τα άφησε, λες και το φάντασμά του κατοικούσε ακόμη εκεί. Δεν άκουγες τίποτα όμως, η απάντηση σου ήταν πάντα η ίδια: Δεν χρειάζομαι τίποτα, χρυσό μου» «Ήθελα να διευθετήσω μόνη τις εκκρεμότητές μου. Έπρεπε να το σεβαστείς και να μου δώσεις το χρόνο μου» «Ο χρόνος περνούσε και δεν διευθετούσες τίποτα, Μάρθα. Μια βδομάδα μετά την κηδεία, επέστρεψες στη δουλειά, παριστάνοντας πως είσαι καλά· κι εγώ ανησυχούσα, για το τι μπορεί να σκέφτεσαι, που ο πατέρας σου πέθανε μόνος του, μέσα στο ίδιο σου το σπίτι, ανήμπορος, λόγω της μηδενικής του όρασης, να βρει τα φάρμακά του· ενώ εσύ, που υποτίθεται τον φρόντιζες, βρισκόσουν σε ταξίδι στο εξωτερικό» «Ήμουν υποχρεωμένη να πάω σ’ εκείνο το συνέδριο. Το γνωρίζεις πάρα πολύ καλά»
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον σε σχέση με την οργάνωση της αφήγησης του έργου παρουσιάζει η ταύτιση του Λίχνου με μια από τις ηρωίδες, που νομίζω ότι είναι ένα θέμα που έχει ενδιαφέρον και από λογοτεχνική αλλά και από κοινωνιολογική σκοπιά. Ο συγγραφέας ως αφηγητής επιλέγει μια εκ των τριών ηρωίδων και αφηγείται τα τεκταινόμενα μέσα από τη δική της οπτική. Το επιλεγόμενο πρόσωπο/persona είναι η φωτογράφος Νίκη: η εστίαση ακολουθεί την καλλιτέχνιδα Νίκη ως προς την κοσμοαντίληψη, που κατατίθεται, γεγονός που προσδιορίζει το σύνολο σχεδόν των σχολίων, που ακολουθούν τον διάλογο, χωρίς να ακυρώνεται η συμπάθεια με την οποία αντιμετωπίζει τις άλλες δυο ηρωίδες.
«..Κι όλη αυτή η προσχηματική ευγένεια, …τι εκνευριστική! Πόσο ψεύτικα ηχούν αυτά τα «Περάστε… καλώς ήρθατε…», πόσο αντιαισθητικές φαίνονται οι κινήσεις των υπαλλήλων της καφετερίας. Μακάρι να συμπεριφερόντουσαν όλοι τους λιγάκι ανάρμοστα, έτσι, για αλλαγή. Μακάρι να δρούσαν λιγάκι απρεπώς, αλλά, δυστυχώς, ακολουθούν απαρέγκλιτα το εγχειρίδιο των καλών τρόπων……. Όλα μελετημένα και σχεδιασμένα, με γνώμονα την εξυπηρέτηση και την άνεση του πελάτη. Τι απάνθρωπο! (…) Τι επώδυνη αποσύνδεση απ’ τους εαυτούς μας, αυτή η συμμόρφωση με τα δέοντα πρότυπα! Τι καταδυναστευτική, αυτή η άνευ όρων αποδοχή, της άτυπης συμφωνίας που τηρούμε όλοι μας αδιαμαρτύρητα…»
Ίσως, η επιλογή του Λίχνου να παρουσιάσει τον μύθο μέσα από την εστίαση μιας καλλιτέχνιδος να δείχνει τον τρόπο που ο ίδιος ως προσωπικότητα προσεγγίζει τα γεγονότα. Ίσως ο χώρος της τέχνης, ως πεδίο σε σχέση και με τον βιοπορισμό και με την διαμορφούμενη καθημερινότητα, του είναι πιο οικείος, ίσως και πιο προσφιλής, πάντως επιλέγει μια από τις τρεις ηρωίδες και μάλιστα αφηγηματικά το δηλώνει από την αρχή της νουβέλας και το υποστηρίζει μέχρι και το τέλος, ανεξάρτητα από τα στοιχεία που εμβάλλονται στην αφήγηση και στρέφουν το ενδιαφέρον στην προσωπική αλήθεια των άλλων ηρωίδων. Είναι, επομένως ελεύθερος ο αναγνώστης να ταυτιστεί με όποια ηρωίδα θέλει ή μήπως η συγκεκριμένη επιλογή υποχρεώνει τρόπον τινά τον αναγνώστη στην ταύτιση με την persona, που επιλέγει ο συγγραφέας; Μήπως χειραγωγείται ο αναγνώστης μέσω της ταύτισης του συγγραφέα με την Νίκη στην επιλογή συγκεκριμένης κοσμοαντίληψης και τρόπων συμπεριφοράς ή μπορεί να διαμορφώσει τα δικά του κριτήρια σε σχέση με τα θέματα , κύρια και δευτερεύοντα, του μύθου; Κερδίζεται δηλαδή το στοίχημα που έβαλε ο Λίχνος σε σχέση με τον αναγνώστη, να δώσει δηλαδή ρεαλιστικά τα στοιχεία που συνιστούν το κύριο θέμα της αφήγησης εξασφαλίζοντας παράλληλα τη δημιουργική ανταπόκριση από την πλευρά του; Η αίσθησή μου (από προσωπική ανάγνωση της νουβέλας, από τη συμμετοχή μου σε εργαστήρια φιλαναγνωσίας αλλά και από τη δουλειά μου ως μάχιμη φιλόλογος) είναι ότι κερδίζεται: ο αναγνώστης προβληματίζεται, κρίνει και ελεύθερα μπορεί να επιλέξει στο τέλος της ανάγνωσης με ποιο από τα πρόσωπα θα ταυτιστεί, τι θα απορρίψει και για ποιους λόγους, ποια αντίληψη ζωής θα αποδεχθεί ως ορθή ή ορθότερη των άλλων.
Το έργο επιτυγχάνει τον στόχο του και παρουσιάζει τις σχέσεις των γυναικών σήμερα ρεαλιστικά, αντικειμενικά, παραστατικά και ζωντανά μέσω του διαλόγου, χωρίς ωραιοποιήσεις και εξιδανικεύσεις. Συμβάλλει έτσι στη δημόσια συζήτηση για τις σύγχρονες έμφυλες σχέσεις και τροφοδοτεί τον λογοτεχνικό διάλογο που έχει ξεκινήσει εδώ και κάποιους μήνες για το θέμα των γυναικών ευρύτερα. Παράλληλα (προ)καλεί τον αναγνώστη να συναισθανθεί το σύνολο των στοιχείων, που διαμορφώνουν τους κοινωνικούς ρόλους των γυναικών και επομένως καθορίζουν τη συμπεριφορά τους. Τέλος επιβεβαιώνει για μια ακόμη φορά τον έντονα κοινωνικό χαρακτήρα της πεζογραφίας του Λίχνου αλλά και την πρόθεσή του να λειτουργήσει μέσω της λογοτεχνίας ως παιδαγωγός της κοινωνίας αναδεικνύοντας προβλήματα , χωρίς στρουθοκαμηλισμούς, παίρνοντας συνειδητά θέση απέναντι σε αυτά αλλά και (προ) καλώντας τον αναγνώστη να λειτουργήσει με τον ίδιο τρόπο: συνειδητά και κριτικά. Ο Λίχνος είναι από τους συγγραφείς που λαμβάνει υπόψιν του τον αναγνώστη σε όλα τα στάδια της λογοτεχνικής επεξεργασίας των θεμάτων που επιλέγει: σύλληψη, προβληματισμός, αφηγηματική απόδοση, λεκτική διατύπωση, εστίαση, προσωπική στάση. Με τη συγγραφή του ακολουθεί και επιβεβαιώνει αυτό που τόσο όμορφα εξέφρασε η Virginia Woolf για τη λογοτεχνία και την ανάγνωση: «Όταν η ημέρα της Κρίσης ξημερώσει και οι μεγάλοι κατακτητές, οι δικαστές, οι κυβερνήτες έρθουν να πάρουν την ανταμοιβή τους – το στέμμα, τη δάφνη, τα ονόματά τους χαραγμένα στο αιώνιο μάρμαρο – ο Παντοδύναμος θα στραφεί στον Πέτρο και θα του πει, όχι δίχως κάποιο φθόνο, όταν μας δει, συγγραφείς και αναγνώστες, να ερχόμαστε με τα βιβλία μας παραμάσχαλα, «Κοίτα, αυτοί δεν χρειάζονται ανταμοιβή. Δεν έχουμε τίποτα να τους δώσουμε. Αυτοί αγάπησαν το διάβασμα».