Σημείωμα για την συλλογή διηγημάτων «Αδιέξοδοι Καιροί» του Κώστα Λίχνου με πρόλογο του Αντώνη Ε. Χαριστού υπό την αιγίδα του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης
Ώσπου να φθάσει το βιβλίο του Κώστα Λίχνου στα χέρια μου οι καιροί γίνηκαν λίγο περισσότερο αδιέξοδοι. Ο θάνατος είναι κλέπτης, αναφέρει κάποιος αγιορείτης μοναχός. Και σχηματίζει ένα πραγματικό αδιέξοδο, σταματώντας τον χρόνο. Τότε οι καιροί γίνονται στα αλήθεια αδιέξοδοι, μια παρτίδα δίχως νικητή, σαν εκείνη των χαρτοπαικτών του Σεζάν στο εξώφυλλο της έκδοσης του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης. Κανείς δεν κερδίζει μέσα σε αδιέξοδους καιρούς, πρόκειται για μια κατάσταση lose – lose και για τις δύο πλευρές. Τα κέρδη του κεφαλαίου θα μπορέσουν με τα κατάλληλα συγγράμματα να σας κατατοπίσουν καταλλήλως. Ως τότε οι καιροί δεν αλλάζουν χρώμα, το μαύρο στο φόντο των ημερών δεν είναι παρά απουσία χρώματος, ελπίδας, διαφυγής από τον άσχημο εαυτό μας, τα ακριβά μας τα κοστούμια, το μεγάλο εγώ και το αρραγές μας δίκτυο των διαδικτυακών και μη φίλων.
Τι απομένει άραγε μες σε μια τέτοια συγκυρία; Ίσως αυτό που τόσο έξοχα κάνει ο Κώστας Λίχνος με μια συλλογή διηγημάτων που μεταφράζει με ένα λεπτό ψυχογράφημα την εθνική μας ταυτότητα. Η εντοπιότητα της συλλογής που εκδίδεται υπό την αιγίδα του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης παραμένει ένα από τα χαρακτηριστικά των διηγημάτων. Όπως και οι χαρακτήρες των μικρών και των μεγάλων ιστοριών που έρχονται στην επιφάνεια για να μας υπενθυμίσουν κάτι δικό μας, κάτι κλασικό που εκπέμπει μια αθεράπευτη οικειότητα. Εκείνοι που ενσαρκώνουν το αιώνια διχασμένο μας κύτταρο, αυτό που φτιάχνει φράχτες και ορίζει εκτάσεις. Και οι άλλοι που ακούν τον εσωτερικό τους μονόλογο και με τα μάτια τους κοιτάζουν το τοπίο της ζωής μας. Οι ίδιοι παραμένουν ο στενός ορίζοντας και άλλοτε πάλι η θάλασσα με τ’αναδυόμενα κύματα που ταξιδεύουν ακούραστα για να μας ενώσουν με του πελάγου τον καθαγιασμένο δεσμό. Πρόσωπα που ανήκουν σε ένα σύμπαν έξω από τον χρόνο, τούτο τον αιώνια μεταβατικό και επαληθεύουν με χίλιους τρόπους το κυνήγι της ομορφιάς, του μονοιάσματος και της ανθρωπιάς που είναι το τέλος κάθε μοναξιάς. Γεμάτες εικόνες με λεπτές περιγραφές, με λέξεις και φράσεις γιομάτες υπερβολή – πώς αλλιώς δοξάζεται η ομορφιά; – μια αντίστιξη στον ρεαλισμό και την γλώσσα που λιγοστεύει η επιλογή του Κώστα Λίχνου στους «Αδιέξοδους καιρούς» του. Πρόκειται για την μυθολογία του καιρού μας, για το επίκαιρο τραγούδι του που κάπου κάπου φορά την εκφραστικότητα και την ελαστικότητα των λέξεων.
Διηγήματα από τα σπλάχνα της εποχής μας, η συλλογή του Κώστα Λίχνου δοκιμάζει να φορέσει τα παπούτσια του καιρού μας. Δανείζεται από το εργαστήρι της ζωής και δουλεύει υπομονετικά πάνω στις προσωπογραφίες του. Τα χρωστούμενα στο καπηλειό και ο κωμικός γδούπος του τέως που αποκαθηλώνεται, το τότε και το τώρα του ελληνισμού αναπαλαιωμένο, υποταγμένο στις ιερές απαιτήσεις της ανθρώπινης βιογραφίας. Ο καφενές, οι παλιοί τεχνίτες που δανείζουν στον συγγραφέα λίγη από την ατμόσφαιρά τους. Απομένει το ταλέντο του , η μόνη δυνατότητα που υπάρχει για να διαμορφωθεί ένα είδος αρχιτεκτονικής του καιρού και των μορφών, κεντρωμένη από την μεγάλη φλέβα που φθάνει ως τις δικές μας δειλές σελίδες. Οι παλιές φόρμες ανανεώνονται με ιστορίες δίχως στέρφα αθανασία στο επίκεντρό τους, μα με εκείνη την απληστία και την λαϊκή σοφία να διασταυρώνονται στα διηγήματα της έκδοσης που με τόση φροντίδα επιμελήθηκε ο Φιλολογικός Όμιλος Ελλάδος.
Κάθε τόσο μες στις σελίδες των ιστοριών του δραστήριου λογοτέχνη που φαίνεται πως βρίσκει στην τέχνη του το αντίδοτο κόντρα στον επιστημονικό ορθολογισμό της κατάρτισής του, θα συναντήσει κανείς μερικά σκίτσα. Πρόκειται για λάδια, αποσπάσματα καμβάδων όπως «Ο Κιθαρίστας» του Francois Bonvin που προηγείται του εξαιρετικού αφηγήματος «Ο καπτάν – Αντώνης». Οι ιστορίες νησιά του Αιτωλού συγγραφέα καταβυθίζονται στα ανθρώπινα συναισθήματα, πότε πότε στρέφονται στην ποίηση, επενδύοντας σε κάτι πέρα από τον χρόνο, σε χαρακτήρες προδομένους, σε τελευταία καταφύγια και συνηθισμένες ζωές που περιέχουν κάτι από το θαύμα του καιρού τους. Νεύματα και χειρονομίες δροσερές οι ιστορίες του Κώστα Λίχνου που με το επιχείρημα της αλάνθαστης και μεστής ψυχογραφίας έρχονται για να μας συστήσουν μια άξια φωνή. Ετούτο το σημείωμα θυμάται τον Όσκαρ Ουάϊλντ όταν έλεγε πως η γραφή είχε κάνει μεγάλη ζημιά στους συγγραφείς και πως εκείνο που χρειάζονταν πρωτίστως δεν ήταν παρά το αυτί. Η ανάκληση έχει να κάνει με την αίσθηση της αμεσότητας που αναδύουν οι ιστορίες της συλλογής, με υλικά τους εκείνη την λαϊκή σοφία που θέλει με στόμφο να μιλήσει για την ανθρώπινη μετριότητα, εκείνη που διψά για την υπέρβαση, που κάθε μέρα αντικρίζει με καινούριο βλέμμα τον κόσμο, που φοβάται, που μεθά και υποχωρεί, που ηττάται, που ορθώνει φράχτες και τις νύχτες τραγουδά με τ’αγνάντι της αφοσιωμένο σε έναστρους ουρανούς. Είναι δον Κιχώτηδες οι χαρακτήρες αυτού του βιβλίου, καθένας ενταγμένος μες στον καιρό του, άφθαρτος, αδέξιος, καμωμένος από ελπίδα και αδυναμίες. Όλα φωτίζονται τόσο όσο ποτέ δεν θα μπορούσε να κατορθώσει μια λιγότερο άξια γραφίδα. Τα διηγήματα της συλλογής του Κώστα Λίχνου προβλέπουν για τα ανθρώπινα την ίδια τους την μοίρα, μέσα από τους κόλπους της τραγουδάνε, επαληθεύοντας εκείνο το διαχρονικό ήθος ανθρώπων του γέρο Ηράκλειτου. Η σπασμένη γοητεία των χαρακτήρων του δεν μοιάζει όμως με τις ζωγραφισμένες μορφές των καμβάδων. Οι ήρωες της ζωής που καλούνται σε «Αδιέξοδους Καιρούς» να ζήσουν και να διαπράξουν τα ωραία τους λάθη, γνωρίζουν από ζωή, δεν περιορίζονται σε μια έξοχη στιγμή της, μονάχα υποφέρουν και προχωρούν, σωστοί τυμβωρύχοι της ευτυχίας που γλίστρησε, βαστάζοι της πέτρας, της σκόνης και μιας μικρής στιγμής γεμάτης πορφυρά στολίδια, εκεί που την ψυχή δαμάζει η γλώσσα και η ταυτότητα του συγγραφέα αποκαλύπτεται.
Η συλλογή του Κ. Λίχνου διαφέρει από το δόγμα της εποχής μας. Δεν τηρεί απόλυτα τις προδιαγραφές της εποχής, αρνείται την αφαίρεση και δεν παύει να διδάσκει με τρόπο λεπτό και τρυφερό, όχι εκείνο που θέλει ή γνώρισε, μα αυτό που είναι τριγύρω του ο κόσμος, ένα μείγμα ομορφιάς που χρειάζεται τις λέξεις και άλλοτε πάλι ένα σκοτεινό, ανθρώπινο πεπρωμένο. Χρωμολιθογραφίες, με φιγούρες που τις έπλασε η ανάγκη και η ακούσια προσφορά, χαρακτήρες που τους διαμόρφωσαν οι ανθρώπινες αδυναμίες, γεγονότα που αρνήθηκαν για πάντα την μυθολογία του καιρού και μας άφησαν γυμνούς να γυρεύουμε δρόμο και ελπίδα.
Τελευταία σκηνή. «Η ώρα πέρασε, η βροχή κόπασε και η σκοτεινιά άπλωσε παντού μια περίλυπη σιγαλιά». Κάτι ταιριάζει αθεράπευτα με τούτη την ώρα που γεννιέται αυτό εδώ το σημείωμα. Ακολουθούν οι συνηθισμένες κινήσεις της νύχτας, ο μικρός μας θάνατος κερδίζει στα σημεία την ύπαρξή μας. Λίγο πιο πριν, όσο κρατούσε η βροχή «έχοντας ασυναίσθητα γείρει ελαφρά προς τα μπρος, βαδίζοντας κόντρα στον άνεμο» είδα τον Κώστα του διηγήματος «Ονείρου Μόνοπρακτο» να περνά απόλυτα εναρμονισμένος με την γεωμετρία του διηγήματος που κλείνει την συλλογή. Φάνταζε ένα ζώο παράξενο, αποκύημα κάποιου ναυαγίου που τον ξέβρασε στις γειτονιές αυτής εδώ της νυχτωμένης πολιτείας. Ήταν μια μινιατούρα της ζωής έτσι όπως τον κοιτούσα από το μικρό μου μπαλκονάκι, ίδιος και απαράλλαχτος με του διηγήματος την τραγική φιγούρα. Τραγική, έτσι όπως απλώνεται η ρωγμή της από το μέτωπό του ως το μπαλκονάκι μου για να συναντήσει τις λεπτές ψυχογραφίες των «Αδιέξοδων Καιρών» του εξαιρετικού Κώστα Λίχνου. Πάλευε και εκείνη στο πλευρό της γλύκας αυτού εδώ του κόσμου, να καθορίσει μια κρίσιμη στιγμή ζητούσε. Ίσως να γεράσει ή πάλι να χαθεί, άσπρο φεγγαρένιο πρόσωπο κρυμμένο σε μαύρο μετάξι. Τον κοιτάζω που χάνεται και σκέφτομαι πως κάθε φορά που θα τον γυρέψω, θα βρίσκεται εκεί, σε μια αιώνια προσπάθεια, γερμένος προς τα εμπρός, να ζει χίλιες φορές μες στην γλώσσα του Κώστα Λίχνου. Θα τον παραστέκουν οι λέξεις, κοινό δημιούργημα των αληθινών ποιητών, της αληθινής ζωής αυτής που μετεωρίζεται ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ηθική της δέσμευση, στο όνειρό της που θολώνει και πάντα αντέχει. Στην ομορφιά που ανάβει, ολομόναχο παραθύρι στο βάθος της υπαίθρου.