Μαρία Μανωλοπούλου | Πρόβα

Πρόβα

Κατεβαίνω τα σκαλιά τού υπόγειου θεάτρου. Η αιωρούμενη μυρωδιά τής μούχλας μπαίνει στα ρουθούνια μου. Είναι πολύ νωρίς. Είναι υπερβολικά νωρίς. Πρέπει να κόψω αυτή τη συνήθεια, να φτάνω τόσες ώρες πριν την παράσταση. Κατευθύνομαι στο μικρό καμαρίνι. Κάθομαι μπροστά στον καθρέφτη κι ανοίγω τα σύνεργα του μακιγιάζ. Παίζω αρκετή ώρα ζωγραφίζοντας πάνω στο πρόσωπό μου. Αρκετά. Είναι ώρα να βάλω το κουστούμι και να ξεκινήσω την πρόβα. Όχι τού ρόλου μου, αλλά όλων των άλλων ρόλων, γυναικείων κι ανδρικών, όλων των έργων που έχουν γραφτεί ποτέ, μέχρι να μπουχτίσω, να βαρεθώ. Αλλά χωρίς κοινό, ποιό θα ήταν το όφελος; Χρειάζομαι, τουλάχιστον, έναν θεατή. Αφού δεν πρόκειται να μείνει τίποτα στην αιωνιότητα, τί σημασία έχει αν θα είναι ένας ή πολλοί; Μπορώ να αλληλεπιδράσω ακόμα και με έναν. Βέβαια, είναι κι η αποδοχή, η επιβράβευση, τα δύσκολα και τ’ ανεκτίμητα. Εύγε, αλλά ακόμα κι αυτά έρχεται η ώρα που θα γίνουν μνήμη, υστεροφημία, τίποτα δεν θα μείνει ζωντανό. Τίποτα δεν μένει ποτέ ζωντανό. Βγαίνω στη σκηνή, ανοίγω έναν προβολέα. Πηχτό σκοτάδι απέναντί μου. Μπορώ να φανταστώ ό,τι επιθυμώ, ό,τι χρόνια ονειρεύομαι. Σπάνια έχω αυτή τη χαρά. Εγώ το επέλεξα, αλλά δεν ήταν κι η ιδανική επιλογή. Όμως, δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς. Δεν μπορούσα να υποβαθμίσω την ιερότητα της τέχνης μου, σε κυνήγι κάλυψης των βιοτικών μου αναγκών. Προτίμησα να βιοπορίζομαι με άλλους τρόπους. Αλλά δεν ήταν μόνο αυτό, ήταν και κάτι ακόμα. Ίσως, να μην άντεχα να μην επιλέγω, εγώ, τους ρόλους μου ή τους συναγωνιστές μου ή να αισθανόμουν ότι υστερώ σε κάποια σημεία. Ίσως, να έφταιγε η παιδεία μου, η γαλούχησή μου στη σφαίρα τού απωθημένου κόσμου, χωρίς χορό, χωρίς μουσική. Με μια αυτοπεποίθηση και έναν δυναμισμό, που καταβρόχθιζε δόλια ο σαμποτέρ εαυτός μου, με τα βαθιά τραύματα της παιδικής ηλικίας, που δεν επουλώνονται ούτε με είκοσι χρόνια ψυχοθεραπείας. Και να ’μαι εδώ, στα υπόγεια, στα σκοτεινά, με τον προβολέα να με σημαδεύει, με το άγγιγμα της μούχλας στα κόκκαλά μου, σε μια παράσταση εναλλακτική, κάθε πέντε ή δέκα χρόνια. Τί ψάχνω, άραγε; Να ικανοποιήσω τον ναρκισσισμό μου, να δείξω τον δρόμο, να προβληματίσω, να θέσω ερωτήματα, να δώσω απαντήσεις, να συγκινήσω, να διασκεδάσω εμένα ή τους άλλους, να εκφράσω αυτό που κουβαλάω από γεννησιμιού μου και με ταλαιπωρεί, να ψυχαναλυθώ; Αντέχω να ταλαιπωρώ το νευρικό μου σύστημα κάθε βράδυ; Να εκθέτω τον εαυτό μου ακόμα και με πυρετό; Ίσως, αυτό το λίγο, το σπάνιο, που γίνεται με τέτοιο δέος, να είναι καλύτερο· ίσως, να είναι η πεμπτουσία τής τέχνης μου κι εγώ η πιο αυθεντική κι ανέγγιχτη μορφή καλλιτέχνη. Χωρίς υποχωρήσεις, συμβιβασμούς, δημόσιες σχέσεις, τριβή, συγκρούσεις, ρουτίνα. Απλά, μια μορφή ελιτίστικης υπηρεσίας τής τέχνης, τόσο σε ποσότητα, όσο και σε ποιότητα. Όχι ηθοποιός, όχι εργαζόμενος στην τέχνη, όχι σκηνοθέτης, καλλιτεχνικός διευθυντής, θεατράνθρωπος, αλλά καλλιτεχνικός κομήτης, που περιοδεύει γύρω από μικρές εναλλακτικές σκηνές, ορμώμενος από ένα παράλληλο σύμπαν, όταν αισθάνεται μια γνήσια, βαθιά ανάγκη. Ή, τελικά, δεν είμαι παρά μια δειλή, που αναζητεί διαρκώς άλλοθι;
     Παίρνω βαθιές αναπνοές, τεντώνω το σώμα μου, ζεσταίνω τη φωνή μου. «Τώρα, της δυσαρέσκειάς μας τον χειμώνα, τον έκαμε θέρος λαμπρό τούτος του Γιορκ ο ήλιος…», όχι αυτό, το άλλο ποίημα ήθελα να πω, καρατερίστικο κι αυτό, αντρικό… «Εφέτος, άγρια μ’ έδειρεν η βαρυχειμωνιά που μ’ έπιασε χωρίς φωτιά και μ’ ήβρε χωρίς νιάτα. Χειμὼν βαρύς, επὶ ημέρας ο ουρανὸς κλειστός. Απόψε, θα νυχτώσει και θα ’ναι για πάντα νύχτα. Είναι αξημέρωτη νύχτα η ζωή. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασεν η ώρα. Δώδεκα και μισή. Πώς πέρασαν τα χρόνια» Έρχονται στίχοι στα χείλη μου, σαν να επιλέγει ένα σώμα δίχως νου. Ίσως, αν το απηύθυνα σε κάποιον συγκεκριμένα να προέκυπτε κι ο σωστός μονόλογος ή το σωστό ποίημα. «Έλα μαζί μου. Δεν μπορώ να ταξιδέψω τέτοια μέρα μόνη μου. Για σκέψου μόνο την ημέρα τού Αϊ – Γιαννιού, σε ένα πνιγηρό τρένο, να στριμώχνεσαι με έναν σωρό κόσμο που σε τρώει με τα μάτια του και να περιμένεις ώρες ολόκληρες σε σταθμούς, ενώ θέλεις να φύγεις, να φύγεις […] Ω,… όσο μακριά κι αν φεύγεις, σε ακολουθάνε οι αναμνήσεις, τρυπώνουν από παντού και μαζί η θλίψη, η μεταμέλεια!». Προχωρώ προς το κοινό και συνεχίζω, «Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου λίγο πιο κάτου, ως τη μάντρα τού τουβλάδικου, ως εκεί που στρίβει ὁ δρόμος και φαίνεται η πολιτεία τσιμεντένια κι αέρινη, ασβεστωμένη με φεγγαρόφωτο, τόσο αδιάφορη κι άυλη, τόσο θετική σαν μεταφυσική, που μπορείς επιτέλους να πιστέψεις πως υπάρχεις και δεν υπάρχεις, πως ποτέ δεν υπήρξες, δεν υπήρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Άφησέ με να ‘ρθω μαζί σου».
     Δεν έχει νόημα να προσπαθήσω άλλο απόψε. Σκόρπια η σκέψη, το μυαλό δεν αδειάζει, δεν ακινητοποιείται. Είχα παίξει κάποτε για κάποιον μια ολόκληρη σεζόν. Δεν ήρθε ποτέ. Δεν με νοιάζει πια. Ο χρόνος, έχει κολλήσει. Το κουδούνι αργεί να χτυπήσει. Ίσως, αν έπινα κάτι. Κάπου είχε φυλαγμένο ένα μπουκάλι ουίσκι, η Γκρέτα. Ναι, βέβαια, θυμάμαι καλά. Ένα ποτηράκι και λίγη μουσική, μέχρι να έρθουν κι οι υπόλοιποι. Αν είχα και λίγο πάγο. Κλαίω συνέχεια. Κι ο Τζωρτζ, κλαίει συνέχεια. Κλαίμε και μετά, να τί κάνουμε. Παίρνουμε τα δάκρυά μας και τα βάζουμε στις παγοθήκες στο ψυγείο, μέχρι να παγώσουν. Κ’ ύστερα, τα βάζουμε στο ποτό μας. Αν μπορούσα να καπνίσω κι ένα τσιγάρο, αλλά καλύτερα όχι. Αν και πάντα ήμουν υγιής, ποτέ δεν με απασχόλησε αυτό, άλλα με απασχολούσαν, ο έρωτας, το ανικανοποίητο, οι ανικανοποίητοι έρωτες, τα ανικανοποίητα όνειρα, η τέχνη, η τέχνη τού ζην. Όχι, η υγεία δεν ήταν ποτέ το πρόβλημα, τουλάχιστον η σωματική. I’ll be seeing you, in all the old familiar places, that this heart of mine embraces, all day through in that small cafe, the park across the way. Θ’ ακούσω όλο το βινύλιο της Billy Holiday μέχρι να τελειώσει, κάποιος θα έρθει από τον θίασο να πούμε δύο κουβέντες, μιας κι η μέρα δεν ενδείκνυται για πρόβα. Ας πω μια φορά τα λόγια τού ρόλου μου. Όχι, δεν χρειάζεται, τα ξέρω τόσο καλά. Θυμάμαι μια φορά που σταμάτησε το μυαλό μου, έπεσε ένα λευκό πανί και δεν μπορούσα ούτε να θυμηθώ, ούτε να ξεστομίσω μια λέξη πάνω στη σκηνή. Ίσως, να είναι κι αυτός ένας λόγος που δεν έγινα επαγγελματίας, ποιός ξέρει. I know too well that I’m just wasting precious time in thinking such a thing could be that you could ever care for me, I’m sure you hate to hear that I adore you, dear… Νομίζω ότι έχω μια ελαφριά ζαλάδα, δεν πρέπει να αφεθώ όμως παραπάνω, γιατί μπορεί να μην καταφέρω να ελέγξω τα εκφραστικά μου μέσα. Θυμάμαι αμυδρά εκείνον τον δάσκαλο στη δραματική σχολή, που μου είχε πει ότι είμαι ένα μηδενικό, αλλά, έπειτα, έκανα εκείνη την πρόβα που δεν μπορούσε να συγκριθεί με τίποτα, παρά μόνο με έναν οργασμό κ’ ύστερα ακολούθησαν κι άλλες. Αγώνας να γεννήσεις τα συναισθήματα, την αλήθεια τού ρόλου με τεχνική, με ένστικτο, άλλοτε κερδισμένος κι άλλοτε χαμένος, άλλοτε άκοπα κι άλλοτε με ιδρώτα. Και όλα αυτά γιατί; Τί με οδήγησε πάλι σε αυτό το μικρό θέατρο; Γιατί δεν μπορώ να ζήσω όπως όλοι οι άλλοι; Τί είναι αυτό που δεν με αφήνει να ησυχάσω; Δεν είναι αρκετή η ζωή μου; Μα, είναι τόσο βαρετή, τόσο βαρετοί οι άνθρωποι, τόσο προβλέψιμες οι συνήθειές τους. Ο έρωτας είναι το μόνο αντίβαρο στην τέχνη κι έπεισα πολλές φορές το μυαλό μου ότι πέθαινα απ’ αυτόν, όμως δεν είχε διάρκεια, δεν είχε ταύτιση και καταντούσε κι αυτός άλλος ένας συνηθισμένος πόνος. Κ’ ύστερα, είναι κι η σαγήνη, που μεταδίδεται από τον καλλιτέχνη στον θεατή κι ακόμα περισσότερο από τον καλλιτέχνη στον καλλιτέχνη. Αυτό το θαύμα, που έχω νιώσει σπάνια, αλλά ανυπέρβλητα, βγαίνοντας από μια παράσταση, έναν κινηματογράφο ή διαβάζοντας τον επίλογο ενός βιβλίου και θεωρώ χρέος μου να το δημιουργήσω κι εγώ στους άλλους με τη σειρά μου. Ο δίσκος τελείωσε, κανείς δε φάνηκε ακόμη. Ευτυχώς υπάρχει άλλο ένα βινύλιο, η σοπράνο Dilbèr, που ερμηνεύει το Bell song. Θεϊκή ερμηνεία, πόσο θα ήθελα να είμαι τραγουδίστρια της όπερας κάποιες φορές κι άλλες μια μαύρη τραγουδίστρια blues ή μια παλιά τραγουδίστρια ρεμπέτικων. Είναι κι αυτοί ρόλοι που λαχταρώ ή, ακόμα περισσότερο, αποζητώ να ζήσω όλες αυτές τις ζωές, σε διάφορες εποχές, αλλά πάντα μέσα στο πάθος και τη δημιουργία και όχι την αδράνεια και τη βαρεμάρα. Μα, πόσο βλακώδες κι απάνθρωπο να ζω μόνο μια ζωή κι αυτή χωρίς να ξέρω πώς, χωρίς να ξέρω πόσο. Ευτυχώς που υπάρχει και η φαντασία, για να την επικαλούμαι εκτός απ’ το ν’ ανακαλώ τη μνήμη. Γιατί, τελικά, ποιό είναι το οπλοστάσιό μου; Τί έχω ζήσει; Είναι αρκετό; Όχι, σε εμπειρίες σίγουρα όχι, αλλά σε συναισθήματα; Λίγοι μπορούν να ισχυριστούν ότι έχουν νιώσει όπως εγώ και δεν έχει σημασία, τελικά, εάν ήταν πραγματικά ή στη φαντασία μου, αν άξιζαν τον κόπο ή αν προδόθηκαν. Η έκρηξη έχει σημασία κι αυτή ήταν εκκωφαντική. Τώρα πια, ίσως μπορώ να αποστασιοποιηθώ απ’ όλα αυτά, να παίζω παρακολουθώντας τα απέξω, βγαίνοντας από το σώμα μου και παγώνοντας τη σκέψη μου. Μα, πού είναι όλοι οι άλλοι; Γιατί αργούν απόψε;
     Υπήρξε μια παράσταση που ήρθα την τελευταία στιγμή. Είχε αρχίσει και βγήκα ακριβώς τη στιγμή που έλεγα την ατάκα μου, βλέποντας τον τρόμο στο βλέμμα τής συναγωνίστριάς μου να μεταλλάσσεται σε ανάσα ανακούφισης. Μια και μοναδική φορά άργησα. Ποτέ ξανά. Μονάχα να έρθει. Δεν θα μπορέσω να συνεχίσω μόνος μου. Αυτή ανεβαίνει τα σκαλιά; Τα βήματά της ακούω; Ή μήπως είναι και πάλι η σκιά μιας σκιάς, θρόισμα ενός φύλλου, ο άνεμος με την αύρα, το τρέμισμα της πεθυμιάς; Δεν είναι παρά η ανάσα τής οδύνης μου. Είναι κι αυτή η εμπιστοσύνη, που δημιουργείται με την ομάδα, αυτή η αίσθηση της οικειότητας, που κερδίζεται μέρα με τη μέρα, πρόβα με την πρόβα, παράσταση με την παράσταση, αν και πάντα υπάρχει κάποιος, κάτι, που θα τη διαταράξει. Δεν υπάρχει τίποτα εξιδανικευμένο όπως και στη ζωή. Παρόλα αυτά, όταν κάνει μοναξιά, αισθάνομαι αυτή τη νοσταλγία για κάποια περασμένη ατμόσφαιρα, που δημιουργήθηκε σε έναν συγκεκριμένο τόπο και χρόνο, με κάποιους συγκεκριμένους ανθρώπους, που είναι αδύνατον να ζωντανέψει ξανά. Πέρασε η ζωή, πάει. Σαν να μην έζησα. Ίσως, εν τέλει, η σωτηρία να κερδίζεται μέσα από την προσφορά. Αυτή, τελικά, πρέπει να είναι η ανάγκη μου. Να προσφέρω στους άλλους, όχι στον εαυτό μου, έτσι αποκτά κάποιο νόημα. Ας κάνω έναν αυτοσχεδιασμό να ζεσταθώ, πρέπει να είμαι ζεστή και πάντα σε ετοιμότητα. Αλήθεια, πόσο ωραίο είναι αυτό το φόρεμα; Πόσο μ’ αρέσει να αγγίζω αυτό το βαθύ πράσινο βελούδο! Χωρίς, όμως, αυτό που αγγίζω δεξιά στο στήθος μου, δεν ήταν η ιδέα μου, όταν το ακούμπησα κατά λάθος το πρωί. Όχι, η ιδέα μου ήταν, δεν μπορεί να δημιουργηθεί τίποτα που να έχει κακοήθεια μέσα μου. Όταν τελειώσουν οι παραστάσεις, ίσως το κοιτάξω, για καλό και για κακό. We’d be so grand at the game so carefree together that it does seem a shame that you can’t see your future with me. Μα, τί ώρα έχει πάει; Δεν έχω ποτέ ένα ρολόι πάνω μου, δεν το χρειάζομαι. Πλησιάζει η ώρα τής παράστασης. Πού είναι όλοι; Θα έπρεπε να είναι εδώ. Γιατί δεν είναι εδώ; Μήπως μπερδεύτηκα; Μήπως έκανα λάθος; Τί μέρα είναι σήμερα; Το κινητό μου. Έχει μείνει πάλι από μπαταρία. Όχι, δεν κάνω λάθος· είναι Σάββατο και η ώρα είναι οχτώ και μισή. Σε μισή ώρα αρχίζει η παράσταση, έπρεπε όλοι να είναι εδώ. Θα περιμένω άλλα δεκαπέντε λεπτά, υπομονετικά. Η ώρα κι η μέρα είναι η σωστή, το ξέρω με βεβαιότητα. Hush now, don’t explain, just say you’ll remain, I’m glad you’re back, don’t explain… Δεν ήρθε κανείς. Ούτε ένας ηθοποιός, ούτε ένας θεατής. Είμαι μόνη μου μέσα στο άδειο, σκοτεινό, θέατρο, με τον προβολέα να σημαδεύει τη ζωή μου. Η ώρα κι η μέρα είναι η σωστή. Θα πρέπει να μπέρδεψα τα χρόνια.

Μαρία Μανωλοπούλου,
Από τη συλλογή διηγημάτων «Κοινή θνητή»