Ο «δομημένος» ρεαλισμός
& η ευθύνη τού δημιουργού
Όλα όσα ήδη αναφέρθηκαν ξεκαθαρίζουν τα δεδομένα τής νέας τεχνοτροπίας. Μίας τεχνοτροπίας πρωτότυπης στη σύνθεσή της, η οποία λαμβάνει υπόψιν της τον κλασικό ρεαλισμό και δη των Ρώσων θεωρητικών τής λογοτεχνίας τού 18ου και 19ου αιώνα, όμως θέτει επί τάπητος όχι τους όρους υπέρβασης του κλασικού ρεαλισμού, αλλά της συνειδητής εμβάθυνσης στα συστατικά εκείνα δεδομένα που μαγνητίζουν τη σκέψη και ερμηνεύουν την πραγματικότητα με όρους αιτιότητας, και όχι απλής καταγραφής. Στον «δομημένο» ρεαλισμό επιβάλλεται ο αυτοπεριορισμός τού πνευματικού δημιουργού· ένας αυτοπεριορισμός με ορίζοντα την πρόσδεσή του στο μετέωρο επίπεδο ανάμεσα στο εγώ και στο εμείς, ανάμεσα στην υλική καταγραφή ενός δεδομένου, με ιστορικό υπόβαθρο, και στην τεχνητή αναπαραγωγή των ατομικών οπτικών θέασης των πραγμάτων. Επομένως, η εν λόγω τεχνοτροπία, ακριβώς επειδή αναγνωρίζει τη δομή τής πραγματικότητας ως πολυεπίπεδη ανατομία μιας πράξης, εξετάζει τα δεδομένα μέσα από το πρίσμα τριών σταδίων εξέλιξης και αναφοράς. Ο «δομημένος» ρεαλισμός δεν αναγνωρίζει εαυτόν την αυθεντία μίας εξωτερικής πραγματικότητας· αντίθετα, κατασκευάζει εκ του μηδενός μία νέα ερμηνεία αυτής, με σκοπό να οδηγήσει τον αναγνώστη στην αναζήτηση των αιτιών που οδηγούν στο αποτέλεσμα μιας πράξης, όταν αυτή, στην ιστορική της διάσταση, επεκτείνεται και επαναλαμβάνεται στο εκάστοτε «παρόν».
Τρία στάδια, λοιπόν, τρία επάλληλα επίπεδα, που αλληλοεπιδρούν με ιεραρχικό τρόπο από το πρώτο ως το τρίτο και τελευταίο, με απώτερο σκοπό την ενσωμάτωση του δρώντος υποκειμένου (βλ. δημιουργού) στις απαιτήσεις τού ίδιου του συστήματος λογοτεχνικών απαιτήσεων και τεχνικών αναλογιών. Εξάλλου, στον «δομημένο» ρεαλισμό δεν αναγνωρίζεται χώρος για αφηρημένες αισθητικές και μορφολογικές αναζητήσεις περί αφαιρετικής «ελευθερίας» τού δημιουργού. Ο τελευταίος, είναι στρατευμένος σε μία τεχνοτροπία η οποία επικαλείται την αναγκαιότητα και όχι την αυθαιρεσία τής έκφρασης. Δεν υπάρχει κενό διάστημα στον «δομημένο» ρεαλισμό το οποίο να επικαλύπτεται με την αξιοποίηση της έκφρασης, ως ελεύθερης, άνευ ορίων και αντικειμενικών κανόνων, τεχνικής ανάγνωσης του ποιητικού ή/και πεζογραφικού λόγου. Για τον λόγο αυτόν κι επιδιώκουμε την ισορροπία ανάμεσα στην ατομοκεντρική ερμηνεία τής πραγματικότητας και την αποδεκτή εξωτερική ανασύνθεση των δομών τού λεκτικού σχήματος, που μεταφέρει, από στίχο σε στίχο και από παράγραφο σε παράγραφο, όλες εκείνες τις σχηματοποιήσεις των εικόνων, που αποτελούν τη ραχοκοκαλιά των δεκτικών όρων εξέτασης της πραγματικότητας, ως αναπαριστώμενο βίωμα, σε χρονική απόσταση. Επομένως, ο «δομημένος» ρεαλισμός, μολονότι εκ πρώτης όψεως ομοιάζει με ολοένα περιορισμένη και μονοδιάστατη οπτική, που εγκλωβίζει το υποκείμενο και το καθιστά υπόχρεο σειράς αιτημάτων τού λόγου και τής εικονοποιίας, κερδίζει τον βασικό παράγοντα που επεξηγεί τα όρια της τέχνης· παράγοντας, που δεν είναι άλλος από την ίδια την πραγματικότητα. Για εμάς, η τελευταία δεν αποτελεί απλώς αντανάκλαση εξωτερικής δράσης και αντίδρασης. Κάθε πτυχή τής πραγματικότητας αποτελεί κομμάτι τού εαυτού μας, το οποίο οφείλουμε να εξετάσουμε σε αντιδιαστολή με τον χρόνο τέλεσης μιας ενέργειας. Είναι, με άλλα λόγια, η πραγματικότητα ως ενιαία δομή χρόνου και χώρου, την οποία καλούμαστε να αναπαραστήσουμε με όρους καθετοποιημένης επεξήγησης και αντιστοιχίας με τη συσσωρευμένη επιστημονική γνώση. Η ίδια, λοιπόν, αυτή πραγματικότητα, στην ολότητά της, αποκτά ταυτότητα και συνείδηση εαυτού μέσα από την επιστημονική τεκμηρίωση κάθε στίχου, κάθε παραγράφου, κάθε εικόνας. Μετατρέπεται σε σύμβολο αδιαμφισβήτητης υπεροχής τού παρόντος χρόνου μέσα στην αισθητική αναπαράσταση του απολεσθέντος χρόνου. Εξ ου και ο χώρος εμφανίζεται με πλήθος λεπτομερειών, προκειμένου να αναγάγει την αποτελεσματικότητα της εποχής στην κορύφωση των τεχνικών αναγκαιοτήτων τού υποκειμένου. Είναι, δηλαδή, μια μορφή ανατομίας, με προσήλωση στη λεπτομερή αποτύπωση των συρραφών τού δέρματος, ανατρέποντας τα δεδομένα τής μέχρι πρότινος ρεαλιστικής εξωτερικής-επιφανειακής καταγραφής. Η εξωτερική πραγματικότητα έχει, ταυτόχρονα, και εσωτερική πραγματικότητα και αυτήν ακριβώς επιχειρούμε να φέρουμε στην επιφάνεια.
Τρία στάδια «δομημένου» ρεαλισμού και το πρώτο εξ αυτών αποτελεί τη χωροχρονική καταγραφή ενός γεγονότος. Το πλαίσιο αυτό δεν είναι γενικό και αφαιρετικό. Αντίθετα, είναι εξαιρετικά συγκεκριμένο και λεπτομερειακώς καταγεγραμμένο. Είναι το έναυσμα προκειμένου η δομή τού λόγου να αποκτήσει θεμέλια, που θα της επιτρέψουν να αναδειχτεί στο πλέον απαιτητικό επίπεδο τής λεκτικής σχηματοποίησης, η οποία επέρχεται στο δεύτερο επίπεδο. Φυσικά, και στο πρώτο επίπεδο τεχνοτροπίας τού «δομημένου» ρεαλισμού υπάρχει η λεκτική σχηματοποίηση των εικόνων, με τη διαφορά ότι στη συγκεκριμένη περίπτωση το δρών υποκείμενο δεν αναπαράγει την εικόνα βιωματικά κι εμπειρικά, αλλά ως αποτέλεσμα μελέτης των στοιχείων τής εποχής και τού διαδραματιζόμενου γεγονότος. Δηλαδή, στο πρώτο αυτό επίπεδο, ο χώρος και ο χρόνος, με το υποκείμενο ενεργό, αποτελούν τα δεδομένα εκείνα τα οποία, αφού δεχτούν επιστημονική τεκμηρίωση αναπαράστασης, συγκροτούν την κεντρική εικόνα και το πλάνο τής πράξης. Η πράξη δεν είναι ουδέτερη. Περιλαμβάνει γεγονότα που έχουν λάβει χώρα στον ιστορικό χρόνο κι έχουν καταγραφεί από πολλαπλές πλευρές (βλ. δημοσιογραφικός λόγος, μελέτες κ.λπ.), μόνο που στην περίπτωσή τους η οπτική τού προσώπου, που κατέγραψε τις στιγμές, ήταν αδύνατο να λάβει αποστάσεις εξέτασης με καθολική επίβλεψη των παραμέτρων αυτού· εξέφραζε απλοϊκά τη στιγμή τού γεγονότος αυτού καθ’ αυτού. Αντίθετα με το παρελθόν, ο δημιουργός τού «δομημένου» ρεαλισμού δεν επιχειρεί να «αναστήσει» τη φθαρμένη εικόνα τού γεγονότος, αλλά να το αντιμετωπίσει μέσα από αλληλοσυγκρουόμενες κατευθύνσεις τεκμηρίωσης του επιστημονικού λόγου, να το καταστήσει επίκαιρο μέσα από την ενεργοποίηση της επιστημονικής έρευνας, προσδίδοντας υπόσταση σε γεγονότα τα οποία επανέρχονται με νέες μορφές από το παρελθόν στο παρόν και ετεροπροσδιορίζουν την αιτία των πραγμάτων, που συμβαίνουν ενώπιόν μας.
Παράδειγμα, όσων αναφέραμε νωρίτερα, είναι το ποίημα της Αφροδίτης Διαμαντοπούλου με τίτλο «Πολκ», το οποίο δημοσιεύτηκε στην ποιητική συλλογή «Βαρδάρης», τού Φιλολογικού Ομίλου Ελλάδος:
Μελανό και πρησμένο πλέει
το πτώμα τού Πολκ στον Θερμαϊκό.
Γλάροι φτερουγίζουν στον αέρα και κρώζουν τριγύρω
τσιμπώντας τη νεκρή σάρκα.
Ο μπάρμπα Σπύρος, πάνω στη βάρκα, φωνάζει,
χειρονομεί
και κουνά τα κουπιά με δύναμη να πλησιάσει τον νεκρό.
Εγώ, παρατηρώ δυο άνδρες,
στην απέναντι στεριά,
φορώντας ρεπούμπλικα,
καπαρντίνες και γυαλισμένα σκαρπίνια,
καθώς κοιτάζονται αντικριστά στα μάτια,
ν’ αποχωρούν.
Είναι εμφανή τα σημάδια τού χώρου και τού χρόνου με συμβολική αποτύπωση. Δεν μας ενδιαφέρει η ακριβής τοποθέτηση ενός συμβάντος, αλλά η διάσταση των υλικών μορφών που περικλείουν την εξέλιξή του. Η ίδια η ιστορικότητα είναι αναπόσπαστα δοσμένη στην αξιοποίηση του επιστημονικού τεκμηρίου. Ωστόσο, εκείνο το στοιχείο το οποίο ενδιαφέρει, περισσότερο και από το γεγονός αυτό καθαυτό, είναι η σύνθεση των εικόνων εν κινήσει, παρατηρώντας δηλαδή την οπτική τού αφηγητή-πρωταγωνιστή στην κινηματογραφική του αναπαράσταση. Σε αυτό το σημείο, αξίζει να υπογραμμίσουμε πως, στον «δομημένο» ρεαλισμό, ο πρωταγωνιστής τής εκάστοτε πράξης δεν είναι η πράξη η ίδια, και τα αποτελέσματά της, αλλά ο ίδιος ο δημιουργός, που καλείται να θεμελιώσει μια νέα θέαση των πραγμάτων, με τον ίδιο στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος. Είναι, επομένως, το πρώτο επίπεδο αυτοαναφορικό, διατηρώντας τον ιστορικό χρόνο ως πλαίσιο και το χωροχρονικό μοτίβο λεπτομερειών βοηθάει τον δημιουργό να προσδιορίσει την παρουσία του στην κινούμενη εικόνα ως μοναδικός αυτόπτης μάρτυρας της πράξης που εξελίσσεται.
Από το σημείο αυτό εκκινά η περιπέτεια του δεύτερου επιπέδου τεχνοτροπίας τού «δομημένου» ρεαλισμού, το οποίο και ανταποκρίνεται στον τίτλο αναπτυγμένος ρεαλισμός. Η περίπτωσή του είναι ιδιόμορφη για τον στρατευμένο στις τάξεις τού Φιλολογικού Ομίλου. Είναι το επίπεδο στο οποίο απαιτείται η κατάργηση του χώρου και του χρόνου, ενώ και το δρών υποκείμενο, ο δημιουργός δηλαδή, που ήταν κυρίαρχος εξωτερικός αφηγητής ενός γεγονότος το οποίο κατέγραφε, αλλά δεν βίωνε ως το κέντρο του, τώρα καλείται να αντιστρέψει τους όρους. Πλέον, το ίδιο γεγονός, που στο πρώτο επίπεδο τεχνοτροπίας απλά εντασσόταν σε χωροχρονικό πλαίσιο αναφοράς και μέσα από την επιστημονική τεκμηρίωση προσέδιδε σάρκα και οστά στην αναπαριστώμενη εικόνα, τώρα πια δεν λαμβάνεται υπόψιν. Αντίθετα, στη θέση του, ο δημιουργός τού «δομημένου» ρεαλισμού δευτέρου επιπέδου τεχνοτροπίας, εγκαθιδρύει τη βιωμένη εμπειρία ως πρωτοκαθεδρία της μίας και μοναδικής αλήθειας τής πράξης και των αποτελεσμάτων της· η πράξη δεν πρέπει να επιδέχεται ερμηνείας. Η ερμηνεία από τον αναγνώστη οφείλει να περιορίζεται στη σκέψη αποκλειστικά τού δημιουργού. Εκείνος, είναι υπεύθυνος να την κατευθύνει με τέτοιο τρόπο ώστε το γεγονός, πάντα υπό επιστημονική τεκμηρίωση, μεθοδολογικά, να εξετάζεται στη βάση τής ανάλυσης των διαδραματιζόμενων γεγονότων ως προέκταση της βιωματικής εμπειρίας τού δημιουργού, κι όχι ως μιας επιπόλαιης καταγραφής εξωτερικών αφηγήσεων.
Σε αυτό το επίπεδο, το υποκείμενο υποχρεούται να υιοθετήσει βιωματικά την εμπειρία των διαδραματιζόμενων γεγονότων και να καλύψει μία χρονική απόσταση που πρακτικά μοιάζει αδύνατο. Επομένως, θέτει εκ των προτέρων το ερώτημα «πώς θα γεφυρωθεί το χάσμα τού χρόνου;». Στην απόπειρα αυτή, τού στρατευμένου στον «δομημένο» ρεαλισμό ποιητή/πεζογράφου, αναγνωρίζεται μόνο μία προοπτική, αυτή τού συμβολιστικού «βάθους». Με άλλα λόγια, ο δημιουργός, συμπυκνώνει χώρο και χρόνο, αναδεικνύοντας, χωρίς λόγια, χωρίς λεκτικά σχήματα, παρά μόνο με παράπλευρες εικόνες, την κεντρική θέση του μέσα στο γεγονός. Είναι επιβεβλημένη η προσέγγιση του εκάστοτε θέματος μέσα από την άρνηση του εξωτερικού πλαισίου και η συγκρότηση μιας νέας οπτικής στη βάση τής καθιέρωσης των αντικειμενικών κριτηρίων επεξήγησης. Όλα περιστρέφονται πια γύρω από την έννοια του «βάθους». Η εικόνα, που αποτυπώνεται, δεν πρέπει σε καμία των περιπτώσεων να υπερβαίνει τα σύμβολα του χώρου και του χρόνου, που νοηματοδοτούν το γεγονός. Δηλαδή, δεν είναι το γεγονός αυτό καθαυτό που θα αποκτήσει προτεραιότητα στη σκέψη τού δημιουργού, αλλά, αντίστροφα, είναι τα σύμβολα που το αναγνωρίζουν και το αναδεικνύουν ως εικόνες και όχι ως λεκτικά συμπλέγματα που το ορίζουν. Επομένως, τα περιθώρια επιλογών είναι εξαιρετικά περιορισμένα, καθώς υποτάσσονται ολοένα περισσότερο με την αντικειμενική «αλήθεια» τής επιστημονική γνώσης, δοσμένα υπό τη σκιά συμβολιστικών εικόνων. Για να ολοκληρωθεί η απομάγευση των προθέσεων που εντοπίζονται στο πρώτο επίπεδο του «δομημένου» ρεαλισμού, απαιτείται, επιπλέον, η εκλεκτική επιλογή των λέξεων. Πλέον, οι λέξεις δεν αποτελούν συνθέσεις μίας σκέψης υπό τη μορφή εικόνων, αλλά ταυτίζονται ως ζωντανοί οργανισμοί εν κινήσει με τις εικόνες, δίνουν ώθηση στην αναπαράσταση και κατεύθυνση στην προσπάθεια χαλιναγώγησης των αισθητικών ερεισμάτων τού πρώτου επιπέδου τεχνοτροπίας. Όταν αναφερόμαστε σε λέξεις και λεκτικά σχήματα στον «δομημένο» ρεαλισμό, αναφερόμαστε αποκλειστικά στα σύνορα της σκέψης και των εικόνων, που η θεματική αναφορά προσφέρει στο προσκήνιο των ερευνών. Για να υπερβούμε τους καθημερινούς περιορισμούς τού λεξιλογίου και να αντιληφθούμε το εύρος των δυνατοτήτων του, καλούμαστε να εξετάσουμε την έννοια «βάθος» στην αισθητική των ίδιων των λέξεων. Καλούμαστε, επομένως, να δημιουργήσουμε μία νέα τάξη λεκτικών συνόλων, τα οποία σύνολα, μολονότι μορφικά έχουν την ίδια χρήση με την καθημερινή εμπειρία, ωστόσο, αξιοποιούνται με διαφορετική εφαρμογή. Στόχος, η μονοδιάστατη ερμηνεία των λέξεων και, κατ’ επέκταση, η μονοδιάστατη ερμηνεία των προβαλλόμενων εικόνων.
Συνοπτικά, λοιπόν, στο δεύτερο επίπεδο τεχνοτροπίας τού «δομημένου» ρεαλισμού, σε αυτό τού ανεπτυγμένου ρεαλισμού, ο χώρος, ο χρόνος και το εξωτερικό δρών υποκείμενο καταργούνται και στη θέση τους εμφανίζονται οι συμβολιστικές αναπαραστάσεις εικόνων, υπό την επίβλεψη ενός αυστηρά πειθαρχημένου λεξιλογίου, ώστε το τελικό αποτέλεσμα να μην επιδέχεται ερμηνείας πέραν της μίας, που κατευθύνει μαεστρικά ο στρατευμένος δημιουργός τού «δομημένου» ρεαλισμού.
Τέλος, στο τρίτο και τελευταίο επίπεδο της τεχνοτροπίας, υπό την ονομασία ολοκληρωμένος ρεαλισμός, ο ποιητής/πεζογράφος τού «δομημένου» ρεαλισμού αυτοκαταργείται. Πλέον, ο στόχος είναι η οπτική ως βιωμένη εμπειρία να μετατεθεί στον άγνωστο τρίτο θεατή, αυτόν που βρίσκεται ταυτόχρονα τόσο στην οπτική τού πρωταγωνιστή, όσο και σε αυτήν τού εκάστοτε τρίτου προσώπου. Το ποιά οπτική θα υιοθετήσει και θα υπηρετήσει, ο αναγνώστης, παραμένει άγνωστη υπόθεση, ακριβώς επειδή το διαδραματιζόμενο γεγονός δεν επιδέχεται -πια- επιστημονική έρευνα και τεκμηρίωση. Αυτές έχουν προηγηθεί στα πρώτα δύο επίπεδα τεχνοτροπίας. Τώρα, καλούμαστε να ισορροπήσουμε ανάμεσα σε τρία επάλληλα πλαίσια θέασης των πραγμάτων. Από τη μία πλευρά, το δρών υποκείμενο δύναται να είναι οποιοσδήποτε συμμετέχει στην ιστορία, οποιοσδήποτε βρίσκεται άμεσα στο σημείο μιας πράξης ή την παρατηρεί εξ αποστάσεως, αλλά πάντα στον ίδιο χωροχρονικό τόπο αναφοράς. Από την άλλη πλευρά, το αυστηρά πειθαρχημένο λεξιλόγιο των πρώτων δύο επιπέδων παγιώνεται, αλλά δεν εξομοιώνεται με την αναπαράσταση της πραγματικότητας. Αντίθετα, απελευθερώνει τον περιορισμό, που βιώνει ο δημιουργός από την αρχή τής πορείας, εντός τού «δομημένου» ρεαλισμού και εξαναγκάζει τις εικόνες να ταυτοποιηθούν άνευ συστηματικής αναγνώρισης των ετεροκατευθυνόμενων διαδρομών, που η σκέψη λαμβάνει κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης ενός ποιήματος ή ενός διηγήματος της αυτής τεχνοτροπίας. Είναι, δηλαδή, μια πορεία διαψεύσεων και αρνήσεων, ακριβώς επειδή –πια– περνάμε στο στάδιο της ψυχαναλυτικής ανασύνθεσης.
Το τρίτο, λοιπόν, επίπεδο του «δομημένου» ρεαλισμού, αυτό του ολοκληρωμένου ρεαλισμού, βασίζεται στην ψυχανάλυση και τη συναισθηματική εκτόνωση του δημιουργού. Μόνο που στην περίπτωσή μας, αυτού του είδους η έκφραση, δεν συνεπάγεται αφαιρετικότητα και γενικολογία, αλλά συγκροτημένη δομή τού λόγου ως προέκταση των εσωτερικευμένων εμπειριών, ερμηνειών και αναφορών. Με άλλα λόγια, το στρατευμένο υποκείμενο του «δομημένου» ρεαλισμού καλείται, τώρα, να κατασκευάσει τον ίδιο πραγματικό κόσμο τού παρελθόντος και τού παρόντος σε μία ενότητα με τον ίδιο όχι πρωταγωνιστή ή εξωτερικό θεατή, αλλά κριτή. Κρίνει -πλέον- το υποκείμενο και εξάγει συμπεράσματα τα οποία δεν δύναται να τα αντιληφθεί από τη συσσώρευση της επιστημονικής γνώσης στα πρώτα δύο επίπεδα τεχνοτροπίας, αλλά μόνο στο τρίτο επίπεδο, σε αυτό, δηλαδή, που καταλαγιάζει η συνείδηση στο ίδιο το διαδραματιζόμενο γεγονός και το εξετάζει ως επέκταση των ορίων τού λόγου και τού ιστορικού γίγνεσθαι. Στο τρίτο και τελευταίο αυτό επίπεδο, ο στρατευμένος δημιουργός τού «δομημένου» ρεαλισμού έχει κατασκευάσει μια νέα αλήθεια, την ατομική, και συνάμα καθολικά συλλογική, αλήθεια και αυτήν προβάλει στο έργο του, όχι, πλέον, ως καθοδηγητής τού αναγνώστη, αλλά ως απλός εργάτης τής γνώσης ανάμεσα σε άλλους.
Αντώνης Χαριστός

*Πηγή: Winslow Homer The Blue Boy 1873