Περί λογοτεχνικής κριτικής
και δοκιμιογραφίας
μέρος Β΄
συνέχεια από το τεύχος 24, Δεκέμβρης 2022
Έχει παρατηρηθεί, από διάφορες πλευρές, πως το μεγαλύτερο θύμα τής οικονομικής δυσχέρειας, στην οποία έχει περιέλθει η εκδοτική βιομηχανία, είναι αυτό που είθισται να αποκαλούμαι: λογοτεχνικό δοκίμιο. Η λογοτεχνική κριτική, οι γραμματολογικές μελέτες και το λογοτεχνικό δοκίμιο, φαίνεται πως όχι μονάχα δεν συμβαδίζουν σήμερα με τη λογοτεχνική μας παραγωγή, αλλά, και υστερούν σημαντικά. Η κάστα των κριτικών τής λογοτεχνίας, μοιάζει αποκλεισμένη ή σιγώσα και αυτή η απουσία, άλλοτε παρουσιάζεται ως παράπλευρο σύμπτωμα της προϊούσας λογοτεχνικής παρακμής και άλλοτε, ως μια από τις κυριότερες αιτίες της. Παράλληλα, τα περιοδικά, οι εφημερίδες, τα ιστολόγια και, γενικώς, όλα τα μέσα, που αναλαμβάνουν να ενημερώνουν το κοινό για τις εξελίξεις τής πνευματικής και καλλιτεχνικής μας ζωής, εγκαλούνται συστηματικά πως δεν καταβάλουν την πρέπουσα προσπάθεια ή απενοχοποιούνται πλήρως, όταν τεκμαίρεται, πως, στις μέρες μας, καθίσταται ανέφικτο να αξιολογηθεί εγκαίρως η πληθώρα των νέων βιβλίων που τίθενται σε κυκλοφορία. Βέβαια, θα μπορούσε κανείς να αντιτείνει στα παραπάνω, πως το αναγνωστικό κοινό δεν θα έπρεπε, ούτως η άλλως, να άγεται ή να προστατεύεται από τους κριτικούς, όντας από μόνο του -ο καθένας με προσωπική του ευθύνη- ικανό να κάμει τις επιλογές του. Θα μπορούσε, επίσης, να ισχυριστεί ότι είναι ολιγάριθμοι οι επαγγελματίες δοκιμιογράφοι, ή, πως τα βιβλία που μπορούν να απασχολήσουν σοβαρά την κριτική, είναι κι εκείνα ελάχιστα· και ελλείψει τής κριτικής, θα παραμείνουν καταδικασμένα στην αφάνεια. Θα μπορούσε, τελικά, να υποστηρίξει, πως το όλο εγχείρημα της λογοτεχνικής κριτικής -που ως όρος, παραμένει ακόμη ασαφής και απροσδιόριστος-, είναι αμφιλεγόμενο και ο συγκαιρινός αναγνώστης, με το δίκιο του στέκεται επιφυλακτικά απέναντι σε κάθε αυτοανακηρυγμένη αυθεντία, που επιχειρεί να του υποδείξει τι θα έπρεπε να μελετήσει ή να του καθορίσει πως θα έπρεπε να αξιολογήσει κείνα που ήδη ανέγνωσε.
Όλα τα παραπάνω επιχειρήματα, όμως -τα άξια αντίκρουσης-, το μόνο που κατορθώνουν είναι: να αποκαλύψουν την προβληματική προσέγγιση, που επιχειρείται στην πράξη τής κριτικής, τον αίολο σημερινό της ρόλο και την απαξία στην οποία έχει περιπέσει (σε μια εποχή ιλιγγιώδους υπερπαραγωγής λογοτεχνικών έργων, όπου η πράξη της κριτικής, κρίνεται επιτακτικά αναγκαία). «Η κριτική, όταν βρίσκεται στο ύψος της αποστολής της, βοηθάει στην κατανόηση, εκτίμηση και διάδοση των άλλων λογοτεχνικών ειδών», έγραψε ο Στέλιος Ξεφλούδας και, εμείς, μπορούμε -μην ενδίδοντας σε ατελέσφορη γκρίνια- να συμπεράνουμε, τουλάχιστον, τούτο: Η ύπαρξη άξιας λογοτεχνικής κριτικής, δεν υπονομεύει σε καμία περίπτωση την αξία των λογοτεχνικών έργων, η απουσία της, όμως -ακόμη κι αν δεν είναι η κύρια αιτία τής λογοτεχνικής υποβάθμισης-, διαμορφώνει συνθήκες στις οποίες δεν προάγεται η διάδοση της υψηλής λογοτεχνίας. Στις μέρες μας, αυτό έχει σοβαρές επιπτώσεις, τόσο στη πεζογραφία, μα πολύ περισσότερο και στην ποίηση. Στην εποχή μας, την εμποτισμένη από το σχετικιστικό και αντι-οικουμενιστικό πνεύμα τής μετανεωτερικότητας, η ποίηση έχει ξεπέσει σε μέσο προσωπικής έκφρασης και δεν είναι διόλου παράξενο, πως έχει σαφώς μικρότερη απήχηση από ό,τι στο παρελθόν. Πανταχόθεν ακούγονται ωρυγές για την ολοκληρωτική αποσύνθεση του ποιητικού λόγου, ο οποίος αφήνει πια το κοινό ασυγκίνητο και απευθύνεται μονάχα σε επίλεκτους διανοούμενους, ικανούς να αποκωδικοποιήσουν τα λεπτοφυή της μηνύματα. Μέσα σε ένα κλίμα εγκλίσεων και αντεγκλήσεων, εξακοντίζονται κατηγορίες προς όλες τις κατευθύνσεις. Το κοινό εγκαλείται για πνευματική ανεπάρκεια, οι ποιητές για ομφαλοσκοπισμό, οι εκδοτικοί οίκοι για κερδοσκοπία, η κριτική για σιωπηρή συνενοχή και η λογοτεχνία για ολική παρακμή. Η διάλυση των ιδεολογικών συνεκτικών αρμών ανάμεσα στα υποκείμενα, ο σχετικισμός, η ανυπαρξία κοινωνικού οράματος και η υποχώρηση των συλλογικών αφηγήσεων, διαμορφώνει μια κατάσταση μέσα στην οποία παράγεται υπερογκώδες λογοτεχνικό έργο, το οποίο, όμως, δεν αξιώνει καν να συνδεθεί με το σύνολο του πληθυσμού· κάθε έργο αρκείται στο να αναζητά το περιορισμένο κοινό στο οποίο εξειδικευμένα απευθύνεται. Λογοτεχνικό έργο, που μένει για το σύνολο της κοινωνίας αφανέρωτο και παραμένει κριτικά αναξιολόγητο, την ίδια στιγμή, που, άπαντες, παραπονιούνται ότι ζούμε σε μια εποχή, η οποία δεν ευνοεί τη δημιουργία μεγάλων έργων· έργων, που, ενώ αφουγκράστηκαν τις βαθύτερες αγωνίες τής κοινωνίας, υψωθήκαν για να υπηρετήσουν τις ανάγκες της.
Η σημερινή ποίηση, ούτε ανταποκρίνεται στις απαιτήσεις των καιρών, ούτε φαίνεται να συμβαδίζει με τα εμπορικά κελεύσματα της εποχής, και, συνεπώς, η ζήτηση του ποιητικού βιβλίου έχει μειωθεί σημαντικά. Ακόμη κι αυτή η περιορισμένη που εκδηλώνεται, κατευθύνεται, ως επί το πλείστον, σε καταξιωμένους ποιητές και εμβληματικά έργα τού παρελθόντος. Η σύγχρονη ποίηση φυτοζωεί στον ερεβώδη χώρο τού λογοτεχνικού παρασκήνιου, κι όμως, η έκδοση της μιας ποιητικής συλλογής διαδέχεται την άλλη με ορμή ασίγαστη. Η υπερπροσφορά ποιητικής δημιουργίας, καθιστά ανέφικτη την κριτική αποτίμηση του παραγόμενου ποιητικού έργου, καθώς και την επαρκή ενημέρωση του αναγνωστικού κοινού σχετικά με αυτό. Για τους εκδοτικούς οίκους, βέβαια, αυτό αποδεικνύεται ευλογία (Οι επίδοξοι ποιητές αποτελούν πελατεία, με τον ίδιο τρόπο που αποτελούν πελατεία και οι αναγνώστες), καθώς, ο ρόλος τους είναι, πλέον, να προσφέρουν -διά αμοιβής- τις υπηρεσίες τους στον οποιοδήποτε, και να προωθούν δίχως ψήγμα ευσυνειδησίας το οποιοδήποτε προϊόν. Η άκριτη εκδοτική αποδοχή κάθε -διατεθειμένου να πληρώσει- «συγγραφέα», με την παράλληλη απουσία τής λογοτεχνικής κριτικής, απελευθερώνουν από κάθε φραγμό την, χαμηλής στάθμης, σημερινή πνευματική παραγωγή και οδηγούν σε ολοένα και μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητας των εκδιδόμενων τίτλων. Και καθώς τα περισσότερα εκδιδόμενα έργα, καταδικάζονται στην αφάνεια -επισκιαζόμενα από μυριάδες αλλά, που έτυχαν καλύτερης προώθησης-, οι δημιουργοί τους, χολωμένοι, οχλοιδωρούν και αναθεματίζουν τους αναγνώστες, καταγγέλλουν τους εκδότες, καταριούνται το εμπορευματικό ήθος τής εποχής και τον σύγχρονο φθοροποιό μας βίο. Ο σημερινός ποιητής, έφτασε στο σημείο να χλευάζετε, που θεώρησε κάποτε την τέχνη του ως θεραπεύτρια και ιερή θεραπαινίδα τού πολιτισμού. Εγκαλείται για εγωπάθεια, κατηγορείται ως ο αποκλειστικός υπεύθυνος της αποτυχίας του και κατ’ επέκταση υπαίτιος για την παρακμή τής τέχνης του· με τον ίδιο τρόπο, που κατηγορούνται συλλήβδην και οι αναγνώστες, πως απολησμόνησαν τους ποιητές. Εν τω μεταξύ, αμέτρητοι ευαγγελίζονται την επικράτηση ενός νέου καλλιτεχνικού ήθους, οραματίζονται έναν άλλο τύπο καλλιτεχνικού δημιουργού, που θα ανδρωθεί αυτόματα μόλις αντιληφθεί την πραγματική αποστολή τής τέχνης του και υπερβεί τις προσωπικές του ανεπάρκειες. Αναμένουν από εκείνον, την πλήρη μεταμόρφωση, την ολική αυθυπέρβαση, και τον καλούν να αναγεννηθεί εκ της τέφρας του ως φοίνικας. Παραβλέποντας έτσι, το αξιακό πλαίσιο που έχει θεμελιωθεί, του υλικούς όρους που το υποστηρίζουν, τις πολιτικοκοινωνικές συνθήκες και τις ιδεολογικές τάσεις που επενεργούν, για να διαμορφώσουν το σημερινό τοπίο στον χώρο των τεχνών και των γραμμάτων. Η συζήτηση γύρω από την παρακμή τής ποίησης θα μπορούσε να μην έχει τελειωμό και, έως έναν βαθμό, θυμίζει κάπως την αέναη διαλεκτική γύρω από την πολύπαθη παιδεία τής χώρας μας. Το εκπαιδευτικό σύστημα θα μας απασχολεί διαχρονικά, φυσικά, τούτο είναι αναπόφευκτο, γιατί η εκπαίδευση κατέχει βαρύτιμο ρόλο στην κοινωνική εξίσωση. Αποτελεί, όχι μόνο μια από τις ρίζες των δεινών, που ταλανίζουν ένα πολιτισμό, μα και μια από τις τελικές τους συνέπειες. Όπως και η τέχνη, έτσι και η εκπαίδευση, δεν επιτρέπεται να στέκεται αμέτοχη απέναντι στο συνολικό δράμα μιας κοινωνίας, καθώς, και να μην φέρει ένα μερίδιο ευθηνής για τα θεμελιώδη ελαττώματα της εποχής της. Βρίσκεται εξαρχής -όπως και η τέχνη-, λοιπόν, στο εδώλιο του κατηγορούμενου· τη στιγμή, μάλιστα, που κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί, πως είναι το μέγιστο θύμα τής παρακμής για την οποία θεωρείται υπεύθυνη. Αποδεικνύεται εξαιρετικά δύσκολο να βρει κανείς την άκρη τού νήματος και να ξετυλίξει το κουβάρι των θεωρητικών και πρακτικών ζητημάτων, ώστε να οδηγηθεί στην εξαγωγή αξιόπιστων συμπερασμάτων, και, επομένως, καταλήγει απολύτως κατανοητό, το γιατί τόσοι και τόσοι αποθαρρύνονται, καθώς εξετάζουν την κατάσταση της λογοτεχνίας μας, συνειδητοποιώντας, μάλιστα, πως ο διάλογος γύρω από το λογοτεχνικό ήθος δεν ξεκίνησε πρόσφατα μα κρατάει από παλιά. «Η ατμόσφαιρα που περιβάλλει το βιβλίο πρέπει να συνδυάζει τη σεμνότητα με την καλαισθησία. Ιδιαίτερα σήμερα: εποχή τής τυμπανοκρουσίας, ξεφωνητών και αλαλαγμών γύρω από καθετί εμπορεύσιμο· κι από εκείνα ακόμα, ηθικές αξίες, ιδέες, οφειλές προς τον άνθρωπο και την κοινότητα που θα έπρεπε να βρίσκονται εκτός εμπορίου. Κατά μέρος οι μεμψιμοιρίες -θα πει κανείς- που τρέφουν χιλιοειπωμένες την αντιδικία μας με την εποχή τούτη, εποχή δική μας στο κάτω κάτω. Ν’ αρνηθούμε πως όσο κι αν την καταριόμαστε δεν θα μπορούσαμε να ζήσουμε έξω απ’ τα όρια της; Ν’ αρνηθούμε πως είμαστε όλοι μπολιασμένοι από το ύφος της με τρόπο ανεπανόρθωτο και πως θα νιώθαμε εξόριστοι, αποσυνάγωγοι, ξένοι σ’ όποιαν άλλη εποχή;», Α. Τερζάκης 12-2-75.
Το παραπάνω απόσπασμα, κομίζει από μια «άλλη εποχή», παρόμοιους προβληματισμούς με όσους αναπτύσσουμε εμείς για τη δική μας και πέμπει αντίστοιχες ανησυχίες, με εκείνες που διατυπώνονται σήμερα. Κυρίως, στηλιτεύει την κυριαρχία τού εμπορευματικού ήθους, που έχει μιάνει τα πάντα, ενώ, ίσως, χαρακτηρίζεται κι από ένα ίχνος πεσιμισμού, απέναντι σε κάθε προσπάθεια να αρθεί κανείς πάνω από τα όρια της εποχής του· θυμίζοντάς μας, έτσι, τη ρήση τού Σιοράν με την οποία ξεκινήσαμε ετούτη τη δοκιμή (στο Α΄μέρος). Μπορεί, επίσης, να μας καταδείξει, πως προβλήματα που τα αντιλαμβανόμαστε αποκλειστικά ως απότοκα της εποχής μας, έχουν πάντοτε μια ιστορική συνέχεια. Άλλωστε, πολύ πριν γίνει λόγος σήμερα, για τον ποιητικό ντιλεταντισμό των νεοεμφανιζόμενων ποιητών, την κρίση τού ελεύθερου στίχου, την απομάγευση και πεζο-ομοίωση του ποιητικού λόγου και την δεσποτική κυριαρχία της εικόνας, η Ελένη Ουράνη το 1960 έγραφε: «Ποια η θέση του έμμετρου λόγου στην σύγχρονη ζωή; Εξακολουθεί να έχει απήχηση ή μήπως είναι μια μορφή τέχνης παραγκωνισμένη στο περιθώριο; Πριν από τη διάδοση της τυπογραφίας, το μέτρο συντελούσε στο να διατηρηθούν στη μνήμη οι φωνές. Σήμερα, δεν υπάρχει πια η ανάγκη του. Την πρωτοκαθεδρία πήρε ο πεζός λόγος, που δεν αποκλείεται με τη σειρά του να την χάσει και να καταλάβει τη θέση του: η Εικόνα».
Αν και το μέτρο φαίνεται να έχει επιβιώσει ως τις μέρες μας -παρά τις δυσοίωνες προβλέψεις- η εικόνα οπωσδήποτε κυριαρχεί· κι από την ασύδοτη εκθεσιμότητά της, έχει απολεσθεί κάθε μέτρο. Παράλληλα, κυριολεκτικά κατακλυζόμαστε από δημιουργήματα του γραπτού λόγου και είναι εξαιρετικά δύσκολο, το να διακρίνει κανείς τα πραγματικά αξιόλογα έργα· και, ακριβώς στο σημείο αυτό, είναι που γίνεται τρομαχτικά αισθητή η απουσία τής λογοτεχνικής κριτικής. Ψυχανεμίζομαι, όμως, πως δεν είναι μονάχα η μεγάλη ποσότητα των εκδιδόμενων έργων, η αιτία που μας αποτρέπει να τα γνωρίσουμε, είναι και η βαθύτερη αντίληψη: πως δεν είμαστε καν υποχρεωμένοι να το πράξουμε αυτό. Αν θέλετε να το δούμε ανάστροφα, είναι η αντίληψη από την οποία εμφορούνται οι ίδιοι οι λογοτεχνικοί δημιουργοί, οι οποίοι θεωρούν, πως παράγουν κάτι, για το οποίο η κοινωνία δεν είναι υποχρεωμένη να γνωμοδοτήσει -η αντίληψη, δηλαδή, που λογαριάζει την τέχνη ως προσωπικό πάρεργο. Βέβαια, ασχέτως από τη θέση που παίρνουν τα λογοτεχνικά έργα απέναντι στη πραγματικότητα, ασχέτως από την παρουσία σθεναρής λογοτεχνικής κριτικής και τη θέση τού λογοτεχνικού δοκιμίου στη σύγχρονη πνευματική ζωή, σημαντικότατο ζήτημα είναι και το πώς στέκεται, τελικά, το ίδιο το αναγνωστικό κοινό απέναντι στα λογοτεχνικά έργα· το πώς μάθαμε εμείς, ως αναγνώστες, να τα κρίνουμε και τί έχουμε συνηθίσει να απαιτούμε από αυτά. Ακόμη σημαντικότερο είναι, το πώς αντιλαμβάνονται οι λογοτεχνικοί δημιουργοί την αποστολή τους και τον ρόλο τους εντός τής κοινωνίας. Ο τρόπος με τον οποίο γίνεται αντιληπτή η λογοτεχνία σε κάθε εποχή, αποτελεί ένα πρακτικότατο ζήτημα και όχι μόνο ένα θεωρητικό πρόβλημα, που απασχολεί τους μελετητές και τους δοκιμιογράφους. Η αντίληψή μας για το τί μπορεί να μας προσφέρει ένα λογοτεχνικό έργο, δεν διαμορφώνεται μονάχα από θεωρητικά κείμενα γύρω από τη φύση τής λογοτεχνίας, αλλά, και από τα ίδια τα λογοτεχνικά έργα. Γιατί, ας μην γελιόμαστε, οι λογοτεχνικές μελέτες και το δοκίμιο, δεν υπήρξαν ποτέ ιδιαίτερα δημοφιλή είδη, όχι τόσο, ώστε να μπορούν να αμιλλώνται σε επιρροή την πεζογραφία ή την ποίηση. Είναι επίσης γεγονός, πως ως αναγνώστες, έχουμε έρθει ελάχιστα σε επαφή με τον γραπτό στοχαστικό λόγο, καθώς, διαρκώς επιλέγουμε τον συγκινησιακό, δηλαδή κείμενα αμιγώς λογοτεχνικά. Ο καταλληλότερος τρόπος, όμως, για να σχολιάσει και να παρέμβει κανείς στις επικρατούσες τάσεις τής σύγχρονης λογοτεχνίας, είναι μέσω αυτού που αποκαλούμε λογοτεχνικό δοκίμιο (το στοχαστικό ή αποδεικτικό δοκίμιο, δηλαδή, που καταπιάνεται με τα λογοτεχνικά προβλήματα) και έτσι, λοιπόν, ξανά επιστρέφουμε στο σημαντικότατο ζήτημα του παραγκωνισμού του.
Συνεχίζεται…
Κωνσταντίνος Λίχνος
Το Ά μέρος του δοκιμίου, ΕΔΩ

*Πηγή: Johann Heinrich Wilhelm Tischbein Goethe in the Roman Campagna 1787