Η αποσάθρωση της περιφρούρησης της ατομικότητας ως προϋπόθεση συλλογικής συνείδησης
Το τελικό Α της λέξεως «ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ» αιωρείται διαφοροποιούμενο ελαφρώς από την πλήρη αρμονία και τάξη της σειράς του τίτλου, καθώς αδυνατεί να στηριχθεί στην γραμμή ισορροπίας και κινδυνεύοντας να παραπέσει στην καλλιγραφική εγκοπή που δημιουργεί το γράμμα Μ, προσδίδει συμβολικά το βαθύτερο νόημα του περιεχομένου της νουβέλας του Κωνσταντίνου Λίχνου. Οι συνδεσμικές ψυχολογικές κακώσεις της παιδικής ηλικίας σηματοδοτούν και καθορίζουν συμπεριφορές ενήλικης ζωής ενταγμένες σε συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο μιας απρόσωπης και σκληρής καθημερινότητας που επιβάλλει άτρωτα και περιχαρακωμένα στην ατομικότητάς τους πρόσωπα που αναζητούν εναγωνίως τον συλλογικό τους ρόλο προκειμένου να αποκτήσουν συνείδηση του εαυτού τους. Απαρχή Νουβέλας με τον ευρηματικό τίτλο «ΔΙΑΣΤΡΕΜΜΑ» διασαφηνίζεται στο τέλος η κυριολεκτική σημασία του τίτλου αφήνοντας τον αναγνώστη να αναλογιστεί τα υποκρύπτοντα νοήματα.
Το «Διάστρεμμα» εμπεριέχει χαρακτηριστικά του πεζογραφικού είδους της νουβέλας που υπηρετεί, καθώς είναι σύντομο στην έκταση συγκριτικά με το μυθιστόρημα και εμβαθύνει περισσότερο στη ηθογραφία και την ψυχογραφία των ηρώων, χωρίς να δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην πλοκή και στα επεισόδια που προηγήθηκαν. Ωστόσο όμως παρουσιάζει την εξής βασική διαφοροποίηση:ενώ η νουβέλα δεν απεικονίζει τις αιτιακές σχέσεις της κοινωνικο-πολιτικο-ιστορικής πραγματικότητας και αδιαφορεί για τους παράγοντες γένεσης ανθρώπινων συμπεριφορών μέσα στο συλλογικό «γίγνεσθαι» η εν λόγω νουβέλα ακολουθώντας την τεχνοτροπία του «ρεαλισμού» πρωτοτυπεί κατ’ ουσίαν καθώς αναζητά και εμβαθύνει στις αιτίες των συμπεριφορών των πρωταγωνιστών χωρίς να αρκείται στην επιφανειακή τους παρουσίαση και σε ανούσιους εσωτερικούς μονολόγους αλλά αναλύει με εκτενείς λεπτομέρειες τις ψυχολογικές διακυμάνσεις ως απόρροια των συνθηκών στην οποία εντάσσονται ως πρόσωπα. Σκιαγραφείται η σύγχρονη εποχή μέσα από εικόνες οικονομικής ανέχειας, ανεργίας, κοινωνικής ανισότητας, ανασφάλειας, ιδιοτέλειας, προσφυγικών ροών, αποξένωσης και έλλειψης ουσιαστικής επικοινωνίας των ανθρώπων και μετατροπή των σχέσεων σε τυπικές και απρόσωπες καθώς η συνθετότητα και οι αυξημένες απαιτήσεις της σύγχρονης καπιταλιστικής κοινωνίας καθιστά τους πολίτες μέρος μιας μαζοποιημένης παθητικής κοινωνίας ενίοτε με επίπλαστες ανάγκες αδυνατώντας να αντιληφθούν τη δύναμη της συλλογικότητας. Σ’ αυτή τη ζοφερή συγκυρία τρεις γυναικείες προσωπικότητες μια ψυχολόγος, μια φιλόλογος και μια φωτογράφος δημιουργούν έναν κύκλο αυτοπροστασίας τον κύκλο «Α.Π Ανελέητη παρατήρηση. Α.Κ Αμείλικτη κριτική και Α.Σ Αμέριστη στήριξη όπου μέσα από προκαθορισμένες συναντήσεις στις οποίες αν και το αρχικό κίνητρο ήταν η διήγηση νέων εμπειριών, η συζήτηση προσωπικών τους προβλημάτων και ανησυχιών ωστόσο υποκινούνται από την βαθύτερη εσωτερική τους ανάγκη να αναγνωρίσουν και να αποδεχθούν τα στοιχεία εκείνα του χαρακτήρα τους που τους δυσκόλευαν στην επικοινωνία και τους προξενούσαν τάσεις μελαγχολίας, αποξένωσης, φυγής και ενοχής.
Πολυσύνθετος και απαιτητικός καταδεικνύεται ο ρόλος της γυναίκας μέσα από τη ζωή των τριών ηρωίδων καθώς είναι άτομα μορφωμένα, συνειδητοποιημένα, χειραφετημένα και σταδιοδρομούν στις επιστήμες και στον επαγγελματικό χώρο.Αντιλαμβάνονται εκ νέου τη θέση τους στην κοινωνία, είναι φορείς συγκεκριμένων απόψεων και στάσεων απέναντι στις σχέσεις τους παρόλο που η πολλαπλότητα των υποχρεώσεων με τις οποίες επιφορτίζονται τους προξενεί ιδιαίτερο άγχος και αγωνία και παρουσιάζονται άλλοτε ευάλωτες και εύθραυστες και άλλοτε άτρωτες, δυνατές και αποφασισμένες να πορευτούν μόνες και ανεξάρτητες έξω από τα συνήθη κοινωνικά στερεότυπα. Καθώς ως γλώσσα νοείται όχι απλά ένα σύστημα φωνητικών συμβόλων που χρησιμεύουν στην ανθρώπινη επικοινωνία αλλά ένα ιστορικό φαινόμενο το οποίο διαμορφώνεται ως ζωντανός οργανισμός, μετασχηματίζεται, εμπλουτίζεται, επηρεάζει τον τρόπο σκέψης και εκφράζει αντιλήψεις παγιωμένες οι συνομιλήτριες προσπαθούν να ανατρέψουν τα στερεότυπα της γλώσσας που χαρακτηρίζεται από ανδροκεντρικότητα στην εκφορά του και να αρθρώσουν γυναικείο λόγο όπως π.χ επιλέγουν στην αντωνυμία «ο εαυτός μου» να βάζουν θηλυκό άρθρο.
Η αφηγήτρια της νουβέλας που εκφέρει το λόγο της σε πρωτοπρόσωπη αφήγηση είναι η νεαρή φωτογράφος Νίκη, απόμακρη και μοναχική, επιζητά να περνά απαρατήρητη, ενοχλείται και αποδοκιμάζει τον φαρισαϊσμό και την πλαστότητα και επιδέχεται σφοδρή κριτική από τις άλλες δύο γυναίκες διότι θεωρούν ότι καλύπτει τα πραγματικά της συναισθήματα πίσω από χαμόγελα υποκριτικά λόγω αδυναμίας και φόβου να εκφραστεί γνήσια και αληθινά. Επιλέγει να βιώνει τον εσωτερικό της κόσμο υπό το πρίσμα ενός φωτογραφικού φακού με τον οποίο δεν απεικονίζει απλά την κοινωνική πραγματικότητα αλλά εκφράζει τις σκέψεις και τα συναισθήματά της πίσω από σκιάσεις και εναλλαγές του φωτός, συνδιαλέγεται με τις ζωές και τα πρόσωπα, εντοπίζει αντιθέσεις και αντιφάσεις γεγονότων, αναζητώντας την βαθύτερη ουσία των καταστάσεων και ανατρέποντας πολλές φορές την αντικειμενική αποτύπωση της ζωής εντυπώνοντας διαφορετικές οπτικές. Πολυσχιδής προσωπικότητα η Σόνια, άριστη γνώστης της γλώσσας ως φιλόλογος, γεγονός που της επιτρέπει να εκφράζεται, να ερμηνεύει συναισθήματα και σκέψεις αλλά και να χειρίζεται το λόγο υπεκφεύγοντας όταν νιώθει ότι η Αμείλικτη κριτική και η Ανελέητη παρατήρηση επισείετε πάνω της και της προκαλεί δυσφορία. Δυναμική και αυτάρεσκη, διακρίνεται για την αποφασιστικότητά και την ψυχραιμία όταν οι καταστάσεις το επιβάλλουν, παρορμητική με αντιφατικά στοιχεία στο χαρακτήρα της καθώς ο πανικός και η ανασφάλεια μπορούν να την οδηγήσουν σε κατάρρευση. Συνεπώς παρουσιάζεται αδύναμη κάποιες φορές να διαχειριστεί την αγανάκτηση και το θυμό καταστέλλοντας τα συναισθήματά της εν τη γενέσει τους και επιλέγοντας την απρόσμενη φυγή από σχέσεις και συναναστροφές. Το χαρακτηριστικό της παρρησίας που την διέκρινε άρχισε με την πάροδο των χρόνων να φθίνει καθώς οι καταστάσεις με τις οποίες ήρθε αντιμέτωπη την οδήγησαν στην απόφαση να κρατάει κρυφές τις αλήθειες της, επιδεικνύοντας υποχωρητικότητα στις θέσεις της και προκαλώντας εκνευρισμό στις άλλες δύο γυναίκες όταν θεωρεί και αντιμετωπίζει τον εαυτό της ως θύμα λόγω αδυναμίας σθένους να διατηρήσει μια σταθερή στάση ζωής διεκδικώντας τις προτεραιότητες και τα «θέλω» της.
Επιστημονικά ψυχολογική η οπτική προσέγγισης και η ανάλυση της συμπεριφοράς των δύο γυναικών από την Μάρθα καθώς αντιλαμβάνεται τις διαπροσωπικές σχέσεις υπό το πρίσμα του επαγγέλματος της ψυχολόγου το οποίο ασκεί χωρίς να παρασύρεται από συναισθηματικές εξάρσεις λόγω της φιλίας που την συνδέει μαζί τους. Επιδιώκει να εστιάσει στην περιγραφή και ερμηνεία των ψυχολογικών αδιεξόδων που εκδηλώνονται στη συμπεριφορά τους οι οποίες θεωρεί ότι συμβάλλουν καθοριστικά στη μεταξύ τους σχέση αλλά κυρίως δυσχεραίνουν την διαχείριση της ζωής τους λόγω του σωματοποιημένου άγχους που προκαλούν. Ωστόσο επιδέχεται και η ίδια δριμύτατη κριτική από τη Σόνια και τη Νίκη οι οποίες θεωρούν ότι όλα όσα εντοπίζει στην συμπεριφορά τους ως ψυχολόγος τα εκφέρει και η ίδια αρνούμενη να τα αποδεχθεί ως υπαρκτά στην δικιά της στάση ζωής. Η ανθρώπινη συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα όχι μόνο συνειδητών και εκούσιων επιλογών αλλά και ακούσιων καθώς οι επιρροές από το ασυνείδητο που εμπεριέχει τα γεγονότα, τις επιθυμίες, τους κρυφούς πόθους, τις παρορμήσεις που έχουν απωθηθεί από τη συνείδηση αλλά και τις εμπειρίες της παιδικής ηλικίας επηρεάζουν και καθορίζουν πολλές φορές τις συμπεριφορές, ο συγγραφέας Κωνσταντίνος Λίχνος εκφέρει διαμέσου των ηρώων του τις απόψεις του περί της δυνατότητας γνώσης και αποδοχής του βαθύτερου ψυχισμού του κάθε ανθρώπου από τον εαυτό του. Θεωρεί ότι οι μηχανισμοί άμυνας αποτρέπουν το σύγχρονο άνθρωπο να αντιμετωπίσει μόνος του την αλήθεια του με τους φόβους, τις διαψεύσεις, τις αρνήσεις που του επιβάλλονται, και προκειμένου να είναι λειτουργικός στην καθημερινότητά του απωθεί συνειδητά ή υιοθετεί μία εικόνα για τον εαυτό του εντελώς υποκειμενική και πολλές φορές ανυπόστατη, διότι αλλιώς γίνεται αυτοκαταστροφικός και οδηγείται σε μηδενισμό και αυτοαφανισμό. Και στις τρεις γυναίκες της νουβέλας αντανακλάται η αδυναμία διαχείρισης της σύγχρονης ζωής και η κάθε μία βλέπει στις άλλες τη δικιά της προβολή έστω κι αν η αντιμετώπιση των προβλημάτων διαφέρει, ωστόσο διαφαίνεται πάντα η αυτοπαραίτηση και η απόλυτη μοναξιά. Όμως το εύλογο ερώτημα που προκύπτει είναι: εάν ο άνθρωπος δεν θέλει να δει κατάματα την αλήθεια του, είναι πράξη ελευθερίας η κριτική που του ασκείται, και η διεργασία αυτή μπορεί να επιτευχθεί εκτός πλαισίου ψυχαναλυτικής θεραπείας, όπου το κυρίαρχο στοιχείο όπως εδώ είναι η φιλική σχέση μεταξύ τριών γυναικών; Στην συγκεκριμένη νουβέλα καθιερώνεται η συνάντηση μεταξύ τους με απώτερο στόχο να αναγκαστεί η καθεμία να αντιμετωπίσει την αλήθεια της ως υπέρτατη πράξη αγάπης με την αμείλικτη κριτική και στη συνέχεια την αμέριστη στήριξη που της προσφέρουν. Πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος η συνάντηση να γίνει συμβατική όμως η πλοκή της ιστορίας την αποτρέπει με εριστικούς διαλόγους δοσμένους ενίοτε με καυστικό χιούμορ. Κλιμακούμενες οι αντιδράσεις των ηρώων πορεύονται προς την κάθαρση και την αποδοχή της προσωπικής τους αυτοτέλειας έστω κι αν οι μεταξύ τους δεσμοί είναι ιδιαίτερα ισχυροί.
Η έννοια και η θέση της τέχνης μέσα στη σύγχρονη πραγματικότητα τίθεται ως έρεισμα διαλόγου στην συνάντηση αυτή που πραγματεύεται το «Διάστρεμμα» μέσα από την διαδικασία της αμείλικτης κριτικής και της ανηλεής παρατήρησης προκειμένου να διασαφηνιστεί η καθοριστική της συμβολή στην αναδιαμόρφωση της κοινωνίας. Εκφράζεται η άποψη ότι όταν η τέχνη επικεντρώνεται στην εξωτερίκευση των συναισθημάτων, των διαψεύσεων, των προσδοκιών, τότε συνεισφέρει μόνο στην προσωπική λύτρωση του καλλιτέχνη, αποποιείται την αποστολή της και εκπίπτει σε ανώφελη περιπέτεια χωρίς αντίκρισμα συλλογικό. Όμως είναι μάλλον ανέφικτο η τέχνη να μην αλληλεπιδρά και να μην βρίσκεται σε συνάρτηση με την κοινωνικές συνιστώσες διότι οι εκφραστές της βιώνουν τις ιδιαίτερες συνθήκες που διαμορφώνουν την πραγματικότητα και επιδιώκουν να αναδείξουν τον αντίκτυπο που έχει στην ψυχοσύνθεσή τους εκφράζοντας μ’ αυτό τον τρόπο και ένα ποσοστό συλλογικής συνείδησης που βιώνει παρόμοιες καταστάσεις. Δίνεται ιδιαίτερη έμφαση στην πεποίθηση ότι η νοηματοδότηση της τέχνης απαιτεί να δεχθούμε την καθολική της ιδιότητα και ότι η εστίαση στην ψυχοπαθολογία του ανθρώπου θα πρέπει να αντανακλά τις δυσμενείς κοινωνικές συνθήκες που την προκάλεσαν.
Έντονα πολιτικοποιημένο υπόβαθρο διαφαίνεται στο λογοτεχνικό αυτό έργο καθώς θεωρείται ότι η ένδεια πολιτικής συνείδησης αδυνατεί ν΄ αντιληφθεί ότι τα προβλήματα που προκαλούνται από τους δυσμενείς εξωγενείς παράγοντες μόνο μέσα σε πλαίσια συλλογικότητας μπορούν να επιλυθούν διότι αλλιώς επιφορτίζουν τον άνθρωπο με περισσότερη υπαρξιακή αγωνία και την πεποίθηση που απορρέει ότι η δυστυχία του καθενός είναι απόρροια της εσωτερικότητάς του χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι γενικότερες συνθήκες που τη προκάλεσαν.
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ότι το «Διάστρεμμα» τελειώνει με την απογοητευτική παραδοχή της αποξένωσης και απομόνωσης του ανθρώπου από τον εαυτό του και το περιβάλλον καθώς όπως αναφέρει ο συγγραφέας στις τελευταίες σελίδες «καμιά θέληση δεν είναι ικανή να πυργωθεί απ’ τη στείρα ερημιά, που έχει εξαπλωθεί στα μύχια της ψυχής μας· κι όση ενέργεια κατορθώνει να παράγεται μέσα μας, την ξοδεύουμε γλείφοντας τις πληγές μας, ανατρέχοντας διαρκώς στο παρελθόν· ακολουθώντας μια πορεία αέναης ανακύκλησης, στο τέλος της οποίας παραμένουμε αποκομμένοι και μόνοι μέσα στην απόλυτη κένωση». Όμως θεωρώ ότι η εκδήλωση αυθόρμητων και αντακλαστικών συναισθημάτων που αφήνει ο συγγραφέας να διαφανούν και να κυριαρχήσουν στη διάθεση και στη σκέψη μίας από τις ηρωίδες, καθώς διηγείται ένα τυχαίο περιστατικό που της συνέβη, δεν αντικατοπτρίζουν απλώς τον εσωτερικό κόσμο του παθόντα και συμβάλλουν στην απελευθερωτική διαδικασία λύτρωσης αλλά αποτελούν συνδετικό έναυσμα με τον εσώτερο βίο, και το συλλογικό «γίγνεσθαι» οδηγώντας στην ενσυναίσθηση και στην συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας της ανατροπής από κάθε τι που προκαλεί πόνο και δυσχεραίνει την αρμονική συμβίωση σε μία κοινωνία δίκαιη και ανθρώπινη.
Ελένη Α. Σακκά
