Σημασιολογική προσέγγιση
στην ποιητική συλλογή «Θερίσματα ζωής και ερώτων»
Η πληρότητα του «εγώ» μέσα στο «εμείς»
Εύθραυστες και αιχμηρές πινελιές ζωής, καθώς και τολμηροί συνδυασμοί γήινων χρωμάτων, εντυπώνονται με λέξεις ως πίνακας ζωγραφικής αμφισβητώντας και ανατρέποντας κάθε τι δεδομένο μέσα στη ρευστότητα του ανθρώπινου βίου, στο δίγλωσσο ποιητικό έργο «Θερίσματα ζωής και ερώτων» τού ποιητή Νίκου Μυλόπουλου. Η έκδοση συνοδεύεται με τη γερμανική απόδοση των ποιημάτων του από την Κατερίνα Λιάτζουρα και την εμβριθή εισαγωγή του Γιώργου Ρούσκα. Συνδιαλέγεται η ποίησή του με τον κάθε αναγνώστη, με τρόπο μοναδικό και ανεπανάληπτο, όχι ως τελειωμένος πίνακας, αλλά ως έργο, που συγγράφεται και αναγνώσκεται από ποικίλες οπτικές εκφάνσεις τής ιστορικής πορείας τού βίου, υπό το πρίσμα σκιών και άπλετου φωτός. Δυσχερής και δύστοκος ο θερισμός, υψίστης, όμως, σπουδαιότητας, απαιτεί αυτογνωσία, ενσυναίσθηση, παραδοχή, αλλά και άρνηση, μέσα σε συνθήκες και θερμοκρασίες ιδιαίτερα υψηλές, καθώς η προσωπική ενδοσκόπηση του εσώτερου ψυχισμού τού ποιητή απαιτεί επιμονή, σεβασμό, αλλά, κυρίως, δύναμη αλήθειας, που δεν διστάζει να αποκαλυφθεί και να προσφέρει τα οφέλη ελπίδας, αγάπης, έρωτος, προσδοκιών ως καρπούς θερισμάτων στην κοινωνία και στον άνθρωπο.
Ευαίσθητος, ειλικρινής και ιδιαίτερα αυτογνωσιακός ο τρόπος προσέγγισης του έταιρου προσώπου, στο πλαίσιο σχέσης ερωτικής, διαφαίνεται ήδη από τους πρώτους στίχους τού ποιήματος «Πενήντα τρία» -αριθμός που σηματοδοτεί εννοιολογικά σταθμό ζωής, άγνωστο στους αναγνώστες- αφήνοντας να υπονοήσει, όμως, την απαρχή μιας καθοριστικής συνάντησης για τον ίδιο, αλλά και με τους αναγνώστες, καθώς η ποιητική τούτη συλλογή αποτελεί το απάνθισμα 9 έργων του. Οι λέξεις «μονόχρωμη διαδρομή» «χλωμάδα»δημιουργούν ατμόσφαιρα σκοτεινιάς και απογοήτευσης, που κορυφώνεται στον τελευταίο στίχο «ξεθωριασμένα χείλια να φιλήσεις» ανατρέποντας, όμως, την καταχνιά με τον αμέσως προηγούμενο στίχο «θέλει κουράγιο να ξεπεζέψεις απ’ το όνειρο», που σημαίνει ότι ακόμη κι αν τα νεανικά και ζωηρά -από πόθο ζωής και πάθος για τα επερχόμενα- χείλη έχουν απωλέσει την αρχική συμβολική χρωματική τους δύναμη, ωστόσο, η βεβαιότητα του ονείρου είναι υπαρκτή και απαιτεί κουράγιο η άρνησή του. Ταυτόχρονα, ο στίχος «ξάγρυπνος στο κίτρινο κουστούμι μου» δηλώνει συνεχή προσμονή, επαγρύπνηση, αλλά και αγωνία, προκειμένου να βιώσει κάθε στιγμή τής επερχόμενης δύσης τής ηλικίας, ως ένα φθινόπωρο, που το κυρίαρχο χρώμα είναι το κίτρινο, πριν τα φύλλα των δέντρων ξεραθούν και πέσουν στο έδαφος, αλλά, κυρίως, τη βαθμιαία εξέλιξη και ωριμότητα ως προσωπικότητα και στάση ζωής απέναντι στα πεπραγμένα. Ίσως, θα μπορούσε να αναγνωσθεί αυτός ο στίχος και ως ζωή, που ασφυκτιά σε προκαθορισμένα στερεότυπα· ως κουστούμι, που το χρώμα του αλλοιώνεται μέσα σε αίσθηση πνιγερότητας και καθωσπρεπισμού. Αέναη και επίπονη η συνεχής προσπάθεια του ανθρώπου όχι απλώς να επωμίζεται το βάρος των προσωπικών του φόβων καταφαίνεται στο ποίημα «Οι φόβοι», αλλά, κυρίως, να τους αποδεχθεί, να κατανοήσει την ανάγκη τής αποφόρτισής τους από τα πιο ψηλά βράχια τής συνείδησης, που φύονται συμβολικά κάθε καλοκαίρι, εποχή κατά την οποία ο ήλιος βρίσκεται σε υψηλότερη θέση στον ουρανό, σε σχέση με τον υπόλοιπο χρόνο. Το γεγονός αυτό συμβάλλει στην αναγνώριση της βαθύτερης ουσίας των φόβων, μέσω όλων των αντανακλάσεων του φωτός, των έγχρωμων σκιών, τής αποσύνθεσης του μαύρου, που καλύπτει διάφορες πτυχές τού βίου, αλλά και συμβολική εποχή το θέρος, κατά την οποία ο άνθρωπος, γυμνός κι ελεύθερος, αντιμετωπίζει κατάματα την αλήθεια του. Διεργασία κοπιώδης, καθώς οι φόβοι, αργά και βασανιστικά, ρίχνονται στη θάλασσα, αλλά, συνάμα, απελευθερωτική και λυτρωτική, καθώς συμβάλλει στην επερχόμενη ηρεμία, που επιφέρει η αποδέσμευσή τους. Όμως, η γαλήνη είναι αδύναμη να επικρατήσει για πολύ, επιφορτίζει τον ύπνο με όνειρα περίεργα και την έντρομη διαπίστωση ότι οι φόβοι, που πιθανόν να εμπεριέχουν λάθη και πάθη, είναι σύμφυτοι με την ανθρώπινη φύση και καθοριστικοί για τον συνεχή αγώνα του.
Θεωρώ ότι η σημασία τής ποιητικής γραφής έγκειται όχι μόνο στην προσπάθεια αποκωδικοποίησης των βαθύτερων σκέψεων του δημιουργού, αλλά, ξεπερνώντας το αρχικό ερέθισμά του, στην αναγωγή εννοιών ως καθολικών και ουσιαστικών για τον αναγνώστη, στην ανάλυση υπαρξιακών θεμάτων όπως εκλαμβάνονται, και ίσως και στην λύση τους. Υπό αυτό το πρίσμα το ποίημα «Νεκρή στρατιά» μπορεί να ερμηνευθεί ότι αναλύει το αίσθημα της μοναξιάς και των προσωπικών αδιεξόδων, μέσα σε δωμάτια άδεια, θορύβους πόρτας, που κλείνουν απρόσμενα, αλλά και την απογοήτευση, που προκαλεί η παραδοχή τής αποτυχημένης προσπάθειας σε μια νύχτα, που οι νεκρές πυγολαμπίδες έσβησαν κάθε ελπίδα φωτισμού από το «εγώ» στο «εμείς». Το υδάτινο στοιχείο κυριαρχεί αρκετές φορές στην ποίηση του Ν. Μυλόπουλου ως έμπνευση, λογοτεχνικό πλαίσιο, συμβολισμός, αλληγορία, υπερ-ρεαλιστική πραγματικότητα, κάτοπτρο αυτογνωσίας, σύμβολο συνεχούς αγώνα, αλλά και πρόκληση υπέρβασης του εαυτού. Ζωογόνος και ανατρεπτική η ύπαρξη της θάλασσας, αποτελεί καταφύγιο και μοναδική διέξοδο εκεί όπου η μυθολογία και η ιστορία συναντιέται στην πορεία τής ζωής δύο ανθρώπων κρύβοντας στα βάθη της μυστικά, καθώς αγωνίζονται να επιπλεύσουν στα ήρεμα κι άλλοτε θυελλώδη νερά της ως καρίνα και κουπί, που αντιστέκεται και ξεπερνά κάθε εμπόδιο, προκειμένου να καταπλεύσει στο νησί τής Κίρκης, που μπορεί να έχει γεράσει χάνοντας την αίγλη και την σαγηνευτική της ομορφιά, όμως στέκει εκεί ως σύμβολο αιώνιο: «Καιρός να πάμε στη γριά/Που στα νιάτα της τη φώναζαν Κίρκη/Εγώ καρίνα, εσύ κουπί/Θάλασσα είναι θα περάσει» από το ποίημα «Θάλασσα είναι». Η θάλασσα, εμφανώς αγαπημένο μέρος από τον ποιητή, επανέρχεται και σε άλλο ποίημα ως μέρος φιλοσοφικού στοχασμού και ενδοσκόπησης, όπου εν μέσω παλίρροιας, που άλλοτε ανυψώνεται και άλλοτε υποχωρεί, αναδημιουργείται το χρώμα της σε κόκκινο ως αίμα ζωτικό για την ανθρώπινη ύπαρξη και διαποτίζει τις αισθήσεις και τα συναισθήματα, αφήνοντας αίσθημα μοναξιάς και την αποδοχή τής καταλυτικής, για τον άνθρωπο, φράσης «Αλλάζει η ζωή που δεν μοιράζεται/Αλλάζει η ζωή και πια δεν υπάρχει» από το ποίημα «Βαρόμετρο ελευθερίας», που σημαίνει ότι ζωή αμοίραστη είναι ζωή ανύπαρκτη.
Η ανατρεπτική δύναμη του έρωτα και της αγάπης διαφαίνεται και αναλύεται σε πολλά ποιήματα της συλλογής .Η αναμονή ενός προσώπου ως βεβαιότητα της ανατολής τού ήλιου, ακόμη και ως θύμηση όταν επέρχεται η δύση, εμπεριέχει ενθουσιασμό, θαυμασμό, αγάπη, έρωτα, που επιζητά να εκφραστεί μέσα σε μια προσωπική σχέση, έστω κι αν η πορεία της, από την εμπειρία τής ζωής, είναι κάποιες φορές προδιαγεγραμμένη. Φως άπλετο, αχώρητο, δίχως υπόσταση, μορφή και όρια είναι αδύνατο να περιοριστεί, διαχέεται και τυφλώνει με τη δύναμη και τη θέρμη του, εκπέμπει και εκπέμπεται, εμπνέει και εμπνέεται, αναγνωρίζεται ως φως αλλά, όμως, είναι ανέφικτο κάποιες φορές να ενσωματωθεί σε μια σχέση ως απρόσωπο. «Τότε κατάλαβα πως δεν θα ’ρθεις γιατί ήσουνα φως»…./«Κι οι κουρασμένες αγάπες ήταν πάντοτε λίγο δειλές» από το ποίημα «Ξημερώνει το γέλιο σου», που σημαίνει πιθανόν αδύναμες να επιτρέψουν στο άπλετο φως να διεισδύσει στις καρδιές τους. Όλη η επαναστατική δύναμη της αγάπης συμπυκνώνεται ποιητικά στον στίχο: «Ξόρκιζα έτσι το κακό καταργώντας τον θάνατο» -από το ποίημα «Αναλφάβητα όνειρα», καθώς η αγάπη, ως υπέρβαση του «εγώ», αυτοπροσφορά, και αυταπάρνηση, είναι ζωή που καταργεί τον θάνατο, ξορκίζει το κακό, καθώς αδυνατεί να τη φθείρει και να την καταλύσει, οδηγώντας, ταυτόχρονα, τον άνθρωπο στην αιωνιότητα. Ο έρωτας, εκφράζεται στη δυναμική τής αγάπης, εκφέρεται ποιητικά με αγγίγματα, βλέμματα, ενότητα ψυχών και σωμάτων, κι έτσι η αγάπη ξεπερνά την απόλυτη μοναξιά τού εγωκεντρισμού, συνθέτει ποιήματα και εκπαιδεύει αναλφάβητα όνειρα: «Επιμελώς εκπαίδευα τ’ αναλφάβητα όνειρά μου». Όνειρα, που πηγάζουν από το ασυνείδητο και εκφράζουν σκέψεις, επιθυμίες, χαρακτηρίζονται από τον ποιητή, «αναλφάβητα» γιατί εμπεριέχουν τον άκρατο ενθουσιασμό και το πάθος, κινητήρια δύναμη σε κάθε σχέση ερωτική, βιώνονται στην πραγματικότητα και εκφράζονται με εικόνες ιδιαίτερα δυνατές και συνάμα τρυφερές κι ευαίσθητες, καθώς κυλούν οι στίχοι ερωτικά πάνω στο σώμα τού ποιήματος. Στο ποίημα «Αφύλακτη διάβαση» τονίζεται το ολοκληρωτικό δόσιμο σε μία σχέση: «Ανταλλάξαμε τότε ανισόπεδα βλέμματα/Ολόκληρο τον ψυχικό ρουχισμό μας και λέξεις αφιλτράριστες». Αλληλοπεριχώρηση βίων με τη σημασία τού αλληλοδιαπερνώ, συνύπαρξη δύο προσώπων με την ουσιαστική έννοια της ψυχικής αμοιβαιότητας συναισθημάτων και αγάπης, υπό το πρίσμα τής αλήθειας με λέξεις που δεν υπόκεινται σε επεξεργασία, διότι εκφέρονται πηγαία και γνήσια. «Τη σφηνοειδή γραφή θαυμάζαμε που κάποτε γράψαμε μυστικά», το αρχαιότερο σύστημα γραφής, δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί, καθώς αλληγορικά θεωρείται η κάθε συνάντηση ερωτική μοναδικό και ιδιαίτερο για τον καθένα μονοπάτι, αρχέγονο και ύψιστο μάθημα ζωής, με γραφή που προκαλεί θαυμασμό και δέος, προκαλώντας, ταυτόχρονα, την αναπόφευκτη ένωση των σωμάτων «Και εφαρμόζοντας την καθιερωμένη των εραστών λαβή/Βελούδινο αγκάλιασμα και σφίξιμο στη μέση/Σε πυρά εκούσια/Νεοφερμένων οριζόντων καιγόμασταν», καταλήγει στο ποίημά του. Τρυφερό το άγγιγμα που οδηγεί στην πυρά του έρωτα, στην εκούσια αυτοπαραίτηση, στη μετοχή του παραδείσου, στην πληρότητα της ζωής.
Ασύμμετρος ο χρόνος στην ποίηση του Ν. Μυλόπουλου, καθώς τα όρια αποσυντίθενται και ανασχηματίζονται από την κυκλική τροχιά «Στην ίδια ευθεία», συμπλέκοντας με τη μνήμη και τις επιθυμίες ένα ποιητικό παρόν, ιστορικά και υπαρξιακά καθοριστικό. Παρελθόν, παρόν και μέλλον, συνδιαλέγονται, δίνοντας υπόσταση στη στιγμή, αποφορτίζοντας συναισθηματικά τις καταστάσεις και αναδεικνύοντας τη δύναμη της εσωτερικότητάς τους, ως φιλοσοφικά συνειδητή επιλογή και στάση ζωής. «Ήρθε η ώρα ένα βήμα να τολμήσουμε αδοκίμαστο στο πλάι». Αναγνωρίζει, ο ποιητής, την κρισιμότητα, καθώς ο φυσικός χρόνος παρέρχεται ερήμην μας, όμως, δεν μένει στάσιμος και απογοητευμένος, αλλά ως ακούραστος αγωνιστής, διαγράφει τον προσωπικό του δρόμο, διασχίζοντας την ρωγμή που επιτρέπει στο φως να διεισδύσει ποιητικά και να αναμορφώσει το ποιητικό του παρόν, μέσα από εμπειρίες, συμφιλιώνοντας το παρελθόν με το μέλλον. Η χρήση τού ρήματος «τολμώ», στον στίχο αυτό, ουσιαστικά επιτείνει την τραγικότητα του άγνωστου και πρωτόγνωρου βήματος, εμπεριέχοντας ψήγματα φόβου, αποξένωσης και αποκοπής απ’ την πεπατημένη οδό και την κυκλική τροχιά, ταυτόχρονα, όμως, είναι κραυγή απελπισίας και κάλεσμα υπαρξιακό προς μια ουσιώδης επικοινωνία, αντισυμβατική από τη φθορά τής συνήθειας με τη αναγεννησιακή δύναμη του ανατρεπτικού δυνατού έρωτα. Βαθύτατα υπαρξιακή η ποίηση τούτη, καταφέρνει να μετουσιώσει το ατομικό σε καθολικό και πανανθρώπινο, όπως στο ποίημα «Χρονικό μιας άλλης περιπλάνησης», όπου η πορεία είναι κοινή και αναγνωρίσιμη, ως βίωμα, από τους αναγνώστες, καθώς η μνήμη ισορροπεί ανάμεσα στη λήθη και στη νοσταλγία, εντάσσοντας το παρόν σε κλίμα μελαγχολίας με διάθεση απολογισμού μιας ζωής που αναζητά οξυγόνο σε αποδράσεις στιγμής. Η αλήθεια, διαπερνά ακόμη και τις σκέψεις, που έχουν διαφυλαχθεί ερμητικά κλειστές στο ασυνείδητο, και ο χρόνος, λειτουργεί αδυσώπητα στην απελευθέρωσή τους, με σκοπό την πραγμάτωση όλων των σκέψεων, των επιθυμιών, που η καθημερινότητα έχει εγκλωβίσει. Τα αντικλείδια είναι υπαρκτά, έστω κι αν η απελευθέρωσή των ονείρων ενέχει τον κίνδυνο της οδύνης και της κατάρρευσης. Η πεποίθηση του εύθραυστου της ανθρώπινης φύσης, που αναγκάζει τον άνθρωπο να δείξει γενναιότητα, έστω και εικονική, προκειμένου να ανταποκριθεί επιτυχώς στην πρόκληση της ζωής, ως θεατής και πρωταγωνιστής τού δικού του έργου, διαποτίζει τους στίχους όπως στο ποίημα «Γέλιο πικρό»: «Γέλιο πικρό θέλει η ζωή και τέχνη να την ζεις/Σε έργο μακρόσυρτο και αυτοτελές εικονική υποδυόμαστε γενναιότητα». Η αποδοχή τής ματαιότητας, τής φθαρτότητας, τού τετελεσμένου των στιγμών τής χαράς, η εναλλαγή των συναισθημάτων και των καταστάσεων, η παρουσία και η απουσία προσώπων, τα όνειρα που πραγματοποιούνται κι εκείνα που μένουν πάντα ανεκπλήρωτα, τα ψέματα και οι αλήθειες οι ειπωμένες, καθώς κι εκείνες που αποσιωπήθηκαν από αγάπη και έρωτα, οι ηλιαχτίδες που επιτρέψαμε να διεισδύσουν μέσα απ’ τα κλειστά παράθυρα και να φωτίσουν χαμόγελα και ζωές, όλα αυτά εμπεριέχουν χαρά και γέλιο ζωής, όμως συνάμα, και πίκρα για το επικείμενο τέλος, που επιτάσσει η φθαρτότητα. Καθώς τέχνη μπορεί να θεωρηθεί αυτό που δεν αποδεχόμαστε ως δεδομένο, αλλά το ανατρέπουμε με χρώματα, λέξεις, ήχους, προσπαθώντας, ταυτόχρονα, να εμποτίσουμε τις στιγμές με χαρά, τότε οι στίχοι τού ποιητή αποκτούν ιδιαίτερη υπόσταση. Αξιοσημείωτη είναι η χρήση του α΄ πληθυντικού προσώπου σε πολλά ποιήματα, που σημαίνει ότι, ο ποιητής, εντάσσει τον άνθρωπο σ’ ένα γεγονός σχέσης προσωπικής και ευρύτερα συλλογικής, ως ενεργό μέλος μιας κοινωνίας στην οποία βιώνει όλες τις κοινωνικο-πολιτικές-οικονομικές παραμέτρους της, καθώς μέσα από το «εμείς» αναδύεται η αντίσταση στη ζοφερή πραγματικότητα. «Χρειαζόταν μόνο ν’ αντιτάξουμε περισσότερα πρόσωπα/Στη χειμαρρώδη ροή του ποταμού/Ελπίζοντας ν’ αλλάξουμε οριστικά την εκβολή του» από το ποίημα «Η πληρότητα της αφαίρεσης». Ατημέλητη και πρόσκαιρη είναι η ζωή, η φθαρτή, που είναι προσκολλημένη στο παροδικό και εφήμερο του βίου, ενώ κάθε τι που εγείρει χαρά, ένας έρωτας, ένα άγγιγμα, μία αγάπη εμπεριέχουν την αιωνιότητα, διότι βιώνεται ο παράδεισος ως κοινωνία προσώπων «Και τότε αισθανόμασταν ότι κερδίσαμε αυτό που οι άλλοι προσπέρασαν/Αναζητώντας κάτι πιο λαμπερό στην ατημέλητη ζωή τους/…Κι άφωνοι αναρωτιόμαστε μέσα αν είμαστε ή έξω απ’ τον παράδεισο» από το ποίημα «Άδειο κρεβάτι». Η έννοια της ελευθερίας στην ποιητική τούτη συλλογή κατέχει ιδιαίτερη δυναμική και αναλύεται στοχαστικά, καθώς περιορίζεται από τη φθαρτότητα του σώματος, αλλά και τη φθαρτότητα των σχέσεων: «Με τις καμπύλες τού πάθους λιωμένες στην επανάληψη». Αδύναμο, αρκετές φορές, το πάθος να διατηρηθεί αναλλοίωτο, φθείρεται στην επανάληψη και η αλήθεια του κατανοείται και φυλάσσεται σε σιωπές υπό τον φόβο τής μοναξιάς. Τότε, γράφονται ποιήματα που συνομιλούν μεταξύ τους, μέσα από τους στίχους τους όπως, «Η μοναξιά μας ένωνε πέρα από τις ράγες» από το ποίημα «Η πόλη μεγάλωνε», για να γραφεί αρκετά χρόνια μετά το ποίημα «Οι ράγες», όπου, ο ποιητής, αναλύει στοχαστικά τη μοναξιά μέσα στη σχέση χωρίς συγκινησιακή φόρτιση, αλλά με ποιητικό μεγαλείο και ειλικρίνεια. Απεκδύεται κάθε τι που τον βαραίνει ψυχικά και συναισθηματικά συντάσσοντας ποιήματα «Για να αποφύγω την πραγματικότητα πότιζα λέξεις/Όμως τώρα εξομολογούμαι τις νύχτες γυμνός» από το ποίημα «Γυμνή εξομολόγηση». Μυστηριακή και θεολογική η σημασία τής εξομολόγησης, στην ποιητική γραφή, όμως, του Ν. Μυλόπουλου μετασχηματίζεται και αναμορφώνεται η έννοια τούτη, ως προσωπική διεργασία συμφιλίωσης με τον εσώτερο ψυχισμό, κάθαρη τραυμάτων και παθών και οι λέξεις ως αιθυλική αλκοόλη ενσταλάσσονται αλληγορικά σε ποιήματα όχι για να δράσουν κατασταλτικά και να κατευνάσουν σκέψεις και επιθυμίες αλλά να διατηρήσουν άσβεστο τον ενθουσιασμό και την προσμονή του επερχόμενου φωτός μέσα από την πληρότητα του «εμείς»: «Αλκοολικοί εκ γενετής σ’ έναν κόσμο σκοτεινό και αφόρητο/Μεθούσαμε ασταμάτητα, περιμένοντας να χαρούμε μια σταγόνα φωτός» από το ποίημα «Το τελευταίο τέταρτο της σελήνης».
Έστω κι αν η ροή τού ποταμού είναι χειμαρρώδης, πάντα κάποια γενναία πρόσωπα θα αναλαμβάνουν να αντιτάσσουν τη γραφή τους, επαναφέροντας την αλλαγή τής πολυπόθητης εκβολής τους και «Δυο σιωπές σε μια γωνιά αγκαλιασμένες» είναι αρκετές να ανατρέψουν ό, τι σκιάζει τη θέα στον ουρανό, να αναζητήσουν το φως τού έρωτα και ν’ αγγίξουν τη ζωή που πορεύεται αιφνιδίως, αγνοώντας αυτούς που προσπαθούν να την προσβάλλουν.
Ελένη Α. Σακκά

