«Τι απομένει απ’ τη φωτιά»
«Τα στρατόπεδα βρίσκονται εκεί και μασάνε ανθρώπους»
Ένα οδοιπορικό στα μονοπάτια τού Αρτέμ Αμπαριάν
(πεζογραφία, Θωμάς Ψύρρας, εκδόσεις Μεταίχμιο, Αθήνα 2021)
Iστοριογράφος τού βίου ή βιογράφος τής ιστορίας, μάρτυρας με διπλή σημασία (μαρτυρίου, μαρτυρίας), χρονομέτρης χρονογράφος, ενίοτε κι αγιογράφος των κατατρεγμένων αφηγήσεων, ο Αρμένιος Αρτέμ Αμπαριάν, βασικός ήρωας του βιβλίου, φιλοτεχνεί με τον λόγο το παλίμψηστο της ζωής του. Μαζεύει τα σύνεργά του, το μυαλό και την ψυχή και ονειρεύεται· στρατεύεται στον αγώνα τής Αριστεράς για έναν καλύτερο κόσμο και κινδυνεύει. Κι όταν μετά το όνειρο διαψεύδεται και το όραμα βουλιάζει σε μια αντεστραμμένη πραγματικότητα, ο κουβαλητής αυτός του αιώνα του, πιάνεται από το μόνο πράγμα που μπορεί να στηριχθεί: από τις ίδιες του τις λέξεις. Προχωράει έτσι μελετημένα βαστώντας την άκρη τής αφήγησής του σε μια ερμηνεία δίχως άκρη, σε μια ιστορία τραυματική. Και σαν τον ονειρόπληκτο παραμυθά, παρηγορεί την αναπόλησή του σε μια μακριά επιστολή. Η ζωή του κρατάει δηλαδή τον λόγο της κι ο λόγος του διατρέχει όλη τη ζωή του, τίποτα λιγότερο ή περισσότερο απ’ αυτό. Σαν μια άλλη Σεχραζάντ, η αφήγηση παρατείνει τη ζωή αυτή όσο μπορεί.
Ο Έλληνας Αρμένιος καταγράφει τα βιώματά του με λόγο λιτό, ουσιαστικό και στέρεο. Η λαϊκότητα της ομιλίας του μοιράζει ακριβοδίκαια το φως παντού στερεώνοντας τα περιγράμματα. Κι εκεί που νομίζεις πως το σκίτσο δεν έχει εικαστική προοπτική, έρχεται η ερμηνεία με την αμφιβολία της να δώσει στη σκέψη του βάθος και στοχασμό: ο λόγος του πάραυτα αποκτά φωτοσκιάσεις. Οι καμπύλες βαθαίνουνε, οι ατραποί θολώνουν, το μυστήριο έρχεται να τροφοδοτήσει μια μελέτη ζωής. Κι ο λαϊκός τόνος τής αφήγησης αποκαλύπτει σταδιακά την πυκνή του σοφία. Το μυθιστόρημα-επιστολή θερμαίνει πάντα το πρώτο πρόσωπο, ζωντανό και αδιαμφισβήτητο. Όταν, μάλιστα, υποστηρίζεται από έναν τέτοιο λόγο, το πρόσωπο γίνεται χαρακτήρας ολοκληρωμένος. Σε πρώτο πρόσωπο μεταφέρονται και οι σκέψεις τού αδερφού του, σε μια άλλη επιστολή καταγραμμένη. Αλλά το μυθιστόρημα δεν είναι επιστολικό, να εναλλάσσει γράμματα το ένα μετά τ’ άλλο· κρατάει ίσαμε το τέλος την ενιαία οπτική. Ούτε χαράζουν άλλες ματιές τα θεωρούμενα, ίδια είναι τα μάτια τού ήρωα από την αρχή μέχρι το τέλος. Ίδια; Μπορεί να είναι ίδια, αλλά όχι απαράλλακτα. Ο Αρτέμ Αμπαριάν ανοίγεται στο χάσμα τού καιρού «κατασχισμένος» (για να θυμηθούμε και τον Κάλβο).
Κουβαλάει πολλές ιστορίες στην πλάτη του. Μνημονεύοντας τις διώξεις Αρμενίων και τον πρώτο του ξεριζωμό, από τ’ αυλάκι τού πολέμου δεν ξεφεύγει: δεύτερος παγκόσμιος, εμφύλιος και άλλοι σπαραγμοί, τάματα της Ιστορίας και ατιμίες. Για να ανταπεξέλθει, χτίζει το όνειρό του, το μεγάλο και μικρό: να γίνει αμπελουργός τής ζωής του και κάποια μέρα, γιατί όχι, και του κόσμου αμπελουργός. Φρούδα και άπιαστα οράματα, της σκέψης ασυλίες – ιδεολογία στηριγμένη σε μια ιδέα λίγο πολύ θρησκευτική. Τον βρίσκει ο εμφύλιος και τον κατατρέχει. Θέλει να αλλάξει τον κόσμο και τη γη. Δικαιοσύνη, ισότητα, ελευθερία. Από την Αθήνα και το Πέραμα, μπαρκάρει στη Μαρσίλια και στο καράβι μέσα οργανώνεται με άλλους κρυφά. Ο σοσιαλιστικός «παράδεισος» τον περιμένει. Πολωνία, Τσεχία, Ουγγαρία. «Είστε κατάσκοποι», τους λένε. Και τους θάβουν αναίτια στην πιο βαθιά φυλακή. Γνωρίζει τις διώξεις που επιβάλλουν οι κομμουνιστές στις χώρες τους, την απάνθρωπη δικτατορία τού ολοκληρωτισμού. Ο κόσμος μέσα του γκρεμίζεται πατόκορφα. Μεταφέρεται στη Σοβιετική Ένωση, σε ένα στρατόπεδο διαλογής, το Καμένικι. Αθώος, μα λιγότερο αδαής σιγά σιγά. Και μες στον εφιάλτη, προσπαθεί να επιβιώσει.
Η μετάβαση αυτή του ήρωα από την άγνοια στη γνώση κι από την παραμυθιακή-παρήγορη υπεκφυγή στην επώδυνη συνάντηση με την πραγματικότητα αντιστρέφει και βαθαίνει, μπορούμε να πούμε, τη λειτουργία ενός ομηρικού αναγνωρισμού. Αναγνωρισμός που δεν έχει αντικείμενο τον έξω κόσμο μόνο, αλλά και τον ίδιο τον εαυτό. Αναπτύσσεται έτσι στον λόγο του κειμένου και ένας κρυφός αντί-λογος. Είναι ο λόγος και ο αντίλογος του ίδιου προσώπου, που μέσα από μια επώδυνη διαδικασία βίαιης προσγείωσης, αναπόφευκτα ωριμάζει. Όταν τα γεγονότα απασφαλίζονται και η πραγματικότητα δείχνει τα δόντια της, η ιδεολογία με τη λατρεία των ειδώλων της, ανατρέπεται κι αυτή. Σύμπτωση αγαστή εδώ και νομίζω καθόλου τυχαία, αλλά μελετημένη: η ανατροπή των προσδοκιών του ήρωα, συμφωνεί και συμπλέει με την ανατροπή τής αφήγησης. Μια τέτοια ουσιαστική σχέση μορφής και περιεχομένου εκφράζει η αφηγηματική αυτή τεχνική.
Στη σοβιετική φυλακή μέσα, όπου οι ποινικοί κακοποιούν τους πολιτικούς κρατούμενους ανελέητα και ο σοσιαλιστικός «παράδεισος» γίνεται κόλαση, ο Αρτέμ συναντά έναν Εσθονό συγκρατούμενο, έναν άνθρωπο στοχαστικό και μελετημένο που, όπως σημασιοδοτεί και το όνομά του, μιλάει σοφά. Ο Εσθονός αυτός του δίνει τη συμβουλή τής επιβίωσης: για να αντέξει το πληθωρικό φονικό γύρω του, πρέπει να μάθει ο ήρωας να ορθοποδήσει στο μυαλό του την πράξη τής κατοπινής ζωής. Σιγά και σταδιακά να φτιάξει με τον νου του ένα αμπέλι. Να το καλλιεργήσει και να το ποτίσει. Να το τρυγήσει και να το χαρεί. Από το άδηλο όνειρο επομένως, την ιδέα τής πρώτης ζωής, όπου ο Αρτέμ νανουρίζεται στη μητρική του γλώσσα με παραμύθια, περνά στο παραμύθι τής ιδεολογικής γλώσσας για να γνωρίσει μετά τη διάψευσή του και να επιστρέψει μέσα από τον πόνο σε μια παρήγορη, φαντασιακή πάλι ζωή. Είναι μια σπειροειδής επιστροφή αυτή στην αφετηρία τού ονείρου. Μια άλλη πληρωμή. Η πλήρωση της δυστυχίας τέτοια παρηγοριά μπορεί να γνωρίσει.
Κι έτσι, ο χρόνος τής Ιστορίας γίνεται ιστορικός χρόνος τής αφήγησης που από το απαραβίαστο παρόν μεταφέρεται στον παραβατικό χρόνο τοό ονείρου, την άχρονη διάσταση μιας διαφυγής.
Με τους όρους τής γλώσσας όλα αυτά: ονόματα αρμένικα τόπων, Χαρπούτ, Μαράς, Καζακλάρ διασταυρώνονται με ονόματα ανθρώπων, Κουσάν, Ανούς, Σασουνί, Ναζανί, ο Παρουνάκ που τον λένε Πάρη και η Χασμίγκ που τη φωνάζουν Γιασεμή. Και άλλα που γίνονται ελληνικά, προϊόντα πολιτισμού και λέξεις, αρμένικα φαγητά που κρατούν τις πρώτες μητρικές γεύσεις, το ψωμί λαβάς, το σουλού μαντί, το μερτζμεκλί και το κεσκέκι: μια μέθεξη ονομάτων, ένα αμάλγαμα αρωμάτων. Στο γλωσσικό σύμπαν των όρων, οι ξένες αυτές λέξεις γίνονται διάττοντες αστέρες: πέφτουν στον κόσμο βίαια, εκρήγνυνται και λάμπουν. Μεταφέρουν με το μήνυμά τους τη συγκινησιακή φόρτιση της ψυχής, μαρτυρούν την καταγωγή τους και τη δοξάζουν. Κι άλλοι όροι περνούν στο κείμενο και χαρακτηρισμοί: με την παρέμβασή τους περιορίζουν ή σχηματοποιούν την απεριόριστη αξία ενός ανθρώπου. Για τις σοβιετικές αρχές, παράδειγμα, ο Αρτέμ χαρακτηρίζεται ως «κοσμοπολίτ απατρίντ», βαρύς χαρακτηρισμός που εμποδίζει την αποφυλάκισή του, αυθαίρετος, παράλογος και πολιτικά στερεότυπος. Πρέπει να τον ξεπεράσει και περάσει στον άλλο, τού «πολίτ εμιγκράντ» για να έχει τη δυνατότητα της εργασίας, να μπορεί να πάει στον γιατρό και να έχει δικαίωμα γάμου. Δίχως τον χαρακτηρισμό τού «πολίτ εμιγκράντ», τίποτα δεν μπορεί να κάνει στη σοβιετική Ρωσία.
«Φίλε μου Μιχάλη», γράφει, «ο Κούλντσου (ο Εσθονός κρατούμενος) είχε ένα δίκιο. Ο ρώσικος κόσμος είναι από τη φύση του ολοκληρωτικός. Κι ένα ολοκληρωτικό καθεστώς δεν έχει καμιά ελπίδα βελτίωσης. Ο αυταρχισμός μπορεί να ανατραπεί, ο ολοκληρωτισμός ποτέ, γιατί δεν είναι σύστημα εξουσίας, αλλά νοοτροπία που ποτίζει τις συμπεριφορές και αλλάζει τον νου και τις καρδιές. Ο καθένας πιάνεται στην παγίδα του, γίνεται σιγά σιγά και δίχως να το καταλάβει αιχμάλωτος και ταυτόχρονα δεσμοφύλακας». (σ. 125)
Αλλά το ταξίδι τού ήρωα, σαν ταξίδι ονομάτων και χαρακτηρισμών, δεν σταματάει στη Ρωσία. Μαζί με τον αδερφό του θα καταφέρνουν με πολύ κόπο να ξεφύγουν από τη χώρα-φυλακή. Ύστερα από πρόσκληση της αδερφής τους, θα βρεθούν στην Αργεντινή και θα υποστούν το πρώτο σοκ με την αποβίβαση κιόλας από το καράβι, αντιμετωπίζοντας την αγριότητα της στρατιωτικής δικτατορίας – οι σταθμοί τής πορείας του, καλειδοσκόπιο των δικτατοριών – για να γίνουν και εκεί «cosmopolitas sin patrias, κοσμοπολίτες δίχως πατρίδα», ύποπτοι για έναν Αργεντίνο στρατιωτικό, που σχηματοποιεί την ιδιότητά τους μέσα από την πολλαπλή εθνική τους καταγωγή. Χαρακτηρισμοί – καλούπια που γίνονται άλλοθι για τα μαζικά εγκλήματα των δικτατόρων και παρουσιάζονται, εδώ, μέσα από γεγονότα πραγματικά:
«Αυτός μου είπε ότι ο Στάλιν τον Δεκέμβρη του 1937 άρχισε στο Κουμπάν την Ελληνική Επιχείρηση, φυλακίσεις κι εκτελέσεις Ελλήνων, με την κατηγορία ότι ήταν κοσμοπολίτ απατρίντ και εχθροί τού λαού. Έκλεισε τα ελληνικά σχολεία και το 1942 μάζεψε τους Έλληνες του Κουμπάν, απόσυρε τα παιδιά τους που πολεμούσαν στα μέτωπα και τους ξαπόστειλε εξορία στη Μέση Ασία. Το ‘46 και ξανά το ‘49 εξόρισε και τους λίγους που είχαν απομείνει». (σ. 96-97)
Αλλά η γλώσσα μεταφέρει την αλήθεια της πέρα από τυποποιήσεις και στερεότυπους όρους κι όταν εμποδίζεται ο λόγος γίνεται σιωπή: η ελεύθερη έκφραση στομώνει. Κι αναλαμβάνει η δράση, το έγκλημα, η βία. Είναι γνωστά τα γεγονότα τής συμπλοκής των Ελλήνων ζαχαριαδικών και αντιζαχαριαδικών στα μέσα τής δεκαετίας τού ‘50 στην Τασκένδη. Ένας εμφύλιος μες στον εμφύλιο, διχασμός τού διχασμού στην υποδιαίρεση της ανθρώπινης αξίας. Ο Θωμάς διαλέγει να μιλήσει και για τα γεγονότα αυτά, ξεχωρίζοντας ανάμεσα στ’ άλλα κι ένα επεισόδιο γνωστό που αξίζει τον κόπο, ωστόσο, κανείς να το θυμίζει και που μεταφέρεται στο βιβλίο αυτό με έναν ωραίο θερμό και ακατάστατο λόγο:
«Εκεί να δεις ξύλο… Ξυλοδαρμοί με σανίδες που είχαν περάσει καρφιά. Μίσος τυφλό και άγριο. Να βλέπεις αξιωματικούς και καπεταναίους, που πριν από λίγα χρόνια μάχονταν στα ίδια χαρακώματα στον Γράμμο και στο Βίτσι, να ξυλοφορτώνουν τώρα ο ένας τον άλλον. Μίσος, μόνο μίσος. Να φάει ο ένας τον άλλον. Ο Χρήστος Βατούγιος έκοψε με τα δόντια το αυτί του Πάνου Δημητρίου. Έναν στο τραμ τον δέρνανε πέντε. Δέκα είκοσι νοματαίοι στην πλατεία να δέρνουν ο ένας τον άλλον. Να σε φυλάει ο θεός! Σαν να πολεμούσαν σάικες (συμμορίες)!» (σ. 145-146)
Η υποδήλωση του λόγου που ανασύρει την αμαρτωλή λέξη – ταμπού «συμμοριτοπόλεμος» συνδυάζεται εδώ με το τραγελαφικό χιούμορ των επεισοδίων που μετέχουν στην ενότητα της αφήγησης με τον πιο αριστοτεχνικό τρόπο. Όταν ρωτάει κάποιος τον ήρωα – παρατηρητή «εσύ με ποιούς είσαι;» Αυτός του απαντά: «Εγώ δεν είμαι πια ούτε με τον εαυτό μου».
Καλότυχο το ταξίδι τής ωρίμανσης του ήρωα να συνδέεται με τον λόγο και τη σιωπή· σταδιακά, από κεφάλαιο σε κεφάλαιο, ο χαρακτήρας του βαθαίνει. Τον καιρό τής φυλακής και των βασάνων, όταν αντιλαμβάνεται στο πετσί του πλέον τον εφιάλτη τού κομμουνισμού, ο ήρωας δεν μιλά, υποφέρει. Ακόμα κι όταν ο συγκρατούμενός του τον ρωτάει, «αλήθεια, μετά απ’ όσα πέρασες, είσαι… είσαι ακόμα κομμουνιστής;», αυτός δεν απαντάει. Κι ύστερα εξαντλείται σε μια μακροτενή ανάλυση περισσότερο για να κρύψει, παρά για να φανερώσει τις σκέψεις του. Η σιωπή σιγοντάρει την αφήγησή του, γίνεται η παρήγορη αντίστιξή της, το θάμπος και το θάμπωμα, η σκοτεινή λίμνη των υπονοούμενων στεναγμών. Κι ενώ ο χαρακτήρας του στερεώνεται όλο και περισσότερο μέσα από τον αφηγηματικό λόγο, τον βαθύτερο καημό του ο ήρωας δεν τον μαρτυράει· τον μοιράζει εδώ κι εκεί, μέσα από ξέφτια λόγου, μικρά μελετημένα γνωμικά που κλείνουνε σοφία. Ή τον μεταφέρει στην αφήγηση της ερωτικής συνεύρεσης, όταν τα λόγια της γνωριμίας του με την Βέρα Ριμπακόβα βρίσκουν τον ιδανικό τους ακροατή.
Μονάχα προς το τέλος αποκαλύπτει την αλήθεια του σε μια συνομιλία με τον αδερφό του. Εκεί, στη γειτονιά τού αίματος, η απόσταση μεταξύ τους δεν είναι μεγάλη. Τον ίδιο φόβο μοιράζονται, το ίδιο αδιέξοδο νιώθουνε στην πορεία. Αλλά ο αδερφός του δεν θέλει να πιστέψει ότι υπάρχουν σοβιετικά στρατόπεδα συγκέντρωσης. Αρνείται ή δικαιολογεί τις πράξεις τού καθεστώτος. Και τότε ο Αρτέμ παίρνει τον λόγο. Είναι μια παράγραφος τόσο πυκνή σε σημασία, όσο κι ακαταμέτρητες σελίδες πολιτικής ανάλυσης. Μια από τις πιο χαρισματικές στιγμές της αφήγησης. Ανάμεσα στ’ άλλα, λέει κι αυτό:
«Λοιπόν, αδερφέ, σ’ αρέσει δεν σ’ αρέσει, συμφωνείς δεν συμφωνείς, τα στρατόπεδα βρίσκονται εκεί και μασάνε ανθρώπους».
Λόγια που ξεθάβονται μέσα απ’ τα πάθη και άλλα που μετρούν παθήματα, καταδικασμένες σιωπές και αδέκαστες μαρτυρίες. Εκεί όπου οι απαντήσεις δεν χωρούν, οι ερωτήσεις είναι ασυγχώρητες. Στο ενδιάμεσο μιας ερώτησης, δεν γνωρίζουμε καλά την απόκρισή της. Κι ερχόμαστε στο τέλος για να πάμε στην αρχή, πίσω να ξαναδιαβάσουμε πρώτα απ’ όλα, ύστερα απ’ όλα, τον τίτλο του βιβλίου:
«Τί απομένει απ’ τη φωτιά»
Δεν έχει ερωτηματικό, αλλά θα μπορούσε να είναι ερώτηση· δεν είναι ερώτηση, αλλά θα μπορούσε να ενθαρρύνει απαντήσεις. Η αφήγηση είναι όλη η απάντηση, η γλώσσα, άλλη μια φορά εδώ, έχει την πρωτοκαθεδρία. Είναι τα λόγια που ορίζουνε τα πράγματα, που φτιάχνουν την πραγματικότητα από τα σπάργανά της. Που αποκαλύπτουν, χτίζουν και δημιουργούν, γκρεμίζουν και χαλούνε με τρόπο ωραίο. «Πατρίδα είναι εκεί όπου φύτεψα με τα λόγια το δικό μου αμπέλι», θα πει ο αφηγητής στο τέλος τού βιβλίου. Ό,τι απομένει απ’ τη φωτιά, μπορεί να είναι όλη αυτή η δημιουργία του λόγου. Η γραφή με τη δύναμη και τη μοναξιά της.
Λίνα Θωμά
