Κουρμουλής Νίκος
δημοσιογράφος – συγγραφέας
«Το ολέθριο δεν είναι να πέσεις, αλλά να μην θελήσεις να ξανασηκωθείς ποτέ»
Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά
Κύριε Κουρμουλή ασχολείστε πολλά χρόνια με το ρεπορτάζ βιβλίου και πολιτισμού, ασχολία που απαιτεί έρευνα, διάβασμα και καλή πένα και όπως έλεγε ο Heinrich Böll, «Όλο το γράψιμο αρχίζει με το να είσαι αναγνώστης». Είναι φυσική συνέπεια η μετάβασή σας από τη δημοσιογραφία στη λογοτεχνία με το βήμα τής έκδοσης του πρώτου σας βιβλίου με τίτλο «ΑΠΝΟΙΑ» 2022 εκδ. ΚΕΙΜΕΝΑ. Μιλήστε μας για το βιβλίο σας με τον δικό σας τρόπο. Γιατί «ΑΠΝΟΙΑ» και τί συμβολίζει η Κλεψύδρα;
Καταρχάς να σημειώσουμε πως ο δημοσιογραφικός λόγος και το ρεπορτάζ είναι είδος αφήγησης και μάλιστα, κάποτε, θεωρούνταν μαζική πρωτοπορία στη λογοτεχνία. Τα κείμενα π. χ. των Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Τζον Ντος Πάσος, Τρούμαν Καπότε, Νόρμαν Μέιλερ, Λουίς Σεπούλβεδα (ο τελευταίος από τους σχετικά νεότερους) κ. α. για να θυμηθούμε μερικούς σημαντικούς, περιείχαν την απογύμνωση και τη στακάτη περιγραφή τής τότε δημοσιογραφικής γραφής, εκτός του ότι πολλοί εξ’ αυτών είχαν εργαστεί σε εφημερίδες και περιοδικά. Η «φυσική συνέπεια» που λέτε, δεν έρχεται μόνο δια της εξασκήσεως με τον λόγο, που πολλές φορές σε ρίχνει στην παγίδα τής «ευχέρειας», αλλά αποτελεί μια γνήσια βαθύτερη ανάγκη τού προσώπου που γράφει. Κάποτε κυκλοφορούσε το απόφθεγμα πως οι δημοσιογράφοι ή οι κριτικοί είναι καταπιεσμένοι καλλιτέχνες. Πέρα από μια εύηχη τσαντίλα, δεν μπορώ να κατανοήσω πώς αυτός είναι κάποιος κρυφός ψυχοκινητικός, παγκόσμιος νόμος. Για παράδειγμα, ο Χάρολντ Μπλουμ δεν έγραψε λογοτεχνία. Το ίδιο και ο πατέρας, πολλών εξ ημών, Δημήτρης Ραυτόπουλος. Εδώ, αξίζει να σταθώ για να τονίσω ότι λείπει αισθητά η σύγχρονη θεωρία από τη λογοτεχνία. Πιστεύω πως δεν μπορείς να αποπειραθείς να γράψεις λογοτεχνία, αν πριν δεν έχεις διαβάσει. Να είναι το διάβασμα ο πιστός σύντροφος στις δύσκολες ώρες. Να ανακατεύει κομμάτια τού εαυτού σου, να κατασκευάζει νέους κόσμους, να σε παρακινεί στη δημιουργική σκέψη, στον πολιτικό στοχασμό και όχι μόνο να γυρίζεις σελίδες. Από το διάβασμα και άλλες αναπαραστάσεις μπήκα στη διαδικασία τής γραφής. Η «Άπνοια» κυοφορούσε μέσα μου χρόνια. Συνήθως, συμβαίνει να διαμορφώνω τον σκελετό τού βιβλίου καιρό πριν και να μου λείπουν οι συνδέσεις, το μονοπάτι που θα στρωθεί η αφήγηση. Με σύμμαχο την εμπειρία, έχω βρει τρόπους να σταματώ τη δημοσιογραφική ροή μέσα στο μυαλό μου και να αφήνομαι στη λογοτεχνική πλευρά. Η «Άπνοια» γραφόταν συστηματικά τέσσερα χρόνια, ανάμεσα στα διαστήματα που επέτρεπαν οι άλλες εργασίες. Πρόσεχα να κρατήσω τον ρυθμό και τους χαρακτήρες ζωντανούς μέσα μου. Οι οποίοι είναι άνθρωποι σχεδόν καθημερινοί στο κοντινό μέλλον. Με προσκάλεσαν να κάτσω δίπλα τους και να ακούσω τί τους τρώει τα σωθικά. Η φόρμα τού διηγήματος ήρθε όταν κατάλαβα ότι οι ζωές των χαρακτήρων είναι εντελώς αυτόνομες. Όμως, έχουν μερικές κοινές προσλαμβάνουσες: ζουν κάτω από το φαινόμενο της άπνοιας. Ένα κλιματικό σύστημα πνιγμού ή, καλύτερα, ακινησίας, και από κάτω ψάχνουν να ανοίξουν δρόμους μέσα στα βάραθρα που υπάρχουν εντός τους. Αυτό συμβαίνει ύστερα από ένα εξωτερικό ή εσωτερικό ερέθισμα. Όπως, για παράδειγμα, μια σεισμική δόνηση ή μια παροδική απώλεια μνήμης. Είναι άνθρωποι που πάσχουν κάτω από το κέλυφος της ύπαρξής τους. Το ανομολόγητο, πιέζει για να βγει προς τα έξω. Η «Κλεψύδρα», θα μπορούσε να είναι η Αθήνα λίγα χρόνια μετά. Μια πολύβουη μεγάπολη που μοιάζει με πειραματικό σωλήνα οικονομικών τάξεων και διαθέσεων. Ο υδραργυρικός της χρόνος ρέει πίσω από τη φαινομενική ακινησία της. Οι δρόμοι δεν έχουν ονόματα, παρά κωδικούς. Παρόμοιους με τους κωδικούς πρόσβασης που χρησιμοποιούμε καθημερινά για τόσες εργασίες. Αυτό συμβαίνει στο βιβλίο, γιατί οι χαρακτήρες έχουν παροντική υπόσταση και το παρελθόν βρίσκεται στη σφαίρα τού βιώματος και όχι στη διατήρηση του.
***
Τί είδους άνθρωποι είναι και τί αναζητούν οι ήρωες σας;
Οι χαρακτήρες τής συλλογής είναι οκτώ τον αριθμό. Τέσσερις άντρες και ισάριθμες γυναίκες. Αυτό προέκυψε τυχαία, όταν άρχισε να σχηματοποιείται το φύλο τους. Είναι άνθρωποι που δεν τους παίρνει το μάτι σου με την πρώτη. Δεν βρίσκονται στην πρώτη γραμμή τής επικαιρότητας. Άνθρωποι των πρώην, ίσως, μεσαίων στρωμάτων. Με όνειρα και ακυρώσεις. Κρατούν μονίμως θέσεις στα χαρακώματα της ζωής και κάποια στιγμή αναγκάζονται να ξεπεράσουν τα όριά τους. Αν και δεν ξέρουν τί σημαίνει αυτού του είδους η απόδραση. Ύστερα από ένα αναπάντεχο συμβάν, που αλλάζει από ανεπαίσθητα έως σοβαρά τη ρουτίνα τής καθημερινότητάς τους (με την οποία δεν έχουν εντελώς συγκατατεθεί), αρχίζουν ένα μικρό ταξίδι. Τόσο μέσα στην πόλη, όσο και στον εαυτό τους. Οι κόκκινες γραμμές διαρρηγνύονται. Μένουν μετέωροι να περιτριγυρίζουν το σκοτεινό τους σημείο. Εκείνο που δεν έχουν τολμήσει να αγγίξει χρόνια. Αρχίζουν έναν δύσκολο αγώνα ανάκτησης, μέρους τής αυτογνωσίας τους. Οι ήρωες του βιβλίου δεν είναι «καλόβολες» υπάρξεις. Έχουν ματαιώσεις, ζουν μέσα στις αναταραχές των ελλείψεών τους, αδημονούν για κάτι ίσως χαρμόσυνο που δεν έρχεται. Μέσα τους, μια σειρά συναισθημάτων έχουν διαβληθεί. Το γνωρίζουν και προσπαθούν να επιβιώσουν. Γι’ αυτό και στις πράξεις τους φανερώνονται όλες οι αδυναμίες τους. Το ολέθριο δεν είναι να πέσεις, αλλά να μην θελήσεις να ξανασηκωθείς ποτέ. Οι χαρακτήρες τής συλλογής διερευνούν τις εξόδους κινδύνου τους.
Η ανθρωπιά, φύεται μέσα μας.
Είναι αναπόσπαστο μέλος τής παιδείας και τής ανατροφής μας
***
Οι πόλεις που δημιουργούμε πνίγουν ανθρώπους και ανθρωπιά;
Αυτή την εποχή βλέπουμε ξανά μετά από χρόνια, την επιστροφή των μητροπόλεων, τουλάχιστον στην Ευρώπη. Ως κέντρα πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών συγκλίσεων και αποκλίσεων. Οι πρωτεύουσες αποτελούν τα μεγάλα χωνευτήρια τάσεων και πληθυσμών, με τις κοινωνικές τάξεις σε πλήρη ανακατάταξη. Ο καθρέφτης ενός κόσμου που μεταμορφώνεται ραγδαία, όπως και η Αθήνα. Αυτές οι εξελίξεις στρέφουν πολλούς συμπολίτες μας να αναζητήσουν καταρχάς κομμάτια τής ιστορίας των μεγαλουπόλεων. Για παράδειγμα, δείτε πόσες ομάδες έχουν σχηματιστεί για την εξερεύνηση της παλιάς Αθήνας. Αυτό δεν είναι νοσταλγία, είναι ένα οδοιπορικό πίσω από το «φαίνεσθαι». Η ανωνυμία που προσφέρει η μεγαλούπολη, δίνει τη δυνατότητα μεγαλύτερης ελευθερίας κινήσεων και έκφρασης απ’ ότι ο στενός κλοιός των κοινοτήτων τής υπαίθρου. Εκεί όπου ο έλεγχος του «όλοι γνωριζόμαστε» αποτελεί τροχοπέδη για τα πιο ανήσυχα πνεύματα. Η ανθρωπιά, φύεται μέσα μας. Είναι αναπόσπαστο μέλος τής παιδείας και τής ανατροφής μας. Επειδή, όμως, οι μεγάλες πόλεις έχουν γίνει απρόσωπες, μια λευκή, πολλές φορές, σελίδα για να χωρέσουν ετερόκλητους ανθρώπους, πολλοί νιώθουν μια «ψυχρότητα», σε συνδυασμό με την τάση των millennials για κοινοτισμό και επιστροφή στις ρίζες. Αυτή η κρισιακή συνθήκη επιτρέπει στις πρωτεύουσες να αναπτυχθούν πολυάριθμες αυτόνομες νησίδες διαλόγου ή πολιτιστικών δραστηριοτήτων, όπου το χρώμα και η ζεστασιά ανθίζουν.
***
Τί πιστεύετε πως προσθέτετε στο οικοδόμημα της λογοτεχνίας;
Αν προσθέτω κάτι στη λογοτεχνία, αυτό μπορεί να είναι ένα ελάχιστο λιθαράκι. Η λογοτεχνία είναι τρόπος ζωής και ό,τι γράφεται αφήνει ίχνη. Όσοι γράφουν είναι «τέκνα τού αναγκασμού», που έλεγε ο Ε. Χ. Γονατάς. Μια εσώτερη δύναμη τους ωθεί. Να γιατρέψουν πάθη; Ίσως. Πάντως, η λογοτεχνία είναι μια μεγάλη, μυστική, βιβλιοθήκη όπου εκεί συναντιόμαστε, ανοίγουμε τα χαρτιά μας και ο ένας κατοικεί στη σκέψη και ενδεχομένως το σώμα τού άλλου.
…βρισκόμαστε κλεισμένοι σε μια ατομική συνθήκη
όπου σχεδόν απαγορεύουμε την κριτική στον εαυτό μας από άλλους,
και ακόμη περισσότερο την αυτοκριτική…
***
Τα τελευταία χρόνια μοιάζει να μην υπάρχει κριτική λογοτεχνίας στη χώρα μας, παρά μόνο βιβλιοπαρουσιάσεις. Πού πιστεύετε πως οφείλετε αυτή η εικόνα;
Η κριτική λογοτεχνίας βρίσκεται ανάμεσα στη δημοσιογραφία και τον στοχασμό. Σε μια εποχή μονοδρομήσεων, χάνονται οι λεπτές διαφορές και η εμβάθυνση στα πράγματα. Οι αιτίες είναι πολλές και οι συνέπειες ακόμη περισσότερες. Καταρχάς, βρισκόμαστε κλεισμένοι σε μια ατομική συνθήκη όπου σχεδόν απαγορεύουμε την κριτική στον εαυτό μας από άλλους, και ακόμη περισσότερο την αυτοκριτική. Άρα, πώς απαιτούμε «κριτική», όταν δεν τη δεχόμαστε από πουθενά. Σε αυτό το πεδίο βοηθά απελπιστικά η καθημερινή εξάρτηση από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Εκεί όπου όλοι συμφωνούμε με τις απόψεις των ομοίων μας. Η κριτική είναι μέρος τού δημοσίου διαλόγου, ο οποίος έχει ξεπέσει στο στείρο δίπολο «μου αρέσει, δεν μου αρέσει». Το βλέπουμε πρωτίστως στην πολιτική. Χάνεται, δηλαδή, η σφαιρική εικόνα και το μπόλιασμά της με τη μεθοδολογία τής θεωρητικής προσέγγισης. Από την άλλη μεριά, είναι κοινώς παραδεκτό πως στη χώρα μας, αιώνες τώρα, υπάρχει μια συνεκδοχή. Όσο περνούν τα χρόνια, τα όρια «των καλλιτεχνικών κλάδων», που λέγαμε παλιά, έχουν διαρραγεί. Χωρίς σαφείς οριοθετήσεις και γνώση, οι παρέες συναλλάσσονται. Επίσης, το παλιό κλισέ του αν μια κριτική είναι ευνοϊκά προσκείμενη προς ένα έργο, σημαίνει ότι ο κριτικός «κατάλαβε» τον καλλιτεχνικό μόχθο, ενώ αν δεν έγραψε θετικά, σημαίνει πως το «έθαψε», και όλα τα αντίθετα, είναι απολύτως ξεπερασμένο. Μόνο που στη χώρα μας ισχύει ακόμη στο έπακρο, διότι κρίνουμε πρόσωπα και δεν μπαίνουμε στον κόπο να αναλύσουμε το έργο.
***
Ποιά, κατά την άποψή σας, είναι η σχέση που διατηρούν οι Έλληνες με την ανάγνωση;
Το αναγνωστικό κοινό στην Ελλάδα δεν έχει παρουσιάσει ραγδαίες μεταβολές από το τέλος τής πρώτης μεταπολιτευτικής περιόδου. Υπάρχουν, όμως, κρίσιμες μεταπτώσεις. Όπως σήμερα, για παράδειγμα, όπου ναι μεν το κοινό έχει μειωθεί, αλλά οι σταθεροί, πιστοί, βιβλιόφιλοι κρατούν τις θέσεις τους και ενισχύουν το βιβλίο συχνά. Το δημογραφικό ζήτημα εδώ είναι μεγάλο. Το κοινό τού βιβλίου γερνάει, ενώ με την πρόσφατη κρίση έχει φύγει μεγάλος αριθμός ανθρώπων που διαβάζουν, στο εξωτερικό. Το βιβλίο χρειάζεται και πάλι να ανοίξει προς τις νεότερες ηλικίες, εκεί που επί δεκαετίες ήταν η κινητήρια δύναμή του. Η ανάγνωση είναι απαιτητική και πολλοί συμπολίτες μας λόγω συνθηκών ζωής, δεν έχουν χρόνο για να συγκεντρωθούν πάνω στα γράμματα. Παρόλα αυτά, η σταθερή σχέση τού επίμονου αναγνώστη είναι ζωντανή και από την περίοδο της πανδημίας μάλιστα, εμπεδώθηκε σε περισσότερους πως το βιβλίο είναι η καλύτερη παρέα που διαλύει τον φόβο και σε μαθαίνει να ζεις. Φυσικά και πρέπει να βαθύνουν τα προγράμματα φιλαναγνωσίας από σχολεία, ιδρύματα, συλλόγους και να είναι ουσιαστικά και όχι κλάμπ μπεστσελεράδων
…στον κακοφορμισμένο κόσμο της επικοινωνιομανίας,κυρίαρχο ρόλο παίζει η γρήγορη μετάδοση και όχι το περιεχόμενο
***
Πρόσφατες έρευνες (Πανεπιστήμιο Μακεδονίας) έδειξαν πως το 72% με 74% των Ελλήνων εμπιστεύονται λίγο ή καθόλου τους δημοσιογράφους και την τηλεόραση. Μιλήστε μας για την ελληνική δημοσιογραφική πραγματικότητα. Έχει δίκιο ο κόσμος που αποστρέφεται τους δημοσιογράφους σε κάθε τους βήμα;
Άλλο πράγμα η δημοσιογραφία στην τηλεόραση, στις εφημερίδες, στους ιστότοπους. Αν και τα τελευταία χρόνια τείνουν να συγχωνευτούν. Όσον αφορά την τηλεόραση, έχει δημιουργηθεί ένα ειδησιόπληκτο κοινό, που, κυρίως, προέρχεται από ηλικιωμένους. Δηλαδή, κόσμος που παρακολουθεί δελτία ειδήσεων, για να αντιπαρατεθεί ή για να εκτονωθεί. Εντωμεταξύ, ξέρει εκ των προτέρων τί θα ακούσει. Ακολούθως οι ειδήσεις των καναλιών λειτουργούν σαν εξέδρα. Οι δικοί μας και οι αντίπαλοι. Έτσι, αρκετά ΜΜΕ ενδιαφέρονται περισσότερο για δημοτικότητα, «λάικς» και ώρες θέασης, παρά για την όποια ιδεολογική τοποθέτηση. Κινούνται εκατέρωθεν των «χάσταγκς», που τρέχουν στο διαδίκτυο. Και αυτό είναι επικίνδυνο, με την έννοια ότι το «χάσταγκ» διακινεί πολλές φορές εμπάθεια και μίσος. Προσωπικά, πιστεύω ότι το «δεν εμπιστεύομαι» της έρευνας του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, πρώτον, δεν σημαίνει πως δεν παρακολουθώ και, δεύτερον, δεν εμπιστεύομαι τον αντίθετο από τις δικές μου απόψεις δημοσιογράφο. Τώρα, η άποψη διαμορφώνεται και μέσα από την τοξικότητα. Στο γκρίζο σύννεφο που δεν ξέρεις τί είναι αλήθεια και τί ψέμα. Και πόση αλήθεια περιέχει το ψέμα, όπως και το αντίθετο. Από τη στιγμή που βρισκόμαστε στο ψηφιακό σύμπαν με το metaverse βρίσκεται προ των πυλών, ο καθένας από το σπίτι του γίνεται αναμεταδότης ειδήσεων, απόψεων, του εαυτού του, του ίδιου. Παράλληλα, η καλώς ή κακώς εννοούμενη αρχισυντακτική επιμέλεια και διασταύρωση των ειδήσεων, αδυνατίζει. Διότι στον κακοφορμισμένο κόσμο τής επικοινωνιομανίας, κυρίαρχο ρόλο διαδραματίζει η γρήγορη μετάδοση και όχι το περιεχόμενο. Όταν λέμε πως «ο τρόμος πουλάει», είναι διότι καθρεφτίζονται εκεί τα κατώτατα ένστικτα του κοινού. Αυτό πρέπει να αλλάξει άμεσα και συνάρτηση με την ποιότητα και την ουσία τού δημόσιου λόγου.
***
Η παραβατικότητα των ανηλίκων στις μέρες μας έχει λάβει τεράστιες διαστάσεις παγκόσμια. Ποιά θεωρείτε πως είναι η κύρια γενεσιουργός αιτία αυτού του φαινομένου;
Η παραβατικότητα ανηλίκων αποτελεί όχι ακριβώς ένα νέο φαινόμενο για την Ελλάδα, αλλά επιταχύνεται πολύ μέσω τής μαζικής μετάδοσής της από ΜΚΔ και ευαισθητοποιεί, θέλω να πιστεύω, περισσότερους πλέον. Το λέω αυτό για να μην μείνουμε μόνο στο επίπεδο του αποτροπιασμού. Τέτοιου τύπου παραβατικότητα είναι ένας καθρέφτης του τί συμβαίνει σε μέρος τού ανήλικου πληθυσμού και κυρίως στα ενδότερα της οικογένειας. Για χρόνια όπως και στις μέρες μας, η ανήλικη βία καλύπτεται κάτω από το χαλί και αποτελεί ένα μεγάλο κοινωνικό και γονεϊκό ταμπού. Έχει άμεση σχέση με το νταηλίκι, ή το bulling, όπως λέγεται τελευταία. Από κει και πέρα εξαρτάται και μετράται αλλιώς ο βαθμός έντασης της βίας, όπως και η μορφή της. Πρέπει να ξεκαθαρίσουμε πως σε τέτοιες καταστάσεις κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή. Οι αιτίες είναι πολλές στις μεταβαλλόμενες κοινωνίες που ζούμε και φύονται από μια δέσμη παραγόντων που δεν είναι μόνο συγκυριακοί, αλλά και ψυχολογικοί. Κυρίως, έχει να κάνει με το πώς μεγαλώνουν τα παιδιά. Κι εδώ εισερχόμαστε στους βασικούς πυλώνες τού κοινωνικού μας περιβάλλοντος που είναι η παιδεία και η οικογένεια. Δυστυχώς, πολλά παιδιά παραμελούνται ποικοιλοτρόπως σε κομβικές φάσεις τής ζωής τους, ή είναι θύματα κακοποίησης ή αναπτύσσουν περιθωριακή συμπεριφορά. Χρειάζεται να τους μιλάμε και να μην τα θεωρούμε ακατανόητα όντα ή κατοικίδια. Το ζήτημα θα μας απασχολήσει ευρέως, αυτό είναι σίγουρο. Θα πρέπει να ξαναβρούμε έμπρακτα τον κώδικα αξιών τού σήμερα και να τον μεταδώσουμε, μένοντας κοντά στα παιδιά ,αντιμετωπίζοντάς τα σαν ίσο προς ίσο.
Αν και η πεποίθηση πως όλα και για πάντα θα έμεναν σταθερά,
είναι μια φαντασιοπληξία που την είχαμε αγοράσει πάμφθηνα από παζάρι
***
Τελικά, πώς στεκόμαστε απέναντι στο παρόν μας;
Δεν λησμονούμε τη ζωή. Στεκόμαστε όρθιοι απέναντι στο σαρωτικό κάθε μέρα με νου και γνώση. Μαθαίνουμε να αποκωδικοποιούμε μεθοδικά τον εαυτό μας, να μην μας φοβίζουν οι νέες προκλήσεις και να ανοίγουμε εντός μας, διαύλους ειλικρινούς επικοινωνίας. Γινόμαστε μάρτυρες αλλαγών, που δεν τις φανταζόμαστε στον καιρό των βεβαιοτήτων. Αν και η πεποίθηση πως όλα και για πάντα θα έμεναν σταθερά, είναι μια φαντασιοπληξία που την είχαμε αγοράσει πάμφθηνα από παζάρι. Τώρα, δεν μας μένει τίποτε άλλο από το να επαγρυπνούμε, δίνοντας καινούργιο νόημα στη ζωή και στα πάθη μας.
***
Τί σας απογοητεύει;
Με απογοητεύει η ρηχότητα και η μνησικακία που κυκλοφορούν ξεκαπίστρωπες γύρω μας. Η αναγωγή των πάντων στο θυμικό, η κακολογία, οι ενοχές και οι ελλείψεις που έχουμε και προσπαθούμε να τις φορτώσουμε στον διπλανό. Με απογοητεύει που δύσκολα ακούμε πλέον και έχουμε προαποφασιμένες απόψεις για οτιδήποτε. Παρότι, θεωρητικά, βρισκόμαστε σε ένα παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον, ζούμε σε περίκλειστους μικροκόσμους. Εν πρώτοις αυτές είναι οι συνέπειες μιας τεμαχισμένης αφήγησης, που την βρίσκουμε σε πανευρωπαϊκή σχεδόν κλίμακα. Δεν έχουμε κάνει την σκληρή αυτοκριτική μας και αυτό μας βάζει σε μια διαδικασία να δημιουργεί ο καθένας μια comfort zone για να υπάρξει. Ενώ αυτό που απαιτείται πια είναι η σύνθεση. Ψήγματα αυτού αρχίζουν και φαίνονται
***
Τί σας προκαλεί τον θαυμασμό;
Η ομορφιά, για μένα είναι μια υπόσχεση ευτυχίας που έλεγε ο Σταντάλ. Είναι οι πλέξεις τού συναισθηματικού σύμπαντος. Παραδίπλα της εξέρχεται η γοητεία, που για εμένα είναι πολύ πιο σημαντική. Διότι εδώ βρίσκεται ο πυρήνας του καθενός.
***
Η σχέση σας με τα ζώα;
Όσον αφορά τα ζώα, είμαι φανατικός γατόφιλος και όσοι κακομεταχειρίζονται ζώα είναι απάνθρωποι, τόσο απλά.
***
Τί να περιμένουμε από εσάς στο άμεσο μέλλον;
Για το άμεσο μέλλον σχεδιάζω ήδη το επόμενό μου βιβλίο, που θα είναι ένα μυθιστόρημα και ελπίζω να το έχω έτοιμο μέχρι την Άνοιξη του 2023.
Το γράψιμο δεν είναι τίποτε άλλο
από ένα κατευθυνόμενο όνειρο
Χόρχε Λουίς Μπόρχες
Βιογραφικό σημείωμα

Ο Νίκος Κουρμουλής γεννήθηκε στον Πειραιά τον Μάρτιο του 1972. Σπούδασε Κοινωνιολογία στο Πανεπιστήμιο του Λίβερπουλ, με ειδίκευση στην παραβατικότητα ανηλίκων. Όταν γύρισε στην Ελλάδα, σπούδασε κινηματογράφο και σενάριο στη σχολή Σταυράκου. Κατόπιν, εργάστηκε για μια δεκαετία στην εφημερίδα «Ο Κόσμος του Επενδυτή», ως πολιτιστικός συντάκτης. Διετέλεσε σύμβουλος προγράμματος στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου. Εν συνεχεία, συνεργάστηκε με την εφημερίδα «Αυγή», ως κριτικός βιβλίου, ενώ εδώ και έξι χρόνια συνεργάζεται με τον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο Κόκκινο 105,5» σε θέματα πολιτισμού και βιβλίου. Είναι συντάκτης στην εφημερίδα «Τα Νέα».
*Πηγή φωτογραφίας: Η Καθημερινή, Πολιτισμός, Αλεξάνδρα Σκαράκη, 12.09.2022