Δέσποινα Καϊτατζή-Χουλιούμη
συγγραφέας-ποιήτρια-μεταφράστρια -κριτικός
«Η λογοτεχνία, και ο ιχνηλάτης ποιητής
καλούνται να μερώνουν τους δαίμονες μέσα μας
και ν’ ανοίγουν δρόμους»
Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά
.
Κυρία Καϊτατζή-Χουλιούμη, πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη τού λόγου και τί σας παρότρυνε να το πράξετε;
Πάντα λάτρευα την ποίηση και τη λογοτεχνία γενικά, ωστόσο, ποτέ δεν φανταζόμουν ότι θα γράψω η ίδια, κι αυτό γιατί είμαι δυσλεκτική. Είχα μεγάλες δυσκολίες δυσγραφίας και δυσορθογραφίας, μεταξύ άλλων, που ακόμη με ταλανίζουν ως ένα βαθμό, έτσι έβρισκα διέξοδο στη ζωγραφική και τον χορό. Και όμως, σε ώριμη ηλικία, στη θέαση ενός μοναχικού δέντρου με βρήκε η ποίηση και ως δημιουργική έκφραση. Εκ των υστέρων μπορώ να πω ότι η ποίηση με είχε βρει απ’ την αρχή τής ύπαρξής μου. Έχω την αίσθηση ότι εν δυνάμει όλους μας βρίσκει η ποίηση από την αρχή, καθώς όλοι μας φέρουμε στο συλλογικό μας ασυνείδητο την εμπειρία και τη γνώση τού ανθρώπινου γένους. Δεν έχουμε παρά να καταβυθίσουμε το βλέμμα μέσα μας και γύρω μας. Δηλαδή, με είχε βρει η ποίηση απ’ όταν ήμουν στην κοιλιά τής μάνας μου, με τους χτύπους τής καρδιάς της, με τα μοιρολόγια, τα τραγούδια και τα νανουρίσματά της. Άλλωστε, όλοι μας αρθρώνουμε το πρώτο ποίημα στην αγκαλιά της, όπως γράφω σ’ ένα ανέκδοτο ποίημά: «το πρώτο ποίημα που άρθρωσε η άνθρωπος / ήταν η λέξη μάμα / μάμα παλμοί μάμα αφή μάμα οσμή μάμα πεινώ μάμα μαζί / μάμα εσύ μάμα εγώ μάμα εμείς / μάμα μαμά»1. Στη συνέχεια, μας βρίσκει η ποίηση στα σχολικά αναγνώσματα, στη δική μου γενιά με το «τσίρι τίρι τσιριτρό» του Ζαχαρία Παπαντωνίου, καθώς και τα λογοτεχνικά μας αναγνώσματα, προσωπικά με τον Λάμπρο του Σολωμού και τον Καβάφη, κυρίως με τον Καβάφη, τον Σεφέρη, τον Ελύτη, και όλες τις άλλες ποιητικές φωνές που με γαλούχησαν και με συντροφεύουν, ακόμα κι αυτές που ηχούν ως άχραντος κόχλος στα βάθη του ψυχισμού μου σάμπως εν αγνοία μου.
***
Ως ψυχοθεραπευτές αποτελούμε κοντέινερ όπου σωρεύεται ο ανθρώπινος πόνος. Παλαιότερα σκεφτόμουν μετά την αφυπηρέτησή μου να καταγράψω κάτι από τις εμπειρίας μου, όμως η θεώρηση του Σίγμουντ Φρόυντ ότι οι λογοτέχνες βρίσκονται πάντα ένα βήμα πιο μπροστά από την επιστήμη, καθώς και η ασύνειδη ανάγκη μου για αυτοανάλυση με ώθησαν στη δημιουργική έκφραση της ποίησης και της συγγραφής. Το μεταφραστικό έργο αρχικά γεννήθηκε ως μια ανάγκη μου να προσφέρω αντίδωρο στη Σουηδική κοινωνία και τον πολιτισμό της, για όλα τα δώρα που μου έχει προσφέρει και, παράλληλα, να ενόσω τη φωνή μου με τις προσπάθειες διαπολιτισμικής επικοινωνίας και σύγκλισης σ’ έναν κόσμο όπου οι αντιπαραθέσεις και οι πόλεμοι φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.
«Ο ποιητής είναι κάτι περισσότερο από πομπός και δέκτης
από τα οποία χαρακτηρίζεται ο ενεργός πολίτης»
Η ποίηση· τί σηματοδοτεί για εσάς, και ποιός κατά την άποψή σας είναι ο ρόλος τού ποιητή σήμερα;
Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας
Πρόσφυγες οι γονείς
μετανάστες εσωτερικοί μετά
άπλωσαν μέσα τους ρίζες κομμένες
Ξεριζωμένα δέντρα δυο φορές κι εμείς
ας ριζώθηκαν στο έρμα μας πατρίδες.
Και τώρα των παιδιών μας η σειρά
ξεριζωμένα δέντρα να πορεύεται
Ξεριζωμένα δέντρα οι τόποι μας.
Στην προσωπική μου αντίληψη η ποίηση σηματοδοτεί τη φωνή τής φωνής και τής ύπαρξής μας ως πρόσωπα και ως ανθρώπινο γένος, τη μελωδία, τον σπαραγμό και το όραμα του εσώτερου πυρήνα μας, ως άτομα και ως συλλογικότητες. Ο δημιουργός τέχνης και τέχνης τού λόγου τρέφεται από την κοινωνική πραγματικότητα γύρω του και την τρέφει. Ο ποιητής, είναι κάτι περισσότερο από πομπός και δέκτης από τα οποία χαρακτηρίζεται ο ενεργός πολίτης. Ο ποιητής, προσπαθεί μέσω τής τέχνης που δημιουργεί να είναι κάτι παραπάνω και πέρα από τον εαυτό του, προσπαθεί να μετατεθεί σε μια πληρότητα της ζωής. Κατά τον Ερνστ Φίσερ μέσω τής τέχνης το ξεχωριστό άτομο συγχωνεύεται με το σύνολο, συμμετέχει στα βιώματα, τις εμπειρίες και τις ιδέες ολόκληρου του ανθρώπινου γένους.
Ο ρόλος τού ποιητή είναι ιδιαίτερα αναγκαίος σήμερα, στην εποχή τής μετα-μετότητας, τής βεβαιότητας των αβεβαιοτήτων, τής κατακερματισμένης ζωής τού ατόμου, τού αλλοτριωμένου Εγώ και τής σύγχυσής του ως προς την αίσθηση ταυτότητας/ταυτοτήτων απ’ τη μια, και τού ναρκισσισμού, τής ατομικότητας και τής ομφαλοσκόπησης απ’ την άλλη, σε μια παγκόσμια συνθήκη όπου το επιστέγασμα της υπέρτατης κυριαρχίας του χρήματος ποδηγετεί και κατασπαράσσει τους πάντες και τα πάντα με αποτέλεσμα την έξαρση της επιθετικότητας, της βίας και των πολεμικών συρράξεων, τον αφανισμό ανθρώπων και τον διαμελισμό χωρών και εθνοτήτων εν μια νυκτί. Φοβάμαι ότι οι σύγχρονοι ποιητές ή αυτοί που οικειοποιούνται τον τίτλο τού ποιητή δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες σε βαθμό που το επιβάλει ο ρόλος τού ποιητή. Μας ταλανίζουν ερωτήματα που αναδύονται σχετικά με την μελλοντική ύπαρξη της ποίησης, την επισκίαση του λόγου από την εικόνα, την παρακμή τής λογοτεχνίας κλπ. Προσωπικά, ταυτίζομαι με τη θεώρηση του Οκτάβιο Πας που υποστηρίζει ότι η ποίηση θα είναι εδώ όσο υπάρχει ο άνθρωπος. Όμως, ο σύγχρονος άνθρωπος υποσκάπτει την ύπαρξή του, καθώς δυσκολεύεται να τιθασεύσει τις έντονες αυτοκαταστροφικές ενορμήσεις από τις οποίες διακατέχεται. Έχω την αίσθηση πως το ζητούμενο σήμερα είναι η ποίηση και η τέχνη τού λόγου γενικά να ξαναπάρουν τον ρόλο τού ιχνηλάτη στη συλλογική μας συνείδηση και στη διαδρομή μας στον χρόνο, ο ποιητής να ξαναγίνει «ποιών», όπως διατείνεται ο Μπόρχες: «ο ποιητής θα γίνει για άλλη μια φορά ποιών»2, το ζητούμενο είναι ο άνθρωπος να γίνει υποκείμενο της ιστορίας του. Θεωρώ ότι ο ρόλος τού δημιουργού-ποιητή είναι πρωτίστως αυτός του ιχνηλάτη.
***
Μιλήστε μας για το βιβλίο σας «Ο τόπος μέσα μας», (εκδόσεις Αρμός, 2020)
Η συλλογή διηγημάτων μου με τίτλο «Ο τόπος μέσα μας» μιλά για το ταξίδι, τη διαδρομή τής ζωής και τής ύπαρξης, για την αναζήτηση του εαυτού και του άλλου, του έρωτα και της αγάπης, μιλά για την ετερότητα και την ταυτότητα σε έναν εχθρικό και χασματικό κόσμο, με τον τόπο και τη γλώσσα να εναλλάσσονται βίαια ή να χάνονται, γεμάτο ανατροπές και ασυνέχειες, τραύματα και απώλειες, ξεριζωμούς, αποκλεισμούς και πολεμικές συρράξεις, όπου οι ήρωες παλεύουν να πιάσουν το νήμα τής κατακερματισμένης πορείας τους και τού αλλοτριωμένου Εγώ τους, προσπαθώντας μέσω τής μνήμης και της αναβίωσης βιωμάτων να ανασυνθέσουν και να κρατήσουν τον μέσα τόπο, την αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητας, και να ορίσουν στο μέτρο τού δυνατού τη μοίρα τους, να συμφιλιωθούν με το πεπρωμένο τους, να ριζώσουν μέσα τους στους τόπους τής βιοτής τους.
Ο βραβευμένος πεζογράφος και δοκιμιογράφος, Παναγιώτης Χατζημωυσιάδης γράφει μεταξύ άλλων: « […] Τα θέματα του διηγήματος κουβαλούν μικρά ή μεγάλα αγκάθια, τσιμπάνε, πονάνε, ενοχλούν, καθένα και μια μικρή πληγή, μια πίκρα που ξεροκαταπίνεται ή ένας λυγμός που μένει βουβός, αλλά η τραχύτητά τους αντισταθμίζεται απ’ τη γλυκύτητα της έκφρασης, απ’ την ελεγχόμενη αφαιρετικότητα, απ’ τον πειθαρχημένο ποιητικό χρωματισμό, έτσι που η οδύνη να διοχετεύεται μέσα απ’ τις λέξεις και να εκτονώνεται μέσα απ’ τις σιωπές και η συναισθηματική θερμοκρασία να βρίσκει βαλβίδα εξαέρωσης δίχως υπερβολές, ρηχούς συναισθηματισμούς και μελοδράματα. Η ανάγνωση περιέχει και την κορύφωση και την ανακούφιση της έντασης, όχι σαν στοιχεία τής πλοκής, όχι σαν τεχνικές τής αφήγησης, αλλά σαν την αρμονική συνεργασία λόγου και περιεχομένου και σαν τη διαρκή παρουσία τής ποίησης στο σώμα τής αφήγησης»3.
Κατά την ομότιμη καθηγήτρια του ΑΠΘ και συγγραφέα Αφροδίτη Σιβετίδου-Παπαϊωάννου: « […] Τόπος, μνήμη, ταυτότητα συντήκονται στο μέσα του τίτλου∙ γραμμένο με κόκκινα γράμματα, υπαινίσσεται τη ζωτική σημασία τού απέραντου αθέατου μέσα, την ενδοσκοπική διεργασία τής τοπογραφίας τής ψυχής για τη δύσκολη και δύσβατη αναζήτηση του εαυτού, τοποθετώντας το θέμα της ταυτότητας –και της ετερότητας– στον πυρήνα της γραφής»4.
Τέλος, το βιβλίο μου «Ο τόπος μέσα μας» εκπηγάζει από προσωπικές εμπειρίες ή προσώπων που με άγγιξαν, καθώς και θεάσεις μου και ερωτήματα σχετικά με το υπαρξιακό και το ανθρώπινο δράμα μας.
***
Μεταφράζετε από τη Σουηδική στην Ελληνική γλώσσα. Πείτε μας ποιές δυσκολίες αντιμετωπίζετε κατά τη διάρκεια μιας μετάφρασης και πόσος χρόνος απαιτείται για την ολοκλήρωσή της;
Η μεταφραστική μου προσπάθεια αρχικά γεννήθηκε ως μια ανάγκη να προσφέρω αντίδωρο στη Σουηδική κοινωνία και τον πολιτισμό της για όλα τα δώρα που μου έχει προσφέρει και, παράλληλα, να ενόσω τη φωνή μου με τις προσπάθειες διαπολιτισμικής επικοινωνίας και σύγκλισης σ’ έναν κόσμο όπου οι αποκλεισμοί, οι αντιπαραθέσεις, και οι πόλεμοι φυτρώνουν σαν τα μανιτάρια.
Οι δυσκολίες αφορούν στη γραφή και στο ύφος τού κάθε ποιητή, την πύκνωση, την υπαινικτικότητα, την αφαιρετικότητα και το άρρητο που διαχέεται στο ποίημα. Γραμματολογικά, όσο αφορά τη σουηδική γλώσσα, οι δυσκολίες αφορούν στη διαφορετική σύνταξη, στο άκλητο των ουσιαστικών και των ρημάτων και στο διαφορετικό μέγεθος των λέξεων, όταν πρόκειται για ομοιοκατάληκτα ποιήματα και χαϊκού πχ, όπου οι συλλαβές είναι συγκεκριμένες. Σε ποιήτριες όπως η Κάριν Μπόγιε οι δυσκολίες αφορούν στις σχετικά παλαιότερες λέξεις που χρησιμοποιεί ορισμένες φορές και την πυκνή, κρυπτική και υπαινικτική γραφή της ή όπως η Έντιθ Σέντεργκραν οι δυσκολίες αφορούν στην προσωπική ιδιόλεκτο που χρησιμοποιεί, καθώς δεν διδάχτηκε ποτέ τη μητρική της γλώσσα σε σχολείο.
Ο χρόνος που απαιτείται είναι σχετικός και εξαρτάται από το κάθε ποίημα, τη γραφή και το ύφος τού κάθε ποιητή. Κάποιες μεταφράσεις βγαίνουν αβίαστα, σχεδόν από μόνες τους, και κάποιες χρειάζονται πολλαπλές επανεγγραφές και επεξεργασίες, ενώ η αναζήτηση της ορθής λέξης μερικές φορές μπορεί να είναι ατελείωτη και σχεδόν αναποτελεσματική, όπως ακριβώς συμβαίνει και όταν γράφουμε δικά μας ποιήματα και δεν μπορούμε να βρούμε την ακριβή λέξη για να εκφράσουμε αυτό που νιώθουμε.
***
Με ποιό κριτήριο επιλέγετε τους ποιητές που μεταφράζετε;
Της συγκίνησης και του ρίγους που με προκαλεί η ανάγνωση της ποίησής τους αγγίζοντας τον νου και την καρδιά μου, ο τρόπος που πέφτει η ματιά τους στα ενδοψυχικά, διαπροσωπικά και ψυχοκοινωνικά πράγματα, καθώς και ο τρόπος που εκφράζεται, δηλαδή η ιδιαίτερη ποιητική τους έκφραση και ο υπαρξιακός και κοινωνικός στοχασμός και οι θεάσεις τους. Χωρίς να το έχω κάνει συνειδητά φαίνεται ότι δίνω προτεραιότητα στις γυναίκες, ίσως γιατί ως γυναίκα με συγκινεί περισσότερο η γυναικεία φωνή και η προβληματική της, ίσως γιατί με απασχολεί το γυναικείο ζήτημα, και γενικά το υπαρξιακό και ανθρώπινο δράμα βεβαίως, γι’ αυτό είναι πολλοί και οι άνδρες ποιητές για τους οποίους θέλω και θα μεταφράσω μελλοντικά, όπως να συνεχίσω με τον σπουδαίο Τούμας Τράνστρέμερ, να μεταφράσω έναν ακόμη μέγα Σουηδό ποιητή, τον Γκούναρ Έκελεφ, αλλά και άλλους.
***
Ποιά είναι τα προσόντα που θα πρέπει να διαθέτει ο μεταφραστής;
Να κατέχει ικανοποιητικά τη γλώσσα τού πρωτότυπου από το οποίο μεταφράζει και να εμπλουτίζει τις γνώσεις του συνεχώς, καθώς είναι αδύνατο να κατέχει κανείς απόλυτα μια γλώσσα. Βεβαίως, δεν αρκεί μόνο αυτό, όταν πρόκειται για ποίημα, το πιο σημαντικό είναι να διαθέτει ο μεταφραστής την ικανότητα ποιητικής έκφρασης στη γραφή του, η οποία δεν εξασφαλίζεται μόνο με τη γνώση τής γλώσσας. Να αφεθεί στο ποιητικό σύμπαν τού ποιητή και τού εκάστοτε ποιήματος, να αφουγκραστεί τις δονήσεις που του προκαλεί και ν’ αναζητήσει τους δικούς του εκφραστικούς κώδικες, που θα τον βοηθήσουν να αποκωδικοποιήσει την αρχική ποιητική φωνή με απόλυτο σεβασμό και ευαισθησία για να αποδώσει και να εντάξει το ποίημα στο νέο πολιτισμικό πλαίσιο με τις δικές του λέξεις, με τη δική του φωνή μεταλαμπαδεύοντας την πρωτότυπη φωνή μέσα από τη δική του, μεταποιώντας και δημιουργώντας το δικό του μετα- ποίημα.
***
Η μεταφραστική πράξη ανήκει στον τομέα τής δημιουργικής τέχνης;
Ναι, είναι μια άλλη γραφή του ποιήματος, μια «δεύτερη γραφή», όπως την αποκάλεσε ο Ελύτης, ένα μετα-ποίημα. Προσωπικά αντιλαμβάνομαι την ποιητική μετάφραση ως μια δημιουργική έκφανση, αφορά δηλαδή σε δημιουργική μετάφραση, γιατί μέσω των διεργασιών της γεννιέται ένα νέο ποίημα. Σε εισήγησή μου στο Σουηδικό Ινστιτούτο στην Αθήνα για τον εορτασμό τής ημέρας των γλωσσών στις 26 Σεπτεμβρίου, το 20195 είχα αναφέρει μεταξύ άλλων τα ακόλουθα: «Παραφράζοντας τη ρήση τού Ρόμπερτ Φρόστ: Ποίηση είναι ό,τι χάνεται στην μετάφραση, θα τολμούσα να πω: «Δημιουργική μετάφραση είναι ό,τι κερδίζεται από την αποκωδικοποίηση και αναδημιουργία αλλόγλωσσης ποίησης». Εννοώ, δηλαδή, ότι μέσα από αυτή την διαδικασία και διεργασία αναδομείται μετα-ποιείται ποιητική ουσία στον αναγνώστη/μεταφραστή/δημιουργό, η οποία στη συνέχεια μεταλαμπαδεύεται σε άτομα που δεν θα είχαν τη δυνατότητα να την προσεγγίσουν λόγω γλωσσικών και πολιτισμικών περιορισμών. Αναφέρομαι, δηλαδή, σε όλη τη διεργασία και διαδικασία από τη στιγμή που διαβάζει ο αναγνώστης-δημιουργός το ποίημα, δονείται από αυτό και θέλοντας να το βιώσει ακόμη βαθύτερα με τις δικές του λέξεις, που εκπηγάζουν από όλο το βιοψυχοκοινωνικό του σύμπαν τις επιλέγει προσεκτικά και δημιουργεί το δικό του μετα-ποίημα».
***
Ο μεταφραστής επιτελεί ένα δύσκολο έργο που τις περισσότερες φορές δεν αναγνωρίζεται. Το αναγνωστικό κοινό κατανοεί τη σημασία μιας καλής μετάφρασης;
Ναι, η μετάφραση αποτελεί ένα δύσκολο εγχείρημα και μια πρόκληση ωστόσο, που αφορά σε ποιητική δημιουργία. Δεν είναι εύκολο για τον αναγνώστη να το συνειδητοποιήσει. Ο αναγνώστης κατανοεί και απολαμβάνει μια καλή μετάφραση, αλλά ενδέχεται να το εκλαμβάνει ως κάτι το αυτονόητο, κάτι απρόσωπο που απλά μεταλαμπαδεύει την ποιητική φωνή, ενδέχεται να μη τον προβληματίζει το σημαντικό διαπολιτισμικό έργο που επιτελεί ο μεταφραστής ή να μη σκεφτεί ότι μέσα στο μετάφρασμα ενυπάρχει και δική του ποιητική ουσία. Ωστόσο, υπάρχουν μεταφραστές που αφήνουν το στίγμα τους, όπως ο σπουδαίος Βασίλης Ρώτας πχ. Γενικά, όμως, ο μεταφραστής αφορά σε «ψιλά γράμματα» ως ένα βαθμό, όπως αναγράφεται και στο εξώφυλλο του κάθε βιβλίου άλλωστε (υπάρχουν παλαιότερες εκδόσεις που δεν αναγραφόταν το όνομα του μεταφραστή) σε σχέση με τον πρώτο δημιουργό. Νομίζω ότι θα πρέπει να έχουν ισάξια αντιμετώπιση, καθώς πρόκειται για ένα νέο δημιούργημα, πολύμορφο και πολυφωνικό, με πολλές διαφορετικές μεταφράσεις του ιδίου ποιητικού έργου, όπως συμβαίνει συχνά σε μεταφράσεις μέγιστων ποιητών. Νομίζω πως κάποτε θα φτάσουμε εκεί.
«…οι καλοί κριτικογράφοι αποτελούν για τον αναγνώστη οδοδείκτες
στην επιλογή και αξιολόγηση των αναγνωσμάτων»
***
Ποιές συνθήκες τής σύγχρονης κοινωνίας επιδρούν στη σχέση λογοτέχνη και κοινού; Γιατί μέσα από τη σχέση αυτή προκύπτει η αναγκαιότητα ύπαρξης του κριτικού;
Σε κάθε κοινωνία οι κοινωνικοοικονομικές και κοινωνικοιστορικές συνθήκες είναι αυτές που επιδρούν στη διαμόρφωση της σχέσης τού λογοτέχνη και τού κοινού, όπως το μορφωτικό επίπεδο, ο τρόπος ζωής, οι διάφορες κρίσεις που προκύπτουν κλπ. Στη σύγχρονη κοινωνία προστίθεται και έχει καταλυτική επίδραση η ραγδαία τεχνολογική ανάπτυξη, με κορυφαία έκφανση την εξάπλωση της χρήσης τού διαδικτύου και την ανάπτυξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης. Οι αρνητικές επιδράσεις είναι πολλές, αλλά υπάρχουν και πολλές θετικές επίσης. Μια θετική επίδραση πχ, παρά την χαοτική πληροφορία και την πνιγηρά προπαγανδιστική διαφήμιση που μας κατακλύζουν, αποτελεί η άμεση προσβασιμότητα σε πηγές γνώσης όπως διάφορες διαδικτυακές βιβλιοθήκες, λεξικά, έγκριτα λογοτεχνικά περιοδικά, ηλεκτρονικά βιβλία, κριτικά διαδικτυακά κείμενα κλπ, τα οποία μπορεί να αξιοποιεί ο καθένας χωρίς να ξοδεύει χρήμα και χωρίς να κατασπαταλά τον πολύτιμο χρόνου του.
Κάθε λογοτέχνημα ανανεώνεται μέσα από την αναγνωστική ματιά τού αναγνώστη, όπως και ο κάθε αναγνώστης αξιολογεί το ανάγνωσμα και ασκεί κριτική προφορικά. Το ίδιο συμβαίνει και με την κριτική ανάγνωση του κριτικού, απλά εδώ η κριτική ασκείται πιο διεξοδικά και εξωτερικεύεται μέσω τού γραπτού λόγου με κάποια στόχευση. Φυσικά, αναφερόμαστε στην ουσιαστική κριτική και όχι στη ρηχή, ιδιοτελή ή προπαγανδιστική παρουσίαση έργων. Το λογοτέχνημα ανανεώνεται και αξιολογείται από την αναγνωστική ματιά τού κριτικού πιο διεισδυτικά, δομημένα, ριζοσπαστικά και ορθολογικά, ενώ δημοσιοποιείται μέσω τού κριτικού κειμένου του, το οποίο κρίνεται κι αυτό βεβαίως από τον αναγνώστη, από τον μελετητή κριτιογραφίας και από τον χρόνο. Ο κριτικός γράφει με σκοπό να συνομιλήσει, να αξιολογήσει και να εντάξει το λογοτεχνικό δημιούργημα στο εκάστοτε κοινωνικό πλαίσιο και στο σύνολο των λογοτεχνικών κειμένων, καταδεικνύοντας τις θεάσεις και τα ερωτήματα που εγείρει σε σχέση με τα παρελθόντα, τα παρόντα και τα επερχόμενα που αφορούν τον αναγνώστη ως άτομο και ως συλλογικότητα.
Βασικά, γράφουμε για να εκφραστούμε και να επικοινωνήσουμε, να μοιραστούμε με τον άλλον τις έγνοιες και τις θεάσεις μας, τις ιδέες και το όραμά μας. Η γραφή, παρ’ ότι προσφέρει παραμυθία, διεργασίες αυτοανάλυσης, κάθαρσης και αισθήματα αυτοπραγμάτωσης, παρότι ανιχνεύει και γεννά ιδέες, μας βοηθά να ζούμε σε αρμονία με τους δαίμονές μας και να εισπράττουμε νόημα, ωστόσο παράλληλα αποτελεί μια βάσανο και μια επώδυνη διεργασία εκούσιας μοναχικότητας και δίψας για απτό άγγιγμα. Ο κριτικός με το κείμενό του απαντά σ’ αυτή την ανάγκη μας για μοίρασμα, γίνεται συνομιλητής μας. Παράλληλα, μας προσφέρει μέσα από το κείμενό του καθρέφτισμα για τα καλά και τα λιγότερα καλά στοιχεία που κομίζουμε με τη γραφή μας, ενώ μεταλαμπαδεύει τις ιδέες μας όταν τον εκφράζουν βεβαίως. Ιδιαίτερα στη σύγχρονη κοινωνία τής χαοτικής πληροφόρησης και τής προπαγανδιστικής διαφήμισης, οι καλοί κριτικογράφοι αποτελούν για τον αναγνώστη οδοδείκτες στην επιλογή και αξιολόγηση των αναγνωσμάτων. Επίσης, αποτελούν συνομιλητές τού αναγνώστη στα αναστοχαστικά ερεθίσματα που δέχεται διαβάζοντας.
Πέρα από την κριτική ανάγνωση που πρεσβεύουν τα κείμενα του κριτικού, αποτελούν και μια άλλη λογοτεχνική έκφανση. Υπάρχουν κριτικογραφίες που χαίρεσαι να τις διαβάζεις για την αρτιότητα του κειμένου, τη γλαφυρότητα και το στοχασμό τους και γενικά τον τρόπο με τον οποίο προάγουν την ανάπτυξη του γραπτού λόγου, όπως τα κριτικά κείμενα της ποιήτριας Ζωής Σαμαρά πχ. Επίσης, οι κριτικογραφίες αποτελούν πολύτιμες πηγές για την ιστορική καταγραφή τής λογοτεχνίας. Την αναγκαιότητα των κριτικών κειμένων επιβεβαιώνουν επίσης οι ανθολογίες κριτικογραφίας, όπως και οι πολλαπλές αναγνώσεις του κοινού.
***
Τί σας ώθησε να επιλέξετε τον τομέα τής ψυχολογίας;
Από παιδί ήμουν ανήσυχη και αρκετά εσωστρεφής, ενώ από το έμπα τής εφηβείας άρχισαν να με ταλανίζουν υπαρξιακές ανησυχίες. Όταν κάναμε το μάθημα της ψυχολογίας στην πέμπτη τάξη τού Γυμνασίου εκείνα τα χρόνια, αποφάσισα ότι ήθελα να σπουδάσω ψυχολογία, κάτι μίλησε μέσα μου και έφυγα για σπουδές στη Σουηδία· βλέπετε, τότε ακόμη, δεν υπήρχαν σχολές ψυχολογίας στην Ελλάδα. Νομίζω ότι με ώθησαν τελείως διαισθητικά δυνάμεις σχετικές με το ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν του Ηράκλειτου, ερωτήματα σχετικά με τον εαυτό αλλά και τον κόσμο.
«Η ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα σήμερα
δεν έχει ακόμη το κύρος και τη θέση που της αξίζει»
***
Ποιά είναι η θέση τής ψυχοθεραπείας στην Ελλάδα σήμερα;
Η ψυχοθεραπεία στην Ελλάδα σήμερα δεν έχει ακόμη το κύρος και τη θέση που της αξίζει. Υπάρχει ακόμη άγνοια και μεγάλη ασάφεια για την ιδιότητα και το επαγγελματικό ρόλο τού ψυχοθεραπευτή, όπως επίσης υπάρχουν πολλά ταμπού και προκαταλήψεις που μπλοκάρουν τη ζήτηση ψυχοθεραπευτικής υποστήριξης του ατόμου. Άλλωστε, ακόμη δεν υπάρχει επίσημα στην τριτοβάθμια εκπαίδευση της χώρας, μόνο μέσα από πανάκριβες ιδιωτικές επιμορφώσεις ή εκπαιδεύσεις μπορεί κανείς να αποκτήσει εξειδίκευση, η οποία ωστόσο δεν αναγνωρίζεται επίσημα από το κράτος, ενώ ακόμη δεν εκδίδεται άδεια άσκησης επαγγέλματος του ψυχοθεραπευτή. Αυτό που ισχύει μέχρι σήμερα είναι, ότι μπορεί κάποιος αυτόβουλα να αυτοχριστεί ψυχοθεραπευτής με μόνο το πτυχίο ψυχολογίας ή ψυχιατρικής ή ακόμη και με κανένα από τα δυο ορισμένες φορές. Ένας πτυχιούχος ψυχίατρος ή ψυχολόγος δεν συνεπάγεται αυτόματα ότι είναι και ψυχοθεραπευτής, αν δεν έχει εξειδίκευση και πρακτική στην ψυχοθεραπεία, αν δεν έχει κάνει κι ο ίδιος ψυχοθεραπεία. Στη Σουηδία πχ για να αποκτήσει κανείς επίσημα τον τίτλο του ψυχοθεραπευτή χρειάζεται πενταετή εκπαίδευση που παρέχεται από πανεπιστημιακές σχολές ψυχολογίας, ενώ, παράλληλα, μπορεί κανείς να εμβαθύνει σε κάποιους θεραπευτικές κατευθύνσεις μέσα από ιδιωτικές εκπαιδεύσεις και επιμορφώσεις. Επίσης, οι ψυχολόγοι στη χώρα μας μετά την τετραετή αποφοίτηση και την απόκτηση πτυχίου σχολής ψυχολογίας αποκτούν αυτόματα άδεια άσκησης επαγγέλματος του ψυχολόγου κι αυτό είναι ανεπαρκές. Για να πάρεις πχ ευρωπαϊκή άδεια άσκησης επαγγέλματος του ψυχολόγου χρειάζεται πενταετή εκπαίδευση και προϋπηρεσία υπό εποπτεία.
***
Πολλοί ειδικοί αναφέρουν πως ο χώρος τής ψυχολογίας έχει γίνει αντικείμενο εκμετάλλευσης από ανθρώπους που δεν έχουν τα απαραίτητα προσόντα. Πείτε μας την άποψή σας;
Θα συμφωνήσω μ’ αυτή την άποψη. Στη χώρα μας δυστυχώς ισχύει ακόμη ως ένα βαθμό η ρήση «είσαι ό,τι δηλώσεις» με αποτέλεσμα να υπάρχουν κάποιοι «επιτήδειοι» που οικειοποιούνται τον ρόλο τού ψυχολόγου ή του ψυχοθεραπευτή, άλλοτε μετά από προσωπική ψυχοθεραπεία ή/και κάποια ιδιωτική επιμόρφωση ή εκπαίδευση χωρίς καν πτυχίο ψυχολόγου, ή χρησιμοποιώντας άλλους τίτλους, όπως σύμβουλοι οικογένειας, σύμβουλοι ψυχικής υγείας κλπ κλπ.
***
Εύθραυστα τα οικονομικά όλων. Πόσο εφικτό είναι να απευθυνθεί κάποιος σε ψυχολόγο;
Υπάρχουν πάμπολλα γραφεία ψυχολόγων/ψυχοθεραπευτών, τόσο στην επαρχεία όσο και στο κέντρο, που παρέχουν υπηρεσίες, όμως η προσφορά είναι μεγαλύτερη από τη ζήτηση, η οποία επηρεάζεται και από τη χαμηλή οικονομική επιφάνεια των πολιτών ιδιαίτερα των νέων τους χαμηλόμισθους και ημιαπασχολούμενους ή ανέργους. Από την άλλη, ακόμη υπάρχουν ταμπού και αναστολές στην αναζήτηση και αξιοποίηση επαγγελματιών ψυχικής υγείας.
***
Υπάρχουν δημόσιες δομές που παρέχουν δωρεάν ή με χαμηλό κόστος ψυχοθεραπεία και πόσο αποτελεσματικές είναι;
Ναι, βεβαίως υπάρχουν, όχι βέβαια όσο θα χρειάζονταν για να καλύψουν τις ανάγκες, αλλά υπάρχουν. Είναι κυρίως οι ανοιχτές μονάδες ψυχικής υγείας κεντρικών και περιφερειακών νοσοκομείων της χώρας που ωστόσο λόγω του φόρτου εργασίας δυσκολεύονται συνήθως να παρέχουν ολοκληρωμένες ψυχοθεραπευτικές παρεμβάσεις.
«…ο κόσμος γύρω μας μπορεί να έρχεται τούμπα ή να χάνεται κι εμείς να στρουθοκαμηλίζουμε»
***
Η ζωή σίγουρα δεν είναι απλή. Ωστόσο, ο πήχης των προσδοκιών από τη ζωή μας είναι τρομερά ψηλά στις μέρες μας. Τί μας κάνει να τρέχουμε ασταμάτητα και γιατί πιστεύετε βάζουμε τόσα εμπόδια οι ίδιοι στον εαυτό μας;
Ζούμε σε δύσκολες εποχές, ωστόσο, κάθε εποχή ενέχει τις δυσκολίες της. Διανύουμε την εποχή τής βεβαιότητας των αβεβαιοτήτων, τού μετά, τής μετά -μετότητας και τού ναρκισσισμού με την έννοια της διαταραχής, ενώ χάνουμε το νόημα, την ουσία τής βίωσης της στιγμής στο «εδώ και τώρα», αυτό οφείλεται σε πολλούς παράγοντες.
Στις αλλαγές γύρω μας που γίνονται με ραγδαία ταχύτητα κι εμείς καλούμαστε να προσαρμοστούμε συνεχώς στα νέα δεδομένα και στα χάσματα και τις ασυνέχειες που ανοίγονται γύρω μας σε όλα τα επίπεδα και πλαίσια. Στις πολλές προκλήσεις προς το άτομο, δίχως τις απαιτούμενες προϋποθέσεις και την απαιτούμενη ετοιμότητα να ανταποκριθεί και να γευτεί αυτές τις προκλήσεις. Έναν βασικό παράγοντα αποτελεί η χαοτική πληροφορία, όπου το άτομο χρειάζεται να είναι σε διαρκή ετοιμότητα να επιλέγει τις ουσιώδεις για την αναζήτηση του βηματισμού του προς την αυτοπραγμάτωση, λέξη η οποία τείνει να βγει από το λεξιλόγιο μας σήμερα δυστυχώς. Ένας άλλος παράγοντας αφορά στο γεγονός ότι έχουν καταλυθεί σχεδόν όλες οι σταθερές τού ατόμου και έχει κατακερματιστεί η συνεχικότητα και η συνέχεια της διαδρομής του, η μειωμένη αίσθηση του εαυτού και της ταυτότητας ή των πολλαπλών ταυτοτήτων και ρόλων στους οποίους καλείται να ανταποκριθεί και οι οποίοι μπορεί να είναι αλληλοσυγκρουόμενοι.
Πολλά στοιχεία τού συνειδητού ή ασύνειδου «Ιδανικού Εγώ» τού ατόμου, που εδράζει στο «Υπερεγώ» του, τα εμφυσούν οι σημαντικοί άλλοι, οι γονείς κυρίως πριν ακόμη γεννηθεί μέσω των προσδοκιών τους και των ασύνειδων φαντασιώσεων αναπλήρωσης πχ. Πολλά μας τα «επιβάλλουν» χάριν της νεοτερικότητας, του μοντερνισμού και κυρίως του οικονομικού κέρδους με τη μαζική προπαγάνδα, που κατευθύνει τα άτομα και τα καθιστά καταναλωτικά αναλώσιμα προϊόντα αντί να είναι συνειδητοί καταναλωτές και πολίτες, δηλαδή να μπορούν να δρουν οι ίδιοι ως υποκείμενα της ιστορίας τους. Η δυσκολία έγκειται επίσης στον φόβο και την αδυναμία μας να κοιτάξουμε τον εαυτό μας κατάματα, καθώς απωθούμε τα δύσκολα στο ασυνείδητο ή τα ωραιοποιούμε πχ. Δηλαδή, ο ψυχισμός μας πολλές φορές αναπτύσσει πολλούς και ισχυρούς ασυνείδητους ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας οι οποίοι μας εμποδίζουν να αναπτύξουμε ενδοψυχικές διεργασίες ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας. Βλέπετε, οι ματαιώσεις, η απώλεια, το πένθος, το τραύμα, ο ψυχικός πόνος και η οδύνη δεν αντέχονται εύκολα αντίθετα απειλούν να διαλύσουν το ψυχισμό του ατόμου.
Άλλους σημαντικούς παράγοντες αποτελούν το ακριβό τίμημα της ελευθερίας και το κόστος τής προσωπικής ευθύνης, ενώ είναι πολύ ευκολότερο να αρκούμαστε στα δευτερογενή κέρδη και στις συμβάσεις. Έτσι πχ ο κόσμος γύρω μας μπορεί να έρχεται τούμπα ή να χάνεται κι εμείς να στρουθοκαμηλίζουμε.
***
Πώς μπορούμε να βρούμε μια πυξίδα για να πλοηγηθούμε στα νέα δεδομένα τού κόσμου μας;
Η πυξίδα είναι ο έσω τόπος μας, όπως επίσης η σχέση μας με τον Άλλον και η εδραίωση υγειών συναισθηματικών δεσμών, καθώς και η ανάπτυξη ετοιμότητας για κοινωνική ευθύνη.
Η διαίσθηση κι ο αφουγκρασμός τής εσωτερικής φωνής μας, εκεί όπου εδράζουν από τη μια το ηθικό έρμα μας και από την άλλη οι επιθυμίες, οι ορμές κι οι πανανθρώπινες ανάγκες μας. Η δύναμη να θέτουμε ερωτήματα και να αναζητούμε απαντήσεις που αφορούν την αλήθεια μας και την αλήθεια τού κόσμου που μας περιβάλει. Οι απαντήσεις υπάρχουν μέσα μας. Στο βαθύτερο του ψυχισμού μας. Η φροντίδα και η καλλιέργεια του μέσα κήπου μας, η διαφύλαξη της μνήμης και οι ρίζες μας πάνω στις οποίες θα στυλώσουμε τις φύτρες μας. «Καλά θα κρύψουμε κειμήλια και φυλαχτά / να προστατέψουμε το γένος / από μωρίας βλέμματα / Τις φύτρες θα στυλώσουμε πάνω στις ρίζες μας / τα βλασταράκια, τα κλωνιά τα τρυφερά», γράφω σ’ ένα ποίημα μου (Διαδρομές, 2015)6.
Το ζητούμενο είναι να μη χάσουμε τον εαυτό, όπως και να μη χάσουμε τον Άλλον, γιατί ο Άλλος είμαστε Εμείς και γιατί μέσα από το «Εσύ» γεννιέται, δομείται και μπορεί να υπάρχει το «Εγώ». Επίσης, ως κοινωνικά άτομα το ζητούμενο είναι να είμαστε ενεργοί πολίτες, να αναπτύσσουμε την ετοιμότητά μας για κοινωνική έγνοια, κοινωνική ευθύνη και προσφορά στο μέτρο των δυνατοτήτων μας. Το κάθε άτομο χρειάζεται ψυχική γαλήνη κι αυτό αφορά στην ισορροπία μεταξύ τού εσωτερικού και τού εξωτερικού κόσμου του. Υπάρχουν τρεις λέξεις κλειδιά για την εύρεση του βηματισμού τού καθενός και την επίτευξη αυτής της ισορροπίας και της εσωτερικής γαλήνης, από τη μια η αναζήτηση αυτογνωσίας κι αυτοπραγμάτωσης, και από την άλλη ενσυναίσθηση και αυτοέλεγχος. Δηλαδή, το ζητούμενο είναι να εστιάσουμε στον ψυχοσυναισθηματικό κόσμο μας που συνήθως τον παραμελούμε τρέχοντας για τις ανάγκες επιβίωσης ή της κοινωνικής ανέλιξης και καταξίωσης, και να αφοσιωθούμε στο δύσκολο παιχνίδι τής αγάπης μεταξύ φύλων και φίλων, λαών και εθνών, καθώς και μεταξύ ειδών και υπάρξεων στο οικοσυστήματα του πλανήτη μας. Η παιδεία, η μόρφωση, η αυτομόφωση, οι διεργασίες αυτογνωσίας, αίσθησης του εαυτού, αυτοεκτίμησης και ενδοσκόπησης, ο διεργασίες εξατομίκευσης και ωριμότητας για προσφορά προς τον εαυτό και τον Άλλον, η εργασία, η αυτονόμηση και η οικονομική χειραφέτηση, η τέχνη και η δημιουργική έκφραση, ο αμοιβαίος αφουγκρασμός, η αμοιβαία προσαρμογή, η σύγκλιση, η συμπόνια και η αλληλεγγύη, η διεκδίκηση και η ενεργή πολιτιστική και κοινωνικοπολιτική δράση αποτελούν σημαντικά χαρακτηριστικά της πυξίδας πλοήγησης στα νέα δεδομένα, αποτελούν παράγοντες που μπορούν να αναχαιτίσουν τον ατομικισμό, τις ναρκισσιστικές εκφάνσεις κενού και έλλειψης νοήματος, τα αδιέξοδα, την επιθετικότητα και τη βία.
***
Κατά την άποψή σας, πόσο εύκολο είναι να γνωρίζει κάποιος τις πραγματικές του ανάγκες και τί πραγματικά χρειάζεται;
Βασικά, όλοι έχουμε τις ίδιες πανανθρώπινες ανάγκες. Ωστόσο, απογοητεύσεις και ματαιώσεις, τραύματα και απώλειες δυσχεραίνουν τις διεργασίες αυτογνωσίας και αυτοσυνειδησίας του ατόμου, γιατί κινητοποιούν ασύνειδους ψυχικούς μηχανισμούς άμυνας που καθηλώνουν ή παραλύουν ή απωθούν υγιές υλικό του ψυχισμού του. Όταν, όμως, το άτομο υποστηρίζεται από τα γεννοφάσκια του να αναπτύξει ένα ισχυρό Εγώ (με την ψυχαναλυτική έννοια του όρου τής συναισθηματικής ωριμότητας κι όχι με την έννοια του εγωτισμού) το οποίο θα μπορεί να τιθασεύει τα πρέπει του από τη μια, δηλαδή το «Υπερεγώ» και τα θέλω του από την άλλη, δηλαδή το «Αυτό», τότε μπορεί να κρατά τις ισορροπίες μεταξύ τους και να αφουγκράζεται καλύτερα τις ουσιαστικές του ανάγκες. Αυτό προϋποθέτει την εδραίωση υγιών συναισθηματικών δεσμών με τους σημαντικούς άλλους, βεβαίως. Επίσης, όσο προσπαθεί κανείς να είναι ειλικρινής με τον εαυτό του και αφουγκράζεται τη διαίσθηση και το ηθικό έρμα του, σκαλίζει μέσα του, προσπαθεί να αντιμετωπίσει απωθημένα τραύμα και πληγές, ζητά υποστήριξη και βρίσκει τρόπο εξωτερίκευσης και έκφρασης, όσο παρατηρεί τον περιβάλλοντα κοινωνικό και φυσικό χώρο, αλληλεπιδρά και εδραιώνει υγιείς σχέσεις με πρόσωπα και ομάδες αναφοράς, βιώνει συγκινήσεις, εμπειρίες, θεάται, πειραματίζεται, ταυτίζεται ή αποστασιοποιείται, αντιστέκεται, και αναζητά, μπορεί να πετύχει σημαντικές διεργασίες αυτογνωσίας, τιθασεύοντας τις βλαπτικές ενορμήσεις ή ενοχές και ιδεοληψίες πχ, ή ανούσιες και βλαπτικές εξωτερικές επιδράσεις από τον περιβάλλοντα κοινωνικό χώρο. Σημαντικές πηγές αυτογνωσίας αποτελούν η βιωματική εμπειρία μέσα από μοίρασμα και συλλογικές δράσεις, η βιωματική μάθηση, η αυτομόρφωση, η παρηγορία και η αυτοανάλυση μέσω τής λογοτεχνίας και τής ποίησης, ενώ οι ψυχοδυναμικές και ψυχαναλυτικές μορφές ψυχοθεραπείας αποτελούν κυρίαρχες μορφές αναζήτησης της αλήθειας και της ουσίας του, καθώς αφορούν σε διεργασίες όπου μέσω τής κάθαρσης και τής ενόρασης επέρχεται επίλυση των ασύνειδων εσωτερικών συγκρούσεων και μετατίθεται ασυνείδητο ψυχικό υλικό στο συνειδητό του ατόμου, διαπλατύνοντας τα επίπεδα αυτογνωσίας του, και ωθώντας το άτομο προς την ψυχική ισορροπία και γαλήνη, τη βίωση της χαράς στα μικρά μεγάλα πράγματα.
«…ανάληψη κοινωνικής ευθύνης και ευθύνης
για τον περιβάλλοντα χώρο τού πλανήτη
που μας φιλοξενεί και που βάλλεται οικτρά»
***
Ο τρόπος ζωής συμβάλει στην απαξίωση της ίδιας της ζωής; Πώς η λογοτεχνία μπορεί να προκαλέσει την ανατροπή;
Δυστυχώς, οι εκφάνσεις καταστροφικότητας και αυτοκαταστροφικότητας του ανθρώπου και η ανησυχητικά αυξητική τάση τους απειλούν την επιβίωσή του και πληγώνουν ανεπανόρθωτα τον πλανήτη που μας φιλοξενεί επιβεβαιώνοντας περίτρανα την απαξίωση της ζωής. Παράλληλα, υπάρχουν και οι αντίρροπες δυνάμεις που αντιμάχονται αυτή την απαξίωση. Η είσπραξη νοήματος και αυτοπραγμάτωσης του ατόμου, η κοινωνική δικαιοσύνη και η αγαστή συνύπαρξη κοινωνικών συλλογικοτήτων και λαών, όπως και η επιβίωση του ανθρώπινου είδους, των έμβιων όντων και του πλανήτη αποτελούν βασικά θέματα και ερευνητικά πεδία, έγνοιες και αγωνίες τόσο στην επιστημονική κοινότητα, ιδιαίτερα αυτή των ανθρωπιστικών επιστημών, όσο και στις φιλοσοφικές θεωρήσεις, αλλά και στους ποιητές και τους λογοτέχνες. Η ποίηση και η λογοτεχνία, όπως και η τέχνη γενικότερα, αποτελούν για τον άνθρωπο ως δημιουργό – πομπό – συνομιλητή, αλλά και ως αναγνώστη – δέκτη – συνομιλητή το δέντρο στις ρίζες τού οποίου θα πιαστούμε και το κλαδί του, όπου θα πατήσουμε για να κελαηδήσουμε τις χαρές και τις λύπες μας και ν’ ανοίξουμε τα φτερά μας. Η λογοτεχνία και η ποίηση αφορούν στην έκφραση και την αφήγηση που διασώζει τη μνήμη και την ιστορία τού ατόμου και τού ανθρώπινου γένους. Αφορούν, επίσης, στην έκφραση των θεάσεων, του ονείρου, της φαντασίας, των φαντασιώσεων και των ιδεών, μέσα από τις οποίες επινοεί και γεννά νέους κόσμους, νέα φτερουγίσματα και παράγει νέα εμπειρία και γνώση. Η επιστήμη, με την έρευνα της εμπειρίας, παράγει θεωρητική και τεχνολογική γνώση, ενώ η τέχνη παράγει βαθύτερη, πιο ολοκληρωμένη, βαθιά και ουσιαστική γνώση και επίγνωση, καθώς η ίδια της αποτελεί βίωση και εμπειρία, η οποία αγγίζει και τον συγκινησιακό νου και τον νοητικό, και το εξωλογικό, και το φαντασιακό, και το ιαματικό, και το μελλούμενο.
Ένα λογοτέχνημα ποιητικής γραφής ή πρόζας, είτε όταν το γράφουμε είτε όταν το διαβάζουμε, μπορεί να μας δώσει τέτοια ερεθίσματα που μπορούν να κινητοποιήσουν διεργασίες αυτοανάλυσης, κάθαρσης, αυτογνωσίας. Επίσης, μέσω τής φαντασίας και τής ομορφιάς όσο αφορά την αισθητική της γραφής, αλλά και των σημαινομένων της, των θεάσεων και των ιδεών τού δημιουργού, τής συν-κίνησης – συγκίνησης, τής ενδοβολής, και τής ταύτισής μας ως αναγνώστες, μπορεί να μας εμφυσήσει, ελπίδα και πίστη στο όνειρο, οράματα και ιδέες, δύναμη να αντισταθούμε στο σκοτεινό που μας κατοικεί και μας περιβάλει απειλητικά, να εγείρουν ψυχικές δυναμικές που μπορούν να μας ωθήσουν προς ανώτερα πεδία ωριμότητας και ανάληψης προσωπικής ευθύνης απέναντι στον εαυτό και στον άλλον, ανάληψη κοινωνικής ευθύνης και ευθύνης για τον περιβάλλοντα χώρο τού πλανήτη που μας φιλοξενεί και που βάλλεται οικτρά.
***
Η αναταραχή και η παραφροσύνη δείχνουν να κυριαρχούν. Είναι η βία η μεταδοτική ασθένεια της εποχής μας;
Μεταδοτική ως μεταφορά βεβαίως. Μπορεί να μην είναι μεταδοτική με την έννοια της μετάδοσης ιών, ωστόσο, γνωρίζουμε πως όλοι μας φέρουμε το ένστικτο της επιθετικότητας, ότι η βία φέρνει βία, ότι τα βίαια και επιθετικά πρότυπα καλλιεργούν επιθετικά αντίγραφα, ότι τα θύματα βίας, παιδιά, γυναίκες και γενικά αδύναμοι πληθαίνουν καθημερινά, ότι η εμπορευματοποίηση της βίας είναι οικονομικά πολύ προσοδοφόρα, ότι η υπόθαλψη εμπόλεμων συρράξεων και η παραγωγή και πώληση οπλικών εξοπλισμών είναι από τα πλέον κερδοφόρα εγχειρήματα. Όλα αυτά δείχνουν, δυστυχώς, ότι η βία αποτελεί παγκοσμίως μια σύγχρονη μάστιγα με μια αυξητική τάση που τρομάζει.
Στον σύγχρονο κόσμο μας σήμερα παρατηρούμε καθηλωμένοι σχεδόν τις έντονες εκδηλώσεις επιθετικότητας και αυτοεπιθετικότητας του ανθρώπου, που αφορούν από τη μια σε ενδοψυχικά, διαπροσωπικά και ψυχοκοινωνικά αίτια και από την άλλη σε κοινωνικοοικονομικά και κοινωνικοπολιτικά.
Σε ατομικό επίπεδο, ο άνθρωπος εκδηλώνει επιθετική συμπεριφορά απέναντι στον εαυτό, στον άλλον, στη φύση και στα έμβια όντα της, ορμώμενος από το ένστικτο επιθετικότητας και τις ακραίες εκφάνσεις τού ένστικτου επιβίωσης, που εκδηλώνονται λόγω αισθημάτων απειλής, ανασφάλειας, φόβου, από την ανάγκη ελέγχου και κυριαρχίας, από άγνοια, από έλλειψη παιδείας και ευαισθησίας, από άκρατη βουλιμία και ολέθριο κυνήγι πλουτισμού και ικανοποίησης ίδιων αναγκών και συμφερόντων. Σε κοινωνικοπολιτικό επίπεδο, κοινωνικών αξιών και πολιτικοοικονομικών στοχεύσουν και δράσεων, το κεφάλαιο, αυτή η μονοκρατορία του χρήματος και του οικονομικού κέρδους ως απόλυτη και κυρίαρχη αξία, με αρωγούς τον φονταμενταλισμό και τον εθνικισμό, επισκιάζει τα ανθρωπιστικά ιδεώδη, αναπαράγει ανασφαλείς, χειραγωγημένες και οικονομικοπολιτικά εξαρτημένες κυβερνητικές δομές, εκκολάπτει, γεννά, πουλά και σκορπά βία, πολέμους και ολοκαυτώματα, τρομοκρατικές ενέργειες και αυτοπυρπολήσεις, φανατικούς, τζιχατζιστές, μισθοφόρους εμπόλεμων συρράξεων, μαστροπούς, βιαστές και θύματά τους, πείνα, ξεριζωμένους και θαλασσοπνιγμένους πρόσφυγες ή στην καλύτερη περίπτωση πειθήνιους καταναλωτές μιας επίπλαστης ευμάρειας.
***
Γιατί πιστεύετε επιτίθεται ο άνθρωπος στη φύση και στα πλάσματά της;
Για τους ίδιους λόγους που εκφράζει οποιαδήποτε μορφή επιθετικότητας, αυτούς που προανέφερα σε προηγούμενο ερώτημα, δηλαδή το ένστικτο επιθετικότητας και το ένστικτο επιβίωσης, όπως και η ανάγκη ελέγχου και κυριαρχίας που εκπηγάζουν από αισθήματα ανασφάλειας, φόβου, από άγνοια, από έλλειψη ευαισθητοποίησης και παιδείας, από έλλειψη οικολογικής συνείδησης και έγνοιας για όλα τα έμβια όντα και το δικαίωμά τους στη ζωή όπως και ο ίδιος, από άκρατη βουλιμία και απάνθρωπο κυνήγι πλουτισμού και ικανοποίησης ίδιων αναγκών και συμφερόντων, καθώς και η άγνοια ή απώθηση της αυτοκαταστροφικότητάς τους. Δεν έχει συνείδηση ή αδυνατεί να δει ότι κόβει το κλαδί πάνω στο οποίο πατάει με αποτέλεσμα κάποια στιγμή να κατακρημνιστεί μαζί του στο χάος.
***
Κυρία Καϊτατζή-Χουλιούμη, πώς μετριέται η αξία τού ανθρώπου;
«Πώς μετριέται η αξία τού ανθρώπου;»· καίριο ερώτημα. Οι απαντήσεις μπορεί να είναι πολλές και το ερώτημα να μένει ως ένα βαθμό αναπάντητο. Βλέπετε, το ανθρώπινο είδος ακόμη δεν βρήκε την ανθρωπινότητά του για να μπορεί να μετρηθεί και η αξία του. Μια απλή απάντηση θα μπορούσε να ήταν, όταν είναι άξιος να φέρει το όνομα «άνθρωπος», δηλαδή να είναι Άνθρωπος και όχι υπάνθρωπος. Θεωρούμε άξιο έναν άνθρωπο, όταν τον χαρακτηρίζουν η εντιμότητα και η αξιοπρέπεια, η προάσπιση της ελευθερίας, της δικαιοσύνης και της ισοτιμίας, ο αυτοέλεγχος και η συμπόνια, η δοτικότητα και η ικανότητα προσφοράς, (εργασιακής, εθελοντικής, κοινωνικής, οικολογικής, κλπ), η γενναιότητα και ο αλτρουισμός. Ωστόσο, είναι σημαντικό επίσης να μπορεί και το ίδιο το άτομο να αυτοαξιολογεί τον εαυτό του ως άξιο κοιτάζοντας στο βάθος του, μέσα καθρέφτη του, δηλαδή να έχει εσωτερικεύσει μια θετική αυτοεικόνα και αυτοεκτίμηση, να νιώθει ότι πέτυχε στη ζωή του αυτοπραγμάτωση και είσπραξη νοήματος. Αυτά προϋποθέτουν εξατομίκευση και συναισθηματική αυτονόμηση του ατόμου, δηλαδή αυξημένα επίπεδα συναισθηματικής ωριμότητας και ικανότητας ν’ αγαπά και ν’ αγαπιέται, να μπορεί να βιώνει εγγύτητα εν αυτονομία κι ελευθερία.
Η αξία ενός ανθρώπου αποτιμάται από το ίχνος που αφήνει πίσω του και από την υστεροφημία του.
***
Πώς η λογοτεχνία μπορεί να συμβάλει στον επαναπροσδιορισμό τού ρόλου τού ανθρώπου;
Δεν συμμερίζομαι αυτούς που υποστηρίζουν ότι η λογοτεχνία δεν μπορεί να αλλάξει τίποτε. Πότε-πότε αναρωτιέμαι τί θα ήμασταν δίχως τη λογοτεχνία ως άτομα και ως κοινωνικές συλλογικότητες. Προσωπικά αισθάνομαι βαθιά ευγνωμοσύνη για τα πολύτιμα δώρα που μου έχει προσφέρει στην αναζήτηση και δόμηση της αίσθησης του εαυτού και του συστήματος αξιών μου, στην εδραίωση της θεώρησης και στάσης ζωής μου. Έχω την αίσθηση ότι λίγο πολύ κάπως έτσι νιώθουν οι περισσότεροι σε σχέση με την τέχνη τού λόγου ως βιωμένη εμπειρία γραφής και ανάγνωσης. Το διατύπωσε πολύ ωραία ο Οδυσσέας Ελύτης: «Ἡ ποίηση δέν μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τόν κόσμο. Αὐτός ἀλλάζει μέ τίς πράξεις. Ἀλλά ἡ ποίηση μπορεῖ ν’ ἀλλάξει τίς συνειδήσεις, κι αὐτές κατευθύνουν τίς πράξεις. Ἔτσι, ὁ ἐπηρεασμός γίνεται ἔμμεσα»7.
Υπό αυτή την έννοια η λογοτεχνία και ο ιχνηλάτης ποιητής μετασχηματίζοντας και απαλύνοντας τον ανθρώπινο πόνο, αρθρώνοντας ιδέες και θεάσεις, αγγίζοντας το συνειδητό και το ασυνείδητο του δημιουργού και του αναγνώστη, τον συγκινησιακό και νοητικό νου τους, μπορούν να επαναπροσδιορίσουν τον ρόλο τού ανθρώπου, προς την ανθρωπινότητα και την αναζήτηση της ομορφιάς και του καλού τιθασεύοντας το κτήνος μέσα του. Ο άνθρωπος, έχει ανάγκη να αναπτύξει την ικανότητά του για υγιή αγάπη προς τον άλλον, προς τον εαυτό και τον κόσμο που τον περιβάλει. Στο βάθος, όλοι μας επιζητούμε την πραγμάτωση της πανανθρώπινης ανάγκης μας να αγαπάμε και ν’ αγαπιόμαστε, δηλαδή τη βίωση της υγιούς αγάπης ως δώρο και αντίδωρο. Δυστυχώς, όμως, ακόμη δεν μάθαμε ν’ αγαπάμε και ν’ αγαπιόμαστε κι ο χρόνος επείγει. Η λογοτεχνία, και ο ιχνηλάτης ποιητής καλούνται να μερώνουν τους δαίμονες μέσα μας και ν’ ανοίγουν δρόμους.
Στο ανέκδοτο ποίημα «ο Λυκάνθρωπος ήμουν εγώ» γράφω:
«δύτης στα άδυτα ανιχνεύω την απύθμενη θάλασσα
γεωμέτρης του σύμπαντος αγγίζω το ασήμι της σελήνης
μα στην αγάπη αγεωμέτρητος»
Θέλω να κλείσω με ένα ποίημά μου για τη βαθύτερη πατρίδα μας την αγάπη8:
Πατρίδα μου η αγάπη
το χώμα των δακρύων μας
αρχαίες λέξεις οι λέξεις μου
λέξεις που μου φανέρωσαν τον κόσμο
ψίθυροι ακατάληπτοι στο μοιρολόι μάνας
τόποι που μ’ έδεσαν στις κόγχες τους
εδραιωμένοι μέσα μου μ’ ορίζουν
πατρίδα μου ο ήλιος
η βροχή τα δέντρα τα βουνά
ρίζες βαθιές αρχέγονες
το χώμα που πατάω στέρεα
το χώμα που θα με χωνέψει
πατρίδα μου ο κόσμος
πατρίδα μου η αγάπη
***
Τί γράφετε τώρα;
Μεταφράζω μια επιλογή ποιημάτων τής Κάριν Μπόγιε, μιας σπουδαίας νεοτερικής Σουηδής ποιήτριας, που η κυκλοφορία τού βιβλίου προβλέπεται για την Άνοιξη του 2023, ετοιμάζω για έκδοση τη συλλογή χαϊκού «Ανθολόγιον ερωτικόν», που την είχα έτοιμη εδώ και αρκετό καιρό, αλλά για κάποιο λόγο είχε κολλήσει, και, παράλληλα, προσπαθώ να ολοκληρώσω μια συλλογή διηγημάτων.
Σας ευχαριστώ.
***
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα εν ηδονή ζωή.
Οκτάνα θα πη δικαιοσύνη.
Οκτάνα θα πη αγάπη.
Οκτάνα θα πη παντού και πάντα καλωσύνη.
Ανδρέας Εμπειρίκος -ΟΚΤΑΝΑ
***
Σημειώσεις:
1 Απόσπασμα από την ανέκδοτη σύνθεση μου με λένε Εύα.
2 Χόρχε Λουίς Μπόρχες, Η τέχνη του στίχου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2006, σ. 74.
3 Χατζημωυσιάδης Παναγιώτης, Περιοδικό Καριοθραύστις, τεύχος 12-13, σσ. 308-309.
4 Αφροδίτη Σιβετίδου-Παπαϊωάννου, Περιοδικό Θευθ, τεύχος 12, 2020.
5 https://www.sia.gr/imgPDF/events/Hud_av_fjarilar.pdf
6 ΔΚΧ, Διαδρομές, Εκδόσεις Γαβριηλίδη, 2015, σ. 19.
7 Συν τοις άλλοις, 37 Συνεντεύξεις (+CD) Ελύτης Οδυσσέας, Επιμέλεια Ηλιοπούλου Ιουλίτα, εκδόσεις Ύψιλον/βιβλία, 2011.
8 ΔΚΧ, Λιγοστεύουν οι λέξεις, Εκδόσεις Μελάνι, 2017, σ. 74.
***
Βιογραφικό σημείωμα
Η Δέσποινα Καϊτατζή Χουλιούμη, γεννημένη στο Λιβαδοχώρι Σερρών, κάτοικος Σερρών, είναι ψυχολόγος-ψυχοθεραπεύτρια, πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια Ενηλίκων και Εκπαιδεύτρια Εκπαίδευσης των Εκπαιδευτών Ενηλίκων καθώς και εγκεκριμένη μεταφράστρια ενταγμένη στο μητρώο του Εθνικού Συμβουλίου Πολιτισμού της Σουηδίας (Kulturrådet). Σπούδασε και απέκτησε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών (MSc) από τη Σχολή Εφαρμοσμένης Ψυχολογίας του Πανεπιστημίου Ουψάλας Σουηδίας με θέμα μεταπτυχιακής διατριβής «Μετανάστευση και ψυχική διαταραχή», και εισήγαγε ένα καινοτόμο ψυχοθεραπευτικό πρόγραμμα που εφάρμοσε σε Έλληνες μετανάστες και πολιτικούς πρόσφυγες επισκέπτες της Ανοιχτής Μονάδας της Ψυχιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Ουψάλας, όπου εργάστηκε από το 1983 έως 1987. Στην Ελλάδα διετέλεσε ψυχολόγος και Δ/ντρια του ΚΑΑΜΕΑ Σερρών μονάδα αποκατάστασης του Υπουργείου Υγείας και στη συνέχεια ψυχολόγος Ειδικών Σχολείων και του Κέντρου Διαφοροδιάγνωσης, Διάγνωσης και Υποστήριξης (ΚΕΔΔΥ) Σερρών του Υπουργείου Παιδείας, όπου και διετέλεσε Διοικητικός Προϊστάμενος από τη σύστασή του έως τη συνταξιοδότησή της (2003-2014). Δίδαξε ως λέκτορας επί συμβάσει στο ΤΕΦΑΑ Σερρών Αναπτυξιακή ψυχολογία και Ειδική αγωγή, ενώ ως πιστοποιημένη Εκπαιδεύτρια των Εκπαιδευτών Ενηλίκων, υλοποίησε πληθώρα Επιμορφωτικών Προγραμμάτων Εκπαίδευσης των Εκπαιδευτών Ενηλίκων, Εκπαιδευτικών και Συμβουλευτικής Γονέων με διάφορους φορείς διοργάνωσης όπως το ΙΔΕΚΕ, το Παιδαγωγικό Ινστιτούτο και το Ανοιχτό Πανεπιστήμιο. Εκτός από τα επιστημονικά της συγγράμματα, η Δέσποινα Καϊτατζή Χουλιούμη έχει δημοσιεύσει τις ποιητικές συλλογές, «Όλα σιγούν εκκωφαντικά ηχούν ακατάληπτα» (Ρώμη, 2020), «Λιγοστεύουν οι λέξεις» (Μελάνι, 2017), «Διαδρομές» (Γαβριηλίδης, 2015), «Συναισθηματικό αλφαβητάρι» (University Studio Press, 2009), «Ο Δρόμος» (Δήμος Σερρών, 2006) και τη συλλογή διηγημάτων «Ο τόπος μέσα μας» (Αρμός, 2020). Στις μεταφραστικές της εργασίες από τα σουηδικά ανήκουν οι τόμοι: «Μου δίνεις την ελευθερία να μην ανήκω», Γιλά Μοσάεντ, επιλογή ποιημάτων, (Βακχικόν, 2021) και «Δέρμα από Πεταλούδες-Επιλογές Σουηδικής Ποίησης», δίγλωσσο βιβλίο σουηδικής ποίησης (Ιntellectum, 2018), ενώ έργα της έχουν ανθολογηθεί και μεταφραστεί στα αγγλικά, ιταλικά, γερμανικά, σουηδικά, βουλγαρικά. Συμμετείχε στη συγγραφή Πανεπιστημιακών Σημειώσεων με τίτλο «Αξιολόγηση στην Προσαρμοσμένη Φυσική Αγωγή», Ελληνούδης, Θ., Ευαγγελινού, Χ. Καίτατζή-Χουλιούμη Δ. (2009), Τμήμα Εκδόσεων του Α.Π.Θ. Άρθρα, μελέτες και ποιήματά της δημοσιεύτηκαν σε εφημερίδες και λογοτεχνικά περιοδικά. Ποιήματα, μεταφράσματα και κριτικές αναγνώσεις της δημοσιεύονται σε σημαντικά έντυπα και λογοτεχνικά περιοδικά, ενώ έχουν δημοσιευτεί σημαντικές κριτικές αναγνώσεις τόσο για τα βιβλία της, όσο και για τα βιβλία που έχει μεταφράσει.