Η απoκαθήλωση ενός δόγματος
Μία αιρετική άποψη για τον Ντίνο Χριστιανόπουλο
της Ελισάβετ Μεγαπάνου – Πρίφτη[1]
Ντίνος Χριστιανόπουλος:[2] Οι μετά θάνατον κρίσεις: Το πρόσωπα, τα έργα, οι μέρες και οι νύχτες. Ακόμα και στην πιο βαθιά νύχτα τα πάντα αποκαλύπτονται, έστω και με καθυστέρηση, στο φως. [3]
Οι πιο ανυπόφοροι άνθρωποι είναι οι διασημότητες της επαρχίας
Άντον Τσέχωφ
Δημοσιογράφος: – Κλαίτε ποτέ;
Ντίνος Χριστιανόπουλος:[4] – Παραδόξως όχι.
Από μικρός δεν έκλαιγα καθόλου.
Δημοσιογράφος: – Δεν έχετε κλάψει ποτέ στη ζωή σας;
Ντίνος Χριστιανόπουλος: – Νομίζω ποτέ.
(Από συνέντευξη 2006)
Αυτό που έγινε κατανοητό δεν υπάρχει πια
Πωλ Ελυάρ
Τα παλαιά ως νέα, γνωστά κι άγνωστα
Τα παλιά και τα σακάτικα, όλο θα ξαναγυρίζουν πιο σακατεμένα
Μάρτιος 1972: Δυο φίλοι Αθηναίοι, σπουδαστές τής Φιλοσοφικής Σχολής τού Αριστοτελείου Πανεπιστήμιου Θεσσαλονίκης, κι ένας Πατρινός, ο Λεωνίδας Κ.,[5] που ακολούθησε την ίδια χρονιά αναγκαστικά στη συμπρωτεύουσα τον πατέρα του (μετατιθέμενο δικαστικό από την πόλη των Τρικάλων), αποφάσισαν να γνωρίσουν τον Ντίνο Χριστιανόπουλο (προκλητικό ψευδώνυμο του κατά κόσμον Κωνσταντίνου Δημητριάδη, δανεισμένο από το γνωστό τραγούδι των κατηχητικών), αρχικά εκδότη, ποιητή, ιδρυτή και διευθυντή τού περιοδικού Διαγώνιος (1958-1983),[6] αλλά αργότερα και γκαλερίστα, επειδή τους άρεσε το περιοδικό και η ποίησή του Ν. Χ.. Αξίζει να σημειωθεί εδώ, πως στη Θεσσαλονίκη, ήδη από το 1955, κυκλοφορούσε επίσης ένα σημαντικό περιοδικό, η Νέα Πορεία, του πεζογράφου Τηλέμαχου Αλαβέρα. (Ο Λεωνίδας, όμως, από τις πρώτες κιόλας επισκέψεις, διαπίστωσε πως ο Ν. Χ., ως φιγούρα, σκέψη και νοοτροπία, ανήκε αποκλειστικά στη δεκαετία τού ’50, από την οποία ουδέποτε κατάφερε ν’ απαλλαγεί). Η γνωριμία αυτή του Ν. Χ. με τους τρεις νεαρούς ποτέ δεν έμελλε να γίνει ιδιαίτερα στενή, αλλά συνεχίστηκε, αραιά και πού, με τους δύο Αθηναίους μετά το κλείσιμο του περιοδικού Διαγώνιος, το 1983.[7] Μια απλή, όμως, αναδρομή σ’ εκείνα τα χρόνια της δεκαετίας του ’70, αλλά και στη μετέπειτα εικοσαετία, σε ό,τι αφορά την προσφορά του Ν. Χ. στη λογοτεχνία και την επίδρασή του στους επιγόνους του, το έργο του, στο σύνολό του, έχει κριθεί από μελετητές και θιασώτες αυτής της ποίησης ευμενώς σε όλες τις φάσεις τής δημιουργίας της. Ο Λεωνίδας, μεγαλύτερος σε ηλικία από τους δυο φίλους, κι επαρκέστατος, παρ’ όλο το νεαρό τής ηλικίας, κάτοχος της ντόπιας και ξένης παιδείας (αν και η τύχη τον δοκίμαζε τότε με τον διαβήτη τύπου Ι, δεν εκμεταλλεύτηκε την ασθένειά του, για να εισέλθει χωρίς εξετάσεις στο πανεπιστήμιο, μήτε για απόκτηση εργασίας στο δημόσιο, αλλά, δίνοντας κατατακτήριες, πέτυχε από τους πρώτους στην Κτηνιατρική Σχολή τής Θεσσαλονίκης και, μετά το πέρας των σπουδών του και τη δίχρονη παραμονή του στις ΗΠΑ, πριν μεταναστεύσει τελικά στο Κέιπ Τάουν της Ν. Αφρικής, φοίτησε για δύο χρόνια στη Σχολή Δοξιάδη τής Αθήνας, προκειμένου να διδαχθεί ελεύθερο σχέδιο, χρήσιμο για τη ζωγραφική των αγρίων ζώων, που είχε υπό την επίβλεψή του στο εθνικό πάρκο Κρούγκερ, μαζί με άλλους συναδέλφους του), σεβόταν πολύ και μελετούσε το λογοτεχνικό κατεστημένο τής συμπρωτεύουσας, ειδικά τους Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη[8] (πρωτοποριακός πεζογράφος με ορθόδοξο χριστιανικό προσανατολισμό, ποιητής και ζωγράφος, αρκετά όμως εγκεφαλικός, που καταπιάστηκε με τον εσωτερικό μονόλογο και τη συνειρμική γραφή), Ζωή Καρέλλη[9] (αδελφή τού Νίκου Γαβιρήλ Πεντζίκη, της οποίας η ποίησή είναι ένα συνονθύλευμα υπαρξιακής αγωνίας, γυναικείας ευαισθησίας, θρησκευτικής ανησυχίας, ερωτισμού και διανόησης), Κλείτο Κύρου[10] (σπουδαίος λυρικός ποιητής, οραματιστής και βαθύς γνώστης τής ξένης λογοτεχνίας. Σ’ αυτόν οφείλουμε, εκτός από την ποίησή του και τις εξαιρετικές μεταφράσεις έργων των Τ.Σ. Έλιοτ, Λόρκα, Τζων Φορντ, κ.α,), Πρόδρομο Μάρκογλου[11] (δραματικός, ελεγειακός ποιητής, ερωτικός με σημαντικό κοινωνικό όραμα, μοναδικό στα Γράμματά μας, που περιέγραψε μοναδικά τη μετεμφυλιακή Ελλάδα της ήττας), Τόλη Νικηφόρου[12] (σημαντικός ποιητής και πεζογράφος, πολυγραφότατος, κάτοχος μεγάλης παιδείας και έξοχος μεταφραστής), Γιώργο Στογιαννίδη[13] (συμβολιστής και οπαδός τής αφηρημένης συνειρμικής γραφής, του οποίου η ποίηση διακρίνεται από την ένταση των συναισθημάτων και την κυριαρχία τού συγκρατημένου ερωτικού στοιχείου), Ανέστη Ευαγγέλου[14] (από τους πλέον σεμνούς, λυρικούς ποιητές και κάτοχο σπάνιας ευαισθησίας), Μαρία-Κέντρου Αγαθοπούλου[15] (σημαντική υπαρξιακή και ερωτική ποιήτρια), Γιώργο Βαφόπουλο[16] (η πιο εποικοδομητική και αφομοιωμένη υπερρεαλιστική εκπροσώπηση στη γλώσσα μας), Μανώλη Αναγνωστάκη[17] (εξέχων ποιητής με έντονο πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο), Γιώργο Ιωάννου[18] (ο καλύτερος πεζογράφος της Β΄ Μεταπολεμικής Γενιάς), Νίκο-Αλέξη Ασλάνογλου[19] (σπουδαίος ερωτικός ποιητής τής απώλειας, με υπερρεαλιστικές επιδράσεις, υπαινικτικός και εξαίρετος μεταφραστής), Γιώργο Θέμελη[20] (θαυμάσιος λυρικός ποιητής, που αποτύπωσε παραστατικά τη φθορά και την ερημιά τού σύγχρονου κόσμου), Νίκο Μπακόλα[21] (σημαντικός συγγραφέας, που κατέγραψε θαυμάσια τον αιώνιο αγώνα του ανθρώπου για επιβίωση), Τάκη Βαρβιτσιώτη[22] (εδώ, αξίζει να αναφερθεί η άποψη του Οδυσσέα Ελύτη γι’ αυτόν: «Βαθύς γνώστης της λυρικής τέχνης, ποιητής Ευρωπαίος, που του αξίζει ο έπαινος, όχι μόνο της ιδιαίτερής του πατρίδας, αλλά των καλλιεργημένων ανθρώπων όλου του κόσμου»), Τηλέμαχο Αλαβέρα[23] (ο κατ’ εξοχήν οπαδός τού μοντερνισμού και καταγραφέας μεταπολεμικού και μετεμφυλιακού τοπίου τής Θεσσαλονίκης), Χρίστο Λάσκαρη[24] (πολύ καλός ποιητής, και σεμνότατος άνθρωπος, που ακολούθησε κατά γράμμα την τεχνική του Ν. Χ. κι έγραψε σύντομα ποιήματα), και Κάρολο Τσίζεκ[25] (από τους προικισμένους ανθρώπους, σχεδόν ιερός και άξιος σεβασμού από το καλλιτεχνικό κατεστημένο τής Θεσσαλονίκης, απέραντα καλλιεργημένος, πολύγλωσσος και ταλαντούχος μεταφραστής και ζωγράφος). Ο Λεωνίδας, ωστόσο, την εποχή εκείνη, αλλά και μετέπειτα, αντιδρούσε πεισματικά στα κύρια χαρακτηριστικά στα οποία ξεχώριζαν οι λογοτέχνες τής λεγόμενης «Σχολής Θεσσαλονίκης», επειδή παρουσίαζε στο σύνολό της μεγάλη ποικιλία γραφής.[26]
Ο Ν. Χ., ποιητής, ακολουθώντας πρωτίστως τον K. Καβάφη, και υιοθετώντας κατά την πορεία των ετών το απλό αφηγηματικό, αφυδατωμένο εντελώς και μέχρι αφέλειας ύφος, είχε ήδη δημοσιεύσει τις πλέον αντιπροσωπευτικές συλλογές του, όπως την Εποχή των ισχνών αγελάδων (ποιήματα 1950-51)[27], τα Ξένα γόνατα[28] (ποιήματα 1952-57), τον Ανυπεράσπιστο καημό[29] (ποιήματα 1955-1970) και τον Αλλήθωρο[30] (ποιήματα 1949-1970), που αποτελούν συνολικά το κύριο σώμα τής ποιητικής του κατάθεσης (επαναληπτική τοπιογραφία, που περιχαρακώνεται ανάμεσα στις λέξεις μοναξιά – ρήμαγμα – τσαῒρια),[31] με ξεχωριστή, όπως πολλοί δικαίως υποστηρίζουν, την ποιότητα του Ανυπεράσπιστου καημού. Το πολυπληθές έργο του δεν μας ξενίζει, αν λάβουμε σοβαρά υπόψη πως κατά καιρούς αναδημοσίευε συλλογές, διατηρώντας ωστόσο τον ίδιο τίτλο μαζί με ποιήματα της τελευταίας σοδειάς. Αυτό που ενδιαφέρει είναι πως τα προαναφερθέντα βιβλία, μαζί με τα πεζά της Κάτω Βόλτας (ειδικά αυτή η συλλογή θεωρούμε πως επηρέασε τους επιγόνους πεζογράφους της Διαγωνίου, ειδικά όσους ξεχώρισαν), είναι για μας το κύριο, καταξιωμένο έργο του, αφού τα Μικρά ποιήματα (Το κορμί και το σαράκι) αλλά και τα Πεζά ποιήματα, που περιλαμβάνει τις συλλογές Νεκρή πιάτσα[32](η απόλυτη απαξίωση της μικρής φόρμας), την Πιο βαθιά πληγή και Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει, αποτελούν ένα μετριότατο και φτηνό πισωγύρισμα σε βάρος του προσωπικού του ύφους, πινελιές του οποίου αρχίζουν δειλά να υπάρχουν στον Ανυπεράσπιστο καημό.[33] Στην κατάθεση αυτή της ποίησης (;) των τελευταίων συλλογών, κυριαρχούν α) οι φτηνές εξυπνάδες, β) η βωμολοχία, γ) το γλυκανάλατο στιλ, δ) οι απίθανες κοινοτοπίες, ε) η ρηχότητα, στ) ο μαζοχισμός τού έρωτα και ζ) η αυτοδιαπόμπευση, θέματα που έχουν αποδοθεί με απαράδεκτα φτωχή γλώσσα και με συχνή χρήση χαδιάρικων υποκοριστικών.[34] Απύθμενο θράσος αποπνέουν οι παρακάτω εμετικοί στην κυριολεξία στίχοι: «Σε γνώρισα στην έκθεση στο πολύ κολλητήρι», «Όταν σε λέω λεβεντιά / μη ξεχνάς πως είσαι μαλάκας», «όλα καταλήγουν στο νταβά», «ή ποια ρουφήχτρα να σε χαίρεται», «σπείρε τα λόγια σου / στη λιπαρή μου κοπριά», «με τα καρφιά των παπουτσιών σου κάρφωσέ με», «ομοφυλόφυλο πάρκο / τα παγκάκια σου ρουφιάνοι», «λογιώ λογιώ κουμάσια», «δεν εμπιστεύεσαι τα χείλια σου / σε ένα βόθρο», «τα νέα φλωράκια της», «η καύλα χτυπάει στο μυαλό / καλύτερα η προστυχιά παρά η τρέλα», «άλλος μπανίζει, άλλος διπλαρώνει», «καυλώνουν εξ αποστάσεως», «εδώ μονάχα τ’ αγγουράκια είναι φρέσκα», «Πέσε με τα μούτρα στη δουλειά», «Ξέρω πενήντα αδελφές στο Βαρδάρι», «κάνε με φουρφούρι[35] στα σκέλια σου», «πετσέτα μου / έγινες πατσαβούρα από τη βρώμα», «η μοναξιά μου δεν χορταίνει / τις λιχουδιές των σκελιών τους», «Μ’ ένα Λουκά και μ’ ένα Νίκο εξασφάλισα λουκάνικο»,[36]«Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληρώνει»,[37]«σε πήρα για να μ’ επισκευάσεις / κι εσύ με ξεχαρβάλωσες», «μην καταργείτε την υπογεγραμμένη / κάτω απ’ το ωμέγα». (Οι τολμηρές λέξεις τής αργκό, όπως αδελφή, πουτάνα, τραβεστί, φλώρος, γαμήσι, νταβάς, τσόλι,[38] κ.α. χρησιμοποιούνται εδώ κανονικά, και μόνο η λέξη πούστης λείπει, ίσως επειδή αντηχεί βάναυσα και ταπεινωτικά στ’ αφτιά του Ν. Χ., και στη θέση της χρησιμοποιείται η αντίστοιχη λόγια κίναιδος,[39] που είναι φυσικά αδύνατο να την ξεστομίζει ως βρισιά ένας λαϊκός, αγράμματος τύπος, παρά μόνο την ευρέως καθιερωμένη). Στους προαναφερθέντες στίχους, λείπει, όχι μόνο η Χριστιανοπούλεια Ποίηση των περασμένων συλλογών, όπου υπάρχει, αναμφίβολα, μια εσωτερική ενατένιση του θέματος, και συγχρόνως μαθαίνουμε πώς δομείται ένα καλό, ρεαλιστικό ποίημα,[40] αλλά με αυτές τις ωμές εκφράσεις ο Ν. Χ. δίνει την εντύπωση πως επιζητεί μέχρι επαιτείας τον θαυμασμό των αναγνωστών, μιλώντας με τον στόμφο τού καταφερτζή (sic) με απροκάλυπτη υιοθέτηση της χυδαιότητας. Η συλλογή, Ιστορίες του γλυκού νερού, ήταν αυτή που ο Λεωνίδας θεώρησε αγοραία και φτηνού γούστου, της οποίας η αθυροστομία κολάκευε τους αναγνώστες και οπαδούς τής εξαθλιωμένης ζωής χωρίς ίχνος ανάστασης, λες και ήθελε να τους κερδίσει με το να μιλάει στη γλώσσα τους, και σε μια από τις επισκέψεις του στη Διαγώνιο τόλμησε να το αναφέρει στον Ν. Χ., ο οποίος αντέδρασε με το γνωστό ύφος. Έκτοτε, αφού η ατμόσφαιρα της επικοινωνίας κατάντησε σταδιακά συγκρατημένη, με τον δημιουργό επίτηδες πότε σιωπηλό και βαρύ και πότε επιθετικό, ο Λεωνίδας έκρινε ως πρέπον να επισκέπτεται όλο και πιο σπάνια το γραφείο τού περιοδικού. Αρκεί να φανταστούμε πως σε περίπτωση που κάποιος, τότε (ακόμη και σήμερα), έγραφε ανάλογους στίχους, κι έκανε μόνο να προβάλλει στο κατώφλι εκδοτικού οίκου, θα τον απέπεμπαν σκαιότατα με γέλια και χάχανα.[41] Επειδή, όμως, τα έγραψε ο Ν. Χ., κανείς φίλος δεν τόλμησε να του πει το παραμικρό, σε μια πόλη τής οποίας ο αφόρητος επαρχιωτισμός είναι εφαλτήριο για κάθε είδους ομαδοποίηση και συγκρότηση ενός στενού κύκλου με αστυνομικές τακτικές για έργα άλλων λογοτεχνών που δημιουργούσαν εκτός της ομάδας κι έκαναν αίσθηση (υπήρχε τότε η φήμη πως μέχρι και αρχείο υπήρχε με καταγεγραμμένες ενέργειες άλλων λογοτεχνών, ενημερωμένο σε καθημερινή βάση, που θα ζήλευε ο κάθε αστυνομικός διευθυντής του τμήματος Βαρδαρίου και των περιχώρων), και, όσο για τον Ν.Χ., εκτός από τη συστηματική καθοδήγηση των μελών της Διαγωνίου, είχε ως τακτική να τους μειώνει ως συγγραφείς ή ποιητές σε κάθε ευκαιρία, με αποτέλεσμα, αντί να τους δημιουργεί έντονη φυγή και αποτροπιασμό, να γίνει με τα χρόνια η κύρια αιτία της μαζοχιστικής τους από αυτόν εξάρτησης. Μόνο ο Ν. Χ. τολμούσε να φέρει αντίρρηση και διορθώσεις στα κείμενα των φίλων που δημοσίευε. Αν τυχόν αρνιόσουν, τότε αναγκαζόσουν να κόψεις κάθε επαφή με την παρέα τής Διαγωνίου. Οι δε οπαδοί δεν δέχονταν επ’ ουδενί την αρνητική κριτική για τα κείμενά τους από άλλον, γι’ αυτό και σε ανάλογες περιπτώσεις αντιδρούσαν με πρωτόγονη υστερία. Ωστόσο, μερικοί επίγονοι, μιμούμενοι την κρημνώδη κατηφόρα τής ποίησης του Ν. Χ., δημοσίευσαν και δημοσιεύουν ανάλογες συλλογές, ερωτικές κυρίως (ιδίως στον ηλεκτρονικό τύπο), με τη σφραγίδα τάχα του βιώματος, μέσα στα όρια βέβαια του ρεαλισμού, (η λέξη αυτή είναι το μπαϊράκι τους σε όλες τις συζητήσεις, από φόβο μην και χαρακτηριστούν πως γράφουν ψέματα, αγνοώντας πως η λέξη δεν περιλαμβάνει μόνο τον μεμονωμένο άνθρωπο, αλλά έχει και συλλογική σημασία, κι αυτήν την παράμετρο οφείλει να λαβαίνει υπόψη του ο σοβαρός τεχνίτης), άνθρωποι με μια μανιώδη, αγχώδη τάση τής απόκτησης του χρίσματος του ποιητή από τον «ηγέτη» τής Διαγωνίου, κι αυτό βέβαια, επειδή το μόνο ζόρι που είχε τότε ο Ν. Χ. ήταν η δημιουργία σχολής,[42]κυρίως από ποιητές των οποίων το κύριο γνώρισμα ήταν «η χριστιανοπουλική κάλτσα στο πρόσωπο».[43] Ήταν τόση η επίδρασή του ακόμη και στους πεζογράφους, που μερικοί άρχισαν να γράφουν σεξιστικά κείμενα με ομοφυλόφιλο θέμα, χωρίς φυσικά να κατατάσσονται οι ίδιοι στο ανάλογο γκαίη κλαμπ, μόνο και μόνο επειδή θα άρεσαν στον Ν. Χ..
Οι δε Ρεμπέτες του Ντουνιά θυμίζουν φτηνά ανέκδοτα που λέγονται σε μια παρέα, όταν η πλήξη τής στιγμής βαραίνει και αναλαμβάνει τότε ο πιο τολμηρός να τους διηγηθεί ευτράπελες ιστορίες για να κυλήσει η ώρα. Αρκεί να λάβουμε υπόψη το κείμενο «Δημοσθένης και Αλέξανδρος», όπου ο υπερήφανος και πανέμορφος νεαρός και μετέπειτα στρατηλάτης, Αλέξανδρος Γ΄ ο Μέγας, μεταμορφώνεται σε χορεύτρια, που δίνει ρέστα με το τσιφτετέλι του, και, με την αρπαγμένη αυτή από τα μαλλιά επινόηση ο Αλέξανδρος θεωρείται από τον Ν. Χ. ρεμπέτης (sic). Επίσης, εντύπωση μετρίου και εντελώς άπνοου κειμένου, που ούτε ο εμβαπτισμένος περί της λογοτεχνίας έφηβος θα ντρεπόταν να γράψει, ήταν το κείμενο της ίδιας συλλογής «Η Μαρία και η Πόπη», που διάβασε πριν αρκετά χρόνια ως προσκεκλημένος της εκπομπής της ΕΡΤ, Στα Άκρα[44]που παρουσιάζει η Βίκυ Φλέσσα * Το Άγιο Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο, Αθήνα, Το Ροδακιό, Αθήνα 1997 (απόπειρα μετάφρασης στη δημοτική του 1955, την εποχή που ο Ν.Χ. υπηρετούσε στρατιώτης στο Χαϊδάρι, και ξαναδουλεύτηκε με μεράκι…), είναι μια ξερή απόδοση ενός μεγαλειώδους κειμένου με άφατη παραστατικότητα και μουσικότητα, στο οποίο η Κοινή Ελληνική Γλώσσα του 1ου αιώνα μ. Χ. είναι σαφώς πιο υποβλητική, ακριβής και άμεση στον αναγνώστη από το ξερό εγχείρημα του Ν. Χ., που, ομολογουμένως δεν έχει τίποτε απολύτως να προσφέρει, παρ’ όλο που ο ίδιος, ως μεταφραστής, δήλωσε πως παιδεύτηκε πολύ και πως αφιέρωσε άπειρα χρόνια για να καταφέρει να το μεταφράσει. Οι φιλολογικές του μελέτες είναι ξερές και επιφανειακές, όπως και οι δημοσιευμένες κριτικές του στη Διαγώνιο για την τρέχουσα λογοτεχνική παραγωγή.[45] Ο Λεωνίδας είχε από τότε επισημάνει τους επηρεασμούς τής ποιητικής τού Ν. Χ., ιδίως του Καβάφη και του Έλιοτ, που έχουν αναφέρει αρκετοί σχολιαστές, συμπληρώνοντας με επιτυχία τη λίστα: α) Κ. Καβάφης,β) Τ. Σ. Έλιοτ,[46]γ) Τα Σονέτα του Μιχαήλ Αγγέλου,[47] δ) Ρίλκε, ε) Λουκιανός[48] (ειδικά οι Εταιρικοί διάλογοί του, παρ’ όλο που σ’ αυτούς ο Λουκιανός μιλά με τρόπο σεβαστικό για εταίρες, το δε περιεχόμενο των διαλόγων του, όπως η ζωή των περιθωριακών, οι απιστίες, οι ξυλοδαρμοί, οι τζαμπατζήδες, έγιναν θέματα της ποιητικής του Ν. Χ.),στ) Παλατινή (Ελληνική) Ανθολογία[49](αυτή η συλλογή ευθύνεται για την αθυροστομία των ποιημάτων στις συλλογές του Ν.Χ. που εκδόθηκαν αργότερα, και τέλος ε) Ασυλλόγιστη οικειοποίηση της λαϊκότροπης θυμοσοφίας.
Η των επισκέψεων εντύπωσις & η τακτική τού Ντίνου Χριστιανόπουλου
Τα συχνά πετροβολήματα στα τζάμια τής γραφής των άλλων
Οι δύο φίλοι Αθηναίοι, για τον Ν. Χ. ήταν «αμερικανάκια που ακούν τραγούδια της χυδαίας ροκ, και, εντελώς άσχετοι με το ρεμπέτικο, ήρθαν στην πόλη μας από τη χαβούζα την Αθήνα για να μας εκμαυλίσουν»,[50] ενώ αποδείχθηκε αρκετά συγκαταβατικός στον Λεωνίδα, επειδή του είχε κάποια συγκρατημένη συμπάθεια λόγω της καλής του εμφάνισης και, ίσως, της παιδείας του. «Ευτυχώς που δεν γράφεις ποιήματα, γιατί εσύ είσαι πλασμένος μόνο για έρωτα… Ε, και τί έγινε που είναι ζαχαρωμένο λιγουλάκι το αίμα σου;… Ποιός το βλέπει;», του έλεγε. Η έκδοση, όμως, της Διαγωνίου απαιτούσε κόπο, χρόνο και χρήματα, γι’ αυτό και οι λογοτέχνες ή αρθρογράφοι που δημοσίευαν, κατέβαλαν χρηματικό αντίτιμο (όντως, παγκόσμια πρωτοπορία για την επιβίωση τόσο του εκδότη, όσο και του περιοδικού του) – δεν γνωρίζουμε αν αυτό ίσχυε για τους λογοτέχνες τής φήμης. Την πλήρη ευθύνη τού περιοδικού την είχε ο ίδιος ο Ν. Χ., ο οποίος, μετά την παραίτησή του από τη Δημοτική Βιβλιοθήκη τής ΧΑΝΘ, για να τα βγάλει πέρα οικονομικά, διόρθωνε επιστημονικά δοκίμια, ίδρυσε το περιοδικό Διαγώνιος και τις ομώνυμες εκδόσεις του, ζώντας, όπως πάντα, στα όρια της φτώχειας, που διαλαλούσε, γι’αυτό και πολύ συχνά καταφερόταν ενάντια στους ευκατάστατους. Οι πλούσιοι γι’ αυτόν πήγαιναν σινεμά, θέατρο, έτρωγαν σε εστιατόρια, φορούσαν καλά ρούχα, πήγαιναν διακοπές, ενώ αυτός ζούσε δια βίου στο νοίκι, κι έτρωγε λιτά λόγω ανέχειας (ήταν αλήθεια), κάτι που όφειλαν όμως να κάνουν όλοι οι άλλοι για να είναι παραδεκτοί. Για τον Πατρινό, όμως, φίλο, το θέμα τής κυκλοφορίας, τόσο του περιοδικού (τα περισσότερα λόγω της λογοκρισίας που επέβαλε η δικτατορία των συνταγματαρχών είχαν κλείσει), όσο και των δημοσιευμένων αθυρόστομων ποιημάτων τού Ν. Χ. ήταν από τα πλέον αξιοπερίεργα λόγω της λογοκρισίας της χούντας, που είχε επιβληθεί την επταετία 1967-1973, αν και ο ίδιος ο εκδότης τής Διαγωνίου υποστήριζε πως δεν υπήρχε καταπίεση[51]. Αρκετοί λογοτέχνες τής συμπρωτεύουσας, αλλά και της πρωτεύουσας (πρωτίστως ο Οδυσσέας Ελύτης),[52] φιλοξενήθηκαν στο περιοδικό με πρωτότυπα κείμενα, ενώ για πρώτη φορά στη χώρα μας είδαν το φως τα περίφημα άρθρα για τη μουσική τζαζ του πιανίστα, συνθέτη και πεζογράφου, Σάκη Παπαδημητρίου.[53] Σύμφωνα με τις διδαχές τού Ν. Χ., τα πρωτοπαρουσιαζόμενα ποιητικά ή πεζογραφικά ταλέντα στη Διαγώνιο όφειλαν ασυζητητί να υιοθετούν αναντίρρητα το στίγμα τής ρεαλιστικής έκφρασης, απαραίτητο-επάρατο εισιτήριο δημοσίευσης για το περιοδικό ή για τις εκδόσεις του. Ένα από τα σλόγκαν τής Διαγωνίου ήταν: «Πρέπει να γράφεις απλά, για να σε καταλαβαίνει κι ο πιο αγράμματος ταξιτζής»,[54] μαζί με το κοινώς αποδεδειγμένο: «Για να γράψεις καλά, πρέπει να έχεις κουσούρι». Και το τελευταίο πια, ως καταπέλτης: «Γιατί δεν μας γράφεις για την καύλα σου, και μας γράφεις όλο για δειλινά και βροχούλες; Γράψε για την καύλα σου, ντε, για να σε παραδεχτώ!», συμβούλευε τον κάθε νέο, που του έδειχνε τα ποίηματά του.
Πιο συγκεκριμένα, είτε πεζό έγραφες είτε ποίημα, η γραφή σου έπρεπε να ήταν όσο τον δυνατό πιο απλή, κατανοητή, κι αν δεν ήταν, τότε υποχρεώσουν να το κάνεις. Τα επίθετα απαγορεύονταν, αν δεν μειώνονταν κι αυτά στο ελάχιστο. Οι δε τίτλοι, ξεροί μονολεκτικοί, ακόμη και σήμερα – σημάδι τού απλοϊκού, αφελέστατου ύφους τού κειμένου που ακολουθούσε. Τα θέματα ήταν καθημερινά, φτηνά και λαϊκότροπα, κουβέντες τού συρμού εκχυδαϊσμένες, και ακόμα και μία απλή βόλτα στο εμπορικό κέντρο τής Θεσσαλονίκης γινόταν κείμενο, χωρίς να μπορεί να δικαιολογηθεί, αρκεί να έκλεινε με μια εντυπωσιακή φράση. Οι αυθόρμητες γραφές, και μάλιστα η ερμητική, αποκλείονταν ως ακαταλαβίστικες (κοινώς υπερρεαλιστικές), και, όποτε δημοσιεύονταν στη Διαγώνιο, γίνονταν από παραχώρηση· αλλά μάλλον επειδή ο γράφων ήταν καταξιωμένος. Βέβαια, σ’ αυτόν τον καταιγισμό των απόψεων, που το απότομο ύφος του έπειθε και τον πιο αμύητο, ο Λεωνίδας γνώριζε καλά πως αυτός που φωνάζει και τάχα ορύεται, το κάνει από σοβαρή έλλειψη ενημέρωσης στο επίπεδο της λογοτεχνίας – έφταναν λίγες μόνο επισκέψεις για να πειστεί κανείς πως ο Ν. Χ. είχε περιορισμένη παιδεία (από την παγκόσμια διέθετε ψήγματα ενημέρωσης, και δεν έπαυε να διατυμπανίζει συχνά πως όλη η Γαλλική Λογοτεχνία ήταν μια τεράστια μπούρδα), κι όσο για τους ομότεχνους Έλληνες, και ειδικά για τους νομπελίστες, η άποψη που είχε ήταν κυρίως απορριπτική, ακόμα και για τους πολύ στενούς του συνεργάτες και φίλους, που δεν αναγνώριζε την προσφορά τους, ακόμη και την πλέον ανθρώπινη, όπως του γιατρού και συγγραφέα Περικλή Σφυρίδη,[55] που του έσωσε, στην κυριολεξία, τη ζωή (τότε που ο Ν. Χ. λίγο έλειψε να πεθάνει από έμφραγμα) και μετά την επέμβαση καρδιάς που έκανε, βγήκε υγιής από την εντατική για να δηλώσει αυθαδέστατα: «Τώρα, έγινα ακόμη πιο κακός…». (Ίσως το να σπέρνεις κακία και να το ομολογείς είναι δείγμα ανωτερότητας, όπως αποτελεί μεγαλείο το να ανήκεις σεξουαλικά στο γκέτο των ανορθοδόξων, λες και έχει σημασία η σεξουαλική επιλογή και όχι η ποιότητα του ανθρώπου, φράση που δανείστηκε από τον Κ. Καβάφη, ο οποίος θεωρούσε την ομοφυλοφιλία μεγαλείο[56]). Συχνά, τους άοκνους οπαδούς και απόλυτα αφοσιωμένους φίλους, τους απαρνιόταν ως λογοτέχνες, ακόμη και όταν χρειάστηκε να τους παρουσιάσει σε ευρύ κοινό. Για ένα όμως ήταν σίγουρος, ο Λεωνίδας: Πως αν ο Ν. Χ. είχε γεννηθεί Αθηναίος, θα ήταν πολύ δύσκολο ν’ αποκτήσει τέτοια δύναμη με τέτοιο τοξικό και αντιφατικό χαρακτήρα, και αν τα ποιήματα των πρώτων συλλογών που έφεραν κάποιο ίχνος ταπείνωσης σε συνδυασμό με κάποια κατάκτηση της γλώσσας, ωστόσο δεν κατάφεραν να τον κάνουν με τον χρόνο έναν γνήσιο πνευματικό άνθρωπο. Ακόμη και το περιοδικό[57] του ίσως να μην ευδοκιμούσε, έστω και με την κάποια λογοτεχνική ελευθερία των κειμένων άλλων λογοτεχνών που δημοσίευε. Η πολυφωνία τής καλλιτεχνικής Αθήνας, ειδικά μετά τη μεταπολίτευση και η αδιαφορία και απάθεια για την υπερτονισμένη αξία τού λαγαρού ρεαλισμού ειδικά στην ποίηση που επέβαλλε κυρίως στις εκδόσεις της η Διαγώνιος, θα αποτελούσαν σοβαρές αιτίες τής απόρριψης αυτής της τεχνικής, επειδή θα θεωρούνταν δρόμος εύκολα πεπατημένος.
Ο Ν. Χ. ανέκαθεν φάνταζε ως ιδιάζουσα περίπτωση, και η Θεσσαλονίκη είναι η μόνη πόλη στον κόσμο που αποδέχτηκε έναν ποιητή περισσότερο για τις σκανδαλίστικες δηλώσεις του παρά για την τέχνη του – και εννοώ και τους νέους που πίστευε πως τον διάβαζαν και τον τιμούσαν. Η ποίησή του, έτσι νοτισμένη με το ξεφτισμένο χρώμα τής ώχρας, είναι πια πολύ δύσκολο να ενδιαφέρει τους μηχανόβιους, που περνούν αστραπιαία μπροστά στα μάτια μας πάνω στη μηχανή τους, έχοντας πάντα έτοιμη τη βλαστήμια σε περίπτωση που κάποιος παρεμβληθεί ξαφνικά στον δρόμο τους. Η Θεσσαλονίκη, με τον διχασμένο και επαρχιακής νοοτροπίας κύκλο και τα ζέοντά της ελαττώματα από τον καιρό των μεταβυζαντινών χρόνων, ανέκαθεν διέθετε καχυποψία σε οποιοδήποτε ελεύθερο πνεύμα, πόλη εντελώς σκυθρωπή και αιωνίως μορφάζουσα, χωρίς το παραμικρό ίχνος χιούμορ, που, στιγματισμένη και πάντα διχασμένη, εξακολουθεί να τρέφεται με δολοπλοκίες, αδιέξοδους ανταγωνισμούς, δίκες και απειλές υπέρμετρα φιλοδόξων ανθρώπων ενάντια σε όσους τους αμφισβητούσαν ως λογοτέχνες, νομίζοντας πως έτσι θα αποκαταστούσαν τη χαμένη τους φήμη – λες και η απόφαση του δικαστηρίου μπορεί να αντικαταστήσει την καθιερωμένη άποψη, τη στρεβλή και φαύλη, που έχει ένας λογοτέχνης για το έργο ενός άλλου ομότεχνου. Οι απόψεις τού Ν. Χ. για καθιερωμένους ποιητές, ήταν οι παρακάτω, γνωστές σε πολλούς, και όχι μόνο στους φίλους, απόψεις που σκόπευαν κυρίως στον χλευασμό τής τέχνης τους:[58] 1] Παλαμάς: «Φλυαρία, μεγαλοστομία!». 2] Ο Αναγνωστάκης: «είναι μεγάλος ποιητής… Η αδελφή του, η Λούλα Αναγνωστάκη, είναι θαυμάσια θεατρική συγγραφέας. Η Λούλα είχε τρεις χιλιάδες λίρες το ’50, οι οποίες ξοδεύτηκαν όλες για να ταϊστούν και να λαδωθούν διάφοροι υπουργοί, και έτσι να γλιτώσει το θάνατο ο Αναγνωστάκης. Και τον γλίτωσε! Βέβαια, ο Αναγνωστάκης από τότε θρηνούσε και οδύρετο διότι οι άλλοι σύντροφοί του εκτελέστηκαν και αυτός σώθηκε, επειδή είχε λίρες η αδελφή του. Σε ελληνικότατη Κυβέρνηση, του Τσαλδάρη, το 1949. Η μάνα της Λούλας είχε συνδέσεις. Με ποιους, μπορείς να φαντασθείς; Με τις κυρίες των τιμών! Δηλαδή με το παλάτι. Το δε παλάτι είχε μια φράξια στην Κυβέρνηση που την ήλεγχε. Ένα υπουργός, ο Μπακαλμπάσης, φερ’ ειπείν, ήταν οργανέτο της αυλής. Και επανέρχομαι στη Λούλα. Εκτός το ότι τάισε τον Μπακαλμπάση με πολλές λίρες-μεγάλη δόση, δύο χιλιάδες λίρες επί συνόλου τριών-τάισε και διάφορα τσογλάνια, παρακοιμώμενους, χαφιέδες και μούτρα του διευθυντή των φυλακών. Λοιπόν, έπιασε τον κατάλληλο, αυτός που ήταν επί της αλληλογραφίας, τον φλόμωσε στα λεφτά και μπορούσε η αλληλογραφία Αναγνωστάκη να μπαινοβγαίνει ελεύθερα στις φυλακές. Τότε ήταν που έβγαλα την «Εποχή των ισχνών αγελάδων» και είπα στη Λούλα να του πάει και τα ποιήματά μου. «Θα τα πάρω, θα τα πάρω», μου είπε, γιατί με θαύμαζε και με εκτιμούσε πολύ, όπως την εκτιμούσα κι εγώ. Και πράγματι, τα πήρε, τα έδωσε στον Αναγνωστάκη, κανείς δεν πήρε χαμπάρι, ο Αναγνωστάκης τα διάβασε, έγραψε μια κριτική πολύ επαινετική, μου την έστειλε η Λούλα και έφθασε στα χέρια μου χωρίς να περάσει από λογοκρισία….».[59] 3] Σολωμός: «Μπασταρδέλι ήταν με το ουίσκι στην κωλότσεπη. Αποτυχημένος τόσο στη ζωή, όσο και στο έργο του. Ο «Ύμνος» του δεν είναι δα και σπουδαίο έργο».[60] 4] Σικελιανός: «Ρητορικές πομφόλυγες, μεγαλοστομίες και πατριδοκαπηλίες…». 5] Ιωάννου: «Αυτόν τον περιποιήθηκα στο «Συμβουλές σ’ ένα νέο κουμάσι». Μα ψόφησε αυτός και αλάφρωσε η γη». 6] Σεφέρης: «Αντέγραψε τον Έλιοτ. Δίχως τις πατερίτσες των δικών του θα βουλιάξει. Μαζί με τον Αβέρωφ ξεπούλησε την Κύπρο για το Νόμπελ». 7] Ελύτης: «Αυτός και ο Σαχτούρης ξέχασαν πως ο σουρεαλισμός έχει πεθάνει προπολλού». 8] Ρίτσος:[61]«Άθλιος! Γράφει ποιήματα για το δημοτικό σχολείο». 9] Βαρβιτσιώτης: «Εάν στην πόλη μας υπάρχουν δέκα ποιητές, ο Βαρβιτσιώτης είναι ο ενδέκατος». 10]. Βασιλικός: «Γι’ αυτόν έγραψα ένα χρονικό «Το τσογλάνι» και το ανατύπωσα με τίτλο «Το αναρριχητικό!». 11]. Το περιοδικό Νέα Πορεία που εξέδιδε ο Τηλέμαχος Αλαβέρας, ο Ν. Χ. το αποκαλούσε «Νέα Πο-ρ-νεία», τον δε ιδρυτή της, έναν βαθύτατα σεμνό, σοβαρό και αξιόλογο λογοτέχνη, αγράμματο και ταβλαδόρο. Για τον καθηγητή Σαββίδη είχε το παρατσούκλια, «Σα-βόδης». Οι Σολωμός, Σεφέρης, Ελύτης, Σικελιανός, Ρίτσος, κλπ. για τον Ν. Χ. απέκτησαν φήμη που δεν τους άξιζε, αλλά ο ίδιος, όπως πίστευε, θα έπαιρνε τη ρεβάνς μετά το 2000, πράγμα που λίγο-πολύ συνέβη, για λόγους που θα εξηγήσουμε παρακάτω.
Ο Ν. Χ. όταν ήθελε να μειώσει λογοτέχνη κατέφευγε στα ρήματα ξόφλησε και απέτυχε κ.α. «Απέτυχε ο Σαχτούρης!», «Εξόφλησε ο Ιωάννου!»,[62] «Ξεφούσκωσε ο Σινόπουλος!», ενώ πολύ συχνά χρησιμοποιούσε τη λέξη σκουπίδια για τα κείμενα των άλλων, και όλες αυτές οι αγοραίες κρίσεις ήταν γιατί πίστευε ακράδαντα πως προϋπόθεση της επιτυχίας ενός λογοτέχνη, και μάλιστα ενός ποιητή, ήταν η δημιουργία σχολής με οπαδούς που θα μιμούνταν την τέχνη του. Ακόμα και τα κείμενα του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη, που δημοσιεύτηκαν στη Διαγώνιο, έγιναν, αραιά και πού, στόχος τού Ν. Χ. λόγω τού αφόρητου εγκεφαλισμού τους.
«Η ακρίβεια στην απεικόνιση δεν σημαίνει, ντε και καλά, αλήθεια»
Χένρι Μάτις
Ερωτήματα και απορίες
Η συλλογή ΚΑΤΩ ΒΟΛΤΑ: Αναμφίβολα, τα διηγήματα του Ν. Χ. της Κάτω βόλτας που εκδόθηκαν από τη «Διαγώνιο» το 1963 (στην αρχή, η συλλογή περιελάμβανε δεκατρία διηγήματα, αλλά στις εκδόσεις τού Ιανού των ετών 2004 και 2016 αντίστοιχα, έχει αφαιρεθεί το διήγημα «Συμβουλές σ’ ένα νέο κουμάσι», που αναφερόταν στον πρόωρα χαμένο Γιώργο Ιωάννου), χωρίζονται σε τέσσερις ενότητες: 1]. (Η κάτω βόλτα): «Χαλασμένο στομάχι» (1955), «Ο κ. Γαρύφαλλος» (1956), «Οι χαρχάλες» (1956), «Διακοπές στην Αθήνα» (1959), 2]. (Καθαρός ουρανός): «Ο χιλιαστής» (1963), «Ο Χίλιος» (1970), «Ο Φώτης» (1971), 3]. (Ιστορικά): «Οι Γότθοι στη Θεσσαλονίκη» (1996), «Η καπετάνισσα» (1965) και 4]. (Πνευματική ζωή): «Βίοι παράλληλοι» (1971), «Καθηγητής Θρησκευτικών» (1968). «Το αναρριχητικό» (1964), κατάπτυστο κείμενο ενάντια στον συγγραφέα Βασίλη Βασιλικό, μαζί με το ««Συμβουλές σ’ ένα νέο κουμάσι» ανήκουν στη σφαίρα τής λιβελικής λογοτεχνίας, τα κείμενα της οποίας πολύ συχνά απευθύνονται σε ομότεχνους (sic), των οποίων το έργο ξεχωρίζει και ξεπερνάνε κατά πολύ σε ποιότητα γραφής το έργο τού λιβελογράφου. Επειδή πιστεύουμε πως οι λογοτεχνικές σχέσεις δεν πρέπει να ξεπέφτουν σε τέτοιο άρρωστο επίπεδο, κι ούτε πρέπει να διαχωρίζουν τους ανθρώπους σε καλούς και σε φαύλους, αδυνατούμε να αναγνωρίσουμε, λόγω των καταφανών προθέσεων του Ν. Χ., πως διαθέτουν αρετές γραφής.
Εν προκειμένω, όμως, ο Ν. Χ. προφανώς ήθελε με την Κάτω Βόλτα να λανσάρει τον εαυτό του και ως πεζογράφο, αλλά, αν κάνουμε σύγκριση το βιβλίο αυτό με τα ανάλογα βιβλία διηγημάτων των άλλων λογοτεχνών τής χώρας, η κατάθεσή του είναι πολύ μικρή, ακόμη και αν ασχολήθηκε στη συνέχεια με την πεζογραφία. Αναμφίβολα όμως, η συλλογή Η Κάτω βόλτα, αποτελείται από κείμενα καλογραμμένα και ψιλοδουλεμένα. Πάντως, πολλά πεζά άλλων λογοτεχνών που δημοσιεύτηκαν κατά καιρούς στις εκδόσεις «Διαγωνίου» είναι σαφώς πιο εμπνευσμένα από τα διηγήματα της Κάτω Βόλτας, επειδή περιείχαν τον αέρα κάποιας ελευθερίας, που συγκρούονταν με τον ισοπεδωμένο και τετραγωνισμένο μικρόκοσμο του Ν. Χ.. Τολμούμε όμως να πούμε, έστω και με κάποια επιφύλαξη, πως αυτή η συλλογή επηρέασε κατ’ εξοχήν τους πεζογράφους που εκκολάφτηκαν από τη «Διαγώνιο», και μάλιστα αυτούς που ξεχώρισαν, όπως οι Περικλής Σφυρίδης, ο μόνος που, ως γιατρός και πιστός φίλος, φρόντισε τον Ν. Χ. δια βίου και ήταν παρών στις δύσκολες και ύστατές του ώρες, όπως και κάθε άλλο καλλιτέχνη αν αντιμετώπιζε σοβαρό πρόβλημα υγείας. Συγχρόνως, υπήρξε πολυγραφότατος και υποστηρικτής κάθε λογοτέχνη αν διέθετε ταλέντο και συγγραφέας με πλούσια θεματική και λιτότατος στη γραφή του. Επίσης, ο Τάσος Καλούτσας[63] (συμπαγής και γεμάτος ο λόγος του, ώστε το θέμα εν εξελίξει, να καταγράφεται βαθύτερο και ουσιαστικότερο), ήταν επηρεασμένος από τα διδάγματα της «Σχολής Διαγωνίου». Αυτοί οι πεζογράφοι, βιβλία των οποίων έχουν πέσει κατά καιρούς στα χέρια μας, ακολουθώντας τις διδαχές τού Ν. Χ., συνέχισαν την παράδοση και τις αρχές τής «Διαγωνίου», εξελίσσοντάς την, καταγράφοντας με ενάργεια τον μικροαστικό κόσμο τής συμπρωτεύουσας. Ο Τόλης Καζαντζής[64], αν κι επηρεάστηκε περισσότερο από τον Γιώργο Ιωάννου, μας κληροδότησε ένα εξαιρετικό βιβλίο μοναδικής γραφής με αυστηρά προσωπικό ύφος, την κυρά-Λισάβετ (1975), και ο Αλμπέρτο Ναρ[65], ο συγγραφέας τής συλλογικής μνήμης των επιγόνων Εβραίων και τής επίδρασης που είχαν οι θηριωδίες των Ναζί σ’ αυτούς. Για να είμαστε αντικειμενικοί και δίκαιοι, οι λογοτέχνες που φιλοξενήθηκαν στη Διαγώνιο, όπως ο Οδυσσέας Ελύτης, Τάσος Κόρφης[66], ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο Γιώργος Βαφόπουλος, ο Μανώλης Αναγνωστάκης, ο Νίκος – Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Θέμελης ο Κλείτος Κύρου, ο Τόλης Νικηφόρου, ο Ανέστης Ευαγγέλου, Μαρία-Κέντρου Αγαθοπούλου, εξαιτίας μιας άλλης ματιάς, σίγουρα ξεπέρασαν κατά πολύ τον Ν. Χ. ως γραφή, ως τεχνική και ως θέμα, μιας που ο Ν. Χ. είχε εμμονή στον ουράνιο έρωτα και ευκαιριακά στις πληγές τού κόσμου[67]. Η μόνη ποιήτρια που ακολούθησε στην αρχή τα χνάρια τής τεχνικής τού Ν.Χ., αλλά με τις τελευταίες της συλλογές κατάφερε να απομακρυνθεί από κάθε επηρεασμό και δημιούργησε δικό της ολοκληρωμένο ύφος με γλώσσα δυναμική που οικειοποιείται μοναδικά και εναλλάξ τη λόγια με τη δημοτική έκφραση, είναι η Αλεξάνδρα Μπακονίκα[68].
Για να μιλήσουμε όμως κάπως πιο εμπεριστατωμένα για τον ρεαλισμό στην Ποίηση, ουδέποτε στην Ιστορία τής Λογοτεχνίας, σύμφωνα πάντα με τα παγκόσμια μέτρα και τη μεγάλη παράδοση που υπάρχει σε Ευρώπη και Αμερική, ποτέ κανένας ποιητής, οπαδός τού ρεαλισμού δεν χρίστηκε μεγάλος, και ειδικά αν έχει ερωτικές εμμονές, επειδή η Ποιητική Γραφή δεν εξαρτήθηκε ποτέ από την έμμετρη κατάθεση και την επιβολή τής εικόνας που βλέπει κάποιος απέναντί του ή επινοεί, ή τις διαπιστώσεις που κάνει, αλλά από όλες εκείνες τις ψυχικές διεργασίες, των οποίων η αποκρυπτογράφηση και η ανάδυσή τους στην επιφάνεια έχει σκοπό τον σεβασμό τής γλώσσας και όχι την αυθαίρετη χρήση της, ικανότητες που εξασφαλίζει η δύναμη και η δωρεά τού ταλέντου. Ίσως, η ανάμιξη αυτού του θολού ψυχικού κόσμου με τις εικόνες τής πραγματικότητας να αποτελεί και την απόλυτη εκδοχή τής Γνήσιας Ποίησης. Η περίπτωση του Κ. Καβάφη με τα 154 επίσημα αναγνωρισμένα ποιήματα ως μεγάλου ποιητή παγκοσμίου βεληνεκούς, είναι μοναδική, επειδή δεν έγραψε ερωτικά μόνο ποιήματα, αλλά είχε μία οπτική πολλών θεμάτων, κάτι που σπανίως διαθέτουν οι σημερινοί ποιητές. Ήταν και η σπουδαία γλώσσα του, αυτό το ανάμικτο ιδίωμα δημοτικής και καθαρεύουσας, που δυστυχώς χάνεται τόσο άδικα κατά τη μετάφραση σε ξένη γλώσσα, τόσο που τα ποιήματά του καταντούν γυμνά και άνευρα[69].
Η τελευταία εικοσιπενταετία 1985-2020
Ντίνος Χριστιανόπουλος: Οι αιτίες μιας δικαιολογημένης φήμης
Ο Ν. Χ. δεν έπαυε να διατυμπανίζει πως μετά το 2000 θα έπαιρνε τη ρεβάνς ως ποιητής σε βάρος όλων των υπολοίπων ποιητών, που είχαν καθιερωθεί σε Θεσσαλονίκη και Αθήνα, και τους οποίους ευκαιριακά χλεύαζε. Εν μέρει, σε ό,τι αφορά την πόλη του, το κατάφερε με την απατηλή άποψη πως στην άκρως επαναστατική ποίησή του αποτυπώνονταν οι αυθαίρετες συμπεριφορές, τα κρυφά πάθη και οι υπόγειες παρεκτροπές ανθρώπων που υπέφεραν από ερωτική στέρηση. Τα χρόνια που ακολούθησαν μετά το κλείσιμο του περιοδικού Διαγώνιος (1983) και απέμειναν μονάχα ενεργές οι ομώνυμες εκδόσεις, στο οδόστρωμα της πολύπαθης Θεσσαλονίκης παρέμεινε μονάχα αυτός να απασχολεί τη δημοσιότητα, προκλητικά τις περισσότερες φορές, αν και έδινε την εντύπωση ενός παλιού αγάλματος που, φορώντας το ίδιο πάντα κοστούμι με τη λεπτή γραβάτα, ποτέ δεν αντιλήφθηκε πως είχε αποκαθηλωθεί και ως ποιητής από τις ίδιες του τις ενέργειες. Την περίοδο αυτή, και ευτυχώς μέχρι σήμερα, κοσμούν την πόλη τής συμπρωτεύουσας με τη σοβαρότητά τους οι λογοτέχνες τής παλαιάς φρουράς,[70] όπως οι Αλέξανδρος Κοσματόπουλος[71], Περικλής Σφυρίδης, Σάκης Παπαδημητρίου, Μπακονίκα Αλεξάνδρα, ο Τάσος Καλούτσας, Ιωάννης Ατζακάς[72], Πρόδρομος Μάρκογλου, Τόλης Νικηφόρου, Μαρία-Κέντρου Αγαθοπούλου και Μανόλης Ξεξάκης[73], η δράση των οποίων ήταν πάντα μέσα στα πλαίσια ενός συγκρατημένου ήθους, που δικαίως επέτρεπε στο έργο τους να καθιερωθεί επάξια και να γίνει γνωστό χωρίς βεβιασμένες κινήσεις. Σχετικά, όμως, με τον Ν. Χ., τα χρόνια αυτά τα σακάτικα, όπου ο χρόνος κυλούσε αβίαστα και οι εθελοτυφλούντες δεν άλλαζαν πλευρό και πεποιθήσεις, χαρακτηρίστηκε από δύο επίθετα, μέγας και κολοσσός από οπαδούς και υποτελείς δημοσιογράφους. Ας δούμε γιατί.
1) Ως γνωστόν, ο N. X. με την ποίησή του χρίστηκε ως ο Νέος Καβάφης. Έχοντας μάλιστα την ίδια σεξουαλική ταυτότητα με τον Αλεξανδρινό, νόμισε πως πήγε την ποιητική τέχνη παραπέρα δίνοντάς της ξεχωριστή ανάσα, με το να καταθέσει μια ποίηση που χρησιμοποιούσε νατουραλιστικούς, σοκαριστικούς στίχους τής αργκό. Γρήγορα πλαισιώθηκε από οπαδούς με ανάλογα σεξουαλικά γούστα και όχι μόνο (καλλιτέχνες και αναγνώστες), που επεδίωξαν μάλιστα να τον γνωρίσουν. Στο μεταξύ, η εικοσαετία 1990-2020 φάνταξε ξαφνικά στη χώρα μας κάπως πιο ανεκτική περί τα σεξουαλικά από τις προηγούμενες, που στοχοποιούσαν αυθαίρετα κάποιον που είχε τέτοιο κουσούρι. Τότε έκανε μάλιστα την εμφάνισή της η φράση, που επιμένει να ισχύει άκριτα ίσαμε σήμερα, δανεισμένη από συνεντεύξεις σε τηλεοπτικές εκπομπές με προσκεκλημένους ειδικούς σεξολόγους σπουδαγμένους εις την αλλοδαπήν από δημοσιογράφους, που επιμένουν να πιστεύουν πως αυτές τις εκπαιδευτικές εκπομπές είναι ικανές να νουθετήσουν το αιωνίως συμπλεγματικό ελληνικό κοινό, μήπως και ανεβεί ένα σκαλί πιο πάνω, σε ό,τι αφορά την ανεκτικότητα τέτοιων ατόμων ακόμη και με βίαιο σπρώξιμο: «Βασικά, εμένα δεν μ’ ενδιαφέρει η σεξουαλική επιλογή τού καθενός, και το τί κάνει στο κρεβάτι του, η ποιότητα του ανθρώπου μ’ ενδιαφέρει…». Βέβαια, αυτή η φράση, που ξεστομιζόταν κάθε φορά και με άλλο τόνο, επιμένει να ανήκει στον σκεπτόμενο ή υποψιασμένο κόσμο (sic), αρκεί να μην συμπεριλαμβανόταν ένα τέτοιο άτομο με ανάλογες τάσεις στην οικογένειά του, γιατί τότε τα «Xanax» και οι επισκέψεις στον ψυχίατρο ή ψυχαναλυτή θα ήταν συχνές. (Τα τελευταία χρόνια, το να σχετίζεσαι με ανάλογα άτομα θεωρείται εκμοντερνισμός, κι εδώ που τα λέμε, γιατί να μην είναι, αφού είναι θέμα πολιτισμού. Αντιδρούμε, όμως, στην επιμονή μονάχα αυτής της μονομέρειας, που τείνει να γίνει πια, μέσω των καναλιών, ο μόνος ενδεδειγμένος τρόπος ζωής, όταν σε εκπομπές και σίριαλ πάντα υπάρχει δυστυχώς ως καρικατούρα ο ομοφυλόφιλος τύπος). Τί να γίνει; H μοίρα μας είναι μία και αυτή: Από το να παριστάνουμε αναγκαστικά τους Ευρωπαίους, δείχνοντας αποδοχή και κατανόηση σ’ αυτά τα άτομα, θεσπισμένη εδώ και χρόνια στις χώρες της Δύσης όχι μόνο νομοθετικά, αλλά και ως συμπεριφορά απέναντί τους (βλέπετε, εκεί, τον κόσμο δεν τον απασχολούν οι σεξουαλικές παρεκτροπές, αλλά πιο ουσιώδη ζητήματα της ζωής), πιστεύουμε λανθασμένα πως συμβαίνει και σε μας εδώ κάτι ανάλογο, αδιαφορώντας τί επικρατεί στα χωριά, στις κωμοπόλεις και στις λαϊκές συνοικίες των μεγαλουπόλεων της χώρας, και πόσο στοχοποιούνται αμέσως τέτοια παρεκκλίνοντα άτομα. Όμως, ο υπερτονισμός και η υπεροχή τού ανδρικού σφρίγους ως αδιοφιλονίκητη αξία πάντα θα μας ακολουθεί και θα μας κατευθύνει παντός καιρού και εποχής.
2) Το αφελές και ισοπεδωμένο ύφος των ποιημάτων τού Ν. Χ., ιδίως των τελευταίων συλλογών, και η ευκολία σύνθεσης ανάλογων ποιημάτων. Οι πάντες, αν διαθέτουν, έστω και την παραμικρή αίσθηση της γλώσσας και παιγνιώδη μίμηση, μπορούν να συνθέσουν ανάλογα στιχουργήματα, κι αυτό συνέβη σε ανθρώπους, που συνδύασαν την ομολογία τού σεξουαλικού τους προσανατολισμού με τον δανεισμό και την υποταγή σ’ αυτό το είδος τής χριστιανοπουλικής ποίησης, εξασφαλίζοντας ανείπωτη χαρά και ενθουσιασμό του ιδίου του Ν. Χ., του οποίου ανέκαθεν η κύρια πρεμούρα ήταν, όπως ήδη ειπώθηκε, να δημιουργήσει με το ζόρι ποιητική σχολή. Αυτό κι αν είναι τραγωδία: Να αδιαφορείς παντελώς για την ήδη γνωστή και καθιερωμένη Ποίηση με την απέραντη ποικιλία φωνών, που αυτή διαθέτει σε παγκόσμιο ή σε εγχώριο επίπεδο, και να αυτομολείς στην ολίγιστη και τόσο φτηνή της κατάθεση της ποίησης του Ν. Χ.. Εκτός από τεράστια ανοησία, αυτό αποδεικνύει και την παντελή έλλειψη ταλέντου και ενημέρωσης εκ μέρους αυτού που γράφει και τολμά μάλιστα να δημοσιεύει συλλογές με τέτοια ποιήματα.
3) Η δύναμη του Ν. Χ στο λογοτεχνικό κατεστημένο τής Θεσσαλονίκης, χαλκευμένη με τα χρόνια, χωρίς κανένα αντίλογο, ως ιδρυτή περιοδικού και συγχρόνως των εκδόσεων «Διαγωνίου». Μέχρι και βιβλιοπωλεία τής πόλης επιστρατεύτηκαν για την υποστήριξή του με τεράστια πόστερ του στην τζαμένια είσοδο και στις προθήκες τους ως ο αναμφισβήτητα μοναδικός ποιητής της πόλης. Αυτά και μόνο ήταν σημαντικά στοιχεία αναγκαστικής επιβολής σε βάρος φυσικά των υπόλοιπων λογοτεχνών, που σαφώς υπερτερούσαν, μαζί με τις αυθαίρετες, κακεντρεχείς απόψεις που κατά καιρούς ξεστόμιζε για άλλους λογοτέχνες, ντόπιους και μη (μια τρομοκρατία άνευ προηγουμένου), οι οποίες όχι μόνο υιοθετήθηκαν, αλλά και παγιώθηκαν από τους ακόλουθους υποστηρικτές του. (Πόσες και πόσες φορές δεν έγινε ο Λεωνίδας μάρτυρας αψιμαχίας οπαδών του στα γνωστά βιβλιοπωλεία της συμπρωτεύουσας με σκοπό την αποδόμηση βιβλίων άλλων λογοτεχνών που έκαναν αίσθηση). Η απαράδεκτη αυτή συμπεριφορά του σε πολλές εκδηλώσεις τής ζωής έγινε σταδιακά το εφαλτήριο επίθεσης πολλών οπαδών κατά λογοτεχνών που δεν συμφωνούσαν με το καταστατικό τής γραφής τής «Σχολής Διαγωνίου», αλλά και από τον ίδιο τον Ν. Χ. εντελώς αυθαίρετα, εναντίον δημοσιογράφων των κρατικών και ιδιωτικών καναλιών, όταν θέλησαν να του πάρουν συνέντευξη (είναι ήδη γνωστές οι ειρωνείες τού Ν. Χ. στους δημοσιογράφους τής τηλεόρασης, ειδικά στον Στάθη Τσαγκαρουσιάνο και στην Πόπη Τσαπανίδου), ίσως με κρυφό πόθο τού καναλιού μήπως και παρεκτραπεί η συζήτηση και καταφέρει να πουλήσει κανένα γαλακτοκομικό προϊόν, ή σαμπουάν για τα μαλλιά, που υπόσχεται για τους αθώους τηλεθεατές σε σύντομο χρόνο σίγουρη απόκτηση πλούσιας και στιλπνής τριχοφυῒας Νεάτερνταλ. Με το πλήρωμα του χρόνου, από ο πιο σημαντικός ποιητής της πόλης, έδινε ολοένα την εντύπωση του γραφικού κονφερανσιέ. Εξάλλου, σε μια πόλη, όπου το ξαφνικό και το αναπάντεχο είναι πια νόμος, όπως είναι η Θεσσαλονίκη, συναντάς πολύ εύκολα στο διάβα σου καλοθελητές αντιπάλους – είναι σχεδόν αδύνατο να ξεφύγεις, αν από παλιός οπαδός και υποστηρικτής ενός κατεστημένου, που κακοφόρμισε με ανίερες τακτικές, μετατραπείς με τον καιρό σε δριμύ του κατήγορο. Το μάτι, το αφτί και το στόμα, ανέκαθεν καραδοκούσαν για να σε κάνουν στόχο, αν έκοβες κάθε επαφή από την καθιερωμένη γραμμή οποιασδήποτε σέχτας, και μάλιστα λογοτεχνικής, που έμαθε να επιβιώνει με τα δικά της μέτρα και σταθμά εντός στενού κι επαρχιακού ντεκόρ.
Αυτές ήταν κατά κανόνα οι κυριότερες αιτίες τής κατίσχυσης του Ν. Χ., το διάστημα 1985-2020, που δεν έχουν να κάνουν με την αξία των πρώτων συλλογών του, όπως δικαιολογημένα μπορεί να πει κάποιος, όσο με τη γραφική του συμπεριφορά, που συνάδει με την σταδιακή και κρημνώδη κατολίσθηση της ποίησης του. Συγκρίνοντας, τώρα, συνολικά το έργο του με αυτό των άλλων ομοτέχνων σε Θεσσαλονίκη, Αθήνα και αλλαχού τής χώρας, διαπιστώνουμε πως υπολείπτεται κατά πολύ, σε ό,τι αφορά τα περιχαρακωμένα όρια της ποιητικής του τέχνης, η οποία λόγω του ρεαλισμού, ποτέ δεν απέκτησε την εσωτερική εκείνη ανάταση της γνήσιας ποίησης, που πασχίζει να δει πιο καταλυτικά και ευρύτερα το προσωπικό δράμα του σύγχρονου εκπεσόντος ανθρώπου, που δεν διαθέτει μόνο ερωτικά ναυάγια. Η ποίησή του είναι λελογισμένη, χώρια που δίνει την εντύπωση μετάφρασης αδύνατων ποιημάτων στα ελληνικά από ξένη γλώσσα. Με άλλα λόγια, δικαίως θεωρείται για αρκετούς ο Ν. Χ. υπερεκτιμημένος, του οποίου η φήμη εκτοξεύθηκε από συγκυρίες και επίμονα τεχνάσματα φίλων και ακολούθων, των οποίων η καλλιτεχνική καριέρα στηρίχθηκε στη χρόνια αλληλοϋποστήριξη, που τελεσίδικα προκάλεσε και την αμοιβαία αποδοχή. Επειδή γνωρίζουμε τι ακριβώς επικρατεί στα δρώμενα της Ποίησης στις πολιτείες των ΗΠΑ, λογοτέχνες ανάλογης τεχνικής και οπτικής με τον Ν. Χ. δεν θα είχαν μέλλον, παρά το πολύ εντός της μικρής κωμόπολης στην οποία ζούσαν,[74]αν δεν είχαν εκτοπιστεί στο μεταξύ. Συνεχίζοντας, θεωρούμε επίσης άκρως προκλητική και εντελώς απαράδεκτη την τιμητική αγόρευσή του ως διδάκτορα του ΑΠΘ τον Ιούνιο 2011, για το σύνολο του έργου του, πράξη ίσως συντεχνιακή, για την οποία, όπως είπε, πιέστηκε πολύ από πανεπιστημιακούς φίλους να τη δεχτεί (αν και ο ίδιος δήλωνε πάντα εναντίον των βραβείων και των τιμών), παρ’ όλες τις σοβαρότατες ενστάσεις πολλών πανεπιστημιακών για τη βράβευσή του. Αναρωτιόμαστε αν το ΑΠΘ θα τιμούσε σήμερα, αν ζούσαν, σπουδαία ονόματα της Θεσσαλονίκης, όπως ο Νίκος Αλέξης Ασλάνογλου, ο Γιώργος Ιωάννου, ο Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης, ο Νίκος Μπακόλας, κ.α. Όμως η γενική παρακμή και η έκπτωση των πάντων της εποχής μας, ειδικά της πολιτικής, των θεσμών και των ανθρωπίνων σχέσεων, ερμηνεύει δικαίως ανάλογες ενέργειες, στις οποίες το ολίγιστο, το φτηνό και το εύκολο θεωρείται σημαντικό, ίσως επειδή δεν είμαστε πια ικανοί λόγω εκούσιας τύφλωσης να διακρίνουμε το αυθεντικό. Ὤδινεν ὄρος καὶ ἔτεκε μῦν,[75] λοιπόν. Όμως, κακά τα ψέματα, ενδέχεται να συμβαίνει και το παρακάτω: Μεγάλος σε ηλικία λογοτέχνης, μεγάλη και η φιλοδοξία του. To παντός είδους κυνηγητό για την επικράτηση του ονόματός του ίσως ν’ αποδεικνύει τη βαθιά του πίστη πως το έργο του ανέκαθεν έπαιρνε νερά.
Port Elizabeth, Motherwell, May -July 2021
____________________________
[1] Η Ελισάβετ Μεγαπάνου-Πρίφτη (1968-) είναι καθηγήτρια σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού.
[2] Ντίνος Χριστιανόπουλος (1931-2020). Έργα: 1]. Ποίηση: Εποχή των ισχνών αγελάδων, Κοχλίας, Θεσσαλονίκη 1950 * Ξένα γόνατα-Ποιήματα 1950-1955, Θεσσαλονίκη 1957 * Ανυπεράσπιστος καϋμός, Ποιήματα, Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος 1960 * Ποιήματα 1949-1960, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1962 * Το κορμί και το σαράκι, Ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1964 * Ποιήματα 1949-1964, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1964 * Προάστια-Ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1969 * Το κορμί και το μεράκι, Ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1970 * Στιχάκια του στρατού (σημείωμα-ανθολόγηση), ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1973 * Ποιήματα 1949-1970, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1974 * Μικρά ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1975 * Ιστορίες του γλυκού νερού, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1980 * Το αιώνιο παράπονο-Ποιήματα και τραγούδια, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1981 * Νέα ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1981 (και σε β’ έκδοση με τίτλο Νεκρή πιάτσα-Πεζά Ποιήματα Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1984 *Δώδεκα τραγούδια εικονογραφημένα με ξυλογραφίες του Νίκου Νικολαΐδη, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1984 * Ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1985, 19922, 19983 * Νεκρή πιάτσα- Νεώτερα ποιήματα (1990-1996), Μπιλιέτο, Παιανία 1997 * Το κορμί και το σαράκι-Νεώτερα ποιήματα (1990-1996), Μπιλιέτο, Παιανία 1997 * Η πιο βαθιά πληγή, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1998, Ποιήματα, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004 * Πεζά ποιήματα, Ιανός Θεσσαλονίκη 2004 * Μικρά ποιήματα, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004, Παράξενο, πού βρίσκει το κουράγιο κι ανθίζει Λευκωσία, Αιγαίον 2011, 2]. Μελέτες-Δοκίμια: «Κάρολος Τσίζεκ, Μια παρουσίαση από τον Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Ηλία Πετρόπουλο», ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1959 * «Ιστορική και αισθητική διαμόρφωση του ρεμπέτικου τραγουδιού», ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1961 * «Έκθεσις βιβλίων περί Θεσσαλονίκης, Επιτροπή Πνευματικών Εκδηλώσεων εορτασμού πεντηκοστής επετείου από της απελευθερώσεως της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1962 * «Δοκίμια σειρά πρώτη», Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1965 * «Στρατής Δούκας», ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1969 * «Τα γλυπτά της νεώτερης Θεσσαλονίκης» (έρευνα με τη συνεργασία του Ι. Βλαχόπουλου και φωτογραφίες του Δημήτρη Τσίτου), ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1969 * «Ο ζωγράφος Γιώργος Παραλής» (εισαγωγή – επιλογή έργων), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1971 * «Ο ζωγράφος Στέλιος Μαυρομάτης» (εισαγωγή-επιλογή έργων), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1971 * «Τα πρώτα λογοτεχνικά περιοδικά της Θεσσαλονίκης (1921-1924)», ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1975 * «Ο ζωγράφος Κάρολος Τσίζεκ» (εισαγωγή), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1976 * «Ν. Μουτσόπουλος, Αναμνήσεις» (Σχέδια) (πρόλογος-επιλογή), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1976* «Βασίλειος Λαούρδας, Φιλολογικά δοκίμια (εισαγωγή-επιλογή κειμένων)», Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1977 * «Αποθήκη Α’, Βιβλιοκρισίες», Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1978 * «Οι μεταφράσεις του “Ύμνου εις την Ελευθερίαν” του Σολωμού, Βιβλιογραφία-Πληροφορίες Σχόλια», ανάτυπο από τον τόμο «Αφιέρωμα στον καθηγητή Λίνο Πολίτη», Θεσσαλονίκη 1978, «Μελχιόρ Φρόμελ 34 σχέδια» (πρόλογος-επιλογή) Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1979 * «Λογοτεχνικά βιβλία και περιοδικά που τυπώθηκαν στη Θεσσαλονίκη (1850-1950)», Πρώτη καταγραφή, ανάτυπο από το περ. Διαγώνιος Θεσσαλονίκη 1980 *«Ελληνικές εκδόσεις στη Θεσσαλονίκη επί Τουρκοκρατίας (1850-1912)», πρώτη καταγραφή, ανάτυπο Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1986 * «Ζωγράφοι της Διαγωνίου» (εισαγωγή-επιλογή), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1983 * «Ο Αμπεντίν πασάς και ένα ελληνικό ποίημά του», ανάτυπο από τον πρώτο τόμο της επετηρίδας του κέντρου «Ιστορίας της Θεσσαλονίκης», Η Θεσσαλονίκη 1985 * «Διαγώνιος, Τριάντα χρόνια προσφοράς, Έκθεση τευχών και εκδόσεων του περιοδικού Διαγώνιος (1957-1986)», Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, Θεσσαλονίκη 1986, * «Εναντίον, Τρία κείμενα του Γιάννη Σκαρίμπα και του Ντίνου Χριστιανόπουλου», Άγρα, Αθήνα 1986 * «Χρειάζεται πολλή δουλειά ακόμη», προτάσεις για τη μελέτη των καλών τεχνών στη Θεσσαλονίκη, ανάτυπο από τον τόμο «Συμπόσιο για την τέχνη του Τελλογλείου Ιδρύματος» Αθήνα 1986 * «Η ποίηση στη Θεσσαλονίκη από το 1913 ως το 1940» (μελέτη-ανθολογία-βιβλιογραφία), ανάτυπο από τον τόμο «Η Θεσσαλονίκη μετά το 1912 του κέντρου «Ιστορίας Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1986 * «Εκατό χρόνια λογοτεχνικού περιοδικού στη Θεσσαλονίκη (1889-1989) Έκθεση λογοτεχνικών περιοδικών Θεσσαλονίκης, Δημοτική Βιβλιοθήκη Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1986» * «Φαίδων ο Πολίτης Ποιήματα» (εισαγωγή-επιλογή), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1988 * «Συμπληρώνοντας κενά: Σολωμός-Καβάφης-Καββαδίας-Δούκας-Λαούρδας, Φιλολογικές μελέτες», Ρόπτρον, Αθήνα 1988 * «Με τέχνη και με πάθος», δοκίμια Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1989 * «Τα αλαμπουρνέζικα ή η γλώσσα των σημερινών κουλτουριάρηδων – Μια συζήτηση με τον Περικλή Σφυρίδη», Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1990 * «Οι προγραμματισμένοι στο χαμό, ποιήματα Θεσσαλονικέων ποιητών για την καταστροφή των Εβραίων της Θεσσαλονίκης-Επιλογή», Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1990 * «Εισαγωγή στα ρεμπέτικα», Θεσσαλονίκη 1991 * «Το επ’ εμοί», δοκίμια, Μπιλιέτο, Αθήνα 1993 * «Εναντίον», δοκίμια Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1993 * «Καλλιτεχνικά Θεσσαλονίκης-Μελέτες και Σημειώματα», Ιανός, Θεσσαλονίκη 2002 * «Εναντίον-Δοκίμια», Ιανός, Θεσσαλονίκη 2012. 3]. Πεζογραφία: Πίσω απ’ την Αγιά Σοφιά, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1997 * Η κάτω βόλτα, Διηγήματα Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1963 (εμπλουτισμένη έκδοση:, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004 και 2016) * Οι ρεμπέτες του ντουνιά, Μικρά πεζά, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1986, (εμπλουτισμένη έκδοση: Ιανός, Θεσσαλονίκη 2004 και 2016), * Θεσσαλονίκην οὖ μ’ ἐθέσπισεν (αυτοβιογραφικά κείμενα), Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999, 20082. 4]. Μεταφράσεις-Διασκευές (επιλογή): Εντευκτήριο, Μεταφράσεις ποιημάτων, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1966 * Τρία παραμύθια, Σπουδές λαϊκού λόγου (διασκευές), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1989 * Το Άγιο Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο, Το Ροδακιό, Αθήνα 1997 * Εντευκτήριο Ι, Μεταφράσεις ποιημάτων, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2007 * Εντευκτήριο ΙI, Μεταφράσεις ποιημάτων, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2007 * Το Άγιο και Ιερό Ευαγγέλιο κατά τον Ματθαίο, Μεταφράσεις, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2012. 4]. Ανθολόγια-Μουσική: Το 1998 δημιούργησε το λαϊκό μουσικό συγκρότημα «Η παρέα του Τσιτσάνη», προς τιμή του θρυλικού Βασίλη Τσιστάνη, τον οποίο θεωρούσε ως τον σπουδαιότερο εκπρόσωπο της ρεμπέτικης μουσικής. Επίσης: Ανθολόγια Τραγουδιών του Βασίλη Τσιτσάνη, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2009 * Τα τραγούδια του Ντίνου Χριστιανόπουλου – Το αιώνιο παράπονο & Με τέχνη και με πάθος, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2012.
Υ.Γ. (1). Το αρχείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου χαρίστηκε τον Οκτώβριο του 2016 στο ΑΠΘ μαζί με τη «Συλλογή Γιάννη Μέγα» στη Βιβλιοθήκη και στο Κέντρο Πληροφόρησης του ΑΠΘ. Η δωρεά περιλαμβάνει το αρχείο του Ντίνου Χριστιανόπουλου, το οποίο περιέχει βιβλία, ολόκληρη σειρά από αδημοσίευτα ποιήματα, λογοτεχνικά κείμενα, χειρόγραφα έργων, το αρχείο του περιοδικού Διαγώνιος, 52 ετήσια ημερολόγια (1953-2006), την αλληλογραφία του, τεράστιο φωτογραφικό υλικό, πίνακες, αρχείο με τις συνεντεύξεις που έδωσε ο ίδιος σε ραδιόφωνα και τηλεοράσεις, κι ένα πολύ σημαντικό αρχείο συναυλιών και ηχογραφήσεών του κυρίως σε σχέση με τον Τσιτσάνη.
Υ.Γ. (2). Ο Ντίνος Χριστιανόπουλος πέθανε στις 11.8.2020. Δυο μέρες μετά, ύστερα από τη νεκρώσιμη ακολουθία στον Ιερό Ναό Κοιμήσεως της Θεοτόκου στις 40 Εκκλησίες, αναπαύτηκε στο νεκροταφείο Αναστάσεως του Κυρίου του Δήμου της Θέρμης. Στην όρθια πλάκα του τάφου του, γκρίζου χρώματος, λένε πως δεν υπάρχει ο Σταυρός του Κυρίου, του οποίου το όνομα δανείστηκε για το ψευδώνυμό του Χριστιανόπουλος, περιφρονώντας συγχρόνως και την προσφορά της Εκκλησίας στην Κατοχή με τα κοινωνικά σισίτια, ώστε να μην πεθάνει από την πείνα, παρά μόνο στην πλάκα πάνω υπήρχε το εγχάρακτο σχέδιο μιας γάτας, με τις οποίες έζησε κατά διαστήματα: Τη Τζούλη, τη Τσογλανίτσα, τον Ανανία, τον Αζαρία, τον Ιεχονία, το Γκαβό, τη Ζωίτσα, τον Αλιφραγκή, τη Μαυρούλα, τη Μιτσούκο), καθώς και το κοινότοπο δίστιχο: «Και τι δεν κάνατε για να με θάψετε / όμως ξεχάσατε πως ήμουν σπόρος». Αξίζει να σημειωθεί πως η κηδεία του δεν έγινε δημοσία δαπάνη, όπως υποσχέθηκε ο Δήμος Θεσσαλονίκης, αλλά όλα τα έξοδα τα ανέλαβε ο στενός συγγενής του, ο κ. Γιάννης Μέγας.
[3] Η εργασία αυτή δεν θα έβλεπε το φως της δημοσιότητας χωρίς την αμέριστη φροντίδα του αγαπημένου φίλου, του Λεωνίδα Κ., ο οποίος, σε δίμηνο ταξίδι του τον Δεκέμβριο και Ιανουάριο του 2021 στη χώρα μας (πάντα έφευγε από την Ελλάδα εφοδιασμένος με βιβλία της πρόσφατης λογοτεχνικής παραγωγής), μου εμπιστεύτηκε τόσο τις σημειώσεις του, τις πληροφορίες σχετικά με τον Ν.Χ., και όλο το καταγεγραμμένο κλίμα του «Κύκλου της Διαγωνίου», το οποίο προσπάθησα να βάλω με το κείμενο αυτό σε τάξη. Αξίζει να σημειωθεί πως αυτή την εργασία αρχικά ο Λεωνίδας την προόριζε για τον φίλο ελληνιστή, Τηλέμαχο Δερμών, επιθυμώντας να τη δημοσιεύσει με το δικό του όνομα, ο οποίος τελικά αρνήθηκε, θεωρώντας πως δεν άξιζε καν τον κόπο να ασχοληθεί κανείς με τον Ν.Χ. και τη «Σχολή της Διαγωνίου», επειδή τα προϊόντα της σχολής τα θεωρούσε εκκολαπτήριο της δημοσιογραφικής παραλογοτεχνίας – μέγα λάθος κατά τη γνώμη μας. Δυστυχώς όμως, η μοίρα επεφύλασσε για τον Λεωνίδα άσχημη εξέλιξη: Παρ’ όλη την ιατρική φροντίδα για την αντιμετώπιση του διαβήτη Ι από την οποία έπασχε, η υγεία επιδεινώθηκε μετά την επιστροφή του στην Αφρική, αφήνοντας την τελευταία του πνοή στις 28.3.2022 σε ηλικία 69 ετών από κετοξέωση στην ιατρική κλινική «Milnerton» του Κέιπ Τάουν. Θυμάμαι πως τηλεφωνικά επέμενε να μην βάλω το όνομά του σ’ αυτό το κείμενο παρά το δικό μου – βασανίστηκα επί μήνες ίσαμε να πάρω την απόφαση να σεβαστώ την επιθυμία του..
[4] Στο εξής, στο κυρίως κείμενο, αλλά και στις σημειώσεις, το όνομα του Ντίνου Χριστιανοπουλου θα αποδίδεται με τ’ αρχικά Ν.Χ.
[5] Η άψογη γνώση της αγγλικής του επέτρεπε να γίνει συνδρομητής σε δύο επιφανή λογοτεχνικά περιοδικά: 1] Oxford Poetry που ίδρυσε το 1910 ο Basil Blackwell. Στους κατά καιρούς εκδότες περιλαμβάνονται οι Dorothy L. Sayers, Aldous Huxley, Robert Graves, Vera Brittain, Kingsley Amis, Anthony Thwaite, John Fuller και Bernard O’ Donoghue. Μεταξύ των ποιητών που δημοσίευαν περιλαμβάνονται οι Fleur Adcock, A. Alvarez, W. H. Auden, Anne Carson, Nevill Coghill, David Constantine, Robert Crawford, Graham Greene, Seamus Heaney, Craig Raine κ.α. και 2] Modern Poetry in Translation (1965-2003), που ίδρυσαν το 1965 οι ποιητές Ted Hughes και Daniel Weissbort με δημοσιεύσεις της σύγχρονης ποίησης, μεταφρασμένης στα αγγλικά από όλον τον κόσμο.
[6] Τα περιοδικά Διαγώνιος (1958-1983) του Ν.Χ. και Νέα Πορεία (1955-2007) του λογοτέχνη Τηλέμαχου Αλαβέρα υπήρξαν σημαντικά και πρωτοπόρα για την εποχή τους λόγω της εμφάνισης νέων λογοτεχνών και μεταφράσεων. Την καλλιτεχνική διεύθυνση του περιοδικού Διαγώνιος και των εκδόσεών της την είχε αναλάβει ο Κ. Τσίζεκ, ο παλιός συνεργάτης του περιοδικού Κοχλίας (1945-1948), Τσέχος ζωγράφος, ποιητής, πεζογράφος, πολύγλωσσος, μεταφραστής και καθηγητής της Ιταλικής γλώσσας στο ΑΠΘ, άνθρωπος ξεχωριστού ήθους, ο οποίος ανέλαβε να φιλοτεχνήσει τα εξώφυλλα του περιοδικού. Για τους πολύ νέους που δεν γνωρίζουν, η ιστορία της Διαγωνίου έχει ως εξής: 1]: Πρώτη περίοδος (1958 – 1962) που, εκτός από το Ντίνο Χριστιανόπουλο και τον Κάρολο Τσίζεκ, οι βασικότεροι συνεργάτες ήταν οι Ν. Αλ. Ασλάνογλου, Γ. Ιωάννου, Ηλ. Πετρόπουλος, Ν. Καχτίτσης κ.α. Ο Ν. Χριστιανόπουλος παρουσίασε ποιητές της Θεσσαλονίκης, ενώ ο Κ. Τσίζεκ Τσέχους λογοτέχνες του Μεσοπολέμου. 2]: Δεύτερη περίοδος (1965-1969), που πρωτοστάτησαν οι Ν. Αλ. Ασλάνογλου, Τ. Κόρφης, Σ. Παπαδημητρίου, Τ. Καζαντζής κ.α. Δόθηκε επίσης έμφαση στην παράδοση με τη δημοσίευση πολλών δημοτικών τραγουδιών, στην παρουσίαση ποιητών του μεσοπολέμου από τον Τ. Κόρφη, και στην αναδημοσίευση έργων του Στρατή Δούκα. Ο Σ. Παπαδημητρίου παρουσίασε για πρώτη φορά άρθρα για τη τζαζ, ο Κ. Τσίζεκ Θεσσαλονικείς καλλιτέχνες, ενώ ο Ν. Χριστιανόπουλος με τον Τ. Καζαντζή κράτησαν τη στήλη της κριτικής. 3]: Τρίτη Περίοδος (1972-1976), όπου, εκτός από τους παλαιότερους εμφανίστηκαν και νεώτεροι, όπως οι Κ. Ριτσώνης, Β. Καραβίτης, Χανελόρε Όξ και άλλοι. Την περίοδο αυτή ο Ν. Χ. παρουσίασε μεταπολεμικούς ποιητές, η Χανελόρε Οξ Γερμανούς μεταπολεμικούς λογοτέχνες, κατά προτίμηση ποιητές, οι Κ. Κύρου, Β. Καραβίτης και Κ. Τσίζεκ προσεγμένες μεταφράσεις, ενώ η Σοφία Καζάζη τη στήλη της κριτικής των εικαστικών τεχνών. 4]: Την Τέταρτη και τελευταία περίοδο (1979-1983) εμφανίστηκαν νέοι λογοτέχνες, όπως οι Περικλής Σφυρίδης και Τάσος Καλούτσας, σύγχρονοι Γερμανοί λογοτέχνες σε μετάφραση της Χανελόρε Οξ, καθώς και ανάλογες των Κ. Κύρου, Β. Καραβίτη και Κ. Τσίζεκ. Στις τέσσερις αυτές περιόδους, δημοσιεύτηκαν για πρώτη φορά πάνω από εκατό περίπου Έλληνες αξιόλογοι νέοι λογοτέχνες, από τους οποίους, ελάχιστοι κατάφεραν ν’ αποκτήσουν ξεκάθαρο, προσωπικό στίγμα και να διαφοροποιηθούν.
Υ.Γ. Στο κείμενο, η λέξη Διαγώνιος μπαίνει με πλάγια Διαγώνιος, κάθε φορά που δηλώνεται το περιοδικό Διαγώνιος, ενώ με όρθια, όταν δηλώνονται οι ομώνυμες εκδόσεις Διαγωνίου.
[7] Για το στήσιμο του περιοδικού Διαγώνιος πολύτιμοι αποδείχθηκαν και οι συνεργάτες του Ν.Χ., που ο ίδιος τους απαξίωσε με την παρακάτω δήλωση το 1983, όταν αναγκάστηκε να κλείσει το περιοδικό λόγω της φορολογικής αυθαιρεσίας του κράτους: «Γιατροί, δικηγόροι και δημοσιογράφοι χρησιμοποιούν το περιοδικό μου για να εμφανίζονται σαν λογοτέχνες».
[8] Νίκος Γαβριήλ Πεντζίκης (1908-1993). Έργα: Πεζογραφία: Ανδρέας Δημακούδης και άλλες μαρτυρίες χαμού και δεύτερης πανοπλίας, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1982, (α’ έκδ. 1935) * Ο πεθαμένος και η Ανάσταση, Άγρα, Αθήνα 1987, (α΄έκδ.1944) * Πραγματογνωσία και άλλα επτά κείμενα μυθοπλασίας νεωτερικής, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1984, (α΄έκδ.1950) * Βορυφρύνη, Άγρα, Αθήνα 1982 * Αρχιτεκτονική της σκόρπιας ζωής και άλλα μεταγενέστερα κείμενα, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1987, (α΄ έκδ. 1963) * Το μυθιστόρημα της κυρίας Έρσης, Άγρα, Αθήνα 1992, (α΄έκδ.1966) * Μητέρα Θεσσαλονίκη, Κέδρος, Αθήνα 1994, (α΄ έκδ. 1970)* Προς εκκλησιασμό, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1986(α΄ έκδ. 1970), * Συνοδεία, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1984, (α΄ έκδ. 1971) * Ομιλήματα, Ακρίτας, Αθήνα 1992 (α΄εκδ. 1972) * Σημειώσεις εκατό ημερών, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988, (α΄ έκδ.1973) * Αρχείον, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1991, (α΄ έκδ. 1974) * Παλαιότερα ποιήματα και νεώτερα πεζά, Α.Σ.Ε, Θεσσαλονίκη 1988, (α΄ έκδ.1980) * Πόλεως και νομού Δράμας παραμυθία, Άγρα, Αθήνα 1999, (α΄ έκδ.1981) *Υδάτων υπερεκχείλισις, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990.
Υ.Γ. Τον Σεπτέμβριο του 1982, ο Λεωνίδας συνάντησε αναπάντεχα τον Νίκο Γαβριήλ Πεντζίκη στη Μονή Σταυρονικήτα του Αγίου Όρους. Έδειχνε καταβεβλημένος, βαστούσε βακτηρία, και συνοδευόταν από φίλο. Ο Πεντζίκης, σε μια στιγμή, κάνοντας ένα χωρατό, ρώτησε το λιγοστό πλήθος των μαζεμένων επισκεπτών τι σήμαινε η φράση «πάνυ μὲν οὖν» που συνηθίζεται στους Διαλόγους του Πλάτωνα. Όταν Λεωνίδας του είπε πως σήμαινε «βεβαιότατα», ο Πεντζίκης απάντησε με σιγουριά αστειεύομενος: «Όχι, μυαλά πανέ, σημαίνει!». Η διευκρίνιση του Λεωνίδα πως αυτό το αστείο το είχε πει πολύ παλιά ο Αντρέ Μπρετόν στην παρέα του και πως δεν ήταν δικό του, προκάλεσε μεγάλη εχθρότητα στον Πεντζίκη, αποκαλύπτοντας ένα χαρακτήρα επιθετικό και δυστυχώς επηρμένο για ορθόδοξο χριστιανό.
[9] Ζωή Καρέλλη (1901-1998): Έργα: 1] Ποίηση: Πορεία Ι., Πυρσός, Αθήνα 1940 * Η εποχή του θανάτου. (Εκδοχές και παρατηρήσεις)., Κοχλίας, Θεσσαλονίκη 1948 * Φαντασία του Χρόνου, Θεσσαλονίκη 1949 * Της Μοναξιάς και της Έπαρσης, Θεσσαλονίκη 1951 * Χαλκογραφίες και Εικονίσματα, Θεσσαλονίκη 1952 * Κασσάνδρα και άλλα ποιήματα, Αθήνα 1955 * Το πλοίο, Αθήνα 1955 * Παραμύθια του Κήπου, Αθήνα 1955 * Αντιθέσεις, Δίφρος, Αθήνα 1957 * Ο Καθρέφτης του Μεσονυκτίου, Δίφρος, Αθήνα 1958 * Το σταυροδρόμι, 1973 * Τα Ποιήματα, τόμ. Α΄ (1940-1955), τόμ. Β΄ (1955-1973), Οι εκδόσεις των Φίλων, Αθήνα 1973 * Για τα λουλούδια, Ροές, Αθήνα 1988 * Για τη σελήνη, Ροές, Αθήνα 1988 * Για τον άνεμο, Ροές Αθήνα 1988 * Μικρό ανθολόγιο, Επιλογή, Πρόλογος: Αλέξανδρος Κοσματόπουλος, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1988 * Ποιήματα. Εισαγωγή – Ανθολόγηση Ξ.Α. Κοκόλης, Ερμής, Αθήνα 1996, («Ανθολόγος Ερμής», αρ. 7). 2] Θέατρο: Ο Διάβολος και η 7η εντολή, Δίφρος, Αθήνα 1959 * Ικέτιδες, Δίφρος, Αθήνα 1962 * Σιμωνίς Βασιλόπαις του Βυζαντίου (1965) * Ορέστης 1971 * Η Φεβρωνία κι ο Άγγελος (περ. Νέα Πορεία, τχ. 215-218, Ιαν.-Απρ. σσ.13-34, Θεσσαλονίκη 1973,). 3] Δοκίμια: «Περί αμφιβολίας», 1958 * «Το απόλυτο στο έργο του Κλωντέλ», 1959 * «Περιμένοντας τον Γκοντό ή Το πάθος της αδράνειας», 1967 * «Περί ελευθερίας και ενθουσιασμού στην ποίηση, Παρατηρήσεις Α’», Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1982 * «Παρατηρήσεις», Αθήνα, Αστρολάβος / Ευθύνη, 1982, «Παρατηρήσεις Β΄», Αστρολάβος / Ευθύνη, Αθήνα 1994.
[10] Κλείτος Κύρου (1921 – 2006): Έργα: 1]. Ποίηση: Αναζήτηση – Αναμνήσεις μιας αμφίβολης εποχής, τυπ. Θ. Γραικόπουλου, Θεσσαλονίκη 1949 * Σε πρώτο πρόσωπο, Θεσσαλονίκη 1957 * Κραυγές της νύχτας, Θεσσαλονίκη 1960 * Κλειδάριθμοι (πολύ σημαντικό) Σφακιανάκης, Θεσσαλονίκη 1963 * Απολογία, Θεσσαλονίκη 1966 (και β’ έκδοση συμπληρωμένη, Θεσσαλονίκη 1976, * Οι κατασκευές 1949-1974, Κέδρος, Αθήνα 1980 * Τα πουλιά και η αφύπνιση, Νεφέλη, Αθήνα 1987 * Περίοδος χάριτος και άλλα ποιήματα, Χειρόγραφα, Θεσσαλονίκη 1992 * Ο πρωθύστερος λόγος, Αίγειρος, Θεσσαλονίκη 1996 * Εν όλω – Συγκομιδή 1943-1997 (συγκεντρωτική έκδοση), Άγρα, Αθήνα 1997 * 2]. Πεζά: Οπισθοδρομήσεις. Αναδρομή ζωής, (αυτοβιογραφικό), 2001. 3]. Μεταφράσεις-Ποίηση-Θέατρο: Νέοι άγγλοι ποιητές, Θεσσαλονίκη 1945 * F. G. Lorca, Δύο Ωδές – Ωδή στον Salvador Dali & Ωδή στον Walt Whitman (απόδοση: Κλείτος Κύρου – Μανώλης Αναγνωστάκης), Θεσσαλονίκη 1948 * F. G. Lorca – R. Alberti, Μοιρολόι για τον Ιγνάτιο Σάνχεθ Μεχίας, Ποιητική Τέχνη, Θεσσαλονίκη 1950 * A. Mac Leish, Η Πύλινη Υδρία, ανάτυπο Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1958 * G. Apollinaire, Ζώνη, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1962 * T.S. Eliot, Η Τετάρτη των Τεφρών, ανάτυπο Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1965 * B. Cendrars, Η πρόζα του Υπερσιβηρικού και της μικρής Ιωάννας της Γαλλίας, Δίφρος, ανάτυπο από περ. Καινούρια Εποχή, Αθήνα 1965 * G. Apollinaire, Ποιήματα (μεταφράσεις: Φανή Κισκήρα, Τόλης Καζαντζής, Κλείτος Κύρου), ανάτυπο Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1967 * T.S. Eliot, Η Τετάρτη των Τεφρών και Τα τραγούδια του Άριελ, Θεσσαλονίκη 1971 * Auden, Ποιήματα, Θεσσαλονίκη 1973 * A. Mac Leish, Ποιήματα, 1973 * Ξένες φωνές, Κέδρος, Αθήνα 1979 * Έλιοτ Τ. Σ., Τέσσερα κουαρτέτα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1981 * Έλιοτ Τ. Σ., Burnt Norton, Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών (εκτός εμπορίου με δέκα εικόνες του Γ. Σκαράκη), Αθήνα 1988 * Έλιοτ Τ. Σ., Η Τετάρτη των τεφρών – Τα τραγούδια του Άριελ – Τέσσερα κουαρτέτα (συγκεντρωτική έκδοση), Ρόπτρον, Αθήνα 1988, * Έλιοτ Τ. Σ., Ρημαγμένη γη, Ύψιλον, Αθήνα 1990 * F. G. Lorca, Σαν περάσουν πέντε χρόνια, 1962, * Τζων Φορντ, Κρίμα που είναι πόρνη, Νεφέλη, Αθήνα 1986, * Μάρλοου Κρίστοφερ, Δόκτωρ Φάουστους, Άγρα 1990, * Σέλλεϋ Μπυς Πέρσυ, Οι Τσέντσι, Άγρα, Αθήνα 1993.
[11] Πρόδρομος Μάρκογλου (1935-): Γενήθηκε στην Καβάλα, αλλά ζει στη Θεσσαλονίκη. Έργα: 1] Ποίηση: Έγκλειστοι 1962 * Χωροστάθμιση, 1965 * Τα κύματα και οι φωνές, 1971, Το δόντι της πέτρας, 1975 * Συνοπτική διαδικασία, 1980 * Έσχατη Υπόσχεση. Ποιήματα 1958-1978, συγκεντρ. Έκδ. 1984 * Πάροδος Μοναστηρίου, 1989 * Σημειώσεις για ποιήματα που δε γράφτηκαν, 1993 * Έσχατη Υπόσχεση. Ποιήματα 1958-1992, συγκεντρ. Έκδ 1996, Ονείρων κοινοκτημοσύνη, 2002 * Κείμενα μικράς πνοής («Η φρεναπάτη του ποιητή»), 2009. 2] Πεζογραφία: Ο χώρος της Ιωάννας και ο χρόνος του Ιωάννη, 1980 * Σταθερή απώλεια, 1992 * Σπαράγματα, 1997 * Διέφυγε το μοιραίον, 2003 * Καταδολίευση, 2006 * Κείμενα μικράς πνοής, 2009 * Τα σύννεφα ταξιδεύουν τη νύχτα, 2011. 3]. Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: Εν Θεσσαλονίκη: 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, 2001 * Καβάλα: Mια πόλη στη λογοτεχνία, 2003, 2011 * Σύγχρονη ερωτική ποίηση, 2007 * Παλίμψηστο Καβάλας, 2009 * Γιάννης Δουβίτσας 1943- 2003, 2013.
[12] Τόλης Νικηφόρου (1938-), Έργα: 1]. Ποίηση: Οι άταφοι, 1966 * Αναρχικά, 1979 * Ο μεθυσμένος ακροβάτης, 1979 * Το μαγικό χαλί, 1980 * Με τη φωτιά στα μάτια (συγκεντρωτική έκδοση των τριών προηγουμένων και της ανέκδοτης συλλογής Ελεύθερος σκοπευτής), 1982 * Ο πλοηγός του απείρου, 1986 * Ξένες χώρες, 1991 * Το διπλό άλφα της αγάπης, 1994 * Την κοκκινόμαυρη ανεμίζοντας της ουτοπίας, 1997 * Χώμα στον ουρανό, 1998 * Γαλάζιο βαθύ σαν αντίο, 1999 * Ένα λιβάδι μέσα στην ομίχλη που ονειρεύεται, 2002 * Ο πλοηγός του απείρου, ποιήματα (1966-2002) (συγκεντρωτική έκδοση, 2004) * Μυστικά και θαύματα, ο ανεξερεύνητος λόγος της ουτοπίας, 2007 * Το μυστικό αλφάβητο, Μανδραγόρας 2010 * Μια κιμωλία στον μαυροπίνακα, Μανδραγόρας, 2012 * ν’ ακούγεται από μακριά μια φυσαρμόνικα… (32 ποιήματα για τη Θεσσαλονίκη), Μανδραγόρας 2013 * Φωτεινά παράθυρα, Μανδραγόρας 2014 * ρίγος αιχμάλωτο στον ήχο της φωνής σου (63 ποιήματα για τον έρωτα και την αγάπη (1966-2015), Μανδραγόρας 2015 * φλόγα απ’ τη στάχτη, Μανδραγόρας 2017 * Από το τίποτα σαν θαύμα ξαφνικά (ιστορίες ποιημάτων), Μανδραγόρας 2018 * κόκκινες πηχτές σταγόνες, Μανδραγόρας 2019 * φαντάσματα, Μανδραγόρας 2020 * ανώνυμοι, Μανδραγόρας 2021. 2]. Πεζογραφία: Αλμπατζάλ ή πώς βούλωσα τα μεγάφωνα» (διηγήματα) 1971 * Εγνατία οδός (διηγήματα) 1973 * Ονειροπολών εγκλήματα (διηγήματα) 1976 * Τα μάτια του πάνθηρα (διηγήματα) 1996 * Νόστος (διηγήματα) 2000 * Η γοητεία των δευτερολέπτων (μυθιστόρημα) 2001 * Το κίτρινο περπάτημα στα χόρτα, (μυθιστόρημα) 2005 * Η εξαίσια ηδονή του βιασμού, μυθιστόρημα,2006 * Ο δρόμος για την Ουρανούπολη, διηγήματα, 2008 * Έρημο νησί στην άκρη τού κόσμου, μυθιστόρημα, 2009 * Αγνώστου στρατιώτου, διηγήματα 2016 * Από το τίποτε σαν θαύμα ξαφνικά – ιστορίες ποιημάτων, Μανδραγόρας 2018 * Η λέσχη της κόκκινης ή γαλάζιας αλεπούς διηγήματα, Μανδραγόρας 2020. Παραμύθια: Ένα παραμύθι για όλους, 1984, * Νόσιλκα, 1989 * Σοτοσαπόλ ο Χρυσοθήρας, 1996.
[13] Γιώργος Στογιαννίδης (1912-1994) γεννήθηκε στην Ξάνθη και πέρασε τα παιδικά του χρόνια στη Θάσο, Θεσσαλονίκη και Καβάλα. Κατά τη διάρκεια του ελληνοαλβανικού πολέμου υπηρέτησε στο αλβανικό μέτωπο. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1920 ως γύρω στα 1970 έζησε στην Καβάλα, εργαζόμενος σε οικογενειακή βιοτεχνία και μετά το 1970 εγκαταστάθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου ασχολήθηκε επαγγελματικά με το εμπόριο. Κατά τη διάρκεια της παραμονής του στην Καβάλα υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Λέσχης Γραμμάτων και Τεχνών και το 1934 εξέδωσε το λογοτεχνικό περιοδικό Νέοι που κυκλοφόρησε τέσσερα τεύχη. Συνεργάστηκε επίσης ως μέλος της συντακτικής επιτροπής με τα περιοδικά της Καβάλας, Σκαπτή Ύλη, Εννέα Οδοί, Αργώ και τα περιοδικά της Θεσσαλονίκης Μακεδονικά Γράμματα, Ροτόντα, καθώς επίσης με διάφορες εφημερίδες της Θεσσαλονίκης και της Καβάλας, όπου δημοσίευσε κριτικά δοκίμια. Από το 1975 και για πέντε χρόνια πραγματοποίησε ραδιοφωνικές εκπομπές με τίτλο «Γύρω από την ποίηση» στο ραδιοφωνικό σταθμό ΕΡ2 της Θεσσαλονίκης. Στη λογοτεχνία πρωτοεμφανίστηκε το 1931 με δημοσιεύσεις ποιημάτων του στο περιοδικό Ορίζοντες του Πειραιά. Το 1949 εξέδωσε την πρώτη του συλλογή που είχε τίτλο Περιστέρια στο φως και το 1956 τα Εαρινά εγκώμια. Το 1974 τιμήθηκε με το Β΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Ήταν μέλος της Εταιρείας Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης. Ποιήματά του μεταφράστηκαν στα γαλλικά, αγγλικά, ιταλικά, πολωνικά και άλλες γλώσσες.
[14] Ανέστης Ευαγγέλου (1937-1994), Έργα: 1] Ποίηση: Τα ποιήματα, 1956-1986, 1988. 2]. Πεζογραφία: Το ξενοδοχείο και το σπίτι και άλλα πεζά, 1985. (Μελέτη για το έργο του Ανέστη Ευαγγέλου: Θανάσης Ε. Μαρκόπουλος, Ανέστης Ευαγγέλου: ο ποιητής, ο πεζογράφος, ο κριτικός, διδακτορική διατριβή, Θεσσαλονίκη 2000).
[15] Μαρία Κέντρου-Αγαθοπούλου (1930-): 1]. Ποίηση: Ψυχή και τέχνη, Θεσσαλονίκη 1961 * Διασταυρώσεις, Θεσσαλονίκη 1965, (Βραβείο Δήμου Θεσσαλονίκης 1964, ανέκδ.) * Περίπτωση σιωπής, Θεσσαλονίκη 1968 * Μεγεθύνσεις, Θεσσαλονίκη, Νέα Πορεία 1971 * Αρμιλλάρια, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1973 * Τα τοπία που είδα, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1971 * Τα επακόλουθα, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1978 * Θαλασσινό ημερολόγιο, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1981 * Μετανάστες του εσωτερικού νερού, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1985 * Η σκοτεινή διάρκεια των ημερών, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1993 (Βραβείο «Νικηφόρου Βρεττάκου» 1994) * Αρχίζει να βλέπει καλά το άρρωστο μάτι μου, Τα οκτασέλιδατου Μπιλιέτου, τ. 13, Μπιλιέτο, Παιανία (Απρ.-Ιούν. 1997) * Επιλογές και σύνολα. Ποιήματα (1965-1995), Σκόπελος, Νησίδες 2001 * Σαλκίμ, Νεφέλη, Αθήνα 2001 * Σεντόνια της αγρύπνιας, Μεταίχμιο, Αθήνα 2006. 2]. Πεζογραφία: Συνοικισμός Σιδηροδρομικών, Κέδρος, Αθήνα 1998, * Στο δωμάτιο, Αθήνα, Νεφέλη 1999 * Η παραίτηση, Κέδρος, Αθήνα 2002, (Βραβείο Ακαδημίας Αθηνών του Ιδρύματος Πέτρου Χάρη 2003) * Οι μικρές χαρές, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005 * Η Ευρυδίκη με το τσιγάρο στο μπαλκόνι, Γαβριηλίδης Αθήνα 2010. 3]. Δοκίμιο: «Δοκίμια και δοκιμασίες», Σκόπελος: Νησίδες 1999.
[16] Γιώργος Βαφόπουλος (1903/4 – 1996): Έργα (Επιλογή): 1]. Ποίηση: Τα ρόδα της Μυρτάλης, 1931 * Η Μεγάλη Nύχτα και το Παράθυρο, 1959 * Επιθανάτια και Σάτιρες, 1966 * Τα Επιγενόμενα, 1966. 2]. Πεζογραφία: Από το 1970 ώς το 1975 εξέδωσε το τετράτομο έργο του Σελίδες Αυτοβιογραφίας, το οποίο συμπλήρωσε με τον πέμπτο τόμο το 1991 * Γράμματα σ’ έναν φίλο, με επιστολές του Γ. Θ. Βαφόπουλου στον Θανάση Παπαθανασόπουλο 1967 – 1995, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2000. * Σύζυγός του ήταν η σπουδαία επίσης ποιήτρια Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου (1908-1935) ποιήτρια και θεατρική συγγραφέας, που πέθανε σε ηλικία 27 ετών από φυματίωση. Ποιητικές της συλλογές: Νύχτες αγρύπνιας, 1931, Έργα, 1936 (το βιβλίο επίσης περιλαμβάνει διηγήματα και δράματα). (Βλέπε επίσης: Λυγίζος Μήτσος, «Βαφοπούλου-Σταθοπούλου Ανθούλα», Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας τόμ. 3. Αθήνα, εκδ. Χάρη Πάτση, Στεργιόπουλος Κώστας (επιμ.), «Ανθούλα Σταθοπούλου-Βαφοπούλου». *Ταρσούλη Αθηνά, «Ανθούλα Γ. Βαφοπούλου», Ελληνίδες ποιήτριες, σ.268-275. Αθήνα 1951 και πρόσφατα Ανθούλα Σταθοπούλου, Νύχτες Αγρύπνιας, επιμ. Διονύσης Στεργιούλας, Οδός Πανός-Σιγαρέττα, Αθήνα 2019. 2]. Θεατρικά έργα: Ντίνα Νέλλη, 1934 * Την τελευταία στιγμή (μονόπρακτο), 1934 * Η ελληνική ποίηση· Ανθολογία – Γραμματολογία, σ. 607. Σοκόλης, Αθήνα 1980.
[17] Μανόλης Αναγνωστάκης (1925 – 2005), Έργα: Ποίηση: Εποχές, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. Έκδοση 1945 * Εποχές 2, Σέρρες, ιδιωτ. έκδοση 1948, * Εποχές 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση 1954 * Τα Ποιήματα (1941-1956) (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2), Αθήνα ιδιωτ. έκδοση 1956 * Η Συνέχεια 3, Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση 1962* Υπέρ και Κατά, Θεσσαλονίκη, Α.Σ.Ε. 1965 * Τα Ποιήματα (1941-1971), (Εποχές, Εποχές 2, Παρενθέσεις, Εποχές 3, Η Συνέχεια 2, Η Συνέχεια 3, Ο στόχος), Θεσσαλονίκη, ιδιωτ. έκδοση 1971, Πλειάς, Αθήνα 1976, Αθήνα, Στιγμή 1985, Νεφέλη, Αθήνα 2000 * Αντιδογματικά: Άρθρα και σημειώματα (1946-1977), Πλειάς, Αθήνα 1978, Στιγμή, Αθήνα 1985 * Το περιθώριο ’68-69, Πλειάς, Αθήνα 1979, Στιγμή Αθήνα 1985, Νεφέλη, Αθήνα 2000 * Η χαμηλή φωνή: Τα λυρικά μιας περασμένης εποχής στους παλιούς ρυθμούς – μία προσωπική ανθολογία του Μανόλη Αναγνωστάκη, Νεφέλη, Αθήνα 1990 * Υ.Γ., Αθήνα, ιδιωτ. έκδοση 1983, Νεφέλη, Αθήνα 1992 * Τα Συμπληρωματικά (σημειώσεις κριτικής), Στιγμή, Αθήνα 1985, σσ. 176 * Μανούσος Φάσσης: Παιδική Μούσα (σατιρικά τραγούδια του Μανόλη Αναγνωστάκη για την προσχολική και σχολική ηλικία), Αμοργός Αθήνα 1980 * Ο ποιητής Μανούσος Φάσσης. Η ζωή και το έργο του. Μία πρώτη απόπειρα κριτικής προσέγγισης, Αθήνα, Στιγμή 1987.
[18] Γιώργος Ιωάννου (1927-1985), Έργα: 1]. Ποίηση: Ηλιοτρόπια, 1954 * Τα Χίλια Δέντρα, 1963. 2] Πεζογραφία: (Εκδόθηκαν από Διαγώνιο, Ερμή, Κέδρο): Για ένα φιλότιμο, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1964 * Η σαρκοφάγος, Ερμής, Αθήνα 1971 * Η μόνη κληρονομιά, Ερμής, Αθήνα 1974 * Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 1978, (Πρώτο Κρατικό Βραβείο Διηγήματος 1979) * Επιτάφιος θρήνος, Κέδρος, Αθήνα 1980 * Ομόνοια, Οδυσσέας, Αθήνα 1980 * Κοιτάσματα, Κέδρος, Αθήνα 1981 * Πολλαπλά κατάγματα, Εστία, Αθήνα 1981 * Εφήβων και μη, Κέδρος, Αθήνα 1982 * Εύφλεκτη χώρα, Καθημερινή, Αθήνα 1982 * Καταπακτή, Κέδρος, Αθήνα 1982, * Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος, Αθήνα 1984. 2]. Θέατρο (παιδικό): Το αυγό της κότας, Κέδρος, Αθήνα 1981, Μετά τον θάνατό του εκδόθηκε το παιδικό ανάγνωσμά του Ο Πίκος και η Πίκα, Κέδρος, Αθήνα 1986. 3]. Μεταφράσεις: Ευριπίδη, Ιφιγένεια η εν Ταύροις, 1969 * Στράτωνος Μούσα Παιδική (XII βιβλίο της Παλατινής Ανθολογίας), 1979 * Για την καταγωγή και τη χώρα των Γερμανών (ιστορικό δοκίμιο του Κορνήλιου Τάκιτου), περιοδικό Εκηβόλος 1981. 4]. Μελέτες-Δοκίμια–Λαογραφία: «Ο της φύσεως έρως. Παπαδιαμάντης, Καβάφης, Λαπαθιώτης», Κέδρος, Αθήνα 1986 * «Δημοτικά τραγούδια της Κυνουρίας», 1965 * «Τα δημοτικά μας τραγούδια», 1965 (για πολλούς η καλύτερη ανθολογία δημοτικών τραγουδιών) * «Μαγικά παραμύθια του ελληνικού λαού», 1966 * Παραλογές, 1970 * «Ο Καραγκιόζης (1971-1972)», Τόμοι 3 * «Παραμύθια του λαού μας», 1973. Τα έτη 1978-1985, εξέδιδε το περιοδικό Φυλλάδιο που το έγραφε ολόκληρο μόνος του (κυκλοφόρησαν συνολικά 8 τεύχη, τα δύο τελευταία μετά τον θάνατό του). Επιμελήθηκε και σχολίασε την έκδοση του Ημερολογίου του Φίλιππου Σ. Δραγούμη, το 1984. Το 1982 κυκλοφόρησε (από την εταιρεία Lyra) ο δίσκος βινυλίου Κέντρο διερχομένων, με έντεκα τραγούδια σε στίχους Γιώργου Ιωάννου και μουσική Νίκου Μαμαγκάκη. Οι πολύτιμες συνεντεύξεις του συγκεντρώθηκαν στον τόμο Ο λόγος είναι μεγάλη ανάγκη της ψυχής, Κέδρος, Αθήνα 1996, με την επιμέλεια του Γιώργου Αναστασιάδη, που εξέδωσε το βιβλίο χωρίς να πάρει άδεια από τους συγγραφείς για τα κείμενα των οποίων συμπεριέλαβε στο βιβλίο.
[19] Νίκος-Αλέξης Ασλάνογλου (1931-1996). Έργα: 1]. Ποίηση: Δύσκολος θάνατος, Θεσσαλονίκη, Κοχλίας 1954 * Ο θάνατος του Μύρωνα, Θεσσλονίκη, Διαγώνιος 1960 * Ποιήματα για ένα καλοκαίρι, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1963 * 44 ποιήματα. Επιλογή 1946-1964, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1970 * Νοσοκομείο εκστρατείας, Ποιήματα 1964-1972, ιδιωτική έκδοση, Θεσσαλονίκη 1972 * Αργό πετρέλαιο, Ποιήματα 1972-1974., Πολύτροπον, Αθήνα 1974 * Ο δύσκολος θάνατος 1946-1974, (συγκεντρωτική έκδοση), Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1978, β΄ έκδ. Νεφέλη * Ωδές στον Πρίγκηπα, Ύψιλον, Αθήνα 1981 * Τρία ποιήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1987. 2]. Πεζογραφία: Θάλασσα και συγχρονισμός (ποιητικό μονόπρακτο) 1952 * Ταξιδεύοντας στη δροσερή νύχτα (σύντομα κείμενα δημοσιογραφικού χαρακτήρα), 1991. 3]. Μεταφράσεις: Εκλάμψεις, Αρθούρου Ρεμπώ, Πανδώρα, 1971, Ηριδανός, Αθήνα 1981, * Η Ταβέρνα, Εμίλ Ζολά, Ζαχαρόπουλος, Αθήνα 1981.
[20] Νίκος Θέμελης (1900 – 1976). Έργα: 1]. Ποίηση: Γυμνό παράθυρο, 1945* Άνθρωποι και πουλιά, 1947 * Ο Γυρισμός, 1948 * Ωδή για να θυμόμαστε τους ήρωες, 1949 * Ακολουθία, 1950 * Συνομιλίες, 1953 * Δενδρόκηπος, 1955 (Κρατικό Βραβείο) * Το πρόσωπο και το είδωλο, 1959 * Φωτοσκιάσεις, 1961 (Κρατικό Βραβείο) * Η Μόνα παίζει, 1961 * Το δίχτυ των ψυχών, 1965 * Έξοδος, 1968 * Ηλιοσκόπιο, 1971 * Περιστροφή, 1973* Δενδρόκηπος ΙΙ, 1973 * Κήποι, 1974 * Ars poetica, 1974 * Οίκος Εμπορίου, 1974 * Βιβλικά, 1975 * Το περιστέρι και τα επτά αναστάσιμα θαύματα, 1977 * Ποιήματα Ι, 1986 * Ποιήματα ΙΙ, 1997 * Δενδρόκηπος και άλλα ποιήματα. Ποιήματα 1923-1975, 2019. 2]. Δοκίμιο-Μελέτες: «Η Διδασκαλία των Νέων Ελληνικών», 1933 * «Επίγραμμα και Μακεδόνες Επιγραμματοποιοί», 1938 * «Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν», 1948 * «Η Διδασκαλία των Νέων Ελληνικών – Το πρόβλημα της ερμηνείας», 1949 * «Προβελέγγιος – Ροσίνης – Πολέμης – Καμπάς», 1953 * «Νεοέλληνες Λυρικοί», 1954 * «Το κλειδί» (ανάτυπο), 1960 * «Αγγελικό και μαύρο φως» (ανάτυπο), 1962 * «Όριο επαφής Σολωμού-Καβάφη» στο «Δώδεκα Διαλέξεις» (σειρά α´), Οργανισμός Εθνικού Θεάτρου, 1961 * «Ο Παπαδιαμάντης και ο κόσμος του» (ανάτυπο), 1961 * «Η Νεώτερη Ποίησή μας Ι», 1963 * «Η Έσχατη Κρίση», 1964 * «Η Νεώτερη Ποίησή μας ΙΙ», 1967 * «Η Ποίηση του Καβάφη», 1970 * «Ένας μονόλογος για την ποίηση», Οδυσσέας Ελύτης στο Vitti Mario (επιμ.), «Εισαγωγή στην ποίηση του Ελύτη», Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, 1999 * «Πολύπτυχο», (Αυτοβιογραφικό κείμενο). 3]. Θέατρο: Διδώ, περ. Νέα Εστία, 1950 * Καραγκιόζης: Παραγωγή Κ.Θ.Β.Ε., σκηνοθεσία, σκηνογραφία, ενδυματολογία Ευγ. Σπαθάρη * Ταξίδι, πολυγρ. έκδοση, 1966 (19-6-1999) * Ο επισκέπτης, περ. Νέα Πορεία, 1969 (19-2-1970), * Ο χρεώστης, περ. Νέα Εστία, 1973. 4]. Μεταφράσεις: Σοφοκλή, Οιδίπους Τύραννος, Αισχύλου * Προμηθέας Δεσμώτης, * Rene Char, Ποιήματα, (Επιλογή), Μετάφραση, Εισαγωγή. «Εταιρεία Λογοτεχνών Θεσσαλονίκης».
[21] Νίκος Μπακόλας (1927-1999). Έργα: Πεζογραφία: Μην κλαις αγαπημένη, 1958 * Ο κήπος των πριγκίπων, 1966 * Εμβατήρια, 1972 * Ύπνος θάνατος, 1974, * Μυθολογία, 1977 (Βραβείο του περιοδικού Τομές), * Η μεγάλη πλατεία, εκδόθηκε το 1987 που του χάρισε το πρώτο κρατικό βραβείο. Το 1990 εξέδωσε το μυθιστόρημα Καταπάτηση, με το οποίο ολοκλήρωσε την τετραλογία που είχε αρχίσει με τον Κήπο των πριγκίπων και το 1994 το πεζογράφημα Η κεφαλή. Το 1997 του απονεμήθηκε, για δεύτερη φορά, το πρώτο κρατικό βραβείο μυθιστορήματος για το βιβλίο του Η ατέλειωτη γραφή του αίματος. Το βιβλίο αυτό υπήρξε εξάλλου η ελληνική υποψηφιότητα για το Ευρωπαϊκό λογοτεχνικό βραβείο της ίδιας χρονιάς. Έλαβε ακόμη, για το τελευταίο μυθιστόρημά του Μπέσα για μπέσα ή ο άλλος Φώτης 1998, το βραβείο Balkanica, η ανακοίνωση του οποίου έγινε λίγες εβδομάδες μετά τον αιφνίδιο θάνατό του στις 13 Νοεμβρίου 1999. Μεταθανάτια εκδόθηκαν δύο συλλογές διηγημάτων του, που είχε ωστόσο ετοιμάσει για έκδοση ο ίδιος, το Χρονιές άγιες και άγριες, 1999 και Το ταξίδι που πληγώνει και άλλα διηγήματα, 2000. Ο Νίκος Μπακόλας μετάφρασε επίσης ξένη, κυρίως αμερικάνικη πεζογραφία: Ουίλιαμ Φόκνερ (Η βουή και το πάθος, 1963 και Ένα Ρόδο για την Έμιλυ, 1995), Φράνσις Σκοτ Φιτζέραλντ ( Ο μέγας Γκάτσμπυ, 1971), Χένρι Τζέιμς (Το στρίψιμο της βίδας, 1973), καθώς και Ιβάν Τουργκένιεφ (Ρούντιν, 1970). Το θέατρο αποτέλεσε, από διάφορες πλευρές, ένα σχεδόν παράλληλο προς τη δημοσιογραφία και την πεζογραφία ενδιαφέρον του. Από το 1958 έγραφε στις εφημερίδες με τις οποίες συνεργαζόταν, και θεατρική κριτική. Ασχολήθηκε με τους μεταπολεμικούς θεατρικούς μας συγγραφείς και αρθρογράφησε επανειλημμένως για θέματα κυρίως των κρατικών θεατρικών σκηνών. Διετέλεσε επίσης πρόεδρος της καλλιτεχνικής επιτροπής (1974-75), εισηγητής δραματολογίου (1977-80) και καλλιτεχνικός διευθυντής (1980-82 και 1990-93) του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος. Νεότερος έγραψε και ένα θεατρικό έργο, Ο κόκκινος φάκελος (διασκευή διηγήματος του), που παρέμεινε άπαιχτο. Ανάμεσα στα κατάλοιπα του βρέθηκε η μετάφραση του μυθιστορήματος του Φόκνερ, Σαρτόρις, την οποία επεξεργαζόταν έως την τελευταία στιγμή, το μυθιστόρημα Για τον έρωτα και μόνο, κείμενα για τη σχέση του με το θέατρο και διάφορα άλλα. Σε δημοσιεύματά του σε εφημερίδες και περιοδικά χρησιμοποίησε αρκετές φορές το ψευδώνυμο Νίκος Χριστοφόρου.
[22] Τάκης Βαρβιτσιώτης (1916 – 2011) ήταν Έλληνας ποιητής της πρώτης μεταπολεμικής γενιάς, αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Έργα: Ποίηση: Φύλλα ύπνου, 1949 * Επιτάφιος, 1951, έργο που θα μελοποιήσει ο Μάνος Χατζιδάκις * Το χειμερινό ηλιοστάσιο, 1955 * Ξύλινο άλογο, 1955 * Αλφαβητάριο, 1955 * Η γέννηση των πηγών, 1959 (Βραβείο Ποιήσεως των Δώδεκα) * Το πέπλο και το χαμόγελο, 1963 * Η μεταμόρφωση, 1971 * Η φθινοπωρινή σουίτα, 1975 * Ταπεινός αίνος προς την Παρθένο Μαρία, 1977 (Βραβείο Ποιήσεως της Ακαδημίας Αθηνών) * Η Άννα της απουσίας 1979 * Ενωμένα χέρια, 1980 * Σύνοψη, ποιήματα, (τόμος Α΄) 1980 * Σύνοψη, ποιήματα, (τόμος Β΄) 1981 * Καλειδοσκόπιο, 1983 *Η ατραπός (Α΄ Κρατικό Βραβείο Ποίησης) 1984* Fragmenta ή Η βλάστηση των ορυκτών, 1985 * Δέκα ποιήματα της οργής και του χρέους, 1986 * Ακόμα ένα καλοκαίρι, 1987 * Σύνοψη, ποιήματα (τόμος Γ΄), 1988 * Η θαυμαστή αλιεία, (Παγκόσμιο Βραβείο Ποίησης Fernando Rielo στον Οργανισμό Ηνωμένων Εθνών), Νέα Υόρκη, 1988 * Νήματα της Παρθένου, 1997 * Όχι πια δάκρυα, 1998 * Τα δώρα των μάγων, 1999, * Άτριον, 2000 * Μικρά ερωτικά εγκώμια, 2002 * Το χιόνι πάντα μένει, 2002. 2] Κριτική: «Ποίηση και ποιητικά θέματα του Γιώργου Σαραντάρη», 1958 * «Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένας περιπαθής του ενστίκτου», 1964. 3]. Μεταφράσεις: Μετέφρασε πολλούς Γάλλους, Ισπανούς και Νοτιοαμερικανούς ποιητές. Τελευταία το σύνολο του ποιητικού του έργου είχε κυκλοφορήσει από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
[23] Τηλέμαχος Αλαβέρας (1926-2007): 1]. Πεζογραφία: Ακριβά γούστα η κυρία και άλλα αφηγήματα, Κέδρος, Αθήνα 2006 * Πρόσωπα και τόποι, University Studio Press, 2005 * Με τον Μπαρμπαλιά, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1999 * Ως κυλιόμενος τάπης, Καστανιώτη, Αθήνα 1998 * Το μισό του φεγγαριού, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990 * Το ρολόγι, Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990 * Γωνίες και όψεις, Ροές, Αθήνα 1988 * Οδοστρωτήρας, Ροές, Αθήνα 1988 * Απ’ αφορμή, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1976 * Το μισό του φεγγαριού, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1960 * Το ρολόγι, Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1957 * Τ’ αγρίμια του άλλου δάσους, Ιδιωτική Έκδοση, 1952. 2]. Δοκίμιο: «Σημειώσεις», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1990 * «Διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης», Κωνσταντινίδης, Θεσσαλονίκη 1970 * «Το σημερινό συγγραφικό πρόβλημα», Θεσσαλονίκη 1961 και University Studio Press 2004. 3]. Θέατρο: Οι άλλοι, Ιδιωτική Έκδοση 1971. 4]. Χρονικό: Σ’ ευθεία γραμμή (Ταξίδι στην Πολωνία), Νέα Πορεία, Θεσσαλονίκη 1990. 5]. Συμμετοχή σε συλλογικά έργα: Η Θεσσαλονίκη των συγγραφέων, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2011 * Αρχίζει το ματς: Το ποδόσφαιρο στη λογοτεχνία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2010 * Ανθολογία ελληνικού διηγήματος του 20ού αιώνα, Καστανιώτης, Αθήνα 2009 * Στα γήπεδα η πόλη αναστενάζει: 16 κείμενα για την παλιά Θεσσαλονίκη του ποδοσφαίρου και του μπάσκετ, Ιανός, Θεσσαλονίκη 1992 * Ο ποιητής Γιώργος Θέμελης, τόμος τιμητικός, Θεσσαλονίκη 1971 * Η κριτική παρουσία του Πέτρου Σ. Σπανδωνίδη, Ευθύνη, Αθήνα 1992.
[24] Χρίστος Λάσκαρης (1931-2008) Έργα: Ποίηση: Δωμάτιο για έναν, Ποιήματα, Γαβριηλίδης, Αθήνα 1978 * Να εμποδίσεις τις σκιές έκδοση Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1982 * Να τελειώνουμε έκδοση, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1986 * Σύντομο βιογραφικό έκδοση, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1991 * Ποιήματα, Μπιλιέτο, Παιανία 1995* Τέλος προγράμματος, Μπιλιέτο Παιανία 1997 * Απόγευμα προς βράδυ, Γαβριηλίδης, Αθήνα 2006 * Ποιήματα, Τύρφη, Θεσσαλονίκη 2022. Το 2007 βραβεύτηκε με το διεθνές Βραβείο Ποίησης Καβάφη από το Ινστιτούτο Μελετών Ανατολικής παράδοσης Μοχάμεντ Άλι του Καΐρου. Ποιήματά του έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, πολωνικά, ισπανικά και πορτογαλικά.
[25] Κάρολος Τσίζεκ (1922- 2013): Εικαστικός, γραφίστας, μεταφραστής, ποιητής και πεζογράφος, Τσέχικης καταγωγής, που έζησε το μεγαλύτερο διάστημα της ζωής του στη Θεσσαλονίκη. Το 1987 πήρε την ελληνική υπηκοότητα. Από τις αρχές της δεκαετίας του εξήντα και για περισσότερα από 25 χρόνια δίδαξε στο τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Μιλούσε πολλές ξένες γλώσσες και μετέφρασε στα ελληνικά έργα Τσέχων ποιητών αλλά και Ιταλών ποιητών και πεζογράφων, δοκίμια κ.ά. Ο Κάρολος Τσίζεκ γεννήθηκε το 1922, στην Μπρέσια της Ιταλίας, από Τσέχους γονείς. Ο πατέρας του, ο οποίος ήταν εξειδικευμένος τεχνίτης στη βιομηχανία κάλτσας, προσελήφθη από την εταιρία των αδερφών Μοδιάνο στη Θεσσαλονίκη, και έτσι το 1929 ο επτάχρονος τότε Κάρολος εγκαταστάθηκε μαζί με τους γονείς του στην πόλη. Εκεί τελείωσε το δημοτικό, στο ιταλικό σχολείο Santorre di Santarosa, και συνέχισε στο Ιταλικό Επιστημονικό Λύκειο Umberto I και στο Ιταλικό Ινστιτούτο (Istituto Italiano di Cultura). Σπούδασε, στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, Ιστορία – Αρχαιολογία (1941-1950) και Ιταλική Φιλολογία. Δίδαξε ιταλικά, ενώ εργάστηκε και ως διερμηνέας και μεταφραστής. Ήταν πολύγλωσσος: Μεταξύ άλλων (και εκτός από τα τσέχικα και τα ελληνικά) μιλούσε ιταλικά, ρώσικα και αγγλικά. Μετέφρασε στα ελληνικά τσέχικη ποίηση (Γ. Βολκρ, Γ. Σκάτσελ, Π. Μπέζρουτς, κ.ά.), αλλά και ιταλική ποίηση, πεζά, δοκίμια κ.ά. Από το 1945 μέχρι το 1948, ήταν συνεργάτης στο περιοδικό Κοχλίας ενώ από το 1958 και για 25 χρόνια ήταν συνεργάτης στο περιοδικό Διαγώνιος. Στα δύο αυτά λογοτεχνικά περιοδικά δημοσίευσε πεζά, μεταφράσεις και κριτικές για το έργο εικαστικών από τη Θεσσαλονίκη. Επίσης είχε την καλλιτεχνική επιμέλεια του περιοδικού Διαγώνιος, καθώς σχεδίαζε τα εξώφυλλα του και ήταν υπεύθυνος για την εσωτερική του διακόσμηση, καθώς και των εκδόσεων Διαγώνιος. Με τη γραφιστική είχε αρχίσει να ασχολείται τη δεκαετία του πενήντα και για έργα του βραβεύτηκε επανειλημμένα ενώ στη ζωγραφική είχε εμφανιστεί για πρώτη φορά το 1944, όταν συμμετείχε σε μια ομαδική έκθεση στη Θεσσαλονίκη, μαζί με τον Γ. Σβορώνο, τον Ν. Γ. Πεντζίκη, τον Ν. Σαχίνη κ.α. Το 1961 έγινε καθηγητής στο τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ όπου δίδαξε μέχρι το 1988. Το 2000 αναγορεύτηκε σε επίτιμο διδάκτορα του ΑΠΘ. Ο Κάρολος Τσίζεκ τιμήθηκε από το ιταλικό κράτος με το Μedaglia di Βenemerenza Culturale 1960 και με το Οrdine di Cavaliere al Merito 2000.
[27] Η συλλογή Εποχή των ισχνών αγελάδων, αναμφίβολα σπουδαία, αν υπολογίσει κανείς το νεαρό της ηλικίας γραφής του Ν. Χ. Εδώ υπάρχουν έντονες επιδράσεις από τον Καβάφη και τον Έλιοτ με θρησκευτικό στοιχείο και ιστορικούς μεταπλασμούς, που του επέτρεπαν κάποια ποιητική ελευθερία. Θα έλεγε κανείς πως η ποίηση αυτή αφορά τον αθώο ακόμη ψυχισμό του Ν. Χ., αλλά με το τελευταίο ποίημα της συλλογής, το «Περιστατικό στην Αθήνα», εγκαινιάζει την επόμενη συλλογή Ξένα γόνατα, όπου καθιερώνεται το γνωστό προσωπικό, ξερό και αφυδατωμένο ύφος του.
[28] Τα Ξένα γόνατα έχουν κορυφαία ποιήματα, όπου κυριαρχούν το ρίγος του έρωτα, η μοναξιά και η στέρηση.
[29] Ίσως η πιο ολοκληρωμένη συλλογή του Ν. Χ. με το καθαρά πια προσωπικό ύφος με τάση ακραίας γλώσσας, δανεισμένη από την Παλατινή Ανθολογία. Και σ’ αυτή, όπως και στην επομένη συλλογή, η θεματική είναι ίδια.
[30] Κι αυτή η συλλογή διαθέτει σπουδαία ποιήματα.
[31] Για τους νέους που, όπως υποστηρίζει ο Ν. Χ., διαβάζουν την ποίησή του, αλλά σίγουρα θ’ αγνοούν τη λέξη «τσαΐρι» < τουρκ. çayır + -ι, αυτή σημαίνει «λιβάδι», «ακαλλιέργητη έκταση» και «μεγάλη αλάνα».
[32] Για μας τους ηθικολόγους, απερίγραπτης χυδαιότητας είναι το κείμενο με τίτλο «Τα ονόματα», όπου καταγράφεται ανά δεκαετία του ’50, του ’60 και του ’70 η ονομασία της πεολειχίας.
[33] Την αθυροστομία (ως αποτυχημένη ποιητική άποψη του Ν. Χ., όταν από την παλιές αγνές ακόμη καταγραφές ο Ν. Χ. πέρασε στην απόλυτη αγοραία και ακάλυπτη ελευθεροστομία), στηλίτευσε με σοβαρά επιχειρήματα, ερανισμένα από την απέραντη παιδεία του, και ειδικά από τον Κ. Καβάφη με τον οποίο συνέκρινε τον επίγονο Ν.Χ., ο ποιητής Γιώργος Θέμελης στο κριτικό του άρθρο «Ο Καβάφης, η πανοπλία και οι ακάλυπτοι απόγονοι», στις σσ. 1566-1575 της Νέας Εστίας, 1η Νοεμβρίου, Αθήνα 1963. Ας μας επιτραπεί μια παρατήρηση: Από τη συλλογή Ξένα Γόνατα, στην έκδοση του Ιανού, Θεσσαλονίκη 2018, στο ποίημα «Απολογισμός της μοναξιάς» η πρώτη στροφή έχει τρεις στίχους: «Σπασμένες μέσα μου εικόνες ανταπόκρισης / ρήμαγμα μέσα σε ξένες αγκαλιές / απελπισμένο κρέμασμα σε λαγόνια ξένα. Ο τέταρτος στίχος, που ενόχλησε τον Θέμελη στην κριτική του «με μια γλοιώδη γεύση μες στο στόμα», αφαιρέθηκε από τον Ν. Χ. Σημειωτέον, πως ο Ν. Χ. στο 2ο τεύχος της Διαγωνίου, Θεσσαλονίκη, καλοκαίρι 1960, έγραψε ευνοϊκή κριτική για την ποίηση του Θέμελη, μάλλον ως ανταπόδοση της δουλειάς που του πρόσφερε ο Θέμελης στη Δημοτική Βιβλιοθήκη της Θεσσαλονίκης.
[35] Φουρφούρι (ηχομιμητική λέξη): Παιδικό παιχνίδι που μοιάζει με ανεμόμυλο με περιστρεφόμενα φτερά, κατασκευασμένο από χρωματιστό χαρτί ή άλλο κατάλληλο υλικό.
[36] Στην έκδοση του Ιανού του 2016 παραλείφθηκε ο στίχος, που ανήκε στην περιβόητη συλλογή Ιστορίες του γλυκού νερού.
[37] Αν δεν με απατά η μνήμη μου, «με βουλώνει» έγραφε παλιά ο στίχος, που ανήκε κι αυτός στις Ιστορίες του γλυκού νερού και μετά «με πληρώνει»; ̶- πάντως, κάτι ανάλογο. Στην έκδοση όμως του Ιανού του 2016, ο στίχος αντικαταστάθηκε με την πρώτη εκδοχή του ποιήματος του Γ. Σεφέρη «Με τον τρόπο του Γ.Σ»: «Όπου και να ταξιδέψω η Ελλάδα με πληγώνει», για να συμπληρωθεί στη συνέχεια το ειρωνικό δίστιχο: «τόσες πληγές / μόνο το Νόμπελ μπόρεσε να τις γιατρέψει».
[38] Το ποίημα με αναφορά στα τσόλια, δηλ. στους αλήτες που κακοποιούν ομοφυλόφιλους δεν υπάρχει στα Μικρά Ποιήματα, Θεσσαλονίκη, Ιανός 2016.
[39] Αν θέλουμε να δούμε με τι ευγένεια γλώσσας και με τι ξεχωριστό ήθος και χάρη καταγράφει τον ερωτισμό ο Σωκράτης στον πλατωνικό διαλόγο, Χαρμίδης, Περί σωφροσύνης (ή εγκράτειας) που γράφτηκε το 380 π.Χ., ας διαβάσουμε το παρακάτω απόσπασμα από την αρχή του διαλόγου, που παρατίθεται ολόκληρο. Ο Σωκράτης είχε μόλις φτάσει στην Αθήνα (φθινόπωρο του 432 π.Χ ή την άνοιξη του 429 π.Χ.) από τη μάχη της Ποτείδαιας στη Χαλικιδική (έτος 432 π.Χ. με νικητές τους Αθηναίους που πολέμησαν τους Κορίνθιους και Ποτειδαιάτες), όταν αποφάσισε να κάνει μία βόλτα στην παλαίστρα του Ταυρέου, νότια της Ακρόπολης, όπου συνάντησε φίλους και γνωστούς. Τα πρόσωπα που συμμετέχουν στη συζήτηση εκτός από τον ίδιο, είναι ο Κριτίας (πρώτος εξάδελφος της μητέρας του Πλάτωνα Περικτιόνης) και ο Χαιρεφών. Μετά το αρχαίο κείμενο ακολουθεί η μετάφραση:
ΚΕΙΜΕΝΟ: Σωκράτης: Ἣκομεν τῇ προτεραίᾳ ἑσπέρας ἐκ Ποτειδαίας ἀπὸ τοῦ στρατοπέδου, οἷον δὲ διὰ χρόνου ἀφιγμένος ἁσμένως ᾖα ἐπὶ τὰς συνήθεις διατριβάς. Καὶ δὴ καὶ εἰς τὴν Ταυρέου παλαίστραν τὴν καταντικρὺ τοῦ τῆς Βασίλης ἱεροῦ εἰσῆλθον, καὶ αὐτόθι κατέλαβον πάνυ πολλούς, τοὺς μὲν καὶ ἀγνῶτας ἐμοί, τοὺς δὲ πλείστους γνωρίμους. Καί με ὡς εἶδον εἰσιόντα ἐξ ἀπροσδοκήτου, εὐθὺς πόρρωθεν ἠσπάζοντο ἄλλος ἄλλοθεν: Χαιρεφῶν δέ, ἅτε καὶ μανικὸς ὤν, ἀναπηδήσας ἐκ μέσων ἔθει πρός με, καί μου λαβόμενος + τῆς χειρός +, ὦ Σώκρατες, ἦ δ’ ὅς, πῶς ἐσώθης ἐκ τῆς μάχης; Ὀλίγον δὲ πρὶν ἡμᾶς ἀπιέναι μάχη ἐγεγόνει ἐν τῇ Ποτειδαίᾳ, ἣν ἄρτι ἦσαν οἱτῇδε πεπυσμένοι. Καὶ ἐγὼ πρὸς αὐτὸν ἀποκρινόμενος, Οὑτωσί, ἔφην, ὡς σὺ ὁρᾷς. Καὶ μὴν ἤγγελταί γε δεῦρο, ἔφη, ἥ τε μάχη πάνυ ἰσχυρὰ γεγονέναι καὶ ἐν αὐτῇ πολλοὺς τῶν γνωρίμων τεθνάναι. καὶ ἐπιεικῶς, ἦν δ’ ἐγώ, ἀληθῆ ἀπήγγελται. παρεγένουμέν, ἦ δ’ ὅς, τῇ μάχῃ; παρεγενόμην. Δεῦρο δή, ἔφη, καθεζόμενος ἡμῖν διήγησαι: οὐ γάρ τί πω πάντα + σαφῶς πεπύσμεθα. Καὶ ἅμα με καθίζει ἄγων παρὰ Κριτίαν τὸν Καλλαίσχρου. Παρακαθεζόμενος οὖν + ἠσπαζόμην τόν τε Κριτίαν καὶ τοὺς ἄλλους, καὶ διηγούμην αὐτοῖς τὰ ἀπὸ στρατοπέδου, ὅτι μέ τις ἀνέροιτο: ἠρώτων δὲ ἄλλος ἄλλο.ἐπειδὴ δὲ τῶν τοιούτων ἅδην + εἴχομεν, αὖθις ἐγὼ αὐτοὺς ἀνηρώτων τὰ τῇδε, περὶ φιλοσοφίας ὅπως ἔχοι τὰ νῦν, περί τε τῶν νέων, εἴ τινες ἐν αὐτοῖς διαφέροντες ἢ σοφίᾳ ἢ κάλλει ἢ ἀμφοτέροις ἐγγεγονότες εἶεν. Καὶ ὁ Κριτίας ἀποβλέψας πρὸς τὴν θύραν, ἰδών τινας νεανίσκους εἰσιόντας καὶ λοιδορουμένους ἀλλήλοις καὶ ἄλλον ὄχλον ὄπισθεν ἑπόμενον, περὶ μὲν τῶν καλῶν, ἔφη, ὦ Σώκρατες, αὐτίκα μοι δοκεῖς εἴσεσθαι: οὗτοι γὰρ τυγχάνουσιν οἱ εἰσιόντες πρόδρομοί τε καὶ ἐρασταὶ ὄντες τοῦ δοκοῦντος καλλίστου εἶναι τά γε δὴ νῦν, φαίνεται δε μοι καὶ αὐτὸς ἐγγὺς ἤδη που εἶναι προσιών. ἔστιν δέ, ἦν δ’ ἐγώ, τίς τε καὶ τοῦ; οἶσθά που σύ γε, ἔφη, ἀλλ’ οὔπω ἐν ἡλικίᾳ ἦν πρίν σε ἀπιέναι, Χαρμίδην τὸν τοῦ Γλαύκωνος τοῦ ἡμετέρου θείου ὑιόν, ἐμὸν δὲ ἀνεψιόν. Οἶδα μέντοι νὴ Δία, ἦν δ’ ἐγώ: οὐ γάρ τι φαῦλος οὐδὲ τότε ἦν ἔτι παῖς ὤν, νῦν δ’οἶμαί που εὖ μάλα ἂν ἤδη μειράκιον εἴη. Αὐτίκα, ἔφη, εἴσῃ καὶ ἡλίκος καὶ οἷος γέγονεν. Καὶ ἅμα ταῦτ’ αὐτοῦ λέγοντος ὁ Χαρμίδης εἰσέρχεται. ἐμοὶ μὲν οὖν, ὦ ἑταῖρε, οὐδὲν σταθμητόν: ἀτεχνῶς γὰρ λευκὴ στάθμη εἰμὶ πρὸς τοὺς καλούς – σχεδὸν γάρ τί μοι πάντες οἱ ἐν τῇ ἡλικίᾳ καλοὶ φαίνονται – ἀτὰρ οὖν δὴ καὶ τότε ἐκεῖνος ἐμοὶ θαυμαστὸς ἐφάνη τό τε μέγεθος καὶ τὸ κάλλος, οἱ δὲ δὴ ἄλλοι πάντες ἐρᾶν ἔμοιγε ἐδόκουν αὐτοῦ – οὕτως ἐκπεπληγμένοι τε καὶ τεθορυβημένοι ἦσαν, ἡνίκ’ εἰσῄει – πολλοὶ δὲ δὴ ἄλλοι ἐρασταὶ καὶ ἐν τοῖς ὄπισθεν εἵποντο. Καὶ τὸ μὲν ἡμέτερον τὸ τῶν ἀνδρῶν ἧττον θαυμαστὸν ἦν: ἀλλ’ ἐγὼ καὶ τοῖς παισὶ προσέσχον τὸν νοῦν, ὡς οὐδεὶς ἄλλοσ’ ἔβλεπεν αὐτῶν, οὐδ’ ὅστις σμικρότατος ἦν, ἀλλὰ πάντες ὥσπερ ἄγαλμα ἐθεῶντο αὐτόν. Καὶ ὁ Χαιρεφῶν καλέσας με, τί σοι φαίνεται ὁ νεανίσκος, ἔφη, ὦ Σώκρατες; οὐκ εὐπρόσωπος; ἦν δ’ ἐγώ. Οὗτος μέντοι, ἔφη, εἰ ἐθέλοι ἀποδῦναι, δόξει σοι ἀπρόσωπος εἶναι: οὕτως τὸ εἶδος πάγκαλός ἐστιν. Συνέφασαν οὖν καὶ οἱ ἄλλοι ταὐτὰ ταῦτα + τῷ Χαιρεφῶντι: κἀγώ, Ἡράκλεις, ἔφην, ὡς ἄμαχον λέγετε τὸν ἄνδρα, εἰ ἔτι αὐτῷ ἓν δὴ μόνον τυγχάνει προσὸν σμικρόντι.Τί; ἔφη ὁ Κριτίας. εἰ τὴν ψυχήν, ἦν δ’ ἐγώ, τυγχάνει εὖ πεφυκώς. Πρέπει δέ που, ὦ Κριτία, τοιοῦτον αὐτὸν εἶναι τῆς γε ὑμετέρας ὄντα οἰκίας. ἀλλ’, ἔφη, πάνυ καλὸς καὶ ἀγαθός ἐστιν καὶ ταῦτα. Τί οὖν, ἔφην, οὐκ ἀπεδύσαμεν αὐτοῦ αὐτὸ τοῦτο καὶ ἐθεασάμεθα πρότερον τοῦ εἴδους; πάντως γάρ που τηλικοῦτος ὢν ἤδη ἐθέλει διαλέγεσθαι. Καὶ πάνυ γε, ἔφη ὁ Κριτίας, ἐπεί τοι καὶ ἔστιν φιλόσοφός τε καί, ὡς δοκεῖ ἄλλοις τε καὶ ἑαυτῷ, πάνυ ποιητικός. Τοῦτο μέν, ἦν δ’ ἐγώ, ὦ φίλε Κριτία, πόρρωθεν ὑμῖν τὸ καλὸν ὑπάρχει ἀπὸ τῆς Σόλωνος συγγενείας. ἀλλὰ τί οὐκ ἐπέδειξάς μοι τὸν νεανίαν καλέσας δεῦρο; οὐδὲ γὰρ ἄν που εἰ ἔτι ἐτύγχανε νεώτερος ὤν, αἰσχρὸν ἂν ἦν αὐτῷ διαλέγεσθαι ἡμῖν ἐναντίον γε σοῦ, ἐπιτρόπου τε ἅμα καὶ ἀνεψιοῦ ὄντος.ἀλλὰ καλῶς, ἔφη, λέγεις, καὶ καλοῦμεν αὐτόν. Καὶ ἅμα πρὸς τὸν ἀκόλουθον, Παῖ, ἔφη, κάλει Χαρμίδην, εἰπὼν ὅτι βούλομαι αὐτὸν ἰατρῷ συστῆσαι περὶ τῆς ἀσθενείας ἧς πρῴην πρός με ἔλεγεν ὅτι ἀσθενεῖ. Πρὸς οὖν ἐμὲ ὁ Κριτίας, Ἔναγχός τοι ἔφη βαρύνεσθαί τι τὴν κεφαλὴν ἕωθεν ἀνιστάμενος: ἀλλὰ τί σε κωλύει προσποιήσασθαι πρὸς αὐτὸν ἐπίστασθαί τι κεφαλῆς φάρμακον; οὐδέν, ἦν δ’ ἐγώ: μόνον ἐλθέτω. ἀλλ’ἥξει, ἔφη. ὃ οὖν καὶ ἐγένετο. ἧκε γάρ, καὶ ἐποίησε γέλωτα πολύν: ἕκαστος γὰρ ἡμῶν τῶν καθημένων συγχωρῶν τὸν πλησίον ἐώθει σπουδῇ, ἵνα παρ’ αὑτῷ καθέζοιτο, ἕως τῶν ἐπ’ ἐσχάτῳ καθημένων τὸν μὲν ἀνεστήσαμεν, τὸν δὲ πλάγιον κατεβάλομεν. ὁ δ’ ἐλθὼν μεταξὺ ἐμοῦ τε καὶ τοῦ Κριτίου ἐκαθέζετο. ἐνταῦθα μέντοι, ὦ φίλε, ἐγὼ ἤδη ἠπόρουν, καί μου ἡ πρόσθεν θρασύτης ἐξεκέκοπτο, ἣν εἶχον ἐγὼ ὡς πάνυ ῥᾳδίως αὐτῷ διαλεξόμενος: ἐπειδὴ δέ, φράσαντος τοῦ Κριτίου ὅτι ἐγὼ εἴην ὁ τὸ φάρμακον ἐπιστάμενος, ἐνέβλεψέν τέ μοι τοῖς ὀφθαλμοῖς ἀμήχανόν τι οἷον καὶ ἀνήγετο ὡς ἐρωτήσων, καὶ οἱ ἐν τῇ παλαίστρᾳ ἅπαντες περιέρρεον ἡμᾶς κύκλῳ κομιδῇ, τότε δή, ὦ γεννάδα, εἶδόν τε τὰ ἐντὸς τοῦ ἱματίου καὶ ἐφλεγόμην καὶ οὐκέτ’ ἐν ἐμαυτοῦ ἦν καὶ ἐνόμισα σοφώτατον εἶναι τὸν Κυδίαν τὰ ἐρωτικά, ὃς εἶπεν ἐπὶ καλοῦ λέγων παιδός, ἄλλῳ ὑποτιθέμενος, εὐλαβεῖσθαι μὴ κατέναντα λέοντος νεβρὸν ἐλθόντα μοῖραν αἱρεῖσθαι κρεῶν: αὐτὸς γάρ μοι ἐδόκουν ὑπὸ τοῦ τοιούτου θρέμματος ἑαλωκέναι. ὅμως δὲ αὐτοῦ ἐρωτήσαντος εἰ ἐπισταίμην τὸ τῆς κεφαλῆς φάρμακον, μόγις πως ἀπεκρινάμην ὅτι ἐπισταίμην. Τί οὖν, ἦ δ’ ὅς, ἐστίν; καὶ ἐγὼ εἶπον ὅτι αὐτὸ μὲν εἴη φύλλον τι, ἐπῳδὴ δέ τις ἐπὶ τῷ φαρμάκῳ εἴη, ἣν εἰ μέν τις ἐπᾴδοι ἅμα καὶ χρῷτο αὐτῷ, παντάπασιν ὑγιᾶ ποιοῖ τὸ φάρμακον: ἄνευ δὲ τῆς ἐπῳδῆς οὐδὲν ὄφελος εἴη τοῦ φύλλου. καὶ ὅς, Ἀπογράψομαι τοίνυν, ἔφη, παρὰ σοῦ τὴν ἐπῳδήν.
Πότερον, ἦν δ’ ἐγώ, ἐάν με πείθῃς ἢ κἂν μή; γελάσας οὖν, ἐάν σε πείθω, ἔφη, ὦ Σώκρατες. Εἶεν, ἦν δ’ ἐγώ: καὶ τοὔνομά μου σὺ ἀκριβοῖς; εἰ μὴ ἀδικῶ γε, ἔφη: οὐ γάρ τι σοῦ ὀλίγος λόγος ἐστὶν ἐν τοῖς ἡμετέροις ἡλικιώταις, μέμνημαι + δὲ ἔγωγε καὶ παῖς ὢν Κριτίᾳ + τῷδε + συνόντα σε. Καλῶς γε σύ, ἦν δ’ ἐγώ, ποιῶν: μᾶλλον γάρ σοι παρρησιάσομαι περὶ τῆς ἐπῳδῆς οἵα τυγχάνει οὖσα: ἄρτι δ’ ἠπόρουν τίνι τρόπῳ σοι ἐνδειξαίμην τὴν δύναμιν αὐτῆς. ἔστι γάρ, ὦ Χαρμίδη, τοιαύτη οἵα μὴ δύνασθαι τὴν κεφαλὴν μόνον ὑγιᾶ ποιεῖν, ἀλλ’ ὥσπερ ἴσως ἤδη καὶ σὺ ἀκήκοας τῶν ἀγαθῶν ἰατρῶν, ἐπειδάν τις αὐτοῖς προσέλθῃ τοὺς ὀφθαλμοὺς ἀλγῶν, λέγουσί που ὅτι οὐχ οἷόν τε αὐτοὺς μόνους ἐπιχειρεῖν τοὺς ὀφθαλμοὺς ἰᾶσθαι, ἀλλ’ ἀναγκαῖον εἴη ἅμα καὶ τὴν κεφαλὴν θεραπεύειν, εἰ μέλλοι καὶ τὰ τῶν ὀμμάτων εὖ ἔχειν: καὶ αὖ τὸ τὴν κεφαλὴν οἴεσθαι ἄν ποτε θεραπεῦσαι αὐτὴν ἐφ’ ἑαυτῆς ἄνευ ὅλου τοῦ σώματος πολλὴν ἄνοιαν εἶναι. ἐκ δὴ τούτου τοῦ λόγου διαίταις ἐπὶ πᾶν τὸ σῶμα τρεπόμενοι μετὰ τοῦ ὅλου τὸ μέρος ἐπιχειροῦσιν θεραπεύειν τε καὶ ἰᾶσθαι: ἢ οὐκ ᾔσθησαι ὅτι ταῦτα οὕτως λέγουσίν τε καὶ ἔχει; πάνυγε, ἔφη. Οὐκοῦν καλῶς σοι δοκεῖ λέγεσθαι καὶ ἀποδέχῃ τὸν λόγον; πάντων μάλιστα, ἔφη. κἀγὼ ἀκούσας αὐτοῦ ἐπαινέσαντος ἀνεθάρρησά τε, καί μοι κατὰ σμικρὸν πάλιν ἡ θρασύτης συνηγείρετο, καὶ ἀνεζωπυρούμην. Καὶ εἶπον: τοιοῦτον τοίνυν ἐστίν, ὦ Χαρμίδη, καὶ τὸ ταύτης τῆς ἐπῳδῆς. ἔμαθον δ’ αὐτὴν ἐγὼ ἐκεῖ ἐπὶ στρατιᾶς παρά τινος τῶν Θρᾳκῶν τῶν Ζαλμόξιδος ἰατρῶν, οἳ λέγονται καὶ ἀπαθανατίζειν. ἔλεγεν δὲ ὁ Θρᾲξ οὗτος ὅτι ταῦτα μὲν [ἰατροὶ] οἱ Ἕλληνες, ἃ νυνδὴ ἐγὼ ἔλεγον, καλῶς λέγοιεν: ἀλλὰ Ζάλμοξις, ἔφη, λέγει ὁ ἡμέτερος βασιλεύς, θεὸς ὤν, ὅτι ὥσπερ ὀφθαλμοὺς ἄνευ κεφαλῆς οὐ δεῖ ἐπιχειρεῖν ἰᾶσθαι οὐδὲ κεφαλὴν ἄνευ σώματος, οὕτως οὐδὲ σῶμα ἄνευ ψυχῆς, ἀλλὰ τοῦτο καὶ αἴτιον εἴη τοῦ διαφεύγειν τοὺς παρὰ τοῖς Ἕλλησιν ἰατροὺς τὰ πολλὰ νοσήματα, ὅτι τοῦ ὅλου ἀμελοῖεν οὗ δέοι τὴν ἐπιμέλειαν ποιεῖσθαι, οὗ μὴ καλῶς ἔχοντος ἀδύνατον εἴη τὸ μέρος εὖ ἔχειν. Πάντα γὰρ ἔφη ἐκ τῆς ψυχῆς ὡρμῆσθαι καὶ τὰ κακὰ καὶ τὰ ἀγαθὰ τῷ σώματι καὶ παντὶ τῷ ἀνθρώπῳ, καὶ ἐκεῖθεν ἐπιρρεῖν ὥσπερ ἐκ τῆς κεφαλῆς ἐπὶ τὰ ὄμματα: δεῖν οὖν ἐκεῖνο καὶ πρῶτον καὶ μάλιστα θεραπεύειν, εἰ μέλλει καὶ τὰ τῆς κεφαλῆς καὶ τὰ τοῦ ἄλλου σώματος καλῶς ἔχειν. Θεραπεύεσθαι δὲ τὴν ψυχὴν ἔφη, ὦ μακάριε, ἐπῳδαῖς τισιν, τὰς δ’ ἐπῳδὰς ταύτας τοὺς λόγους εἶναι τοὺς καλούς: ἐκ δὲ τῶν τοιούτων λόγων ἐν ταῖς ψυχαῖς σωφροσύνην ἐγγίγνεσθαι, ἧς ἐγγενομένης καὶ παρούσης ῥᾴδιον ἤδη εἶναι τὴν ὑγίειαν καὶ τῇ κεφαλῇ καὶ τῷ ἄλλῳ σώματι πορίζειν. Διδάσκων οὖν με τό τε φάρμακον καὶ τὰς ἐπῳδάς, “ὅπως,” ἔφη, “τῷ φαρμάκῳ τούτῳ μηδείς σε πείσει τὴν αὑτοῦ κεφαλὴν θεραπεύειν, ὃς ἂν μὴ τὴν ψυχὴν πρῶτον παράσχῃ τῇ ἐπῳδῇ ὑπὸ σοῦ θεραπευθῆναι. Καὶ γὰρ νῦν,” ἔφη, “τοῦτ’ ἔστιν τὸ ἁμάρτημα περὶ τοὺς ἀνθρώπους, ὅτι χωρὶς ἑκατέρου, σωφροσύνης τε καὶ ὑγιείας, ἰατροί τινες ἐπιχειροῦσιν εἶναι:” καί μοι πάνυ σφόδρα ἐνετέλλετο μήτε πλούσιον οὕτω μηδένα εἶναι μήτε γενναῖον μήτε καλόν, ὃς ἐμὲ πείσει ἄλλως ποιεῖν. ἐγὼ οὖν-ὀμώμοκα γὰρ αὐτῷ, καί μοι ἀνάγκη πείθεσθαι-πείσομαι οὖν, καὶ σοί, ἐὰν μὲν βούλῃ κατὰ τὰς τοῦ ξένου ἐντολὰς τὴν ψυχὴν πρῶτον παρασχεῖν ἐπᾷσαι ταῖς τοῦ Θρᾳκὸς ἐπῳδαῖς, προσοίσω τὸ φάρμακον τῇ κεφαλῇ: εἰ δὲ μή, οὐκ ἂν ἔχοιμεν+ ὅτι ποιοῖμέν+ σοι, ὦ φίλε Χαρμίδη.
ΜΕΤΑΦΡΑΣΗ: Σωκράτης: Είχα επιστρέψει το προηγούμενο βράδυ από τον στράτευμα της Ποτείδαιας και, καθώς έφτασα μετά από πολύχρονη απουσία, χάρηκα που ήρθα στα μέρη που σύχναζα, μεταξύ άλλων στην παλαίστρα του Ταυρέα, μπροστά στο Βασίλης ιερό, όπου μπήκα και βρήκα πολλούς ανθρώπους εκεί, κάποιους άγνωστους, αλλά τους περισσότερους γνωστούς. Βλέποντάς με να μπαίνω έτσι ξαφνικά, αμέσως πολλοί με χαιρέτησαν από μακριά. Ο Χαιρεφών, ολοφάνερα ενθουσιασμένος, αφού αναπήδησε απ’ το μέσο των (συγκεντρωμένων φίλων του), έτρεξε προς το μέρος μου, μου έπιασε το χέρι και είπε: «Σωκράτη, πώς και βγήκες σώος απ’ τη μάχη;» Λίγο πριν την αναχώρησή μας (από εκεί), όντως είχε γίνει μάχη, και το είχαν μόλις πληροφορηθεί. Κι εγώ του απάντησα: «Έτσι, όπως βλέπεις». «Και όμως αναγγέλθηκε εδώ», πρόσθεσε, «ότι η μάχη ήταν σφοδρή και κόστισε τη ζωή σε πολλούς γνωστούς μας ανθρώπους.» «Σωστά», είπα εγώ, «αλήθεια είναι ότι αναγγέλθηκε.» «Πήρες μέρος στη μάχη;» ρώτησε. «Συμμετείχα.» «Έλα, κάτσε εδώ», είπε, «γιατί δεν τα έχουμε πληροφορηθεί επακριβώς.» Και λέγοντας αυτά, με οδήγησε και με έβαλε να κάτσω κοντά στον Κριτία, τον γιο του Καλλαίσχρου. Αφού κάθισα, χαιρέτησα τον Κριτία και τους άλλους και τους διηγιόμουν τα του στρατού, απαντώντας σε οποιαδήποτε επίμονη ερώτηση μου έκανε ο καθένας τους. Όταν εξαντλήσαμε πια τον θάνατο, τους ρωτούσα επανειλημμένως για τα (δικά μας) εδώ: Ποια ήταν τα πρόσφατα θέματα της φιλοσοφίας, και αν ανάμεσα στους νέους υπήρχαν κάποιοι που διακρίνονταν για τη σοφία και για την ομορφιά τους ή και για τα δύο ταυτόχρονα. Ο Κριτίας όμως, στρέφοντας τα μάτια του προς την πόρτα, και βλέποντας να μπαίνουν κάποιοι νεαροί που βρίζονταν μεταξύ τους και πίσω τους ν’ ακολουθεί μια άλλη ομάδα, «όσο για τα όμορφα αγόρια, Σωκράτη» είπε, «πιστεύω ότι θα ενημερωθείς αμέσως· γιατί όσοι μπαίνουν είναι οι πρόδρομοι και οι εραστές αυτού που, τουλάχιστον τώρα, θεωρείται ο πιο όμορφος, και είμαι σίγουρος ότι ο ίδιος δεν είναι μακριά και έρχεται εδώ.» «Ποιος είναι;» ρώτησα, «και ποιανού είναι ο γιος;» «Τον ξέρεις», είπε, «αλλά δεν ήταν ακόμη ενήλικος πριν την αναχώρησή σου· είναι ο Χαρμίδης, ο γιος του θείου μου, του Γλαύκωνα, και εξάδελφός μου.» «Ναι, μα τον Δία, τον ξέρω», συνέχισα. «Διακρινόταν για το ήθος του εκείνη την εποχή, αν και ήταν ακόμη παιδί, αλλά σήμερα πρέπει να είναι ένας πλήρως εκπαιδευμένος νεαρός.» «Θα σιγουρευτείς αμέσως», συνέχισε, «τόσο για την ηλικία του όσο και για την ποιότητά του.» Και όπως είπε, μπήκε ο Χαρμίδης. «Όσο για μένα, φίλε, τίποτε δεν μπορεί να μετρηθεί: Γιατί πραγματικά μπορεί να είμαι το νήμα της στάθμης σε ό,τι αφορά τους όμορφους, επειδή σχεδόν όλοι στην ακμή τους μου φαίνονται ωραίοι. Ωστόσο, αυτή τη φορά, ο νεαρός μου φάνηκε αξιοθαύμαστης κορμοστασιάς και ωραιότητας, και όλοι οι άλλοι μου φαίνονταν ερωτευμένοι μαζί του, τόσο πολύ ξαφνιάστηκαν και αναστατώθηκαν όταν μπήκε, και πολλοί άλλοι εραστές τον ακολουθούσαν. Το ότι έκανε εντύπωση και σε εμάς τους άντρες, ουδόλως ήταν παράξενο, αλλά κοίταξα τα παιδιά: Όλα είχαν μάτια μόνο για αυτόν, ακόμα και ο πιο μικρός, και τον κοίταζαν σαν άγαλμα. Τότε ο Χαιρεφών, απευθυνόμενος σε εμένα: «Πώς σου φαίνεται ο νεαρός, Σωκράτη;» με ρώτησε. «Δεν έχει όμορφο πρόσωπο;» «Υπερβολικά», απάντησα. «Λοιπόν», συνέχισε, «αν συναινούσε να γδυθεί, θα σου φαινόταν πως δεν έχει πρόσωπο, είναι πανέμορφος ως προς το σώμα.» Και, καθώς οι άλλοι συμφώνησαν με τον Χαιρεφώντα, «Μα τον Ηρακλή», φώναξα, «θεωρείτε πως ένας άντρας είναι ακαταμάχητος, ακόμη και αν διαθέτει το πιο ασήμαντο προσόν;». «Τι;..» ρώτησε ο Κριτίας. «Αν είναι προικισμένος σε ό,τι αφορά την ψυχή», απάντησα εγώ «αυτό είναι αναμενόμενο, Κριτία, αφού ανήκει στα μέλη της οικογενείας σου.» «Είναι», είπε, «και όμορφος και καλός σχετικά με αυτά». «Σε αυτή την περίπτωση», είπα, «γιατί δεν γδύνουμε την ψυχή για να την κοιτάξουμε, πριν λάβουμε υπόψη την ομορφιά του σώματος; Στην ηλικία που είναι, πρέπει να είναι ήδη έτοιμος να συζητήσει.» «Σίγουρα», είπε ο Κριτίας, «γιατί ενδιαφέρεται για τη φιλοσοφία και, αν θέλουμε να πιστέψουμε τους άλλους και τον ίδιο, έχει υπερβολικό ταλέντο στην ποίηση.» «Αυτό», συνέχισα, «είναι κληροδότημα που σας έρχεται από μακριά, λόγω της συγγένειάς σας με τον Σόλωνα. Αλλά, γιατί δεν μου έδειξες στον νεαρό αφού τον καλέσεις εδώ; Ακόμη και αν ήταν νεότερος από ό,τι είναι, δεν θα ήταν απρεπές να συνομιλήσει μαζί μας μπροστά σας, επειδή είσαι και κηδεμόνας και εξάδελφός του.» «Έχεις δίκιο», είπε, «ας τον καλέσουμε», και ταυτόχρονα, απευθυνόμενος στον δούλο που τον συνόδευε, του είπε: «Παιδί, φώναξε τον Χαρμίδη, και πες του ότι θέλω να τον παρουσιάσω σε γιατρό, για την ασθένεια για την οποία μου παραπονέθηκε πως έπασχε πριν. Στη συνέχεια, γυρνώντας προς εμένα, ο Κριτίας είπε: «Πολύ πρόσφατα, μάλιστα, παραπονέθηκε ότι κάτι βάραινε το κεφάλι του το πρωί όταν σηκώθηκε. Αλλά κι έτσι, τι σε εμποδίζει να προσποιηθείς ότι γνωρίζεις καλά μια θεραπεία για τον πονοκέφαλο;» «Τίποτα», είπα εγώ, «μόνο να έλθει.» «Λοιπόν, θα έρθει», είπε. Αυτό και έγινε. Ήρθε πράγματι, και (ο ερχομός του) προκάλεσε πολύ γέλιο. Καθένας από εμάς, που καθόταν, έσπρωξε βιαστικά τον διπλανό του, για να κάνει χώρο, με την ελπίδα ότι ο νεαρός θα ερχόταν και θα καθόταν δίπλα του, τόσο που, από τους δύο άντρες που κάθονταν σε κάθε άκρη, ο ένας σηκώθηκε και ο άλλος παραμερίστηκε. (Ο Χαρμίδης) αφού ήρθε, κάθισε ανάμεσα στον Κριτία και σε μένα. Τότε, φίλε μου, ένιωσα αμήχανα και έχασα την υπερβολική τόλμη που είχα μέχρι τότε για να συνομιλήσω άνετα μαζί του. Όταν όμως, ο Κριτίας, αφού του είπε ότι εγώ ήμουν αυτός που ήξερε το φάρμακο, με κοίταξε με απερίγραπτη έκφραση και ετοιμάστηκε να με ρωτήσει, ενώ όλοι όσοι ήταν στην παλαίστρα σχημάτισαν γύρω μας έναν τέλειο κύκλο, τότε, ευγενικέ μου φίλε, είδα τι υπήρχε κάτω από το ιμάτιό του, κι ένιωσα να φλέγομαι, και δεν έλεγχα πια τον εαυτό μου, και σκέφτηκα ότι ο Κυδίας ήταν σοφότατος όταν είπε στα Ερωτικά του, όταν, αναφερόμενος σε όμορφο παιδί, έδωσε την εξής συμβουλή να προσέχει μην έχει τη μοίρα του μικρού ελαφιού να γίνει μεζές αφού σταθεί μπροστά σε λιοντάρι: Γιατί ο ίδιος μου φάνηκε ότι είχε καταναλωθεί ως τροφή από ένα τέτοιο θηρίο. Ωστόσο, όταν με ρώτησε αν ήξερα το φάρμακο για τον πονοκέφαλο, με δυσκολία του απάντησα ότι το ξέρω. «Τι είναι τότε;» είπε αυτός. Αποκρίθηκα ότι ήταν ένα φύλλο, αλλά ότι ένα ξόρκι έπρεπε να ειπωθεί ταυτόχρονα ώστε να λειτουργήσει το φάρμακο, που αν λεγόταν την ίδια στιγμή με τη λήψη του, τότε θα ανακτούσε κανείς πλήρως την υγεία του, αλλά ότι χωρίς το ξόρκι, το φύλλο δεν είχε κανένα αποτέλεσμα. «Ποιο από τα δύο λοιπόν», ρώτησα εγώ, «με εμπιστεύεσαι ή όχι;». Αφού γέλασε, απάντησε: «Αν σε εμπιστεύομαι, Σωκράτη…» «Ωραία, συνέχισα. Ξέρεις όμως το όνομά μου;» «Για να μη σε αδικώ», είπε «γιατί για σένα μιλούν συχνά οι νέοι της ηλικίας μου, και θυμάμαι ότι, όταν ήμουν παιδί, έκανες παρέα με τον Κριτία σ’ αυτό το μέρος.» «Σωστά έπραξες», είπα. «Θα είμαι ακόμη πιο ειλικρινής μαζί σου, για να σου πω τι είναι αυτό το ξόρκι. Γιατί μόλις τώρα αναρωτιόμουν πώς θα σου έδειχνα την αποτελεσματικότητά του. Είναι πράγματι, Χαρμίδη, αυτό τέτοιας φύσης, που δεν μπορεί να θεραπεύσει μόνο του το κεφάλι · ίσως όμως να έχεις ακούσει καλούς γιατρούς να λένε, πως όταν κάποιος έρθει σε αυτούς με πόνο στα μάτια, ότι είναι αδύνατο να αναλάβουν μια θεραπεία αποκλειστικά για τα μάτια και ότι είναι απαραίτητο να θεραπεύουν ταυτόχρονα το κεφάλι συνολικά· εάν λοιπόν κάποιος σκοπεύει να επαναφέρει τα μάτια σε καλή κατάσταση και ότι με τον ίδιο τρόπο να φανταστεί ότι μπορεί να θεραπεύσει μόνο το κεφάλι, εκτός από ολόκληρο το σώμα, είναι υπερβολικά τρελό. Με βάση αυτή ακριβώς την αρχή, εφαρμόζοντας μια δίαιτα σε όλο το σώμα, προσπαθούν να θεραπεύσουν το μέρος με το σύνολο, και το καταφέρνουν. Ή δεν γνωρίζεις ότι αυτά που λένε είναι έτσι;» «Βεβαιότατα», είπε. «Δεν πιστεύεις λοιπόν ότι έχουν δίκιο και δεν εγκρίνεις τη μέθοδό τους;» «Την εγκρίνω απολύτως», είπε. «Κι εγώ, βλέποντας ότι επαίνεσε την άποψή μου, σιγά σιγά ξαναξύπνησε και και αναζωπυρώθηκε η υπερβολική τόλμη μου, γι’ αυτό και συνέχισα: «Τέτοια είναι λοιπόν, Χαρμίδη, η φύση του ξόρκιου. Την έμαθα εκεί, στο στρατό, από έναν Θρακιώτη γιατρό της ομάδας του Ζαλμόξη, οι οποίοι θεωρούνται πως κάνουν τους ανθρώπους αθάνατους. Αυτός ο Θρακιώτης λοιπόν έλεγε ότι οι Έλληνες γιατροί είχαν δίκιο που παραδέχονταν τη μέθοδο, που μόλις τώρα ανέφερα· πρόσθεσε όμως, ο Ζαλμόξης, “ο βασιλιάς μας, που είναι θεός, βεβαιώνει ότι, όπως ακριβώς δεν πρέπει να προσπαθούμε να θεραπεύουμε τα μάτια χωρίς το κεφάλι, ούτε το κεφάλι χωρίς μάτια, έτσι δεν πρέπει (να θεραπεύουμε) το κεφάλι χωρίς ψυχή, και ότι, αν η πλειονότητα των ασθενειών ξεφεύγει από τους Έλληνες γιατρούς, ο λόγος είναι ότι αγνοούν το σύνολο που πρέπει να φροντίσουν. Γιατί, όταν αυτό (το όλο) είναι σε κακή κατάσταση, είναι αδύνατο να πάει καλά το μέρος. Στην πραγματικότητα, είπε, “από την ψυχή προέρχονται όλα τα κακά και όλα τα καλά για το σώμα, και σε κάθε άνθρωπο από αυτό ρέουν, όπως ρέουν από το κεφάλι στα μάτια.” Η ψυχή λοιπόν, αγαπητέ φίλε, θεραπεύεται, με αυτά τα ξόρκια, που είναι οι σωστοί λόγοι. Αυτοί οι λόγοι γεννούν σοφία στις ψυχές, και μόλις δημιουργηθεί αυτή, είναι πια εύκολο να προκαλέσει υγεία στο κεφάλι και στο υπόλοιπο σώμα. Και όταν μου έμαθε τη θεραπεία και τα ξόρκια, με προειδοποίησε: “Πρόσεχε μην σε πείσει κανείς να θεραπεύσεις το κεφάλι του με αυτό το φάρμακο, αν δεν σου έχει παραδώσει πρώτα την ψυχή του για να τη θεραπεύσεις με ξόρκι. Γιατί σήμερα,” είπε, “αυτό λάθος υπάρχει μεταξύ των ανθρώπων, να θέλουν μερικοί, που επιχειρούν να είναι γιατροί, να θεραπεύσουν την ψυχή ή το σώμα χωριστά.” Και με παρότρυνε να μην υποκύψω σε κανέναν, όσο πλούσιος, ευγενής ή όμορφος κι αν ήταν, που θα με έπειθε να ενεργήσω διαφορετικά. Έχω ορκιστεί σ’ αυτό, και είναι ανάγκη να πείθομαι σ’ αυτό, αλλά θα σ’ εμπιστευθώ και, εάν θέλεις φυσικά, σύμφωνα με τις συστάσεις αυτού του ξένου, να παραδώσεις πρώτα την ψυχή σου και να ψάλλω τα ξόρκια της Θράκης, τότε θα εφαρμόσω το φάρμακο στο κεφάλι σου. Διαφορετικά, δεν μπορώ να κάνω τίποτα για σένα, αγαπητέ μου Χαρμίδη.
[40] Σίγουρα, δεν είναι εύκολο να μιλάς ρεαλιστικά, αν δεν διαθέτεις ταλέντο, κι αυτό το δίδαξε εν πολλοίς ο Κ. Καβάφης, ο οποίος διέθετε ξεχωριστή γλώσσα και πληθώρα θεμάτων, και όχι μονάχα ερωτικών. Τόσο όμως ο Κ. Καβάφης όσο και ο Ν.Χ. δεν ήταν ποιητές που διέθεταν μια φωνή μέσα τους, τον οίστρο που δεν τους άφηνε να ησυχάσουν, όπως οι Σολωμός, Σικελιανός, Παλαμάς. Ήταν ποιητές της λελογισμένης επεξεργασίας του θέματος με επιμονή και υπομονή. Ο Κ. Καβάφης σήμερα, κατά γενική, αφοπλιστική αποδοχή, θεωρείται μεγάλος ποιητής με κορυφαία ποιήματα, παρ’ όλο που η λέξη «μεγάλος», όπως την ορίζει ο ποιητής Γουίσταν Χ. Ώντεν, στη μελέτη, Nineteeth century british minor poets, Dell, New York 1966, προϋποθέτει α) ένα μεγάλο πλήθος γραπτών ποιημάτων, β) ποίηση που καλύπτει όσο το δυνατό ποικίλα θέματα και τεχνοτροπίες, γ) άριστο χειρισμό της στιχουργικής, δ) πρωτοτυπία σύνθεσης και προσωπικό ύφος και ε) ωρίμανση που να διαρκεί ίσαμε τον θάνατό του, ώστε ο μυημένος αναγνώστης να μπορεί να ξεχωρίσει, αν δύο ποιήματα που γράφτηκαν σε ξεχωριστό χρόνο, ποιο γράφτηκε πρώτο και ποιο δεύτερο. Ο Καβάφης λοιπόν, σύμφωνα με τα λεχθέντα του Ώντεν, δεν μπορεί να είναι μεγάλος ένας ποιητής των 154 ποιημάτων, ούτε φυσικά ο Ν.Χ. με τα 300+ ποιήματα… Πάντως, αληθεύει το γεγονός πως όσοι ποιητές καταφεύγουν σήμερα στο θολό, αυτόματο, και ερμητικό λόγο, καλύπτουν συχνά αδυναμίες γλώσσας, θέματος και στιχουργικής.
[41] Προ ετών, είχε δημιουργηθεί σκάνδαλο (μάλλον επίτηδες) με ένα χυδαίο ποίημα που είχε στείλει ο Ν.Χ. για δημοσίευση στο περιοδικό Ποιητική, που εκδίδει ο οίκος Πατάκη, με τον περιβότητο στίχο «Θα σου ξεσκίσω τον κώλο» ανάμεσα σε άλλους εξίσου απερίγραπτης τέχνης…
[42] Είναι ευτύχημα που ένα μεγάλο μέρος των λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης δεν μολύνθηκαν από τις ισοπεδωτικές επιταγές της «Σχολής Διαγωνίου», και μάλιστα σύγχρονοι ποιητές, που, κατά μεγάλο μέρος, κάνουν τα πάντα για να φανούν, κρίνοντας σωστό πως ακόμα και η παραμικρή σημείωσή τους ή άρθρο σε φιλολογικό ή καλλιτεχνικό δελτίο πρέπει πάση θυσία να αναρτηθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
[43] Γιώργος Ιωάννου, «Εις εαυτόν», Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος, Αθήνα 1984, βιβλίο που χαρακτηρίζει ο Σταύρος Παπαθανάκης (μεταφραστής, διερμηνέας, δημοσιογράφος, σεναριογράφος, βοηθός σκηνοθέτη σε πολλά ντοκιμαντέρ της κρατικής τηλεόρασης), ως το εμβληματικότερο, λογοτεχνικό έργο για την πόλη της Θεσσαλονίκης.
[44] Ο Ν.Χ., στο Α΄ Μέρος της εκπομπής, ανέφερε και το δόλιο περιστατικό που διαμείφθηκε μεταξύ της βασίλισσας Ελισάβετ Β’ και Γιώργου Σεφέρη, πρεσβευτή στο Λονδίνο το 1955, σχετικά με την αφιερωμένη συλλογή στην Κύπρο, που έφερε τον τίτλο «Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν». Το απόσπασμα ήταν από την Ελένη του Ευριπίδη (στιχ. 148-150): «Ἐς γῆν ἐναλίαν Κύπρον, οὗ μ’ ἐθέσπισεν / οἰκεῖν Ἀπόλλων, ὄνομα νησιωτικόν / Σαλαμῖνα θέμενον τῆς ἐκεῖ χάριν πάτρας..», δηλαδή «Στην Κύπρο τη θαλασσοφίλητη, όπου μου όρισε / να κατοικήσω ο Απόλλων, χτίζοντας πόλη / την Σαλαμίνα, με τ’ όνομα του πατρικού νησιού μου…» Η βασίλισσα του είπε να τον αλλάξει (ήδη, το 1955, είχε αρχίσει ο αγώνας των Κυπρίων ενάντια στην κατοχή των Άγγλων στο νησί) και για αντάλλαγμα έλαβε την υποστήριξή της για το βραβείο Νόμπελ. Ο Σεφέρης τελικά προσαρμόστηκε και άλλαξε τον τίτλο σε «Ημερολόγιο καταστρώματος Γ΄». Πάντα σε συνεντεύξεις ο Ν.Χ. ξεμπρόστιαζε όσους λογοτέχνες τον ξεπερνούσαν. Παραμένει πάντως αξιοπερίεργο, για να μην πούμε προκλητικό, το γεγονός πως η εκπομπή Στα Άκρα αφιέρωσε δύο μέρη για ένα ποιητή τόσο άνισο, τη στιγμή που υπήρχαν πολλοί στη χώρα μας σαφώς καλύτεροι και καθόλου γραφικοί.
[45] Aναμφίβολα, μία από τις καλύτερες ομιλίες ήταν, όταν ο Ν.Χ. μίλησε από στήθους στις 16.5.2000 καλεσμένος στο βιβλιοπωλείο «Πολύεδρο» της Πάτρας με θέμα «Θεώρηση της νεοελληνικής ποίησης στον 20ο αιώνα».
[46] Τα Τέσσερα κουαρτέτα (1945) του Έλιοτ, επειδή περιείχαν φιλοσοφικές ενατενίσεις πάνω στη ζωή ο Ν.Χ. τα θεωρούσε μπούρδες, ενώ την Έρημη χώρα (1922), ρεαλιστικό ποίημα!…
[47] Αξίζει εδώ να αναφερθεί η εξαιρετική μετάφραση των σονέτων του Μιχαήλ Άγγελου από την Αιμιλία Εμμανουήλ, Μιχαήλ Άγγελος, Σονέτα, Εισαγωγή – Μετάφραση: Αιμιλία Εμμανουήλ Gutenberg – Γιώργος & Κώστας Δαρδανός, Αθήνα 2019. Δείγμα γραφής:
Χρόνους πολλούς ευτυχισμένος ζεις κι ένα λεπτό αρκεί
την περασμένη τύχη σου να κλαις και να πονάς
Άπονη καρδιά, άγουρη και σκληρή
με γλύκα καλυμμένη που πιο βαθιά πικρίζει
η πίστη σου ευάλωτη σαν τον καιρό γυρίζει
πιότερο απ’ της άνοιξης τον πρωτανθό δεν ζει.
Τρέχει ο χρόνος και τις ώρες μας χαρίζει
που τη ζωή μας δηλητήριο γεμίζουν
δρεπάνι αυτός, στάχυα εμείς που τα θερίζουν…
[…]
[48] Ο Λουκιανός (Σαμόσατα Συρίας 125 – 180; μ.Χ.) υπήρξε ρήτορας και εφευρέτης του σατιρικού διαλόγου και από τους σημαντικότερους αττικιστές συγγραφείς της Β΄ Σοφιστικής και τους ρητοροδιδάσκαλους του 2ου αι. μ.X. Σημαντική επίδραση είχε πάνω του η διδασκαλία του Νεοπλατωνικού φιλοσόφου Νιγρίνου, που ο Λουκιανός τον συνάντησε στη Ρώμη, όταν πήγε για να θεραπεύσει κάποια ασθένεια στο μάτι του. Ο Νιγρίνος στη συνάντησή τους αυτή στιγμάτισε την παρακμή της πνευματικής ζωής της Ρώμης. Τα φιλοσοφικά ρεύματα των Επικούρειων σε αντίθεση με αυτά των Κυνικών ήταν αυτά που προσέλκυσαν τη συμπάθειά του. Ο Λουκιανός απεχθανόταν τους δογματισμούς, την αδιαλλαξία και τις ακραίες φιλοσοφικές διαμάχες, όπως και την επιτηδευμένη γλώσσα και τα σοφίσματα (Ερμότιμος ή Περί αιρέσεων). Τα έτη 165-171 μ.Χ. εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου ανέπτυξε την ιδιαίτερη γραφή του, χρησιμοποιώντας κατά κόρον τον λιτό διάλογο και το κωμικό, πειρακτικό ύφος. Μετά την Αθήνα, διορίστηκε στον δικαστικό κλάδο της αυτοκρατορικής διοίκησης της Αιγύπτου, χωρίς να μπορεί να σταδιοδρομήσει στη δημόσια διοίκηση, επειδή η θητεία του επάρχου C. Calvisius Statianus, που τον είχε καλέσει στη θέση αυτή, τερματίστηκε απότομα με την αποτυχία της επανάστασης του C. Avidus Cassius (στην οποία συμμετείχε και ο έπαρχος) το καλοκαίρι του 175 μ.Χ., οπότε ο Λουκιανός λογικά θα πρέπει τότε να επέστρεψε στην Αθήνα. Η τελευταία χρονολογική ένδειξη για τη ζωή του είναι το έτος 180 μ.Χ., κατά το οποίο πέθανε ο αυτοκράτορας Μάρκος Αυρήλιος. Ο θάνατός του πιθανολογείται κατά τη βασιλεία του αυτοκράτορα Κομμόδου (180-192). Σήμερα, αποδίδονται στον Λουκιανό 82 βιβλία, μερικά από τα οποία θεωρούνται νόθα ή αμφισβητούμενα, ενώ το έργο του Σώστρατος που αναφέρεται ότι έχει γράψει στον Δημώνακτο βίο δεν σώζεται. Σε όλο του το έργο κυριαρχούν οι διάλογοι, που, ανάλογα με τη φύση τους, τα έργα του κατατάσσονται στις παρακάτω κατηγορίες: α) Μελέτες ή Επιδεικτικοί λόγοι, β) Διάλογοι, γ) Επιστολές, δ) Μυθιστορήματα, ε) Επιγράμματα και στ) Νόθα έργα. Σχετικά με τα τελευταία, ο σημαντικός φιλόλογος και τόσο άδικα χαμένος Ιωάννης Συκουτρής (1901-1937) είχε προτείνει επιφυλακτικότητα: «Αλλά και από παραδόσεως δεν επιτρέπεται να απομακρυνθώμεν χωρίς ισχυρά και αναντίλεκτα επιχειρήματα».
[49] Παλατινή Ανθολογία (Anthologia Palatina): Συλλογή αρχαίων, ρωμαϊκών και βυζαντινών ελληνικών επιγραμμάτων (7ος αιώνα π.Χ. – 600 μ.Χ.), που βρέθηκε το 1606 σε χειρόγραφο, και θεωρείται ότι συντάχθηκε τον 10ο αιώνα με βάση την Ανθολογία του Κεφαλά. Πρώτος ο Μελέαγρος από τα Γάδαρα της Συρίας περί το 70 π.Χ. συγκέντρωσε σε συλλογή επιγράμματα διαφόρων ποιητών σε αλφαβητική σειρά χωρίς να τους κατονομάζει, τον λεγόμενον Στέφανον του Μελεάγρου. Γύρω στο 40 μ.Χ., ο Φίλιππος ο Θεσσαλονικεύς, ακολουθώντας την ίδια τακτική, μεταποίησε τον Στέφανον σε συλλογή, τον ονομαζόμενο Στέφανον του Φιλίππου του Θεσσαλονικέως. Ο Διογενειανός ο Ηρακλειώτης, το 140 μ.Χ., χωρίς να είναι ο ίδιος ποιητής, εξέδωσε το Επιγραμμάτων ανθολόγιον. Τον 2ο αιώνα ο ποιητής Στράτων εξέδωσε τη συλλογή Μούσα Παιδική που περιείχε παιδεραστικά επιγράμματα από τους Στεφάνους, αλλά και νεότερα, καθώς και πολλά δικά του. (Η παιδεραστία ήταν αρκετά διαδεδομένη στην αρχαιότητα, και μερικά από τα ποιήματα αυτά είναι πλημμυρισμένα από γνήσιο αίσθημα, που συναγωνίζονται σε ομορφιά τα ωραιότερα ερωτικά αυτού του είδους. Πολλά, βέβαια, είναι στ’ αλήθεια αθυρόστομα.) Τον 6ο αιώνα συγκροτήθηκε Ο Κύκλος των νέων επιγραμμάτων από τον Αγαθία, ποιητή και ιστορικό, που περιλάμβανε ποιήματα δικά του και άλλων συγχρόνων του, καταταγμένα ανάλογα με το περιεχόμενό τους. Με τον Κύκλο λήγει και η αρχαία επιγραμματική ποίηση. Τα λίγα επιγράμματα που προστέθηκαν, όπως των Σωφρονίου, Λεοντίου, Φωτίου κλπ. είχαν χριστιανικά θέματα, αλλά διαφορετική αισθητική αξία. Στα τέλη του 9ου αιώνα, ο πρωτοπρεσβύτερος της αυτοκρατορικής αυλής της Κωνσταντινούπολης, Κωνσταντίνος Κεφαλάς, συνέθεσε το κύριο σώμα της Ανθολογίας, βασιζόμενος όχι μόνο στους Στεφάνους, αλλά και στα μετέπειτα επιγράμματα, όπως αυτά του Παύλου Σιλεντιάριου και του Αγαθία. Αυτό καθαυτό το χειρόγραφο του Κεφαλά έχει χαθεί, μπορεί όμως να ανασυντεθεί από την υπάρχουσα μορφή της Παλατινής Ανθολογίας, επειδή γύρω στα 980, ένας ανώνυμος συντάκτης το αντέγραψε, εμπλουτίζοντάς το με τα βιβλία, που σήμερα αριθμούνται ως Ι, ΙΙ, III, VIII και XIII. Ο Μάξιμος Πλανούδης, ιερωμένος και αυτός, συνέθεσε στα 1299 δική του Ανθολογία. Περιείχε 2.400 επιγράμματα με 15.000 στίχους και βασιζόταν στην Ανθολογία του Κεφαλά, από την οποία όμως παρέλειψε ή διασκεύασε όσα θεωρούσε άσεμνα. Ωστόσο, ο Πλανούδης πρόσθεσε 388 επιγράμματα, που δεν περιλαμβάνονται στη συλλογή του Κεφαλά, αν και έχει υποστηριχθεί ότι αυτά τα ποιήματα προέρχονται από χαμένα χειρόγραφα του τελευταίου. Το χειρόγραφο της Παλατινής Ανθολογίας εκτείνεται σε 709 σελίδες. Το τμήμα που βρίσκεται σήμερα στην Βιβλιοθήκη της Χαϊδελβέργης (MS Pal. gr. 23) αποτελείται από τις σελίδες 1-614, ενώ το άλλο που βρίσκεται στην Εθνική Βιβλιοθήκη του Παρισιού (Par. Suppl. gr. 384) αφορά τις σελίδες 615-709 (συνολικά 94 σελίδες). Οι Λατίνοι ποιητές, Αυσόνιος και Μαρτιάλης, είχαν μεταφράσει έμμετρα μερικά επιγράμματα της Παλατινής Ανθολογίας. Ο Ούγκο Γκρότιους μετέφρασε την Ανθολογία του Πλανούδη (1630-31). Λατινικές μεταφράσεις επιχείρησαν οι Paulus Manutius, ο Eilhard Lubin (Χαϊδελβέργη 1604) κ.ά. Λατινική μετάφραση εκπόνησαν επίσης οι Boissonade, Bothe, και J. Lapaume στην έκδοση Dubner-Gougny. Μερικές από τις νεότερες γαλλικές μεταφράσεις είναι οι πεζές των εκδόσεων Les Belles Lettres από τους Waltz, Desrousseaux, Surry κ.ά., καθώς και η έμμετρη των βιβλίων XIII-XV, στην ίδια έκδοση του F. Buffiere. Ιταλικές μεταφράσεις υπάρχουν αυτές του Bruno Lavagnini, του Bignone και του Salvatore Quasimodo. Στα αγγλικά μετέφρασε σε πεζό λόγο για τις εκδόσεις Loeb όλη την Ανθολογία ο W.R. Paton. Από τις νεότερες έμμετρες αγγλικές μεταφράσεις, μπορούν να μνημονευτούν αυτές του R. Skelton και η συλλογική παρουσίαση του 1973, με πρωτεργάτη τον Peter Jay. Από τις ελληνικές μεταφράσεις είναι των Σίμου Μενάρδου, Γιώργου Θέμελη, Ηλία Κυζηράκου, Γιάννη Δάλλα, Άρη Δικταίου, Λευτέρη Νεγρεπόντη, Κούλη Αλέπη, Νίκου Σφυρόερα, Νίκου Παναγιώτου, Βασίλη Λαζανά και πολλών άλλων. Από τις πλέον πρωτότυπες όμως, που αφορά το ΧΙΙ βιβλίο της Παλατινής, είναι αυτή του Γιώργου Ιωάννου, Στράτωνος Μούσα Παιδική Κέδρος 1979, ο οποίος, με το να αφήνει μερικές λέξεις αμετάφραστες, καταφέρνει να ενσωματωθούν θαυμάσια στη μετάφραση, η οποία αποπνέει το γνωστό ύφος των πεζογραφημάτων του συγγραφέα. Η Παλατινή Ανθολογία άσκησε μεγάλη επίδραση στη Δύση, αρχίζοντας από τον Προπέρτιο ίσαμε τον Έζρα Πάουντ. Ιδιαίτερα χαρακτηριστική είναι η περίπτωση του Αμερικανού ποιητή Edgar Lee Masters, ο οποίος το 1915 εξέδωσε την περίφημη Spoon River Anthology, που περιλαμβάνει 244 επιτάφια ποιήματα, καταφανώς εμπνευσμένα από την Παλατινή Ανθολογία.
[50] Λες και η μοντέρνα μουσική, υπέροχη στο μεγαλύτερο μέρος της, με τα παρακλάδια της ροκ ή της ποπ, που είχε επηρεάσει πολλούς μουσικούς ανά την υφήλιο είναι απορριπτέα ως ξενόφερτη, δεν είχε ποιότητα, ποιότητα είχε (και όφειλε να είχε), όλη εκείνη η φτηνή μπουζικολογία της θλιβερής μουρμούρας και παραζάλης ανθρώπων-μουσικών που κλαίνε την αδυσώπητη μοίρα τους και που υπαγορεύει τη σκυφτή χωρίς ανάσταση ζωή, και αυτή ακριβώς επιβάλλεται να είναι το σταθερό άκουσμα κάθε νέου ανεξαρτήτου εποχής… Και δεν εννοούμε φυσικά τα σπουδαία, αυθεντικά τραγούδια του λαϊκού μας πολιτισμού, επηρεασμένα από το Βυζαντινό και το Ανατολίτικο Μέλος, τα αυθεντικά ρεμπέτικα, που δημιουργήθηκαν λόγω δυσχερέστατων συνθηκών μιας Ελλάδας, που πάσχιζε να αναστηθεί μέσα από δύο παγκόσμιους πόλέμους, αλλά εννούμε τη μουσική του γυφτομπαρόκ αμανέ της ντούρας Ανατολής (βλέπε αντιγραφές από Ινδία και κλπ.) με τον φερετζέ της ελληνικότητας, που επιβλήθηκε στον τόπο μας κυρίως μετά τη μεταπολίτευση ως πολιτιστικό λαϊκό ιδεώδες, αλλά και πριν, υποταγή που στιγματίζει και τη σημερινή μας εποχή, αυτή της αναστάτωσης, της σύγχυσης και της ιστορικής λήθης (ας σκεφτούμε, π.χ. δύο πόλεις, που έζησαν τη φρικαλεότητα των ναζί σε όλο της το μεγαλείο, τα Καλάβρυτα και το Δίστομο, έδωσαν γύρω στους 1.000! ψήφους στη Χρυσή Αυγή, τα Καλάβρυτα έλαβαν 635! ψήφους, ενώ το Δίστομο 335!), ακόμα και σήμερα με τους εορτασμούς της ήττας του ελληνικού έθνους, που στοχεύουν όχι στη γνώση και στη συνειδητοποίηση, όπως πρόσφατα τις γιορτές αλήστου μνήμης ανά τη χώρα για τα 100 χρόνια της Μικρασιατικής Καταστροφής, της οποίας η ευθύνη σε μεγάλο μέρος αγγίζει κι εμάς.
[51] Λένε πως η δικτατορία, όντως, απείλησε να κλείσει τη Διαγώνιο (ο ίδιος o N.X. είχε δουλέψει στα προγράμματα του Κρατικού Θεάτρου), αλλά οι στρατιωτικοί φίλοι του Ν.Χ. έσπευσαν να τον υποστηρίξουν.
[52] Πριν πολλά χρόνια, στην εκπομπή του Άρη Σκιαδόπουλου, Νυχτερινός επισκέπτης της ΕΡΤ, ο Ν.Χ. είχε αναφέρει και την καλή του σχέση με τον Οδ. Ελύτη, πως ο νομπελίστας ποιητής του έχει αφιερώσει ποιήματα, πως από τη συλλογή του Έξι και μια τύψεις για τον ουρανό έκανε επιλογή των καλύτερων ποιημάτων («Ο αγράμματος και η ωραία», «Η αυτοψία», και «Εφτά μέρες για την αιωνιότητα») για να δημοσιευτούν στο 2ο τεύχος της Διαγώνιου (1958), και πως ο Οδ. Ελύτης τον συμβουλευόταν…. αλλά δεν δούλεψε ποτέ στη ζωή του, όπως αυτός… Στην ίδια συνέντευξη ανέφερε τον Ρίτσο, που είναι στιχοπλόκος και για τον Βασιλικό, που τον συμβούλευσε απορριπτικά λέγοντάς του «στοπ!» για το καλύτερο για πολλούς βιβλίο του, την τριλογία, Το φύλλο, Το πηγάδι, Τ’ αγγέλιασμα (Α΄ Κρατικό βραβείο της ομάδας των κορυφαίων Ελλήνων λογοτεχνών «έπαθλο Κώστας Ουράνης» το 1962), που αποτελεί την πολεμική κατακραυγή ενός εξεγερμένου νέου των σίξτις. (Σημειωτέον κανείς από τους επιγόνους της Διαγωνίου δεν έγραψε ανάλογης αξίας βιβλίο.) Στην ίδια συνέντευξη, ακούσαμε και το περιβόητο πως ο τόσο σπουδαίος μεταπολεμικός πεζογράφος Γιώργος Ιωάννου τον ζήλευε (sic), για να συμπληρώσει: «Τόσο απλά…» Σε άλλη δήλωσή του, ανέφερε μετά λύπης τάχα, υπονοώντας πάλι τον Γιώργο Ιωάννου, επ’ ευκαιρία της πρόσφατης έκδοσης του βιβλίου Το δικό μας αίμα, Κέδρος, Αθήνα 1980, πως έχει ξεπέσει η πεζογραφία του σε δημοσιογραφία. Το έργο αυτό του Ιωάννου είναι και αυτό μεγάλης πνοής και ειδικά το πρώτο κείμενο «Εις τόπον λεγόμενον λιθόστρωτον», που αποτελεί ένα από τα καλύτερα κείμενα της ελληνικής λογοτεχνίας, χωρίς φυσικά να παραλείψουμε τη συλλογή Επιτάφιος θρήνος, με το ομώνυμο απαράμιλλης τεχνικής, αριστουργηματικό διήγημα.
[53] Θαυμάσιο άρθρο του, στο 14ο τεύχος της Διαγωνίου, Απρίλιος – Ιούνιος 1968, αποτελεί το αναφερόμενο στην πρωτοποριακή μουσική των Beatles επ’ ευκαιρία του αριστουργηματικού άλμπουμ τους, Sgt. Pepper’s lonely hearts club band, που κυκλοφόρησε στην Αγγλία την 1η Ιουνίου 1967 και που μερικοί κριτικοί το θεώρησαν ως την καλύτερη δημιουργία της μοντέρνας μουσικής μετά το Συνέδριο της Βιέννης το 1814-1815.
[54] Η λέξη ταξιτζής άλλαζε κάθε φορά που επαναλάμβανε τη φράση σε μανάβη, οικοδόμο, περιπτερά, ξυλουργό, κ.ο.κ…
[55] Περικλής Σφυρίδης (1933-): Έργα: 1]. Ποίηση: Περιστάσεις, Θεσσαλονίκη 1974 * Αντιπαροχή, Θεσσαλονίκη 1978 * Τα ερωτικά, Ιανός, Θεσσαλονίκη2013. 2] Πεζογραφία: Η αφίσα, Εγνατία, Θεσσαλονίκη 1977 * Χωρίς αντίκρισμα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1980 * Το τίμημα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1982 * Κούφια λόγια, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1984. Β’ έκδοση, Καστανιώτης, Αθήνα, 1990 * Τίμημα χωρίς αντίκρισμα, (εξαιρετικό), Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1986. Γ’ έκδοση Καστανιώτης, Αθήνα 1993 * Μισθός ανθυπιάτρου (εξαιρετικό), Υάκινθος, Αθήνα 1987, Β’ έκδοση, Μπιλιέτο, Παιανία 1995 * Από πρώτο χέρι, Καστανιώτης, Αθήνα 1989, Β’ έκδοση, 1990 * Χαράμι, Καστανιώτης, Αθήνα 1992 * Ψυχή μπλε και κόκκινη, (εξαιρετικό), Καστανιώτης, Αθήνα 1996, Β’ έκδοση, 1996 * Οι γάτες του χειμώνα και άλλα διηγήματα, Καστανιώτης, Αθήνα 1996 * Σε πρώτο πρόσωπο. Αυτοσχόλιο πνευματικής πορείας, Μπιλιέτο, Παιανία 1999 * Μεταμόσχευση νεφρού, Καστανιώτης, Αθήνα 2000 * Η ψυχή του μπάρμπα Αντρέα αναβλύζει, Μπιλιέτο, Παιανία 2001 * Εσωτερική υπόθεση, Καστανιώτης, Αθήνα 2002 * Διηγήματα 1997-2002, Καστανιώτης, Αθήνα 2005 * Στη μνήμη του Αλμπέρτου Ναρ και του άλλου Αλμπέρτου, Μπιλιέτο, Παιανία 2006 * Το πάρτι και άλλα διηγήματα, Αθήνα 2001 * Ο Αδαμάκος, Μπιλιέτο, Παιανία 2012 * Τα Ερωτικά διηγήματα, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2013 * Ψυχή μπλε και κόκκινη, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 2013 * Ζωοφιλικά. Μια μαρτυρία και δώδεκα διηγήματα, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2014, * Παραφυάδες ΙΙΙ., Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2015 * Τα κοινωνικά, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2016 * Καρκίνος, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2018 * Η ιστορία μιας καρατόμησης, εκδόσεις Κυριακίδη ΙΚΕ, Θεσσαλονίκη 2018 * Η αφάνταστη ελαφρότητα της λογοτεχνικής συντεχνίας, Εκδόσεις Κυριακίδη, Θεσσαλονίκη 2021. 3]. Μελέτες: «Οι καλλιτέχνες της Διαγωνίου», Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1985 * «Δώδεκα ζωγράφοι της Θεσσαλονίκης», Θεσσαλονίκη 1986 και 1998 * «Πεζογράφοι της Θεσσαλονίκης», Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1992 * «Χριστιανόπουλος-Καβάφης: Αποκλίσεις σε βίους παράλληλους», Τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1993 * «Παραφυάδες, Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 1979- 1998», Καστανιώτης, Αθήνα 1998 * «Εν Θεσσαλονίκη: 13 σύγχρονοι πεζογράφοι», Ιανός Θεσσαλονίκη 2001 * «Εν Θεσσαλονίκη: Καλλιτέχνες και Εκθέσεις», Ιανός, Θεσσαλονίκη 2002 * «Παραφυάδες ΙΙ.», Καστανιώτης, Αθήνα 2008 * «Παραφυάδες ΙΙΙ., Κείμενα λογοτεχνίας και βιβλιοκρισίες 2009-2013», Βιβλιοπωλείο της Εστίας, Αθήνα 2015. 4]. Ανθολογίες: Saloniki erzählt: Prosaschriftsteller der Nachkriegszeit in Thessaloniki, Κολωνία 1989 * Ένδον Πόλη, Θεσσαλονίκη 1989 * Επτά διηγηματογράφοι της Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1993 * Εχεδώρου διηγήσεις, Θεσσαλονίκη 1996 * Echedorus Tales, Θεσσαλονίκη 1997 * Εν Θεσσαλονίκη. 13 σύγχρονοι πεζογράφοι, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2001 * Εν Θεσσαλονίκη. Καλλιτέχνες και Εκθέσεις, Ιανός, Θεσσαλονίκη 2002 * Διηγήματα 1977-2002, Αθήνα 2005.
Υ.Γ. Το 2021, από τον εκδοτικό οίκο Κυριακίδη της Θεσσαλονίκης, εκδόθηκε το βιβλίο του Περικλή Σφυρίδη, Η αφάνταστη ελαφρότητα της λογοτεχνικής συντεχνίας. Χωρίς να το έχουμε ανά χείρας, ο φίλος, Αρτούρ Σαρκισιάν, μας πληροφόρησε με το ιμέιλ που μας έστειλε: «Η έκδοση αποσκοπεί στο να ερμηνεύσει μίζερες νοοτροπίες και αυθαίρετες χαρακτήρες λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης με αδιάσειστα, στοιχεία για επιθέσεις, απειλές, κλπ. όπως το κείμενο που αναφέρεται στη σκαιά συμπεριφορά ενάντια σε ανθρώπους που υπηρέτησαν πάντα τον πολιτισμό της πόλης τους τίμια και αδέκαστα, όπως ήταν ο Κάρολος Τσίζεκ, από τους λογοτέχνες Τόλη Καζαντζή και Βασίλη Καραβίτη. Πολλά, γνωστά ονόματα της λογοτεχνικής Θεσσαλονίκης αναφέρονται στο βιβλίο με τη διάθεση του συγγραφέα να θέλει να ερμηνεύσει την ξεκάθαρη του στάση απέναντι στις καταστάσεις και στους ανθρώπους που τις δημιούργησαν. Από τις πρώτες κιόλας σελίδες ο αναγνώστης κατανοεί πως ο συγγραφέας με την παράθεση στοιχείων για τη συμπεριφορά και νοοτροπία γνωστών λογοτεχνών της πόλης του δημιουργεί ένα αδιάσειστο ντοκουμέντο της αλήθειας, άψογα γραμμένο, που, αν το είχατε πρόχειρο, ίσως να συμπλήρωνε σε πολλά σημεία το παρόν άρθρο για τον Ν.Χ. με πολλά στοιχεία, ερανισμένα από τα κείμενα, όπως το “Τα τελευταία χρόνια του Ντίνου Χριστιανόπουλου”, που, χωρίς αμφιβολία, είναι το καλύτερο της συλλογής. Συμπληρωματικά, θέλω να σας προτείνω και το βιβλίο “Τα εσώψυχα του Ντίνου Χριστιανόπουλου-Μια εκ βαθέων δεκαετής συνομιλία 2004-2012”, Ιανός 2019, σσ. 923, με την υπογραφή της Σωτηρίας Σταυρακοπούλου, αναπληρώτριας καθηγήτριας της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας στο ΑΠΘ, πεζογράφου και σπουδαίας μελετήτριας έργου διαφόρων λογοτεχνών. Οι περισσότεροι επικριτές του βιβλίου της στέκονται σε όσους αποκαθηλώνει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος και όχι σε όσους επιβραβεύει. Ο κριτικός Γιώργος Αράγης, σε κείμενό του στον Αναγνώστη, αφού θέτει ορισμένα ερωτηματικά για το βιβλίο, σημειώνει χαρακτηριστικά: [“Δέν ἔχω καταλάβει γιατί οἱ Θεσσαλονικεῖς δίνουν τόσο μεγάλη σημασία στόν Χριστιανόπουλο ὡς ποιητή. Βέβαια ὁ Χριστιανόπουλος δέν εἶναι μόνο ποιητής, εἶναι καί Διαγώνιος, καί ἐκδόσεις Διαγωνίου, καί Μικρή Πινακοθήκη καί μελέτες γιά τήν πόλη καί τήν εὐρύτερη περιοχή. Γιά τήν ποίησή του ὡστόσο νομίζω ὅτι οἱ Θεσσαλονικεῖς ἔχουν μεγάλη ἰδέα. Ἀναφέρθηκα δυό φορές στήν ποίησή του – στίς εἰσαγωγές τῆς ἀνθολογίας Δεύτερη Μεταπολεμική Ποιητική Γενιά, πρώτη καί δεύτερη ἔκδοση, χωρίς νά πῶ μεγάλη κουβέντα. Οὔτε στόν ἴδιο σέ γράμμα ἤ προφορικά. Ἡ καλύτερη συλλογή του, ὅπως πιστεύω, εἶναι ἡ πρώτη, ἡ Ἐποχή τῶν ἰσχνῶν ἀγελάδων. Συνολικά ὅμως ἡ ποίησή του δέν συνιστᾶ, κατά τή γνώμη μου, ἕνα ἰδιαίτερα σπουδαῖο ἔργο. Δέν τόν βλέπω δίπλα στόν Μ. Ἀναγνωστάκη, οὔτε δίπλα στόν Ν-Α. Ἀσλάνογλου, ἀλλά χαμηλότερα. Αὐτό τό ρεαλιστικό ξεγύμνωμα, τό νά λές τά πράγματα μέ νατουραλιστικό τρόπο, πού τό θεωροῦσε μεγάλη πρωτοτυπία, εἶναι μᾶλλον ὀπισθοδρομική πράξη καί πάντως καθαυτή ἄσχετη πρός τήν ποίηση. Δέν γίνεσαι εὔκολα “πολίτης εἰς τῶν ἰδεῶν τήν πόλι” μέ τέτοιες εὐκολίες. Ἀπό τ᾿ ἄλλο μέρος ἡ ποιητική σχέση του μέ τόν Κ. Καβάφη στάθηκε περισσότερο εὐσεβής πόθος, παρά γεγονός”]. Αξίζει να σημειωθεί πως η Σωτηρία Σταυρακοπούλου, εκτός από λαμπρή καθηγήτρια ξεχωριστού ήθους, αποτελεί παράδειγμα πανεπιστημιακού, αλλά προ ετών της απαγορεύτηκε τόσο ωμά ο διορισμός της ως τακτικής καθηγήτριας του ΑΠΘ από τη δυσώδη και ζηλόφθονη κλίκα του πανεπιστημιακού κατεστημένου (η αιώνια, πυώδη συμμορία κάθε θεσμού που καταδιώκει, ανεξαρτήτως καιρού, μονάχα τους άξιους και ευσυνείδητους αυτής της χώρας), της οποίας και μόνο το πλούσιο βιογραφικό (βλ. Βικιπαίδεια) θα ήταν εγγύηση και εισιτήριο για την απόκτηση πρυτανείας σε πανεπιστήμιο του εξωτερικού».
[56] «Δεν ξεύρω αν η διαστροφή δίνει δύναμιν. Κάποτε το νομίζω. Αλλά είναι βέβαιον ότι είναι πηγή μεγαλείου» (Κ.Καβάφης).
[57] Τότε, όπως και σήμερα, στην Αθήνα, κυκλοφορούσαν τα δυο σπουδαία περιοδικά, Εστία και Ευθύνη (διευθυντής της Ευθύνης ήταν τότε ο αείμνηστος και βαθύς γνώστης της παγκόσμιας λογοτεχνίας, Κώστας Τσιρόπουλος, που εξέδωσε και το Χριστιανικόν Συμπόσιον, τηνετήσια έκδοση χριστιανικού στοχασμού και τέχνης για έξη συναπτά έτη, το διάστημα 1966-1971 από το Βιβλιοπωλείον της Εστίας) με σοβαρές δημοσιεύσεις (σήμερα η συνέχειά τους είναι η Νέα Εστία και η Νέα Ευθύνη), τις οποίες ο Ν.Χ. περιφρονούσε επειδή έπαιρναν επιχορήγηση (η Διαγώνιος επιχορηγείτο χρηματικά από τις συνεισφορές των λογοτεχνών που δημοσίευαν) και ήταν γεμάτα διαφημίσεις, περιοδικά με ευρύτητα επιλογής εκλεκτών κειμένων από την παγκόσμια κυρίως παραγωγή.
[58] Οι απόψεις του για τους ποιητές και συγγραφείς που αναφέρονται εδώ είναι διατυπώσεις κυρίως προφορικές.
[59] Ντίνος Χριστιανόπουλος, «Είμαι, ας πούμε, πέρα-βρέχει! Μια άλλη εποχή…» (Α’ δημοσίευση-Αποκλειστικότητα «Ποιεĩν»), 26.4.2011.
[60] Ο Ν.Χ. έγραψε μελέτες για τον Διονύσιο Σολωμό – παρ’ όλη την αποκαθήλωση που του έκανε, τον άγγιξε και αυτόν.
[61] Αν είναι δυνατόν να μην αξιζει ως ποιητής ο Ρίτσος, ο ποιητής του Επιτάφιου, της Σονάτας του σεληνόφωτος, της Ρωμιοσύνης, της Τέταρτης διάστασης, της Εαρινής συμφωνίας, του Τρακτέρ, της Χρυσοθέμιδος, της Ισμήνης, και άλλων μονολόγων από πρόσωπα της ελληνικής μυθολογίας κλπ. Ακόμα και στη συλλογή Αργά πολύ αργά μέσα στη νύχτα, που εκδόθηκε το 1992 μετά τον θάνατό του από τον Κέδρο, διακρίνουμε σπουδαία ποιήματα που έγραφε καθημερινά.
[62] Γιώργος Ιωάννου, «Εις εαυτόν», Η πρωτεύουσα των προσφύγων, Κέδρος, Αθήνα 1984.
[63] Τάσος Καλούτσας (1948-):Πεζογραφία: Το κελεπούρι και άλλα διηγήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1987 και Νεφέλη, Αθήνα 1997 (εξαιρετικό) * Το κλαμπ και άλλα διηγήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1990 * Το καινούριο αμάξι, Νεφέλη, Αθήνα 1995 * Το τραγούδι των σειρήνων, Νεφέλη, Αθήνα 2000, (Κρατικό Βραβείο Διηγήματος – εξαιρετικό) * Η ωραιότερη μέρα της, Μεταίχμιο Αθήνα 2010, (βραβείο διηγήματος από το Ίδρυμα Πέτρου Χάρη της Ακαδημίας Αθηνών – εξαιρετικό) * Υπό το κράτος του τρόμου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2018.
[64] Τόλης Καζαντζής (1938-1991): Έργα: Πεζογραφία: Η παρέλαση, Ερμής, Αθήνα 1976, (εξαιρετικό) * Ενηλικίωση, Ερμής, Αθήνα 1980, (εξαιρετικό) * Οι πρωταγωνιστές, Ύψιλον, Αθήνα 1983 – 2η έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1998 * Μια μέρα με τον Σκαρίμπα, Στιγμή, Αθήνα 1985, [2η έκδ. Σοκόλης, Αθήνα 2005], (κρατικό βραβείο μυθιστορηματικής βιογραφίας – εξαιρετικό) * Η παρέλαση-Ενηλικίωση, Ροές, Αθήνα 1988, [2η έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1995] * Καταστροφές, Υάκινθος, Αθήνα 1987, [2η έκδ. Νεφέλη, Αθήνα 1994] * Το τελευταίο καταφύγιο, Νεφέλη, Αθήνα 1989 * Ματαιότης ματαιοτήτων, Νεφέλη, Αθήνα 1994.
[65] Αλμπέρτο Ναρ (1947-2005): Εβραίος Θεσσαλονικιός. 1] Πεζογραφία: Σε αναζήτηση ύφους, διηγήματα, Τα τραμάκια, Θεσσαλονίκη 1991 (β΄ εμπλουτισμένη, Νεφέλη 1997 * Σαλονικάι, δηλαδή Σαλονικιός (εξαιρετικό), διηγήματα, Νεφέλη, Αθήνα 1999, * Επιπόλαιως επί πόλεως (πεζά κείμενα 1998-2003), University Studio Press, Θεσσαλονίκη 2005 (κείμενα δημοσιευμένα στις εφ. Μακεδονία και Θεσσαλονίκη). * Σαλονικάι (Άπαντα τα διηγήματα), Νεφέλη, Αθήνα 2015. 2] Μελέτες: «Οι συναγωγές της Θεσσαλονίκης, Τα τραγούδια μας», Πρόλογος: Γιώργος Ιωάννου, Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985 * «Κειμένη επί ακτής θαλάσσης», (μελέτες και άρθρα για την Εβραϊκή Κοινότητα της Θεσσαλονίκης), Θεσσαλονίκη, University Studio Press, Θεσσαλονίκη 1997 * «Κοινωνική οργάνωση και δραστηριότητες της Εβραϊκής Κοινότητας Θεσσαλονίκης», στον τόμο: «Θεσσαλονίκη Ιστορία και Πολιτισμός», Παρατηρητής, Θεσσαλονίκη 1997 * 3] Ανθολογίες: Τα τραγούδια μας (σεφαραδίτικα λαϊκά τραγούδια της Θεσσαλονίκης), Ισραηλιτική Κοινότητα Θεσσαλονίκης, Θεσσαλονίκη 1985 * Τιμή στη Θεσσαλονίκη (μελέτες για την Εβραϊκή Κοινότητα Θεσσαλονίκης), Αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού του ΚΙΣΕ Χρονικά, Αθήνα 1985 * Η φυσιογνωμία του Εβραίου στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία (κείμενα ελλήνων λογοτεχνών που αναφέρονται στους Εβραίους), αφιερωματικό τεύχος του περιοδικού του ΚΙΣΕ Χρονικά, Αθήνα 1990 * I remember… / Θυμάμαι…, τρίγλωσση έκδοση, περιέχει και cd, Θεσσαλονίκη, Ιανός 2020 * Τα τραγούδια μας. (ανθολογία σεφαραδίτικων τραγουδιών της Θεσσαλονίκης, Ιανός, Θεσσαλονίκη, 2021.
[66] Τάσος Κόρφης: (1929– 1994): Το πραγματικό του όνομα ήταν Τάσος Ρομποτής. Έλληνας πεζογράφος, ποιητής, μεταφραστής και ανθολόγος. Υπήρξε γιος του μουσικοσυνθέτη Γεράσιμου Ρομποτή (1903-1987). Ενώ ήταν μαθητής, δημοσίευσε τα πρώτα του ποιήματα στο περιοδικό Χαραυγή και στην εφημερίδα του Πύργου, Αυγή. Το διάστημα 1947-1951 φοίτησε στην Σχολή Ναυτικών Δοκίμων. Υπηρέτησε ως αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού από το 1951 ως το 1982, οπότε αποστρατεύτηκε με τον βαθμό του Αντιναυάρχου Αρχηγού του Στόλου. Κατά την διάρκεια της στρατιωτικής του καριέρας τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, αποφοίτησε από την Ναυτική Σχολή Πολεμου και τη Σχολή Αμύνης του ΝΑΤΟ, ενώ εκπροσώπησε την Ελλάδα σε διεθνή επιτελεία. Ασχολήθηκε με την πεζογραφία, την ποίηση, το δοκίμιο, τη μελέτη και τη μετάφραση, και για την δραστηριότητά του αυτή τιμήθηκε με το Έπαθλο Κυπριακών Γραμμάτων, το έπαθλο Νίκου Καββαδία και το Β΄ Κρατικό Βραβείο Διηγήματος. Υπήρξε ιδρυτής των εκδόσεων Πρόσπερος και του λογοτεχνικού περιοδικού Ανακύκληση. Πέθανε στις 2 Δεκεμβρίου 1994. Έργα: 1] Πεζά: Ένα έρημο σπίτι, πεζογραφήματα, Πρόσπερος, Αθήνα 1978 * Καταθέσεις όψεως Πρόσπερος, 1982 * Πατρογνωσία πεζογραφήματα, Πρόσπερος, Αθήνα 1984 * Κοντραπούντο, Πρόσπερος, Αθήνα 2002. 2] Ποιήματα: Ποιήματα, Πρόσπερος, 1983 * Παυσίλυπα Σονέτα και χαϊκού, Πρόσπερος Αθήνα 1987 * Graffiti, Μονόστιχα – Πρόσπερος, Αθήνα 1992 * Εγκώμια Ποιήματα, Πρόσπερος, Αθήνα 1993 * Ποιήματα Β΄, Πρόσπερος Αθήνα 1997. 3] Μελέτες: «Ναπολέων Λαπαθιώτης, Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του», Πρόσπερος, Αθήνα 1985 * «Βιογραφία Στρατή Δούκα 1895-1936», Πρόσπερος, Αθήνα 1988 * «Ματιές στη λογοτεχνία του μεσοπολέμου», Πρόσπερος, Αθήνα 1991 * «Ρώμος Φιλύρας Συμβολή στη μελέτη της ζωής και έργου του», Πρόσπερος, Αθήνα 1992 * «Νίκος Καββαδίας, Συμβολή στη μελέτη της ζωής και του έργου του», Πρόσπερος, Αθήνα 1994.
[67] Παλαίμαχους εννοούμε αυτούς που ζουν σήμερα στη Θεσσαλονίκη, τα βιβλία των οποίων (αν όχι όλα, τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος), μας είναι γνωστά.
[68] Αλεξάνδρα Μπακονίκα (1951-): Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και ζει. Σπούδασε δύο χρόνια στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Εργάστηκε ως καθηγήτρια Αγγλικών. Τα πρώτα ποιήματά της δημοσιεύτηκαν το 1982 στο περιοδικό Διαγώνιος. Έργα: Ποίηση: Ανοικτή γραμμή, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1984 * Το γυμνό ζευγάρι και άλλα ποιήματα, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1990 * Θείο κορμί, Διαγώνιος, Θεσσαλονίκη 1994 * Μαυλιστικά, το Οκτασέλιδο του Μπιλιέτου, Αθήνα 1997 * Παρακαταθήκη ηδυπάθειας, εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2000 * Πεδίο πόθου, Μεταίχμιο, Αθήνα 2005 * Ηδονή και εξουσία, Μεταίχμιο, Αθήνα 2009 * το τραγικό και το λημέρι των αισθήσεων», Σαιξπηρικόν, Θεσσαλονίκη 2012 * Ο κόσμος απροκάλυπτα, εκδ. Εντευκτηρίου, Θεσσαλονίκη 2018 * Ντελικάτη γυναίκα, Πόλις, Αθήνα 2021. Ποιήματά της έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γερμανικά, σουηδικά και αλβανικά.
[69] Ένα εξαιρετικό βιβλίο, σχετικό με την ποιητική τέχνη του Κ. Καβάφη, η οποία αποδομείται με στοιχεία αδιάσειστα και αποτελεί έναυσμα για σοβαρή συζήτηση για την αξία του Αλεξανδρινού είναι το δοκίμιο του ποιητή Κώστα Κουτσουρέλη, «Κ. Π. Καβάφης», Μελάνι, Αθήνα 2013.
[70] Ασφαλώς και υπάρχουν και υπήρχαν στη Θεσσαλονίκη λογοτέχνες της πόλης με προσωπικό στίγμα και πηγαία έμπνευση, άλλα στο άρθρο αυτό, συμπεριλάβαμε αυτούς που έχουν μελετηθεί, λίγο πολύ, από τον Λεωνίδα.
[71] Αλέξανδρος Κοσματόπουλος (1947-): Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη, και ζει στο χωριό Μελισσοχώρι. Σπούδασε αγγλική φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και εργάζεται ως καθηγητής αγγλικών στη Μέση Εκπαίδευση. Στα γράμματα πρωτοεμφανίστηκε το 1973 με ποιήματα στο περιοδικό Δοκιμασία. Έργα: 1]. Ποίηση: Μικρά είσοδος ποιήματα, 1978, με το ψευδώνυμο Αλέξανδρος Κοσμάς. 2] Πεζογραφία:
Τα δύο φορέματα, πεζογράφημα, 1982 * Το άλγος της αφής, πεζογράφημα, 1985 * Αναβαθμοί και στάσιμα, πεζά και ποιήματα, 1987 * Ταξίδι στην Αλεξανδρούπολη, αφήγημα, 1994 * Έρημος λέξη, αφήγημα, 1996 * Ο πιο σύντομος δρόμος, αυτοβιογραφία σε δεύτερο πρόσωπο, 1999 * Ο αγρός του αίματος, μυθιστόρημα, 2003. 3] Μελέτες: «Τότε και πάντοτε, σημειώσεις στις γραφές του Ισαάκ του Σύρου», 2007 * «Λόγος εις Νίκον Γαβριήλ Πεντζίκη», 1988 * «Θηριομαχία», 2003. Με προοίμιο και επιμέλειά του εκδόθηκαν τα «Θεωνύμια του αυτοκράτορος της Νίκαιας Θεοδώρου Δούκα Λάσκαρη». Κείμενά του έχουν δημοσιευθεί σε πολλά περιοδικά, και ένα μεταφράστηκε στα γερμανικά.
[72] Γιάννης Ατζακάς (1941-): Γεννήθηκε στον Θεολόγο της Θάσου. Αποφοίτησε το 1966 από τη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, και μετά το 1975 εργάστηκε στην ιδιωτική και τη δημόσια μέση εκπαίδευση. Έργα: Πεζογραφία: Διπλωμένα φτερά, αφήγημα, Άγρα 2007 * Θολός Βυθός, μυθιστόρημα Άγρα 2008, (Κρατικό Βραβείο Μυθιστορήματος, 2009), * Κάτω από τις οπλές, νουβέλα, Άγρα 2010, * Φως της Φονιάς, Άγρα, 2013, μυθιστόρημα (Τα Διπλωμένα φτερά, ο Θολός Βυθός και το Φως της Φονιάς αποτελούν τριλογία) * Λίγη φλόγα, πολλή στάχτη, διηγήματα, Άγρα 2015 * Η σπηλιά, νουβέλα, Άγρα 2018, Σκυφτοί περάσανε, διηγήματα Άγρα 2021.
[73] Μανόλης Ξεξάκης (1948-): Γεννήθηκε στο Ρέθυμνο της Κρήτης, όπου έζησε μέχρι τα 18 του χρόνια. Το 1966 εισήχθη στη Φυσικομαθηματική Σχολή του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, μια χρονιά ταραχών στα πανεπιστήμια, μόλις ένα χρόνο πριν από την δικτατορία των συνταγματαρχών. Το διάστημα 1982-1987 είχε την επιμέλεια και την παρουσίαση της εκπομπής «Ο κόσμος του βιβλίου» για το ραδιόφωνο της ΕΡΤ3, στο οποίο υπηρέτησε για δύο χρόνια και ως διευθυντής προγράμματος. Επιπλέον, εργάστηκε για δύο χρόνια ως καθηγητής μαθηματικών στην Αμερικανική Γεωργική Σχολή ενώ, παράλληλα, αρθρογραφούσε σε ημερήσιες εφημερίδες και περιοδικά. Επίσης, έχει εργαστεί στο ιδιωτικό κολέγιο ICBS ως καθηγητής στο τμήμα δημοσιογραφίας και, τέλος, έχει θητεύσει ως κειμενογράφος και υπεύθυνος λογαριασμών στην πολυεθνική Olympic DDB Needam και άλλες διαφημιστικές εταιρείες. Έργα: 1]. Πεζογραφία: Ο Θάνατος του Ιππικού, αφηγήματα, α’ έκδοση, 1977, εικονογράφηση Γιώργου Λαζόγκα, β’ έκδοση, 1981, εικονογράφηση Αλέκου Φασιανού, [γ’ έκδοση, 2001] με την ίδια εικονογράφηση και επεξεργασμένα τα κείμενα * Πού κούκος; Πού άνεμος; Μυθιστόρημα, [α’ έκδοση, 1987], [β’ έκδοση, 2000] * Το θέατρο της Οικουμένης, Τόμος Α’ – Τα θεμέλια της ζωής, μυθιστόρημα, Ιανός 2018, * Το θέατρο της Οικουμένης, Τόμος Β’ – Βαλς των σκιών, μυθιστόρημα, Ιανός 2019 * Το θέατρο της Οικουμένης, Τόμος Γ’ * Ουρανοδύτης, μυθιστόρημα, Ιανός 2022. 3] Ποίηση: Ποιήματα 1972 – 2006 συγκεντρωτική έκδοση, 2008 με εικονογράφηση Αλέκου Φασιανού * Ασκήσεις Μαθηματικών, ποιήματα, [α’ εκδοση, 1981], [β’ έκδοση, 1982] * Πλόες Ερωτικοί, ποιήματα, [α’ έκδοση, 1981], [β’ έκδοση, 1982] * Κάτοπτρα Μελαγχολικού Λόγου (ποιήματα), 1987 * Ανθολογία Ποιητών της Θεσσαλονίκης, συμμετοχή σε συλλογικό έργο κατά παραγγελία του Οργανισμού Πολιτιστικής Πρωτεύουσας της Ευρώπης, Θεσσαλονίκη, 1997. Κείμενά του έχουν δημοσιευτεί σε έγκυρα ελληνικά λογοτεχνικά περιοδικά, αλλά και στο περιοδικό για την παγκόσμια ποίηση The Bitter Oleander της Νέας Υόρκης, στο γαλλικό Asylum, στην Poesie Grecgue Contemporaine κ. α. Το 2015 κυκλοφόρησε το A Litlle Tour through European Poetry με μελέτημα του John Taylor για το έργο του. Κείμενα του επίσης έχουν μεταφραστεί στα αγγλικά, γαλλικά, γερμανικά, σερβικά, ρουμάνικα, αλβανικά και στη γλώσσα των Σκοπίων.
[74] Στις ΗΠΑ, τον ρόλο του διακινητή της σοβαρής λογοτεχνίας την αναλαμβάνει ο Literary Agent (Λογοτεχνικός Ατζέντης), ο οποίος, όντας βαθύτατος γνώστης της λογοτεχνίας, αναλαμβάνει να κάνει γνωστό το έργο σου έναντι αμοιβής, το ποσό της οποίας καθορίζεται ανάμεσα στον λογοτέχνη και στον εκδότη. Βάσει της νομοθεσίας των ΗΠΑ περί Συγγραφικών Δικαιωμάτων, ο λογοτέχνης, για δημοσιεύσεις πρωτότυπου έργου, άρθρου ή δοκίμιου κλπ, αμείβεται ανάλογα την έκταση και τη σπουδαιότητα του κειμένου. Δεν ισχύει φυσικά αυτή η τόσο εξευτελιστική νοοτροπία σε βάρος του Νεοέλληνα Λογοτέχνη που συμβαίνει στη χώρα μας, ο οποίος αναγκάζεται να εκλιπαρεί τον εκδότη του έντυπου ή και ηλεκτρονικού τύπου να του δημοσιεύσει το κείμενό του χωρίς κάποιο συμβολικό αντίτιμο ή να του εκδώσουν βιβλίο χωρίς να καταβάλλει χρήματα, ιδίως άμα το έργο είναι ποιητικό.
[75] Αθήναιος, Δειπνοσοφισταί.
*Φωτογραφία: Σπύρος Στάβερης / LIFO, 31/08/2020