Ο φουκαράκος | Αντώνης Ε. Χαριστός    

Ο φουκαράκος

Ο λάρυγγας του πετεινού ξεχύθηκε απ’ τα σπλάχνα ολόρθος να προκάμει την αυγή τού ηλίου. Με ένταση και ηχόχρωμα ζηλευτό κινήθηκε απ’ τα πνευμόνια και με ρυθμό μεθοδικό αντήχησε στις αγουροξυπνημένες παρουσίες των πτηνών τής ομήγυρης. Τα βήματά του σταθερά, πότε προς τα δεξιά και πότε προς τα αριστερά. Δεν άφηνε σπιθαμή προς σπιθαμή γης που να μην την επισκεφτεί, καταγράφοντας, με το αποτύπωμα του πέλματος, την αρχηγική του παρουσία. Την ίδια ακριβώς στιγμή, η κυρά Λένα ξεπρόβαλε στο σκαλοπάτι τής εξώπορτας, πλέκοντας με τ’ ακροδάχτυλα τις κοτσίδες των μαλλιών της, όπως σχημάτιζαν οι γκριζωπές τρίχες τής κεφαλής, ελεύθερη από τεχνητά εμπόδια και φτιασίδια. Αφού τις έδεσε κόμπο, σφίγγοντας το σημείο ένωσης, φόρεσε το τσεμπέρι, που κάλυπτε τα διακριτικά γνωρίσματα του κρανίου, και κίνησε προς το σημείο στο οποίο αφουγκραζόταν τον μπαχτσέ. Οι άκρες των ποδιών της πατούσαν το τρυφερό χώμα, μαλακό ακόμη από την πρωινή πάχνη που κάλυπτε την επιφάνειά του, όση ώρα οι παλάμες των χεριών, ροζιασμένες απ’ το φευγιό τής ηλικίας, ξεδιάλεγαν, με νηφαλιότητα, τους ώριμους καρπούς τής κληματαριάς. Έπειτα, φόρτωσε το φουστάνι με λογιών λογιών πραμάτεια τής φύσης, αγγουράκια, ντομάτες, κρεμμύδια, μελιτζάνες, όλα πολύχρωμα και μυρωδικά, που τέντωναν τις αντηχήσεις τής όσφρησης σε κάθε επαφή με το καθαρό οξυγόνο τής ατμόσφαιρας, και κίνησε να φύγει.
Αφότου ολοκλήρωσε τις πρώτες δοκιμές στον χώρο, έστρεψε το ενδιαφέρον της στο σημείο στο οποίο έστεκε ο κόκορας, με βλέμμα υποτονικό, σχεδόν εξαντλημένο απ’ την πρωινή ενέργεια την οποία κατέβαλε με τόση ευπρέπεια. Καθώς έσερνε τις πατούσες και τα υποδήματα υπέφεραν φρικτά από το βάρος που κάθε τόσο σήκωναν στον αέρα και εφάπτονταν, στο τέλος, με δύναμη στο έδαφος, σύννεφο λεπτής σκόνης ξετυλίγονταν απ’ το χώμα, όπως σχηματίζονταν στο δέρμα του γραμμές που σηματοδοτούσαν την πρότερη διέλευση ανθρώπινης παρουσίας. Κατευθύνθηκε στο εσωτερικό τού περιφραγμένου χώρου και, με τις κόρες των ματιών σε διαστολή, αναζήτησε μέσα σε πυκνό σκοτάδι τα αυγά τής περασμένης γέννας. Ίσα που ξεχώριζε τα πτηνά, που είχαν συγκεντρωθεί σε μία γωνία τού ξύλινου υποστατικού. Έδωσε έμφαση στην αίσθηση της αφής καθώς ψαχούλευε ανάμεσα στις διακλαδώσεις των αχύρων. Η παραγωγή δεν την ικανοποίησε ιδιαίτερα. Προσεκτικά τοποθέτησε τα αυγά στην εσωτερική φόδρα απ’ το φουστάνι και, αφού απείλησε τον πετεινό με τον δείκτη τού δεξιού της χεριού όπως διατηρήσει τη σιωπή του, απομακρύνθηκε με βήμα αργό προς την αποθήκη τού σπιτιού. Οι πρώτες ακτίνες τού ηλίου ξεπήδησαν απότομα στο γαλανό υπογάστριο τ’ ουρανού. Ελάχιστα λευκά σύννεφα, διάσπαρτα σε όλο το μήκος και το πλάτος αυτού προμήνυαν μία ακόμη ζεστή μέρα τού Οκτώβρη. Τί κι αν το Φθινόπωρο αναμενόταν βαρύ κι ασήκωτο; Η θερμοκρασία δεν έλεγε να πέσει κάτω απ’ τον θερινό πήχη, εξαναγκάζοντας την κυρά Λένα να ιδρώνει κάθε τόσο και να νιώθει τις σταγόνες να περιδιαβαίνουν τη σπονδυλική στήλη με μαεστρία. Αναστέναζε υπό το βάρος τής ημέρας που την καρτερούσε στα χωράφια· αναστέναζε και παραμιλούσε μόνη της. Έπειτα, αφού τακτοποίησε την πρωινή συγκομιδή και ξεχώρισε όλα όσα θα προσέφερε, σε ένδειξη εκτίμησης κι ευγνωμοσύνης, σε πρόσωπα περιωπής τού χωριού, άλλαξε την ενδυμασία με τα χοντρά ρούχα και φόρεσε  ανάλαφρα μακροσκελή ενδύματα εργατικής υφής.
Τώρα, το χρυσό φωτοστέφανο, καρφιτσωμένο στο γαλανό περβάζι, βυσσοδομούσε καυτή ανάσα, προκαλώντας δυσφορία στην ίδια, που πάσχιζε να ανέβει τα σκαλοπάτια τού πρώτου ορόφου, όπως ξυπνήσει, απ’ τον βαθύ ύπνο, τον Βασιλάκη, τον γιο της, τον μοναδικό κληρονόμο που της είχε απομείνει μαζί με τούτο δω το οίκημα και λίγα στρέμματα ελαιόδεντρων. Αφότου πέθανε ο άνδρας της και τα δύο μεγαλύτερα αγόρια της, τα εργατικά χέρια μειώθηκαν δραματικά. Η περιουσία που είχαν χτίσει σπυρί το σπυρί, εξανεμίστηκε σε χρέη και απλήρωτους τόκους. Ευγνωμονούσε η δόλια την κυβέρνηση του Ιωάννη Μεταξά που η παρουσία του στο τιμόνι τής χώρας συνοδεύτηκε με διαγραφή αγροτικών χρεών προς τα δημόσια ταμεία, με αμφίδρομη πορεία των τελευταίων δέκα ετών, όπως ρύθμιση των χρεών υπέρ των ιδιοκτητών γης προς τα τραπεζικά ιδρύματα της χώρας. Δεν καταλάβαινε περί δικτατορίας και τρίτου ελληνικού πολιτισμού. «Όταν το ταμείο είναι άδειο, τότε πιάνεσαι από τα μαλλιά τής κεφαλής σου» έλεγε και ξανάλεγε στον εαυτό της για να αποφύγει τις ενοχές που την κύκλωναν κάθε τόσο. Μόλις την ειδοποίησε ο κοινοτάρχης για τα μέτρα τής δικτατορίας υπέρ των αγροτών, ανοιγόκλεισε τα βλέφαρα όλο έκσταση και αμέσως δάκρυα χαρά σκαρφάλωσαν στις άκρες των ματιών, όπως εκτονώσουν την πίεση την οποία συσσώρευε επί χρόνια στα σωθικά της. Της ζήτησαν να υπογράψει τα απαραίτητα έγγραφα με τα οποία, αφενός, διασφαλίζονταν η αφοσίωση στο καθεστώς και, αφετέρου, διαγράφονταν τα χρέη, που είχαν πληθύνει απειλητικά και κρέμονταν σαν Δαμόκλειος σπάθη πάνω απ’ το σβέρκο της. Δεν πέρασαν ούτε δυο χρόνια και νέες αμαρτίες τού παρελθόντος ήρθαν στην επιφάνεια, ζητώντας επιτακτικά λύση. Είδε και αποείδε η κυρά Λένα και αποφάσισε να ξεπουλήσει όσο όσο τα εναπομείναντα τεμάχια της περιουσίας, που με νύχια και με δόντια είχε διατηρήσει ανέπαφη. Με δυο χέρια μονάχα, να βαστούν το σαθρό οικοδόμημα του ανδρός της, δεν άντεξε. Τώρα, έμεινε με τα ελάχιστα για την επιβίωση, ενώ βγήκα στα εβδομήντα της χρόνια στην αναζήτηση εργασίας στα κτήματα του παπά της ενορίας και στους αμπελώνες τού Δημάρχου. Δεν είχε, όμως, παράπονο. Κάθε φορά στις προσευχές της, τη νύχτα, μαζί με όλους τους αποστόλους και τους αγίους, είχε να πει καλό λόγο και για τις κεφαλές τού χωριού. Στο τέλος, ζητούσε απ’ τον πανάγαθο να συγχωρέσει την ψυχή τού ανδρός της και των αγοριών της. Υπήρξαν και στιγμές στις οποίες υμνολογούσε στον Θεό το όνομα του Ιωάννη Μεταξά, αλλά αφότου τα χρέη επανήλθαν και διασπάθισαν οι τόκοι τα τελευταία κληρονομικά ερείσματα, ολοένα και λιγόστευαν οι αναφορές, έως ότου εξαλείφθηκαν απ’ το τελετουργικό.
Μόλις έφτασε στην κορυφή τής σκάλας ο βρυχηθμός, απ’ το σφυροκόπημα του Βασίλη, συνεχιζόταν ακάθεκτος. Ακαμάτη τον ανέβαζε, ζαβό τον κατέβαζε, η κυρά Λένα. Από παιδί ακόμα το έστελνε σε δουλειές και εξυπηρετήσεις, καθώς δεν έπαιρνε τα γράμματα. Το Δημοτικό σχολείο δεν το τελείωσε ποτέ. Είδαν και αποείδαν οι δάσκαλοι και τον διαγράψανε απ’ τα κατάστιχά τους, καθώς δεν εμφανιζόταν ποτέ στην αίθουσα διδασκαλίας, παρά μόνο στην αυλή και συγκεκριμένα στη γούρνα με το δροσερό νερό, που ανέβλυζε απ’ τη γη και γαργαλούσε τον ξεραμένο ουρανίσκο απ’ τα χιλιόμετρα που κατάπινε ολημερίς να τριγυρνά απ’ το ένα χωριό στο άλλο. Όταν πέθανε ο πατέρας και τα αδέλφια του, κλήθηκε να εκπροσωπήσει την οικογένεια, ως επικεφαλής αυτής. Αλλά, λίγο η νοητική του δυσκαμψία, λίγο το παρουσιαστικό του, που πλακουτσωτό καθώς ήταν προκαλούσε τα πειράγματα και τις κοροϊδίες των συνομηλίκων, του προκάλεσε μία εσωστρέφεια άνευ προηγουμένου· εσωστρέφεια, η οποία τον οδήγησε σε πλήρη απομόνωση εντός των τεσσάρων τοιχίων τού δωματίου του στον πρώτο όροφο της οικίας. Ουδείς γνώριζε τί έκαμε και πώς περνούσε τις ώρες του εκεί μέσα ο Βασιλάκης, χειμώνα καλοκαίρι. Κατέβαινε μονάχα για φαγητό όταν τον καλούσε η κυρά Λένα, αλλά και στο τραπέζι ίχνος φωνής δεν αποκάλυπτε. Εκείνη ανησυχούσε, αλλά με τόσες σκοτούρες που τριβόλιζαν το μυαλό της δεν είχε αντοχές να ασχοληθεί με τα καμώματά του.
«Έφεξε ο Θεός τη μέρα!», αναφώνησε με όση δύναμη διέθετε εύκαιρη και αυτομάτως διακόπηκε η νηνεμία που δέσποζε στο εσωτερικό τού δωματίου. «Βασιλάκη, άντε να κατέβεις που έχω να σου πω», συνέχισε ανεμπόδιστα εκείνη.
Ένα μουγκρητό διαπέρασε τα τοιχώματα, απαντώντας συναινετικά στην ευγενική πρόσκληση. Πράγματι, ελάχιστα λεπτά αργότερα, ο νεαρός άνδρας, κοντός στο ανάστημα, παρά τα σαράντα έτη ζωής που κουβαλούσε στις πλάτες του, με λιγδωμένα μαλλιά απ’ την απλυσιά και ρούχα μπαλωμένα πολλάκις, βρέθηκε ενώπιος ενωπίω με την κυρά Λένα. Εκείνη εισέπνευσε βαθιά, όπως δονηθούν οι φυσαλίδες οξυγόνου στις κυψέλες των πνευμόνων και ανασυγκροτηθούν στην ισορροπία τής αναπνοής της. Ο καφές έβραζε στο καμινέτο και η ατμόσφαιρα μεθυστική ξεπήδησε στο χαρμάνι του, όπως σχηματίζονταν τη στιγμή κατά την οποία απλωνόταν ομοιόμορφα στο φλιτζάνι. Τρεις χοντροκομμένες φουσκάλες ανέβηκαν δειλά δειλά στην επιφάνεια και αμέσως, η κυρά Λένα, έσπευσε να τις σκάσει με την άκρη τού νυχιού της.
«Τρία μάτια κακιασμένα», σχολίασε αποθαρρημένα.
Ο Βασιλάκης, παρακολουθούσε το απρόσμενο θέαμα προσηλωμένος στις αντιδράσεις τής μητέρας του. Μόλις και το δικό του φλιτζάνι γέμισε το καυτό πορώδες υγρό, ανέμενε την έλευση θετικών ή αρνητικών νέων από τα μορφή που η επιφάνεια θα έπαιρνε. Όμως, στη δική του περίπτωση δεν υπήρξε καμία αρνητική συνδήλωση, γεγονός το οποίο αποτυπώθηκε στο πρόσωπό του το οποίο σκοτείνιασε. Συνοφρυώθηκε και αποφάσισε να μην γευτεί τον καφέ, παρά τις παραινέσεις τής μητέρας του.
«Σήμερα θα απασχοληθώ στα κτήματα του παπά. Θα τελειώσω ως αργά τη νύχτα. Πριν τη δύση τού ηλίου δεν θα επιστρέψω. Σου έχω ετοιμάσει πράγματα να μεταφέρεις»
«Τί πράγματα;», έσπασε τη σιωπή του βαριεστημένα.
«Έχω μαζέψει ντομάτες και λαχανικά απ’ τον κήπο μας για τον κυρ Θόδωρο, τον καντηλανάφτη. Στα έχω αφήσει εκεί δα», και με την άκρη τού χεριού της σε τεντωμένο άξονα τον κατηύθυνε προσεκτικά προς το σημείο ενδιαφέροντος. «Τούτα δω θα τα αφήκεις στην κυρά Αναστασία, ξέρει εκείνη», είπε συνωμοτικά και αμέσως τον πρόσταξε στην επόμενη αποστολή «και αυτά τα κρέατα τα έχω ξεχωρίσει για τον γραμματικό τού Δημάρχου, τον κυρ Ζήκο. Είναι πουλερικά σφαγμένα, ξεπουπουλιασμένα και βρασμένα απ’ τα χέρια μου. Τί θα του πεις;», ρώτησε με σκοπό να επιβεβαιώσει τα λεγόμενά της.
«Πουλερικά σφαγμένα, ξεπουπουλιασμένα και βρασμένα απ’ τα χέρια σου», επανέλαβε εκείνος πειθήνια.
«Ωραία, πολύ ωραία», απάντησε, η κυρά Λένα, ικανοποιημένη. «Και τώρα άκου», είπε κι έγειρε το κεφάλι κοντύτερα προς το μέρος του, εξασφαλίζοντας την εμπιστευτικότητα όσων ακολουθούσαν. «Θα σου δώκω και είκοσι δραχμές, είναι όλο το κομπόδεμα απ’ τις ελιές που μαζέψαμε στις εκατό ρίζες. Θα τις καταθέσεις στην τράπεζα, στην πόλη. Θα σου πω ακριβώς τί θα κάνεις», συνέχισε και τον ενημέρωσε βήμα προς βήμα για τις λεπτομέρειες. Έπειτα, ζήτησε να επαναλάβει όλα όσα άκουσε. Κι αφότου έλαβε τις πρέπουσες απαντήσεις επανήλθε: «Είναι μια περιουσία ολάκερη», τόνισε επιτηδευμένα για να επισημάνει τη σημασία τής κατάθεσης στην τράπεζα. «Και έχε τον νου σου!», απείλησε. «Ούτε ποτό στο στόμα σ’, ούτε μιλιά σε κανέναν, ακούς;»
«Σε κανέναν;»
«Σε κανέναν!», αναφώνησε και συμπλήρωσε επεξηγηματικά, «Παρά μόνο σε όσους είναι να παραδώσεις τις πραμάτειες»
Ο Βασιλάκης, την περιεργαζόταν πότε με απορία και πότε με αποφασιστικότητα. Σκεφτόταν διαρκώς τα λόγια της. Είχε συγχυστεί με τα ονόματα και τις παραδόσεις των ζαρζαβατικών και των κρεάτων, αλλά δεν είπε λέξη παραπάνω. Ανύψωσε το φλιτζάνι με το ζεματιστό ρόφημα και αφού το τοποθέτησε στο στόμιο των χειλιών, δίχως να νιώσει πόνο απ’ το κάψιμο που του προκάλεσε στο δέρμα, ρούφηξε τον καφέ με βιάση και τον κατέβασε ως τον οισοφάγο. Τα σωθικά του αναθάρρησαν υπό το βάρος τής θερμοκρασίας που ανέβαινε επικίνδυνα εντός του. Ένα αίσθημα δυσανεξίας προσκλήθηκε στο στομάχι, γεγονός το οποίο αποτυπώθηκε στους πολλαπλούς μορφασμούς του προσώπου του. Η κυρά Λένα, γέλασε ανεπαίσθητα με την κατάσταση στην οποία είχε περιέλθει ο γιος της. Εκείνη, με τη σειρά της, πρώτα φύσηξε στην επιφάνειά του, όπως κρυώσει ο καφές στο δικό της φλιτζάνι, έπειτα ήπιε μια γουλιά και άλλη μία. Στο τέλος, απώθησε το σκεύος πάνω στο τραπέζι και σηκώθηκε να ετοιμαστεί. Δεν άργησε να εμφανιστεί με την κορμοστασιά της ζωσμένη από γεωργικά εργαλεία και ρούχα φθαρμένα απ’ τον κόπο χρόνων. Με το τσεμπέρι να εξακολουθεί να καλύπτει την κεφαλή, στάθηκε εμπρός στο εικονοστάσι. Ήταν σύντομη, αυτή τη φορά, η συνομιλία με τον πανάγαθο. Αφού ξέλυσε χαμηλόφωνα λόγια ακατάληπτα, σχημάτισε το σημείο τού σταυρού τρεις φορές και κίνησε να φύγει. Ο Βασιλάκης, βρέθηκε μεμιάς στο παράθυρο που έβλεπε στον αυλόγυρο. Η φιγούρα τής μάνας, καθώς έσερνε τα πόδια, απ’ την ταλαιπωρία και την αδυναμία που βαστούσαν, χάθηκε αργά αργά στο βάθος τού ορίζοντα. Μια γλυκιά νοσταλγία αγκυροβόλησε στα χείλη. Μισάνοιξε τη στοματική κοιλότητα και τα κιτρινωπά δόντια του, όσα είχαν απομείνει, ενώθηκαν σχηματίζοντας ένα διάπλατο χαμόγελο. «Αντίο, μάνα», ψιθύρισε κι έστρεψε το βλέμμα στο εικονοστάσι. Τότε, το πρόσωπό του σκοτείνιασε και πάλι. Συνοφρυώθηκε και αμέσως εξήλθε του χώρου με βήμα γοργό.
Δεν άργησε να ντυθεί και να εμφανιστεί στο προσκήνιο. Με πουκάμισο γκρίζο απ’ τη βρωμιά και πανταλόνι τουλάχιστον δυο νούμερα μεγαλύτερο, το οποίο έσφιγγε στη μέση, μην τυχόν και του πέσει στις άκρες των ποδιών, με ένα τσίγκινο σπάγκο, φορτώθηκε την πραμάτεια. Στο δεξί χέρι κρατούσε τα ζαρζαβατικά και στο αριστερό τα πουλερικά. Στη μπροστινή θήκη τού πανταλονιού, ραμμένη και μπαλωμένη, σαν άρρωστος σε χειρουργική κλίνη, αποθήκευσε τις είκοσι δραχμές για την τράπεζα κι ένα κομμάτι λαδόκολλας στο οποίο ανέγραφε, με κολλυβογράμματα, η κυρά Λένα τα στοιχεία τής κατάθεσης. Το είχε συντάξει ο υπάλληλος της τράπεζας την τελευταία φορά που η ίδια κατέβηκε στην πόλη για την ίδια υπόθεση. «Αυτό το χαρτί θα δείχνετε κάθε φορά και θα σας εξυπηρετούν», τόνισε ο άνδρας, με τον διοπτροφόρο σκελετό να στέκεται στην άκρη τής μύτης και τους μεγεθυντικούς φακούς να υπερτονίζουν τις κόγχες των ματιών. Μεσολάβησαν ήδη τρία χρόνια από την τελευταία εκείνη κατάθεση. Όλος ο κόπος τούτων των ετών εξανεμίστηκε στα τοκοχρεολύσια και τις υποθήκες τού μπαρμπα-Γιάννη. «Ευτυχώς, ο Θεός μάς έστειλε τον άγιο τούτον άνθρωπο και μας γλύτωσε απ’ τα χρέη», έλεγε και ξανάλεγε με στόμφο η ίδια. «Ευλογημένο το όνομά του!», συμπλήρωνε. Μετά από τρία συναπτά έτη με μηδενικό κέρδος για το σπιτικό, αλλά με απανωτές πωλήσεις και απώλεια σεβαστής περιουσίας, κατάφερε και συγκέντρωσε το ποσό των είκοσι δραχμών απ’ την προσωπική της εργασία σε ξένα κτήματα. Ήταν περήφανη για τον κόπο της και γεμάτη ενθουσιασμό για τη στιγμή κατά την οποία θα συναντούσε, πρόσωπο με πρόσωπο, τον υπάλληλο της τράπεζας και θα του έδειχνε το χαρτί με τα στοιχεία τής κατάθεσης.
Ο Βασιλάκης, ανέβηκε βήμα το βήμα τον μακρύ χωματόδρομο, που οδηγούσε απ’ την οικία τους στο κέντρο τού χωριού. Η ατμόσφαιρα ζεστή, σχεδόν ανυπόφορη. Ο ήλιος στο κέντρο τού ταβανιού με τη γαλάζια απόχρωση, έστεκε βουβός υπό την αιγίδα τού θέρους, που βανδάλιζε το σώμα τού νέου. Πράγματι, ο ιδρώτας έστεκε μετέωρος στον κόρφο του, τη στιγμή κατά την οποία σταγόνες, βαριανασαίνοντας σε όλη τη διαδρομή, περιδιάβηκαν το δέρμα και αγκυροβόλησαν στο τριχωτό λοφίο τού στήθους. Εκείνος, αγκομαχώντας, βρήκε καταφύγιο στον πλάτανο με τα πελώρια φύλλα, που αγκάλιαζαν σκιές δροσιάς γύρω απ’ το δροσερό νερό τής πηγής. Απώθησε την πραμάτεια στο χώμα και πλησίασε τα χείλη στο στόμιο της βρύσης, όπως ακουμπήσουν στο δροσερό κρυστάλλινο νερό, που με τα μανίας έγλειφε τους γλωσσικούς κάλυκες και τα σφηνωμένα, από τον αντίλαλο της ζέστης, δάπεδα των δοντιών. Οι σταγόνες κόλλησαν με ταχύτητα φωτός στον λάρυγγα και αμέσως ανασηκώθηκε, με το στομάχι γεμάτο υγρή ηδονή. Ανακάθισε στο πεζούλι, περιμετρικά τού χώρου. Αναπάντεχο αεράκι ξεπρόβαλε απ’ τις αόρατες γωνιές του, όπως περιπλανιόταν το βλέμμα να αφουγκραστεί την οδό προέλευσης. Πέρασε βιαστικά απ’ τα ζυγωματικά χαϊδεύοντας υπομονετικά τις αισθήσεις και αμέσως χάθηκε στην αναλαμπή τού ορίζοντα. Η θερμοκρασία ανέβηκε και πάλι απότομα, με τον ιδρώτα να ξαποσταίνει στιγμιαία ως θύμηση. Εισέπνευσε βαθιά και αφότου οι φιάλες των πνευμόνων ανταγωνίστηκαν την αντοχή, σηκώθηκε με κατεύθυνση την οικία τού Δημάρχου.
Κατά τη διάρκεια της διαδρομής επιχειρούσε να επαναφέρει στη μνήμη τα λόγια και τις εντολές τής μητέρας του για τον προορισμό των πραγμάτων που μετέφερε. Δυσκολευόταν να θυμηθεί αν τα σφαγμένα πουλερικά ή τα ζαρζαβατικά αντιστοιχούσαν στον Δήμαρχο ή στον πάτερ τής ενορίας. Καθώς συλλογιζόταν, προσπαθώντας να ξεδιαλύνει το κουβάρι των ερωτημάτων, που διαρκώς ανέκυπταν στο λογισμό του, βρέθηκε μεμιάς ενώπιον της οικίας τού Δημάρχου. Η τελευταία δέσποζε στην κορυφή τού χωριού, με δύο σημαίες τής Βυζαντινής Αυτοκρατορίας και τής σύγχρονης Ελλάδος, να κυματίζουν νωχελικά στο διάβα τής αποπνικτικής ατμόσφαιρας. Ανέμιζαν αδιάφορα και τραβιόταν κάθε τόσο από τα όρια που έθετε το κοντάρι, μην τυχόν και διαφύγουν του ελέγχου και της εποπτείας που ο ρόλος τους επέβαλε. Και καθώς κυμάτιζαν σκέπαζαν το πρόσωπο του επισκέπτη, έτσι όπως τυλίγονταν γύρω του. Εκείνος, δεν δείλιασε στιγμή. Επειδή οι άξονες των χεριών ήταν μαγκωμένοι από το βάρος όσων μετέφερε, κλώτσησε με δύναμη την εξώθυρα, τόσο που νόμισε κανείς πως θα τη σπάσει. Ελάχιστα δευτερόλεπτα αργότερα μία μεσήλικη γυναίκα εμφανίστηκε εμπρός του.
«Ποιός είσαι του λόγου σου;», ρώτησε αγριεμένα.
«Ένα απ’ τα τελάρα είναι για σας», τόνισε επιβλητικά, ο Βασιλάκης.
«Εσύ, ποιός είσαι; Και τί είναι τούτα; Έμπορας; Δεν θέλουμε τίποτες, πήγαινε», έκανε και με τον αντίχειρα του αριστερού χεριού έδειξε τον δρόμο.
«Ένα απ’ τα δυο είναι για τον Δήμαρχο, αλλά δεν θυμάμαι ποιό»
«Για στάσου να δω», πλησίασε εκείνη καχύποπτα.
Καθώς επεξεργαζόταν το πρώτο τελάρο, ο νεαρός επισκέπτης εξηγούσε το περιεχόμενό του.
«Πουλερικά σφαγμένα, ξεπουπουλιασμένα και βρασμένα απ’ τα χέρια της», έκανε με ενθουσιασμό στις φωνητικές χορδές και συνέχισε, «Στο άλλο ζαρζαβατικά απ’ τον κήπο μας»
Η γυναίκα, θωρούσε μια τον Βασιλάκη και μια τα κατάφρεσκα προϊόντα.
«Τα ζαρζαβατικά θα μου ήταν χρήσιμα. Έχουμε μεγάλο τραπέζι σήμερα στον Γενικό τής Χωροφυλακής», τόνισε με επιμέλεια και αμέσως, δίχως να αναμένει απόκριση, έπιασε με τις παλάμες το τελάρο γεμάτο με δαύτα. Αφού χαμογέλασε από ευχαρίστηση, έκλεισε με θόρυβο πίσω της την πόρτα, τη μαντάλωσε και, σιγοτραγουδώντας, χάθηκε στο βάθος τής εστίας.
Ο Βασιλάκης, ικανοποιήθηκε απ’ το αποτέλεσμα. Σίγουρος για την πρώτη αυτή επιτυχία στη διαπραγμάτευση, κινήθηκε προς την αντίθετη κατεύθυνση. Το σπίτι τού παπά κειτόταν μεσοτοιχία με την εκκλησία τού Αγίου Δημητρίου. Ξεγλίστρησε μέσα από στενά σοκάκια και τις πλακόστρωτες οδούς, όπως αποφύγει τα αδιάκριτα βλέμματα των συγχωριανών, έως ότου βρέθηκε στην πίσω όψη τού θρησκευτικού τεμένους. Στην κορυφή αυτού καρφωμένος ο σταυρός προσέδιδε νότα ματαιότητας στο τοπίο, καθώς αυτό ενώνονταν με το γαλανό ύφασμα τ’ ουρανού. Κινήθηκε μεθοδικά προς την πόρτα τής οικίας. Έκρουσε δυο φορές την ξύλινη κατασκευή, με συγκρατημένη, αυτή τη φορά, ένταση. Ουδείς ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα. Επανέλαβε για δεύτερη φορά τη σεμνή τελετή, με τον ήχο τού ξύλου να αντηχεί ολοένα βαρύγδουπα. Ούτε και αυτή τη φορά υπήρξε ανταπόκριση. Ξεφύσησε, ο Βασιλάκης, κι έστρεψε το ενδιαφέρον του προς την εκκλησία. Η κεντρική είσοδος του ναού ήταν ορθάνοιχτη. Έσυρε τους οφθαλμούς, πότε δεξιά και πότε ζερβά, όπως αναγνωρίσει ίχνος ανθρώπινης παρουσίας. «Πάτερ;», αναφώνησε δις και τρεις, αλλά μονάχα οι τοιχογραφίες των αγίων τον παρατηρούσαν αμίλητες, σαν αγάλματα μετέωρα σε πολύχρωμη αμφίεση. Διάβηκε το κατώφλι και αναμείχθηκε με τις εικόνες και τα κεριά, που σιγόκαιγαν στη γωνιά, δεξιά τής εισόδου. Η ηρεμία, την οποία απέπνεε η αρχιτεκτονική τού χώρου, εγκαταστάθηκε στη σκέψη του. Άφησε παράταιρα το τελάρο με τα σφαγμένα κρέατα κι έκλεισε τα βλέφαρα των οφθαλμών, ακουμπώντας τη βρεγμένη απ’ τον ιδρώτα πλάτη τού πουκαμίσου στα στασίδια. Έγειρε την κεφαλή προς τον τοίχο κι έκλεισε τις κόρες των ματιών, υπό τη σκέπη μαύρου φόντου, για λίγα λεπτά τής ώρας. Σχεδόν αποκοιμήθηκε όταν τον ξύπνησαν οι φωνές τής κυρά Ουρανίας, που έρχονταν κάθε τόσο και φρόντιζε τον ναό και το λάδι στα καντήλια.
«Τί κάνεις εσύ εδώ;», ρώτησε, καθώς ο τρόμος ζωγραφιζόταν στον λυγμό τού λάρυγγα.
Ο Βασιλάκης, πετάχτηκε σύγκορμος. Το σώμα του είχε αφεθεί στη νηνεμία τού θρησκευτικού αισθήματος, υπό τη θαλπωρή των αγίων. Κοίταξε ολόγυρά του έως ότου εντόπισε την πηγή προέλευσης του εκκωφαντικού αυτού θορύβου. Μόλις είδες την κυρά Ουρανία να εφορμά προς το μέρος του, τινάχτηκε σε στάση προσοχής, σαν να απευθυνόταν σε στρατάρχη στο πεδίο τής μάχης.
«Ποιός είσαι του λόγου σου;», ρώτησε εκείνη.
«Έφερα την πραμάτεια για τον πάτερ», απάντησε σχεδόν ξεψυχισμένα.
«Ποιά πραμάτεια;»
«Τα ψοφίμια…»
«Ορίστε;», απόρησε γουρλώνοντας τις κόρες των ματιών.
«Τα ψοφίμια, που έσφαξε η μάνα μου», τόνισε επιδεικτικά.
«Δεν καταλαβαίνω», απόρησε κι έπιασε τα ζυγωματικά τού προσώπου της από αμηχανία.
«Αυτά που έσφαξε με τα χέρια της και τα ξεπουπούλιασε», συνέχισε ακάθεκτα εκείνος.
Οι οφθαλμοί τής κυρίας Ουρανίας διεστάλησαν. Πλησίασε κοντύτερα και με τα ακροδάχτυλα του δεξιού χεριού ψηλάφισε το σκέπασα του τελάρου. Μόλις αντίκρισε το θέαμα άρχισε να βήχει διακεκομμένα, καθώς μυρωδιά νεκρική υφής απλώθηκε στον χώρο, εμποδίζοντας τις άμορφες φυσαλίδες οξυγόνου να εισέλθουν στα κελιά των πνευμόνων.
«Πάρε τα, πάρε τα από δω», είπε και πισωπάτησε.
«Μα, είναι για τον παπά», επανέλαβε εκείνος.
«Ο πάτερ Αντώνιος νηστεύει, παιδί μου. Πάρε τα σφαχτάρια απ’ τον οίκο τού Θεού και πήγαινε στην ευχή τής Παναγίας», επανήλθε εκείνη καθώς σταυροκοπιόταν.
Μαζί αντέγραψε τις κινήσεις και ο Βασιλάκης. Ένωσε τα δάκτυλα του ενός χεριού και σχημάτισε το σημείο τού σταυρού, ως καλός χριστιανός. Έπειτα, παρέλαβε το τελάρο με το κομμένο κρέας και εξήλθε του ναού. Αφού επιβεβαίωσε έτι μία φορά ακόμη την κατοχή τού χρηματικού ποσού των είκοσι δραχμών, όπως αποθηκεύτηκαν στην εσωτερική φόδρα τού πανταλονιού, επιτάχυνε το βήμα προς το κέντρο τού χωριού, εκεί όπου κυριαρχούσε ο καφενές τού Γιώργου Μπίρμπα, στον οποίο συγκεντρωνόταν ο αφρός τού άρρενος πληθυσμού. Φωνές ακούγονταν δεκάδες μέτρα μακριά, γεγονός το οποίο έσπρωχνε τον Βασιλάκη όπως επιταχύνει το βήμα του να πλαισιώσει τις συζητήσεις που αντηχούσαν τα γέλια των παρευρισκόμενων. Άνοιξε την πόρτα τού καταστήματος και στάθηκε εμπρός σε πλήθος ματιών που διέκοψαν έξαφνα τις πρότερες ασχολίες τους, στοχεύοντας απευθείας στον απρόσμενο επισκέπτη. Ο μπάρμπα Γιάννης, αφουγκράστηκε τη σιωπή που επικράτησε στο μαγαζί κι εξήλθε απ’ το βάθος τής κουζίνας.
«Α, εσύ είσαι Βασιλάκη; Πώς κι από τα μέρη μας;», ρώτησε με σκοπό να εμβολίσει τη σιωπή.
Ο Βασιλάκης, δεν μίλησε· μονάχα προσέγγισε το μοναδικό τραπέζι δίχως θαμώνες, που βρισκόταν θαμμένο πίσω απ’ τις φιάλες κρασιών και άλλων οινοπνευματωδών ποτών. Τοποθέτησε το τελάρο με τα κρέατα στη μια άκρη και στην άλλη εναπόθεσε το σαρκίο του. Οι υπόλοιποι άνδρες στα διπλανά τραπέζια συνέχισαν απτόητοι τα τυχερά παίγνια, διογκώνοντας την ευθυμία τής ώρας. Νικητές και ηττημένοι φωνασκούσαν ασύστολα, διεκδικώντας το δίκιο τους στον Θεό τής τύχης, καθώς οι παραγγελίες διαδέχονταν η μία την άλλη, προσθέτοντας κέρδη στο ταμείο τής ημέρας. Ο μπάρμπα Γιάννης, πλησίασε ανέκφραστος τον Βασιλάκη με ένα ποτήρι γεμάτο πορτοκαλάδα.
«Αυτή, κερασμένη απ’ το κατάστημα» έκανε φιλικά, καθώς άφηνε το ποτήρι στην ξύλινη επιφάνεια του τραπεζιού.
Ο Βασιλάκης, δεν ανταπέδωσε την ευγενική χειρονομία με ευχαριστίες. Ήπιε μονορούφι τον χυμό και επανάφερε το, αδειανό από περιεχόμενο, ποτήρι στην πρότερή του θέση. Ο μπάρμπα Γιάννης, έκανε να φύγει, αλλά του κέντρισε το ενδιαφέρον το σκεπασμένο με σεντόνι τελάρο.
«Τί έχεις εκεί μέσα, Βασιλάκη;»
«Πουλερικά σφαγμένα απ’ τα χέρια τής μάνας μου, ξεπουπουλιασμένα και βρασμένα»
«Και πού τα πηγαίνεις;»
«Για τον παπά, αλλά νηστεύει λέει και να πάω στην ευχή τής Παναγίας», επανάλαβε με σταθερότητα στη φωνή.
«Και τί θα τα κάνεις;»
Ο Βασιλάκης, ανασήκωσε τους ώμους σε ένδειξη άγνοιας.
«Βρε Βασιλάκη, δώσε τα σε μένα να τα μαγειρέψω εδώ στο μαγαζί, να κεράσω τους καλεσμένους που θα γιομίσουν το χωριό», έκανε ικετευτικά.
«Κάνε τα ό,τι θες. Εμένα, η μάνα μού έδωσε εντολή να τα παραδώσω στον πάτερ. Αφού δεν τα θέλει εκείνος, τα δίνω σε σένα»
Το πρόσωπο του μπάρμπα Γιάννη φωτίστηκε αίφνης από χαρά κι ενθουσιασμό. Έσπευσε αμέσως στην κουζίνα με την πραμάτεια ανά χείρας.
«Σήμερα θα σας έχω κόκορα κρασάτο!», έκανε και βούιξε όλο το μαγαζί από επιφωνήματα ετεροχρονισμένης παιδικής αθωότητας.
Απ’ τα γύρω τραπέζια, μόλις κόπασαν οι πανηγυρισμοί, οι συνομιλίες επικεντρώθηκαν στο θέμα που απασχολούσε την ελληνική κοινή γνώμη.
«Λέγεται ότι τον πιάσανε οι χωροφυλάκοι», σχολίασε ένας και σκούπισε τα μουστάκια του απ’ τις σταγόνες κρασί που είχαν κατακαθίσει στις αιχμηρές απολήξεις των τριχών.
«Σκότωσε δυο και πήρε χρήματα πολλά», συμπλήρωσε άλλος.
«Τί του φταίγαν οι γυναίκες;», αναρωτήθηκε τρίτος.
«Να μη σε βρει η κακιά η ώρα. Μάθαμε ποιός ήταν;»
«Απ’ τα ξένα μέρη, λέγεται»
«Εγώ, άκουσα πως ήταν απ’ τα δικά μας», έκανε με βεβαιότητα ο μπάρμπα Γιάννης, καθώς μάζευε τα απομεινάρια απ’ το τραπέζι δίπλα στην κουζίνα και συνέχισε, «Γι’ αυτό θα μαζευτούνε σήμερα στου Δημάρχου, υπουργοί και παρατρεχάμενοι»
«Για τα συγχαρητήρια»
«Εμ, γιατί άλλο;»
«Θα μαζευτεί κόσμους και ντουνιάς στο χωριό. Σήμερα κιόλας αναμένονται το μεσημέρι», συμπλήρωσε.
«Και τί θα τον κάνουν;»
«Θα τον εκτελέσουν το πρωί τού Σαββάτου», βεβαίωσε ο κυρ Παντελής, που στάθμευε πλησίον τής εξώπορτας.
«Τόσο γρήγορα; Σε δυο μέρες;»
«Για να προλάβει ο νέος υπουργός να εγκαινιάσει τη θητεία του με ανδραγάθημα», τόνισε με αποφασιστικότητα.
«Θα γένει δίκη;», πετάχτηκε απ’ το βάθος άλλος.
«Πες πως γίνηκε κιόλας», απάντησε γελώντας, με βροντερό παφλασμό, ο μπάρμπα Γιάννης.
Ο Βασιλάκης, παρακολουθούσε τη συζήτηση των θαμώνων με παγερή αδιαφορία. Στο τέλος, μιας και δεν μεταβαλλόταν το τοπίο εντός τού καταστήματος, αποφάσισε να κατηφορίσει για την πόλη τής Λαμίας, αρκετά χιλιόμετρα απ’ το χωριό του. Πίσω του, στον καφενέ, η συζήτηση άναψε για τα καλά καθώς εμφανιζόταν το πρόσωπο του ληστή στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων. «Κτήνος, το οποίο ορμούσε στις τρυφερές και άσπιλες σάρκες αθώων κορασίδων για την οικονομική αφαίμαξη και την ερωτική ηδονή», έγραφε με πηχυαίους τίτλους η «Εστία» και τα σχόλια πολλαπλασιάζονταν κάθε λεπτό τής μεταξύ τους συζήτησης.
Περπάτησε έως το σημείο τής δημοσιάς απ’ το οποίο περνούσαν λογιών λογιών μηχανοκίνητες κατασκευές, αλλά και εργάτες γης με τα θηλαστικά τους. Όλο και κάποιος θα τον λυπούνταν και θα τον συνόδευε μέχρι τη Λαμία. Στρογγυλοκάθισε κάτω απ’ τον πλάτανο, τον ίδιο στον οποίο προ ολίγου είχε ξεδιψάσει με το γάργαρο νερό τού βουνού. Έβγαλε απ’ τη φόδρα τού πανταλονιού τα χρήματα της μητέρας του, τυλιγμένα σε μαντίλι ερυθρό, και τα μέτρησε έτι μία φορά ακόμη. Είκοσι δραχμές χωρισμένες σε κέρματα των πενήντα λεπτών. Αφού βεβαιώθηκε για το σύνολο του ποσού, τα τοποθέτησε εκ νέου στη θέση τους. Αμέσως μόλις ύψωσε τα βλέφαρα να ατενίσει τον χώρο, κατέφθασε, απ’ την απέναντι πλαγιά, ένα μηχανοκίνητο όχημα φορτωμένο ανθρώπινες ψυχές στην πλάτη του. Πετάχτηκε σύγκορμος. Κουνώντας θεατρικά χέρια και πόδια ανάγκασε τον οδηγό να το ακινητοποιήσει. Ο τελευταίος, κύλησε το τζάμι του προς τα κάτω ζητώντας εξηγήσεις.
«Τί συμβαίνει;»
«Να με πάτε μέχρι τη Λαμία;», απαίτησε ο Βασιλάκης.
«Και γιατί να σε πάμε; Παραγιό σ’ έχουμε;»
«Είναι ανάγκη να κατεβώ στην πόλη», επανέλαβε εκείνος με ύφος λυπητερό.
«Δεν έχει χώρο πίσω στο φορτηγό», έκανε απρόθυμα και επιχείρησε να ανεβάσει το τζάμι στην αρχική του θέση.
Τότε, ο νεαρός άνδρας γραπώθηκε απ’ το άνοιγμα της πόρτας και άρχισε να εκλιπαρεί τον οδηγό.
«Δεν πάμε στην πόλη», επανέλαβε δυο φορές εκείνος. «Δω πιο κάτω, σε μία βιοτεχνία πηγαίνουμε. Μέχρι εκεί εάν θες, μετά, με τα πόδια, είναι δυο ώρες δρόμος»
Συμφώνησαν και ο Βασιλάκης ανέβηκε στην καρότσα τού οχήματος. Αυτό μούγκριζε, καθώς η μηχανή σπρωχνόταν στην ύψιστη βαθμίδα αντοχών της και οι ρόδες κουνιόνταν κυκλικά, κατρακυλώντας το βαρύ φορτίο στον κακοτράχαλο δρόμο. Πίσω, στην καρότσα, στοιβάχτηκε ανάμεσα σε άλλους άνδρες, κάθε ηλικίας. Μαζεμένοι από διαφορετικές περιοχές κατευθύνονταν στη βιοτεχνία «Λασκαρίδη» να εργαστούν εκτάκτως για ένα μήνα «και μετά βλέπουμε», όπως τους υποσχέθηκαν. Τριάντα κεφάλια συγκεντρώθηκαν και στριμώχτηκαν κυριολεκτικά σε μία σιδερένια απόφραξη δύο επί τρία μέτρα. Η ανάσα τού ενός κολλούσε στην ανάσα τού άλλου. Ο καυτός ήλιος, που κάρφωνε τη ματιά του στην ατμόσφαιρα, θέρμαινε τον υδράργυρο σε βαθμούς στους οποίους το κορμί έλιωνε εξ ων συνετέθη. Ο Βασιλάκης, τυλίχτηκε γύρω απ’ τα γόνατά του, κάτω απ’ τα πόδια των εργατών. Σε κάθε στροφή τού δρόμου ριψοκινδύνευαν άπαντες να βρεθούν μεμιάς στο οδόστρωμα, ο ένας πάνω στον άλλο.
Δεν ακουγόταν μήτε μηλιά, μήτε αναπνοή. Σχεδόν σκελετωμένοι οι εργάτες ανάμεναν τις οδηγίες για την άφιξη, η οποία δεν άργησε να έρθει απ’ τον λάρυγγα του οδηγού. Σε απόσταση δεκάδων μέτρων έξω απ’ την πύλη τής βιοτεχνίας, ήταν συγκεντρωμένο πλήθος εργατών και εργατριών, το οποίο φωνασκούσε κάθε φορά που ο άνδρας με την καμπαρντίνα και την κοκκινωπή γραβάτα μιλούσε δυνατά προς το μέρος τους, τονίζοντας τις λέξεις υποβασταζόμενες από τον δείκτη τού δεξιού του χεριού, τεντωμένος καθώς ήταν με τρόπο επιβλητικό και απειλητικό. Πίσω τού ανδρός η χωροφυλακή ως σύσσωμο και συντεταγμένο σώμα, καθώς και άνδρες με πολιτική περιβολή, παρατηρούσαν τα δεδομένα σιωπηλοί. Στην εμφάνιση του φορτηγού από το πλήθος ακούστηκε η ιαχή «απεργοσπάστες» και σαν μία ενιαία μάζα, που αποκολλήθηκε από τον κυρίαρχο κορμό, κατευθύνθηκε απ’ το κεντρικό σημείο τής κεντρικής εισόδου προς αυτό στο οποίο στάθμευσε το όχημα. Τα κεφάλια όλων των επιβατών στράφηκαν αυτόματα προς την ίδια πλευρά απ’ την οποία έρχονταν με ταχύτητα φωτός οι απεργοί. Δεν πρόλαβαν να πατήσουν τα πέλματα των ποδιών τους σε γήινο έδαφος και βρέθηκαν να δέχονται επίθεση με πέτρες και ξύλα. Ταυτόχρονα, απ’ τις εγκαταστάσεις τής βιοτεχνίας εξήλθε δύναμη της χωροφυλακής η οποία ενεπλάκην στα γεγονότα, χτυπώντας αδιακρίτως, δικαίως και αδίκως, προς πάσα κατεύθυνση.
Απεργοί, απεργοσπάστες και χωροφυλακή ενεπλάκησαν σε έναν πόλεμο θέσεων, σχεδόν κυκλικών εναλλαγών, κατά τον οποίο μια φορά κέρδιζαν έδαφος και εντυπώσεις οι μεν και στιγμιαία, την επόμενη, μεταβάλλονταν τα δεδομένα υπέρ τής άλλης. Όταν, όμως, εμφανίστηκαν τα πολυβόλα προτεταμένα, σημαδεύοντας προς μία πλευρά τής ιστορίας, οι αντίρροπες δυνάμεις διασπάστηκαν σε δύο ανόμοια στρατόπεδα. Από τη μία πλευρά οι χωροφύλακες και απ’ την άλλη πλευρά οι απεργοί. Οι απεργοσπάστες, που ερήμην τους μετατράπηκαν σε κόκκινο πανί τής υπόθεσης, μοιράζονταν πότε στη μία και πότε στην άλλη. Για λίγα λεπτά τής ώρας επικράτησε παγερή σιωπή. Οι κάννες των τυφεκίων εξακολουθούσαν να σημαδεύουν τους απεργούς. Δίχως αφορμή, δίχως εντολή, δίχως προειδοποίηση, κάποιος από τους άνδρες με τις σκουρόχρωμες στολές και τα πηλήκια πάτησε τη σκανδάλη και την εκπυρσοκρότηση ακολούθησε ορυμαγδός φυσιγγίων, τα οποία εκτινάσσονταν στον αέρα σωριάζοντας κατά γης τα νεκρά σώματα ανδρών και γυναικών τής απέναντι όχθης. Λίμνη αίματος σχηματίστηκε ανάμεσα στα άψυχα κορμιά. Όσοι επέζησαν από το μακελειό τράπηκαν σε φυγή. Μην κατανοώντας τα όσα προηγήθηκαν, αλλά ούτε το πώς βρέθηκε στην πρώτη σειρά των απεργών, ο Βασιλάκης, αλώβητος από τα βόλια, αντέγραψε τις σπασμωδικές κινήσεις των επιζώντων και άρχισε να τρέχει δίχως προορισμό. Μόλις βρέθηκε στον κεντρικό δρόμο σταμάτησε για να ανασυγκροτήσει τους πνεύμονές του, που κινδύνευαν να διαμελιστούν από την ένταση και την πίεση. Εισέπνευσε βαθιά προκειμένου να ισορροπήσει τους καρδιακούς παλμούς με τη διόγκωση του οξυγόνου που μπαινόβγαινε ακατάπαυστα, δίχως ειρμό, στα φιαλίδια των σπλάχνων.
Δεν πρόλαβε να ξαποστάσει και δυο οχήματα φάνηκαν εμπρός του, καθώς περιδιάβαιναν τον χώρο. Μόλις σταμάτησαν τις μηχανές και τις ακινητοποίησαν, έξι άνδρες, με πολιτική ενδυμασία, τον περικύκλωσαν και, δίχως να ρωτήσουν το παραμικρό, έδεσαν πισθάγκωνα τον νεαρό άνδρα και τον οδήγησαν στα κεντρικά γραφεία τής χωροφυλακής, στην πόλη τής Λαμίας. Εκείνη την ημέρα η ιστορία έγραψε στα κατάστιχά της τα ονόματα είκοσι ενός νεκρών, τριάντα επτά τραυματιών και είκοσι έξι συλληφθέντων για τα γεγονότα τα οποία έλαβαν χώρα στο πεδίο των μαχών τής βιοτεχνίας Λασκαρίδη. Τα κρατητήρια γιόμισαν ανθρώπινες υπάρξεις, που άλλοτε έκλαιγαν γοερά και άλλοτε συνομιλούσαν συνωμοτικά. Ο Βασιλάκης, βρέθηκε, συνοδευόμενος από δύο χωροφύλακες, στο γραφείο τού Διοικητού. Τον κάθισαν σε μία ξύλινη καρέκλα, έμπροσθεν του ανδρός που περιεργαζόταν μέσα απ’ τα ματογυάλια, τα οποία αφαιρούσε και ξαναπρόσθετε κάθε τόσο, κάνοντας πως μελετά την εφημερίδα.
«Πώς ονομάζεσαι;», ρώτησε δίχως να κοιτάει τον συνομιλητή του απέναντι.
«Βασίλης του Πανταζή», απάντησε ο νεαρός άνδρας με χαμόγελο στα χείλη.
«Ποιανού Πανταζή;», επανήλθε ο Διοικητής.
«Του Πανταζή που πέθανε, Θεός σ’γχωρέστον», έκανε και σταυροκοπήθηκε και μαζί του σύσσωμη η χωροφυλακή· διοικητής και κατώτερο προσωπικό, ανταποκρίθηκαν στο χριστιανικό κάλεσμα.
«Πέθανε; Πότε;», αναρωτήθηκε ο Διοικητής.
«Πάνε χρόνια. Τώρα, εγώ συντηρώ την οικογένεια», έκανε με αυτοπεποίθηση.
Πάνω στο γραφείο είχαν απλώσει οι δεσμοφύλακες τις είκοσι δραχμές, που βρέθηκαν στην εσωτερική φόδρα τού πανταλονιού.
«Αυτά εδώ είναι μεγάλο ποσό. Πώς βρέθηκε στην κατοχή σου;», ρώτησε με αυστηρό ύφος.
Ο Βασιλάκης, αίφνης, θυμήθηκε την προτροπή τής μάνας, «Μην μιλήσεις σε κανένα. Όποιος κι αν σε ρωτήσει δεν θα πεις κουβέντα». Ακολούθησε κατά γράμμα τα λόγια της· δεν είπε ούτε λέξη.
«Ήσουν ανάμεσα στους απεργούς; Πώς βρέθηκες εκεί;»
Πεισματωμένος, και αποφασισμένος να μην πει κουβέντα, κατάπιε τη γλώσσα του και σφάλισε τα χείλη.
«Δεν μιλάς; Έχε χάρη που διάγω τις τελευταίες ώρες σε τούτη την πόλη. Αύριο, θα αναλάβει ο νέος διοικητής και σε κείνον θα φτύσεις το γάλα που βύζαξες», είπε απειλητικά κι αφού ξέλυσε τον κόμπου τής γραβάτας στον λαιμό, ζήτησε απ’ τα όργανα να τον μεταφέρουν στην τελευταία πτέρυγα.
Το όργανο σάστισε προς στιγμήν.
«Εκεί έχουμε τον…», πρόφτασε να διατυπώσει τις πρώτες λέξεις προτού εισπράξει τις φωνασκίες τού Διευθυντή.
«Μαζί του! Δεν υπάρχει χώρος για πολυτέλειες»
Ο δεσμοφύλακας, πειθάρχησε σε στάση προσοχής και, με τις παλάμες τού χεριού ενωμένες να χαιρετά το εθνικό σύμβολο, έπιασε τους ώμους τού Βασιλάκη να τον οδηγήσει στο υπόγειο του κτιρίου, στο τελευταίο διάζωμα στο οποίο φιλοξενούνταν οι μελλοθάνατοι. Στο δεύτερο κελί δεξιά τού διαδρόμου άνοιξε τη θύρα, βαριά στο πέρασμά της, και τον έσπρωξε προς το εσωτερικό της. Εκείνος, έκανε δυο απελπισμένα βήματα και, παραπατώντας, σωριάστηκε στο πέτρινο δάπεδο. Η μυρωδιά τής μούχλας στέγνωσε πάνω του. Έβηξε δυνατά, προσπαθώντας να προσαρμοστεί στις νέες συνθήκες. Το σκοτάδι, που απλωνόταν γύρω του, εμπόδιζε την όραση. Όταν συνήθισε το μαύρο χρώμα, οι οφθαλμοί του αναγνώρισαν μία ανδρική παρουσία, καθισμένη στη γωνιά τού χώρου, αμίλητη, ακίνητη.
«Γειά και χαρά σας, κύριε», έκανε με φοβισμένη φωνή, που ίσα ίσα ακούστηκε.
Ο άνδρας, εξήλθε απ’ τη θέση ασφαλείας και πρόταξε το πρόσωπό του, φέρνοντάς το κοντά σε αυτό του νεαρού άνδρα. Αφού μετέφερε, με τους μυς τής γλώσσας, την οδοντογλυφίδα απ’ το δεξί ημισφαίριο στο αριστερό, μόρφασε από έκπληξη.
«Ποιός είσαι συ;», ρώτησε με την περιέργεια να αγκυροβολεί στα χείλη.
«Βασίλης τού Πανταζή», απάντησε.
«Βλάσης Αγιανίτης», επανήλθε να περιπαίξει τις εντυπώσεις.
Μόλις διαπίστωσε ότι ο συγκρατούμενός του δεν ανταποκρίθηκε στο άκουσμα του ονόματός του, πήρε την πρωτοβουλία να ξεδιαλύνει την υπόθεση.
«Βλάσης Αγιανίτης», επανέλαβε ρυθμικά.
«Χάρηκα, κύριε», απάντησε αδιάφορα ο Βασιλάκης.
«Δεν με αναγνωρίζεις; Μιλάει για μένα ολάκερη Ελλάς», έκανε με στόμφο και αυταρέσκεια.
Ο Βασιλάκης, κούνησε αρνητικά το κεφάλι, πέρα δώθε. Η έκπληξη, που σχηματίστηκε στο πρόσωπο του καταδικασμένου σε θάνατο, Βλάση, ήταν πρωτοφανέρωτη. Η εικόνα, που είχαν μεταφέρει για το όνομά του στο πανελλήνιο, τώρα αποδυναμωνόταν χάρη σε ένα παιδαρέλι.
«Γιατί σε φέρανε εδώ;», ρώτησε να μάθει λεπτομέρειες.
«Εγώ, το μόνο το οποίο γιγνώσκω, είναι ότι πρέπει να παραδώσω είκοσι δραχμές στον υπάλληλο της τράπεζας. Μόνο σε αυτόν μου είπε η μάνα να μιλήσω. Σε κανέναν άλλον»
«Ποιός σου είπε;»
«Η μάνα μου»
«Και γιατί μόνο σε δαύτον;», συνέχισε ο Βλάσης.
«Είναι όλη μας η περιουσία»
«Είκοσι δραχμές;»
«Μάλιστα, κύριε»
«Κοίτα να δεις, άλλοι σκοτώνουν για είκοσι δραχμές και άλλοι αποταμιεύουν», σχολίασε σκωπτικά ο Βλάσης και γέλασε μεγαλόφωνα.
Μαζί του γέλασε και ο Βασιλάκης, δίχως να κατανοεί τη σύνδεση των δύο περιγραφών.
«Τί έκανες και σε μπουζουριάσανε;», συνέχισε ακάθεκτος.
«Τίποτε απολύτως!», απάντησε με θάρρος και συμπλήρωσε, «Αλλά, εγώ, δεν πρέπει να μιλήσω σε κανέναν. Με έδωκε εντολή η μάνα να μην πω κουβέντα, παρά μόνο στον υπάλληλο της τράπεζας και θα το πάρω στον τάφο μου αν χρειαστεί», έκανε επιδεικτικά υψώνοντας τον δείκτη τού αριστερού χεριού όπως προσδώσει νομιμότητα στα λεγόμενά του.
Ο Βλάσης, πονηρεύτηκε. Έπειτα από λίγο, και αφότου σκέφτηκε σιωπηλά, άναψε ένα σιγαρέτο, το τελευταίο που του είχε απομείνει. Το χτύπησε συνωμοτικά στη χαρτόκουτα κι έπειτα το απώθησε στην άκρη των χειλιών. Ο Βασιλάκης, τον κοίταζε με ενδιαφέρον και κρυφή καρτερία. Η καύτρα τού σπίρτου είχε ήδη βάλει φωτιά στον καπνό, που ήταν στοιβαγμένος στον χάρτινο σωλήνα, όταν ρούφηξε με πάθος και ξεφύσησε λευκό καπνό απ’ τα στήθη. Ο τελευταίος, σκόρπισε στην πνιγερή ατμόσφαιρα της φυλακής, χρωματίζοντας το μαύρο σκοτάδι της. Έπειτα, ρούφηξε για δεύτερη φορά κι έτεινε το υλικό στον συνομιλητή του.
«Ορίστε», έκανε και χαμογέλασε.
Ο Βασιλάκης, δεν το πολυσκέφτηκε. Βούτηξε μεμιάς το σιγαρέτο κι επανέλαβε μηχανικά τις ίδιες κινήσεις στοματικής απόλαυσης.
«Και τώρα ήρθε η ώρα να διασκεδάσουμε τη μοίρα μας», έκανε απροσδόκητα ο μελλοθάνατος κι αποκάλυψε από την τσέπη τού σακακιού μία τράπουλα.
Στην εμφάνισή της οι οφθαλμοί τού Βασιλάκη αναστέναξαν. Τα χείλη του σχημάτισαν σαρδόνιο χαμόγελο ευαρέσκειας. Οι πρώτες παρτίδες τού τυχερού παίγνιου κύλησαν ομαλά, χωρίς εκπλήξεις. Ο Βλάσης, κέρδιζε απανωτά και κάθε τόσο φούμαρε το αναμμένο σιγαρέτο. Απ’ την πλευρά του, ο Βασιλάκης, διαμόρφωνε κατά νου την ψευδαίσθηση της νίκης, που όλο κινούσε να ‘ρθει κι όλο καθυστερούσε.
«Και γιατί δεν το χοντραίνουμε λιγάκι;», ρώτησε ο Βλάσης αποστρεφόμενος το βλέμμα του, δήθεν με αδιαφορία.
«Τί είπατε;», ρώτησε αθώα εκείνος.
«Να, τίποτε χρήματα, ρολόγια, κοσμήματα. Ο νικητής τα παίρνει όλα. Ο χαμένος τίποτες. Αφού το νιώθεις ότι θα γυρίσει η τύχη, ας το ρισκάρουμε»
Ο Βασιλάκης, σηκώθηκε απότομα απ’ τη θέση του, τεντώνοντας τη σπονδυλική στήλη, κι άρχισε να ψάχνει κάθε κρυφό και φανερό σημείο πάνω του. Μόλις διαπίστωσε την αδυναμία ανταπόκρισης στο πρότερο αίτημα, κρέμασε το προσωπείο του από θλίψη και στενοχώρια. Επανήλθε στην αρχική του θέση με τη λύπη να στραγγαλίζει τα χείλη του.
Ο Βλάσης, αναθάρρησε και με σοβαρό ύφος είπε, «Υπάρχει κι άλλος τρόπος να κερδίσεις»
«Ποιός», ρώτησε όλο ένταση εκείνος.
«Έλεγα μήπως κοροϊδεύαμε τη διεύθυνση· έτσι, να γελάσει και σε μας λίγο το χειλάκι»
«Ποιά διεύθυνση; Γιατί πράγμα μιλάς;»
«Μην ταράζεσαι», έκανε κατευναστικά κουνώντας τις άκρες των χεριών με νόημα. «Αύριο, φτάνει ο νέος διοικητής τής χωροφυλακής. Όλο το κτίριο θα γιομίσει με νέους υπαλλήλους. Κανείς δεν γνωρίζει ποιός είναι ποιός»
«Τί θες να πεις;», έκανε γουρλώνοντας τους οφθαλμούς.
«Να, εμένα, αύριο μεθαύριο, θα με αφήκουν λεύτερο. Εάν κερδίσεις στα χαρτιά θα ανταλλάξουμε ονόματα. Εσύ θα λέγεσαι Βλάσης Αγιανίτης κι εγώ ο Βασιλάκης… πώς είπαμε;»
«…του Πανταζή»
«Βασιλάκης του Πανταζή», συμφώνησε ο Βλάσης. «Θα βγεις μια ώρα αρχύτερα»
Ο Βασιλάκης, κατέβασε το κεφάλι και το κύλησε στο ύψος τού στήθους. Βυθίστηκε σε βαθιά περισυλλογή. Επί την ουσίας, δεν σκεφτόταν τίποτες. Δεν γνώριζε τί έπρεπε να σκεφτεί. Μονάχα τον παρακινούσε η ιδέα όπως συναντήσει τη μάνα του μια ώρα γρηγορότερα, να της εξηγήσει τί συνέβη, να μην βάζει άσχημα πράματα στον νου της. Θα ήταν έξαλλη η κυρά Λένα και αυτό τον φόβιζε.
«Κι αν χάσω;»
«Τότε, δεν θα αλλάξεις όνομα. Εσύ, θα είσαι ο Βασιλάκης· κι εγώ, ο Βλάσης»
«Ας παίξουμε», έκανε με τόλμη ο νεαρός άνδρας.
Ο Βλάσης, ανακάτεψε προσεκτικά τα φύλλα τής τράπουλας και κάθε τόσο έριχνε κλεφτές ματιές στον Βασιλάκη, που τον έλουζε κρύος ιδρώτας.
«Και που ‘σαι… Αν κερδίσεις θα είσαι ο Βλάσης Αγιανίτης, άμα σε ρωτήσουν στη χωροφυλακή. Ορκίσου στη ζωή τής μάνας σου», πρόσταξε.
«Ορκίζομαι!», απάντησε θαρραλέα και γεμάτος αυτοπεποίθηση εκείνος.
Το παιχνίδι ξεκίνησε. Κι ενώ στην αρχή φαινόταν μία άνετη επικράτηση για τον Βλάση, εκείνος, με μία δόλια κίνηση, μετέτρεψε το προβάδισμά του σε αναπάντεχη ήττα. Ο Βασιλάκης, μετρούσε και ξαναμετρούσε τα τελευταία φύλλα τής τράπουλας, όπως αυτά κραδαίνονταν στα δάκτυλα των χεριών του, καθώς διαπίστωνε ότι η τύχη άλλαζε υπέρ του, για πρώτη φορά στους μεταξύ τους αγώνες. Μόλις έριξε το τελευταίο εξ αυτών, με απερίγραπτη ένταση χαράς στο ηχόχρωμα τής φωνής του, πετάχτηκε όρθιος και άρχισε να πανηγυρίζει, σαν μικρό παιδί, μέσα στο κελί των μελλοθανάτων. Ο Βλάσης, υποδυόταν τον ηττημένο που δεν ήταν σε θέση να εξακριβώσει τα αίτια της αποτυχίας. Άρχισε να βωμολοχεί εναντίον λογιών λογιών αγίων και, φυσικά, της μητέρας τύχης. Έπειτα, επέστρεψε στη σκοτεινή γωνιά τού χώρου και σκεπάστηκε με το σακάκι, να προφυλαχτεί απ’ τον κρύο αέρα που διαπερνούσε τα τοιχία τής φυλακής. Απ’ την πλευρά του, ο Βασιλάκης ζούσε σε όνειρο. Είχε κουλουριαστεί στους άξονες των ποδιών του και αναπαριστούσε βήμα το βήμα τη μεγαλειώδη νίκη. Μετά από ώρα, τα βλέφαρα των ματιών του βάρυναν και αποκοιμήθηκε ανάλαφρα, ενώ η θερμοκρασία άγγιζε τους δέκα βαθμούς πάνω τού μηδενός, εντός του κελιού.
Την επομένη μέρα, ο Βλάσης, δεν κουνήθηκε απ’ τη θέση του. Δεν αντάλλαξε ούτε λέξη με τον Βασιλάκη, καθώς το βλέμμα τού τελευταίου έλαμπε από χαρά και αναζωογονητική ενέργεια. Σύντομα, από την επιφάνεια του εξωτερικού χώρου έφταναν στο στρώματα ακοής τους ήχοι από τη δημόσια τελετή, παράδοσης παραλαβής ανάμεσα σε διοικητές τής χωροφυλακής, που λάμβανε χώρα ενώπιον του νέου υπουργού δημοσίας τάξεως και λοιπών αρχόντων τής τοπικής κοινωνίας και τού κράτους. Σωστό πανηγύρι στήθηκε, με πλήθος κόσμου να συγκεντρώνεται στην κεντρική πλατεία τής Λαμίας και να παρακολουθεί τις επίσημες διεργασίες. Έπειτα, οι πανηγυρισμοί μεταφέρθηκαν στο κτίριο τής χωροφυλακής. Εκεί, ακολούθησε λεπτομερής ενημέρωση της νέας Αρχής για το βιογραφικό των κρατουμένων και τις εκκρεμότητες του σώματος. Η θρησκευτική ηγεσία, υπό την προσωπική παρουσία τού μητροπολίτη, ευλόγησε τις αρχαιρεσίες και έδωσε την ευχή της για καλά αποτελέσματα στο δύσκολο έργο πάταξης των εχθρών τής πατρίδος και των χρηστών ηθών τού τόπου, που κινδύνευαν αμφότερες. Στο τέλος, η συζήτηση περιστράφηκε γύρω από την εκτέλεση του Βλάση Αγιανίτη.
«Φρικτός εγκληματίας», αναφώνησε ο απερχόμενος διοικητής.
«Θα εκτελεστεί αύριο, αυγή τού Σαββάτου. Σεβασμιότατε, όλα είναι έτοιμα», δήλωσε ο νέος διοικητής.
«Θέλημα Θεού είναι η τάξη και η ασφάλεια του ποιμνίου Του», δήλωσε εμφατικά εκείνος.
Το κρασί έρρεε άφθονο ανάμεσα στα ποτήρια και η συνομιλία των κεντρικών τοποτηρητών στράφηκε σε έτερα ζητήματα που ταλάνιζαν το δικτατορικό καθεστώς τού Ιωάννη Μεταξά. Η νέα φρουρά τής χωροφυλακής αντικατέστησε την προηγούμενη εξαιτίας σκανδαλώδους κατάχρησης δημοσίου χρήματος εκ μέρους υπαλλήλων αυτής. Το καθεστώς, προς παραδειγματισμό, υποχρέωσε σε δυσμενή μετάθεση σύσσωμο το σώμα Λαμίας. Στη θέση του τοποθετήθηκαν νέοι άνδρες των σωμάτων ασφαλείας, καθώς και διοικητική Αρχή μεταφερμένη απ’ τη Θεσσαλονίκη.  
Την επομένη μέρα, νωρίς νωρίς, πριν καν λαλήσουν τα κοκόρια, οι νέοι δεσμοφύλακες, υπό τη συνοδεία ανωτάτου εισαγγελέως και του πατρός Ιωάννη, εκπρόσωπο τής τοπικής εκκλησίας, βρέθηκαν στον τελευταίο όροφο του κτιρίου τής χωροφυλακής, στο υπόγειο των μελλοθανάτων. Άνοιξαν την ξύλινη θύρα και αναζήτησαν τον Βλάση Αγιανίτη.
«Βλάσης Αγιανίτης!», φώναξε το όργανο με στεντόρεια φωνή.
Οι οφθαλμοί των παρισταμένων επικεντρώθηκαν στο σκοτάδι. Αρχικά επικράτησε σιωπή. Έπειτα, όμως, από λίγα δευτερόλεπτα της ώρας, εμφανίστηκε γεμάτος κέφι ενώπιόν τους ο Βασιλάκης. Ο Βλάσης, παρέμενε στη γωνιά του, σκεπασμένος με το σακάκι, να κρυφακούει όλα όσα συνέβαιναν υπό το βάρος τής αλήθειας. Το όργανο τής χωροφυαλακής κοίταξε καλά καλά το πρόσωπο του νεαρού.
«Είσαι ο Βλάσης Αγιανίτης;»
«Εγώ είμαι», απάντησε εκείνος και η ανάσα τού Βλάση κόμπιασε από αγωνία.
Ο εισαγγελέας, άρχισε να διαβάζει φωναχτά τα εγκλήματα για τα οποία κατηγορήθηκε και για τα οποία κρίθηκε ένοχος.
«Έχεις να δηλώσεις τίποτες;», του απεύθυνε τον λόγο.
Ο Βασιλάκης, χαμογέλασε.
«Τίποτες απολύτως!», σχολίασε όλο καμάρι εκείνος, αναγκάζοντας τους παριστάμενους να κοιταχτούν μεταξύ τους.
«Τότε, αναλαμβάνει ο πάτερ», έδωσε εντολή ο εισαγγελέας.
Ο πάτερ Ιωάννης, προσέγγισε δυο βήματα ακόμη τον Βασιλάκη.
«Δέσποτα Κύριε, Ιησού Χριστέ, ο Θεός ημών, ο μόνος έχων εξουσίαν ανθρώποις αφιέναι αμαρτίας, ως αγαθός και φιλάνθρωπος, πάριδέ μου πάντα τα εν γνώσει και αγνοία πταίσματα, και αξίωσόν με ακατακρίτως μεταλαβείν των θείων, και ενδόξων, και αχράντων, και ζωοποιών Σου μυστηρίων, μη εις κόλασιν, μη εις προσθήκην αμαρτιών, αλλ’ εις καθαρισμόν, και αγιασόν, και αρραβώνα της μελλούσης ζωής και βασιλείας, εις τείχος και βοήθειαν, και ανατροπήν των εναντίων, εις εξάλειψιν των πολλών μου πλημμελημάτων. Συ γαρ ει Θεός ελέους, και οικτίρμων, και φιλανθρωπίας και σοι την δόξαν αναπέμπομεν συν τω Πατρί, και τω αγίω Πνεύματι, νυν και αεί, και εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν», έκανε κι έθεσε την παλάμη τού δεξιού του χεριού στο κεφάλι τού Βασιλάκη.
«Πάρτε τον», πρόσταξε ο εισαγγελέας και όλο χαρά εκείνος τους ακολούθησε, με την προσμονή για την ώρα που θα σμίξει με τη μάνα του να πλησιάζει γοργά στους χτύπους τής καρδιάς.
Ο Βλάσης, αμέσως μόλις το κελί έκλεισε πίσω του, σηκώθηκε απ’ τη θέση στην οποία είχε βρε καταφύγιο, πίσω από τις σκοτεινές αποφράξεις τού ηλίου, και μην μπορώντας να κατανοήσει την απροσδόκητη αυτή εξέλιξη, έβαλε τα κλάματα.
Ο πρωινός βοριάς τού φθινοπώρου έλουζε με νιφάδες δροσιάς τους πνεύμονες των ανθρώπων που έτρεξαν να πιάσουν θέση στο θέαμα δημόσιας ανταπόκρισης. Τυμπανοκρουσίες και καμπάνες αντιλαλούσαν το γεγονός, το οποίο εμφάνιζε το καθεστώς τής 4ης Αυγούστου ως σπουδαίας σημασίας για την οικοδόμηση του νέου προτύπου ηθικής και δικαιοσύνης. Ο Βασιλάκης του Πανταζή εκτελέστηκε, στη θέση τού Βλάση Αγιανίτη, στις 18 Σεπτεμβρίου 1937. Το πτώμα του θάφτηκε σε άγνωστη τοποθεσία. Ο Βλάσης Αγιανίτης αφέθηκε ελεύθερος, τρεις μέρες αργότερα, στη θέση τού Βασιλάκη. Θα δολοφονήσει έξι ακόμη γυναίκες προτού συλληφθεί και εκτελεστεί στις 5 Μαρτίου 1939, γεγονός το οποίο αποκάλυψε το τραγικό λάθος το οποίο συντελέστηκε νωρίτερα. Ο πόλεμος, ωστόσο, που ακολούθησε επέτρεψε στις αρμόδιες αρχές να αποκρύψουν τα γεγονότα και να θάψουν στη λήθη τις ευθύνες των αρμόδιων οργάνων τού καθεστώτος.

Αντώνης Ε. Χαριστός

Προεπισκόπηση εικόνας

*Πίνακας: 1888, Walter Langley. In 1882, Langley settled in Newlyn, Cornwall. The subjects of his paintings were typically Cornish fishermen and their families