Κάποιο άλλο καλοκαίρι· πολλά πανηγύρια αργότερα
Ο ήλιος έκαιγε δυνατά στον ικαριώτικο ουρανό με την οροσειρά τού Αθέρα να τρεμοπαίζει από τη ζέστη, όταν η Ηρώ αποφάσισε να αφήσει για λίγο το εγκαταλειμμένο, εδώ και χρόνια, σπίτι τής οικογένειας και να επιχειρήσει μια βουτιά στο παρελθόν, περνώντας από κάθε δρόμο που κάποτε έπαιξε κρυφτό, κυνηγητό και αμπάριζα. Νόμιζε πως ύστερα από τριανταπέντε ολόκληρα χρόνια που είχε να επισκεφτεί τον γενέθλιο τόπο επειδή «ήβαλε τη βελέντζα στον ώμο»*, θα τον είχε ξεχάσει και κυρίως, θα την είχε ξεχάσει και απορρίψει εκείνος, μα δεν της πήρε παρά μονάχα μερικά λεπτά για να επαναφέρει κάθε θολή ανάμνηση και να επανασυνδεθεί με την ιδιαίτερη αύρα του.
Δεν σκόπευε να πάει μακριά, την πονούσαν κάπως τα γόνατα, αν και όχι τόσο πολύ από τότε που έχασε καμιά δεκαριά κιλά, ωστόσο το τελευταίο διάστημα έσερνε δύσκολα τα βήματά της εξαιτίας μιας πένθιμης διάθεσης που μαρτύραγε κούραση και παραίτηση. Μόλις έκανε να γυρίσει πίσω από το ίδιο μονοπάτι, ένα αυτοκίνητο, με έξι επιβαίνοντες συμπεριλαμβανομένου του οδηγού, σταμάτησε δίπλα της κορνάροντας.
«Γίνεται πανηγύρι στη Λαγκάδα. Έλα μαζί!», της φώναξε ένας άγνωστος άντρας, περίπου στην ηλικία της, που ’χε σαν να λέμε τα χρονάκια του.
«Και δεν πάμε;», ακούστηκε περιέργως η δική της φωνή, πρόσχαρη κι όλο ζωντάνια, σαν να ’ταν καμιάς ξένης. Καθόλου δεν αναρωτήθηκε πώς θα χωρέσουν τόσοι νοματαίοι.
Μισή ώρα μετά πάρκαραν στον χωματόδρομο κι από εκεί κατηφόρισαν με τα πόδια την πλαγιά. Βγαίνοντας στην κοιλάδα, η Ηρώ, αντίκρισε χιλιάδες ανθρώπους να τρώνε, να πίνουν ή να χορεύουν τη «Συμπεθέρα» σχηματίζοντας κύκλο. Ένας από αυτούς την έπιασε κεφάτος από το χέρι. Πήγε να του πει ότι δεν θυμάται τα βήματα, αλλά σιώπησε. Ο ήχος τής τσαμπούνας και τού βιολιού την ξεσήκωνε, το ίδιο και το κόκκινο κρασί, που πάντα κάποιος βρισκόταν να της προσφέρει. Έπαιρνε δύναμη και ζωή από αυτό το μόνοιασμα των ανθρώπων, τα γέλια και τη μουσική, σαν να γεννήθηκε πάλι.
Ήταν χαράματα όταν επέστρεψε σπίτι. Δεν έβγαλε καν τα ρούχα της προτού ξαπλώσει, μονάχα τα παπούτσια κι αυτό επειδή θυμήθηκε τη μάνα που τη μάλωνε διαρκώς για την κακή της συνήθεια να γεμίζει χώματα τα καθαρά σκεπάσματα. Άφησε την πόρτα ανοιχτή, να νιώθει τη δροσιά τής νύχτας. Σε λίγο θα άρχιζαν και οι χαρακτηριστικοί βραδινοί θόρυβοι που κάποτε, μέχρι να μάθει να τους αναγνωρίζει, την κρατούσαν ξάγρυπνη. Πλέον, κάθε θόρυβος της ανήκε, είχε γίνει δικός της, λες κι έβγαινε από μέσα της, όπως οι λέξεις που τραμπαλίζονταν στο στόμα της και έπαιρναν ύψος σαν αναρρηχητικό φυτό βυθίζοντας τις ρίζες τους στις πιο μακρινές αναμνήσεις της.
Βιολί ήταν αυτό που νόμιζε ότι άκουγε; Δεν είχε ώρα για τις μουσικές που δημιουργούσε η φαντασία της κι ας κράταγε το δοξάρι ο ξακουστός στον Ικαριώτικο, Πούλης. Απόψε είχε αποφασίσει ότι θα πεθάνει, πάει και τέλειωσε. Γι’ αυτό, άλλωστε, ξεκουβαλήθηκε άρον άρον από την Αμερική. Κουράστηκε να ζει μονάχη σε ξένα χώματα, που ποτέ δεν την αγκάλιασαν. Ο άντρας της είχε πεθάνει, πάνε δυο χρόνια, και παιδιά δεν είχαν να πεις. Έκλεισε τα μάτια της και περίμενε ανυπόμονη του ήλιου το βούτηγμα**, αλλά δεν ερχόταν.
Μα γιατί, αφού είχε στερέψει από δάκρυα και γέλια, ευχές και κατάρες τις είχε μοιράσει στους νόμιμους αποδέκτες τους, και είχε κλείσει τους λογαριασμούς της με τον Μεγαλοδύναμο;
Οι ίδιες εικόνες περνούσαν συνεχώς σαν ταινία από μπροστά της. Ήταν οι χαρούμενες στιγμές της στο πανηγύρι στη Λαγκάδα που τώρα, με σφαλισμένα τα μάτια, τις ξανάβλεπε σαν ακίνητο μετείκασμα… τις ξαναζούσε, και η καρδιά της ζεσταινόταν αρνούμενη να πάψει να χτυπά. Έτσι, μολονότι νόμιζε πως δεν θα σηκωθεί ξανά από το κρεβάτι, σηκώθηκε. Μπορούσε να πεθάνει μια άλλη μέρα, κάποιο άλλο καλοκαίρι, πολλά πανηγύρια αργότερα.
Ιφιγένεια Τέκου
*Ξενιτεύτηκε
**Η δύση του ήλιου, τα γηρατειά, το τέλος (μεταφορικά)
*Πίνακας: Τhe Travelling Companions, 1862. Artist: Augustus Leopold Egg