Το πραγματικό δεν είναι ποτέ ωραίο. Η ομορφιά είναι μια αξία που έχει εφαρμογή μόνο στον φανταστικό κόσμο και η οποία εμπεριέχει την άρνηση του κόσμου στην ουσιαστική του δομή
Jean-Paul Sartre
Την πεποίθηση ότι η λογοτεχνία, και εν γένει η Τέχνη, έχει τη δυνατότητα και οφείλει να αντανακλά την πραγματικότητα, την συναντάμε ήδη από την αρχαιότητα, στα έργα τού Πλάτωνα και τού Αριστοτέλη. Υπό αυτό το πρίσμα ο ρεαλισμός, ο οποίος εστιάζει στην αντικειμενική απόδοση της πραγματικότητας, προέρχεται από τη φιλοσοφία και προϋπήρχε ανέκαθεν στην Τέχνη. Αναφορικά δε με την εξελικτική του πορεία, εν συντομία θα λέγαμε ότι η τάση τού ρεαλισμού εμφανίζεται προδρομικά στη Γαλλία το 1830 στα έργα των μεγάλων κλασικών συγγραφέων Stendhal (μυθιστόρημα ως «καθρέφτης») και Honoré de Balzac (μυθιστόρημα ως μια «μελέτη των ηθών»). Αργότερα, οι ιστορικές συνθήκες μαζί με το καλλιτεχνικό και πνευματικό κλίμα τής εποχής (όπως η επανάσταση του 1848 με την επαναφορά τής λαϊκής βούλησης και τής δύναμης των μαζών, η ανακάλυψη της φωτογραφίας το 1839, η ζωγραφική του Courbet που αντιτίθεται στην εξιδανίκευση της τέχνης, το κριτικό πνεύμα του Sainte Beuve, καθώς και ο θετικισμός τού A. Comte και η μεταφορά του στη λογοτεχνία από τον H. Taine), συνέβαλαν καθοριστικά στο να αποκρυσταλλωθεί συνειδησιακά ο ρεαλισμός ως λογοτεχνικό κίνημα. Μάλιστα, ο W. Preisendanz επισημαίνει ότι η έννοια του ρεαλισμού επιβλήθηκε περισσότερο σε σχέση με τα θεματικά, δομικά και μορφολογικά χαρακτηριστικά που καθορίζουν το πεζογράφημα του 19ου αιώνα, και ιδιαίτερα το μυθιστόρημα, το οποίο και αξιολογείται ως «πιστή ομοιότητα προς ό,τι είναι πραγματικό», με κυριότερα γνωρίσματα: την επικράτηση αιτιότητας σε κοινωνιολογικό και ψυχολογικό επίπεδο, τη λεπτομερή παρατήρηση και την ακρίβεια της περιγραφής με την τάση τής απογύμνωσης και αποκάλυψης, την ορμή αφύπνισης και απομυθοποίησης, καθώς και την επιδίωξη συσχετισμού με το στιγμιαίο και άμεσο.
Κι ενώ ο ρεαλισμός έχει ως κύριο στόχο να φτάσει την πραγματικότητα, ο νατουραλισμός (ο οποίος αναπτύσσεται στην προέκταση του ρεαλισμού, περίπου στα τέλη τού 19ου και αρχές τού 20ου αιώνα, με κοινό σημείο την πίστη ότι η τέχνη αποτελεί μιμητική αντικειμενική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας) στηρίζεται στις μεθόδους των επιστημών και περιγράφει τον τρόπο που θα μας οδηγήσει στην επίτευξη της πραγματικότητας. Εάν επικεντρωθούμε λοιπόν στην προαναφερθείσα ρήση τού Sartre, αντιλαμβανόμαστε τον λόγο που ο ρεαλισμός αντιτάχτηκε στον έντονο συναισθηματισμό και τον υπερβολικό ιδεαλισμό των ρομαντικών. Με την έλευση του ρεαλισμού η τέχνη πλέον απομακρύνεται από τη θεώρηση που τη θέλει ως κάτι το ουσιαστικό και συνάμα εξωπραγματικό, ιδεαλιστικό και υπεραισθητό. Ο ρεαλιστής καλλιτέχνης απεκδύετε την ωραιοποίηση της πραγματικότητας και στρέφεται στην ενδελεχή παρατήρηση του υπαρκτού κόσμου, προσβλέποντας στην αντικειμενική αναπαράσταση της «αλήθειας». Επομένως, το υποκειμενικό παραχωρεί τη θέση του στο αντικειμενικό, καθώς το ατομικό «Εγώ» μετουσιώνεται στο καλλιτεχνικό δημιούργημα ως συνολική ολότητα του «Εμείς», όσο βέβαια αυτό είναι εφικτό στα όρια της υποκειμενικής ματιάς τού δημιουργού. Εφόσον πάντα θα ελλοχεύει ο κίνδυνος παρερμήνευσης ή ακόμα και παραποίησης της πραγματικότητας, από πλευράς του. Πόσω μάλλον αν αναλογιστούμε την άποψη του Γάλλου ψυχολόγου Claude Bernard πως: «Η Τέχνη είναι Εγώ. Η Επιστήμη είναι Εμείς».
Τί είναι λοιπόν «αλήθεια» και πώς μπορούμε να την προσδιορίσουμε; Όπως επίσης και το πώς μπορεί να αποκρυσταλλωθεί στο καλλιτεχνικό δημιούργημα η πραγματικότητα αυτούσια, όταν η αποτύπωσή της φέρει, αναγκαστικά, την υποκειμενική κρίση τού δημιουργού; Είναι κάποια από τα κύρια ερωτήματα που απασχόλησαν και συνεχίζουν, κατά καιρούς, να απασχολούν τη θεωρεία και την κριτική τής τέχνης και ιδιαίτερα τής λογοτεχνίας. Για τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη το αντιστάθμισμα της υποκειμενικότητας στην αναπαριστώσα πραγματικότητα αποτελεί η γνώση τής «αλήθειας» σε βάθος. Άλλωστε, και οι δύο φιλόσοφοι θεωρούν πως το έργο τέχνης συνιστά αποτέλεσμα μίμησης το οποίο ο άνθρωπος κατασκευάζει με πρότυπο την προϋπάρχουσα πραγματικότητα. Οπότε, η αναπαράσταση της πραγματικότητας -από την πλευρά του δημιουργού- προϋποθέτει γνώση αιτιολογημένη που υπερβαίνει την εμπειρία.
Ο πνευματικός δημιουργός για να μεταφέρει στην τέχνη του τη συλλογική αλήθεια θα πρέπει πρώτα να την κατανοήσει ο ίδιος μέσω τής γνώσης. Επομένως, η επιστήμη, που, ως γνωστόν, είναι συνυφασμένη με την αυστηρότητα, την ακρίβεια και την αντικειμενικότητα (έννοιες που χαρακτηρίζουν τη ρεαλιστική και δη νατουραλιστική τεχνοτροπία), εφόσον αποτελεί το οργανωμένο σώμα τής εξακριβωμένης και τεκμηριωμένης γνώσης (βλ. επιστήμη), δηλαδή με λίγα λόγια ένα σύνολο από ορθολογικούς και εμπειρικούς κανόνες που θέσπισε ο άνθρωπος προκειμένου να μπορέσει να ερμηνεύσει και να κατανοήσει όσα συμβαίνουν στον υπαρκτό κόσμο, θα λέγαμε ότι συνιστά τον καταλληλότερο δίαυλο για τον πνευματικό δημιουργό, ώστε να μπορέσει να αξιολογήσει κριτικά τις πηγές και να κατανοήσει την «αλήθεια» σε βάθος. Κι όλα αυτά, βέβαια, μέσω τής διαδικασίας τής έρευνας και τής παρατήρησης. Άλλωστε, όπως θεωρεί ο Balzac: «Όλες οι ανακαλύψεις τού ανθρώπου προέρχονται από την αναλυτική παρατήρηση, στην οποία το πνεύμα προβαίνει με απίστευτη ταχύτητα επισκόπησης». Έτσι, για τον ίδιο «ο παρατηρητής είναι αναμφίβολα μια κατεξοχήν μεγαλοφυΐα».
Στο συγκεκριμένο σημείο τίθεται και το ζήτημα της «ταυτότητας» του πνευματικού δημιουργού και ειδικά στον αιώνα μας που κυριαρχεί η αβεβαιότητα και ο ατομισμός. Όπου η πολυδιάσπαση της ανθρώπινης προσωπικότητας όπως και ο κατακερματισμός τής αντικειμενικής πραγματικότητας κερδίζουν ολοένα έδαφος και είναι εξαιρετικά δύσκολο να μιλάμε για ρεαλισμό. Και ιδίως για το ρεαλισμό τού 19ου αιώνα· το καλλιτεχνικό ρεύμα που συμβάδισε με το επαναστατικό πνεύμα και την κοινωνική μεταβολή και συνέδεσε με καθορισμένο τρόπο την πραγματικότητα με την τέχνη μιας ιστορικής εποχής. Στη ρευστή εποχή μας, λοιπόν, που η πραγματικότητα έχει αλλάξει όπως και η τέχνη, ο ρεαλισμός οφείλει να αναπροσαρμοστεί ανάλογα με τις επιταγές τής «αλήθειας», προτάσσοντας απέναντι στο ιδεολογικό αδιέξοδο τη διανοητική του ωρίμανση. Κι ο ρεαλιστής-δημιουργός οφείλει να μεταλαμπαδεύει στο έργο του την πραγματικότητα του «Εμείς», συνθέτοντας τη βαθιά αλήθεια τής συλλογικής ζωής.
Αντωνία Ν. Καππέ

*Πίνακας: Regenten Regents of the Nieuwe Zijds Institute for the Outdoor Relief of the Poor, Amsterdam. Date: 1650. Institution: Rijksmuseum. Provider: Rijksmuseum