Προλεταριακός βιωματικός ρομαντισμός και ρεαλισμός στην Τέχνη

Προλεταριακός βιωματικός ρομαντισμός και ρεαλισμός στην Τέχνη

«Έπρεπε να δημιουργηθεί μια λογοτεχνία που να περιγράφει μ’ ενθουσιαστικό τρόπο το σοσιαλιστικό ιδανικό, να εξυμνεί τον αγώνα τού ανθρώπου με τη φύση, τον ηρωισμό της εργατιάς και την επιφυλακτική αφοσίωση στον κομμουνισμό. Δηλαδή, ο ενθουσιασμός τής νεολαίας έπρεπε να αφυπνισθεί και να διατηρηθεί με τη βοήθεια ηθικών ιδανικών. Στη θέση των αστικών παραστάσεων και ιδανικών έπρεπε να μπουν τα επαναστατικά ιδανικά»

Βίλχελμ Ράιχ1

 

Από την εποχή τής εμφάνισης του καπιταλιστικού συστήματος μέχρι και σήμερα, που ζούμε την τρομακτική μετεξέλιξή του, υπάρχει στον κόσμο τής εμπορευματοποιημένης τέχνης ένα κοινό μυστικό για όποιον θέλει να διαγράψει μια επιτυχημένη εμπορική σταδιοδρομία – ακόμη κι αν αντικειμενικά ανήκει στην κατηγορία τού άτεχνου ανθρώπου. Το μυστικό αυτό είναι η επένδυση στο συναίσθημα και το οποίο θα έχει πάντα ισχυρή επιρροή όσο οι κοινωνίες θα παραμένουν υπό τον ασφυκτικό ζυγό τής εξουσίας, τής εκχρηματισμένης οικονομίας και, κυρίως, τής διευρυμένης σεξουαλικής καταπίεσης.2 Η τεχνική τής «επίκλησης στο συναίσθημα» είναι ένα σύγχρονο καρκίνωμα στην Τέχνη και χρίζει ιδιαίτερης προσοχής και ανάλυσης που θα επιχειρήσουμε να κάνουμε σε αυτό το μέρος του δοκιμίου.
Θα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον μια σύγχρονη εκτενής μελέτη που θα εστίαζε αποκλειστικά στον ρόλο και τη σύνδεση της σεξουαλικότητας –και πιο συγκεκριμένα της σεξουαλικής καταπίεσης– και πώς αυτή επηρεάζει την Τέχνη. Κατά την άνθιση της ψυχανάλυσης στις αρχές τού 20ου αιώνα αυτό αποτέλεσε ένα ζήτημα με το οποίο καταπιάστηκε ο Φρόιντ και άλλοι ψυχαναλυτές όπως ο Βίλχελμ Ράιχ και ο Έριχ Φρομ. Ιδιαίτερα η θεωρία τής σεξοοικονομίας τού Ράιχ –όπως και γενικότερα η ψυχανάλυση– μας προσφέρουν τα κατάλληλα εργαλεία ώστε να μπορέσουμε να σχηματίσουμε τις ανάλογες απαντήσεις. Κρίνεται, λοιπόν, αναγκαίο να χρησιμοποιήσουμε, έστω επιδερμικά, κάποιες βασικές ψυχαναλυτικές αρχές που θα μας βοηθήσουν να οδηγηθούμε σε κάποια ικανοποιητικά συμπεράσματα.
Ανάμεσα στις βασικότερες βιολογικές ανάγκες τού ανθρώπου, που η ικανοποίησή τους είναι αναγκαία για τη διατήρηση της ζωής, είναι η εκτόνωση των σεξουαλικών ορμών. Όπως το είχε αναφέρει και ο Ράιχ: «Η κοινωνική οργάνωση του ανθρώπου έχει τη φυσική λειτουργία να προστατεύει την εργασία και την φυσική ολοκλήρωση του έρωτα. Από την αρχαία εποχή, αυτές οι δύο βιολογικές δράσεις τού ανθρώπου εξαρτιόνταν από την επιστημονική έρευνα και σκέψη. Η γνώση, η εργασία και ο φυσικός έρωτας είναι οι πηγές τής ζωής μας· η σεξουαλικότητα είναι το κέντρο γύρω από το οποίο στρέφεται η ζωή τής κοινωνίας στο σύνολό της και ο εσωτερικός διανοητικός κόσμος τού ατόμου/».3 Όσο τερατοποιημένη κι αν έχει καταντήσει η σύγχρονη μεταψηφιακή δυστοπική κοινωνία, ο άνθρωπος παραμένει να είναι ένα εκ φύσεως πανέμορφο, συναισθηματικό, σεξουαλικό ον: «Το σεξ και η πείνα είναι οι ισχυρότερες ορέξεις τού ανθρώπου και επομένως προκαλούν τα πιο δυνατά συναισθήματα. Η πείνα οδήγησε πολλές φορές στον πόλεμο και στην επανάσταση, το σεξ ποτέ. Δεν έχει καμία πολιτική σημασία· είναι σημαντικό μόνο για την οικολογία. Παρ’ όλα αυτά, αποτελεί την ισχυρότερη κινητήρια δύναμη στη ζωή και χωρίς αυτό η ζωή σίγουρα θα σταματούσε».4
Από τη στιγμή κατά την οποία όλες οι ανθρώπινες κοινωνίες τού σύγχρονου κόσμου ζουν υπό διαρκή σεξουαλική καταπίεση, δημιουργείται αυτομάτως ένα πρόβλημα και μια δυσφορία που είναι κοινή για όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως φύλου, ηλικίας και κοινωνικής τάξης. Η καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και καθετί που αποτελεί απόρροια αυτής είναι ένα από τα μοναδικά προβλήματα που αφορούν κυριολεκτικά τους πάντες και όχι μόνο όσους ανήκουν στα καταπιεσμένα κοινωνικά στρώματα. Με άλλα λόγια, είναι ένα πρόβλημα που αφορά τόσο τους καταπιεσμένους όσο και τους καταπιεστές και τους ευνοημένους αυτού του κόσμου. Αν όλη αυτή την εκρηκτική συνταγή, σύμφωνα με την οποία έχει κατασκευαστεί και αναπλάθεται διαρκώς ο σύγχρονος εξουσιαστικός κόσμος, τη μεταφράσουμε με όρους καπιταλιστικής οικονομίας, βλέπουμε ότι ανοίγει μια τρομακτική ευκαιρία πλουτισμού μέσω της εμπορευματοποιημένης τέχνης, όπου γίνεται στρατηγική εκμετάλλευση αυτού το προβλήματος που ταλαιπωρεί όλη την ανθρωπότητα. Είναι σαν να λέμε δηλαδή, με απλά λόγια, ότι άνοιξε ένα πεδίο στην αγορά για την εισαγωγή ενός καλλιτεχνικού προϊόντος όπου το καταναλωτικό κοινό στο οποίο απευθύνεται δεν «βλέπει» κανέναν κοινωνικοταξικό περιορισμό. Αυτό ήταν κάτι που πρώτη απ’ όλους εκμεταλλεύτηκε στο έπακρο η μουσική βιομηχανία και η βιομηχανία τής λογοτεχνίας. Αν κάνουμε μερικά πολύ απλά ερωτήματα στον εαυτό μας θα δούμε ότι αυτό αποτελεί μια ιστορική αλήθεια: Γιατί πουλάνε τόσο πολύ μυθιστορήματα με βασική θεματική την αγάπη και τους χαμένους έρωτες; Γιατί το ερωτικό τραγούδι είναι τόσο διαχρονικό και όλες οι εμπορικές επιτυχίες ανήκουν αποκλειστικά και μόνο σε αυτή την κατηγορία; Αντιστρόφως, γιατί το φιλοσοφικό και το πολιτικό βιβλίο δεν έχει την ίδια ανταπόκριση; Γιατί το πολιτικό τραγούδι βρίσκεται μονίμως στην αφάνεια;
Η απάντηση σε αυτά τα μικρά ερωτήματα δεν βρίσκεται μόνο στο γεγονός ότι η κοινωνία και τα άτομα έχουν χάσει την επαναστατικότητά τους, αλλά και σε κάτι ακόμα το οποίο αποτελεί πλέον μια αδιαμφησβήτητη αλήθεια. Οφείλεται κατά βάση στην καταπιεσμένη σεξουαλικότητα και στην ίδια την ρομαντική και συναισθηματική φύση τού ανθρώπου που έχει τραυματιστεί θανάσιμα από τον απάνθρωπο τρόπο ζωής τον οποίο και επιβάλλει ο εξουσιαστικός πατριαρχικός κόσμος. Έτσι, οτιδήποτε κάνει επίκληση στο συναίσθημα, οτιδήποτε διακατέχεται από έντονο ρομαντισμό, προάγει και μιλάει για ανθρώπινες ευαισθησίες, εξυμνεί τις πανέμορφες έννοιες της αγάπης και του έρωτα, μιλάει για το φλερτ, είναι κάτι που αγγίζει όλους τους ανθρώπους. Αυτό μπορεί εκ πρώτης όψεως να φαίνεται τρυφερό και θεμιτό, στη πράξη όμως γεννά ένα τρομακτικό πρόβλημα που καταστρέφει τόσο την ίδια την Τέχνη, όσο και τον επαναστατικό σκοπό της. Η επίκληση στο συναίσθημα, αυτό που θα μπορούσαμε να το ονομάσουμε και ως «συναισθηματικό εκβιασμό», είναι μια κατάσταση η οποία αγγίζει άμεσα τον καθένα μην αφήνοντας εύκολα περιθώρια αμφισβήτησης. Οποιοδήποτε καλλιτεχνικό έργο δημιουργείται σύμφωνα με αυτήν την αρχή και επικαλείται αυτήν την αρχή για να κινηθεί και να πουληθεί στην αγορά, αυτομάτως νεκρώνει τα όποια ενεργά πνευματικά και καλλιτεχνικά αντανακλαστικά του αγοραστή. Γιατί οτιδήποτε έχει να κάνει με το συναίσθημα και τον ρομαντισμό για όλους αποτελεί κάτι άκακο, κάτι τρυφερό που ο καθένας μπορεί πολύ εύκολα να ταυτιστεί μαζί του, γιατί και ο ίδιος υποφέρει από τα ίδια ακριβώς προβλήματα -τα οποία όπως προαναφέρθηκε- αποτελούν απόρροια της διευρυμένης σεξουαλικής καταπίεσης. Όπως πολύ σωστά ανέφερε ο Αντώνης Ε. Χαριστός: «Η επένδυση στο συναίσθημα αποτελεί την άμμο που πετά, η εμπορευματοποίηση του βιβλίου, στα μάτια των αναγνωστών, αποκοιμίζοντας την κριτική σκέψη, υπονομεύοντας την αιτιολογική αναφορά των αποτελεσμάτων τής κοινωνικής υπόστασης».5
Η κατανάλωση ρομαντισμού και συναισθήματος στην Τέχνη δεν σημαίνει, δυστυχώς, ότι οι άνθρωποι διακατέχονται από ανθρώπινες ευαισθησίες και έχουν την ανάγκη να τις συντηρούν με κάθε μέσο και τρόπο – ακόμη και με καπιταλιστικούς εμπορικούς όρους. Οφείλεται στο γεγονός ότι όλοι οι άνθρωποι υποφέρουμε συναισθηματικά, ψάχνουμε διαρκώς να βρούμε τον χαμένο ρομαντισμό τού Ανθρώπου, ψάχνουμε διαρκώς να βρούμε ένα λιμάνι συναισθηματικής ζεστασιάς, κατανόησης και ασφάλειας. Ακόμη, όμως, και αν δεχτούμε ότι ο ρομαντισμός είναι μια ανθρώπινη ποιότητα έμφυτη σε όλους τους ανθρώπους, η οποία καταστρέφεται σταδιακά από τις υπάρχουσες τυραννικές συνθήκες που επικρατούν, επειδή έχουμε να κάνουμε με μια ταξική κοινωνία, ο ρομαντισμός έχει διαχωριστεί σε δύο μορφές: στον επιφανειακό κάλπικο ρομαντισμό αυτών που ανήκουν στις ευνοημένες κοινωνικές τάξεις –με πιο χαρακτηριστικά τα άτομα που προέρχονται από την μικρομεσαία και μεσοαστική τάξη–, και στον πραγματικό βαθύ ρεαλιστικό ρομαντισμό των προλετάριων και των καταπιεσμένων.6 Αυτές οι δύο μορφές τού ρομαντισμού υπάρχουν και στην Τέχνη και εφαρμόζονται ακριβώς με τον ίδιο τρόπο που γίνεται και στην πραγματικότητα. Όσο ψεύτικος και υποκριτικός είναι ο ρομαντισμός ενός ατόμου που ανήκει στην κατηγορία των εκμεταλλευτών και των ευνοημένων, άλλο τόσο ανίσχυρα και ψεύτικα νοήματα παράγονται από τον ρομαντισμό ενός έργου δημιουργημένου από έναν καλλιτέχνη που δεν ανήκει ή δεν προέρχεται από εργατικό ή προλεταριακό περιβάλλον – δεν προέρχεται δηλαδή από το σύμπαν που το εξουσιαστικό σύστημα δείχνει το πραγματικό του πρόσωπο. Σε πρώτη ανάγνωση μπορεί αυτό να ακούγεται δογματικό, όμως η ουσία του καταδεικνύει πότε ο ρομαντισμός γίνεται ένα πραγματικό εργαλείο Τέχνης, παράγοντας μηνύματα και συμβολισμούς, που ως σκοπό έχουν να τροφοδοτήσουν τον δέκτη με σημαντικές πληροφορίες και ποιοτικούς προβληματισμούς, και πότε γίνεται απλώς ένα εργαλείο πώλησης άτεχνου προϊόντος, χρησιμοποιώντας την τόσο εμπορικά αποδοτική επίκληση στο συναίσθημα. Όπως υποστήριξε ο Αντώνης Ε. Χαριστός: «Προτού αλλάξουμε την πραγματικότητα, πρέπει πρώτα να τη γνωρίσουμε. Και για να γνωρίσουμε την αυθεντική ουσία που διέπει τις ανθρώπινες σχέσεις, και την υλική τους προέκταση, είναι υποχρέωσή μας να κατασκευάσουμε τον λόγο-αντιπρόταση, παράλληλα με την κριτική αξιολόγηση των συνθετικών στοιχείων, που αποτελούν την εμπειρία».7
Ο Αμερικανός λαογράφος και συγγραφέας Τσαρλς Γκόντφρεϊ Λίλαντ [Charles Godfrey Leland] διαπίστωσε την ύπαρξη του εν λόγω προβλήματος ήδη από τον 19ο αιώνα: «Πάρτε ένα κείμενο ενός διάσημου ποιητή, γράψτε το σε απλό πεζό λόγο, δίνοντας ακριβώς το πραγματικό τους νόημα, κι αν ακόμα στ’ αλήθεια σας συγκινεί ή ενθουσιάζει ως ποίηση, τότε είναι πρώτης τάξεως. Αλλά αν έχει χάσει τελείως την αίγλη του, τότε είναι δεύτερης κλάσης ή κατώτερο. Διότι το καλύτερο δεν μπορεί να γίνει από απλές λέξεις επιχρυσωμένες με συνειρμούς, που έγκεινται στην σκέψη ή στο συναίσθημα».8 Είναι αλήθεια ότι η επίκληση στο συναίσθημά και η θεματική τού έρωτα είναι το απόλυτο εργαλείο των ατάλαντων, των άτεχνων, αυτών που δεν έχουν ίχνος κοινωνικών ευαισθησιών και βρίσκονται μόνιμα αποκομμένοι από τον συλλογικό παλμό τής κοινωνίας. Το να γράψεις ένα ερωτικό διήγημα και γενικότερα να μιλήσεις για μια ερωτική ιστορία είναι το πιο εύκολο, γιατί δεν απαιτεί ιδιαίτερα βιώματα, βαθιά σκέψη και την ύπαρξη ισχυρού ιδεολογικού υποβάθρου. Ο καθένας μπορεί να μιλήσει για τον έρωτα και, ακόμη κι αν δεν έχει έμπνευση, υπάρχουν χιλιάδες έργα από τα οποία μπορεί να πάρει κομμάτια, να τα συρράψει και με ελάχιστη προσπάθεια να κατασκευάσει τη δική του ιστορία. Ο Νικολάι Τσερνισέφσκι μας προσφέρει μια εξαιρετική ανάλυση γι’ αυτό: «Εξόν από το ότι το ερωτευμένο ζευγάρι, είτε υποφέροντας είτε θριαμβεύοντας, κάνει φοβερά μονότονα χιλιάδες έργα, εξόν από το ότι οι περιπέτειες του έρωτά του και οι περιγραφές τής ομορφιάς δεν αφήνουν χώρο για λεπτομέρειες πραγματικά ουσιαστικές, η συνήθεια να περιγράψουμε τον έρωτα και ξανά τον έρωτα, και τον αιώνιο έρωτα, κάνει τους ποιητές να ξεχνάνε πως η ζωή έχει κι άλλες πλευρές πολύ πιο ενδιαφέρουσες για τον άνθρωπο γενικά. Όλη η ποίηση, καθώς και όλη η ζωή που περιγράφουν τέτοιας λογής έργα, παίρνει μιαν αισθηματική, ρόδινη απόχρωση· πολλά απ’ αυτά αντί να περιγράφουν σοβαρά την ανθρώπινη ζωή, αντιπροσωπεύουν μια πολύ νεανική άποψη γι’ αυτήν [για να μην μεταχειριστούμε πιο ακριβολογημένο χαρακτηρισμό], και ο ποιητής φαίνεται να είναι τις περισσότερες φορές κάποιος πολύ νέος, που τα διηγήματά του παρουσιάζουν ενδιαφέρον μονάχα για τους ανθρώπους με την ίδια διανοητική και ψυχολογική ηλικία όπως κι αυτός. Τέλος, κάτι τέτοιο υποβιβάζει την τέχνη στα μάτια των ανθρώπων που ξεπέρασαν την μακάρια εποχή τής πρώτης νιότης. Έτσι, η τέχνη παρουσιάζεται σαν απλή διασκέδαση για να περνάει η ώρα, αρρωστιάρικα αισθηματική για τους ενήλικους, και όχι ακίνδυνη για τους νέους. Δε νομίζουμε διόλου πως θα πρέπει να απαγορευτεί στους ποιητές να περιγράφουν τον έρωτα· μα η αισθητική πρέπει να ζητάει από τον ποιητή να περιγράφει τον έρωτα, μονάχα όταν ο ίδιος πραγματικά το χρειάζεται και το θέλει. Γιατί να βάζουμε στην πρώτη γραμμή τον έρωτα όταν, για να μιλήσουμε καθαρά, δεν καταπιανόμαστε μ’ αυτόν, αλλά με άλλες πλευρές τής ζωής;».9
Είναι δύσκολο να αναλυθεί μέσα από τον γραπτό λόγο ποιά ακριβώς είναι η διαφορά ανάμεσα στον ρεαλιστικό προλεταριακό ρομαντισμό και στον επιδερμικό ρομαντισμό, που η λειτουργία τού τελευταίου εστιάζει σ’ έναν και μόνο σκοπό: να προσφέρει εμπορική αξία σε καθετί άτεχνο ή –στην καλύτερη δυνατή περίπτωση– μέτριο καλλιτεχνικά έργο. Αντιθέτως, ο ρόλος τού προλεταριακού ρομαντισμού ταυτίζεται με τον ρόλο τού ρεαλισμού στις τέχνες και σε αυτό φαίνεται να συμφωνεί, ως ένα βαθμό, ο ορισμός που δίνει για τον ρεαλισμό ο Γεώργιος Α. Χασιάκος: «Μέθοδος καλλιτεχνικής δημιουργίας, με βασικό αίτημα τη σωστή απεικόνιση της πραγματικότητας. Ο ρεαλισμός προϋποθέτει την αποκάλυψη, το φανέρωμα με καλλιτεχνικές μορφές τού πραγματικού περιεχομένου, τής ουσίας και τού νοήματος των φαινομένων τής ζωής. Μια από τις σπουδαιότερες ιδιομορφίες τής ρεαλιστικής τέχνης είναι η απεικόνιση των χαρακτηριστικών φαινομένων στη ζωή τής κοινωνίας. Ο ρεαλισμός απέκτησε βαθύ κοινωνικό περιεχόμενο στη λογοτεχνία τού 19ου αιώνα. Οι εκπρόσωποί του αυτήν την περίοδο απεικόνιζαν με κριτικό πνεύμα τ’ αρνητικά φαινόμενα της ζωής, αποκάλυπταν τις κοινωνικές αντιθέσεις και μάλιστα πολλές φορές ενάντια στις πολιτικές τους αντιλήψεις. Ως φιλολογικό κίνημα παρουσιάστηκε στην Ευρώπη σαν αντίδραση στους ρομαντικούς υπερβατισμούς και τ’ άλλα ρεύματα που αγνοούσαν τη βιοτική αμεσότητα στην τέχνη».10
Παράλληλα, ακόμη και το ρεύμα τού κλασικού ρομαντισμού, ασχέτως αν μετέπειτα συνδέθηκε με την εχθρική προς τον πραγματικό σκοπό της Τέχνης φιλοσοφία του “l’ Art pour Art” [η Τέχνη για την Τέχνη], είχε στοιχεία πολύ συγγενικά με την προλεταριακή και την ελευθεριακή σκέψη. Γράφει γι’ αυτό ο Αντώνης Διαμαντίδης: «Ο ρομαντισμός ήταν το αίσθημα και η συνείδηση ότι το νέο κοινωνικό σύστημα που εγκαθιδρύονταν εκείνη την εποχή, ο καπιταλισμός [18ος-19ος αιώνας], ερχόταν σε ριζική αντίθεση με όλες τις διακηρύξεις, τις ελπίδες και τις υποσχέσεις που είχαν επαναστατική προέλευση και προοπτική. Η αντίφαση αυτή ανάμεσα στις ιδέες και τα αποτελέσματα της βιομηχανικής επανάστασης, ανάμεσα στην πρόοδο των παραγωγικών δυνάμεων και την υλική και πνευματική εξαθλίωση των μαζών, ξύπνησε το πνεύμα τής ρομαντικής διαμαρτυρίας, και το κράτησε ζωντανό η αντικαπιταλιστική κριτική. Ο ρομαντισμός μπορεί να θεωρηθεί πνευματική επανάσταση μέσα στον καπιταλιστικό αστικό κόσμο, από ένα αμάλγαμα αριστοκρατών και λαϊκών διανοούμενων, που, παρά τις φιλοσοφικές και πολιτικές αντιθέσεις τους, είχαν κοινή απέχθεια απέναντι στον αστικό τρόπο ζωής. Η φιλοσοφία τού ρομαντισμού πηγάζει από την πίστη προς την ελευθερία, η οποία δείχνει πως το ανθρώπινο πνεύμα επιβάλλει σε όλους τη δυνατότητα να συγκροτήσουν τον κόσμο, όπως ο καλλιτέχνης συγκροτεί το δημιούργημά του. Ο ρομαντισμός σηματοδοτεί την υποκειμενική νοοτροπία με απόλυτο τρόπο, τη χωρίς όρια φαντασία, και ανοίγει διάπλατα τα όρια για την ανεξαρτησία της πνευματικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας… Το κυριότερο όμως, και το πιο αγαπημένο θέμα είναι ο έρωτας και η ερωτική δυστυχία».11
Στον αντισυστημικό χαρακτήρα τού ρομαντισμού αναφέρθηκε και ο Γάλλος δοκιμιογράφος Sarane Alexandrian: «Την περίοδο όπου ο κοινωνικός ρομαντισμός διαδέχτηκε το φιλολογικό ρομαντισμό, ο Άσωτος ταρτούφος ή Ο θρίαμβος του κακού [Le tartufe libertin ou le triomphe du vice, 1844] επιτέθηκε στην άρχουσα τάξη τής εποχής τού Λουδοβίκου Φίλιππου συμβολίζοντάς την με τον Βαλεντέν ντε Σεν Ζεράν: «Η διαστροφή και η διαφθορά ήταν τα μόνα του χαρακτηριστικά και δεν είχε κανένα άλλο ταλέντο πέρα από το να κρύβει τον απαίσιο χαρακτήρα του πίσω από το προσωπείο της υποκρισίας»… Ο συγγραφέας καταλήγει ότι υπουργεί και οι κυβερνήτες των επαρχιών: «Γελούν με την αθλιότητα του λαού ενώ παρευρίσκονται στα γλέντια του. Οι κύριοι αυτοί έχουν σπιτωμένες μετρέσες, πόρνες, που τις τρέφουν σε βάρος τού προϋπολογισμού και των φορολογουμένων».12
Ο προλεταριακός βιωματικός ρομαντισμός προσπαθεί να μεταφέρει στον δέκτη όλο το βίωμα, όλο το βάρος τού προλεταριακού πολέμου αποκαλύπτοντας ποιά είναι η πραγματική φύση τής αγνής, τρυφερής και βαθιά ανθρώπινα αναρχικής προλεταριακής ψυχής. Αυτό είναι μια πολύ σημαντική παράμετρος γιατί, όπως θα αναλυθεί παρακάτω, η γενική εικόνα τού εργάτη και τού προλετάριου έχει κατασκευαστεί από την εξουσία με τέτοιον τρόπο ώστε να ταυτίζεται με τις έννοιες του κακόγουστου, του άξεστου, του αποκρουστικού, του μίζερου, του τρομακτικού. Στόχος της προλεταριακής επίκλησης στο συναίσθημα –η οποία γίνεται πάντα ασυναίσθητα και ποτέ συνειδητά–, δεν είναι ούτε η λύπηση, ούτε η συμπόνοια, αλλά η απόδειξη ότι ο εξουσιαστικός κόσμος πρέπει να καταστραφεί και η κοινωνία ν’ ακολουθήσει το αναρχικό προλεταριακό όραμα για την ουτοπία γιατί, αν αυτό δεν συμβεί, οι άνθρωποι θα συνεχίσουν να ζουν μαρτυρικά σαν ανθρωποφάγα τέρατα υπό τον ζυγό τής εξουσίας και τής μόνιμης αδικίας αυτού του αναξιοκρατικού συστήματος, που διαρκώς τούς αγιοποιεί. Γίνεται, δηλαδή, μια ποιητική, καλλιτεχνική και ρομαντική μεταφορά τού εσώψυχου προλεταριακού ανθρώπινου πόνου με σκοπό να λειτουργήσει ως παράγοντας αφύπνισης του επαναστατικού αισθήματος που διαθέτει βαθιά μέσα του ο κάθε άνθρωπος, αλλά έχει τσακιστεί από τον σύγχρονο, υποτακτικό και ανελεύθερο τρόπο ζωής. Ο Βίλχελμ Ράιχ είχε γράψει για το πρόβλημα της χρήσης του συναισθηματισμού στην Τέχνη: «Θέατρο, κινηματογράφος και λογοτεχνία, δεν επιτρέπεται πια να υποτάσσονται στην κυριαρχία των οικονομικών προβλημάτων, όπως στη Σοβιετική Ένωση. Δεν είναι δυνατό να απαλειφθούν από τη μέση τα προβλήματα της ερωτικής ζωής, που στη λογοτεχνία όλων των εποχών και όλων των χωρών κυριάρχησαν στο 90% των έργων, και να αντικατασταθούν με τον εγκωμιασμό και την υμνολόγηση των μηχανών. Στη θέση τής αντιδραστικής, τής πατριαρχικής μορφής τού ερωτικού πολιτισμού, θα πρέπει να μπει, ακριβώς στη λογοτεχνία, στον κινηματογράφο, κ.λπ., η μορφή που επιδοκιμάζει τη ζωή. Έτσι θα αποφύγουμε σ’ αυτόν τον τομέα την παλινδρόμηση στην στενοκέφαλη μορφή, στη χοντροκομμένη συναισθηματικότητα».13
Η μεγάλη παγίδα τού ρομαντισμού, από την οποία ξεφεύγει ο προλεταριακός ρομαντισμός, είναι η ωραιοποίηση της πραγματικότητας. Είναι σαν να λειτουργεί ένα υπνωτικό που αυτός που το δοκιμάζει μπορεί να ξεγλιστρήσει για λίγο από τη βάρβαρη εικόνα τής πραγματικότητας, μέχρι το σημείο που να αρχίσει να την αντέχει επειδή η φαντασία του συνηθίζει –και εν τέλη εθίζεται– να δημιουργεί μια εξιδανικευμένη εικόνα αυτής. Αυτός είναι και ο λόγος που οι εκφραστές τού ρομαντισμού εστίασαν εξ αρχής επιτηδευμένα σε στοιχεία που μπορούν πολύ εύκολα να παρουσιαστούν υπό το πρίσμα τής ουτοπίας, τού ιδεατού και τού μαγευτικού: «Η αποστολή των ρεαλιστών έχει ως ορμητήριο την πόλη, διότι εκεί ζυμώνεται ό,τι το ρεαλιστικό, κι όχι τις extra muros περιοχές των κοιμητηρίων, των δασών, των όρεων, των θαλασσών, κι εν γένει περιοχών με έντονο μαγικο-συμβολικό περιεχόμενο».14 Στον αντίποδα, ο προλεταριακός βιωματικός ρομαντισμός δεν ωραιοποιεί καμία κατάσταση. Παρουσιάζει την πραγματικότητα του προλεταριακού αγώνα και του οράματος της κοινωνικής χειραφέτησης όπου ο ρομαντισμός έρχεται απλώς ως στοιχείο δύναμης και εμψύχωσης. Ως ένα κίνητρο υπενθύμισης της ανθρώπινης τρυφερής ψυχής η οποία αγωνίζεται για να εδραιώσει την πραγματική ελευθερία η οποία, όπως είχε υποστηρίξει και ο Μπακούνιν, ανθίζει μόνο σε μια αναρχική κοινωνία.15

________________________
1 Βίλχελμ Ράιχ, Η σεξουαλική επανάσταση, Ράππα, σ. 351-352.
2 Υπάρχει και μια δεύτερη εκδοχή αυτής της επιτυχημένης συνταγής για κάθε άτεχνο άτομο [αντιτέχνη] που θέλει να απολαμβάνει αναγνώριση και εύκολα χρήματα χωρίς κόπο την οποία μας την εξηγεί ο Κρίστοφερ Λας: «Αντί να επεξεργαστούν τις αναμνήσεις τους, πολλοί συγγραφείς τώρα βασίζονται μόνο στην κλειστότητα για να κρατήσουν το ενδιαφέρον του θεατή… Στα έργα του Μαίηλερ και πολλών μιμητών του, αυτό που αρχίζει ως κριτικός αναστοχασμός για τη φιλοδοξία του συγγραφέα, και ειλικρινά αναγνωρίζεται ως κίνηση για λογοτεχνική αθανασία, καταλήγει συχνά σ’ έναν φλύαρο μονόλογο, με τον συγγραφέα να εμπορεύεται τη διασημότητά του και να γεμίζει σελίδες επί σελίδων με υλικό που απαιτεί την προσοχή μας μόνο επειδή συνδέεται μ’ ένα διάσημο όνομα. Απ’ τη στιγμή που έχει φέρει τον εαυτό του στο επίκεντρο της δημόσιας προσοχής, ο συγγραφέας απολαμβάνει μια έτοιμη αγορά για αληθινές εξομολογήσεις. Έτσι, η Ερικα Γιόνγκ, αφού κέρδισε ένα κοινό γράφοντας για το σεξ με τόσο λίγο αίσθημα, όσο και ένα άνδρας, αμέσως παρήγαγε ένα άλλο μυθιστόρημα για μια νέα γυναίκα που γίνεται λογοτεχνική διασημότητα». Αυτοί οι συγγραφείς λοιπόν «προσπαθούν να γοητεύσουν τον αναγνώστη αντί ν’ αξιώσουν νόημα για την αφήγησή τους». Κρίστοφερ Λας, Η κουλτούρα του ναρκισσισμού, Νησίδες, σ. 28-29.
3 Βίλχελμ Ράιχ, Η λειτουργία του οργασμού, Δίδυμοι, σ. 26-34.
4 Βίλχελμ Ράιχ, ό.π., σ. 10.
5 Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, Μανιφέστο: δύο σχολές του ρεαλισμού, Γράφημα, σ. 13.
6 Κανονικά θα έπρεπε να οριστεί ως αμιγώς προλεταριακός ρομαντισμός διότι ο προλετάριος διακατέχεται από το επαναστατικό όραμα και από μια κοινωνική ενσυναίσθηση που μόνο ένας προλετάριος-εργάτης με ισχυρή ταξική συνείδηση διαθέτει. Ταυτόχρονα όμως μπορεί ένας προλετάριος να μην διαθέτει ταξική συνείδηση κι ένα άτομο που δεν προέρχεται από ένα αμιγώς προλεταριακό περιβάλλον να έχει αναπτύξει ισχυρή κοινωνική ενσυναίσθηση και ταξικές ανησυχίες. Περισσότερα γι’ αυτό το ζήτημα στο βιβλίο μου Τελευταίο προλετάριοι, Νησίδες.
7 Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 23. 8 Charles Godfrey Leland, Aradia: Το ευαγγέλιο των μαγισσών, Αρχέτυπο, σ. 117.
9 Τσερνισέφσκι Νικολάι, Τέχνη και πραγματικότητα, Δίφρος, σ. 142.
10 Γεώργιος Α. Χασιάκος, Ερμηνευτικό λεξικό των «-ισμών»: ερμηνεία όλων των λέξεων που λήγουν σε «-ισμός», Επικαιρότητα, σ. 323.
11 Αντώνης Διαμαντίδης, Λεξικό των -σιμών: από τον αβανγκαρντισμό στον ωφελιμισμό, Γνώση, σ. 251-252.
12 Sarane Alexandrian, Ιστορία της ερωτικής λογοτεχνίας, Π. Τραυλός – Ε. Κωσταράκη, σ. 318.
13 Βίλχελμ Ράιχ, Η σεξουαλική επανάσταση, Ράππα, σ. 424.
14 Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης, ό.π., σ. 46.
15 “Η πολιτική ελευθερία χωρίς οικονομική ισότητα, και γενικά, κάθε πολιτική ελευθερία στα πλαίσια του κράτους είναι παραλογισμός.”.

Ευστράτιος Τζαμπαλάτης