Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας (Μέρος Ά)

Περί λογοτεχνικής κριτικής και δοκιμιογραφίας (Μέρος Ά)

«Αυτός που ανήκει οργανικά σ’ ένα πολιτισμό, δεν θα μπορούσε ποτέ να καθορίσει τη φύση τού κακού που τον υπονομεύει. Η διάγνωσή του δεν υπολογίζεται, γιατί η κρίση που εκφράζει τον αφορά· ενδιαφέρεται γι’ αυτόν από εγωισμό». H παραπάνω ρήση τού Εμίλ Σιοράν, αν την δεχόμασταν ως αλήθεια αδιάψευστη, θα μπορούσε να λειτουργήσει ανασταλτικά και να αποθαρρύνει οποιαδήποτε απόπειρα εξέτασης των παθογενειών τής εποχής μας. Ακόμη κι αν η αποτυχία μας είναι προδιαγεγραμμένη όμως, δεν μπορούμε -όσοι σκεπτόμαστε-παρά να καταβάλουμε διαρκώς προσπάθειες για ερμηνεία και κατανόηση του κόσμου που μας περιβάλλει· ορμώμενοι, στην τελική, από ενδιαφέρον καθαρά εγωιστικό.

Εν αρχή πάντων το Ερώτημα!

Εκκινώντας να εκφράσει κανείς έναν οποιονδήποτε προβληματισμό, μοιάζει να υποδηλώνει άρρητα την ύπαρξη μιας εσωτερικής διερευνητικής διαδικασίας, να επικαλείται ένα προκαταρκτικό ερώτημα, το οποίο θα παραμένει απροσδιόριστο και υπολανθάνον μέχρι τη στιγμή που θα φανερωθεί. Ένα αφετηριακό ερώτημα, που καλείται ή αναλαμβάνει να απαντήσει, και -αντί για εμπόδιο- το μεταχειρίζεται ως σιωπηρό πλοηγό· υπό την καθοδήγηση του οποίου, θα επιχειρήσει να ξετυλίξει τις σκέψεις του. Ορισμένες φορές, ένα αναπάντητο ερώτημα, μπορεί να μας οδηγήσει στον στοχασμό τόσο βίαια, που να νιώθουμε απόλυτα υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τα προστάγματά του, ολότελα αναγκασμένοι να ανταποκριθούμε στο κάλεσμά του. Η ανάπτυξη ενός ερωτήματος, καταλήγει προϋπόθεση για κάθε κινητοποίηση της σκέψης· και στο τέλος τού διανοητικού μας οδοιπορικού -το όποιο τέλος, οριστικό ή προσωρινό-, ακόμη και η εναργής διατύπωση του ερωτήματος που μας κινητοποίησε, φαντάζει ως ισάξια μιας απάντησης που θα το αφάνιζε (και ίσως να είναι). Στην παρούσα δοκιμή, η ακριβής φύση τού εναρκτήριου ερωτήματος θα αποσαφηνίζεται σταδιακά, παρόλο που το ερώτημα προηγείται της ανάλυσης και λειτουργεί ως ελατήριο της.
     Το να απομείνουμε στο τέλος τής διαδρομής μας με απορίες παρά με βεβαιότητες, το να παρακολουθούμε τα ερωτήματα να πολλαπλασιάζονται και να δυστροπούν, ενώ εμείς αδυνατούμε να παρουσιάσουμε για καθένα από αυτά μια επαρκή απάντηση, δεν σημαίνει πως η προσπάθειά μας πρέπει να χαρακτηριστεί αναγκαστικά ανεπιτυχής. Η διαδικασία τής κατανόησης είναι μια βαθμιαία κίνηση, μια διαρκής ανάβαση προς υψηλότερα σημεία διαυγέστερης όρασης· όπου σε κάθε σκαλοπάτι μάς αναμένει περιγελαστικά κι ένα επιπρόσθετο ερώτημα. Είναι λογικό, βέβαια, να αποκαρδιώνεται κανείς, διαπιστώνοντας πως, παρά την ανοδική του πορεία, όχι μόνο δεν πλησιάζει σε μια αλήθεια τελευταίου αναβαθμού -σ’ ένα ύστατο ύψος-, αλλά, αντίθετα, αντικρίζει μονίμως εμπρός του μια κλίμακα ατελεύτητη· μα αυτό δεν σημαίνει πως κινήθηκε μάταια. Κάθε βήμα νοηματοδοτεί το προηγούμενο και κρίνεται απαραίτητο για το επόμενο, με τρόπο τέτοιο, που μόνη επιλογή απομένει η κίνησης. Πολλές φορές, το ερώτημα που πυροδοτεί έναν στοχασμό παραμένει υποκρυπτόμενο ακριβώς λόγο της αποτυχίας του να απαντηθεί ή συγκαλύπτεται εξαιτίας τού φόβου πως η δοθείσα απάντηση δεν ήταν οριστική. Η στάση τού καθενός τότε -απέναντι σε ένα αφανέρωτο ερώτημα ή κάποιο που αρνείται να απαντηθεί, μα δεν γίνεται να αγνοηθεί- ποικίλει ανάλογα την διανοητική του κατάσταση. Η απουσία καταληκτικής απάντησης, έχει πολλάκις ως συνεπαγωγή την παραίτηση, την πλήρη αναχαίτιση της αναλυτικής διαδικασίας (άλλωστε: «Εκείνος που ανήκει σε έναν πολιτισμό, δεν δύναται να καθορίσει τη φύση τού κάκου που τον υπονομεύει») μα δεν είναι τέτοια η περίπτωση εδώ.
     Η αισιοδοξία -ακόμη και οντάς αβάσιμη- πως κάτι δύναται να κερδηθεί ακόμη και ερήμην μιας τελεσίδικης απάντησης, κρίνεται συχνά ζήτημα κομβικό για την εις το ακέραιο διεκπεραίωση μιας αναλυτικής διαδικασίας. Χωρίς τούτο να υποδηλώνει, πως είναι προτιμότερη από την απαισιοδοξία ή αναγκαστικά πιο εποικοδομητική. Μάλιστα, η ανεδαφική αισιοδοξία είναι συχνά ο οδηγός των αφελών και ένα εφόδιο παντελώς επισφαλές· ακόμη κι αν δεν είναι «το όπιο του λαού» όπως την χαρακτήριζε ο Μ. Κούντερα. Παρ’ όλ’ αυτά, αποδεικνύεται ενίοτε αναγκαία σκευή, ιδιαίτερα μέσα σε ένα περιβάλλον παρηκμασμένο, όπου ο πεσιμισμός προβάλει αυτόματα ως τάσης φυσικότερη -ίσως και ως η μόνη σώφρων επιλογή- καταδεικνύοντας έτσι το μέγεθος του σημερινού πνευματικού πλήγματος που έχουμε υποστεί.

***

Δάκρυα, τα προοίμια της τέχνης.

Στην εποχή μας (την επονομαζόμενη εποχή τής οικονομικής, θεσμικής και ανθρωπιστικής κρίσης), θα ήταν επιπόλαιο να υιοθετήσουμε τη ρομαντική πεποίθηση, πως ο κόσμος μας θα ξεπεράσει από μόνος του τα προβλήματα που τον ταλανίζουν, θα ήταν όμως και βλαπτικό να προαναγγέλλουμε -κάθε ευκαιρίας δοθείσης- την ολοκληρωτική του καταστροφή. Η καταδίκη τού ουτοπισμού προς όφελος του ρεαλισμού, είναι σήμερα υπόθεση εύκολη, μα καταλήγει μονόδρομος προς την απελπισία. Ειδικά όταν ο ρεαλισμός επιβάλλει την αποδοχή καταστάσεων πραγματικά απαράδεκτων και το συμβιβασμό με συνθήκες κυριολεκτικά απάνθρωπες. Αυτά φαίνεται να επιτάσσει πράγματι ο ρεαλισμός σήμερα, και υπήρξαν τόσο βαθιές και επώδυνες οι απογοητεύσεις μας, που πλέον αποδεχόμαστε τα πάντα ως έχουν, ενώ παράλληλα δεν μπορούμε τίποτα να αντικρίσουμε δίχως αποδοκιμασία· κι έτσι οδηγούμαστε αναγκαστικά, σε έναν δυσοίωνο και ανώφελο μηδενισμό. Κάθε οικονομική κρίση, βέβαια, αποτυπώνεται πρώτα και κύρια μέσα στους τόπους εργασίας· στον τρόμο τής απόλυσης, τής ανεργίας και τής ανεπάρκειας του μισθού. Άγχη που δημιουργούν μια κατάσταση διευρυμένης ανασφάλειας, η οποία συρρικνώνει τις συνειδήσεις. Κατ’ επέκταση, η κρίση γίνεται βαθιά υπαρξιακή, ιδεολογική και κοινωνικοπολιτική· ενώ επιφέρει πολλαπλά απόκρυφα τραύματα, δημιουργώντας μια κατάσταση συλλογικής συναισθηματικής δυστυχίας, που αδιαμφισβήτητα εκφράζεται και στις τέχνες.
     Τελικά, αποδεικνύεται πως είναι οι καλλιτέχνες αυτοί που μπορούν, περισσότερο από κάθε άλλον, να αισθανθούν το υπαρξιακό άχθος, να ψαύσουν τα αδιόρατα ατομικά και συλλογικά αδιέξοδα, να εκφράσουν την οδυνηρότητα των καταστάσεων. Να αναπαραστήσουν τον βαθύτερο καημό, των βασανισμένων από την πραγματικότητα συνειδήσεων· έναν καημό που η αρχική του εκδήλωση, θα επιφέρει αναπόδραστα ένα κύμα απόγνωσης, που θα διατρέξει τα καλλιτεχνικά έργα και θα διαποτίσει την κοινωνία συνολικότερα -μέχρις ότου μετουσιωθεί σε φλογερό αίτημα για απαντήσεις και προοπτική.
    Ίσως τέτοια να είναι η περίπτωση σήμερα, και για αυτό αρκετοί να μιλούν για το δυσβάσταχτο αποτύπωμα δυστυχίας στις σύγχρονες τέχνες, αλλά και για την παραγωγή λογοτεχνικής δυσθυμίας· για βιβλία φορτισμένα με θύμο, φόβο, απογοήτευση, μα και συνάμα ανίκανα να ανταποκριθούν στις ανάγκες των καιρών, αφού ακόμη περιορίζονται στη στείρα απεικόνιση της δυστυχίας, ανακυκλώνοντας διαρκώς την απόγνωση. Ο ισοπεδωτικός και χολωμένος πεσιμισμός όμως -αυτός που συντροφεύει κάθε επιπόλαιη απόπειρα εναντίωσης σε μια προβληματική κατάσταση-, δεν γίνεται να κατασιγάσει την βαθύτατη αγωνία που δημιουργεί η ανάγκη για αναζήτηση νοήματος στη ζωή· ανάγκη που κάθε κοινωνικό υποκείμενο είναι καταδικασμένο να βιώνει σε κάθε ιστορική συγκυρία. Η ανάγκη αυτή, θα αποτελεί πάντα την αφορμή κάθε ανάλυσης, το έδαφος πάνω στο οποίο θα αναβλασταίνει κάθε διαχρονικό ερώτημα. Θα λειτουργεί ως θρυαλλίδα τής στοχαστικής αναζήτησης και θα εκδηλώνεται ορμητικά στις τέχνες και την λογοτεχνία, διαπερνώντας τις συμπληγάδες τις αισιοδοξίας και της απαισιοδοξίας. Σε εποχές όπως η δική μας, λοιπόν, ο αναθεματισμός πηγάζει αβίαστα και προβάλλει ως η μόνη αυθεντική προσέγγιση απέναντι σε κάθε ζήτημα που τίθεται κάτω από το μικροσκόπιό μας. Γιατί, κακά τα ψέματα, ο πολιτισμός μας νοσεί! Οι μεγάλες κρίσεις, όμως, δεν φέρνουν μονάχα συμφορές, μπορούν -αν αρθούμε στο ύψος των περιστάσεων- να μας διδάξουν, να μας ωριμάσουν και να πυροδοτήσουν την δημιουργική μας έμπνευση. Άλλωστε, ο καλλιτέχνης έβρισκε πάντοτε το έργο του ως παράγωγο της εποχής του και άρρηκτα συνδεδεμένο με τα κοινωνικά και ιδεολογικά συμφραζόμενα. Ίσως εδώ να οφείλεται, μάλιστα, και το γεγονός πως η ελληνική λογοτεχνία ανθίζει μονάχα σε περιόδους κρίσης και ιδεολογικού αναβρασμού.
     Εν τέλει, τη μεγάλη κρίση ενός πολιτισμού, θα την εκφράζουν πάντα οι καλλιτέχνες με τα δημιουργήματά τους, μα και η κοινωνία συλλογικά, με το συνολικό απόθεμα απελπισίας που θα συσσωρεύει. Απόθεμα που αρχικά θα παρεμποδίζει κάθε αναλυτική απόπειρα, προσχώνοντας με τη λάσπη τού μηδενισμού και την τύρφη τής απόγνωσης, το έδαφος επάνω στο οποίο θα αναπτυσσόταν ο στοχασμός. Η απελπισία σήμερα περισσεύει, τούτο δα είναι τόπος κοινός, μα αυτή η διαπίστωση δεν είναι ούτε νέα ούτε απόρροια της πρόσφατης οικονομικής κρίσης και των γενικότερων συμπτωμάτων της. Η περιρρέουσα ατμόσφαιρα δυσανασχέτησης, η μεμψιμοιρία και η απαξιωτική προς τα πάντα ρητορική, φαίνονται να είναι τα πρόδηλα ψυχολογικά συμπτώματα μιας βαθύτερης κρίσης· βαθύτερης κατά πολύ, απ’ ότι ο μέσος νους είχε εκτιμήσει. Μιας κρίσης ακόμη ανίκανης να εκφραστεί επαρκώς καλλιτεχνικά, παρά μονάχα ως πρωτόλεια αποτύπωση της επικρατούσας ζοφερότητας και σύγχυσης. Να, λοιπόν, ένα ισχυρότατο και πασίδηλο σύμπτωμα, μα και σύμμαχος τελικά, της κρίσης: η καλλιτεχνική ανεπάρκεια!
     Το θέμα μοιάζει και είναι ανεξάντλητο, και θα ήταν ανούσια και μονότονη η αναψηλάφησή του, αν κάθε φορά δεν αποκτούσε νέα χαρακτηριστικά και δεν ορθωνόταν διαρκώς εμπρός μας, απαιτώντας να το επανεξετάσουμε. Αμέτρητοι, άλλωστε, στηλιτεύουν σήμερα την πνευματική καθίζηση των καιρών μας, τη συμφιλίωση με την πανδημική εμπορευματική ηθική και τη διανοητική νάρκωση των μαζών· κατορθώνοντας μονάχα, να στοχοποιούν επιμέρους φαινόμενα της κοινωνικής ζωής, ανάγοντάς τα σε αιτίες τής παρατηρούμενης παρακμής. Πανταχόθεν καταγγέλλεται η κρίση των μοντέρνων αξιών, η δικτατορία τής εικόνας, η εξαπλούμενη ηθική πλαστότητα, η εθνοαποδομητική παγκοσμιοποίηση, η αποχύμωση της γλώσσας, η άκρατη εμπορευματοποίηση των τεχνών· ενώ, παράλληλα, δίνονται στην εποχή μας αμέτρητοι χαρακτηρισμοί (εποχή της εικόνας, της πληροφορίας, της λήθης, της αλλοτρίωσης, των διαταραχών της προσωπικότητας κ.ο.κ.), που αν και συλλαμβάνουν όντως, την εκδήλωση υπαρκτών κοινωνικών φαινόμενων, δεν αποτελούν παρά υπεραπλουστευμένες γενικεύσεις, επιμέρους ιδιοτήτων της δοσμένης σήμερα οργάνωσης της οικονομίας και της κοινωνικής μας ζωής.
    Πλάι στις σοβαρές προσπάθειες ανάλυσης των πραγμάτων, ορθώνονται και άλλες, ανεκδιήγητες, μηδενιστικές και εσχατολογικές θεωρήσεις, που έχουν ελάχιστη επαφή με την πραγματικότητα και επιτείνουν την τεράστια τάση μας για απόδραση απ’ αυτήν. Θα έλεγε κανείς, πως είτε η κριτική ικανότητα του σύγχρονου ανθρώπου έχει τρομακτικά ατροφήσει, είτε πως ο σημερινός άνθρωπος αντικρίζει μια πραγματικότητα τόσο ζοφερή, που φαντάζει ικανή να καλλιεργήσει οποιονδήποτε φόβο στη συνείδησή του, ακόμη και τον πλέον παράλογο. Όποια κι αν είναι η αιτία όμως, το σίγουρο είναι πως σε αυτήν την εξελισσόμενη τρομοκράτηση και τον αποπροσανατολισμό τού ανθρώπου, έχουν προσφέρει τα μέγιστα και οι τέχνες. Οι λογοτεχνικές και καλλιτεχνικές δημιουργίες, δεμένες στο άρμα τής εμπορευματοποίησης, απευθύνονται στα πιο χαμερπή και ευκόλως προσβάσιμα αντανακλαστικά μας· προάγοντας παθητικές, φυγόκοσμες και αποσυνάγωγες στάσεις ζωής. Επομένως, ο τεράστιος θεωρητικός αναστοχασμός -άλλοτε σοβαρός, άλλοτε ασόβαρος- που παρατηρείται σήμερα γύρω από τον ρόλο και τη σκοπιμότητα της σύγχρονης τέχνης, δεν είναι αναίτιος σε καμιά περίπτωση.

***

Μας διώχνουνε τα πράγματα, κι η
ποίησις είναι το καταφύγιο που φθονούμε.

Ενώ η πραγματικότητα βρυχάται γύρω μας απειλητικά και τα σύγχρονα προβλήματα (οικολογικά, πολιτικά, οικονομικά) ωθούν τον άνθρωπο στο χείλος τής απόγνωσης, βρίσκουμε καταφύγιο σε δραστηριότητες διαφυγής και, συνεπώς -εφόσον η τέχνη λογίζεται ως μέσο απόδρασης από την πραγματικότητα-, σε μια τέχνη παρηκμασμένη και παραπλανητική. Κι όσο η καθημερινότητα των ανθρώπων θα διαμορφώνεται όλο και πιο δυσβάσταχτη, τόσο ο νους θα ενδίδει στο δελεαστικό λαμπύρισμα του καλλιτεχνικού περισπασμού, θα αποστρέφει το βλέμμα από τα καθημερινά του προβλήματα και θα αποθυμά την ανέξοδη και ψευδαισθητική διαφυγή από αυτά. Την σήμερον ημέρα, παράγεται και προσφέρεται αφειδώς τέχνη που αποσκοπεί μονάχα -και μάλιστα εξαίρεται όταν το κατορθώνει- στο να καταγάγει νίκες περιφανείς κατά της πλήξης, λειτουργώντας ως περισπασμός απέναντι στην καθημερινότητα και τον προβληματισμό που εγείρει η παρατήρησή της. Στον χώρο τής λογοτεχνίας, η έντονη εκδοτική κινητικότητα δεν συνεπάγεται εξύψωση της ποιότητας των παραγόμενων λογοτεχνικών κειμένων, αλλά σταδιακή της υποβάθμιση. Το καλό βιβλίο αποδεικνύεται δυσκολότερο να εντοπιστεί σήμερα και συχνά μοιάζει να έχει εκλείψει, όντας ανίκανο να αναδυθεί πάνω από τους τόνους σπαταλημένου χαρτιού που το καταπλακώνουν. «Αυτή η τεράστια λογοτεχνική παραγωγή δεν είναι δημιουργία. Είναι διάρροια», έγραψε ο δοκιμιογράφος Λάκης Προγκίδης σχολιάζοντας το φαινόμενο τούτο, που εκδηλώνεται τόσο στη πεζογραφία όσο και στην ποίηση· η εκδοτική αποχαλίνωση της οποίας αγγίζει επίπεδα παροξυσμού.
     Αν η πεζογραφία -παρά την υπερπροσφορά της και τις αδυναμίες της- αποδεικνύεται ακόμη ικανή να συντηρεί το ενδιαφέρον ενός μεγάλου τμήματος του αναγνωστικού κοινού, δεν μπορεί να λεχθεί το ίδιο και για την ποίηση. Η ποίηση κατέληξε να γίνεται αντιληπτή, ως η μυστηριακή δημιουργία μιας περίκλειστης διάνοιας και καθημερινά δυσφημείται -ως μαγική, ως απόκοσμη, ως δραστηριότητα για τους αλαφροΐσκιωτους- από τους ίδιους τους αμύντορές της. Απευθύνεται πλέον μόνο σε όσους έχουν αρθεί πάνω από την πεζότητα της καθημερινότητας και τις τετριμμένες συνήθειες του όχλου· κάτι για τους εστέτ και τους επαΐοντες. Για τον απομονωτισμό και τον αυτισμό της αυτό, οι δημιουργοί τής αποδίδουν την πάσαν ευθηνή στο μέσο αναγνώστη, για την απαιδευσία και την αμβλύνοιά του· ενώ οι ίδιοι καταναλώνουν λαίμαργα κάθε εγχειρίδιο συγγραφής και συρρέουν κατά ορδές στα αμέτρητα σεμινάρια «δημιουργικής γραφής» και τα εργαστήρια λογοτεχνικότητας, που ο επιπολασμός του έχει πάρει πλέον διαστάσεις λοιμικής.
     Απέναντι στην λογοτεχνία ευρείας κατανάλωσης -αυτή που προτάσσεται συστηματικά από τους μαχόμενους να επιβιώσουν εκδοτικούς οίκους- παρατάσσεται μια μεταρσιωμένη και ελιτιστική τέχνη που απευθύνεται σε λίγους εκλεκτούς, ενώ στο ενδιάμεσό τους χάσκει το χάος. Στη μεθόριο ανάμεσα στο ευτελές και το επιτηδευμένα εξεζητημένο, αναδεικνύεται το πραγματικό έλλειμμα. Ενώπιον του κενού τούτου, αμέτρητοι συνταράσσονται βαθύτατα και αναρωτιούνται ειλικρινώς «τις πταίει». Ευθύνονται οι επιλογές τού αναγνωστικού κοινού, οι εκδοτικοί οίκοι που καιροσκοπούν, η εκπαίδευση, η καλλιτεχνική παρακμή τής μετανεωτερικότητας, ο αισθητισμός που αποξένωσε τη λογοτεχνία από τη ζωή, ο γνόφος τής αγνωσίας που περιβάλλει τις μάζες, η λεξιπενία και ο γλωσσικός μαρασμός; Ερωτήματα εύλογα, που δεν γίνεται να απαντηθούν όλα στην παρούσα δοκιμή και ίσως τούτη η αδυναμία, να είναι που μας περιορίζει στη στείρα καταγγελία. Κάθε πλημμελής προσπάθεια για απαντήσεις, συχνά απλώς επιτείνει τη σύγχυση και ενδυναμώνει το πρόβλημα· ενώ κάθε φυγόπονη απόπειρα επίλυσής του, φαντάζει ως αντίδραση επιπόλαια. Ωστόσο, ορισμένες φορές, δεν μπορεί κανείς παρά να επαναδιατυπώνει τα προφανή: την επιτακτική ανάγκη, δηλαδή, για αναγνώριση και παραδοχή τού προβλήματος.

Συνεχίζεται…

Κωνσταντίνος Λίχνος