Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο | Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο
Ποιητής-μεταφραστής-δοκιμιογράφος-κριτικός

Ο διακεκριμένος Ισπανός Ελληνιστής
και πρεσβευτής των Ελληνικών γραμμάτων
στον Ισπανόφωνο κόσμο.


Υπήρξα ένας μυημένος
στα σκοτεινά Ελευσίνια Μυστήρια.
Επειδή πίστευα σʼ αυτά,
στα δόγματά τους,
τα παραβίασα παθιασμένα με τη γλώσσα μου.
Η αλήθεια συντίθεται με τα κομμάτια
της κάθε καρδιάς και του κάθε χείλους.
Αυτό που μπορεί να λείπει,
ίσως μας έχει γραφτεί στα σκοτεινά
έγκατα της γης.

Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

1. Κύριε Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο, σε ποιό σημείο τής ζωής ανακαλύψατε την ποίηση και γενικότερα τη γραφή;

Από τη νεότητά μου είχα την ανάγκη να γράψω, να εξηγήσω στον εαυτό μου τον κόσμο που με τύλιγε τότε με οράματα και όνειρα. Δεν ήξερα όμως. Σιγά σιγά έμαθα τα γράμματα, όπως είπε ο Πρόδρομος, και άρχισα να γράφω τα πρώτα μου ποιήματα ακολουθώντας από κοντά τα ένδοξα βήματα των ποιητών τής Γενιάς τού ‘27.

2. Θεωρείστε ο μεγαλύτερος πρεσβευτής των Ελληνικών γραμμάτων στον Ισπανόφωνο κόσμο. Τί αντιπροσωπεύει για εσάς η Ελλάδα και ο Ελληνικός Πολιτισμός γενικότερα;

«Είμαι μόνο ένας άνθρωπος που αγαπάει τη δουλειά του»

Δεν μπορώ, ούτε τολμάω, να ονομάζομαι πρέσβης. Είμαι μὀνο ένας άνθρωπος που αγαπάει τη δουλειά του. Και μὀνο προσπαθώ να δημιουργηθεί μια προσέγγιση μεταξύ δυο λογοτεχνιών που έχουν πολλά κοινά στοιχεία. Λείπουν ακόμα, στον χώρο τής συγκριτικής λογοτεχνίας, σοβαρά μελετήματα γύρω από τους δυο πολιτισμούς. Από το μέρος μου, θέλω μόνο να κατασκευάσω μια γέφυρα μεταξύ των δύο πολιτισμών. Δεν ξέρω όμως ποιός θα περπατήσει πάνω της. Σχετικά με τη συγκριτική λογοτεχνία πρέπει να διαβαστεί το άρθρο μου «Δυο λογοτεχνικές γενιές (1927-1930). Παραλληλισμοί και διαφορές» (Ερατώ 8, Δεκέμβριος 2019, σ. 223). Άρχισα να μαθαίνω τα Νεοελληνικά πριν να τελειώσω την Κλασσική Φιλολογία στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης. Σε μια εποχή στην οποία δεν είχαμε ούτε δασκάλους ούτε γραμματικές ούτε λεξικά. Θυμάμαι πως έκανα τότε το πρώτο μου ταξίδι στην Αθήνα. Στη βιτρίνα ενός βιβλιοπωλείου τής Σόλωνος παρατήρησα το εξώφυλλο ενός πολύτιμου βιβλίου. Ήταν μόνο η φωτογραφία ενός κοριτσιού γυμνού από τη μέση και επάνω. Με γυρισμένη την πλάτη και το κεφάλι ελαφρώς κεκλιμένο. Με μαλλιά αρκετά μακριά, πολύ σκούρα, σχεδόν βελούδινα, απαλώς σγουρά σε μέρη πολύ συγκεκριμένα. Δεν είχα άλλη επιλογή παρά να μπω στο βιβλιοπωλείο και να το πάρω. Μόνο για το εξώφυλλο. Μπορούσα εύκολα να διαβάσω τον τίτλο του, «Μαρία Νεφέλη», αν και δεν ήξερα τί μπορούσε να σημαίνει, και το όνομα του συγγραφέα, Οδυσσέας Ελύτης, ένας τελείως ξένος για μένα. Αγόρασα χίλια βιβλία από τότε, βαλίτσες και βαλίτσες γεμάτες βιβλία και περιοδικά, και παρουσίασα, μήνες μετά, τη μελέτη μου για τον Ελύτη και τη διδακτορική διατριβή μου για τον Σεφέρη. Ακριβώς τα δυο πρώτα μελετήματα αφιερωμένα στην νεοελληνική λογοτεχνία μέσα στο Πανεπιστήμιο της Σεβίλλης. Μερικοί από τους συμφοιτητές μου, σοβαροί πανεπιστημιακοί καθηγητές σήμερα, μου έλεγαν κάθε φορά που με συναντούσαν: «Είσαι τρελός αν συνεχίσεις να ασχολείσαι με τη σύγχρονη ελληνική λογοτεχνία. Δεν θα καταφέρεις τίποτα. Επιπλέον, στην ελληνική γλώσσα, δεν υπάρχει περισσότερη λογοτεχνία και σκέψη από αυτή των κλασικών συγγραφέων. Μην χάσεις τον χρόνο σου σε τέτοιες ανοησίες». Ευτυχώς, όλα αυτά άλλαξαν στην Ισπανία με το πέρασμα των χρονών. Τελικά, με τη βοήθεια του Ελύτη, μετέφρασα τη «Μαρία Νεφέλη» και εκδόθηκε στη Μαδρίτη. Ακολούθησαν, με τον καιρό, οι μεταφράσεις τής κλασσικής εποχής (Πλάτωνας, Αριστοτέλης, Αριστοφάνης), τής βυζαντινής εποχής (Πρόδρομος, Ιπποτικά Μυθιστορήματα, Ρωμανός ο Μελωδός, ο Ύμνος Ακάθιστος, Το χρονικό του Γαλαξειδίου), τής κυπριακής λογοτεχνίας (Ο Πετραρχισμός), τής κρητικής Αναγέννησης (Ερωτόκριτος) και των τελευταίων εποχών (Πρώτη μεταπολεμική γενιά, Δεύτερη μεταπολεμική γενιά, και μια ανθολογία ποίησης από το ΧΙ αιώνα εως τις μέρες μας με 800 σελίδες). Δηλαδή, μια ολόκληρη ζωή αφιερωμένη στη ελληνική λογοτεχνία.

3. Ποιά πιστεύετε ότι είναι η συμβολή τού Ελληνικού Πολιτισμού στον Ευρωπαϊκό από πλευράς αρχών, αξιών και πνευματικής καλλιέργειας;

Η μεγαλύτερη συμβολή τής Ελλάδας στη Δύση είναι ο Λόγος. Μετά, η δημιουργία τού Ουμανισμού, δηλαδή, ο άνθρωπος και οι σχέσεις του με τον κόσμο, τη φιλοσοφία, τις τέχνες, τη ζωή, την ηθική, την πολιτεία και τα λοιπά. Πρέπει να διαβαστεί πάλι σήμερα ένας Πλούταρχος, παραδείγματος χάριν, για να καταλάβουμε τη συμπεριφορά του ανθρώπου στον πλαίσιο της πολιτικής, της φιλίας και της ηθικής. Κάτι που θα έπρεπε να κάνουν όλοι οι κυβερνήτες όλων των χώρων.

4. Έχετε ασχοληθεί με τον μεσαιωνικό Ελληνισμό, μεταφράζοντας και διδάσκοντας Βυζαντινή λογοτεχνία. Ποιά είναι η εικόνα που έχετε για τα έργα τής βυζαντινής φιλολογικής παραγωγής, σε σχέση με τα πνευματικά προϊόντα τής αρχαιότερης και τής νεώτερης εποχής;

Η βυζαντινή εποχή ακολουθεί σοβαρά όλα τα είδη τής κλασσικής λογοτεχνίας. Μὀνο που πολύ συχνά μπερδεύεται με το δικό της ύφος και δυσκολεύει την ανάγνωση των κειμένων. Μετέφρασα το μόνο μυθιστόρημα του Προδρόμου και το βρήκα πολύ δύσκολο, περισ-σότερο δύσκολο από τα μυθιστορήματα της Δεύτερης Σοφιστικής, γραμμένα στην αττική διάλεκτο. Το αντίθετο ήτανε για μένα η μετάφραση των ιππικών μυθιστορημάτων τής εποχής των Παλαιολόγων. Άλλαξε η γλώσσα, θα λέγαμε, μια γλώσσα πιο κοντινή και πιο οικογενειακή. Πιο κοντά ήδη στη γλώσσα τού Ερωτόκριτου, που μετέφρασα πολύ αργότερα.

5. Μιλήστε μας για το τελευταίο σας βιβλίο «Cartas a’ Stelios» που αφιερώνετε στον Ισπανιστή, ποιητή, μεταφραστή Στέλιο Καραγιάννη;

Οι Επιστολές στον Στέλιο, μεγάλος φίλος μου από καιρό, περιέχουν επιστολές πραγματικές ή εφευρισκόμενες που αναφέρονται πάντα στην ανθρώπινη ή παγκόσμια ανοησία. Το βιβλίο εκδόθηκε στη Βαρκελώνη αυτή τη χρονιά στις εκδόσεις Μιξτούρας. Πρόκειται για τους δικούς μου συλλογισμούς πάνω στις συμπεριφορές των ανθρώπων, των φιλοσόφων, των θρησκειών, με ένα βάθος πάντα ειρωνείας και σάτιρας.

6. Μεταφράζετε, γράφετε ποίηση, διδάσκετε. Ποιό είναι το επίτευγμα για το οποίο περηφανεύεστε;

Δεν περηφανεύομαι για τίποτα. Στην πραγματικότητα, είμαι πάντα ο ίδιος, μεταφράζοντας, γράφοντας και διδάσκοντας. Είμαι ένας. Μόνο ένας. Ίσως, η μεγάλη μου χαρά είναι όταν συναντώ τους παλιούς μαθητές μου στους δρόμους και θυμούνται ακόμα, με το πέρασμα του χρόνου, τα μαθήματά μου στα Λατινικά και στα Ελληνικά. Και προπάντων, τους μύθους που τους έλεγα στο τέλος τού κάθε μαθήματος. Πολλοί τελικά σπούδασαν Κλασσική Φιλολογία. Και αρκεί για μένα.

7. Έχετε ασχοληθεί ιδιαίτερα με το έργο τού ποιητή Τάκη Σινόπουλου. Πείτε μας τους λόγους που σας ώθησαν. Νοιώθετε πως σας συνδέει μια βαθύτερη πνευματική συγγένεια με τον ποιητή;

Όχι μόνο με τον Σινόπουλο. Πρέπει να σου πω ότι δημοσιεύσαμε στην Ισπανία μια Ανθολογία τής Γενιάς τού ‘30, μια Ανθολογία τής Πρώτης Μεταπολεμικής Γενιάς, μια Ανθολογία τής Δεύτερης Μεταπολεμικής Γενιάς και τελικά μια Ανθολογία τής Ελληνικής Ποίησης από το ΧΙ αιώνα εως τις μέρες μας με περισσότερες από 800 σελίδες. Από τον κάθε ποιητή άντλησα την ουσία του, το ύφος του, το μήνυμά του στον κόσμο τής τέχνης. Είδα να περνάνε μπροστά μου η ζωή τους, τα όνειρά τους και η τέχνη τους. Και το χειρότερο, είδα να περνούν και οι ημερομηνίες τής γέννησης και τού θανάτου τού καθενός, σε μια μεγάλη και ατελείωτη λιτανεία.

«Ο Ελύτης, είναι ο ποιητής τής ομορφιάς

και ο Σεφέρης, ο ποιητής τής αλήθειας»

8. Έχετε μεταφράσει (και) δύο γίγαντες της Ελληνικής ποίησης. Πώς επηρεάζεστε από τον Ελύτη και πώς από τον Σεφέρη;

Βεβαίως. Επισκέφτηκα μερικές φορές τον Ελύτη στο σπίτι τής οδού Σκουφά, στην Αθήνα. Το 1980, εάν το θυμάμαι καλά, καλεσμένος από την Κυβέρνησή μας, ζήτησε στην Πρεσβεία να τον συνοδέψω στο ταξίδι του στο Σπίτι-Μουσείο τού Χουάν Ραμόν Χιμένεθ και στο Μοναστήρι τής La Rábida (Ουέλβα) από που ξεκίνησε ο Χριστόφορος Κολόμβος για την Αμερική. Παρουσιάσαμε στη Σεβίλλη εκείνη την ημέρα τη μετάφραση του Ηλίου του Πρώτου, τριγυρισμένοι από φωτογράφους, δημοσιογράφους και ποιητές όλης της Ανδαλουσίας, και κάναμε το ταξίδι την επόμενη μέρα. Και μιλήσαμε αρκετά για την Ελλάδα και για την Ισπανία. Για μένα, τουλάχιστον, ο Ελύτης, είναι ο ποιητής τής ομορφιάς και ο Σεφέρης, ο ποιητής τής αλήθειας. Έμαθα έτσι ότι το ποίημα πρέπει να είναι όμορφο (με μεταφορές, εικόνες, ρuθμό των λέξεων, μουσικότητα) και αυθεντικό, δηλαδή, αληθινό. Η μαγεία τού Ελύτη και την αληθινή ειλικρίνεια του Σεφέρη. Εξάλλου, έμαθα πολύ με την πρόζα των δυο ποιητών: «Δοκιμές», του Σεφέρη και «Ανοιχτά χαρτιά», του Ελύτη.

9. Υπάρχει κάποιο ποίημά τους που σας έχει κάνει (ποιό και γιατί) να κλάψετε;

Δεν έκλαψα, αλλά έμεινα ενθουσιασμένος, μαγεμένος θα έλεγα, από τα ποιήματα, «Η τρελή ροδιά», «Η αυτοψία» και «Το Φωτόδενδρο», του Ελύτη (στο πρώτο μέρος των έργων του, όπως μου είπε μια φορά ο Μανώλης Αναγνωστάκης). Και δεν θα λησμονήσω ποτέ μου «Ένας γέροντας στην ακροποταμιά», του Σεφέρη, που τους στίχους του έμαθα από μνήμης και επανέλαβα χίλιες φορές σε κάθε ευκαιρία: «Δεν θέλω τίποτε άλλο παρά να μιλήσω απλά, να μου δοθεί ετούτη η χάρη».

Γαμπριέλ Θελάγια: «Η ποιήση είναι ένα όπλο φορτωμένο από μέλλον»

10. Όλα και όλοι μιλούν για την Παγκοσμιοποίηση. -Το έργο σας λειτουργεί σαν διαπολιτισμική γέφυρα και σημείο συνάντησης μεταξύ τής Ελληνικής και τής Ισπανικής παράδοσης. Πιστεύετε πως οι πράξεις Τέχνης πρέπει να βρίσκονται στο επίκεντρο της Παγκοσμιοποίησης;

Μιλάς, βέβαια, για έναν ιδανικό κόσμο στον οποίο υπάρχουν ακόμα γέφυρες, όνειρα και επιθυμίες. Αυτός είναι ο δικός μας κόσμος. Η πραγματικότητα, όμως, είναι κάτι διαφορετικό. Τα χρήματα, η οικονομία γενικά, οι θρησκείες, τα συμφέροντα της κάθε χώρας, οι ιδεολογίες διαιρούν τον κόσμο σε χίλια κομμάτια. Ο ποιητής κάνει μόνο την δουλειά του και όπως έλεγε ο Ελύτης: «Ο καθένας με τα όπλα του». Πιο ουτοπικά ακόμα έλεγε ο δικός μας ποιητής Γαμπριέλ Θελάγια: «Η ποιήση είναι ένα όπλο φορτωμένο από μέλλον».

11. Ποιές οι ομοιότητες και ποιές οι διαφορές μεταξύ Ελλήνων και Ισπανών ποιητών;

Δεν βρίσκω πολλές διαφορές. Είμαι σίγουρος, ωστόσο, ότι οι Έλληνες ποιητές και οι Ισπανοί ποιητές έχουν περάσει πάνω από διαφορετικές περιπτώσεις, πολιτικές, κοινωνικές και ιδεολογικές. Αυτές είναι ακριβώς οι διαφορές μεταξύ των δύο χωρών. Και οι ποιητές, οι λογοτέχνες γενικά, γράφουν πάντα πάνω από τις δικές τους εμπειρίες. Δηλαδή, η διαφορά βρίσκεται μόνο σε αυτές τις εμπειρίες και όχι στην ίδια την ποίηση.

12. Ποιό είναι το βάρος και ποιά η επίδραση της ποίησης στην Ισπανική κοινωνία; Διαβάζουν οι Ισπανοί ποίηση;

Όχι, αν και δεν θα το ήθελα, πρέπει να πώ ότι η ποίηση δεν διαβάζεται πολύ στην Ισπανία. Δεν πωλείται. Και γι’ αυτό οι εκδοτικές εταιρίες δεν θέλουν να δημοσιεύουν ποίηση, αν ο ίδιος ο ποιητής δεν πληρώνει τα έξοδα της έκδοσης. Δεν ξέρω τί συμβαίνει στην Ελλάδα. Φαντάζομαι ότι συμβαίνει το ίδιο, αλλά δεν είμαι σίγουρος.

13. Μπορεί η σύγχρονη ποίηση να καταστεί ανατρεπτική, αφυπνι-στική, απέναντι στον κατεστημένο τρόπο ζωής και στις αξίες του;

Εάν είπαμε πιο πάνω ότι λίγοι άνθρωποι διαβάζουν ποίηση σήμερα, πώς μπορεί η ποίηση να αλλάξει τον σύγχρονο τρόπο ζωής και τις αξίες του; Αδύνατον. Και δεν είμαι, στα θέματα αυτά, ούτε αισιόδοξος, ούτε απαισιόδοξος. Είμαι απλώς ρεαλιστής, πραγματικός. Και άλλο διαφορετικό πράγμα. Υπάρχουνε σήμερα δυο είδη ποιητών. Εκείνοι που γράφουν ποιήματα και έχουν υπόψιν τους την παράδοση, την αυτοκριτική, τη γνώση τής γραμματικής και τής γλώσσας, τον ρυθμό των λέξεων και των νοημάτων, και εκείνοι που όλα αυτά τα λησμόνησαν για να αισθάνονται βασιλείς στα δίκτυα.

14. Η ανθρωπότητα που κάποτε ήταν, κατά τον Όμηρο, θέαμα για τους θεούς τού Ολύμπου, τώρα έχει γίνει θέαμα για τον εαυτό της. Η αλλοτρίωσή της έχει φτάσει σε τέτοιο σημείο που την οδηγεί να βιώνει την ίδια της την καταστροφή «σαν αισθητηριακή απόλαυση πρώτου μεγέθους» (Benjamin, Walter, 1892-1940). Κατά την άποψή σας, τί ωθεί την ανθρωπότητα στην αυτοκαταστροφή;

Δεν ξέρω εάν θα φτάσουμε κάποια μέρα σε ένα χάος χωρίς έξοδο. Η αλήθεια είναι πως αφήσαμε την ηθική στα χέρια τού ωφελιμισμού. Υπάρχει μόνο το χρήσιμο μέσα στις ανθρώπινες σχέσεις, στην πολιτική, στα εργαστήρια, στα πανεπιστήμια και στα λοιπά. Και δεν μιλάμε για το χάος τής φύσης, των ζώων, τού περιβάλλοντος, γιατί δεν θα ήθελα σε αυτή τη στιγμή να πάω πιο μακριά.

«…έχουμε όλοι εγκαταλείψει, έτσι ή αλλιώς, τον Ουμανισμό»

15. Γιατί δεν συνεννοούνται οι άνθρωποι; Τί απωλέσαμε ή τί έχουμε εγκαταλείψει;

Όπως σου είπα στην αρχή, έχουμε όλοι εγκαταλείψει, έτσι ή αλλιώς, τον Ουμανισμό, δηλαδή, το σεβασμό για τον άλλο, την κατανόηση του άλλου, τη συμπόνια.

16. Τί σας ξεσηκώνει;

Τα ψέματα, πάντα.

17. Τί αγαπάτε ιδιαίτερα;

Το να αντικρίσω πάλι τα χαράματα, για να αισθάνομαι πάλι ζωντανός. Μετά από τον ύπνο.

18. Τί αποφεύγετε;

Τον φθόνο και τη συκοφαντία.

19. Θα μας αφιερώσετε ένα αδημοσίευτο ποίημά σας ή κάποιο δοκιμιακό απόσπασμα;

Το τελευταίο κεφάλαιο, CLVI, μέσα στις «Επιστολές στον Στέλιο». Τα βουνά πίνουν τον ήλιο σιγά σιγά μέχρι να χορτάσουν και ξεχειλίζοντας από τα χείλια τους μερικές σταγόνες από φώς ροδαλό και τρυφερό. Και αύριο. Και μεθαύριο. Και όταν εγώ δεν θα είμαι πια. Όλα τόσο ωραία και ταυτόχρονα τόσο ανόητα. Είναι το σούρουπο, Στέλιο. Οι ποιητές όμως πέφτουν εκστασιασμένοι στο πάτωμα, μετεωρίζονται και περιγράφουν στους στίχους τους την ομορφιά της στιγμής. Πάντα η ίδια ομορφιά από τη Σαπφώ ή Ανακρέοντα, από το Βιργίλιο εως τις μέρες μας. Και δεν καταλαβαίνουν ποτέ τη σκληρή ανοησία της ώρας.

-.-

«Διαβάστε. Πολεμώντας την άγνοια θα νικήσετε τον φασισμό»

Βιογραφικό σημείωμα:

Ο Χοσέ Αντόνιο Μορένο Χουράδο γεννήθηκε στη Σεβίλλη το 1946. Είναι ποιητής, δοκιμιογράφος και μεταφραστής της κλασσικής, βυζαντινής και νεοελληνικής λογοτεχνίας και ποίησης στα ισπανικά. Δίδαξε νεοελληνική και βυζαντινή λογοτεχνία στο ομώνυμο πανεπιστήμιο για πέντε χρόνια. Μεταφραστής και δεινός μελετητής του έργου των Ο. Ελύτη και Γ. Σεφέρη, δημοσίευσε πάνω από είκοσι ποιητικές συλλογές και λογοτεχνικά βιβλία, καθώς μελέτες και δοκίμια για την νεοελληνική ποίηση και λογοτεχνία. Βραβευμένος ποιητής στην Ισπανία και τιμημένος στην Ελλάδα, δημοσίευσε μια ογκώδη ανθολογία της νεοελληνικής ποίησης στα ισπανικά, ανθολογώντας ποιητές από το XI αιώνα μέχρι και τη γενιά τού ‘80. Του απονεμήθηκε το Βραβείο Αδονάις Ποίησης, το 1973, και το Διεθνές Βραβείο Χουάν Ραμόν Χιμένεθ το 1985. Το 2019, έγινε Επίτιμο Μέλος της Εταιρίας Λογοτεχνών της Θεσσαλονίκης (ΕΛΘ) και Επίτιμο Μέλος του Ομίλου Λογοτεχνίας και Κριτικής Κύπρου (Ο.Λ.Κ.) στις 4 Απριλίου του 2020. Από τις 20 Ιουνίου του 2021 είναι αντεπιστέλλον μέλος της Εταιρίας Συγγραφέων (Ε.Σ.) της Ελλάδας. Βραβείο «Θανάσης Νάκας», 2021.