Παραδοσιακός ρεαλισμός και Δομημένος

Ο ρεαλισμός των αρχών τού 19ου αιώνα, ως λογοτεχνική και καλλιτεχνική θεωρία και πρακτική, ταυτίστηκε με την προσπάθεια της πιστής, λεπτομερειακής απεικόνισης της εξωτερικής πραγματικότητας. Μέχρι τις πρώτες δεκαετίες τού 20ου αιώνα συμπορεύτηκε με φιλοσοφικά ρεύματα που αποδέχονταν την αντικειμενική ύπαρξη και τη γνωσιμότητα των φυσικών και κοινωνικών φαινομένων (Αντικειμενικό ιδεαλισμό, υλισμό κ.α.), συνδέθηκε με τη μεθοδολογικά επιστημονική σκέψη και την ανάδυση ριζοσπαστικών πολιτικών δυνάμεων μέσα στην αστική κοινωνία· μαζί τους, αναπτύχθηκε, γιγαντώθηκε, επηρέασε άλλα καλλιτεχνικά κινήματα και επηρεάστηκε από αυτά, εξελίχθηκε και απέκτησε αμέτρητες εκδοχές, παραμένοντας πάντοτε -σε ένα γενικό πλαίσιο- η καλλιτεχνική τεχνοτροπία που υπηρετεί την αντικειμενική αναπαράσταση της πραγματικότητας -η μέθοδος, για την αποκάλυψη της αλήθειας με καλλιτεχνικά μέσα.
Η παρατεταμένη ασάφεια της έννοιας του ρεαλισμού, ως κίνημα στο χώρο των τεχνών και της λογοτεχνίας, η ρευστότητα και η αοριστία που την χαρακτηρίζουν, και η τάση τού να προσεταιρίζεται διαρκώς επεξηγηματικά επίθετα για να προσδιοριστεί (κριτικός ρεαλισμός, νατουραλιστικός, ποιητικός, σοσιαλιστικός, ψυχολογικός κ.α.), έχουν καταδικάσει κάθε απόπειρα ερμηνείας του -δυσκολομεταχείριστου αυτού- όρου, να αντιμετωπίζεται με σκεπτικισμό· περιορίζοντας τον ορισμό του σε μια απλή αναφορά χαρακτηριστικών, που αποκτούν νόημα μονάχα μέσα στο ορισμένο ιστορικό πλαίσιο μόρφωσης της εκάστοτε εκδοχής τού «ρεαλισμού», σε αυστηρή πάντα σύνδεσή της με τη μελέτη των φαινομένων τής εποχής στην οποία εκδηλώθηκε. Ειδικότερα σήμερα, που δεν επικρατεί κοινή αντίληψη για τη φύση τής πραγματικότητας, και η σύγχρονη φιλοσοφία έχει παραιτηθεί από τη βασική της αξίωση να οδηγηθεί σε έγκυρη γνώση των πράγματων (επικεντρώνεται μόνο στο βασικό γνωσιολογικό πρόβλημα: είναι δυνατό να έχουμε έγκυρη γνώση της πραγματικότητας;), καταλήγει αδύνατο το να μην τοποθετούμε σε εισαγωγικά αοριστίας, όχι μόνο τη λέξη ρεαλισμό, αλλά και τη λέξη πραγματικότητα· υποδηλώντας έτσι, την αόριστη και πλήρως υποκειμενική υπόστασή της.
Στις συνθήκες αυτές, φαντάζει εξαιρετικά δύσκολο να παρουσιάσει κανείς μια διαχρονική, θεμελιακή, ερμηνεία τού ρεαλισμού· καθώς, συνήθως καταλήγει σε σχηματικές γενικεύσεις περί των βασικών του αρχών, αναγκαζόμενος να στηριχτεί στο φιλοσοφικό και επιστημολογικό υπόβαθρο ανάπτυξης της έννοιας, την οποία θα περικλείει, για ασφάλεια, διαρκώς σε εισαγωγικά αοριστίας· επιτείνοντας έτσι τη δυσπιστία γύρω από την αδυναμία τού προσδιορισμού της. Όλη αυτή η διάχυση του όρου, όμως, και η ανικανότητα της ουσιαστικής αναλυτικής τoυ προσέγγισης, δεν αποκαλύπτει αντικειμενική αδυναμία προσδιορισμού τής έννοιας του ρεαλισμού· αντίθετα, καταδεικνύει τον συνεχή επαναπροσδιορισμό των φιλοσοφικών συσχετισμών, μέσα στο ρευστό πλαίσιο των διαρκώς μεταβαλλόμενων υλικών όρων ζωής, και την ανεπάρκεια των μέχρι τώρα προσπαθειών ορισμού, των πολλαπλών και απειθάρχητων ρευμάτων τού «ρεαλισμού», καθώς ολοένα περιπλέκονται το ένα με το άλλο.
Μετά την έλευση του ρομαντισμού, και για μεγάλη περίοδο, ο φιλοσοφικός ρεαλισμός σχεδόν εξαφανίζεται και κυριαρχούν θεωρήσεις ιδεαλιστικές, για να εμφανιστεί και πάλι δυναμικά στο πρώτο μισό τού 19ου αιώνα. Η επανεμφάνιση και νέα εκδήλωσή του, καθορίστηκε από την είσοδο της καπιταλιστικής Ευρώπης σε μια νέα φάση κοινωνικής ανάπτυξης, όπου η εργατική τάξη συγκροτείται σε ξεχωριστή δύναμη μέσα στην πολιτική και ιδεολογική διαπάλη τής εποχής. Η διαμόρφωση νέων συνθηκών και η εμφάνιση νέων δυνάμεων, που επιχειρούσαν να ασκήσουν εμβριθή κριτική στην ταξική αστική κοινωνία, ώθησε και στην αναζήτηση νέων μέσων έκφρασης, που θα αποκάλυπταν αποτελεσματικότερα τις αντιθέσεις και τα αδιέξοδα της σύγχρονης ζωής. Η τεχνοτροπία τού κριτικού ρεαλισμού, σε εκείνη την ιστορική συγκυρία, έθεσε τον εαυτό της στην υπηρεσία τής αντικειμενικής καλλιτεχνικής αναπαραγωγής τής πραγματικότητας.
Οι ρεαλιστές λογοτέχνες, βασίστηκαν στη βαθιά επιστημονική μελέτη των φαινομένων τής ζωής, και δεν είναι διόλου περίεργο που τα έργα των κριτικών ρεαλιστών αποτελούν μια από τις ακριβέστερες και εγκυρότερες πηγές πληροφοριών για την εποχή που περιγράφουν. Οι κριτικοί ρεαλιστές συγγραφείς, επιδίωξαν οι χαρακτήρες των έργων τους να φέρουν τυπικά συλλογικά χαρακτηριστικά ενός συγκεκριμένου κοινωνικού στρώματος ή τάξης, ώστε μέσα από την παρατήρησή τους, να αντανακλώνται οι νομοτέλειες της οικονομικής και πολιτικής ζωής τής εποχής τους. Επιχείρησαν να παρουσιάσουν τους ήρωές τους σε ανάπτυξη και να απεικονίσουν την εξέλιξή τους, όπως αυτή καθορίζεται μέσα από την πολυσύνθετη αλληλεπίδραση του ατόμου με την κοινωνία. Σε αντίθεση με τη ρομαντική τεχνοτροπία, ο κριτικός ρεαλισμός απέρριψε τον εξωραϊσμό τής πραγματικότητας και την ηγεμονία τού φανταστικού στοιχείου, καθώς και την προσήλωση στην υποκειμενική διάσταση των ανθρωπίνων συμπεριφορών· για να επικεντρωθεί στην αναπαράσταση του ευρύτερου κοινωνικού υποβάθρου, επάνω στο οποίο διαμορφώνεται και αναπτύσσεται η ζωή των ανθρώπων· και σε ορισμένες περιπτώσεις, μάλιστα, το πέτυχε αυτό σε τέτοιο βαθμό, που οι ρεαλιστές λογοτέχνες στα τέλη τού 19ου και στις αρχές τού 20ου αιώνα, φαίνεται να υπερβαίνουν σε κατανόηση της κοινωνικής ζωής, ακόμη και σύγχρονούς τους κοινωνιολόγους ή φιλοσόφους.
Ο κριτικός ρεαλισμός καταδίκασε τη θεώρηση της τέχνης ως ανεύθυνη πειραματική διεργασία και παιχνίδισμα της φαντασίας τού δημιουργού της, και πρόταξε ως βασική προϋπόθεση για την παραγωγή της, την όσο γίνεται βαθύτερη κατανόηση της πραγματικότητας και τη γνώση των μηχανισμών λειτουργίας τής φυσικής και κοινωνικής ζωής. Λόγω των αρχών του αυτών, αναδείχτηκε σε υπέρμαχο της επιστήμης και της επιστημονικής μεθοδολογίας, η οποία, βέβαια -όπως συχνά και ο κριτικός ρεαλισμό, που κατέληγε απλώς εποπτικός-, δεν ήταν ακόμη ικανή να ξεφύγει από τα στενά πλαίσια του μηχανιστικού εμπειρισμού. Παρόλα αυτά, η απόκλιση ανάμεσα στην επιστημονική σκέψη και την καλλιτεχνική διανόηση, που είχε γιγαντωθεί στην εποχή του ρομαντισμού, άρχιζε να μικραίνει τόσο ραγδαία, που συχνά θόλωναν τα όρια ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη, και οι καλλιτεχνικές μέθοδοι εμβάθυνσης στην πραγματικότητα, έμοιαζαν πιο αποτελεσματικές και από τις επιστημονικές.
Ο κριτικός ρεαλισμός (όρος ο οποίος προτάθηκε από τον Μαξίμ Γκόρκι για να διακρίνει τον παραδοσιακό από τον σοσιαλιστικό ρεαλισμό) προσπάθησε να αποδώσει τα εξωτερικά χαρακτηριστικά τής κοινωνικής ζωής, σε μια δοσμένη ιστορική στιγμή, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της πραγματικότητας· ενώ παράλληλα, επιχείρησε να φανερώσει την ουσία τής κοινωνικής ζωής, μέσω τής αποκάλυψης του βαθύτερου ιστορικού περιεχομένου που την καθορίζει. Επιδίωξε να κατορθώσει τα παραπάνω, μέσω: της αντικειμενικής στάσης τού συγγραφέα απέναντι στα γεγονότα που αφηγείται (περιορισμός στο ελάχιστο του υποκειμενικού στοιχείου)· της αποφυγής συναισθηματικών χρωματισμών, προσωπικών εντυπώσεων και ερμηνειών από τη σκοπιά τού συγγραφέα· της ψευδαίσθησης πως ο αναγνώστης παρακολουθεί ο ίδιος τα αφηγούμενα γεγονότα να διαδραματίζονται μπροστά στα μάτια του∙ της επιλογής οικείων θεμάτων, παρμένων από την καθημερινότητα των απλών ανθρώπων· τηςδιατήρηση κριτικής στάσης απέναντι στην κοινωνία και τις κυρίαρχες πεποιθήσειςκ.α. Στον κριτικό ρεαλισμό, η σκιαγράφηση των χαρακτήρων, οι συμπεριφορές των ηρώων, τα κίνητρα και η σύσταση των κοινωνικών ομάδων, στρωμάτων και τάξεων, θεμελιώνονται κοινωνικοαιτιοκρατικά, με αναζήτηση των νόμων και των μηχανισμών που ρυθμίζουν τη δράση των κοινωνικών υποκειμένων, αλλά δεν επιβάλλεται η ίδια προσέγγιση για την εξέλιξη της κοινωνίας στο σύνολό της· ο ανασχηματισμός τής κοινωνικής δομής, σε πολλές περιπτώσεις, παραμένει να θεωρείται αποτέλεσμα της τυχαιότητας, της ατομικής πολιτικής βούλησης ή της ηθικής ωρίμανσης και συνειδησιακής ανάπτυξης των ανθρώπων, και όχι συνέπεια της ριζικής ανατροπής των όρων ζωής, που θα οδηγήσει σε μια νέα ποιοτική ανάπτυξη της κοινωνίας (βλέπε ψυχολογικός ρεαλισμός στο έργο του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι, όπου κεντρική ιδέα τού συγγραφέα είναι: πως η κοινωνική αδικία, οδηγεί τον άνθρωπο στην ηθική του ανάπλαση, και από φορέα τού κακού, τον μυεί στο καλό, ώστε ύστερα να γίνει δύναμη ανασχηματισμού ολάκερης της κοινωνίας).
Οι εποπτικές, εμπειρικές, προσεγγίσεις και οι θεωρητικές απλοποιήσεις τού κριτικού ρεαλισμού, στέκονταν εμπόδιο τόσο στην εμβάθυνση του παρόντος, όσο και στην επαρκή κατανόηση και αναπαράσταση του παρελθόντος (βλέπε ιστορικισμός τού κριτικού ρεαλισμού), αλλά και στον εντοπισμό τής διαλεκτικής συνέχειας μεταξύ των ιστορικών περιόδων. Ο κριτικός ρεαλισμός είχε στηριχτεί σε μια υπεραπλουστευμένη λογική πεποίθηση, πως μέσω της επιστημονικά πειθαρχημένης παρατήρησης, η πραγματικότητα γίνεται απευθείας αναγνωρίσιμη και προσέγγιζε τα φαινόμενα με την ακράδαντη αυτοπεποίθηση ενός θετικιστή, που επιχειρεί να κατηγοριοποιήσει και στη συνέχεια να αναπαραστήσει με αληθοφάνεια εκείνο που έκρινε ως πραγματικό. Σε μεγάλο βαθμό, αντιμετώπιζε τους διάφορους κλάδους γνώσης, τα ποικίλα παρακλάδια τής επιστήμης, ως ξεχωριστά και αυτόνομα πεδία, που ρυθμίζονται από την εσωτερική τους δομική λειτουργικότητα, (ενώ η εξέλιξή τους θεμελιώνεται επάνω στην οικονομική βάση), και έδειχνε συχνά να ξεχνά πως ο εξωτερικός κόσμος αντανακλάται στη διάνοια του ανθρώπου διαφορετικός από ό,τι στην πραγματικότητα είναι· ώστε να απαιτείται ιδιαίτερη και μεθοδική διανοητική προσπάθεια θεωρητικής γενίκευσης των εμπειρικών δεδομένων, για να διαλύσει ο άνθρωπος το παραπέτασμα της άμεσα αντιληπτής φαινομενικότητας και να συλλάβει την πραγματική ουσία πίσω από τις συνθήκες που χαρακτηρίζουν την καθημερινή ζωή.
Ο παραδοσιακός ρεαλισμός βασίστηκε στη φιλοσοφία, έχοντας σκοπό να αναπαραστήσει την πραγματικότητα, και όταν -χάριν της αναπαράστασης- υποτάχτηκε ολοκληρωτικά στην επιστημονική μεθοδολογία, μετατράπηκε σε νατουραλισμό (θεωρούμενος και ως ακραίος ρεαλισμός, με εμμονή στη φωτογραφική αποτύπωση των πραγμάτων και τη λεπτομέρεια). Ο νατουραλισμός στηρίχτηκε στην επιστημονική παρατήρηση, τον πειραματισμό και τη συγκέντρωση αποδεικτικών στοιχείων, όχι τόσο για να περιγράψει την πραγματικότητα, αποκαλύπτοντας τη βαθύτερη ουσία της, αλλά για να καθορίσει κανονιστικά, τον δρόμο που οδηγεί στην πιστή εξωτερική απεικόνισή της. «Η επιστήμη αναγκάζει τον ιδεαλισμό να οπισθοχωρήσει, η επιστήμη προετοιμάζει τον 20ο αιώνα», είχε γράψει ο Εμίλ Ζολά, υποστηρίζοντας στη συνέχεια πως: «Ο νατουραλισμός είναι η φόρμουλα της σύγχρονης επιστήμης, εφαρμοσμένη στη λογοτεχνία», καθιστώντας τόσο έντονη τη σύνδεση του νατουραλισμού με την επιστημονική μεθοδολογία, που όταν αργότερα, κλονίστηκε η εμπιστοσύνη στην επιστήμη, στις αρχές τού 20ου αιώνα, ήταν εύλογο και αναμενόμενο, να ακολουθήσει σταδιακά και η αποδυνάμωση του ρεαλισμού.
Οι απλοϊκοί ρεαλιστές τού 19ου αιώνα, προσπάθησαν να γεφυρώσουν την απόσταση ανάμεσα στην πραγματικότητα και τη συνείδηση, αξιοποιώντας τις δυνατότητες του «νέου οργάνου» (Φράνσις Μπέικον), φτάνοντας στην υιοθέτηση των επιστημονικών μεθοδολογικών προϋποθέσεων που οδηγούν στην έγκυρη γνώση. Στη συνέχεια, εφόσον η πραγματικότητα έχει παρατηρηθεί επαρκώς, θεωρούσαν πως είναι εφικτό να επιτευχθεί η αναπαράστασή της λεκτικά· εάν ο συγγραφέας εργαστεί με ειλικρίνεια, απλότητα και ευσυνειδησία, πασχίζοντας για ακρίβεια και αληθοφάνεια. Θεωρούσαν, λοιπόν, πως μπορούν τα λογοτεχνικά έργα να γίνουν καθρέφτες τής πραγματικής ζωής, και πως αυτό ήταν αρκετό για να οδηγήσει σε βαθύτερη κατανόηση του κόσμου· μα όταν υποστηρίζει κανείς, την ακριβή και πιστή αναπαράσταση της εξωτερικής εικόνας τής πραγματικότητας, είναι σαν να διπλασιάζει τα προβλήματά του: απέναντι στα πράγματα τοποθετείται ένα τέλειο είδωλό τους, το οποίο θα μπορούσαμε να το εκλάβουμε ως αληθινό, και το οποίο θα είμασταν καταδικασμένοι να προσπαθήσουμε να το κατανοήσουμε, περνώντας από τη μελέτη της πραγματικής ζωής στη μελέτη ενός υποκατάστατού της.
Το να θεωρηθεί η ρεαλιστική τεχνοτροπία, ως μέθοδος για την κατασκευή τέλειων κατόπτρων, όπου θα αντανακλάται -δίχως παραμόρφωση και σε κάθε του λεπτομέρεια- ο εξωτερικός κόσμος, τούτο θα ήταν, το λιγότερο, μια ρεαλιστική αστοχία. Το ίδιο άστοχο θα ήταν, το να παραβλέψουμε την ιδεολογική τοποθέτηση και την πολιτική πρόθεση του δημιουργού, πίσω από τα κατασκεύασμά του· χωρίς αυτό να σημαίνει πως η πρόθεση επιτρέπεται να κυριαρχήσει επάνω στην έρευνα και την ανάλυση, που προαπαιτούνται για τη δημιουργία ενός έργου τού λόγου. Η ρεαλιστική τεχνοτροπία δεν οδηγεί σε απρόσωπα έργα, οι αντιλήψεις τού καλλιτέχνη αντανακλώνται μέσα στο δημιούργημά του, αλλά -αν ο στοχασμός του είναι ρεαλιστικός- με τρόπο που δεν υπονομεύουν τις αντικειμενικές ιδιότητες και τα γενικά γνωρίσματα των φαινομένων που περιγράφει. Η αρχή τής αντικειμενικότητας δεν επιβάλει -την εξορισμού ανέφικτη- εξάλειψη της υποκειμενικότητας, ούτε η αρχή τής πιστής αναπαράστασης επιβάλλει την εμμονή στην ακριβόλογη λεπτομέρεια. Το βασικό δίλημμα του ρεαλιστή δεν είναι το πόσο εκτενώς θα περιγράψει κάτι ή με πόσες λεπτομέρειες θα το αποτυπώσει· αλλά το τί θα περιγράψει, και κατά πόσο το έχει λεπτομερώς και βαθύτατα κατανοήσει. Οι κλασικοί ρεαλιστές, σε αντίθεση με τους εκπροσώπους τού νατουραλισμού, έχοντας αξιολογήσει τα φαινόμενα της ζωής με βάσει την κοινωνική τους σημασία και σοβαρότητα, γνώριζαν πως η παρουσίαση κάθε γεγονότος, ανεξαρτήτως βαρύτητας, και η παρουσίαση του με εξαντλητική λεπτομέρεια, τελικά δημιουργεί μια παραστατική δομή χαμηλής αξίας, μια εικόνα που στέκεται ανούσια απέναντι στην πραγματικότητα. Ακριβώς γι’ αυτό, οι μεγάλοι ρεαλιστές (όπως ο Φλωμπέρ, ο Μωπασάν ή ο Μπαλζάκ) έλεγαν πως πρέπει κανείς να διερευνά εξονυχιστικά, αλλά να απεικονίζει επιλεκτικά, τα γεγονότα, με όση λεπτομέρεια κρίνεται απαραίτητη ώστε να συγκεκριμενοποιηθεί η εικόνα και να ξεχειλίσει από μέσα της η ουσία που καθορίζει την εξωτερική της μορφή. Η συγκεκριμενοποίηση της εικόνας, βέβαια, δεν είναι από μόνη της αξία αυτοδύναμη, η εικόνα πρέπει να υπηρετεί τη ρεαλιστική της αποστολή: να μην διατρανώνει τη σκοπιμότητά της, αλλά μέσα από τις προσεχτικά επιλεγμένες λεπτομέρειές της, να επιτρέπει στις προβαλλόμενες καταστάσεις και στις ενέργειες των χαρακτήρων, να μιλούν αβίαστα από μόνες τους μέσω τής φυσικής τους κίνησης.
Στους ρομαντικούς, όπως για παράδειγμα στον Μπάυρον ή τον Σίλλερ, η ζωή προβάλλει αφηρημένα, σαν φανταστική ιδανικότητα, δίχως διαφοροποιήσεις, ποικιλομορφία και συγκεκριμενοποίηση, και οι ήρωες των λογοτεχνικών έργων είναι χαρακτήρες που ορίζονται σε αντιδιαστολή με την πραγματικότητα, προσωπικότητες που δρουν πέρα από τα όρια του κόσμου, και υψώνουν το λάβαρο κάποιου ρομαντικού σκοπού για να αποδυθούν σε εκστρατεία εναντίον τής βάρβαρης πραγματικότητας ή των απάνθρωπων κοινωνικών θεσμών (ως άλλοι Δον Κιχώτες). Στους ρομαντικούς ήρωες συμβαίνει αυτό όχι γιατί διογκώνεται το υποκειμενικό στοιχείο -αυτό είναι σύμπτωμα-, αλλά επειδή και ο ίδιος ο δημιουργός έχει ξεμακρύνει από την πραγματικότητα. Το ίδιο μπορεί να πράξει κάλλιστα και ο ρεαλιστής, αλλά σε αυτήν την περίπτωση η αιτία είναι διαφορετική, η απομάκρυνση συντελείται χάριν αποστασιοποίησης, ώστε ο δημιουργός να κοιτάξει την κοινωνία με ματιά κριτική και να φτάσει στην αντικειμενικά ρεαλιστική απεικόνιση. Ούτε η απομάκρυνση, λοιπόν, ούτε η υποκειμενική εστίαση είναι ξένα στον ρεαλισμό. Οι υποκειμενικές αντιλήψεις τού ρεαλιστή δημιουργού, δεν τον οδηγούν σε ρομαντικό ονειροπόλημα που καταστρέφει το ιστορικά συγκεκριμένο, αντιθέτως, μέσω τής υποκειμενικής πρόσληψης των πραγμάτων μπορεί να αποκαλύψει την ουσία τού εξωτερικού κόσμου και την αληθινή ζωή· και να το επιτύχει αυτό, μάλιστα, με πλαστική δύναμη που κανείς νατουραλιστής, όσες λεπτομέρειες κι αν επιστρατεύσει, δεν θα μπορέσει να την πλησιάσει ποτέ. «Ενώ ο ρομαντισμός παίρνει τον άνθρωπο έξω από τον υλικό του περίγυρο και τον αναγκάζει να αγωνίζεται με αφηρημένες έννοιες, όπως ο Δον Κιχώτης με τους ανεμόμυλους· ενώ ο νατουραλισμός περιγράφει εξωτερικά τη γύρω ζωή, χωρίς να εισδύει στην εσωτερική διαλεκτική των πραγμάτων, ο ρεαλισμός αποκαλύπτει τον μύχιο κόσμο τού ανθρώπου, που προβάλλεται στον περίγυρό του, όμοια όπως το δέντρο ρίχνει ρίζες στο γόνιμο έδαφος», έγραφε ο Αλέξης Τολστόι.
Αν ο νατουραλισμός ήταν η τάση που οδήγησε τον ρεαλισμό σε έναν άκαμπτο φορμαλισμό, που με τη σειρά του τροχοπέδησε τη δημιουργική πρωτοβουλία και την εξέλιξη των αισθητικών αρχών, ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός ήταν εκείνος που οδήγησε τον κριτικό ρεαλισμό, των αρχών τού 20ου αιώνα, σε ιδεολογικό δογματισμό, ο οποίος απειλούσε να μετατρέψει τον ρεαλισμό σε εγχειρίδιο κομματικών προσταγών, και την τέχνη σε φτηνή υπηρέτρια της πολιτικής. Πέρα από τη στείρα φωτογραφική απεικόνιση του υπαρκτού, όμως, αλλά και την υποταγή τής ερευνητικής και αναλυτικής μεθοδολογίας σε άκαμπτες ιδεολογικές προσταγές, η ρεαλιστική τεχνοτροπία πρέπει να οριστεί ως εκείνος ο μηχανισμός που επιτρέπει στον δημιουργό τη δόμηση του λόγου του, κατά τέτοιο τρόπο, ώστε το έργο να αποτελέσει -μέσα στα ιστορικά πλαίσια της παραγωγής του- μια ερευνητικά τεκμηριωμένη και γλωσσικά συγκροτημένη αντιπρόταση, απέναντι στην κυρίαρχη θεώρηση των πραγμάτων και τη συλλογικά αποτυπωμένη εξωτερική τους εικόνα.
Κατ’ αυτήν την έννοια, ο ρεαλιστής δημιουργός, ορίζεται ως αναδιαμορφωτής των κοινωνικά αποδεκτών βεβαιοτήτων, και ο ρεαλισμός, ως το μεθοδολογικό εργαλείο, με το οποίο επιτυγχάνεται η ανακατασκευή τής πρόσληψής μας για την πραγματικότητα που μας περιβάλλει. Μιας διαστρεβλωμένης πρόσληψης της πραγματικότητας, φυσικά, όπως αυτή διαμορφώνεται από τις παρερμηνείες τής καθημερινής εμπειρίας και την επιβολή τής παραδεκτής «αλήθειας»· που κατασκευάζεται από την ιδεολογικά ηγεμονική κοσμοθεώρηση για να εξατομικευτεί στις αμέτρητες υποκειμενικές προσλήψεις, μέσω των εξουσιαστικών δομών τού κυρίαρχου λόγου, που διαμορφώνουν και τον ίδιο τον δημιουργό. Βασική προϋπόθεση για να κατορθώσει να λειτουργήσει ο ρεαλισμός, ως εργαλείο αποδόμησης της διαστρεβλωμένης συλλογικής εικόνας για την πραγματικότητα, και να κατασκευάσει -μέσω τού λόγου- μια νέα συνειδησιακή αντιπρόταση, είναι η αποδέσμευση του δημιουργού από τη γλωσσική αναπαραγωγή τής ψευδοεικόνας των πραγμάτων, και η επιστημονική αντικειμενοποίηση της «αλήθειας», ως εμπειρικά και ορθολογικά επαληθεύσιμης πραγματικότητας· η σχετικοποίηση και ο κατακερματισμός τής οποίας περιορίζει τον δημιουργό σε ατομικές διεργασίες και αυθαίρετες υποκειμενικές θεωρήσεις.
Στη νέα πρόταση του ρεαλισμού, τον δομημένο ρεαλισμό, που επεξεργαζόμαστε ως Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης (Όπως επιχειρήθηκε να θεμελιωθεί μέσα από το σύγγραμμα: «Μανιφέστο/Δυο σχολές τού ρεαλισμού», εκδόσεις Γράφημα, καλοκαίρι τού 2022, που αποτέλεσε απόπειρα θεωρητικού επαναπροσδιορισμού τού όρου τού λογοτεχνικού ρεαλισμού και επανακαθορισμού του ώστε να ανταποκριθεί στις παρούσες συγκυρίες), αρνούμαστε κάθε στοιχείο αυτοαναφορικότητας και αυθόρμητης έκφρασης από την πλευρά τού δημιουργού, και απορρίπτουμε κάθε υπερβατική, μυστικιστική, διάσταση στη λογοτεχνική δημιουργία· επιχειρώντας να την προσγειώσουμε στο έδαφος της επιστημονικής ανάλυσης και επεξεργασίας, ώστε να υπηρετήσει τον ίδιο σκοπό με την επιστήμη χρησιμοποιώντας την ίδια μεθοδολογία, αλλά αξιοποιώντας διαφορετικά μέσα.
Με βάση την αντίληψή μας, ο πνευματικός δημιουργός οφείλει να εμβαθύνει στα κοινωνικά φαινόμενα, στις αιτίες των γεγονότων, και να εντοπίζει τους κοινωνικούς και ατομικούς παράγοντες που καθορίζουν τη συμπεριφορά των ανθρώπων, μέσα στις δοσμένες συνθήκες που εκείνη αναπτύσσεται. Να εξετάζει ολόπλευρα την κοινωνική πραγματικότητα και τις ανθρώπινες υποστάσεις, από σκοπιά ιστορική, κοινωνιολογική, οικονομική, ψυχολογική, φιλοσοφική· απεικονίζοντας την ανθρώπινη δραστηριότητα, που μεταμορφώνει την κοινωνία, όχι μόνο εστιάζοντας στο περιβάλλον που καθορίζει τις πράξεις των ανθρώπων -με νατουραλιστική: βιολογική ή πολιτισμική εξήγηση της ανθρώπινης συμπεριφοράς-, αλλά εμβαθύνοντας και στην ψυχολογική ιδιοτυπία των ανθρωπίνων χαρακτήρων, που ασκούν τη δική τους επίδραση επάνω στις εξελίξεις· παρουσιάζοντας ύστερα, τα ευρήματα και τα συμπεράσματά του μέσα από το έργο του. Ο ρεαλιστής δημιουργός, συνδέει το γενικό με το ειδικό, το αντικειμενικό με το υποκειμενικό, περνώντας από τη βιωματική σύλληψη της πραγματικότητας στην ολόπλευρη κατανόησή της· υποβάλλοντας σε αξιολογικό έλεγχο τόσο τα δεδομένα τής εμπειρίας, όσο και τις δικές του ιδεολογικές αναφορές. Μέσα από πολύπλευρη επιστημονική μελέτη τού θέματός του, επιχειρεί να κατανοήσει σε βάθος την ουσία του και κατόπιν να χρησιμοποιήσει μια γλώσσα που θα του επιτρέψει να αποκαλύψει το πραγματικό, σε λεκτική και εννοιολογική διαφοροποίηση, από το παραδεκτά «υπαρκτό» που το επισκιάζει. Υπηρετώντας πειθαρχημένα μια λογοτεχνία με συγκροτημένα χαρακτηριστικά κοινωνικής σκοπιμότητας, απευθυνόμενος σε αναγνώστες που στέκονται απέναντί του ισότιμα· αναλαμβάνοντας το καθήκον να αναδομήσουν την προσωπική πρόσληψη της πραγματικότητας, αξιοποιώντας το γλωσσικό και νοηματικό περιεχόμενο των έργων τού λόγου.
Αν ο κριτικός ρεαλισμός ανέτεμνε το παρόν, έχοντας στραμμένο το βλέμμα στο παρελθόν· και ο σοσιαλιστικός ρεαλισμός αποκωδικοποιούσε το παρόν, έχοντας το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον· ο δομημένος ρεαλισμός προσεγγίζει τα φαινόμενα, τα γεγονότα και τους χαρακτήρες, επιζητώντας το βάθος· το μέγιστο βάθος, που θα του επιτρέψει να φτάσει σε τέτοιο επίπεδο κατανόησης, όπου το παρόν αιτιολογείται από την ιστορική διαδρομή που το διαμόρφωσε, αλλά και διαφαίνονται οι ατομικές και συλλογικές διεργασίες που προετοιμάζουν το μέλλον. Πέρα από τα περιορισμένα πλαίσια της εξωτερικής περιγραφής των πραγμάτων, αναζητά και συνυπολογίζει όλες τις δυνάμεις -υλικές και ιδεολογικές, εξωτερικές και εσωτερικές- που επιδρούν στην ανθρώπινη συνείδηση, ώστε να φτάσει μια ανθρώπινη επιθυμία -συνειδητή ή ασυνείδητη- να εκδηλωθεί σε εξωτερική, παρατηρήσημη συμπεριφορά.
Στον δομημένο ρεαλισμό, εκείνο που απασχολεί πρωτίστως τον πεζογράφο είναι οι συνθήκες που καθορίζουν μία συμπεριφορά, θέτοντας σε κίνηση τους ανθρώπους, και, συνεπώς, οφείλει να διερευνήσει τόσο τις εξωτερικές καταστάσεις (τις κοινωνικές σχέσεις και το ιδεολογικό, γλωσσικό, πλαίσιο μέσα στο οποίο διαμορφώνεται η συνείδηση), όσο και το ιδιότυπο ψυχολογικό υπόβαθρο των υποκειμένων, όπως αυτό σχηματίστηκε κατά την ανατροφή και ενηλικίωση τους, μέσα στα σύγχρονα, οικογενειακά, εκπαιδευτικά, και γενικότερα κοινωνικά πλαίσια, στα οποία τα υποκείμενα τοποθετούνται. Πέρα από μια φιλοσοφική, θεωρητική τοποθέτηση απέναντι στα πράγματα, καταλήγει κυρίως μια μέθοδος, που περιλαμβάνει δυο βασικές διαδικασίες. Πρώτον, την εξαντλητική επιστημονική ανάλυση, που θα οδηγήσει στην ουσία τού υπό διερεύνηση θέματος, και δεύτερον, την αυστηρώς δομημένη, ρεαλιστική, λογοτεχνική του απόδοση. Ως τεχνική λογοτεχνικής απεικόνισης, στηρίζεται στην ακριβόλογη χρήση των γλωσσικών σημείων, στην κατασκευή ζωντανών και ολοκάθαρων εικόνων που δικαιώνουν την πραγματικότητα, στην αποφυγή υπερβατικών, υπερφυσικών αναφορών, στην κατάργηση της επιφανειακής συγκίνησης και του ρομαντικού συναισθηματισμού, στην εξάλειψη των αυθαίρετων στοχαστικών κρίσεων και ιδεολογικών ερμηνειών, που επιβάλλονται επάνω στα φαινόμενα και τις καταστάσεις εκ των προτέρων, δίχως να προκύπτουν από την αντικειμενική εξέτασή τους· και, τέλος, στην αυστηρή και με σαφήνεια, δομική διάρθρωση του λογοτεχνικού κειμένου. Μια δομική διάρθρωση στην οποία το αφηγηματικό και το περιγραφικό κομμάτι δεν συμφύρονται ποτέ, αλλά παραμένουν πάντοτε διακριτά, εξυπηρετώντας αμφότερα την αποκάλυψη της ουσίας, που κομίζει ως ερευνητικό πόρισμα το εκάστοτε έργο του λόγου.
Το αφηγηματικό σκέλος, αυτόνομο μα νοηματικά συνδεδεμένο με το περιγραφικό, σε ξεχωριστές παραγράφους, δίχως εστίαση στην εικονοποιία και την περιγραφική λεπτομέρεια, συνδράμει στην υφολογική επένδυση του κειμένου, και τον αφαιρετικό προσδιορισμό τού χώρου, τού χρόνου και τού δρώντος υποκειμένου. Το περιγραφικό κομμάτι, αντίθετα, ανεπτυγμένο διακριτά από το αφηγηματικό, είτε με τη μορφή εσωτερικού μονολόγου (σε περίπτωση άμεσης αφήγησης), είτε διατυπωμένο μέσω ενός εξωτερικού παρατηρητή (έμμεση αφήγηση), είτε με τη χρήση διαλόγων (μικτή αφήγηση), κατασκευάζει λεκτικά τις εικόνες που σχηματίζονται, καθώς ο ήρωας δρα μέσα στο περιβάλλον στο οποίο έχει τοποθετηθεί, σε ρέοντα παροντικό χρόνο, βιώνοντας και αντιδρώντας συνειδησιακά απέναντι στις καταστάσεις, στις οποίες μετέχει και συν-διαμορφώνει. Μέσω τής παραπάνω δομικής διάρθρωσης του κειμένου, και την τήρηση των αρχών τού ρεαλισμού, επιτυγχάνεται το ιστορικά συγκεκριμένο απεικόνισμα της πραγματικότητας, αποτυπώνοντας την ουσία των πιο σπουδαίων φαινομένων τής εποχής, αποκαλύπτοντας τις θεμελιωθείς διαδικασίες κίνησης της κοινωνίας.
Κωνσταντίνος Λίχνος
*Πίνακας: Émile Claus, Les Sarcleuses de Lin (The Lint Weeders), 1887. Oil on canvas, 128 x 198 cm. Musée Royal des Beaux-Arts d’Anvers, Antwerp
**πηγή:https://nonsite.org/social-theory-and-the-realist-impulse-in-nineteenth-century-art/