Τί είναι ο «δομημένος ρεαλισμός»
Εισαγωγή στις θεωρητικές απαιτήσεις τού εγχειρήματος
Μέρος Ά
Ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης δημοσίευσε το καλοκαίρι τού 2022 το θεωρητικό έργο «Μανιφέστο/Δυο σχολές τού ρεαλισμού» το οποίο και αποτέλεσε τη θεωρητική καταγραφή των πρώτων φιλολογικών αιτιάσεων γύρω από το ρεύμα τού ρεαλισμού στη λογοτεχνία και ειδικότερα την πρακτική/τεχνική εφαρμογή στις απαιτήσεις των νέων προοπτικών τού λόγου και τής μορφής αυτού στα πλαίσια τόσο της ποίησης, όσο και της πεζογραφίας. Στο συγκεκριμένο έργο οι συγγραφείς του (Αντώνης Ε. Χαριστός, Κώστας Λίχνος, Γιώργος Ορφανίδης -με σειρά παρουσίασης των θεματικών) αναλύουν μεθοδικά τον ρόλο τού πνευματικού δημιουργού, τις αντιστοιχίες, αλλά και τις αποστάσεις τού παρελθόντος, καθώς και τις αναφορές για την συσσώρευση της γνώσης εντός των πεδίων συγγραφικής δραστηριότητας. Με το εν λόγω άρθρο επιδιώκουμε όπως θέσουμε αποκαλυπτικά τα νέα δεδομένα και ξεδιαλύνουμε τις εσωτερικές αντιφάσεις τού ίδιου αυτού ρεύματος σκέψης κι έκφρασης, όπως αναπτύχθηκε τον 18ο και 19ο αιώνα.
Ο Φιλολογικός Όμιλος Θεσσαλονίκης αποτελεί σχολή λογοτεχνίας με επίκεντρο τον ρεαλισμό. Για να πραγματευτεί τον όρο «σχολή», προτού οδηγηθεί στον θεωρητικό πυρήνα αυτής, όφειλε εκ των προτέρων να διανύσει μία απόσταση ορισμού ή επαναχάραξης των ορίων τού χρόνου από τις πρώτες αντηχήσεις τού όρου στα γραπτά Γάλλων και Ρώσων λογοτεχνών και διανοουμένων έως τις καλλιτεχνικές (εικαστικές κατά κύριο λόγο) αναφορές δημιουργών και συνάμα να περατώσει το δύσκολο εγχείρημα του επαναπροσδιορισμού στις συγκυρίες τού παρόντος. Τα αποτελέσματα αυτής της εσωτερικής αναδιάρθρωσης τα διαπιστώνει ο αναγνώστης στο «Μανιφέστο». Δεν θα επεκταθούμε σε θεωρητικές συζητήσεις τού παρελθόντος. Υποσχόμαστε, ωστόσο, ότι μέλη τού Ομίλου θα εμβαθύνουν πρακτικά σε ζητήματα έργων που απασχόλησαν το ρεύμα τού ρεαλισμού τόσο κατά τον 18ο, όσο και κατά τον 19ο αιώνα, σε μία συλλογική έκδοση μελετών. Εκείνο το στοιχείο το οποίο μας απασχόλησε, προτού οδηγηθούμε στο «δομημένο» ρεαλισμό, ήταν το στοιχείο τής «σχολής». Εάν με τον όρο «σχολή» αναφερόμαστε στην κοινή συνισταμένη ερευνών και αποτελεσμάτων μίας συλλογικής προσπάθειας επιστημονικής τεκμηρίωσης μίας θέσης, τότε ο Όμιλος εντάσσεται πλήρως στα δεδομένα της. Εάν, αντίστοιχα, με τον όρο «σχολή» αναφερόμαστε στην εμβάθυνση σε έναν τομέα τού λόγου και των γνωσιακών του θεσμίσεων ως πρακτική εφαρμογή στον δημόσιο χώρο, επίσης εντασσόμαστε πλήρως στον εν λόγω ορισμό. Ωστόσο, εάν με τον όρο «σχολή» επενδύει κανείς στη δογματική ανάγνωση της πνευματικής δραστηριότητας ως αποκλειστικής κατοχής τής «αλήθειας», τότε σίγουρα δεν μας αφορά μία τέτοια εξέλιξη. Το εγχείρημα του Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης εκκινά στη βάση τής διαλεκτικής ενσωμάτωσης ιδεών και ρευμάτων σκέψης, τα οποία συγκροτούν τον θεμέλιο λίθο τής φιλοσοφικής, φιλολογικής, ψυχαναλυτικής, κοινωνιολογικής, νομικής, ιστορικής, παιδαγωγικής σκέψης, για να καταλήξουν να νοηματοδοτήσουν τη θέση τού λογοτέχνη στο εκάστοτε παρόν. Μία θέση η οποία δεν σχετίζεται ούτε ετεροπροσδιορίζεται από τα εμπορικά συμφέροντα του βιομηχανικού κλάδου τού βιβλίου, αλλά αποτελεί αυτόνομη παρουσία με διακριτή ταυτότητα και στόχευση στον δημόσιο χώρο.
Στη δική μας αντίληψη ο πνευματικός δημιουργός οφείλει να είναι στρατευμένος δημιουργός, όχι με ιδεολογικές και πολιτικές αναφορές, αλλά με γνώμονα την παρέμβαση στο δημόσιο λόγο με όρους κατασκευής και ανακατεύθυνσης. Με άλλα λόγια, ο καλλιτέχνης (με τη γενική έννοια του όρου) καλείται να διαμορφώσει τους όρους μέσα από τους οποίους η συλλογική ταυτότητα θα εξατομικευθεί και θα αναγνώσει απαντήσεις στα αιτήματα που η κοινωνική διεργασία αναπαράγει διαρκώς και αδιαλείπτως. Οφείλει, για να σκιαγραφήσει τις ενδεχόμενες απαντήσεις, πρώτα να αναζητήσει και να εμβαθύνει στις αιτίες ενός γεγονότος. Απομονωμένος από τις εύκολες και επιφανειακές αναγνώσεις τής πραγματικότητας, καλείται να εμβαθύνει στους παράγοντες μέσα από τους οποίους επενεργεί η ανθρώπινη φύση. Για το λόγο αυτό και ζητούμε, όσο απλό (φαινομενικά) κι αν εμφανίζεται ένα γεγονός, να το διερευνά από φιλοσοφική, φιλολογική, ιστορική κτλ, θέση με σκοπό να σχηματίσει άποψη. Την τελευταία θα την κοινοποιήσει μέσα από τα έργα του. Απαγορεύεται αυστηρά οποιαδήποτε εκδήλωση θέσης πέραν τού προκαθορισμένου πεδίου που το έργο θέτει στον εαυτό του. Σε μία εποχή κατά την οποία έχει εκλείψει ολοκληρωτικά το στοιχείο τής αξιολογικής οπτικής θέασης των πραγμάτων· σε μία εποχή κατά την οποία ο δημοσιογραφίσκος τής τηλεόρασης έχει αντικαταστήσει τον δάσκαλο και τον ερευνητή επιστήμονα· σε μία εποχή στην οποία έχουν καταργηθεί τα όρια ανάμεσα στην ερασιτεχνική έκφραση και την επαγγελματική τέχνη, εμείς υποστηρίζουμε ότι είναι καιρός να επαναπροσδιορίσουμε τη θέση των πνευματικών δημιουργών δίχως τεχνητές αναλογίες και αντι-επιστημονικά φκιασίδια. Για να εξετάσουμε την προοπτική αλλαγής τής κοινωνικής κατάστασης πραγμάτων, είναι αναγκαιότητα να διερευνήσουμε προοδευτικά τη συσσωρευμένη γνώση, να την απομαγεύσουμε από τις επίπλαστες και καταναλωτικά μαζικοποιημένες «αλήθειες» και να θέσουμε την ευθύνη τού δημιουργού έναντι του έργου και της συνείδησης στο πεδίο βολής τής πραγματικής αντοχής των εξελίξεων.
Στα πλαίσια αυτά, ο «δομημένος» ρεαλισμός επιχειρεί να αντικαταστήσει την εξωτερική περιγραφή ρεαλιστών και νατουραλιστών τού 18ου και 19ου αιώνα, ως μία πρώτη, αλλά εξαιρετικά ανώριμη, διαδικασία ανατομίας των κοινωνικών (συλλογικών και ατομικών) αιτιακών σχέσεων που διέπουν τις ανθρώπινες σχέσεις στο υπόβαθρο της ύλης και της φύσης. Εκείνο το οποίο μας απασχολεί και επιχειρούμε να θέσουμε επί τάπητος είναι το πρόβλημα της εσωτερικής ανάλυσης των λεπτομερειών μίας ενέργειας έως ότου καταλήξει σε εξωτερική πράξη. Εξηγούμε: Όταν ο πεζογράφος επιχειρεί να καταγράψει το αποτέλεσμα ενός γεγονότος, θα εξετάσει τις συνθήκες κάτω από τις οποίες συντελέστηκε το τελευταίο σχεδόν επιφανειακά. Τα δρώντα πρόσωπα λειτουργούν, σε αυτήν την περίπτωση, ως συνδετικοί κύκλοι μίας τετελεσμένης αναφοράς. Εμείς λέμε ότι για να φτάσουμε στο σημείο να επεξεργαστούμε τα αποτελέσματα μίας πράξης, οφείλουμε να εξετάσουμε, βήμα το βήμα, τις συνθετικές αιτίες που οδήγησαν στην τέλεση αυτής. Για να υλοποιηθεί αυτή η επεξεργασία, οφείλουμε εκ των προτέρων να εμβαθύνουμε στις κοινωνικές, οικονομικές, πολιτικές, πολιτιστικές συνθήκες μέσα από την οποίες συγκροτείται το πρόσωπο και, κατ’ επέκταση, η δράση. Επομένως, είναι υποχρέωση του ρεαλισμού να απαντήσει στα ερωτήματα που η ενέργεια θέτει, πριν καν προκύψει η πράξη και το αποτέλεσμα αυτής. Εάν, για παράδειγμα, θέλουμε να περιγράψουμε τη δολοφονία μίας γυναίκας από το σύζυγο ή τον σύντροφό της, θα ήταν εντός των πλαισίων τού ρεαλισμού εάν επενδύαμε σε ένα διάλογο έντασης και εκφραστικής κορύφωσης περιγράφοντας σταδιακά και ψυχογραφικά την πράξη τής δολοφονίας. Στον «δομημένο» ρεαλισμό, ωστόσο, εκείνο το οποίο πρέπει να πεζογράφος να λάβει σοβαρά υπόψιν του είναι οι συνθήκες οι οποίες κατασκευάζουν μία συμπεριφορά και οδηγούν σε μελλοντικό χρόνο το υποκείμενο να δράσει με συγκεκριμένο χαρακτήρα. Επομένως, στην περίπτωση της δολοφονίας, ο πεζογράφος θα ήταν υποχρεωμένος να εξετάσει τον ήρωα εξονυχιστικά μέσα από ψυχογραφική εσωτερικευμένη ανάλυση σε συνδυασμό με περιστατικά τής βιωμένης εμπειρίας κατά τα παιδικά και εφηβικά χρόνια, αλλά και αυτά τής ενηλικίωσης και τής ωριμότητας. Για να οδηγηθούμε στην κατάληξη της δολοφονίας, σαν σε ανατομικό χειρουργικό τραπέζι, ο συγγραφέας καθοδηγεί τον αναγνώστη βήμα το βήμα στην επεξήγηση των αιτιών. Για τις τελευταίες έχει προηγηθεί μελέτη και έρευνα στη συσσωρευμένη γνώση των πηγών απ’ τις οποίες αντλεί τις πληροφορίες τού θέματός του.
Ο «δομημένος» ρεαλισμός έγκειται αφενός στην αναζήτηση και αφετέρου στην λεπτομερή απόδοση. Το αφηγηματικό και επεξηγηματικό στοιχείο στον κορμό ανάπτυξης της πλοκής δεν συγχέονται. Κάθε παράγραφος οφείλει να είναι ξεκάθαρη ως προς το είδος που εκπροσωπεί. Στην περίπτωση του αφηγηματικού λόγου, η γραφή είναι αφαιρετική και λειτουργεί ως αισθητική έκφραση και ξεδίπλωμα της καλλιτεχνικής υφής τού κειμένου. Δεν υπεισέρχονται κομμάτια εικονοποιίας και περιγραφικών αναλύσεων. Ο ήρωας οφείλει να επεξεργάζεται τον χώρο, τον χρόνο και την κατάσταση στην οποία βρίσκεται με τρόπο άμεσο μεν, όχι δεικτικό δε. Αντίθετα, σε διακριτή παράγραφο εντάσσεται το κομμάτι των λεπτομερών περιγραφών. Σε αυτήν την περίπτωση είτε μέσω διαλόγου, είτε με τη μορφή εσωτερικού μονολόγου, είτε περιγραφής εξωτερικού παρατηρητή, ο συγγραφέας προβάλει τη μορφή των εικόνων που συναποτελούν το μέγεθος του χώρου και του χρόνου που προηγήθηκαν ως γέφυρες στις παραγράφους αφήγησης. Γι’ αυτό πάντοτε είναι αναγκαίο να εκκινά το διήγημα ή το μυθιστόρημα με παράγραφος ή παραγράφους εκτενής αφήγησης. Μολονότι δίνονται και σε αυτήν εικόνες, αυτές είναι αφαιρετικές και δεν επεξηγούν μία κατάσταση πραγμάτων, ούτε μία δέσμη αναγκαιοτήτων. Από την άλλη πλευρά, στην αρχιτεκτονική δομή τού λόγου στα πλαίσια των περιγραφών, οι εικόνες τις οποίες εξετάζει ενδελεχώς ο ήρωας, καθαρά από βιωματική εμπειρική γνώση σε χρόνο ενεστώτα (επομένως ο ίδιος γίνεται αντικείμενο και υποκείμενο ταυτόχρονα της ενέργειας), είναι εικόνες ολοζώντανες, εικόνες στις οποίες δύναται κανείς να αντικρύσει τον εαυτό του τη στιγμή κατά την οποία συμβαίνουν. Για τον λόγο αυτόν, απαγορεύονται αυστηρά μεταφυσικές ή μυθολογικές αναφορές, σχήματα λόγου που επενδύουν στη συναισθηματική ταύτιση του αναγνώστη, υπονομεύοντας τον παράγοντα της/των αιτίας/αιτιών μίας ενέργειας. Για τους συγγραφείς τού «δομημένου» ρεαλισμού, για όλα τα μέλη τού Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης, η κοινωνική κατασκευή μίας πράξης έχει απόλυτη αξία από την συναισθηματική έκφραση αυτής. Για να αποφύγουμε παρεξηγήσεις: Δεν υπονοείται ότι καταργείται το συναίσθημα. Εκείνο το οποίο μας ενδιαφέρει είναι το συναίσθημα να αποκτήσει τη σχέση εικόνας-μορφής μέσα από την προετοιμασία της αντικειμενικής καταγραφής, και όχι απλώς της περιγραφικής έκφρασης. Με άλλα λόγια, είτε στην αφήγηση είτε στην περιγραφή ενυπάρχει το συναίσθημα καθόλη τη διάρκεια επέκτασης του λόγου. Εκείνο το οποίο αρνούμαστε κατηγορηματικά είναι η απόπειρα καθενός/καθεμιάς συγγραφέα να επενδύσει στη ρομαντική υφή τού συναισθήματος, καταλήγοντας στην υπερβολή και τη μεγέθυνση καταστάσεων μηδαμινής σημασίας και αξίας. Μέσα από τις περιγραφές και τις αφηγήσεις ο συγγραφέας ξεδιπλώνει τις συναισθηματικές συντεταγμένες, οι οποίες ωστόσο παραμένουν δέσμιες των εικόνων στις οποίες αντιστοιχούν και μεταδίδονται με τρόπο στρατευμένο ως προς την τελική θεματική στόχευση.
Τέλος, ο ψυχαναλυτικός παράγοντας επενεργεί επί τής ύλης τού έργου συνολικά. Ο συγγραφέας, στον χώρο τής πεζογραφίας, επιβάλλεται να διερευνά τα ζητήματα ψυχοσύνθεσης και κοινωνικής ενσωμάτωσης μέσα από την εσωτερικευμένη διαδικασία αναλογίας των συστατικών μερών τού δρώντος υποκειμένου. Ο ήρωας ή οι ήρωές του είναι πάντοτε πεδία αναφοράς για την ψυχαναλυτική ανάδειξη των εξωτερικών συλλογικών γνωρισμάτων. Στο πρόσωπό του αντικρίζει κανείς τις ιδεολογικές αφετηρίες τής κυρίαρχης ηθικής και τής συλλογικής ταυτότητας. Επομένως, ο πρωταγωνιστής δεν δύναται να αντιμετωπίζεται σε απόσταση από τον συγγραφέα. Λειτουργεί ως προέκταση των ερευνητικών του προεργασιών και καταλήγει, εντός του γραπτού λόγου, στη μορφοποίηση των κοινωνικών αναδιατάξεων, όπως αυτές ορίζονται από την θεματική πρόθεση. Είναι μετρημένες στα δάκτυλα του ενός χεριού οι δυνατότητες επέκτασης των ατομικών ορίων τού ήρωα στις εξωτερικές/αντικειμενικές διεργασίες. Με άλλα λόγια, ο πρωταγωνιστής, όπως καθοδηγείται από τον συγγραφέα, δεν παρεμβαίνει στον δημόσιο λόγο για να ανατρέψει μία κατάσταση πραγμάτων στη φαντασιακή θέσμιση δυνατοτήτων, αλλά, αντίθετα, παρεμβαίνει για να ενημερώσει τον αναγνώστη για τα πορίσματα των ερευνών που τον οδήγησαν στο συνθετικό συμπέρασμα αιτιακών σχέσεων, όπως αυτό αντανακλάται στις θεματικές ενότητες του εκάστοτε έργου. Επομένως, ο ψυχαναλυτικός παράγοντας είναι εργαλείο απομάγευσης πρώτα και κύρια της συνείδησης του συγγραφέα, προτού τη μεταφέρει στις ενέργειες του πρωταγωνιστή εντός τού κειμένου. Η ψυχαναλυτική επιστήμη μεσολαβεί ώστε να μεταφράσει τα συναισθήματα και τις μορφικές εκδηλώσεις αυτών με τρόπο τεκμηριωμένο και όχι απλώς ως αίσθηση. Επιθυμούμε να ακυρώσουμε στην πράξη κάθε μορφή αφηρημένης πρόσληψης της λογοτεχνίας και να τη θέσουμε στο βάθρο της επιστημονικής τεκμηρίωσης, ώστε ο πεζογραφικός ή ποιητικός λόγος να μετασχηματιστεί σε οδηγητικό νήμα αποκάλυψης των βαθύτερων αιτιών πίσω από τις οποίες διαρκώς εκμηδενίζεται το άτομο και απομένει μονάχα η εξωτερική επιφάνεια των πραγμάτων.

Αντώνης Ε. Χαριστός
Πίνακας: Erik Henningsen: ‘Summum jus, summa injuria. The Murder of a Child’, 1886
πηγή φωτογραφίας: https://www.hirschsprung.dk/en/collection/theme/everyday-life-and-realism