Γεράσιμος Δενδρινός | Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά

…δεν είναι όλα τα πράγματα για τον κόσμο,

αλλά για ψυχές εκτεθειμένες σε σπάνια συναισθήματα,

αναδυόμενα στο ξάφνιασμα της στιγμής,

ακόμη και σε τόπους τής ενδοχώρας,

χρόνια και χρόνια βυθισμένα μέσα στη σκόνη…

Συνέντευξη στη Λουκία Πλυτά


1]. Κύριε Δενδρινέ, πότε ξεκινήσατε ν’ ασχολείστε με την τέχνη τού λόγου και τί σας παρότρυνε να το πράξετε;

Είναι σωστό αυτό που λένε πως οι κατά καιρούς αποτυχίες, η ψυχική συρρίκνωση και η μοναξιά είναι τα πλέον κατάλληλα εφαλτήρια για την καταφυγή στη γραφή. Πάντως, εγώ, στην αρχή, και κυρίως το διάστημα 1980-1987, όπως πολλοί άλλωστε, επέλεξα την ποίηση ως λύτρωση στα προσωπικά μου αδιέξοδα. Στα χρόνια τού στρατού 1980-82 μελέτησα ξένους, κυρίως, ποιητές, έγραφα όμως παραληρήματα αυτόματης γραφής, σύμφωνα με τα διδάγματα του Αντρέ Μπρετόν και της παρέας του, που με είχαν τότε ενθουσιάσει. Το Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού (1924), του ιδίου και ιδρυτή τής σχολής, το ήξερα απ’ έξω – μοίρα αναγκαστική που ταυτιζόταν τότε απόλυτα με την έπαρση της νεότητας. Με τη γραφή αυτών των παραληρημάτων ήμουν αθεράπευτα διχασμένος: Όσο η ποίησή μου ήταν, την εποχή εκείνη, ερμητική, τόσο η πεζογραφία μου ήταν άκρως ρεαλιστική, εννοώντας τα διηγήματα και τις νουβέλες, που ήταν εμπνευσμένες από τους ανθρώπους τής δεκαετίας τού ’60, τότε που οι άνθρωποι ήταν ακόμη γνήσιοι χαρακτήρες και δεν είχαν μπολιαστεί, όπως σήμερα, από διαβάσματα ή σπουδές (κομματικές ιδεολογίες, πολιτιστικές και κοινωνιολογικές θεωρίες, απόψεις και αναλύσεις κάθε λογής), ήταν δηλαδή απλοί καθημερινοί τύποι τής γειτονιάς, όπως τους έζησα τότε ως παιδί. Το 1981 γνωρίστηκα με τον Θεσσαλονικιό πεζογράφο Γιάννη Πατσώνη, κι εκείνος ήταν αυτός που με ώθησε να γράψω τις ιστορίες αυτής της εποχής, που του διηγιόμουν κατά καιρούς, επινοήσεις το μεγαλύτερο μέρος. Ο Γ. Πατσώνης μού έμαθε πως στην πεζογραφία δεν χρειαζόταν η καταφυγή σε ποιητικές εξάρσεις, σκηνές τραβηγμένες από τα μαλλιά ή κατασκευές με φιλοσοφικές επινοήσεις, αλλά απαιτούσε μια γλώσσα στρωτή και δουλεμένη, αφήγηση που να δικαιολογεί και να ταιριάζει με την ιστορία των ανθρώπων και την εποχή, κι ευτυχώς, γιατί τα κείμενα της δεκαετίας τού ’60 δεν ήθελαν τέτοιους μετεωρισμούς, αλλά μεγάλη προσοχή και έλεγχο, ειδικά αν ο αφηγητής είναι ένα μικρό παιδί. Πάντως, οφείλω να ομολογήσω πως μέχρι σήμερα ένα πεζό κείμενο με εξαντλεί από την υπερβολική επεξεργασία (υπάρχει πάντα το δεύτερο μάτι πριν δημοσιευτεί) κι ακόμη όταν το βλέπω σε έντυπη ή ηλεκτρονική μορφή μπορώ και διακρίνω κάποιες γλωσσικές αβλεψίες.

2]. Η λογοτεχνία είναι εντέλει μια ψευδής κατασκευή, που όμως  λέει την αλήθεια;

Αλίμονο αν δεν έλεγε την αλήθεια ακόμη και όταν χρησιμοποιεί την επινόηση, βασισμένη όμως αχνά σε προσωπική ή σε κοινή εμπειρία. Ο στόχος για την Αλήθεια τής Κτίσης σε μια δεδομένη ιστορική στιγμή είναι και το αίτημα για κάθε λογοτέχνη, περισσότερο για τον πεζογράφο. Η ποίηση έχει πιο προσωπικό χαρακτήρα και δεν την αφορά και τόσο ο χρόνος. Είναι άχρονη τέχνη. Λέγω πράματα ήδη γνωστά. Πάντως, αν λάβουμε υπόψη μας τα μεγάλα έργα τής λογοτεχνίας, ποτέ οι δημιουργοί τους δεν κατέφυγαν σε τεχνάσματα αδιέξοδα, που γίνονταν χάρη καλλιτεχνίας, αλλά πάντα γνώμονά τους ήταν η Αλήθεια τού Κόσμου σε συνάρτηση με τον χρόνο.  Βέβαια, η τεχνική τής πεζογραφίας δεν είναι ίδια με αυτή της παλιάς εποχής, εξελίσσεται, κι αυτό πρέπει να μας κάνει ακόμα πιο προσεκτικούς στο σκηνικό μιας ιστορίας που αναφέρεται στο μέλλον, προβάλλοντας συγχρόνως υπαινιγμούς για την κακοπάθεια του σύγχρονου κόσμου.

3]. Ποιά είναι η πηγή τής έμπνευσής σας; Στη δική σας περίπτωση, τί έρχεται πρώτο όταν γράφετε;

Ο χώρος είναι αυτός που επιβάλλεται πρωταρχικά, και μετά ακολουθούν τα πρόσωπα και η ιστορία τους. Σπανίως επεμβαίνουν πρώτοι οι ήρωες. Δεν θα έλεγα πως στην πεζογραφία υπάρχει έμπνευση, όσο στην ποίηση που ισοδυναμεί με εκτόξευση μιας έντονης ψυχικής ανάτασης. Το πεζό κείμενο απαιτεί επεξεργασία και κόπο που δεν έχουν να κάνουν με την έμπνευση, όπως ένα ποίημα στην αρχέγονη μορφή του, την οποία καταγράφει ο ποιητής κάπως αυτόματα, χωρίς να έχει απόλυτη συνείδηση. Κι εδώ, φυσικά, δεν μιλάμε για τη ρεαλιστική αφηγηματική ποίηση, μια μάστιγα στην οποία ενδίδουν εύκολα ευτυχώς μερικοί, ειδικά αυτοί που δεν διαθέτουν ικανά πειστήρια κατοχής ενός άλλου κόσμου, παρά μόνο αυτόν που βλέπουν τα μάτια τους, αλλά μια φωνή που αναδύεται μέσα από την ίδια την ψυχή, και, αν θέλετε, μέσα από το ασυνείδητο.

4]. Τί θέση έχουν οι λέξεις, τα βιωματικά στοιχεία και το συναίσθημα στη γραφή σας;

Αν δεν υπάρχουν βιωματικά στοιχεία και συναίσθημα, δηλ. μια ψυχική κατάσταση που αποδίδεται με λέξεις, δεν μπορεί να υπάρξει και κείμενο. Το βίωμα φαίνεται προσωπικό, αλλά είναι πλαστό (ελάχιστα περιστατικά τής παιδικής και εφηβικής ζωής μου είναι πραγματικά), γιατί η επινόηση, όπως είπα προηγουμένως, παίζει μεγάλο ρόλο στην πεζογραφία μου. Πιστεύω πως ένας πεζογράφος πρέπει να μεταπλάθει την πραγματικότητα. Δεν μπορεί να καταγράφει την πραγματικότητα όπως είναι, σαν τον φωτογράφο, γιατί θα πέσει στον εύκολο δρόμο τής κοινοτοπίας και τής ευκολίας. Η πραγματικότητα είναι γεμάτη από σκουπίδια, που οφείλει ο λογοτέχνης να τ’ απορρίψει, γιατί δεν οδηγούν πουθενά και συσσωρεύονται αποτελματώνοντας την αφήγηση. Κι αυτό το λέω γιατί βλέπω αρκετούς να έχουν την τάση να καταγράφουν τα πάντα, χωρίς τα κείμενά τους ν’ αποκαλύπτουν κάτι βαθύτερο, να εκδίδουν κάθε τόσο βιβλίο και να καμαρώνουν για την υπερπαραγωγή τους, λες και εργάζονται σε εργοστάσιο παραγωγής φασόν. Είναι οπαδοί τής γραπτής φράσης «υποκείμενο+ρήμα+αντικείμενο» (οι δε τίτλοι είναι πάντα κοινότοποι και ξεροί: ουσιαστικό+γενική) με την απλοϊκότητα να καταντά αφέλεια που δεν τιμά ούτε τον λογοτέχνη μήτε και τον απαιτητικό αναγνώστη. Το να μιλάς ρεαλιστικά δεν είναι κακό, αλλά αυτή η απόδοση απαιτεί ξεχωριστό ταλέντο και φυσικά υπάρχουν λογοτέχνες που γράφουν εξαιρετικά, που επιλέγουν ή επινοούν ιστορίες από την πραγματικότητα και δεν την καταγράφουν φωτογραφικά και άτεχνα.   

5]. Η Ελευσίνα και οι παραδόσεις της κυριαρχούν στα βιβλία σας. Εξηγήστε μας το γιατί;

Η παραλία τής Ελευσίνας ήταν σε μένα γνωστή από την παιδική ηλικία μου, όταν πηγαίναμε εκεί τα καλοκαίρια με το λεωφορείο για μπάνιο. Υπήρχαν και κάποιοι μακρινοί συγγενείς στην πόλη που πλέον δεν ζουν. Το πεζογραφικό μου τοπίο εκτός από την ιερή πόλη τής Ελευσίνας, περιελάμβανε και τη Μάνδρα, τη Μαγούλα, τον Ασπρόπυργο, τον Σκαραμαγκά, τη Λίμνη Κουμουνδούρου, τη Λεωφόρο τού Νάτο και όλο το Θριάσιο Πεδίο. Η καταγραφή των τόπων ήδη έγινε με το πρώτο μου βιβλίο το 1992 Ένα πακέτο «Άρωμα», που επανεκδόθηκε με επιτυχία στο 1995 στον «Κέδρο». Δεν το λέω για να πετύχω τα πρωτεία, αλλά ξαφνικά, πριν μερικά χρόνια, θεωρήθηκε πως κάποιοι άλλοι ανακάλυψαν αυτήν την περιοχή, πείθοντας και τους πλέον ειδικούς γι’ αυτήν τους την πρωτιά.

6]. Κε Δενδρινέ είναι ξεκάθαρο πως αντλείτε δύναμη από τις μνήμες, μιλήστε μας γι’ αυτό.

Για πολλούς πεζογράφους η μνήμη είναι δύναμη και βασίζονται πάνω σ’ αυτήν. Για μένα η μνήμη επικαλύπτεται με το δέρμα τής επινόησης. Είμαι οπαδός τής λογοτεχνίας που δημιουργείται εκ του μηδενός. Το βίωμα που διαθέτω από τη ζωή αγγίζει τους ήρωες πρωταγωνιστές των κειμένων μου. Έτσι μπορώ να εξακολουθώ να βλέπω τον κόσμο. Κατέχω το πρίσμα της ζωής που αφορά και τον μεμονωμένο άνθρωπο που ζει σε μια δεδομένη χρονική στιγμή και στην ομάδα που υπάρχει και κινείται στην ίδια περίοδο και που διαμορφώνει λόγο, πράξη και τρόπο ζωής.  

7]. Ο Ψυχάρης είχε τονίσει με άμεσο τρόπο στο Το ταξίδι μου (1888) την ανάγκη ανάπτυξης της νεοελληνικής πεζογραφίας και μάλιστα σε μία γλώσσα που δεν θα διέφερε από την καθημερινή ομιλία, ενώ ο Ζαν Πωλ Σαρτρ αναφέρει πως όλα τα λογοτεχνικά έργα περιλαμβάνουν εντός τους την εικόνα τού αναγνώστη για τον οποίο προορίζονται, συμφωνείτε;

Ο Ψυχάρης υπήρξε γαλλοτραφής, μιλούσε άπταιστα τη γλώσσα αυτή, ήταν γλωσσολόγος, αλλά στο έργο του, Το ταξίδι μου, πρότεινε μια ελληνική γλώσσα μαλλιαρή που δεν μιλιόταν καν – αυτό ήταν το ατόπημά του – προσπάθησε να επιβάλει ένα ιδίωμα αποκλειστικά δικό του, μια Δημοτική που δεν είχε καταγραφεί ως τότε σε Γραμματική, αγνοώντας την προφορική ομιλία των μεγάλων πόλεων. (Είτε το θέλουμε είτε όχι, η γλώσσα των μεγάλων πόλεων είναι ένα ασφαλές κριτήριο της χρήσης τής γλώσσας στη λογοτεχνία.) Πίστευε πως ο λογοτέχνης, ως στυλοβάτης ενός γλωσσικού πολιτισμού, οφείλει να δημιουργεί μία γλώσσα, προτείνοντας ο ίδιος μια επίπλαστη Δημοτική, που σήμερα φαντάζει ως παράδειγμα προς αποφυγήν. Η γνώμη τού Σαρτρ πάλι είναι πέρα για πέρα αληθινή, αν και υπάρχει η άποψη που όσοι διακρίνουν κοινά στοιχεία τής ζωής τους με αυτήν των ηρώων ενός βιβλίου, είναι αυτοί που δεν ξέρουν να διαβάζουν. Συνήθως διαβάζεις για να μάθεις τον χαρακτήρα και τη νοοτροπία άλλων ανθρώπων και λαών. Σήμερα, η γλώσσα είναι λίγο πολύ κοινή σε όλα τα βιβλία και κατανοητή, και πρέπει να είναι χωρίς ακρότητες. Τις γλωσσικές υπερβολές τις ακολουθεί η ποίηση, γιατί εκεί υπάρχουν άλλες εσωτερικές διεργασίες, καμιά φορά άγνωστες, εν πολλοίς ερμητικές και ελεύθερες.

8]. Ποιές συνθήκες τής σύγχρονης κοινωνίας επιδρούν στη σχέση λογοτέχνη και κοινού; Γιατί μέσα από τη σχέση αυτή προκύπτει η αναγκαιότητα ύπαρξης του κριτικού;

Η ίδια η παθογένεια της κοινωνίας μας με τα χιλιάδες απτά προβλήματα που προστίθενται καθημερινά. Ο λογοτέχνης καλείται να τα καταθέσει σε ένα κοινό με ιδιάζουσα γλώσσα και όχι ξερά, όπως κάνει ο δημοσιογράφος στο ρεπορτάζ του. Έτσι δημιουργείται μία γέφυρα μεταξύ τους, άκρως συναισθηματική, η οποία δεν προτείνει λύσεις αλλά σκέψη – αυτό είναι το ζητούμενο. Το συναίσθημα πάλι είναι μια δύναμη για κάθαρση. Ένα κείμενο δεν πρέπει να προτείνει τον εφησυχασμό ούτε την επανάσταση και τον διδακτισμό, περιέχει στοιχεία τής εποχής μας, όπου τα πάντα βρίσκονται σε διαρκή αναστάτωση. Ο κριτικός πάλι έρχεται να κρίνει την αξία ενός βιβλίου με αρματωσιά του τη μελέτη των μεγάλων έργων, την καλλιέργειά του, το γούστο του και προπάντων το ήθος. Ο κριτικός είναι, λοιπόν, αναγκαίος. Μας διδάσκει καλαισθησία και πώς οφείλει να δομείται ένα κείμενο για να είναι καλό. Ο κριτικός πρέπει να στέκεται μακριά από φίλους και γνωστούς αν θέλει να κρίνει αμερόληπτα. Σήμερα, που η κριτική έχει καταντήσει δοσοληψία μεταξύ φίλων (μου γράφεις καλά, σου το ανταποδίδω), δεν μπορούμε να μιλάμε για αδέκαστη κριτική, και ειδικά αν ο κριτικός είναι και λογοτέχνης, κάτι που το βλέπουμε συχνά, αφού ένας άνθρωπος που μελετά και κρίνει γνωρίζει πώς δομείται ένα κείμενο για να είναι καλό. Διατηρώ μεγάλη επιφύλαξη για όσους γράφουν μόνο καλά λόγια για τα βιβλία που λαβαίνουν. Όταν γράφεις για όλα τα βιβλία καλά λόγια, κάνεις κακό γιατί, αναμφίβολα, υποστηρίζεις και γραφές ασήμαντες και ο λογοτέχνης επαφίεται ασκώντας τέχνη κακή και ανούσια. Δεν γίνεται να είναι όλα τα βιβλία καλά. Υπάρχουν, ωστόσο, και καλοί κριτικοί που επιμένουν να στέκουν ευτυχώς μακριά από τέτοιου είδους αλισβερίσια.

9]. Υπάρχει αναγνωστικό κοινό για την πεζογραφία;

Πιστεύω πως αυτό κυρίως είναι γυναικείο, αν και υπάρχει μια μερίδα από αυτές που αγοράζουν τον συγγραφέα επειδή είναι «ωραίος», όπως ψηφίζουν τον ευειδή πολιτικό. Οι γυναίκες, ως πιο λογικές, και με ευρεία καλλιέργεια μπορούν και κρίνουν καλύτερα όταν διαβάζουν. Αυτό δεν σημαίνει πως αποκλείω εντελώς το αντρικό κοινό. Η πληθώρα των βιβλίων που εκδίδεται κάθε μήνα στη χώρα μας μπορεί να σαστίζει, αλλά αν η παιδεία σου έχει σμιλευτεί από αθάνατα έργα τής παγκόσμιας λογοτεχνίας, από όπου έχεις διδαχθεί τις τεχνικές τής γλώσσας με τις οποίες αποδίδει ο συγγραφέας το θέμα του, μπορείς να ξεχωρίσεις και στην ντόπια παραγωγή σπουδαίες γραφές. 

10]. Θεωρείτε πως η πεζογραφία διαμορφώνει ταυτότητες και συνειδήσεις;

Στην παλιά εποχή, που τα βιβλία και οι συγγραφείς ήταν ελάχιστοι, ένα έργο μπορούσε να χαρίζει ιδιότητες μοναδικές στο άτομο, ώστε να έχει επίγνωση τόσο για τον εαυτό του όσο και για τον κόσμο που τον περιβάλλει. Αναφέρω, κάπως επιπόλαια, το έργο τού Παπαδιαμάντη στο σύνολό του, τη Ζωή εν τάφω του Στρατή Μυριβήλη, την Ιστορία ενός αιχμαλώτου του Στρατή Δούκα, το Νούμερο 31328 του Ηλία Βενέζη, τα Ματωμένα Χώματα της Διδώς Σωτηρίου, Το Πλατύ ποτάμι του Γιάννη Μπεράτη, το έργο του Δημήτρη Χατζή, Γιώργου Ιωάννου και Κώστα Ταχτσή, που χάλκευσαν πάλαι ποτέ συνειδήσεις ώστε μέσω αυτών των έργων ξεχώρισαν οι αναγνώστες το πρόσωπο μιας γνήσιας Ελλάδας. Σήμερα, είναι πολύ δύσκολο αυτό για τη λογοτεχνία, επειδή ο όρος Ελληνικότητα έχει περιφρονηθεί ως αδόκιμος και νοθευτεί από ποικίλα διαβάσματα (ίσως δικαιολογημένο) και μόνο βιβλία πολιτικής και κοινωνιολογικής σκέψης μπορούν να επηρεάζουν ανθρώπους, που θέλουν να ανήκουν σε πολιτικά σχήματα χωρίς ιδιαίτερη κρίση και σκέψη. Αλλά και πάλι αυτό γίνεται μεμονωμένα επειδή στη σύγχρονη κοινωνία επικρατεί η σύγχυση και η ασάφεια – ποτέ τα πάντα δεν είναι αυτά που φαίνονται. Ο άνθρωπος σήμερα, λόγω προβλημάτων, είναι αρκετά διασπασμένος σε πολλά κομμάτια και αντιμετωπίζει τη λογοτεχνία σαν μέρος μιας σιωπηλής διασκέδασης που ζητεί να τον αποσπάσει από τις βιοτικές μέριμνες.

11]. Η ποίηση;

Για παράδειγμα, τα Ομηρικά Έπη την εποχή τού Πεισιστράτου, υπήρξαν βασικό εγχειρίδιο της σχολικής εκπαίδευσης στην αρχαία Αθήνα, και μέσω αυτού τα παιδιά μάθαιναν τις αρετές και τα ελαττώματα των ηρώων, καθώς και τη νοοτροπία των δύο πολιτισμών, των Ελλήνων και των Τρώων. Ακολουθούν το Έπος του Διγενή Ακρίτα και αργότερα ο Ερωτόκριτος στα βυζαντινά χρόνια και στα χρόνια τής Βενετοκρατούμενης Κρήτηςαντίστοιχα. Αυτά τα σπουδαία έπη ένωναν τον κόσμο, ακόμη σε περιοχές που συζούσαν διαφορετικές θρησκείες και νοοτροπίες (Μουσουλμάνοι με Ορθόδοξους και Καθολικούς Χριστιανούς) επειδή αφηγούνταν έμμετρα μια ιστορία, κατανοητή στον λαό. Σήμερα, που η ποίηση είναι ιδιωτική και αυθαίρετη, δεν μπορεί να δημιουργήσει ταυτότητα και εθνική συνείδηση γιατί δεν είναι περιγραφική, αλλά σκοτεινή και συνειρμική, επειδή την εποχή μας τη χαρακτηρίζει, ως επί το πλείστον, η σύγχυση και η ασάφεια. Η ποίηση δεν ενώνει ανθρώπους, όπως κάνει η πεζογραφία, αλλά μεμονωμένες ψυχές. Αν και το πεζό επιτρέπει να το χειρίζονται άνθρωποι χωρίς ιδιαίτερο ταλέντο, στο θέμα τής ποίησης απαιτείται ταλέντο, αν θέλεις να ξεχωρίσεις ως γραφή.

12]. Μελέτες αναφέρουν πως η ανατροφή ενός παιδιού σε ένα σπίτι με μεγάλη βιβλιοθήκη συνοδεύεται με αυξημένες δεξιότητες διαχείρισης της γλώσσας, της πληροφορικής, αλλά και της αριθμητικής. Ως εκπαιδευτικός ποιά είναι άποψή σας;

Μεγάλη βιβλιοθήκη έχουν ελάχιστοι στη χώρα μας, κι αυτοί, ως ενημερωμένοι γονείς σχετικά με τα βιβλία που κυκλοφορούν στη ντόπια και ξένη αγορά, μπορούν να επηρεάσουν κάλλιστα τα παιδιά τους. Αρκεί να σκεφτεί κανείς πως το βιβλίο, εκτός από τη σωστή απόδοση των λέξεων, μας διδάσκει και φαντασία, αφού με το διάβασμα αναγκαζόμαστε να χτίζουμε την εικόνα στον νου μας. Αυτό δεν συμβαίνει στο σύνολο των ανθρώπων, επειδή οι περισσότεροι σήμερα είναι έρμαια στην κατίσχυση της εικόνας, όπως αυτή διαδίδεται καθημερινά σε κάθε σπίτι μέσω της τηλεόρασης. Δυστυχώς, η μαγεία τής εικόνας προκαλεί εθισμό και είναι δύσκολο πολύ να αποσπαστεί από αυτήν ένας έφηβος ή ένας φοιτητής, που κυκλοφορεί παντού καλωδιωμένος με ένα σμαρτ φόουν στα χέρια, ειδικά στα ΜΜΜ, και που αποδεικνύουν καθημερινά τί δύναμη έχει η εικονική αναπαράσταση του κόσμου. Συγχρόνως, υπάρχει ακόμα και το έντυπο βιβλίο, κι αυτό είναι παρηγοριά. Στα σχολεία έχει κάποια δύναμη ως υλικό γνώσης και μάθησης σε συνδυασμό με την ηλεκτρονική διδασκαλία. Μερικοί εκδοτικοί οίκοι εξέδωσαν ηλεκτρονικά βιβλία, αλλά στην πορεία διαπίστωσαν πως αυτή η εμπορική εκδοχή τής διάδοσης της γνώσης, τουλάχιστον για τη χώρα μας, είναι ακόμη ασύμφορη. Πάντως, σύμφωνα με τους κοινωνιολόγους, στο μέλλον ο κόσμος και η καθημερινότητά μας θα γίνει ακόμα πιο πολύ ηλεκτρονικός και δεν θα υπάρχει χαρτί – θα είναι υλικό προς αποφυγήν αφού στοιχίζει και καταστρέφει τα δάση – και ήδη σε αρκετά κράτη τής Δύσης αυτό δρομολογείται σιγά σιγά.

13]. Πώς κερδίζεται η ζωή;

Κερδίζεται μόνο αν υπολογίσουμε πως η ζωή είναι σχολείο εκμάθησης στο να γίνουμε καλύτεροι. Υπάρχει όμως διάσταση στον τρόπο ζωής: Οι εύποροι νομίζουν πως τους ανήκει η ζωή με την άνεση να κάνουν ό,τι θέλουν σε οποιοδήποτε μέρος τού κόσμου, ενώ για τους φτωχούς υπάρχει πάντα μία μόνο ευχή τόσο επίκαιρη: «Κάνε με πλούσιο κι ευτυχισμένο…». Δεν μιλάνε για υγεία. Ωστόσο, ο θάνατος καιροφυλακτεί και για τις δύο αυτές ομάδες – την τελική λύση την έχει πάντα αυτός. Παρατηρώ όμως πως αυτοί που έχουν τα πάντα στη ζωή, δεν ζουν πολύ. Πεθαίνουν σε ατύχημα ή από σύντομη ασθένεια – ίσως μια άλλη δύναμη να τα ρυθμίζει όλα αυτά, όπως λένε. Αρκετοί πλούσιοι έχουν χρήματα, αλλά δεν έχουν την υγεία τους. Υπάρχουν φτωχοί που είναι ευτυχισμένοι με τα λίγα και δεν επιζητούν άλλα. Ίσως να υπάρχει αδιόρατος νόμος που διέπει τη ζωή. Με τα λίγα ίσως να κερδίζεται η ζωή, όπως η Υγεία και τα Απαραίτητα, για να βιώνεις την πραγματικότητα με κάποια αξιοπρέπεια χωρίς να βλάπτεις εαυτόν και τους άλλους.

14]. Γιατί κατά τη γνώμη σας οι άνθρωποι δεν αντιδρούν στην πνευματική κατάπτωση;

Η εποχή μας μοιάζει με αυτή του 4ου αιώνα π.Χ. που ο άνθρωπος είχε ιδιωτικό, προσωπικό όραμα, ενδιαφερόταν για τον εαυτό του περισσότερο και όχι για το κοινό, όσον αφορά τις πνευματικές κατακτήσεις. Πολλές χώρες τής Δύσης από τον 4ο αιώνα π.Χ. ήδη έχουν μεταπηδήσει στο μεταίχμιο των δύο αιώνων (1ο αιώνας π.χ. και 1ο αιώνας μ.Χ.) τής Ρώμης με την έκλυση των ηθών, διανύοντας μια περίοδο σεξιστική και αποχαυνωτική. Ο άνθρωπος σήμερα αντιδρά μόνο σε θέματα υλικά. Η ανέχεια και η αβεβαιότητα που υπάρχει τον αναγκάζει να βγει στους δρόμους διαδηλώνοντας για απουσία δικαιοσύνης, για καλύτερη διαβίωση, ενάντια στην ανεργία κλπ. Θα έλεγε κανείς πως σε μια κοινωνία που κακοποιείται από τα προβλήματα, δεν υπάρχει χώρος για την αντίδραση στην πνευματική κατάπτωση, της οποίας το αποτέλεσμα είναι ο ανταγωνισμός των εξοπλισμών μεταξύ των κρατών και η αγριότητα του πολέμου. Το μόνο παρήγορο είναι πως η λογοτεχνία καλείται να καταγράψει αυτήν την εξαθλίωση και την έκπτωση των αξιών σε ένα ορισμένο διάστημα του χρόνου, αν και αυτή η στάση της αγριότητας που προανέφερα, πόλεμοι, καταστροφές, πρόσφυγες, δείχνει πως ο άνθρωπος δεν έχει εξημερωθεί ακόμα και αν κατέκτησε την υψηλή γνώση και σφυρηλάτησε εν μέσω των αιώνων τις δήθεν ανθρωπιστικές αξίες τού Διαφωτισμού, που θεσπίστηκαν για να τις καταργούμε.

15]. Κάθε ανθρώπινη συμπεριφορά αποκαλύπτει μίαν όψη του σύμπαντος;

Αν λάβουμε υπόψη πως στο Σύμπαν καθετί γίνεται για καλό (δημιουργία αστεριών, πλανητών) ή για κακό (καταστροφή αστεριών, μαύρες τρύπες), αυτό ισχύει και για τον άνθρωπο, γιατί αυτός είναι ικανός περισσότερο για το κακό και όχι για το καλό. Δυστυχώς, σήμερα το κακό είναι μια χρονοβόρα κατάσταση που εκτοπίζει το καλό, και η όποια δήθεν διευθέτησή του δεν είναι τίποτε άλλο παρά μια ακόμη επιβεβαίωση της επιβολής τού κακού ώστε να προκαλέσει δυστυχία στους πολλούς, αφού τίποτε δεν αγγίζει τους ηγέτες, τους δυνατούς των χωρών. Και η λογοτεχνία δημιουργείται και υπάρχει εν μέσω αυτής της τοξικότητας, που για να επιβληθεί ο ένας ως αξία επί του άλλου, τον σύρει και στα δικαστήρια… χωρίς να υπολογίζει το αβέβαιο και το άστατο της ζωής. Εκεί φτάσαμε…

16]. Από ποιές αυταπάτες διέπονται οι άνθρωποι;

Πιστεύω πως είναι τρεις: α) Το Ναρκισσιστικό Εγώ, ο ανεδαφικός εγωισμός, που ο καθένας νομίζει πως από αυτόν εκπορεύεται ο κόσμος γύρω του, και ειδικά ο Έλληνας, ακόμα και όταν δεν έχει να προσφέρει κάτι καλό στο σύνολο, β) Η Πολιτική δηλ. η ένταξή σου σε ένα κόμμα που σπανίως στέκεται αντάξια στα οράματα του λαού, γιατί συσπειρώνει ανθρώπους εγωμανείς και φίλαρχους, αλλά εντελώς ερασιτέχνες και ανίκανους στο να δώσουν λύση σε κάτι το εντελώς ασήμαντο, και δεν αναγνωρίζουν τα λάθη τους, αλλά υποστηρίζουν τις λαμογιές και τις παρανομίες τους με τη Δικαιοσύνη, υποτελή στην πολιτική τους, και, τέλος, γ) H Θρησκεία, αν κι εδώ υπεισέρχεται και το ενδεχόμενο να γίνεσαι χρήσιμος για τον συνάνθρωπο στην ανάγκη του, υποταγμένος σε επιταγές που δεν αφορούν τη φιλαυτία, αλλά τον άλλον, κάτι που είναι σίγουρα καλό. Προς το παρόν, η παραμικρή λογοτεχνική επιτυχία που αναρτάται στο διαδίκτυο ως μνεία αδιαφιλονίκητης αξίας και αυταπάτης, συνοδεύεται από πλήθος «συγχαρητηρίων» και «μπράβο». Το Facebook σού προσφέρει δωρεάν τη διαφήμιση του έργου σου…

17]. Τί σας κάνει να αγανακτείτε;

Εκτός από τη διαπλοκή στην πολιτική, που πλουτίζει λόγω αλλοτρίωσης και ο πιο φτωχός και αγνός αγωνιστής που εισέρχεται στη Βουλή των Ελλήνων, με αγανακτεί η διαπλοκή στη λογοτεχνία και η εμμονή (το πείσμα μάλλον) του ντόπιου λογοτέχνη να φανεί σε οτιδήποτε και αν κάνει –  η μανία να προβάλλει την αξία του εδώ και τώρα. (Το να επιμένεις υπερβολικά σ’ αυτή τη χώρα, κάτι καταφέρνεις στο τέλος ως ανταπόδοση του θράσους που διαθέτεις.) Σίγουρα, το βιβλίο σήμερα έχει αγοραστική αξία, και πρέπει να προωθηθεί πάση θυσία για να πουληθεί, κάτι που δεν είναι κακό σύμφωνα με τους νόμους τής αγοράς, εφόσον πρέπει να ζήσει ο εκδότης και όσοι εργάζονται συν αυτώ. Αφήνω κατά μέρος τον εκδότη-λογοτέχνη, γιατί εδώ τα πράγματα είναι από τα πλέον πολύπλοκα, όπως τον εκδότη που απέκτησε προφορική παιδεία από σημαντικούς ανθρώπους που εξέδωσε σε απαράμιλλες εκδόσεις, έκανε και κάνει παρέα, και θεωρεί έκτοτε τον εαυτό του αλάνθαστο κριτή λόγω έπαρσης, που του αλλοτρίωσε την άλλοτε ταπεινή του ιδιοσυγκρασία. Ο δημοσιογράφος-λογοτέχνης είναι το σύγχρονο πρόσωπο του καιρού μας με μεγάλη δύναμη, στον οποίο υπολογίζει και ο εκδότης, αν αυτός διατηρεί στήλη ή σελίδα σε γνωστή εφημερίδα, κάτι που του εξασφάλισε εύκολα και γρήγορα δημοσιότητα. Όταν ξέρει ο ίδιος πως ό,τι και να συνθέσει ο νους του, ο εκδότης θα το δεχτεί, εύκολα φτάνει στην ηλικία των 45 ετών με 20 βιβλία στο ενεργητικό του. Το ιστορικό βιβλίο πάλι, βασισμένο σε ιστορικά εγχειρίδια (άλλη μάστιγα συγγραφικής συμφόρησης στις βιτρίνες των βιβλιοπωλείων), γεμάτο περιπέτειες και έρωτες συνήθως δύο εραστών, ενός Έλληνα και μιας Τουρκάλας με τερπνό τέλος, που επισφραγίζεται με γάμο και γλέντι, είναι μια άλλη πραγματικότητα. Η έλλειψη ματιάς στον σύγχρονο κόσμο, έκανε μερικούς να στραφούνε στο εύκολο και εύπεπτο του παρελθόντος. Βίλες έχουν χτίσει από τις πωλήσεις αυτών των βιβλίων… πεζογραφίας, ακόμη και αυτά με τους ανάγλυφους τίτλους, γιατί η ποίηση, ως γνωστόν, δεν έχει πωλήσεις – ίσως γι’ αυτό τα ποιητικά βιβλία που εκδίδονται είναι πάντα επί χρήμασι, αλλά και αυτά της πεζογραφίας, αν δεν είναι ο λογοτέχνης γνωστός και επιρρεπής στο δημοσιοσχεσιτικό φαίνεσθαι που μετράει ως αξία και στην πιο άδολη και αφελή ψυχή. Ο σύγχρονος εκδότης σήμερα κερδίζει πολλαπλώς δημοσιεύοντας τα πάντα, φτάνει να καταβάλλει το ψώνιο της γραφής το ανάλογο παραδάκι… Κι εδώ υπάρχει και η εξής παγίδα: Όταν εκδίδεις ένα βιβλίο με εξαιρετική αισθητική, πολύτιμο χαρτί και ευρηματικό εξώφυλλο, εκτός από τον έμπειρο αναγνώστη, μέχρι και ο υποψιασμένος κριτικός βάζει νερό στο κρασί του, και αρχίζει και πιστεύει πως κάτι σοβαρό συμβαίνει στα εντός γραφόμενα. Εδώ και επιφανείς εργάτες τού πνεύματος έχουν πέσει έξω και έχουν υποστηρίξει βερμπαλιστικές ποιητικές ανοησίες που έχουν εκδοθεί επιμελώς και σε τόμους… λόγω φιλίας, τραπεζωμάτων και φιλοξενίας σε εξοχικά για διακοπές. Επίσης, αρκετοί συγγραφείς στους οποίους έχει περάσει λόγω ηλικίας ανεπιστρεπτί η κάψα τού σαρκικού έρωτα, έχουν μανία με σεξιστικά κείμενα, με σκοπό την πώλησή τους, λες και η ελληνική κοινωνία αποτελείται από ανθρώπους τής κλειδαρότρυπας. Υπάρχουν λογοτέχνες που τα έχουν με όλους καλά, γράφουν ευμενείς κριτικές – είναι η τακτική τους – με σκοπό πιο σοβαρές κατακτήσεις, δημόσιες κυρίως. Η δυσμενής κριτική στη χώρα μας επισύρει μεγάλη εχθρότητα, ακόμα και η πλέον εμπεριστατωμένη, και ο κριτικός ακόμα κι αν λέει την αλήθεια, απομονώνεται, αν δεν τον σύρουν στα δικαστήρια…, κάτι που συνέβηκε πριν κάποια χρόνια. Ο λογοτέχνης επίσης που εργάζεται σε εκδοτικό οίκο, ίσως να εξασφαλίζει άνετα και τη βράβευσή του, ή αυτός που εκδίδει με επιχορήγηση περιοδικό και συσπειρώνει γύρω του όλους τους φίλους του που δημοσιεύουν στο περιοδικό του και το μόνο που κάνουν είναι να αλληλοκολακεύονται. Αυτές οι νοοτροπίες δεν έχουν φυσικά καμία απολύτως σχέση με τους αληθινούς εργάτες τού πνεύματος. Όταν ασκείς τη γραφή, αυτή με τα χρόνια σε σμιλεύει, ώστε να γίνεις ένας άνθρωπος βαθύτατα ταπεινός αν όχι σοφός, δηλαδή να σε κάνει καλύτερο άνθρωπο και όχι χειρότερο. Ο σωστός λογοτέχνης δεν προσπαθεί να προβάλλεται υποταγμένος στην αδηφάγο ενημέρωση, δεν τρέχει ολοένα σε παρουσιάσεις μετά μουσικής και διαπλεκομένων κριτικών, αλλά αποφεύγει κάθε εξευτελιστικό πειρασμό, αφήνοντας την όποια δημοσιότητα να προκύψει από μόνη της. Σκέφτομαι συχνά τον Παπαδιαμάντη, τον Τσέχωφ, τον Κάφκα και όλους τους μεγάλους της γραφής. Αυτοί δεν μπήκαν στο δέλεαρ να γράψουν συνέχεια ιστορικά μυθιστορήματα, (ο Παπαδιαμάντης μόνο ένα τους Εμπόρους των εθνών) αλλά έστρεψαν το βλέμμα στα θέματα του καιρού τους. Συλλογίζομαι τον Κάφκα που έδωσε εντολή στον φίλο του, Μαξ Μπροντ, μετά τον θάνατό του να κάψει όλα τα έργα του. Η πλήρης απουσία αυτοπεποίθησης, κάτι που δεν υπάρχει σήμερα στους δικούς μας λογοτέχνες. Εγώ αυτόν τον τύπο λογοτέχνη σέβομαι, που δεν καμαρώνει ως πρωτοπόρος ακόμα και αν γράφει κείμενα της μίας σελίδας με φτηνό υπαινιγμό τάχα και ευρηματικότητα. Προτιμώ αυτόν που αποτολμά κείμενα μεγάλης πνοής και ας αποτύχει. Εκεί φαίνεται το ταλέντο και όχι σε σύντομα κείμενα που μπορεί να ελέγξει και που, ευτυχώς ή δυστυχώς, πολλοί που έχουν υποψία γλώσσας και την ασφαλή παρατήρηση του κόσμου, μπορούν να γράψουν. Όμως, κακά τα ψέματα, πολύ φοβάμαι πως τα περισσότερα βιβλία που εκδίδονται, ακόμα και αυτά που έχουν ξεχωρίσει και βραβευτεί, στο εξωτερικό θα φάνταζαν ως βίπερ παραλίας, αν δεν είχαν απορριφθεί από τους εκδοτικούς οίκους. Εκεί όμως, και συγκεκριμένα στις ΗΠΑ που γνωρίζω, επικρατεί σε κάθε πολιτεία ένα δίκαιο που κατοχυρώνει τον συγγραφέα και δεν τον αφήνει ακάλυπτο στις λαμογιές οποιουδήποτε μάνατζερ και εκδότη, εξασφαλίζοντας συγχρόνως σε περίπτωση επιτυχίας ενός βιβλίου μια αξιοπρεπή ζωή, όχι όπως εδώ που καταβάλλεις τα αποταμιευμένα μιας ζωής για να πληρώσει ο εκδότης τα νοίκια και τους υπαλλήλους του.

18]. Για το φαινόμενο της έξαρσης της βίας τί έχετε να πείτε. Ποιές σκιές μας περιβάλλουν;

Καλύτερα να μιλήσουμε για Αντίδραση και όχι Βία, γιατί η τελευταία ταυτίζεται με την καταστροφή. Για να θυμηθούμε τον Μίλαν Κούντερα, η Αντίδραση στη λήθη τής κυβέρνησης να διευθετήσει τα του λαού, που αδικείται και αναγκάζεται να βγει στον δρόμο, φυσικά και δικαιολογείται απόλυτα. Οι καταστροφές είναι το ζήτημα που αποκαθίστανται με τα δικά μας χρήματα, όπως αυτές που συμβαίνουν στα πανεπιστήμιά μας είναι το τραγικό. Στο εξωτερικό τα κτήρια των πανεπιστημίων λάμπουν από καθαριότητα γιατί οι φοιτητές σέβονται τους χώρους τής γνώσης. Αν προκύψει διαμαρτυρία ενάντια στην κυβέρνηση, οι φοιτητές διαδηλώνουν στο τέλος των μαθημάτων και δεν καταργούν το ωρολόγιο πρόγραμμα. Εδώ συμβαίνει το αντίθετο. Προτιμάνε να βλέπουν το πανεπιστήμιο ως αχούρι, γιατί ο αγώνας για τα δικαιώματα έχει σήμερα διαστρεβλωθεί. Τα κόμματα έχουν εισχωρήσει στα ιδρύματα και η διακοπή των μαθημάτων γίνεται για συζήτηση, με τον «φασισμό» ως λέξη να διευθετεί την κάθε φτηνή επιχειρηματολογία. Ο Έλληνας φοιτητής προτιμά τη διάλυση, που συγχέει με τον αγώνα και τη στασιμότητα. Κι όταν υψώσεις τη φωνή σου (αν σε αφήσουν δηλαδή…), τότε σου προσάπτουν το επίθετο «αντιδραστικός», «σκοταδιστικός»  – αν δεν σε πουν «φασίστα», όπως εμένα ο αναγνώστης που διαβάζει αυτές τις πικρές διαπιστώσεις. Το ίδιο συμβαίνει με το σπορ των «καταλήψεων» στα Γυμνάσια και τα Λύκεια της χώρας, φαινόμενο μοναδικό στον κόσμο (ειδικά πριν τις διακοπές των Χριστουγέννων και του Πάσχα), όπου βλέπουμε τον καθηγητή να συνοδεύει τον καλλίφωνο μαθητή στο τραγούδι του τις νύχτες που διαρκεί όλη αυτή η αναστάτωση με ψητά και μπίρες. Αυτό κι αν είναι παρακμή… Οι σκιές μας είναι η ανοησία, η εθελοτυφλία των κομμάτων ακόμα σε περίπτωση παρανομίας των μελών τους, ο αχανής εγωισμός, η διχόνοια, που όλα αυτά συνοψίζονται στη φράση του Νεοέλληνα: «Ξέρεις ποιός είμαι εγώ, ρε;». Τόλμα αν μπορείς να απαντήσεις: «Ούτε και θέλω να ξέρω, γιατί το θέαμά σου με απολιθώνει». Το θέμα τής Παιδείας δεν πρόκειται ποτέ να βρει τη λύση του, γιατί ο κάθε καιροσκόπος πολιτικός, που πιάνει τη θέση αυτή του υπουργού, προσπαθεί με ευκαιριακές ενέργειες να δώσει λύσεις που πάντα θα απορρίπτονται. Είμαι σίγουρος πως ακόμα και καλές λύσεις να δώσει, πάλι θα δοκιμάσει σύσσωμη την αντίδραση της φοιτητικής νεολαίας. Η σύγχυση και ο παραλογισμός είναι κάτι το σύνηθες στα δύο αυτά μέρη. Κάπου διάβασα ένα υποτιμητικό σχόλιο πως ο σημερινός φοιτητής δεν θέλει διδασκαλία και εξετάσεις, αλλά θέλει να παίρνει το πτυχίο του μαζί με την εξασφάλιση της εργασίας από το κράτος. Ε, ας μην το πάμε τόσο ακραία…

19]. Μπορεί ο άνθρωπος να ξεφύγει από το «εγώ» του;

Μόνο με απόκτηση βαθιάς Παιδείας, Εμπειριών και Ενσυναίσθησης. Όταν ο άνθρωπος μπει στη θέση τού «άλλου», όχι φυσικά αυτού που καλοπερνάει σε βάρος τού συνόλου, αλλά στη θέση εκείνου που τον βρήκε η καταστροφή ή να έχει ο ίδιος υποστεί στη ζωή του δεινά. Ο πόνος μπορεί να σε ωριμάσει, αν διαθέτεις καλλιέργεια. Αυτό, στην πληθώρα των λογοτεχνών, δεν υφίσταται, και γι’ αυτό βλέπουμε περιστατικά ναρκισσισμού ακόμα και σε ανθρώπους που μιλάνε για το έργο τους ποζάροντας στα ΜΜΕ σαν μοντέλα με αυτοπεποίθηση εικοσάρη. Τους βλέπεις να ξεχωρίζουν από το πλήθος με σπορ ντύσιμο, μακριά μαλλιά, σκούρα γυαλιά και μπόλικα κρεμαστά μπιχλιμπίδια και να βαδίζουν στους δρόμους ευθυτενείς και σίγουροι για την μοναδικότητά τους ως ηγήτορες και αντικαταστάτες κάποιου άλλου υπερεκτιμημένου λογοτέχνη που πέθανε στην μοιραία πόλη τους, και βρήκαν ευκαιρία να ορίσουν εαυτούς ως συνεχιστές του. Τι μπαναλιτέ, Θεέ μου, εμφάνισης και στόχου! Ως μέλος της Εταιρείας Συγγραφέων έχω γίνει μάρτυρας πολλών περιστατικών με ειρωνείες από υπερήλικες του ενός βιβλίου ενάντια σε ανθρώπους νεότερους, πολυγραφότατους και με σπουδαίο έργο.

20]. Η κοινωνία και η ξέφρενη επέκταση της τεχνολογίας;

Η κοινωνία παντού νοσεί, και μια τριτοκοσμική χώρα, όπως είναι η Ελλάδα, το πλέον καταχρεωμένο μέλος τής Ευρωπαϊκής Ένωσης, ακόμα πιο πολύ. Μπάζει από παντού, ακόμα και στο θέμα τής λογοτεχνίας. Πέντε έξι ονόματα μονοπωλούν την ντόπια παραγωγή με ύφος σνομπ για όλα τα υπόλοιπα, τολμώντας να βάζουν και το πρόσωπό τους στα εξώφυλλα των βιβλίων τους. Ωστόσο, υπάρχουν σοβαροί άνθρωποι που κάνουν εξαιρετική δουλειά και στέκονται μακριά από αυτά που έθεσα πριν. Η αλήθεια έχει δύο πλευρές. Αν κάποιος έχει ως προτεραιότητα τα προς το ζην, δηλαδή το μεροκάματο της καθημερινότητας, ποσώς τον ενδιαφέρει η λογοτεχνία και καλά κάνει. Άρα, η λογοτεχνία είναι μια πολυτέλεια που ενδιαφέρει το πολύ πεντακόσιους (500) ανθρώπους, που συνευρίσκονται σε φεστιβάλ ανά τη χώρα για να διαβάσουν τα κείμενά τους και ν’ ανταλλάξουν θριάμβους και βραβεία. Ο υπόλοιπος ανώνυμος κόσμος απλώς περιφέρεται δίπλα τους χωρίς συναίσθηση, με ένα μυαλό γεμάτο από τα άλυτα προβλήματα της καθημερινότητας, όπως η ανεργία και οι απλήρωτοι λογαριασμοί, κι αυτό δεν είναι λαϊκισμός, αλλά η απόλυτη αλήθεια. Αυτό που με αγχώνει και με λυπεί αφάνταστα είναι πως υπάρχουν και θα υπάρχουν καλά βιβλία που γράφονται από εξαιρετικά ταλέντα, αλλά λόγω χαρακτήρα τού ταπεινού δημιουργού και τού εκδότη, που τον αντιμετωπίζει ως μέσο για χρήμα, χάνονται ανεπιστρεπτί. Κι όσο για την τεχνολογία, αυτή θα τελειοποιείται σε σημείο αφάνταστο – ήδη, στην Ιαπωνία και αλλού, το λάπτοπ που του μιλάς και γράφει είναι κάτι που υπάρχει εδώ και μερικά χρόνια – και στο μέλλον, σύμφωνα με τους ειδικούς, ο συγγραφέας θα εκδίδει μόνος τα βιβλία  και μόνος να τα διαθέτει προς τέρψιν στην αγορά, κάτι που δεν θα δούμε ίσως ποτέ στην Ελλάδα, επειδή κάθε φορά που ενσκήπτει στη χώρα μας το σύγχρονο και το μοντέρνο, στην Ευρώπη είναι από την πολλή χρήση του ήδη σε παρακμή.

21]. Ποιά τα μελλοντικά σας σχέδια;

Υπάρχουν τρία βιβλία που συνεχώς εμπλουτίζονται και επεξεργάζονται. Ένα με Πεζά, ένα με Ποιήματα (οφείλω και σ’ αυτόν το τομέα να ανασκευάσω αρκετές γραφές και να βελτιώσω, όσο μπορώ, αυτήν την εκδοχή μου επειδή από αυτή ξεκίνησα), κι ένα βιβλίο συλλογισμών, όπου κι εκεί χρειάζεται μεγάλο ξεκαθάρισμα. Τα πεζά είναι δύο ειδών: Αυτά της σύγχρονης ματιάς κι αυτά που αφορούν αφηγήσεις του μικρού ήρωα, του Μάκη, από τη δεκαετία τού ’60.  Υπάρχει κάποιος ανεξήγητος διχασμός σχετικά με αυτές τις γραφές και ειδικά με τα κείμενα της δεκαετίας τού ’60 που αφορούν την ιδεολογία και νοοτροπία των κατοίκων. Νιώθω πως δεν έχω ακόμα ολοκληρώσει την καταγραφή της. Αν και δεν υπήρξα ποτέ της φήμης, και μόνος μου έτρεξα για να βρω εκδότη, στα πρώτα μου βήματα (μιλάμε από το 1994 και μετά) ήμουν τυχερός. Τώρα, όμως, τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα, γιατί πρέπει να δίνεις συνεχώς το παρόν στη δημοσιότητα με κείμενα και εμφανίσεις, κάτι που λόγω χαρακτήρα δεν κάνω. Στέκομαι μακριά από το λογοτεχνικό γίγνεσθαι, λόγω αρχών, ίσως επειδή δεν μου αρέσει να μολύνω την ιερή μοναξιά τής δημιουργίας, την ατμόσφαιρα εκείνη που είναι δύσκολο να ορισθεί με λόγια. Όσο και να φαίνεται παράλογο, αισθάνομαι ακόμα ερασιτέχνης τής γραφής και νομίζω πως το κάθε βιβλίο μου καταφθάνει σε μένα κάθε φορά από το άγνωστο. Εδώ και κάποια χρόνια καταγίνομαι και με την κριτική. Όχι αυτή που αναπτύσσει το κείμενο στο οπισθόφυλλο, αλλά που αναλύει, σε περίπτωση που το βιβλίο είναι ποιητικό, ένα ένα το κάθε ποίημα. Ξοδεύω άπειρες ώρες για τα σχόλια και τις  παρατηρήσεις μου. Είναι και αυτό ένα έργο μόχθου και αγάπης για τη λογοτεχνία των άλλων. Δεν ξέρω αν πρέπει να καμαρώνω (sic) επειδή κανείς ποτέ δεν μου επέβαλε πως πρέπει, ντε και καλά και δια βίου, να μου αρέσει συνολικά ένας ποιητής που η κριτική θεώρησε ως σπουδαίο και αναμφισβήτητης αξίας. Για να μην σχολιάσω Έλληνες ποιητές και δημιουργήσω αντιπαλότητες, π.χ. η ελευθερία των θεμάτων που έχει ο Γέιτς ως ποιητής δεν την έχει ο Έλιοτ του οποίου η ποίηση ποτέ δεν ξέφυγε από τον λογιοτατισμό της. Υπάρχουν σύγχρονοι Έλληνες ποιητές που γράφουν υπέροχα ποιήματα, που κάλλιστα θα μπορούσαν να σταθούν πλάι στα ανάλογα των ποιητών μας που έχουν τιμηθεί με Νόμπελ. Πέρα όμως από την κριτική, αυτό που απομένει είναι η συνέχεια του έργου. Μεγαλώνοντας, έχεις να αντιμετωπίσεις και τα θέματα της υγείας, που όλο και αναφύονται κάθε τόσο. Σημασία έχει το ψέμα που ζούμε ως κοινωνία, να μεταλλαχθεί σε αλήθεια, ικανή για δημιουργία με στίγμα ανθρώπινο. Κι αυτό, πιστέψτε με, δεν είναι τόσο εύκολο και απλό. Ο λογοτέχνης οφείλει να εξελιχθεί και να ωριμάσει ως γραφή.

Βιογραφικό σημείωμα

Προεπισκόπηση εικόνας

Ο Γεράσιμος Δενδρινός γεννήθηκε στον Πειραιά το 1955. Σπούδασε φιλολογία και λογοτεχνία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και εργάστηκε ως φιλόλογος στη Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση το διάστημα 1982-2012. Από το 2004 είναι μέλος τής Εταιρείας Συγγραφέων. Την περίοδο 1992-2018 εξέδωσε τα παρακάτω λογοτεχνικά βιβλία: Ένα πακέτο «Άρωμα», 1η έκδοση «Ρόπτρον», Αθήνα, 1992, συλλογή διηγημάτων, (έκδοση βελτιωμένη, «Κέδρος», Αθήνα 1995). Χαιρετίσματα από το νότο, «Οδυσσέας», Αθήνα 1994, μυθιστόρημα, (έκδοση βελτιωμένη, «Κέδρος», Αθήνα 2003), στο οποίο βασίστηκε το σενάριο της ταινίας τού Δημήτρη Μακρή, Χαιρέτα μας τον πλάτανο, που διαγωνίστηκε στο 2004 στο 54ο Φεστιβάλ Θεσσαλονίκης. Ματίας ντελ Ρίος – Ημερολόγια, «Οδυσσέας», Αθήνα 1995 – ψευδοημερολόγιο – (έκδοση βελτιωμένη, «Κέδρος», Αθήνα 2006). Απέραντες συνοικίες, μυθιστόρημα, «Κέδρος», Αθήνα 2001. Άλκης, μυθιστόρημα, «Μεταίχμιο», Αθήνα 2003, Φραγή εισερχομένων κλήσεων, μυθιστόρημα «Μεταίχμιο», Αθήνα 2006. Άβατοι Τόποι, (Invia Loca – Ποιήματα, (.poema…), Κορώνη 2015. Βήματα σε λιθόστρωτο, «Διάπλαση», Αθήνα 2018.

ΥΓ. Τη συνέντευξη επιμελήθηκε η Συντακτική Επιτροπή τού Φιλολογικού Ομίλου Θεσσαλονίκης
ΥΓ1. Η φωτογραφία προέρχεται από τον ιστότοπο των εκδόσεων Διάπλαση