Ο χαρισμένος χρόνος | Κατερίνα Τσαμπά

Ο χαρισμένος χρόνος

Η μέρα είχε ξεκινήσει δυσοίωνα. Από το προηγούμενο βράδυ η βροχή δεν σταμάτησε ούτε στιγμή και μέχρι εκείνη την ώρα το νερό ξέπλενε όνειρα και σκέψεις. Και τώρα, επτά η ώρα το απόγευμα, έπεφτε ακόμη με δύναμη στους τσίγκους, στα υπόστεγα του καφενέ, όπου βρισκόταν εκείνη. Ανατρίχιαζε με τον θόρυβο και τρόμαζε με κάθε αστραπή, η οποία προκαλούσε δονήσεις εντός της. Είχε ήδη δέκα λεπτά που είχε καταφτάσει σε αυτό το γραφικό καφέ. Διακοσμημένο από παλαιικά αντικείμενα, κουζινικά σκεύη, που χρησιμοποιούσε σίγουρα η γιαγιά της -ίσως και η μητέρα της- παντός τύπου διαφημίσεις από μια εποχή που, αν και δεν την είχε ζήσει, την αναπολούσε, σαν να ήταν κάποτε μέρος της. Είχε τόσα ακούσει από τη γιαγιά της. Πόσο αγνά και καθάρια ήταν όλα τότε. Οι άνθρωποι ήταν πιο κοντά ο ένας με τον άλλον. Οι σχέσεις ήταν πιο αγνές και άδολες. Ακόμα και οι διαφημίσεις, που έβλεπε τώρα γύρω της, ήταν με ζωηρά χρώματα, φάνταζαν ζωντανές, με τα κορίτσια και τα αγόρια εντός τους χωρίς επιτηδευμένα σώματα και πρόσωπα. Οι διαφημίσεις τής εποχής της έμοιαζαν γκρίζες, τα πρόσωπα ήταν φτιαγμένα σε ένα κοινό πρότυπο, τα δε σώματα πάντα άψογα και καλλίγραμμα. Οι τοίχοι τού καφέ πρέπει κάποτε να ήταν βαμμένοι άσπροι. Πλέον, είχαν γκριζάρει και παντού έβλεπες ξεφλουδίσματα. «Το πέρασμα τού χρόνου αδυσώπητο και άφηνε παντού ίχνη και ρυτίδες» σκέφτηκε.
Παρακολουθούσε κάθε λεπτομέρεια στο μαγαζί με προσήλωση. Απόφευγε να σκέφτεται αυτά που την προβλημάτιζαν. Δεν ήθελε. Παρατήρησε κίνηση εκ δεξιών της και είδε τον  σερβιτόρο να την πλησιάζει. Το ήξερε το παλικάρι. Κατοικούσε κι αυτό στη γειτονιά που ήταν και η δική της οικία. Τον έβλεπε συχνά. Πάντα της απηύθυνε μια καλημέρα, όταν οι δρόμοι τους διασταυρώνονταν.
«Καλώς ήρθατε. Έχετε αποφασίσει τί θα πάρετε;»
Την έβγαλε από τις σκέψεις της. Αστραπιαία, σκέφτηκε να του πει να έρθει σε λίγο, μιας και η παρέα της δεν είχε έρθει ακόμη, αλλά τελικά είπε:
«Ναι, παρακαλώ, θα ήθελα έναν φυσικό χυμό πορτοκάλι. Χωρίς πάγο»
«Ευχαρίστως» είπε ο σερβιτόρος, κι αφού της χαμογέλασε, έσπευσε πίσω από τον πάγκο να ετοιμάσει το ρόφημά της.
Επέστρεψε στις σκέψεις της. Τώρα, παρατηρούσε τους ανθρώπους, που καθόντουσαν στα γύρω τραπέζια. Μια παρέα νεαρών, που τάραζαν την ησυχία με τις δυνατές και ζωηρές ομιλίες τους. Δύο αγόρια και μια κοπέλα. Όλο γέλια· ίσως οι δύο να ήταν ζευγάρι. Στο διπλανό τραπέζι, μια κυρία, που φορούσε ένα πολύ όμορφο φόρεμα, με τον μικρό γιο της, ο οποίος δεν επιθυμούσε να πιεί τον χυμό, που του είχε παραγγείλει εκείνη. Αρνιόταν σθεναρά, ενώ εκείνη τον πίεζε και επέμενε -υπέθετε, μιας και δεν την άκουγε- ότι θα του κάνει καλό ο χυμός. Παραδίπλα, ένας κύριος μεγάλης ηλικίας, με το καβουράκι του ακουμπισμένο στο ξύλινο, τετράγωνο, τραπέζι, να πίνει ελληνικό καφέ σε πορσελάνινο φλυτζάνι. Μόνος του, χαμένος κι εκείνος στις δικές του σκέψεις. Πολύ θα ήθελε να είχε το θάρρος να του πει μια καλησπέρα. Να κάτσει στο τραπέζι του και να τον παρακαλέσει να μοιραστεί μαζί της ιστορίες τού παρελθόντος. Ήταν σίγουρη ότι είχε πολλές να της πει.
Τη στιγμή εκείνη, ο σερβιτόρος κατέφτασε με τον χυμό της. Τον ευχαρίστησε ευγενικά και επέστρεψε αμέσως, μηχανικά θαρρείς, στις σκέψεις της. Είχαν περάσει ακόμα δεκαπέντε λεπτά και είχε πραγματικά την ανάγκη να φωνάξει στον χρόνο «τρέχα κι άλλο». Ήθελε απλώς να περάσει η ώρα, ο χρόνος που αλύπητα έμοιαζε να στέκει εκεί, σε εκείνο το ασπρόμαυρο ρολόι, στον τοίχο τού καφενέ και να μην προχωράει. Ο λεπτοδείκτης, σαν να τη χλεύαζε, δεν κουνιόταν ρούπι. Κι όμως, ήξερε ότι ήταν ήδη είκοσι πέντε λεπτά εκεί και ο φίλος της είχε αργήσει. Κι εκείνη, ήθελε απλώς να συντομεύει αυτή η συνάντηση. Η βροχή, αδιάφορη με αυτά που διαδραματίζονταν στο μυαλό της, συνέχιζε να πέφτει αλύπητα, δημιουργώντας στίγματα στο τζάμι με τις χοντρές σταγόνες της. Έστρεψε το βλέμμα της έξω από το παράθυρο και πρόσεξε ότι δεν μπορούσε να διακρίνει το παραμικρό. Το επόμενο δευτερόλεπτο, η πιο δυνατή αστραπή, που είχε ακούσει μέχρι εκείνη τη στιγμή, έσκισε τον ουρανό στα δυο και ψήγματα φωτός την έκαναν να διακρίνει λίγο το σκηνικό και μια φιγούρα φαινόταν να στέκει ακίνητη, λες και ανέμενε καρτερικά κάτι να αλλάξει.  Δευτερόλεπτα αργότερα, άνοιξε η θύρα τής εισόδου και ο φίλος της εισήλθε στον καφενέ. Η ώρα ήταν οκτώ παρά τέταρτο. Είχε καθυστερήσει σαρανταπέντε λεπτά, χωρίς να την ειδοποιήσει, χωρίς να δείξει το παραμικρό ενδιαφέρον για εκείνη. Πλησίασε στο τραπέζι, με τον αέρα που τον χαρακτήριζε πάντα, με τις κινήσεις, που ανεπιτήδευτα τον έκαναν τόσο γοητευτικό. Φορούσε το πράσινο πουλόβερ, που σε κάποια γιορτή, κάποτε, του είχε δωρίσει εκείνη και που τον έκανε ακόμα πιο θελκτικό στα μάτια της, λες και ήθελε να της προκαλέσει μεγαλύτερη δυσκολία. Την κοίταξε με εκείνο το διαπεραστικό βλέμμα του, χωρίς να της πει ούτε μία κουβέντα. Ούτε εκείνη, όμως, του είπε. Τί περίμενε άραγε; Να της ζητήσει συγγνώμη; Γέλασε σαρκαστικά μέσα της και μάλωσε τον εαυτό της, με την αφέλεια που τη χαρακτήριζε.
Ο σερβιτόρος, σαν μια σκιά που κινούνταν μηχανικά, τους πλησίασε και πήρε την παραγγελία του συνδαιτυμόνα της, χωρίς να μπορεί να φανταστεί τη μάχη που γινόταν την ίδια στιγμή μέσα της. Συνέχισε να μαλώνει τον εαυτό της και να του θυμίζει ότι κανείς άλλος, πέραν της ίδιας, δεν νοιαζόταν πραγματικά για εκείνη. Ο σερβιτόρος κατέφτασε με το ποτό, που εκείνος είχε παραγγείλει, και μόνον εκείνη τη στιγμή αφαίρεσε το σακάκι του και το άφησε στην κενή καρέκλα που υπήρχε στο τραπέζι τους. Κοιτάζοντάς την επίμονα, μέσα στα μάτια, ήπιε μια γουλιά και την αμέσως επόμενη στιγμή τράβηξε το βλέμμα του και δεν την ξανακοίταξε, μέχρι που ολοκλήρωσε το ποτό του, τράβηξε απότομα το σακάκι του απ’ την καρέκλα και κίνησε προς τη θύρα, για να εξέλθει του καφενέ. Εμβρόντητη, τον παρακολούθησε με το βλέμμα της. Είχε σκύψει το κεφάλι∙ οι οφθαλμοί της είχαν πάρει ένα άλικο χρώμα. Συγκρατούσε με δυσκολία τα δάκρυά της. Η ώρα ήταν δέκα, η νύχτα έκανε προ πολλού τη μεγαλειώδη εμφάνισή της, και εκείνη το μόνο που άκουγε ήταν η δυνατή βροχή, που λες και ήθελε να καταστρέψει τα πάντα στο διάβα της. Έκανε νόημα με την κεφαλή της στον σερβιτόρο να πλησιάσει.
«Σας παρακαλώ, μπορείτε να μου φέρετε ένα ποτήρι κόκκινο κρασί;»
«Βεβαίως. Επιστρέφω αμέσως» της απάντησε ο ευγενικός σερβιτόρος και έτρεξε στο πόστο του.
Γύρισε το κεφάλι της στον περιβάλλοντα χώρο και πρόσεξε ότι είχε απομείνει μόνη. Ξαφνιάστηκε, καθώς συνειδητοποιούσε ότι είχαν περάσει ώρες χωρίς σχεδόν να το καταλάβει. Το κρασί της ήρθε γρήγορα και εκείνη το ήπιε σχεδόν μονορούφι, με το αλκοόλ να καίει τον λαιμό της. Η ώρα ήταν έντεκα. Ο σερβιτόρος την πλησίασε, με διστακτικό βήμα. Την κοίταξε με συμπόνια στα μάτια και της είπε πως έπρεπε να αποχωρήσει, γιατί ήταν η ώρα που έκλεινε το μαγαζί. Παραιτημένη, πλήρωσε τον λογαριασμό αφήνοντας γενναίο φιλοδώρημα, πήρε το πανωφόρι της και εξήλθε του καφενέ. Το μόνο που της είχε χαριστεί εκείνη τη μέρα ήταν ο χρόνος. Της είχε κάνει τη χάρη να τρέξει.

Κατερίνα Τσαμπά