Δύναμη του θανάτου και δύναμη της ζωής | Δημήτρης Αγγελής

Δύναμη του θανάτου και δύναμη της ζωής

επιλογή από τα Ημερολόγια

Παρασκευή, 8 Μαΐου 1992

«Περίμενε, θα σε πάω σπίτι με τη μηχανή», μου λέει ο Στάθης, «θέλω ν’ αγοράσω τσιγάρα». Καβαλικεύουμε τη μοτοσυκλέτα και στον δρόμο, δίπλα στον Κηφισό, καθώς προσπερνάμε με ταχύτητα ένα αυτοκίνητο, ο οδηγός αποφασίζει να στρίψει χωρίς φλας και χωρίς να μας έχει αντιληφθεί, αριστερά. Όλα γίνονται πολύ γρήγορα, όμως ο Στάθης καταφέρνει, μ’ έναν επιδέξιο ελιγμό, ν’ αποφύγει τη σύγκρουση, σταματάει λίγα μέτρα μετά κι αρχίζει να βρίζει από τα νεύρα του τον οδηγό, που έχει ήδη εξαφανιστεί. «Όχι τίποτε άλλο, θα σε έπαιρνα στον λαιμό μου», μου λέει. Είμαι εμβρόντητος, όχι από φόβο, αλλά από τη δική μου αντίδραση: απολύτως βέβαιος πως θα σκοτωθούμε, είχα κοιτάξει τις κατακίτρινες από τις μαργαρίτες όχθες, ύστερα τον ουρανό και είχα σκεφτεί με απόλυτη ψυχραιμία: «ωραία μέρα για να πεθάνει κανείς»

Παρασκευή, 3 Ιανουαρίου 1997

Η βασιλόπιτα της «Ευθύνης»,στις 6 μ.μ. το απόγευμα, στο βιβλιοπωλείο. Από πέρσι, μετά το «Άγιος ο Θεός» και το «Πάτερ ημών» του Τσιρόπουλου, μου έχει ανατεθεί και διαβάζω τον «Ύμνο της Αγάπης» του Αποστόλου Παύλου: «Εάν ταις γλώσσαις των ανθρώπων λαλώ και των αγγέλων, αγάπη δε μη έχω…». Μια συγκινητική συνήθεια που τονίζει ότι η αγάπη μεταξύ μας και για τη λογοτεχνία, μαζί και η χριστιανική πίστη, συνιστούν την κινητήρια δύναμη του περιοδικού. Η βασιλόπιτα κόβεται πάντα σε στενό κύκλο, εκτός από τον Τσιρόπουλο, τους Τσακίρηδες (είναι και η Ελίζα φέτος) και τον Πάκο, έχουν έρθει οι Μαλεβίτσηδες, ο Θ. Δ. Φραγκόπουλος, ο Δ. Μαγκλιβέρας, η Όλγα Βότση με τον Λευτέρη Πλατή. Στη συνέχεια, τραπέζι στο κουτούκι τής Έβρου με τον Τσιρόπουλο, τον Στέλιο Καραγιάννη και τον Γιώργο Καρτέρη, ο οποίος δεν ξέρει ότι κυκλοφόρησε ήδη το βιβλίο του «Ένας Παντελής και μισός», του το ανακοινώνω εγώ, που το είδα πριν λίγο στη βιτρίνα της «Εστίας» και χαίρεται πολύ.

Δευτέρα, 2 Αυγούστου 1999

Θυμάρι, μόνος μέχρι τις 12 Αυγούστου, δουλεύω το διδακτορικό με σκληρό πρόγραμμα. Ξυπνάω νωρίς και πηγαίνω κατευθείαν στη θάλασσα. Γυρνάω, φτιάχνω καφέ και γράφω στη βεράντα ως το μεσημέρι. Τρώω, κοιμάμαι λίγο, διαβάζω, κατεβαίνω πάλι για κολύμπι στην παραλία και μετά, ως αργά, καθαρογράφω τη δουλειά τής ημέρας. Καπνίζω Dannemann Speciale για παρέα. Και κάποτε γράφω:

Εδώ μπροστά μου είναι μια μεγάλη ακρογιαλιά, Κύριε,

μα δεν μπορώ να περπατήσω πια επάνω στα νερά.

Κυριακή, 19 Ιανουαρίου 2003

Συνάντηση με τον Δημήτριο Κούτρα, επιβλέποντα του διδακτορικού μου, στο σπίτι του, στα Ιλίσια. Είναι ένα σπίτι ήσυχο, τακτοποιημένο, σπίτι εργένη. Την προηγούμενη εβδομάδα πήγα να τον βρω στο μάθημά του, με θυμόταν φυσιογνωμικά, είχε ξεχάσει ότι κάνουμε μαζί διδακτορικό και ξαφνιάστηκε όταν του δήλωσα πως είμαι έτοιμος να το υποστηρίξω. Του παραδίδω το κείμενο, θα το διαβάσει σύντομα λέει, αλλά επιμένει ότι πρέπει να το καθυστερήσουμε λίγο γιατί στην προηγούμενη υποστήριξη δικιάς του φοιτήτριας είχε αντιδράσεις και θα πρέπει να περάσει κάποιος καιρός ώσπου να ξεχαστεί το θέμα. «Δηλαδή;» τον ρωτάω. «Κανένα εξάμηνο», μου απαντάει. Το ίδιο βράδυ, μου τηλεφωνεί για να μου πει ότι του φαίνεται ενδιαφέρον, αλλά υπάρχει ένα πρόβλημα. Τί συμβαίνει, τον ρωτάω έτοιμος για το χειρότερο. «Φαίνεται πως δεν γνωρίζετε το έργο μου», απαντά. Καταλαβαίνω αμέσως τί εννοεί· την επομένη θα αγοράσω όσα βιβλία δικά του βρω στην «Πολιτεία», όχι μόνο τα δικά του, αλλά και όσων καθηγητών του Τμήματος Φιλοσοφίας μπορεί να συναπαντήσω στην επταμελή επιτροπή τής υποστήριξης, και «διορθώνω» το διδακτορικό προσθέτοντας παραπομπές.

Σάββατο, 17 Φεβρουαρίου 2007

Μετά τον καφέ στο βιβλιοπωλείο, συναντιόμαστε με τους Γιαγκάζογλου στο Κουκάκι και πηγαίνουμε στο εργαστήρι τού ζωγράφου Πέρη Ιερεμιάδη, ένα παλιό, δίπατο προσφυγικό με εσωτερική αυλή, που απ’ έξω δείχνει εγκαταλελειμμένο ερείπιο. Σπρώχνουμε τη σιδερένια καγκελόπορτα, ανεβαίνουμε τη σκάλα και μπαίνουμε· όλα λιτά, μια ξυλόσομπα, ένα διόλου αναπαυτικό ράντζο, σκεπασμένο με στρατιωτική κουβέρτα, και πίνακες πολλοί. Ο Πέρης είναι ένας σοφός άνθρωπος, βαθιά ελληνικός με την καβαφική σημασία, σου μεταδίδει εύκολα το πάθος του για την τέχνη και τα βιβλία. Μου δείχνει τα έργα του, σκεπτόμενος περισσότερο τί θα αρέσει στη Βιργινία· διαλέγω έναν πίνακα με φρούτα, αντί κάποιον απ’ τους περίφημους «αη-Γιώργηδές» του. Αλλά, θα πάρω κι άλλον.

Τρίτη, 10 Ιουλίου 2007

Οι διακοπές κυλούν κανονικά. Οι εφημερίδες έρχονται με δυο μέρες καθυστέρηση. 
Χθες, πέρασε από εδώ ο Ρίτσος για να μας φέρει ψωμί, νερό και τριαντάφυλλα. Και καθημερινά κολυμπώ συντροφιά μ’ έναν παράξενο γουρλομάτη, που μου θυμίζει έντονα τον Σαλβαδόρ Νταλί.

(Αν και ποτέ δεν τον έχω δει να περπατάει στη στεριά, έχω τη βεβαιότητα πως το υποβρύχιο σώμα του καταλήγει σε ουρά ψαριού ή σε τραγίσιες οπλές).

Δευτέρα, 26 Οκτωβρίου 2009

Όνειρο: Είμαι στη Βαρκελώνη και περνώντας έξω από ένα παλαιοπωλείο κοντοστέκομαι στη βιτρίνα για να περιεργαστώ κάτι παλιά ρολόγια, μέχρι που αποφασίζω να μπω. Αρχίζω να εξετάζω κάποιες ασπρόμαυρες χάρτινες εικονίτσες, σαν αυτές που μοιράζουν στα κατηχητικά· θέλω να δω αν είναι πανομοιότυπες με τις δικές μας. Μετά, το βλέμμα μου πέφτει σ’ ένα πακέτο με καρτ-ποστάλ, τις αναποδογυρίζω και με έκπληξη διαπιστώνω ότι τα γράμματα είναι ελληνικά κι ότι αρκετές από τις κάρτες τις υπογράφει ο Μανώλης Γλέζος. Πιο κάτω, στο ίδιο πακέτο, πετυχαίνω ένα δεκασέλιδο πολυγραφημένο κείμενο, όπου πάλι με έκπληξη διαβάζω ότι είναι ένα γράμμα του Ρίτσου για τον Ζολιό Κιουρί. Καταλαβαίνοντας ότι πρόκειται για κάτι εξαιρετικά σπάνιο αποφασίζω να το αγοράσω, για να το προσφέρω στην Αικατερίνη Μακρυνικόλα, κι αρχίζω να σκέφτομαι, την ώρα που ξυπνάω, με ποιο τέχνασμα θα δείξω στο ταμείο ότι δεν πρόκειται για έγγραφο ιδιαίτερης αξίας, ώστε να μην με χρεώσουν υπερβολικά. Αφηγούμαι το όνειρο στη Μακρυνικόλα και γελάμε από το πόσο με έχει επηρεάσει η ενασχόλησή μας με το λεύκωμα Ρίτσου.

Σάββατο, 8 Σεπτεμβρίου 2018

Με τη φράση «Σήμερα πέθανε η μητέρα» ξεκινάει ο «Ξένος» του Αλμπέρ Καμύ. «Σήμερα μας έκοψαν το Facebook», θα μπορούσε να ξεκινάει ένα σύγχρονο μυθιστόρημα. Θα ήταν για κάποιους υπαρξιακό δράμα σε δυστοπικό περιβάλλον, είμαι βέβαιος. Αλλά, θα ήταν τουλάχιστον το καινούργιο τους δράμα.

Τρίτη, 6 Απριλίου 2021

Καθώς οδηγώ επιστρέφοντας από το σχολείο, με προσπερνάει στο ύψος της Βούλας ένα κόκκινο Toyota Yaris, που το οδηγεί η Ανιές Βαρντά. Φοράει μπερέ στο κεφάλι και μπορώ να δω τα δύσμορφα γυμνά πόδια της να πατούν με δύναμη τα πετάλια. Καθώς ακούει Salvatore Adamo στη διαπασών, γυρίζει ξαφνικά και μου χαμογελά, μ’ ένα ενθουσιώδες παιδιάστικο μειδίαμα όλο χρυσά δόντια, κι εγώ, απ’ τον φόβο μου, χάνω τον έλεγχο του αυτοκινήτου, που βουτάει από ύψος στη θάλασσα. Καταφέρνω με δυσκολία να βγω απ’ το ανοιχτό παράθυρο, του βυθισμένου οχήματος, στην επιφάνεια και τη βλέπω να μου πετάει ένα σωσίβιο. Με ενθαρρύνει με χειρονομίες και φωνές, που δεν ακούω -για κάποιον ανεξήγητο λόγο η θάλασσα που κολυμπώ και το τοπίο τριγύρω είναι τώρα ασπρόμαυρα. Την ώρα που βγαίνω έξω φωνάζω θυμωμένος στο φιλοπερίεργο πλήθος, που έχει συγκεντρωθεί, «αφήστε με επιτέλους να περάσω», κι εκείνη μου ψιθυρίζει αφοπλιστικά στο αυτί: «mon chéri, το να πεθαίνεις είναι κι αυτό μια τέχνη, πώς κάνεις έτσι; Εγώ, έχω να πεθάνω ακόμα άλλες επτά φορές». Ξυπνάω έχοντας καταλήξει σε συμπέρασμα: η Ανιές Βαρντά ανέκαθεν υπήρξε γάτα.

Κυριακή, 6 Φεβρουαρίου 2022

Πρωινός ήλιος, δυνατός, μ’ ένα φως που θυμήθηκα. Όπως η γάτα τής Σαντορίνης του Robert Vickrey έχω απλωθεί σε μια καρέκλα στη βεράντα και διαβάζω, σαν να είναι πάλι η πρώτη φορά, τη «Διαφάνεια» του Ρίτσου. Από μέσα ακούγεται απαλά το Hunky Dory του David Bowie. Θα το έλεγες κι ευτυχία. Ξαναδιαβάζω τη φράση μου και σκέφτομαι: η δική μου ιδέα για την ευτυχία φαίνεται, τελικά, πως δεν μπορεί παρά να συναρτάται με βιβλία, μουσικές και ζωγραφική. Θα έβαζα μέσα και τον κινηματογράφο (χθες είδα το «Πριν από τη θύελλα»του Χίτσκοκ, 1940), αλλά ο κινηματογράφος είναι της νύχτας, όχι της μέρας και δεν τον παρακολουθώ όπως παλιά.

Πέμπτη, 24 Φεβρουαρίου 2022

Ξύπνησα με την αίσθηση ότι είναι Παρασκευή, αλλά είναι Πέμπτη και η Ρωσία έχει ήδη εισβάλλει στην Ουκρανία. Στο σχολείο μια καθηγήτρια αγγλικών μού λέει ότι έχει να κοιμηθεί πέντε ημέρες από την αγωνία της. Σε όλα τα τμήματά μου κρίνω σκόπιμο να διαβάσω δύο ποιήματα: την «Τελευταία μέρα» του Σεφέρη και το «Αν η Ρωσία» του Ζαγκαγιέφσκι. Στην ειδησεογραφία τής ημέρας αναφέρουν ότι προχθές ο ύπατος εκπρόσωπος της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής και ασφάλειας Μπορέλ απάντησε στην αναγνώριση των λαϊκών δημοκρατιών της Ανατολικής Ουκρανίας «τέλος τα ψώνια στο Μιλάνο, τα πάρτυ στο Σαιν Τροπέ και τα διαμάντια στην Αμβέρσα», σαν η ηθική ιδέα της Ευρώπης να αφορά μόνο την κατανάλωση. Η φράση που επαναλαμβάνεται στο ποίημα του Σεφέρη: «Κανείς δεν αποφάσιζε». Η ώρα τού δειλινού τής Ευρώπης, η αναποφάσιστη ώρα μεταξύ ημέρας και νύχτας. Αυτό που ζούμε.

Βράδυ: Να μπαίναμε, λέει, σ’ ένα αυτοκίνητο και να οδηγούσαμε όλη νύχτα σε ανοιχτή λεωφόρο για κάπου μακριά, χωρίς να μας νοιάζει ο προορισμός, μένοντας σιωπηλοί μέσα στην ακαταμάχητη τρυφερότητα της μουσικής…

Σάββατο, 5 Μαρτίου 2022

Δύναμη του θανάτου και δύναμη της ζωής. Χθες, πέθανε ο Χρόνης Μπότσογλου. Σήμερα, στον πρωινό περίπατο, μια νεαρή ποδηλάτισσα (φοράει κουκούλα, αλλά θέλεις να τη φαντάζεσαι όμορφη, σαν αυτές του Ελύτη) περνάει απαλά δίπλα μου φορώντας τα χρώματα της Ουκρανίας, κίτρινο αδιάβροχο και γαλάζια μπλούζα, και μου λέει «καλημέρα».

Δημήτρης Αγγελής

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Twitter

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Twitter. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s