Στίχοι των ντελικάτων ποιητών
ρομαντισμός και συμβολισμός στην ποιητική συλλογή τής Ζωγραφιάς Οτζάκη

Πρόκειται για τη δεύτερη ποιητική συλλογή της Ζωγραφιάς Οτζάκη, που περιλαμβάνει 29 ολιγόστιχα και ολιγόλογα ποιήματα. Η πρώτη της ποιητική δουλειά τυπώθηκε το 2017 από τις Εκδόσεις Ρώμη με τον τίτλο Λιμπρέτο ως μέρος μιας τριπλής έκδοσης που περιλάμβανε επίσης την ποιητική συλλογή Sotto voce της Αγγελικής Μαυρουδή και τη δική μου συλλογή Μάγαδις. Ο γενικός τίτλος εκείνου του τόμου ήταν Φούγκα. Κρατώντας στα χέρια μου το δεύτερο αυτό, νεότερο πόνημα της Ζωγραφιάς Οτζάκη μπορώ να διαπιστώσω μία σημαντικότατη βελτίωση στην ποιότητα της ποίησης και μία σχεδόν απέριττη ωριμότητα, μολονότι τα βασικά υφολογικά εργαλεία παρέμειναν λίγο-πολύ τα ίδια. Με άλλα λόγια είναι φανερό ότι η ποιήτρια κατόρθωσε στην πενταετία που μεσολάβησε να μείνει πίστη στον εαυτό της και ταυτόχρονα να τον υπερβεί δημιουργικά.
Προσπαθώντας να εντοπίσει κανείς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της ποιητικής ταυτότητας της Ζωγραφιάς Οτζάκη, θα μπορούσε να πει ότι ο κύριος πνευματικός της πρόγονος μπορεί να εντοπιστεί στη νεορομαντική-νεοσυμβολιστική ποίηση του Μεσοπολέμου. Με άλλα λόγια υπάρχει μία έκδηλη ατμόσφαιρα ρομαντισμού που δομείται με τη βοήθεια συγκεκριμένων συμβόλων. Τα τριαντάφυλλα, ο άνεμος, τα κλαδιά των δέντρων, η βροχή, οι σταλαγματιές της, τα πουλιά, τα σύννεφα, η σημαίνουσα σιωπή, τα νυχτολούλουδα, ο έρωτας, το όνειρο, τα αστέρια, η νύχτα, οι σκιές οι νεκροί, η χλωμή χιμαιρική κόρη και πολλά άλλα παρόμοια δημιουργούν μία συγκεκριμένη μελαγχολική ατμόσφαιρα διαπερνώντας όλη τη συλλογή.
Από τα σύμβολα ιδιαίτερο βάρος φαίνεται να έχει η πεταλούδα, στην οποία μάλιστα αφιερώνεται και ένα ολόκληρο ομότιτλο ποίημα. Η πεταλούδα καταλήγει να γίνει το κατεξοχήν σύμβολο του ποιητή:
Μα ο ποιητής μια πεταλούδα
ολόκληρη
με τα φτερά
και το κενό ανάμεσα.
Η εικόνα του ποιητή ως πεταλούδα οδηγεί κατευθείαν στο δεύτερο βασικό χαρακτηριστικό της ποίησης στη συλλογή, το θέμα της ευαισθησίας, της ευθραυστότητας. Οι προηγούμενοι στίχοι εκφράζουν μία αντίληψη όχι μόνο για την ντελικάτη αισθαντικότητα του ποιητή, αλλά και για τη μεταφορική αβαρία και την ευθραυστότητα της ίδιας της ποίησης και της ποιητικής διαδικασίας. Μία πεταλούδα, ακόμη και ολόκληρη, εξακολουθεί να είναι κάτι το ανάλαφρο, το ασήμαντο, το ευαίσθητο. Δεν ζυγίζει απολύτως τίποτα. Είναι ένα κενό με φτερά ή ένα ζευγάρι φτερά με το κενό ανάμεσά τους. Μπορεί να υπάρξει, αλλά μπορεί και να μην υπάρξει. Και αυτό δεν θα έχει καμία απολύτως σημασία εντέλει για τον κόσμο, ο οποίος θα συνεχίσει την πορεία του ούτως ή άλλως. Αυτή η ευθραυστότητα της ποίησης και του ποιητή διαφαίνεται και σε άλλα χωριά. Για παράδειγμα οι ποιητές κρέμονται από τα
γυμνά κλαδιά στον άνεμο
και στάζουν λάθη από τριαντάφυλλα (Για τους ελάσσονες),
Ο ποιητής είναι μία πικραμένη παραλήγουσα,
ένα γιατί με την πληγή στα δάχτυλα,
ένα κενό σε κύκλο ανοιχτό (Ούτε μια λέξη),
Ο ποιητής ορθώνεται ραμφίζοντας την ήττα του (πλακούντας).
Η ίδια η ποίηση εμφανίζεται συχνά ημιτελής, ανολοκλήρωτη, λιποβαρής:
Για τη σιγή ενός ημιτελούς ποιήματος (αναμέτρηση),
Πώς να χωρέσει τ’ όνειρο σε στίχους ενδεχομένους (Πνοές),
Στεγνό το ποίημα
δισύλλαβο
εγώ κι εσύ
Εγώ κενό·
το εννοούμενο υποκείμενο (Το σώμα),
φύλλα φυγόκεντρα
οι φίλοι μου
εμμονικοί
μαρτυρικοί
για ένα ποίημα
ημιτελές και ακατάληπτο
διαχέονται (Γιατί απλώς είναι φθινόπωρο),
Μα δεν πωλείται το ποίημα το ημιτελές
Μέχρι νεωτέρας (Παλαιοπωλείον).
Το ποίημα, η ποίηση, ο ποιητής είναι εύθραυστοι, γιατί προφανώς τους συντρίβει το βάρος του κόσμου εκεί έξω. Για να ξεφύγουν τη συντριβή κατεβάζουν την ένταση της φωνής και τις προσδοκίες για ηρωικά κατορθώματα, ποιητικά και άλλα. Πρόκειται για ποίηση της χαμηλής φωνής, των ελασσόνων τόνων και ελασσόνων ποιητών, όπως μαρτυρεί και ο τίτλος του ποιήματος Για τους ελάσσονες (πρώτο-πρώτο στη συλλογή) καθώς και οι στίχοι του:
Θα γράψω ένα ποίημα
για τους ελάσσονες
[…]
Θα γράψω ένα ποίημα για μας.
Κάποτε η φωνή χαμηλώνει μέχρι το ψιθυριστό τραγούδι των νεκρών και τα ποιήματα είναι αμφίβολο αν ζουν πραγματικά (Ερινύα):
Μαρτυρική και χειμαζόμενη
σα λυγερό ψιθύρισμα
σαλεύει η νύχτα βουρκωμένη
με το τραγούδι των νεκρών
και κινδυνεύει
η ασάλευτη ζωή των ποιημάτων.
Η ποίηση γράφεται σε αργή κίνηση, σαν ξεχασμένη μνήμη, σαν σκιά και καταλαμβάνει ντροπαλή τον ελάχιστο δυνατό χώρο, στο υποσέλιδο (Αναμέτρηση):
στη λειασμένη μνήμη μιας ραψωδίας κατανυκτικής
που πλέκεται αργά αργά
σαν τη σκιά μεσημεριού στα υποσέλιδα
δίχως ανάπαυλα.
(Αναγνώριση):
Στο βήμα της ανάμνησης
σημειωτόν
με τον ρυθμό τεθλιμμένων αστεριών.
Η ποίηση γράφεται τη νύχτα (Μεταμόρφωση):
κυρίως τη νύχτα που καμπυλώνουν οι σκιές
και τ’ αλληλούια.
Μοιάζει με προσευχή (Μεταμόρφωση):
Στο κυκλωμένο δώμα μου
δραττόμενη των προσευχών
και των ενδότερων.
Μοιάζει με μια κατάβαση στον εαυτό ως κατάβαση στον Άδη που την ακολουθεί μια καταθλιπτική ανάδυση στην πραγματικότητα (Μεταμόρφωση):
για να αναδυθώ χρόνια μετά
με μια ουρά ως τα έγκατα.
Άλλοτε η ποίηση ή το ποίημα είναι παγωμένο στον ελάσσονα χαρακτήρα του (Ανταρκτική):
Ή θα σε πω Ανταρκτική
για να παγώνει η συλλαβή νεογέννητη,
σχεδόν ανεξερεύνητη
Στα μάτια σου ανεστραμμένα σχήματα·
ελάσσονα
Το τέλος σου κενό
σαν πολική λευκότητα.
(Χιόνι:)
πυκνώνει νεογέννητο
σφυρίζοντας καντάτα ασυλλάβιστη
ώσπου παγώνει
μπαμπάκι στα δόντια των νεκρών
Η σιωπή είναι το έσχατο καταφύγιο, όπως και η συντομία του λόγου (Ούτε μια λέξη):
Ούτε μια λέξη
μονάχα την κατάληξη να πεις
Όλο το σώμα η σιωπή
και η τελεία, αρχή για την επόμενη
[…]
Γι’ αυτό ούτε μια λέξη
μονάχα την κατάληξη
Η ποίηση αυτή τελικά αδυνατεί να συλλάβει και το όνειρο και την πραγματικότητα (Πνοές):
θα γράψει ένα ποίημα στα μέτρα μας
εδώ και τώρα
Πώς να χωρέσει τ’ όνειρο σε στίχους ενδεχόμενους.
(Αφιέρωση:)
τι να σου πει το ποίημα που έγραψα
για χάρη σου
Η αίσθηση του ελάσσονος, της χαμηλής φωνής, του εύθραυστου υπηρετείται υφολογικά από την ολιγοστιχία, την ολιγολογία, την οπτική αίσθηση του κατακερματισμού σε βραχείς στίχους, την έλλειψη στίξης. Βασικό υφολογικό χαρακτηριστικό είναι η συχνή χρήση επιρρημάτων ή επιρρηματικών προσδιορισμών σε διάφορες μορφές, τα πολλά ουδέτερα (ουσιαστικά, επίθετα ή έναρθρες άκλιτες λέξεις ή φράσεις, όπως π.χ. Αμφιλύκη, το «μη» το υποδόριο / το κυκλικό μονόγραμμα […] το μαρμάρινο / siste, viator· Απομεινάρι, τα υπερκείμενα / τα ενδιάμεσα / και το πτερύγιο· Αναγνώριση, το σ’ αγαπώ που ξεγελά το εφήμερο· Ούτε μια λέξη, ένα γιατί με την πληγή στα δάχτυλα / ένα κενό), οι πολλές λέξεις με στερητικό (ανυπάκουα, άτιτλο, ανεξερεύνητη, ασάλευτη, ασυλλάβιστης κ.ά) που οδηγούν τον λόγο στην αφαίρεση. Η ποιήτρια, ωστόσο, αν και σαφώς προτιμά τη λιτότητα και τη βραχυλογία, δεν περιφρονεί τη χρήση των επιθέτων, όχι κοσμητικών, αλλά σημαινόντων, φερόντων φορτίο νοήματος, ενώ χρησιμοποιεί επιτυχημένα την παρομοίωση και μάλιστα ενίοτε σε σχήμα επαναληπτικό (Αναγνώριση):
σαν το κλαδί που έλιωνε αργά στα δάχτυλα πουλιών
σαν την αυγή στα χείλη της βροχής
σαν την ακτή στα μάτια πονεμένων ναυτικών.
Τα επίθετα και οι μεταφορές αρδεύουν το λιτό τοπίο και δεν το αφήνουν να ξεπέσει στο επίπεδο του αφηρημένου και της ξηρότητας. Συμβάλλουν επίσης στην εναργέστερη επίτευξη της έκφρασης των συναισθημάτων, με άλλα λόγια λειτουργούν ως ενισχυτές του διάχυτου λυρισμού. Τέλος το δεύτερο πρόσωπο που κάνει την εμφάνισή του σε μια πληθώρα ποιημάτων φαίνεται τις περισσότερες φορές (αλλά όχι όλες) να είναι μια ελάχιστα καλυμμένη αποστροφή προς το Εγώ.
Συνοψίζοντας: έχουμε εδώ να κάνουμε με μια ποίηση τυπική για την εποχή μας, τηλεγραφική, λιτοδίαιτη, λιπόσαρκη, που καταφέρνει όμως να συγκινήσει χάρη στη διαρκή πλεύση της στα δοκιμασμένα ύδατα του ρομαντισμού, του συμβολισμού και του λυρισμού, ύδατα που έχουν γενικά απαρνηθεί οι θεράποντες της ποίησης σήμερα.
Σταύρος Γκιργκένης