Τα πρωτοβρόχια

Ακόμη κι αν φανεί τολμηρό, θα ξεκινήσω αυτήν την αναφορά με παρομοίωση του Σπύρου Κιοσσέ με κινηματογραφιστή, η κάμερα του οποίου έχει μετατρέψει τον χώρο και τον χρόνο σε μία, συμπυκνωμένη μεν, εξαιρετικά λεπτομερή δε, περιγραφή αντάξια της εξονυχιστικής οπτικής τού Αντρέι Ταρκόφσκι. Πράγματι, εάν για τον τελευταίο «οι πιο ενδιαφέροντες χαρακτήρες είναι εξωτερικά στατικοί, αλλά εσωτερικά φορτισμένοι με ένα ξέφρενο πάθος», για τον συγγραφέα τού έργου «Τα πρωτοβρόχια», ισχύει η ίδια οπτική με προσθήκη της κίνησης των εξωτερικών περιστάσεων, παράλληλα με την εσωτερική κορύφωση στιγμιαίων γεγονότων. Εκκινά την ανάπτυξη της θεματικής του μέσα από την αφηγηματική ροή μίας ελληνικότητας των τελών της δεκαετίας του΄70 – αρχών της δεκαετίας του ’80, ελληνικότητα δίχως ιδεολογικές αντιστοιχίες, αλλά με έντονο τον διαλεκτικό χαρακτήρα της μετάβασης από την εικονοποιία μίας εποχής, στην εσωτερικότητα των πράξεων που επιφέρει αθόρυβα η μετάβαση στο μέλλον που έπεται. Ένα μέλλον, οι μνήμες τού οποίου θα ενεργοποιηθούν στις ατομικές υποστάσεις της οικογενειακής παρουσίας στο δημόσιο λόγο. Ο τελευταίος υιοθετεί όλα τα επιμέρους συνθετικά στοιχεία μίας παράδοσης,η οποία μετακυλίεται από γενιά σε γενιά και ορίζει την ταυτότητα των δρώντων προσώπων. Ο Σπύρος Κιοσσές κινητοποιεί την κινηματογραφική κάμερα από το εμείς τού οικογενειακού περιβάλλοντος χώρου στο εγώ του συλλογικού χώρου, Για να προσδώσει το απαιτούμενο υπόβαθρο στις εικόνες τις οποίες μεταφέρει στη διαστολή τού χρόνου, προσδίδει το αναγκαίο, εκ των πραγμάτων, επίπεδο υποστασιακής έκθεσης των προσώπων. Επίκεντρο της αφήγησης η οικογένεια και οι προεκτάσεις της.
Η τελευταία ετεροπροσδιορίζεται μέσα από τη γειτονιά, τον κλειστό μεν, αλλά γεμάτο συγκινήσεις χώρο, στον οποίο η πολυμορφία προκαλεί συζητήσεις, εν μέσω αυστηρά ιεραρχικοποιημένων δομών συλλογικής έκφρασης. Είναι το πεδίο στο οποίο αναπτύσσεται η κοινωνικοποίηση των νέων μελών τής κοινωνικής συμβίωσης, ενώ, παράλληλα, είναι και ο χώρος ελέγχου και ισορροπίας ανάμεσα στην ατομική και την συλλογική ηθική. Οι θύρες στις οικείες μοιάζουν απλό διακοσμητικό εξάρτημα, δεδομένης της ελευθερίας επικοινωνίας συγγενικών και μη προσώπων, λειτουργώντας ταυτόχρονα ως εξομολόγηση και ως ψυχανάλυση των προσωπικών βιωμάτων, σε άμεση σύνδεση με την αντιμετώπιση εξωτερικών γεγονότων και ζητημάτων που καθορίζουν το περιεχόμενο της καθημερινότητας. Για τον νεαρό πρωταγωνιστή, τον Τάσο, η τελευταία διαπερνά τις συζητήσεις των ενηλίκων για να καταλήξει στις εξομολογήσεις τού πάτερ τής ενορίας εντός τής σχολικής κοινότητας. Αναδεικνύεται με τρόπο εκστατικό το περιεχόμενο αυτής της παρέμβασης και αποκαλύπτει, δίχως εξιδανικεύσεις μίας παραδοσιακά συντηρητικής ταυτότητας, τον ρόλο των πυλώνων εξουσίας και προσδιορισμού του δημόσιου αφηγήματος. Το νεαρό άτομο καλείται να υιοθετήσει στάση και θέση βαθιά εμποτισμένη με την διαδικασία ετεροπροσδιορισμού τής συνείδησης, αποτέλεσμα το οποίο αναλύει με τρόπο έξυπνο ο συγγραφέας. Στην ίδια οπτική,αλλά με διαφορετική κατεύθυνση κινείται η παρουσία τής γιαγιάς στην ίδια οικογενειακή εστία. Η παρουσία της σηματοδοτεί την γέφυρα ανάμεσα σε ένα παρελθόν εθιμοτυπικής πρόσδεσης και σε ένα παρόν μετωπικής ερμηνείας, εκ μέρους των ηρώων. Άπαντες καλούνται να υπερβούν τις δυσκολίες των υποχρεώσεων και των ανατροπών της συμβατικής ζωής, μέσα από τη συσσωρευμένη πείρα τής γιαγιάς.

Σε αυτό το μείγμα ιδιωτικού και δημόσιου χώρου, υπεισέρχεται η προβληματική της εφηβικής αναγνώρισης και της ξενιτιάς. Τόσο στη μία περίπτωση, όταν ένας φίλος παρατηρεί άθελά του μία ώριμη γυναίκα ημίγυμνη, όσο και σε αυτήν της εργασιακής μετανάστευσης στη Γερμανία, ο συγγραφέας παρουσιάζει τις εξελίξεις στον ίδιο χρόνο, αλλά με διαφορετική αλληλουχία ενεργειών για να καταδείξει το μέγεθος της ατομικότητας συμπιεσμένο από τη μία πλευρά στην θέαση της αθωότητας, στο βλέμμα ενός παιδιού στην όψη τής γυναικείας φύσης και από την άλλη πλευρά, στις συμπληγάδες αποξένωσης μέσα από την αλλοτρίωση των εργασιακών συνθηκών, που ολοένα πιέζουν προς επιβεβαίωση της δυνατότητας επιβίωσης σε έναν κόσμο εξελικτικού ανταγωνισμού. Η γειτονιά, και σε αυτήν την περίπτωση, λειτουργεί ως ηχείο μετάδοσης της εικονικής πραγματικότητας, όπως αυτή μεταφέρεται από στόμα σε στόμα για τον βίο των ανθρώπων. Θυμίζει έντονα το έργο τού Ιάκωβου Καμπανέλη «Η αυλή των θαυμάτων», εκεί όπου η πραγματικότητα υπονομεύει τις επιθυμίες, τα όνειρα και τις προσδοκίες. Η κοινή μοίρα των ανθρώπων υπό τη σκιά του ήλιου, όπως αναπτύσσεται γύρω από την αυλή των κατοικιών, διαμορφώνοντας τον δικό τους, αυτόνομο, δημόσιο λόγο, σκιαγραφεί τους ανθρώπους τής διπλανής πόρτας. Η λαϊκή οικογένεια ξεδιπλώνεται δίχως ηθογραφικούς όρους, ελεύθερη να βουτήξει στα κατάβαθα της ψυχής των ηρώων και από το σημείο αυτό οι εικόνες τής προσωπικής αντίληψης γύρω από τη βούληση για ζωή, αναπτύσσονται μεθοδικά, σχεδόν ανεμπόδιστα προς την πραγμάτωση των συναισθηματικών απολήξεων της νεότητας. Η γιαγιά, ο θείος από τη Γερμανία, οι γονείς και η πορεία τής μεταξύ τους σχέσης, οι φιλίες στο απλό επίπεδο της εξωστρέφειας και της κοινωνικοποίησης, έως το σύνθετο επίπεδο του κόσμο των ενηλίκων, όλα διαδραματίζονται σε χρόνο ενεστώτα, δίχως περιττές προσθήκες στις λεπτομέρειες σύνθεσης της εποχής. Είναι ο χρόνος που μεταβάλλεται και μαζί του οι μνήμες καθηλώνουν τον αναγνώστη σε βιώματα που διαμόρφωσαν την ταυτότητα της σύγχρονης Ελλάδας.
Ο Σπύρος Κιοσσές κυριολεκτικά κινηματογραφεί εικόνες της διπλανής πόρτας, με τρόπο άμεσο, απογυμνωμένο από λογοτεχνικά τεχνικά γλωσσικά σχήματα. Είναι ο ρεαλισμός του τέτοιας δυναμικής που εξαναγκάζει τη συνείδηση να μεταθέσει το επίπεδο ανάγνωσης του χρόνου σε προσωπικό ζήτημα αυτογνωσίας.

Συγγραφέας: Σπύρος Κιοσσές
Εκδόσεις: Μεταίχμιο
Αθήνα, 2022
σελίδες 168
Αντώνης Ε. Χαριστός
Oι φωτογραφίες προέρχονται από την bookpress και τον Παρατηρητή της Θράκης