Rabindranath Tagore (1861 – 1941) – Σύντομο Εισαγωγικό Σημείωμα

Ο Rabindranath Tagore (1861 – 1941) συγκαταλέγεται στις μεγαλύτερες προσωπικότητες της μοντέρνας ινδικής λογοτεχνίας. Υπήρξε συγγραφέας, ποιητής, ζωγράφος, συνθέτης και φιλόσοφος, ενώ ήταν ο πρώτος συγγραφέας από την Ασία στον οποίο απονεμήθηκε το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1913 για την ποιητική συλλογή «Gitanjali: Προσφορές Τραγουδιών». Η Σουηδική Ακαδημία, στο κείμενο τεκμηρίωσης της απόφασης της, εκτός των άλλων, αναφέρει πως προχώρησε στη βράβευση του Tagore «για τον βαθιά ευαίσθητο, φρέσκο και όμορφο στίχο του, με τον οποίο, με μεγάλη ικανότητα, έχει καταστήσει την ποιητική του σκέψη, εκφρασμένη με τις δικές του Αγγλικές λέξεις, μέρος τής λογοτεχνίας της Δύσης». Επίσης, το 1915, του απονεμήθηκε από τον βασιλέα της Μ. Βρετανίας, Γεώργιο V, ο τίτλος του ιππότη, τον οποίο αποκήρυξε το 1919 ως ένδειξη διαμαρτυρίας για τη σφαγή 400 Ινδών διαδηλωτών από τα αποικιακά στρατεύματα στην πόλη Αμριτσάρ.
Ο Tagore γεννήθηκε το 1861 στην Καλκούτα και ήταν γόνος επιφανούς και οικονομικά εύρωστης οικογένειας Βραχμάνων. Ο πατέρας του, Maharishi Debendranath Tagore, ήταν θρησκευτικός μεταρρυθμιστής και φιλόσοφος. Η μητέρα του, Sarada Devi, πέθανε όταν ήταν ακόμη πολύ νέος. Ο παππούς του, Dwarkanath Tagore, υπήρξε ένας από τους πρώτους Ινδούς βιομηχάνους που δημιούργησαν επιχείρηση με Βρετανούς συνεργάτες και επιχειρηματίες. Οι Tagores υπήρξαν πρωτοπόροι τής Αναγέννησης της Βεγγάλης και προσπάθησαν να συνδυάσουν την ινδική κουλτούρα με τις δυτικές ιδέες. Χρηματοδότησαν μεγάλα κοινωφελή έργα όπως η Ιατρική Σχολή της Καλκούτα. Πάραυτα ο Tagore, στο έργο Οι Αναμνήσεις μου, αναφέρει ότι κάλτσες και παπούτσια δε φόρεσε πριν την ηλικία των δέκα ετών, ενώ δεν παραλείπει να σημειώσει ότι ανατράφηκε από υπηρέτες που κτυπούσαν συχνά εκείνον και τ’ αδέλφια του.
Άρχισε να γράφει ποίηση όταν ήταν οκτώ ετών, ενώ τα πρώτα του ποιήματα δημοσιεύτηκαν από έναν φίλο του με το ψευδώνυμο «Λιοντάρι του Ήλιου», προκειμένου να του κάνει έκπληξη, όταν βρισκόταν στην ηλικία των δεκαέξι ετών. Η εκπαίδευση του Tagore ξεκίνησε σε νεαρή ηλικία με κατ’ οίκον δάσκαλους και συνεχίστηκε σε διάφορες σχολές. Ανάμεσα σε αυτές ήταν και η Ακαδημία της Βεγγάλης, όπου σπούδασε ιστορία και κουλτούρα της Βεγγάλης και το Πανεπιστημιακό Κολλέγιο στο Λονδίνο, όπου γράφτηκε στη νομική σχολή, την οποία και εγκατέλειψε ένα χρόνο αργότερα δίχως να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Το 1880 επέστρεψε στην Βεγγάλη και το 1883 παντρεύτηκε την Mrinalini Devi Raichaudhuri. Απέκτησαν δυο γιους και τρεις κόρες. Το 1890, ο Tagore άρχισε να διαχειρίζεται τις τεράστιες οικογενειακές εκτάσεις γης στην περιοχή Shelaidaha (ανατολική Βεγγάλη, σημερινό Μπαγκλαντές). Λίγα χρόνια αργότερα, το 1898, τον ακολούθησε η οικογένειά του. Στην Shelaidaha, συνέλεξε τοπικούς θρύλους και έθιμα και έγραψε επτά τόμους ποίησης μεταξύ του 1893 και 1900, στην καθομιλουμένη κοινή γλώσσα της Βεγγάλης, εγκαταλείποντας τη φόρμα της αρχαίας ινδικής γλώσσας, κάτι που δεν ήταν αποδεκτό από τους κριτικούς και τους ακαδημαϊκούς της εποχής του. Η περίοδος εκείνη αναφέρεται ως η πιο παραγωγική στην πνευματική ζωή του Tagore.
Το 1901 μετακομίζει στην Santiniketan για να ιδρύσει ένα ashram, το «Mandir», που λειτούργησε ως τόπος προσευχής, πειραματικό σχολείο και βιβλιοθήκη. Ανάμεσα στους κύριους εκπαιδευτικούς σκοπούς του ήταν ο συγκερασμός Δυτικής και Ινδικής φιλοσοφίας και εκπαίδευσης. Προχώρησε στη συγγραφή ποιημάτων, μυθιστορημάτων, διηγημάτων, ενός ιστορικού έργου με θέμα την Ινδία, διδακτικών και παιδαγωγικών βιβλίων. Η σύζυγός του πέθανε το 1902, ακολουθούμενη το 1903 από μια εκ των θυγατέρων του και το 1907 από το νεότερο γιό του.
Η φήμη τού Tagore ως ποιητή και συγγραφέα, καθιερώθηκε μετά τη μετάφραση της μετέπειτα βραβευμένης με νόμπελ ποιητικής του συλλογής του «Gitanjali: Προσφορές Τραγουδιών» στην οποία ο Tagore επιχειρεί να προσεγγίσει την εσωτερική γαλήνη και να εξερευνήσει τα ζητήματα της θείας και ανθρώπινης αγάπης. Αξίζει να σημειωθεί πως τα ποιήματα μεταφράστηκαν από τον ίδιο. Η κοσμική του θεώρηση κατά κύριο λόγο πηγάζει από τον Βαϊσναβισμό, ένα από τα σημαντικότερα ινδουιστικά δόγματα, και τις θεωρήσεις του για τη σχέση Θεού και ανθρώπου. Στην πρώτη τους εμφάνιση, τα ποιήματα συνοδεύονταν από μια εισαγωγή τού William Butler Yates, ο οποίος έγραψε: «Οι στίχοι αυτοί – που, στο πρωτότυπο, όπως μου αναφέρουν γνωστοί μου Ινδοί, είναι πλήρεις λεπτεπίλεπτων ρυθμών, αμετάφραστων ευαίσθητων χρωμάτων, μετρικών επινοήσεων – αναδεικνύουν με τον στοχασμό τους έναν κόσμο που ονειρεύομαι ολόκληρη τη ζωή μου». Οι στίχοι του επίσης, επαινέθηκαν από τον Ezra Pound με αποτέλεσμα να τραβήξουν την προσοχή τής Σουηδικής Ακαδημίας: «Σ’ εκείνον υπάρχει η αταραξία της φύσης. Τα ποιήματα δε φανερώνουν πως έχουν παραχθεί από μια καταιγίδα ή ανάφλεξη αλλά φαίνεται πως υποδηλώνουν τη συνήθη διανοητική του κατάσταση. Είναι ένα με τη φύση, δίχως να βρίσκει μεταξύ τους αντιφάσεις και αυτό αποτελεί οξεία αντίθεση στον δυτικό τρόπο σκέψης, όπου ο άνθρωπος πρέπει να προβάλλεται ότι επιχειρεί να κυριαρχήσει στη φύση, εάν πρόκειται να αναφερθούμε στο μεγάλο του δράμα» (από το Fortnightly Review, 1η Μαρτίου 1913).
Το ποιητικό ιδίωμα του Tagore, που έλκει την καταγωγή του από τους ποιητές του Βαϊσβανισμού που έζησαν τον 15ο και 16ο αιώνα, κινείται μεταξύ τού κλασικού φορμαλισμού, του κωμικού στοιχείου, της ενόρασης και της έκστασης. Πειραματίστηκε με ποικίλες ποιητικές φόρμες στη γραφή του, αλλά εκείνα ακριβώς τα έργα του μεταφρασμένα σε άλλες γλώσσες είναι που χωλαίνουν, ειδικότερα τα διηγήματα όπου είναι πολύ βαθιές και ισχυρές οι επιρροές από την ινδική λογοτεχνία. Παρόλα αυτά, υπήρξε ο πρώτος Ινδός που υιοθέτησε και υπερασπίστηκε στοιχεία του ψυχολογικού ρεαλισμού στα μυθιστορήματα του.
Έγραψε τα σημαντικότερα έργα του στη μητρική του γλώσσα. Πολλά από τα ποιήματά του είναι τραγούδια, κατά κανόνα αδιαχώριστα από τη μουσική τους. Το συγγραφικό του έργο, μέρος του οποίου εξακολουθεί να είναι αταξινόμητο, περιέχεται σε 26 βασικούς τόμους. Το τραγούδι του «Sonar Bangla» (Η Χρυσή μας Βεγγάλη), επιλέχθηκε από το Μπαγκλαντές ως ο εθνικός ύμνος του. Αν και στο Δυτικό Κόσμο καθιερώθηκε ως μυστικιστής συγγραφέας και ποιητής, για την πατρίδα του υπήρξε μεταρρυθμιστής, σκληρός επικριτής τής αποικιοκρατίας και δυναμικός αγωνιστής υπέρ της ανεξαρτησίας τής Ινδίας. Η επιρροή που άσκησε στους ιδρυτές τής σύγχρονης Ινδίας, χαρακτηρίζεται ως πολύ σημαντική.
Waiting
The song I came to sing
remains unsung to this day.
I have spent my days in stringing
and in unstringing my instrument.
The time has not come true,
the words have not been rightly set;
only there is the agony
of wishing in my heart…
I have not seen his face,
nor have I listened to his voice;
only I have heard his gentle footsteps
from the road before my house…
But the lamp has not been lit
and I cannot ask him into my house;
I live in the hope of meeting with him;
but this meeting is not yet.
Αναμονή
Το τραγούδι που ήρθα να τραγουδήσω
παραμένει ατραγούδιστο μέχρι σήμερα.
Έχω ξοδέψει τις μέρες μου να τεντώνω
και να χαλαρώνω τις χορδές στο όργανό μου.
Το πλήρωμα του χρόνου δεν έχει έρθει,
οι λέξεις δεν έχουν ορθά καθοριστεί∙
μόνο εκεί βρίσκεται η αγωνία
της προσδοκίας στην καρδιά μου…
Δεν έχω δει το πρόσωπό του,
ούτε τη φωνή του έχω αφουγκραστεί∙
μόνο τα ευγενικά του βήματα έχω ακούσει
από τον δρόμο εμπρός στο σπίτι μου…
Αλλά η λάμπα δεν έχει αναφτεί
και δε μπορώ να τον καλέσω σπίτι μου∙
Ζω με την ελπίδα να τον συναντήσω
αλλά τούτη η συνάντηση αναμένεται.
Friend
Art thou abroad on this stormy night
on thy journey of love, my friend?
The sky groans like one in despair.
I have no sleep tonight.
Ever and again I open my door and look out on
the darkness, my friend!
I can see nothing before me.
I wonder where lies thy path!
By what dim shore of the ink-black river,
by what far edge of the frowning forest,
through what mazy depth of gloom art thou threading
thy course to come to me, my friend?
Φίλη
Τέχνη εσύ έξω στη θυελλώδη τούτη νύχτα
στο ταξίδι της αγάπης σου, φίλη μου;
Ο ουρανός αναστενάζει σαν κάποιος σε απόγνωση.
Δεν έχω καθόλου ύπνο απόψε.
Πότε πότε ανοίγω την πόρτα μου
και ρίχνω μια ματιά έξω
στο σκοτάδι, φίλη μου!
Δε μπορώ να δω τίποτα μπροστά από μένα.
Αναρωτιέμαι που κείτεται το μονοπάτι σου!
Από ποιά φευγαλέα όχθη ποταμού
από μαύρο μελάνι
από ποιά μακρινή άκρη συνοφρυωμένου δάσους,
μέσω ποιού λαβυρινθώδους βάθους μελαγχολίας τέχνη εσύ ακολουθείς
την πορεία σου για να έρθεις σ’ εμένα, φίλη μου;
On The Nature of Love
The night is black and the forest has no end;
a million people thread it in a million ways.
We have trysts to keep in the darkness, but where
or with whom – of that we are unaware.
But we have this faith – that a lifetime’s bliss
will appear any minute, with a smile upon its lips.
Scents, touches, sounds, snatches of songs
brush us, pass us, give us delightful shocks.
Then peradventure there’s a flash of lightning:
whomever I see that instant I fall in love with.
I call that person and cry: `This life is blest!
for your sake such miles have I traversed!’
All those others who came close and moved off
in the darkness – I don’t know if they exist or not.
Σχετικά με τη Φύση της Αγάπης
Η νύχτα είναι μαύρη και το δάσος δεν έχει τέλος∙
ένα εκατομμύριο άνθρωποι το βιώνουν
μ’ ένα εκατομμύριο τρόπους.
Δίνουμε ραντεβού για να συγκρατήσουμε
το σκοτάδι, αλλά πού
ή με ποιόν – για τούτο δεν έχουμε ιδέα.
Αλλά έχουμε τούτη την πίστη – ότι η μακαριότητα μιας ολόκληρης ζωής
θα εμφανιστεί ανά πάσα στιγμή,
μ’ ένα χαμόγελο στα χείλη της.
Αρώματα, αγγίγματα, ήχοι,
αποσπάσματα τραγουδιών
μας ακουμπούν, μας προσπερνούν, μας προσφέρουν απολαυστικές δονήσεις.
Στη συνέχεια ίσως υπάρχει μια λάμψη κεραυνού:
οποιονδήποτε βλέπω εκείνη τη στιγμή
τον ερωτεύομαι.
Καλώ εκείνον τον άνθρωπο και αναφωνώ:
«Τούτη η ζωή είναι ευλογημένη!
πόσα μίλια έχω διασχίσει για χάρη σου!»
Όλοι εκείνοι οι άλλοι που ήρθαν κοντά
και απομακρύνθηκαν
στη σκοτεινιά – δε γνωρίζω αν υπάρχουν ή όχι.
Freedom
Freedom from fear is the freedom
I claim for you my motherland!
Freedom from the burden of the ages,
bending your head,
breaking your back, blinding your eyes
to the beckoning
call of the future;
Freedom from the shackles of slumber wherewith
you fasten yourself in night’s stillness,
mistrusting the star that speaks of truth’s
adventurous paths;
freedom from the anarchy of destiny
whole sails are weakly yielded to the blind
uncertain winds,
and the helm to a hand ever rigid and cold as death.
Freedom from the insult of dwelling in a puppet’s world,
where movements are started through brainless wires,
repeated through mindless habits,
where figures wait with patience
and obedience for the
master of show,
to be stirred into a mimicry of life.
Ελευθερία
Ελευθερία από τον φόβο είναι η ελευθερία
Που διεκδικώ για σένα πατρίδα μου!
Ελευθερία από το βάρος των αιώνων,
που κυρτώνουν το κεφάλι σου,
τσακίζουν τη ράχη σου, τυφλώνουν τα μάτια σου στο κέλευσμα
του μέλλοντος∙
Ελευθερία από τα δεσμά της αδράνειας
με τα οποία
προσδένεις τον εαυτό σου
στην ακινησία της νύχτας,
όντας δύσπιστη απέναντι στο αστέρι
που μιλά για της αλήθειας τα τολμηρά μονοπάτια∙
ελευθερία από την αναρχία του πεπρωμένου
ολόκληρα πανιά είναι δίχως σθένος παραδομένα στους τυφλούς αβέβαιους ανέμους,
και το δοιάκι σ’ ένα χέρι πάντοτε δύσκαμπτο και κρύο όπως ο θάνατος.
Ελευθερία από την ύβρη να διαμένεις σ’ έναν κόσμο ανδρείκελων,
όπου οι κινήσεις εντέλλονται μέσω ανεγκέφαλων συρμάτων,
επαναλαμβάνονται
μέσω ασυλλόγιστων συμπεριφορών,
όπου οι φιγούρες με υπομονή αναμένουν πειθήνια
για τον κύριο της παράστασης,
να τις κατευθύνει σε μια μίμηση της ζωής
Μετάφραση-εισαγωγή: Ευάγγελος Ρούσσος
