Αποκλειστική συνέντευξη με τον Αύγουστο Κορτώ με αφορμή την κυκλοφορία του νέου του βιβλίου και τις βιβλιοπαρουσιάσεις στη Θεσσαλονίκη

«Πες μου, ζωή, γιατί στο τέλος κάνεις τους πιο γλυκούς δεσμούς λυπητερούς;» διάβασα σ΄ ένα βιβλίο που ήρθε το διάστημα της μεγάλης καραντίνας στην πόρτα μου με κάποιο κούριερ κι εν μέσω κλειστών βιβλιοπωλείων. Ένα βιβλίο με ιδιόχειρη αφιέρωση που ξαναέκλεισα μόνον όταν το τελείωσα. Ποιός θα πίστευε τι θα ακολουθούσε…
Όταν πια επιτράπηκαν οι μετακινήσεις και έπαψαν τα υπέροχα εκείνα πρόστιμα, ταξίδεψα στην Αθήνα. Γνωστό το «τάμα» των Αθηνών για μένα. Όσες περισσότερες θεατρικές παραστάσεις προλάβεις, Μοναστηράκι, παλαιοβιβλιοπωλεία, μαγειρευτά στη γειτονιά του Ψυρρή και βόλτα στα Εξάρχεια. Και τι δεν έχεις να κάνεις στα Εξάρχεια. Σίγουρα όμως θα πας στο γνωστό βιβλιοπωλείο, στη γνωστή κεντρική πλατεία στο γνωστό bazaar που γίνεται στο πεζοδρόμιο. Κι εκεί τον είδα. Πήγα με σκοπό να αγοράσω το καινούριο του βιβλίο κι ας μην είχε αφιέρωση. Έκπληκτη τον βλέπω να στέκεται μπροστά μου ολοζώντανος και μάλιστα κρατώντας το τελευταίο διαθέσιμο αντίτυπο της «άλλης Κατερίνας». Έτοιμη για παζάρι και ανυποχώρητη εγώ. Το δικαιούμουν. Εκείνος αφού το έγραψε το έχει διαβάσει. Κι αν είχε ξεμείνει και ο ίδιος και ήθελε να το κάνει δώρο, ας περίμενε λιγάκι ακόμη… Ήταν η μόνη ευκαιρία να μου το υπογράψει κιόλας… «Μα ήρθα από Θεσσαλονίκη και θα χάσω την ευκαιρία;» θα του ΄λεγα. «Είμαστε και συντοπίτες…» ίσως μια επίκληση στο συναίσθημα, βοηθούσε. Η μία διαπραγμάτευση έφερε την άλλη. Εν τέλει καταλήξαμε σε μια υπέροχη κουβέντα με το ανοιξιάτικο αεράκι να τα κάνει όλα ειδυλλιακά, ίσως λίγο παλιομοδίτικα κι εγώ να έχω υποχωρήσει από τη διεκδίκηση του βιβλίου…
Πώς είναι κάθε φορά η επιστροφή στην γενέτειρα;
Αλλόκοτη: είναι μια πόλη που περιέχω, που ξέρω σαν τη χούφτα μου, κι ωστόσο δεν είναι πια ο τόπος μου – σαν να μεγάλωσε και ν’ άλλαξε ερήμην μου. Γνωριζόμαστε μεν, αλλά φιλικά.
Εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα και μένω Καλαμαριά. Στα βράχια της Αρετσούς να αγναντεύω το φάρο στο Αγγελοχώρι ή τον Όλυμπο έχω ζήσει τις πιο ωραίες μοναξιές. Έχω μέσα μου τον απόηχο των προσφυγικών γειτονιών. Τι μνήμες έχεις από την παλιά Καλαμαριά και πώς την βλέπεις τώρα;
Η Σοφούλη, όπου μεγάλωσα, ήταν μαγευτική τα πρώτα χρόνια της παιδικής μου ηλικίας – αντίκρυ μας είχαμε μια πανέμορφη προσφυγική πολυκατοικία με οντάδες, μια παμπάλαιη μονοκατοικία με χορταριασμένη αυλή – ανήκε σ’ έναν ηλικιωμένο κύριο, κι ήμουν πεπεισμένος πως ήταν μάγος. Απ’ το μπαλκόνι μας βλέπαμε ίσαμε το Παλατάκι και τον Όλυμπο. Και φυσικά, στα γύρω στενά, στο λούνα παρκ, κύλησε όλη μου η αθωότητα.
Παρακολουθώ τις αναρτήσεις σου, πάντα εύστοχος και στραμμένος στην ευθεία αλήθεια. Εμένα με βοηθούν άρα είναι βέβαιο πως βοηθούν κι άλλους. Πώς είναι για σένα αυτή η άμεση αλληλεπίδραση με τον κόσμο; Όπως λέω, δεν είναι μόνο οι βολεμένοι του πληκτρολογίου αλλά και αυτοί που αξιοποιούν τα οφέλη αυτού.
Χρησιμοποιώ το Facebook ως δημόσιο ημερολόγιο, και προσπαθώ να γράφω για ό,τι με θορυβεί, με πονά ή μου δίνει χαρά με την ίδια προσοχή που δίνω στα βιβλία μου – ξέρω τη δύναμη που έχουν οι λέξεις κι είναι όλες τους χαϊδεμένες. Αν μια ανάρτηση, πέρα απ’ την προσωπική μου εκτόνωση, βοηθήσει έστω κι έναν άνθρωπο, το κέρδος μου φαίνεται τρομερό – κυρίως γιατί θα ‘θελα να είχα κι εγώ, τα χρόνια της μοναξιάς, πρόσβαση σε κουβέντες που θα μου χάριζαν μια στάλα ανακούφιση.
Η ζωή σου, τα βιώματά σου και το γεγονός ότι μιλάς ανοιχτά γι’ αυτά, το λέω από καρδιάς είναι ένδειξη μεγαλείου ψυχής και δύναμης. Είχες έναν άνθρωπο που σου στάθηκε. Τι μπορεί να σώσει μια πονεμένη ψυχή που δεν βρήκε έναν “Τάσο” πλάι της;
Με το χέρι στην καρδιά, ποτέ δεν θεώρησα εαυτόν δυνατό ή μεγαλόψυχο – κι αυτό το αίσθημα του ψυχικού ελλείμματος, ο φόβος πως είμαι τόσο μονήρης, που η ζωή μου ξεγλιστρά, είναι η ρίζα κάθε λέξης που γράφω. Ο Τάσος, τώρα, είναι μια ευλογία του χάους – καθώς, όσο κι αν μοιάζει σαγηνευτική, δεν πιστεύω στην μοίρα. Έτυχε να βρεθούμε, κι η συγκυρία γέννησε έναν κόσμο αγάπης. Νομίζω πως όποιος έχει ανάγκη, απελπιστική ανάγκη, από έναν τέτοιο κόσμο, απ’ τον καθημερινό παράδεισο της συμβίωσης, τον αποζητά τόσο επιτακτικά, που συχνά τον βρίσκει. Ωστόσο, δεν είμαστε όλοι ίδιοι – υπάρχουν άνθρωποι που βλέπουν ως παράδεισο το άδειο σπίτι, τη ζωή που τους ανήκει εξ ολοκλήρου, άνθρωποι που δεν φοβούνται διόλου τη μοναξιά.
Ενδιαφερόμαστε για τον διπλανό μας ή η εποχή μας έχει κλείσει στον μικρόκοσμό μας;
Καμιά φορά, το ενδιαφέρον είναι αντιφατικό. Απ’ τη μια, έχουμε στη διάθεσή μας την ευκολία της επαφής, της γνωριμίας, κι απ’ την άλλη, μπορεί να δειλιάζουμε όταν η επαφή συμβαίνει διά ζώσης. Το παράδειγμα που έχω στο μυαλό μου είναι τα μικρά, γυάλινα συνήθως δοχεία για τα φιλοδωρήματα, που βρίσκεις στα καφέ. Ο λόγος ύπαρξής τους, φυσικά, είναι οι ντροπιαστικοί μισθοί του ιδιωτικού τομέα. Αν λοιπόν πηγαίνεις κάθε μέρα, ή συχνά σ’ ένα καφέ, ίσως δεν έχει τόση σημασία να ξέρεις το όνομα του ανθρώπου που σου ετοιμάζει τον καφέ, όσο το να βοηθάς, με το λίγο που μπορείς, τον βιοπορισμό του. Το πρόσωπο της καλοσύνης είναι καμωμένο όπως τα μωσαϊκά: από αναρίθμητα, μικροσκοπικά, πανέμορφα πετραδάκια.
Αυτό το «δεν γνωριζόμαστε αλλά σε ξέρω» από την «Καλύτερη χειρότερη μέρα της ζωής σου», όταν το πρωτοδιάβασα με καθήλωσε. Είναι από τα πιο δυνατά λόγια που έχω διαβάσει. Κοντοστάθηκα αρκετή ώρα… Το είχα ανάγκη και το πήρα από σένα. Πόσο απέχει το φως από το σκοτάδι;
Ο ψυχικός πόνος καθότι αθέατος και φριχτά μοναχικός, σε εξοικειώνει με το συναισθηματικό σκοτάδι, την αίσθηση ότι λιμνάζεις, βυθίζεσαι, μένεις ασάλευτος σ’ έναν κόσμο που κινείσαι, βιώνεις μια πρόγευση της κόλασης των θρησκειών. Μολαταύτα, αν και ο πόνος είναι βίωμα απολύτως ιδιωτικό, οι ψυχικά άρρωστοι μοιάζουμε όπως οι διαβητικοί, οι εμφραγματίες, οι άνθρωποι με κατάγματα ή αυτοάνοσα. Το βιβλίο για την κατάθλιψη γράφτηκε μ’ αυτόν ακριβώς τον σκοπό: να καταδείξω πόσο πολλά είναι αυτά που μας ενώνουν – ότι είμαστε, τρόπον τινά, αδέρφια στην οδύνη.
Πώς η συγγραφή σε φέρνει κοντά με άγνωστες ψυχές;
Αν περάσεις αρκετή ώρα μες σε μια ψυχή – ενός ζωντανού ανθρώπου, ή ενός επινοημένου – γίνεται λίγο και δική σου.
Το γράψιμο είναι γιατρειά, λύτρωση και τα δύο ή κάτι άλλο;
Αν λύτρωνε, αν γιάτρευε, οι συγγραφείς – οι καλλιτέχνες εν γένει – θα σταματούσαν μετά το πρώτο ολοκληρωμένο τους έργο. Η τέχνη κατ’ εμέ, μ’ όλη την ομορφιά και την ελευθερία της, είναι πρωτίστως παρηγοριά.
Πάμε στην Κατερίνα. Την οποία την αγάπησα σαν αδερφή μου στο πρώτο βιβλίο. Τώρα δέκα χρόνια μετά ξαναζωντανεύει για όλους μας. Βρίσκει αυτό το βιβλίο που μιλά για την άλλη Κατερίνα τυχαία σε ένα παλαιοβιβλιοπωλείο. Πώς γεννήθηκε η παράλληλη ζωή της;
Ένα μεγάλο γαμώτο διατρέχει το πένθος για τη μάνα μου: ότι αν είχε καλούς γονείς, και δεν είχε γεννηθεί μ’ αυτή την κωλοαρρώστια, θα ’ταν η ίδια υπέροχη, φιλόστοργη, γενναιόδωρη γυναίκα που γνώρισα, αλλά χωρίς τον πόνο που τη σακάτεψε και την οδήγησε τόσο νωρίς στον θάνατο. Κι έτσι, καθώς τη μελετούσα τα τελευταία χρόνια – μετά τη διάγνωση που μου απέδειξε το προφανές: ότι πάσχω κι εγώ απ’ την ίδια αρρώστια – αποφάσισα να ξαναβρεθώ μαζί της με τον μόνο δυνατό τρόπο: γράφοντας. Ε, κι αυτή τη φορά, σ’ αυτή τη ζωή, της έδωσα όλα όσα στερήθηκε – κι ας είναι η πλοκή του βιβλίου πιο σύνθετη απ’ την ευτυχία της αφηγήτριας. Έχασε πολλά η Κατερίνα, πάρα πολλά, και προσπάθησα να καταργήσω το άδικο της ιστορίας.
Άραγε αν ζούσαμε όλοι μια δεύτερη εκδοχή στη ζωή μας θα τρομάζαμε όπως εκείνη;
Μια διάσταση του βιβλίου είναι ότι όλοι μας, σε κάποια φάση της ζωής μας, ερχόμαστε αντιμέτωποι μ’ έναν άλλο εαυτό, που δεν μας αρέσει, που μας απωθεί, που νιώθουμε ότι μας κλέβει, ή μας παραχαράσσει, το παρελθόν. Η άλλη Κατερίνα, ωστόσο, σε αντίθεση με το ευάλωτο alter ego του μυστηριώδους βιβλίου που της ταράζει τη ζωή, πατάει γερά στα πόδια της.
Είναι η απώλεια των προσώπων μας κάτι που περνά με τον καιρό ή απλά το διαχειριζόμαστε;
Υπάρχει μεγάλη πίεση – κοινωνική, οικογενειακή – να αφήσουμε πίσω την απώλεια, να ξεπεράσουμε το πένθος, να αποδεχτούμε την αγάπη που δεν βρίσκει το πρόσωπο που αποζητά. Ε λοιπόν, μη σώσουμε να το ξεπεράσουμε: αν θέλουμε τον λατρεμένο νεκρό στη ζωή μας, θα βρούμε τη θέση του, και τον τρόπο να συνυπάρχουμε – φαντασιωσικά, μέσω ταυτίσεων – μαζί του.
Εξάρχεια, Γρηγορόπουλος. «Όταν κοιμούνται οι φίλοι μου». Το έχω με την αφιέρωσή σου. Έχεις πει ότι ήταν το πρώτο σου βιβλίο που όταν το έγραφες σε έκανε να κλάψεις. Κι εγώ δάκρυσα στην ανάγνωσή του. Αντέχεται ο κόσμος όταν είσαι από την πλευρά των κατατρεγμένων;
Δεν κοιτάμε σχεδόν ποτέ τους ζητιάνους και τους άστεγους στα μάτια – όσο δεν έχουν βλέμμα και πρόσωπο, είμαστε ασφαλείς απ’ τον πόνο. Το περιθώριο, η άκρη, είναι ο κόσμος των αθέατων, των αόρατων. Και στη χώρα μας διώκεται ακόμα ποινικά η χρήση ηρωίνης. Με τους Φίλους θέλησα να γράψω μιαν ιστορία για αυτόν τον άφαντο κόσμο των ανθρώπων-σκιών, για τα παιδιά που φεύγουν σαν κυνηγημένα από σπίτια-παγίδες, κι ενηλικιώνονται στον δρόμο. Είναι με κάποιον τρόπο η απάντηση ή μια απόπειρα απάντησης στην ερώτηση που μου γεννά, κάθε φορά, η θέα ενός χρήστη: «Τι να σου συνέβη; Τι πόνο κουβαλάς; Ποιό κυνήγι σ’ έφτασε σ’ αυτό το σημείο;».
Με λίγες λέξεις τι σημαίνει για σένα…Φιλία.
Κάνω τόσο δύσκολα φίλους, που όσοι έχω είναι αληθινοί ευεργέτες μου.
- Κατάθλιψη.
Ζόρικη αρρώστια, πολυκέφαλη, αλλά νικιέται.
- Ελπίδα.
Κάποιοι λεν πως καλύτερα να μην ελπίζεις, για να μην απογοητεύεσαι, μα για μένα η ελπίδα είναι η υπέρτατη ανθρώπινη ιδιότητα: ξέρεις ότι θα πεθάνεις, κι ωστόσο συνεχίζεις να ζεις, και να χαίρεσαι – όποτε κι όσο μπορείς – σαν να ’σαι αθάνατος.
- Καταστολή.
Παρότι Εξαρχειώτης, η πρώτη σκέψη που μου γεννά η λέξη είναι του κατασταλτικού, της ουσίας που σε κατευνάζει – και που ευτυχώς, απ’ την αρχαιότητα κιόλας, έχουμε κάμποσες.
- Πατρίδα.
Ο άνθρωπός σου, το σπίτι σου, η γλώσσα που μιλάς.
Ποιοί από αυτούς που θεωρούμε «μεγάλους» θα έλεγες ότι σε επηρέασαν; ( εγώ ας πούμε διαμόρφωσα πολιτική σκέψη στον βαθμό τέλος πάντων που τη διαμόρφωσα όταν πρωτοδιάβασα τον Χατζιδάκι).
Ο Χατζιδάκις ήταν και παραμένει τεράστια – αξεπέραστη – επιρροή. Αλλά είναι πολλοί οι άνθρωποι που με εμπνέουν με τη ζωή ή με το έργο τους.
Ποιόν από αυτούς θα ζωντάνευες μέσα από ένα νέο μυθιστόρημα;
Είναι ζόρικες οι ιστορικές προσωπικότητες. Μιλώντας πάλι για τον Χατζιδάκι, έχω σκεφτεί πολλές φορές να γράψω ένα βιογραφικό μυθιστόρημα, αλλά από πού ν’ αρχίσεις, από πού να πιάσεις έναν τέτοιο άπιαστο, φωτοβόλο άνθρωπο;
Πανεπιστημιακή αστυνομία. Θα ήθελες να τοποθετηθείς για την τακτική που ακολουθεί η κυβέρνηση; Στο ΑΠΘ την προηγούμενη εβδομάδα φοιτητές κινδύνεψαν πολύ σοβαρά.
Όσο κι αν με θλίβει η εικόνα πανεπιστημίων σακατεμένων απ’ την αφροντισιά, άλλο τόσο μου φαίνεται αφύσικο το να βλέπω αστυνομικούς μονίμως στημένους στην είσοδο. Αλλά είμαι και περίεργη περίπτωση: ανήκω στην κατηγορία των ενοχικών ανθρώπων που όταν τους πλησιάζει αστυνομικός σκέφτονται απευθείας ότι έχουν διαπράξει εν αγνοία τους κάποιο φοβερό κακούργημα, κι ότι οσονούπω θα βρεθούν μπλεγμένοι, απολύτως καφκικά.
Κάτι τελευταίο, περί τέχνης. Η τέχνη μπορεί να πηγαίνει χέρι χέρι με το σύστημα; Ή έρχεται σε αντίθεση με το ρόλο της… Βλέπουμε να μπαίνουν στα θέατρα μπράβοι και να λογοκρίνουν παραστάσεις ή σημαντικές προσπάθειες καλλιτεχνών για παρέμβαση και άρθρωση δημόσιου λόγου να αποσιωπούνται από συστημικά μέσα ενημέρωσης. Πώς θα αποφύγουμε την μαύρη εποχή που μοιάζει να πλησιάζει;
Πολλοί προσπάθησαν να πατήσουν κάτω την τέχνη και κανείς δεν τα κατάφερε – σκότωσαν τον Λόρκα και δεν σταματάμε να τον τραγουδάμε.
Εντάξει… Χαλάλι η διαπραγμάτευση, η ήττα γιατί δεν διεκδίκησα πολύ τελικά το βιβλίο, χαλάλι και η μπύρα που ζεστάθηκε αφού δεν την ήπια γιατί ρουφούσα κάθε λέξη του. Έγιναν τα πράγματα όμως έτσι τελικά; Τον συνάντησα στο βιβλιοπωλείο στα Εξάρχεια να κρατά το βιβλίο του; Σε ένα παράλληλο κάπου μιας δεύτερης ζωής, μπορεί…
Οι φωτογραφίες είναι από την παρουσία του Πέτρου Χατζόπουλου, γνωστού και ως Αύγουστου Κορτώ στο βιβλιοπωλείο Κωνσταντινίδης στη Θεσσαλονίκη.
Πρώτη δημοσίευση στο The opinion
