Η αγχόνη του Παγκάλου

Η πεδιάς και το νεκροταφείον
Έχει πια δύσει ο ήλιος του χειμώνα
και γρήγορα, σα θέατρο, σκοτεινιάζει
ή σα να πέφτει πέπλο σε μια εικόνα.
Άλλο δε βρίσκει ο άνεμος, ταράζει
μόνο τ’ αγκάθια στην πεδιάδα όλη
μόνο κάποιο χαρτί σ’ όλη τη φύση.
Μα το χαριτωμένο περιβόλι
αίμα και δάκρυα το ’χουνε ποτίσει.
Αδιάκοπα τα δέντρα ξεκινούνε
κι οι πέτρινοι σταυροί σκίζουν σα χέρια
τον ουρανό ’πού σύννεφα περνούνε
τον ουρανό που είναι χωρίς αστέρια.
(Ωραίο, φρικτό και απέριττο τοπίον!
Ελαιογραφία μεγάλου διδασκάλου.
Αλλά του λείπει μια σειρά ερειπίων
κι η επίσημος αγχόνη του Παγκάλου)
Κώστας Καρυωτάκης
Και τι δεν είδαν τα μάτια τους κείνες τις μέρες του ξεριζωμού. Μιλιούνια κατέφθαναν οι εκπατρισμένοι απ’ τις πατρογονικές των εστίες στον λιμένα του Πειραιά. Ξεβράκωτοι, με μόνη περιουσία λίγα ρούχα κάτω απ’ τη μασχάλη και τις αναμνήσεις, ολοζώντανες, ενός ανθηρού παρελθόντος στα κάδρα με τις πολύχρωμες αμφιέσεις και τα στολίδια στο λαιμό και τους καρπούς των χεριών να δηλώνουν την κοινωνική τους καταγωγή. Απ’ το Αϊβαλί έως τη Σμύρνη, κι από τη Θράκη έως τον Πόντο, οι μέρες δόξας έδωσαν τη θέση τους στα καπνισμένα πρόσωπα των εκδιωγμένων και τα δέρματα κολλημένα στα κόκκαλά τους, να τονίζουν την πείνα που θέριζε τα στομάχια τους. Κι εδώ, στη μητέρα πατρίδα, οι υπεύθυνοι της συμφοράς να κρύβονται πίσω από τους εξαφανισμένους κυβερνήτες και τις πολιτικές αποδράσεις. Οι πολιτικάντηδες να ανεβοκατεβαίνουν στα κυβερνητικά κλιμάκια με ταχύτητα φωτός και τους κομματικούς σχηματισμούς, που βαστούσαν στα χέρια τους τις τύχες της χώρας, να αλλάζουν από μέρα σε μέρα. Οι βασιλικοί έριχναν το ανάθεμα στους βενιζελικούς· οι βενιζελικοί επέστρεφαν το ανάθεμα στους βασιλικούς· κι όλοι μαζί βούλιαζαν τη χώρα στις αιμάτινες λίμνες χιλιάδων σφραγισθέντων απ’ τον φανατισμό των Τούρκων. Σούσουρο μεγάλο και οχλοκρατία δάμαζε τα πλήθη τούτες τις μέρες. Μέχρι να ανακηρυχτεί η Δημοκρατία από τον Παπαναστασίου, βολόδερνε η Ελλάς απ’ τα κατασταλτικά μέτρα κατάπασσα την επικράτεια της επαναστατικής επιτροπής του Νικολάου Πλαστήρα και τις απόπειρες αποκατάστασης της βασιλικής εξουσίας υπό ομάς φίλα προσκείμενων αξιωματικών.
Μεσολάβησε κι εκείνος ο τρομερός Οκτώβρης με μερίδα αξιωματικών του στρατεύματος να συνωμοτούν όπως ανατρέψουν τον «μαύρο καβαλάρη». Έβαινε η χώρα προς εκλογάς και παραγκωνισμένοι άνδρες του στρατεύματος απ’ τη μία και βασιλόφρονες, πιστοί στο στέμμα, από την άλλη, συμμάχησαν εναντίον της επαναστατικής επιτροπής. Οι μεν γιατί ένιωθαν απομονωμένοι απ’ τα πεπραγμένα, οι δε υπό το φόβο ανακήρυξης του αβασίλευτου πολιτεύματος. Στο τέλος της ημέρας πάλι διαιρεμένοι εξήλθαν οι Έλληνες απ’ τον βόρβορο των παθών. Χιλιάδες αξιωματικοί εν ενεργεία αποτάχθηκαν και οι πρωταίτιοι καταδικάστηκαν σε θάνατο. Τί κι αν η αγχόνη δεν εφαρμόστηκε τότε; Δόθηκε χάρις προκειμένου να κατευναστούν τα πνεύματα. «Αρκετά με τους τουφεκισμούς» σκέφτηκε η ώριμη πολιτεία. Θάψανε τους εξ μέσα στα σκοτάδια, ας μην θάψουνε κι άλλους τόσους για χάρη του Λεοναρδόπουλου. Δεν χωρά άλλο χώμα στην αφεντιά του. Στήθηκαν επιτροπές επί επιτροπών, κατέκλυσαν την Ελλάδα διεθνείς οργανισμοί και εταιρείες παροχής βοήθειας για τους ξεσπιτωμένους. Οι ιδιοκτησίες άλλαζαν χέρια εν μια νυκτί. Ούτε συμβόλαια ούτε νόμοι. Προφορικά γίνονταν όλα, με τις ευλογίες τοπικών αρχόντων και της εκκλησίας. Τα συσσίτια της τελευταίας κράτησαν όρθιους τους χριστιανούς της Ανατολής, ειδάλλως η μητέρα πατρίδα θα μετατρεπόταν σε απέραντο νεκροταφείο. Εδώ, καλά καλά, δεν διέθετε τα απαραίτητα για να θρέψει τους ντόπιους, που τους φορολογούσε και τον αέρα που ανέπνεαν, πώς να συντηρήσει τους εξαθλιωμένους που έφταναν κατά χιλιάδες; Είδαν κι αποείδαν κι εκείνοι και συμβιβάστηκαν με την πραγματικότητα που τους υποδέχτηκε. Από το θάνατο καλύτερη η ζωή με στερήσεις και περιορισμούς.
Τούτα τα χρόνια ο Αντώνης φοιτούσε στη Νομική Σχολή Αθηνών. Στο δεύτερο έτος των σπουδών εμβάθυνε στη φιλοσοφία του Δικαίου και τα ανθρώπινα, εκ φύσεως δοθέντα, δικαιώματα, μέσα απ’ τα διδάγματα του Διαφωτισμού και των αστικών επαναστάσεων του 18ου και 19ου αιιώνα. Την ίδια στιγμή κατά την οποία οι επιστάτες έσπρωχναν τα πτώματα των φουκαράδων που τύγχανε να αφήνουν την τελευταία τους πνοή στα σκαλοπάτια των Προπυλαίων, ο Αντώνης και οι υπόλοιποι φοιτητές σχεδίαζαν επί χάρτου τη νέα Μεγάλη Ιδέα, βγαλμένη απ’ τους μύθους του Κωλέττη και τις φαντασιώσεις των συγχρόνων. Παρακολουθούσαν τις παραδόσεις των μαθημάτων έως αργά το απόγευμα κι έπειτα συγκεντρώνονταν στον καφενέ του κυρ Αποστόλη, στα πλευρά της πλατείας Κλαυθμώνος. Συρροή ανδρών, παντός είδους και τύπου, που σχολνούσαν κείνες τις ώρες και το σύννεφο καπνού, που συσσωρευόταν υψωμένο στο ταβάνι του καταστήματος, μαρτυρούσε τις αγωνίες μιας ολάκερης γενιάς ανθρώπων του πνεύματος και της βιοπάλης.
«Να δείτε που αυτή τη φορά δεν θα χαριστεί ο στρατός. Πλήρωσε ακριβά την ήττα στη Μικρά Ασία» τόνιζε ο υπερεθνικός σε κάθε του τοποθέτηση ο Ίωνας, τελειόφοιτος της φιλολογίας.
«Δέχθηκε βαρύ πλήγμα και ίσως ανεπανόρθωτο. Τώρα, όποιες ενέργειες κι αν υποστηρίξει καταλήγουν απονενοημένες. Μια στάση εδώ, μια στάση εκεί και το αξιόμαχο του στρατεύματος έχει σμπαραλιαστεί σε φανφάρες και διακηρύξεις» υποστήριζε ο μετριοπαθής Διογένης, φοιτητής των θετικών επιστημών.
«Εγώ σας το δηλώνω καθαρά. Ούτε βασιλικοί ούτε βενιζελικοί. Η νέα τάξη πραγμάτων θέτει την εργατική τάξη στην πρωτοπορία για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τον ζυγό του κεφαλαίου και την συναδέλφωση των λαών» αναφώνησε με πάθος και εμπιστοσύνη στα λόγια του ο εργάτης Παρασκευάς απ’ το διπλανό τραπέζι. Δούλευε στη βιοτεχνία μάλλινων υφασμάτων του Ιωάννη Σακελλαρίου. Δεκατέσσερις, δεκαπέντε ώρες ημερησίως και μόλις σχολνούσε ξημεροβραδιαζόταν στον καφενέ του κυρ Αποστόλη όπως μαθαίνει τις ειδήσεις που κυκλοφορούσαν πότε δεξιά και πότε ζερβά. Έπλαθε με το νου του εικόνες γεμάτες ένταση και δυναμισμό. «Στη Ρωσία γεννήθηκε ο νέος άνθρωπος» ψιθύρισε μη τυχόν και τον ακούσουν οι παριστάμενοι και αποκαλυφθεί το ποιόν του. «Ο νέος άνθρωπος, με χαρά για τη ζωή, ανέμελος, δίχως σκοτούρες για το ψωμί και την επιβίωση» έλεγε και ξανάλεγε, με τις θεατρικές κινήσεις των χεριών να προσδίδουν υπεραξία στο περιεχόμενο των ιδεολογικών υποστάσεων.
«Πες και σε μας το μυστικό τούτης της ευτυχίας βρε Παρασκευά» απαντούσε ενοχλημένος ο Διογένης.
«Και γιατί, του λόγου σου, μένεις ακόμη εδώ να δουλεύεις σα το σκυλί δεκατέσσερις ώρες τη μέρα;» ρώτησε υπαινικτικά ο Ιωάννης και αμέσως ρούφηξε το σιγαρέτο που σιγόκαιγε στα χείλη.
«Πού θα πάει και τα ρούσικα θα γένουν παγκόσμια γλώσσα συνώνυμο ελευθερίας και χειραφέτησης» είπε με στόμφο εκείνος.
«Δείτε τον Παρασκευά που αντιγράφει τις προκηρύξεις του Ριζοσπάστη!» χωράτευε ο Διογένης καθώς παράγγελνε κρασί απ’ το κατάστημα.
Ο κυρ Αποστόλης δεν άργησε να ανταποκριθεί στην παραγγελία. Μόλις απώθησε την κανάτα με τον, πορφυρού χρώματος, οίνο στην επιφάνεια του ξύλινου τραπεζιού τόνισε στους νεαρούς που τον περικύκλωσαν.
«Δεν σας έχω πει χίλιες φορές όχι πολιτικές συζητήσεις εντός του καταστήματος; Βρε, άντε να κάμετε καμιά δουλειά μπας και δει προκοπή αυτός ο τόπος! Ο ένας θέλει Ρουσίες, ο άλλος Μεγάλες Ιδέες. Μπα σε καλό σας!» είπε και αναχώρησε για την κουζίνα.
Οι νέοι σύρθηκαν σε κατάσταση ευθυμίας. Την χαρά διέκοψε ο Διογένης.
«Όλος ο ντουνιάς μιλά για την πολιτική κατάσταση του τόπου. Και οι έμποροι ζητούν να σωπάσουμε» είπε καθώς ύψωνε τον τόνο της φωνής.
Τη στιγμή εκείνη εισέρχονταν στον καφενέ δυο αξιωματικοί του στρατού. Περιπλανώμενη σιωπή κυριάρχησε στο χώρο. Οι θαμώνες κοιτούσαν με χαμηλωμένα τα βλέφαρα τους άνδρες με τις στολές και τα παράσημα που εξέταζαν επιμελώς τις παρουσίες των. Ο κυρ Αποστόλης έσπευσε να τους εξυπηρετήσει.
«Καλώς το στράτευμα. Δόξα να ‘χει ο στρατηγός μας! Σαν τα ψηλά βουνά να στέκει και να αγναντεύει το μεγαλείο της Ελλάδος» έκανε και σταυροκοπήθηκε ευλαβικά.
Στην συμβολική τούτη πράξη ανταποκρίθηκε σύσσωμος ο καφενές. Το δεξί χέρι των παρισταμένων ενώθηκε στα δάκτυλα του τριαδικού Θεού και σχημάτισε το σημείο του σταυρού. Οι φοιτητές, που είχαν στοιβαχθεί στα τελευταία τραπέζια, ακολούθησαν το τυπικό περισσότερο από φόβο και λιγότερο από πίστη. Από κοντά και ο Παρασκευάς. Ξέχασε επί τόπου και το νέο άνθρωπο που γεννήθηκε στη Ρωσία και τις ιδέες για την παγκόσμια συναδέλφωση των λαών και υποχώρησε ατάκτως ενώπιον της στρατιωτικής παρουσίας, σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού. Μάλιστα, ήταν τόσο υπερβολική η προσπάθειά του να μην αφήσει ίχνος αμφισβήτησης ώστε κινήσαν το ενδιαφέρον των αξιωματικών. Θεώρησαν αυτή του την ενέργεια συνώνυμο ακολασίας και προσβολής στα θεία. Εις εξ αυτών κίνησε να τον επιπλήξει. Αφού σάλιωσε το μουστάκι που κατέληγε σε δυο μυτερές γωνίες και τακτοποίησε την στολή όπως λάμπουν τα παράσημα στο πέτο, τον πλησίασε απειλητικά.
«Ποιος είσαι του λόγου σου;» ρώτησε απότομα.
Ο Παρασκευάς ένιωσε τον κρύο ιδρώτα να λούζει κάθε σπιθαμή γης του σώματός του, απ’ την κορφή ως τα νύχια των ποδιών. Ανασήκωσε τις κόρες των ματιών και με τρεμάμενη φωνή απάντησε σαν απολογούμενος σε δικαστική αίθουσα.
«Ευπειθώς αναφέρω, κύριε αξιωματικέ, ονομάζομαι Παρασκευάς Τούλογλου»
«Και για ποιο λόγο περιπαίζεις τα θεία, Παρασκευά Τούλογλου;» συνέχισε εκείνος ενώ πίσω του εμφανίστηκε ο δεύτερος αξιωματικός.
Στον καφενέ του κυρ Αποστόλη δεν ακουγόταν ο παραμικρός ήχος. Λες και ο χρόνος σταμάτησε μεμιάς και η ιστορία πάγωσε σαν άγαλμα εμπρός τους. Ο νεαρός Παρασκευάς μια άσπριζε σαν το πανί και μια κοκκίνιζε από ντροπή. Οι λέξεις είχαν κολλήσει στη λάσπη των σιελογόνων αδένων της στοματικής κοιλότητας. Στο λαιμό του ο διάδρομος είχε ξεραθεί. Μονάχα η ανάσα του μπαινόβγαινε απ’ τα ρουθούνια ρυθμικά, δίχως αναστολές. Τότε, απ’ το διπλανό τραπέζι των φοιτητών, σηκώθηκε ο, μέχρι πρότινος θεατής των γεγονότων, Αντώνης και ζητωκραύγασε, «Δόξα και τιμή στον στρατηγό Πάγκαλο!».
Στο άκουσμα αυτό κύμα ευθυμίας και αλληλεπιδράσεων έλαβε χώρα, με τους θαμώνες θαρρεμμένους να υψώνουν τα ποτήρια τους και να εύχονται υγεία και μακροζωία στον δικτάτορα. Οι δυο αξιωματικοί έμοιαζαν ικανοποιημένοι με την απρόσμενη τροπή των πραγμάτων. Αφουγκράστηκαν το λαϊκό αίσθημα και χαμογέλασαν. Γύρω τους οι άνδρες επανήλθαν στις πρότερες συζητήσεις και οι φωνές τους τάραξαν έτι μία φορά την ησυχία του εξωτερικού περιβάλλοντος χώρου. Οι αξιωματικοί κάθισαν εκ νέου στις θέσεις τους. Δίχως να πάρουν το βλέμμα τους απ’ τον Παρασκευά, παρήγγειλαν την πλειοψηφία των προϊόντων που το κατάστημα διέθετε προς κατανάλωση. Απ’ το τραπέζι τους παρέλασαν λογιών λογιών μεζέδες και άφθονο κρασί. Κερνούσαν τους υπόλοιπους στο όνομα του στρατηγού Πάγκαλου. Ο λογαριασμός φούσκωσε επικίνδυνα. Όταν ετοιμάστηκαν να φύγουν, είχαν ήδη παρέλθει τρεις ώρες από την πρώτη παραγγελία, ο κυρ Αποστόλης, με θάρρος και περισσή τόλμη, ζήτησε την πληρωμή του λογαριασμού.
«Ο λογαριασμός στο εξής θα παραδίδεται στο Υπουργείο Στρατιωτικών» δήλωσε ο συνταγματάρχης και αφού περίφερε τη γλώσσα του στην περιμετρική όψη των δοντιών όπως τα καθαρίσει από τα περιττά υπολείμματα τροφής, φόρεσε το πηλήκιο και αναχώρησε υπό τη συνοδεία του αξιωματικού.
Ο κυρ Αποστόλης έμεινε σύξυλος. Απ’ τα γύρω τραπέζια απλώθηκε μουρμούρα δυσφορίας. Αναστέναξε βαθιά. «Άντε τώρα να βρω το δίκιο μου με τους καλαμαράδες» είπε και γέλασε με την απογοήτευση να κυκλοφορεί ανεμπόδιστα στην πρόσοψη των ματιών.
Οι νεαροί φοιτητές είχαν από ώρα αποχωρήσει. Ο Διογένης με τον Ίωνα κινήθηκαν στην πλατεία Συντάγματος. Εκεί, με τη δύση του ηλίου, παρέες συγκεντρώνονταν και σχημάτιζαν ζωντανούς πυρήνες οχλαγωγίας. Στην εμφάνιση της χωροφυλακής διαλύονταν και χάνονταν στο σκοτάδι. Ο Αντώνης με τον Παρασκευά κατευθύνθηκαν προς τα Προπύλαια του Πανεπιστημίου. Κατά την πορεία τους, ανέπτυσσαν σκέψεις, ιδέες και φαντασιώσεις αναμεμιγμένες με φόβους και υπαρξιακές αγωνίες. Κάτω από τον σκοτεινό ουράνιο θόλο, που σε λίγη ώρα ετοιμαζόταν να λάμψει υπό τη μεγέθυνση χιλιάδων φωτεινών αστέρων προσδίδοντας υπεραξία στο υπεροπτικό θέαμα, περπατούσαν ο ένας σιμά στον άλλο. Οι αμαξάδες, με τα γκέμια ανά χείρας και τα άλογα σε υπερένταση, πηγαινοέρχονταν φορτωμένοι πελάτες. Απ’ τις δυο πλευρές του δρόμου παρατηρούσε κανείς νεαρά ζευγάρια να προχωρούν με σεμνότητα και εξωτερική αυτοσυγκράτηση, όταν μέσα απ’ τα ρούχα και τα πανωφόρια τους τα σώματα έκαιγαν από ηδονή. Όσοι βάδιζαν μονάχοι τους, έγερναν το κεφάλι όπως δώσουν ώθηση στα πέλματα να ξεμακρύνουν μια ώρα αρχύτερα. Το δροσερό αεράκι που τύλιξε τα μαρμάρινα κράσπεδα στις φυλλωσιές των διάσπαρτων δέντρων, μετέφερε μαζί του κι ένα σμήνος από μυρωδιές ανθισμένου καλοκαιριού. Τα μηνίγγια στα ρουθούνια έγλειφαν με μανία καταδίωξης τις ευωδιαστές απεικονίσεις της φύσης.
«Παρασκευά, με όλο το θάρρος της φιλίας μας, να προσέχεις» τόνισε ο Αντώνης.
«Τί να προσέχω Αντώνη;» ρώτησε απορημένος.
«Ό,τι είπε ο κυρ Αποστόλης δεν είχε άδικο. Οι καιροί είναι πονηροί. Και οι τοίχοι έχουν αυτιά» τον προειδοποίησε και συμπλήρωσε, «Διαβάζεις εφημερίδες;»
«Που να βρω το χρόνο; Απ’ τις έξι τα χαράματα ενημερώνω τον επιστάτη στη βιοτεχνία για την άφιξή μου. Μέχρι τις οκτώ το βράδυ μετρώ δεκατέσσερις ώρες με μια ώρα διάλειμμα για φαγητό. Κι αυτό στο πόδι. Μας επιβλέπουν με χίλιους δυο τρόπους. Τις προάλλες έβαλαν ανάμεσά μας ένα ανήλικο παιδί να μας σερβίρει νερό. Άμαθο μαθέ ήταν και απονήρευτο μας τα ξεφούρνισε όλα»
«Δηλαδή;»
«Να ακούει όσα λέμε και να τα μεταφέρει χαρτί και καλαμάρι. Κι έπειτα, να, περνώ από τον καφενέ να ξαποστάσω. Εκεί μαθαίνω όσα γίνονται στον κόσμο» έκανε πικραμένος.
«Και τα περί κομμουνισμού που τα μελετάς;» συνέχισε επίμονα ο Αντώνης.
Ο Παρασκευάς αναστατώθηκε. Έμεινε για λίγα λεπτά της ώρας ακίνητος. Κούνησε περιμετρικά του χώρου τους οφθαλμούς να παρατηρήσει τους πεζούς που περνούσαν αδιάφορα δίπλα τους. Μόλις διασφάλισε πως οι λέξεις που θα υπονοούνταν δεν διέτρεχαν κίνδυνο τα αποκάλυψε όλα.
«Κάθε Κυριακή μαζευόμαστε στο υπόγειο του παλιού βυρσοδεψείου»
«Ποιοί συναντιέστε;» ρώτησε εκείνος εμφανώς ανήσυχα.
«Επίτρεψέ μου να μην εισέλθω σε λεπτομέρειες»
«Όπως νομίζεις» συγκατένευσε ο συνομιλητής του.
«Εκεί, λοιπόν, μας μιλάνε για το νέο άνθρωπο που χτίζεται στη Ρωσία. Μια νέα κοινωνία, βγαλμένη απ’ τα σπλάχνα του καπιταλισμού, γεννιέται και ξεθαρρεύει» με τις φλέβες στο λαιμό του να μαρτυρούν τον ενθουσιασμό που κάλπαζε αμείωτος.
«Εγώ διαβάζω πως υπάρχει πείνα και φτώχεια στη Ρωσία και ότι ο νέος άνθρωπος είναι ίδιος με τον προηγούμενο» σχολίασε σκωπτικά ο Αντώνης.
Ο Παρασκευάς έδειξε να αιφνιδιάζεται.
«Δε μιλάς σωστά Αντώνη. Όσα διαβάζεις στα βιβλία και τις φυλλάδες, τα γράφουν εκείνοι που έχουν συμφέρον να παραμείνει αυτή η κατάσταση, της εκμετάλλευσης, της βίας και της καταπίεσης, ως έχει. Όσο πολλαπλασιάζονται τα μηδενικά στις τσέπες των τραπεζικών λογαριασμών τόσο θα μας παρουσιάζουν τούτη την κοινωνία ως αγγελικά πλασμένη»
Ο Αντώνης έδειχνε σκεφτικός. Ο τρόπος με τον οποίο υποστήριζε τα πιστεύω του ο Παρασκευάς, κλόνιζε την εμπιστοσύνη του στα γραπτά και τις διαδόσεις.
«Δεν γνωρίζω την αλήθεια Παρασκευά. Το μόνο για το οποίο είμαι βέβαιος, και σε καλώ να προσέξεις, είναι ότι η δικτατορία ετοιμάζει νομοθετήματα για την κατοχύρωση του πολιτεύματος. Ήδη στους φοιτητικούς συλλόγους έχουν διαδοθεί φήμες ότι επέρχεται νομοσχέδιο εντός των ημερών του Ιουλίου.
«Τί θα σημάνει αυτό; Νομοσχέδια ψηφίζονται και μένουν ανεφάρμοστα κάθε μέρα»
«Όχι αυτή τη φορά. Τα πράγματα, πλέον, είναι διαφορετικά. Αλήθεια, πώς και δεν ήσουν σήμερα τακτικός στη βιοτεχνία;»
«Απόθανε η μάνα του κυρ Σταύρου και μας υποχρέωσαν όλους μαζί με τις οικογένειές μας να παραβρεθούμε στην κηδεία»
«Ζωή σε λόγου μας» έκανε και σταυροκοπήθηκε.
«Χωρίς αγώνα για την απελευθέρωση του ανθρώπου, η ζωή θα γίνεται ολοένα και πιο δύσκολη» συνέχισε εκείνος απτόητα.
«Ε, λοιπόν, ακούς τί σου λέω; Θα ψηφιστεί νομοσχέδιο που θα απαγορεύουν τις διαδόσεις ανατρεπτικών, για το καθεστώς, ιδεών. Ούτε εφημερίδες ούτε κομματικές οργανώσεις ούτε συλλαλητήρια και απεργίες. Ακούς; Είναι καιρός για σωφροσύνη και προσοχή» τόνισε με έμφαση.
Ο Παρασκευάς προηγήθηκε σκεφτικός λίγα βήματα πιο κει. Ο Αντώνης τον ακολούθησε ξοπίσω.
«Έλα να καθίσουμε στο Παγκάκι» του πρότεινε καθώς το ζευγάρι, που μέχρι εκείνη τη στιγμή στρογγυλοκάθονταν στις ξύλινες ατραπούς, χάθηκε στο σκοτάδι του ορίζοντα.
Ο Παρασκευάς υπάκουσε πειθήνια. Κάθισε σιμά του και δίχως να ξεστομίσει λέξη περιεργαζόταν τους περαστικούς βυθισμένους στην περισυλλογή.
«Τί συλλογάσαι;» ρώτησε από ενδιαφέρον ο Αντώνης.
«Να, πως μια ζωή κολυμπούσα στη λάσπη. Από έξι ετών μπήκα στην παραγωγή. Τα χέρια μου, λεπτοκαμωμένα καθώς ήταν, ορμούσαν στις δαιδαλώδεις μηχανές. Έβλεπα πελώριες σπίθες να γιγαντώνονται στους ατσάλινους φούρνους. Όταν απόθανε ο πατέρας μου, πήγα ψυχοπαίδι στον Εβραίο μαραγκό Ιωσήφ Βαρλαάμ. Είχε εργαστήρι στον Πειραιά. Και τί ξύλα δεν κουβάλησα στην πλάτη. Οξιές, ιτιές, καρυδιές. Έτριβα τον κορμό με τα χέρια μου μερόνυχτα, μέχρι να πάρει το σχήμα που μου υποδείκνυε κάθε φορά. Οι παλάμες μου μάτωναν απ’ την πίεση και το γδάρσιμο του δέρματος προκαλούσε αφόρητους πόνους έως ότου οι πληγές μπαλωθούν μονάχες τους. Απ’ τις πρώτες ακτίνες το ηλίου μέχρι που ‘βγαινε το φεγγάρι, ολόγιομο, δούλευα ακατάπαυστα. Καμιά φορά παρακολουθούσα στα κλεφτά το νυχτερινό σχολείο. Τις μέρες που οι Εβραίοι έκλειναν τα μαγαζιά τους για να προσευχηθούν. Οκτώ χρόνια κύλησαν στο ξυλουργείο κι από ‘κει στα ναυπηγεία στου Σκαραμαγκά. Άγνωστες φυλές του Θεού συσσωρεύονταν στις τάξεις των εργατών. Συνεννοούμασταν με τα μάτια. Η βαρβαρότητα υπήρξε το τραπέζι που τρώγαμε και ξαπλώναμε. Και τώρα, να σου εδώ στη βιοτεχνία. Εξάγουμε προϊόντα στο Βέλγιο και την Αυστρία, τη Ρουμανία και τη Ρωσία. Ούτε που γνωρίζουμε ποια χέρια τα παραλαμβάνουν, για ποιους προορίζονται. Άγνωστοι μεταξύ αγνώστων. Είμαστε αριθμοί στο τεφτέρι του επιστάτη, Αντώνη. Τα γράμματα που μαθαίνεις τί λένε; Για τί πράγμα μιλάνε;»
Ο Αντώνης αναστέναξε. Στο νου του ζωντάνευαν εικόνες απ’ τις παραδόσεις στα αμφιθέατρα της Νομικής Σχολής. Διατάξεις επί διατάξεων και ιστορικά δεδομένα της Ρωμαϊκής και Βυζαντινής περιόδου ξεφύτρωναν ανάμεσα απ’ τις λέξεις που αποδεσμεύονταν στα χείλη του καθηγητού.
«Μιλάνε για τη ρύθμιση των καθημερινών σχέσεων των ανθρώπων. Απ’ την οικονομία, το εμπόριο και τη θρησκευτική πίστη έως την διοίκηση του κράτους και τις διεθνείς συμβάσεις. Και όλα αυτά μέσα απ’ την κριτική ματιά τής ιστορίας»
«Φαίνεται σπουδαίο» έκανε με θαυμασμό ο Παρασκευάς.
«Σήμερα, μετά από τη μεταξύ μας συζήτηση, καταλήγω σε ένα απλό συμπέρασμα…»
«Ποιό είναι αυτό;» ρώτησε και ανασήκωσε τους οφθαλμούς με αγωνία.
«Να, πως τη ζωή την έχουμε στοιβάξει σε τόμους βιβλίων, βουνά χαρτούρας και γραφειοκρατικές αγκυλώσεις»
«Συμφωνώ» έκανε επιδοκιμαστικά ο Παρασκευάς.
«Κι εμείς γρανάζια αυτής της μηχανής, άβουλα όντα που αποστηθίζουμε τις σημερινές αλήθειες ενάντια στις αλήθειες του χτες, προετοιμάζοντας τις αλήθειες που οι επόμενες γενιές θα κληθούν να υιοθετήσουν και να αμφισβητήσουν. Όλα όσα σήμερα αποθεώνουμε και για τα οποία κοπιάζουμε, αύριο θα είναι ανάμνηση στα βιβλία» είπε και αποκάλυψε απ’ το εσωτερικό του σακακιού μια ταμπακιέρα. Έβγαλε ένα σιγαρέτο και το στάθμευσε στα χείλη. Έπειτα, τράβηξε απ’ το κουτί με τα σπίρτα τη φωτιά όπως ανάψει τον καπνό που στοιβαζόταν στο χαρτί. «Φουμάρεις; Δεν σε πρόσεξα ποτέ να κρατάς σιγαρέτο»
«Όχι, όχι δεν καπνίζω. Και σίγουρα δεν θα το αρχίσω σήμερα» είπε και γέλασαν αμφότεροι. «Να πηγαίνω κι εγώ. Αύριο με περιμένει δύσκολη μέρα. Σε χαιρετώ» έκανε και με δειλά βήματα, το ένα πίσω από το άλλο, αργά αργά βυθίστηκε στο βάθος του δρόμου.
Ο Αντώνης έμεινε με το φλεγόμενο σιγαρέτο ανά χείρας να αφουγκράζεται το δροσερό αεράκι του καλοκαιριού που γυρόφερνε τα κενά διαστήματα στο μαρμάρινο δάπεδο των Προπυλαίων. Δυο νεαρές γυναίκες φάνηκαν απ’ την άκρη του Πανεπιστημίου με κατεύθυνση την κεντρική λεωφόρο. Συνομιλούσαν μεταξύ τους και γελούσαν, ώσπου δυο χωροφύλακες εθεάθησαν εμπρός τους.
«Τα έγγραφά σας, παρακαλώ» έκανε εις εξ αυτών με τον ανώτερό του αξιωματικό να κοιτά αυτάρεσκα.
Οι κοπέλες αιφνιδιάστηκαν. Αρχικά κοκκίνησαν. Έπειτα, μόλις συνήλθαν απ’ το απρόσμενο συναπάντημα, έψαξαν άναρχα στην τσάντα χειρός που κρατούσαν τα κατάλληλα αποδεικτικά. Με ανακούφιση τα προέτειναν στα όργανα της τάξης. Ο ξερακιανός με το λεπτό μουστάκι και τα γαλόνια στον αριστερό ώμο, τις ήλεγχε εξονυχιστικά.
«Είναι εντάξει» έκανε ο χωροφύλακας.
«Μέτρησε τις φούστες» πρόσταξε ο αξιωματικός.
Το όργανο ξεδίπλωσε τη μεζούρα που φύλαγε στη φόδρα του παντελονιού. Οι δυο γυναίκες άμα τη εμφανίσει της άρχισαν να φωνασκούν και να κλωστούν τον άνδρα που επιχειρούσε με αλλεπάλληλες εφορμήσεις να μετρήσει το ύψος της φούστας απ’ τον αστράγαλο.
«Απ’ το έδαφος!» φώναξε ο ξερακιανός με τα γαλόνια «Όχι απ’ τον αστράγαλο! Να απέχει έως τριάντα πόντους από το έδαφος»
«Μάλιστα!» απάντησε το όργανο της τάξης χαιρετώντας το πηλήκιο σε στάση προσοχής.
«Κατόπιν διαταγής του Προέδρου της Κυβερνήσεως, καταρτίζεται και υποβάλλεται εις το Υπουργείον Εσωτερικών προς έγκρισιν αστυνομική διάταξις, δι’ ης απαγορεύονται αι κονταί φούσται των γυναικών. Το κατώτατον άκρον της φούστας δέον να απέχη από του εδάφους 30 εκατοστά του μέτρου. Εις τον περιορισμόν τούτον υπάγονται άπασαι αι γυναίκες από του 12ου έτους και άνω. Αι παραβάτιδαι θα παραπέμπωνται εις το επ’ αυτοφώρω πταισματοδικείον, συνυπεύθυνοι θα είναι και οι γονείς αυτών. Η εφαρμογή θα αρχίση από 15 Δεκεμβρίου» έγραφε η ανακοίνωση της επισήμου κυβερνήσεως και ο νόμος εφαρμόστηκε απαρέγκλιτα, αφού πρώτα δόθηκε χρονικό περιθώριο δεκαπέντε ημερών όπως αποταθούν οι κυρίες στους μόδιστρους και στρώσουν τις φούστες στο επιτρεπτό ύψος.
«Άσε με, σου λέω!» φώναζε η νεαρή γυναίκα με τα ξανθά μαλλιά.
Η φίλη της μόλις κατόρθωσε να διαφύγει απ’ τον στενό κλοιό του χωροφύλακα και το ‘βαλε στα πόδια. Η ξανθιά γυναίκα δεν τα κατάφερε. Τόσο ο ξερακιανός άνδρας με τα γαλόνια όσο και ο κοντός με τη μεζούρα την τραβολογούσαν πότε δεξιά και πότε αριστερά όπως κατορθώσουν να μετρήσουν την απόσταση που χώριζε το ύψος της φούστας από το έδαφος. Με χέρια και πόδια σε διάταξη και άγαρμπες κινήσεις εκατέρωθεν, η νεαρή κοπέλα ζήτησε βοήθεια επιτακτικά. Τότε, απ’ το παγκάκι στο οποίο απολάμβανε το σιγαρέτο του πετάχτηκε ο Αντώνης. Πλησίασε το αλλόκοτο θέαμα και αναμείχθηκε στη συμπλοκή.
«Σα δε ντρέπεστε κοτζάμ χωροφύλακες, ίσαμε τα ψηλά βουνά, να συμπεριφέρεστε στο δύσμοιρο τούτο πλάσμα με κακοήθεια» τόνισε με ύφος δέκα καρδιναλίων.
Οι χωροφύλακες σάστισαν. Κατάπιαν τη γλώσσα τους μένοντας σε στάση προσοχής. Μόλις επανήλθαν απ’ την απρόσμενη αντίδραση, την οποία συνάντησαν στο πρόσωπο του αγνώστου ανδρός, ο αξιωματικός με τα γαλόνια κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
«Ποιος είστε, κύριε; Μια κουβέντα ακόμη και σας συλλαμβάνω για απείθεια»
«Ονομάζομαι Αντώνης Οικονόμου, φοιτητής Νομικής Σχολής Αθηνών και απαιτώ να σταματήσετε αμέσως να τραβολογάτε τη δεσποινίδα»
Ο χωροφύλακας έμεινε άναυδος. Γρήγορα, ωστόσο, αφυπνίστηκε μέσα του ο εγωισμός της στολής.
«Είμαι αξιωματικός της χωροφυλακής και τούτη δω η δεσποινίς δεν μας επιτρέπει να ασκήσουμε την, εκ του νόμου, διαδικασία μετρήσεως της φούστας. Χωροφύλαξ;» διέταξε.
«Μάλιστα!» απάντησε εκείνος σε στάση προσοχής και το χέρι κολλημένο στο πηλήκιο.
«Συλλάμβανε τη νεαρή για αντίσταση κατά της αρχής» είπε με στόμφο και κάρφωσε το βλέμμα του στον, ανήμπορο να αντιδράσει, Αντώνη.
Το όργανο της τάξης, μετά από ανεπιτυχείς προσπάθειες, κατόρθωσε να δέσει πισθάγκωνα τα χέρια της γυναικός που σφάδαζε στον πόνο.
«Μα, την πονάτε!» φώναξε ο Αντώνης.
«Μην ανακατεύεστε, παρακαλώ» απάντησε αδιάφορα ο ξερακιανός με τα γαλόνια.
Οι περαστικοί κοντοστέκονταν όπως διερευνήσουν το περιστατικό που λάμβανε χώρα ενώπιόν τους. Στη θέα της γυναικός με τα χέρια δεμένα και τους χωροφύλακες να την σέρνουν κατά μήκος των Προπυλαίων, κατέβαζαν ενοχικά το κεφάλι και απομακρύνονταν με συνοπτικές διαδικασίες. Ο χωροφύλακας οδήγησε τη νεαρή γυναίκα στο όχημα της υπηρεσίας και την οδήγησε στο κτίριο της Αρχής στην Κυψέλη. Τον Αντώνη κατέκλυζε μια κρυφή αγωνία. Πεζός άρχισε να ακολουθεί το όχημα. Ακόμη κι όταν εκείνο ανέπτυξε ταχύτητα και ξεμάκρυνε, δεν μείωσε το ρυθμό. Χρειάστηκε κοντά μία ώρα έως ότου φτάσει στην Κυψέλη. Το κτίριο της χωροφυλακής έστεκε μεσίστιο στο κέντρο της άδειας πλατείας. Το σκοτάδι της νυκτός αφέθηκε πυκνό. Καθώς η είσοδος στο κτίριο δεν επιτρεπόταν στους μη έχοντας υπηρεσία, ο Αντώνης κατέληξε στο απέναντι πεζοδρόμιο κάτω από μια μανταρινιά. Έκοψε το μανταρίνι που κρεμόταν σα Δαμόκλειος σπάθη πάνω του και αφού το ξεφλούδισε το γεύτηκε λαίμαργα. Έπειτα, κάθισε αναπαυτικά στον κορμό του δέντρου κι έγειρε το κεφάλι προς τα πίσω. Πώς να ξεχάσει τα ξανθά μαλλιά και το βελούδινο δέρμα; Με τη σκέψη της σαν οπτασία να τριγυρνά στο νου του αποκοιμήθηκε κάτω απ’ το ανάλαφρο αεράκι του θέρους.
Οι πρώτες ακτίνες του ηλίου περιέτρεξαν μεθοδικά τα ζυγωματικά του προσώπου έως ότου αγκιστρώθηκαν στα βαριά βλέφαρα. Οι κόρες των ματιών κινήθηκαν ακατάληπτα ώσπου, στο τέλος, αντίκρισαν ενώπιόν τους το κτίριο της χωροφυλακής. Ελάχιστος κόσμος περνούσε απ’ τον κεντρικό δρόμο που τον χώριζε. Μονάχα μια γυναίκα μεγάλης ηλικίας στάθηκε εμπρός του και τον κοίταξε, με τον πόνο να καθρεφτίζεται στον αναστεναγμό που διέφυγε καθώς άφηνε στα πόδια του μια ολάκερη δραχμή. Η κίνησή της συγκίνησε τον Αντώνη. Ανήμπορος καθώς ήτο, δεν πρόβαλε αντίσταση. Έγνεψε καταφατικά το κεφάλι σε ένδειξη ευγνωμοσύνης. Με τη δραχμή στην τσέπη του σακακιού σηκώθηκε και τακτοποίησε τις ενδυματολογικές του επιλογές. Έπειτα, πλησίασε τον χωροφύλακα που φρουρούσε την είσοδο του χώρου.
«Καλημέρα σας» είπε και κοντοστάθηκε.
«Τί θα θέλατε;» ρώτησε εκείνος νυσταγμένα καθώς ανέμενε από στιγμή σε στιγμή τον συνάδελφο να τον αντικαταστήσει.
«Την κοπέλα που φέρανε χθες, μήπως γνωρίζετε που την κρατούν;»
«Ποια κοπέλα;» ρώτησε εκείνος αδιάφορα.
«Μια ξανθιά γυναίκα, με δαντελωτό φόρεμα γαλάζιου χρώματος. Την φέρανε χθες το βράδυ στο τμήμα»
«Όνομα;»
«Αντώνης Οικονόμου, φοιτητής Νομικής Σχολής Αθηνών»
«Όχι το δικό σας κύριε, της κοπέλας»
«Δεν το γνωρίζω» είπε και κοκκίνησε από συστολή.
«Δεν το γνωρίζετε; Τότε τί με πιλατεύεις άνθρωπέ μου πρωί πρωί;»
«Τη φέρανε χθες βράδυ…»
«Δεν γνωρίζω τίποτες. Παρακαλώ, παρακαλώ πηγαίνετε» και με το δεξί χέρι έδειξε τον επίμονο συνομιλητή την υποχρέωση απομάκρυνσης.
Ο Αντώνης έκανε δυο βήματα προς τα πίσω. Ελάχιστες στιγμές αργότερα, προτού οι δείκτες του ρολογιού διαβούν την απόσταση ενός λεπτού της ώρας, κατέφθασε ο αντικαταστάτης του. Αφού αντάλλαξαν τα τυπικά συνθηματικά αλλαγής φρουράς, ο νέος χωροφύλακας έλαβε τη θέση του στην εξώπορτα του κτιρίου. Ο Αντώνης δίχως να πτοείται απ’ την πρότερη ήττα επανήλθε δριμύτερος. Πλησίασε τον φρουρό και, με ευγενικό ύφος, ζήτησε τα στοιχεία της νεαρής κοπέλας που έφεραν, πισθάγκωνα δεμένη, σε τούτο το κτίριο χθες βράδυ.
«Μισό λεπτό να ρωτήσω τον αξιωματικό υπηρεσίας» απάντησε εκείνος.
Ο Αντώνης έπλεε σε πελάγη ευτυχίας για την απροσδόκητη απόκριση του οργάνου της τάξης. Έπειτα από λίγο ο φρουρός επέστρεψε στη θέση του.
«Στη δεσποινίδα Ρόζα Παυλίδου αναφέρεστε;»
«Πιθανόν…» απάντησε εκείνος αινιγματικά.
«Ήτο η μόνη δεσποινίς που κρατείτο το βράδυ για απείθεια κατά της αρχής και αντίσταση. Εντός ολίγων λεπτών θα οδηγηθεί στο πταισματοδικείο στην οδό Λεάνδρου επί της Σταδίου να δικαστεί»
«Να δικαστεί;» ρώτησε έντρομος.
«Μάλιστα» απάντησε εκείνος μονολεκτικά.
Ο Αντώνης δεν έχασε καιρό. Έτρεξε όσο πιο γρήγορα βαστούσαν τα πόδια του. Τα πέλματα έκαιγαν απ’ την οχλοβοή που προκαλούσε ο γδούπος των υποδημάτων στο χωμάτινο έδαφος. Κρατούσε την αναπνοή εγκλωβισμένη στις κυψέλες των πνευμόνων. Ο ιδρώτας έγλειφε το κορμί του. Κάθε σπιθαμή γης νότιζε τα υγρά σταγονίδια που ξεκολλούσαν απ’ το μέτωπό του και στιγμάτιζαν το υπόστρωμα. Δε λύγισε απ’ την κοπιώδη προσπάθεια. Παρά τον καυτό ήλιο που εξέπεμπε κατά κύματα τη ζεστή του ανάσα, εκείνος συνέχισε να τρέχει δίχως σταματημό. Λιγότερο από ώρα, λουσμένος στον ιδρώτα του, βρώμικος και ταλαιπωρημένος, έφτασε στον προαύλιο χώρο του πταισματοδικείου. Χωροφύλακες και στρατιώτες κατά κύριο λόγο συσσωρεύονταν ακατάστατα. Η βρύση που διέθετε με το κρυστάλλινο νερό να εξοβελίζεται ακατάπαυστα υπήρξε πηγή όασης. Βούτηξε το κεφάλι του κι έτσι ηλιοκαμένο καθώς ήταν αλάφρωσε μεμιάς τα εγκαύματα που σωρηδόν σχηματίζονταν στο δέρμα του εγκεφάλου. Καταβρόχθισε τα λιμνάζοντα ύδατα ακούγοντας σε κάθε κατάποση τους καρδιακούς του παλμούς να συστέλλονται και να διαστέλλονται σε ισορροπία εναλλαγών. Ανακουφισμένος προσέγγισε τον άνδρα με το τουφέκι ανά χείρας.
«Έφτασε το όχημα με τη νεαρά κοπέλα;» ρώτησε αμήχανα.
Ο άνδρας βαριεστημένα έστρεψε το δεξί του μάτι προς το σημείο απ’ το οποίο εξήλθε η πνιγερή φωνή. Συνοφρυώθηκε στην όψη του ανδρός που τον κοίταζε με αγωνία.
«Δεν σας εννόησα» απάντησε με σοβαρό ύφος.
«Η δίκη για τις φούστες πότε ξεκινά;»
«Α, οσονούπω. Αναμένεται η άφιξης της υπηρεσίας»
Δεν πρόκαμε να αποσώσει το λόγο του και το όχημα κόρναρε επιδεικτικά. Ο αρχιφύλακας της πύλης έσπευσε να ανοίξει διάπλατα τα φύλλα της. Το όχημα εισήλθε στον προαύλιο χώρο. Δυο άνδρες της χωροφυλακής βοήθησαν τη νεαρή γυναίκα όπως κατέβει με ασφάλεια. Οι γονείς της, που έστεκαν σε μια γωνιά, άμα τη εμφανίσει της πετάχτηκαν προς το μέρος της σύγκορμοι. Η μητέρα της πρόφτασε να την αγκαλιάσει προτού οι άνδρες της υπηρεσίας μπουν ανάμεσά τους και τις χωρίσουν. Δευτερόλεπτα πριν αρχίσουν να την σπρώχνουν στην αίθουσα του δικαστηρίου, περίστρεψε τους οφθαλμούς της, ζωγραφισμένους στο πράσινο της φύσης, στο χώρο. Ανάμεσα στα κυπαρίσσια, που ορθώνονταν πελώρια στον ουράνιο θόλο, διέκρινε τον άνδρα που αποπειράθηκε τη χθεσινή μέρα να τη βοηθήσει. Ένα χαμόγελο ευγνωμοσύνης διέρρευσε στα χείλη, όσο τα χέρια παρέμεναν δέσμια.
«Παρακαλώ, παρακαλώ» επαναλάμβανε ο αρχιφύλακας καθώς έσερνε το σαρκίο της κοπέλας στον διάδρομο της αιθούσης.
Οι γονείς, και μερικές φίλες της κοπέλας, την ακολούθησαν. Μαζί τους και ο Αντώνης. Η αίθουσα του δικαστηρίου, λιτή κι απέριττη, ξεδιπλωνόταν ενώπιόν τους. Η εικόνα του εσταυρωμένου δέσποζε στο μέσο αυτής. Τρεις σειρές καθισμάτων φιλοξενούσαν τα στασίδια του ακροατηρίου. Στις πρώτες θέσεις οι γονείς της κάθονταν σε αναμμένα κάρβουνα. Πέριξ της αιθούσης, ομάδα δημοσιογράφων, με τα σημειωματάρια ανά χείρας, προετοιμαζόταν όπως καταγράψει τις παραμικρές λεπτομέρειες της υπόθεσης, επενδύοντας στις γαργαλιστικές περιγραφές που ακόμη κι αν αποτελούσαν αποκύημα της φαντασίας ήταν εξαιρετικά θελκτικές στο αναγνωστικό κοινό που διψούσε για την κλειδαρότρυπα της κοινωνίας. Ο Αντώνης στάθηκε κοντά στην πόρτα της εισόδου. Την αίθουσα περικύκλωσαν σμήνη από χωροφυλάκους και οπλισμένους στρατιώτες. Το τριμελές δικαστήριο ανέβηκε στην έδρα. Μετά από τις απαραίτητες συστάσεις ο δικαστής κάλεσε το όργανο της τάξης, τον ξερακιανό αξιωματικό με τα γαλόνια, όπως καταθέσει σχετικά με την υπόθεση.
«Πείτε μου κύριε αξιωματικέ της χωροφυλακής για το συμβάν. Πώς αντέδρασε η κατηγορούμενη στο αίτημά σας;»
«Αρχικά μαζί με τη φίλη της που την συνόδευε μας έδειξαν τις ταυτότητές τους»
«Και στη συνέχεια;»
«Όταν ζητήσαμε να μετρήσουμε το ύψος της φούστας, σύμφωνα με την κείμενη νομοθεσία, αρνήθηκαν κατηγορηματικά»
«Δηλαδή, πώς αρνήθηκαν;»
«Φωνασκούσαν, κύριε δικαστά, και κλωτσούσαν το όργανο όπως αποτρέψουν την επιτέλεση του καθήκοντός του»
«Υπήρχε προφανής λόγος γι’ αυτή την στάση των νεαρών γυναικών;»
«Κανένας απολύτως. Τις παρακαλέσαμε κατ’ επανάληψη να μας επιτρέψουν το μέτρημα της φούστας»
«Ήσασταν ευγενικοί;»
«Μάλιστα, κύριε δικαστά» απάντησε με αυτοπεποίθηση ο αξιωματικός.
«Πολύ καλά» έκανε αυτός και κάλεσε στο βήμα την κατηγορούμενη Ρόζα Παυλίδου. «Ορκιστείτε, παρακαλώ»
«Ορκίζομαι» απάντησε εκείνη αθώα.
«Στο ευαγγέλιο δεσποινίς, όχι σε μένα» και σούσουρο γέλωτος πλανήθηκε στην αίθουσα.
Η Ρόζα Παυλίδου τοποθέτησε την παλάμη του δεξιού της χεριού στο ευαγγέλιο.
«Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, δίχως φόβο και πάθος» πρόσταξε ο δικαστής.
«Ορκίζομαι να είπω την αλήθεια και μόνο την αλήθεια, δίχως φόβο και πάθος» επανέλαβε πειθήνια εκείνη.
«Λοιπόν, ακούσατε τον αξιωματικό της χωροφυλακής που σας κατηγόρησε για απείθεια και αντίσταση κατά της Αρχής. Τί έχετε να δηλώσετε;»
«Ψέματα, κύριε πρόεδρε!» αναφώνησε με θράσος.
«Πώς;» αιφνιδιάστηκε εκείνος.
Τα δάκτυλα των δημοσιογράφων δεν σταμάτησαν να αραδιάζουν λέξεις και φράσεις πυκνογραμμένα στις σελίδες των σημειωματάριων.
«Αντιδράσαμε, κύριε πρόεδρε, όπως οφείλει να αντιδρά κάθε ανυπεράσπιστο πλάσμα όταν οι κύριοι, τους οποίους οι Έλληνες φορολογούμενοι πληρώνουν απ’ τον τίμιο ιδρώτα τους για να εφαρμόζουν το νόμο, με πρόφαση το μέτρημα της φούστας» κι έδειξε τον αξιωματικό της χωροφυλακής «επιχείρησαν να θωπεύσουν τους μηρούς των ποδιών μου» ολοκλήρωσε υπερτονίζοντας το ρήμα προκαλώντας αναστάτωση στην αίθουσα.
Ο δικαστής έστρεψε το βλέμμα του στον αξιωματικό της χωροφυλακής που έμοιαζε να έχει απωλέσει φιάλες αίματος καθώς άσπρισε σαν το πανί.
«Κύριε αξιωματικέ, σύμφωνα με τα λεγόμενα της κατηγορουμένης, επιχειρήσατε να θωπεύσετε τους μηρούς των νεαρών κορασίδων» υπογράμμισε αναψοκοκκινισμένος.
Ο άνδρας διαμαρτυρήθηκε επιστρέφοντας την κατηγορία ως ψευδή και αναληθή. Τότε, απ’ τα βάθη της αιθούσης, η φωνή του Αντώνη διαπέρασε την απόσταση που χώριζε την είσοδο έως την δικαστική έδρα. Μια φωνή στιβαρή, γεμάτη πάθος για δικαιοσύνη.
«Τη θώπευσαν επανειλημμένως!» αναφώνησε και κινήθηκε προς το μέρος του δικαστή.
«Εσείς ποιος είστε;»
«Αυτόπτης μάρτυρας» δήλωσε.
«Δηλαδή ήσασταν παρών την στιγμή του γεγονότος;»
«Όχι απλά ήμουν παρών, αλλά μπλέχτηκα στην αντιδικία προκειμένου να γλιτώσω τη νεαρή κοπέλα απ’ τις αμφισβητούμενες προθέσεις του οργάνου της τάξης»
«Πώς ονομάζεστε;» ρώτησε ο πρόεδρος της έδρας.
«Αντώνης Οικονόμου, φοιτητής Νομικής Σχολής Αθηνών»
«Τί δουλειά είχατε στο σημείο του συμβάντος;»
«Βγήκα περίπατο, κύριε πρόεδρε, και κάθισα να ξαποστάσω στα Προπύλαια του Πανεπιστημίου»
«Περιγράψτε τα όσα είδατε, παρακαλώ»
«Μόλις είχε βραδιάσει. Λίγος κόσμος περιφερόταν στους δρόμους. Τότε, απ’ την πλευρά του Πανεπιστημίου εμφανίστηκαν δυο κοπέλες και από την πλευρά της λεωφόρου ανέβαιναν τα όργανα της τάξης. Τότε, ζήτησαν τα έγγραφα ταυτοποίησης των δεσποινίδων. Εκείνες τα έδειξαν δίχως αντιρρήσεις»
«Κι έπειτα;» ρώτησε ανυπόμονα.
«Έπειτα, πρόσταξε ο αξιωματικός της χωροφυλακής να μετρηθεί η φούστα των γυναικών με τη μεζούρα»
«Και τη μέτρησε;»
«Με πρόφαση τη χρήση της μεζούρας, είδα με τα ίδια μου τα μάτια το όργανο να θέτει το χέρι του στον μηρό της δεσποινίδος»
Το σούσουρο επιδεινώθηκε.
«Δηλαδή δηλώνετε ευθαρσώς και υπεύθυνα πως η αντίδραση της κοπέλας προήλθε απ’ την απρέπεια του οργάνου;»
«Απολύτως. Η αμφίεσή της ήταν τέτοια που δεν επέτρεπε οποιονδήποτε φόβο εκ μέρους της στο μέτρημα της φούστας. Ήταν κομψή και με ευσέβεια στα χρηστά ήθη»
Ο αξιωματικός κατάπιε τη γλώσσας του. Είχε ανοίξει τους οφθαλμούς από έκπληξη. Το ένα ράπισμα ακολουθούσε το επόμενο, δίχως να καταφέρνει να συνέλθει. Το στόμα του δέθηκε με χίλιους κόμπους και μήτε λέξη τολμούσε να εξέλθει από δαύτο. Ο δικαστής ζήτησε την επιβεβαίωση των γεγονότων που ο μάρτυρας κατέθεσε. Μετά την αδυναμία απάντησης στα ερωτήματά του, η δικαστική αρχή συσκέφτηκε. Έπειτα επανήλθαν.
«Το δικαστήριο απαλλάσσει την κατηγορούμενη από τις βαρύνουσες κατηγορίες. Όσον αφορά εσάς, κύριε αξιωματικέ, διατάσσεται διοικητική έρευνα τόσο για τους χειρισμούς σας όσο και για την αμέλεια την οποία επιδείξατε στην συμπεριφορά του κατωτέρου σας. Παράλληλα, σας επιβάλλεται παρακράτηση μισθού ίση με την αξία των δύο τρίτων του μηνιαίου ύψος αποδοχών. Για τον χωροφύλακα, που προέβη στις άνωθεν απρεπείς χειρονομίες, προτείνεται η αποπομπή του από το σώμα. Αίτημα το οποίο θα εξεταστεί από τα αρμόδια όργανα της υπηρεσίας. Λύεται η συνεδρίασις» έκανε ο δικαστής και σύσσωμη η τριμελής έδρα αποχώρησε.
Έκρηξη ενθουσιασμού και επιφωνήματα χαράς εξαπλώθηκαν, σα φωτιά σε ξερά σιτάρια, απ’ άκρη σ’ άκρη της αιθούσης. Οι γονείς της Ρόζας Παυλίδου έσπευσαν να την αγκαλιάσουν. Εκείνη, ωστόσο, αναζήτησε το νεαρό που με την, καίριας σημασίας, παρέμβασή του έγειρε την πλάστιγγα της δίκης υπέρ της. Οι κόρες των ματιών της συγκινημένες βούρκωναν. Μέσα στη θολούρα των δακρύων προσπάθησε να ξεχωρίσει τη φιγούρα του. Οι δημοσιογράφοι περιόρισαν το οπτικό της πεδίο και, καθώς πνιγόταν στους εναγκαλισμούς συγγενών και φίλων και τις αμέτρητες ερωτήσεις των γραφιάδων του Τύπου, έχασε την επαφή με την παρουσία του. Εκείνος απομακρύνθηκε από την αίθουσα υπό την πίεση των χωροφυλάκων που εγκατέλειπαν μαζικά το χώρο. Στο προαύλιο του πταισματοδικείου, το πλήθος κόσμου, που είχε συρρεύσει όπως παρακολουθήσει τη δίκη, άρχισε να διαλύεται εξ ων συνετέθη. Ανάμεσά τους και ο Αντώνης. Άυπνος και εξαντλημένος επέστρεψε στην οικία του. Έπεσε να κοιμηθεί και μήτε κατάλαβε πότε οι ώρες κύλησαν ως το επόμενο πρωί.
Από εκείνη τη μέρα κι έπειτα δεν τον χωρούσε η γη. Το δωμάτιό του έμοιαζε να στενεύει λεπτό το λεπτό. Έσκυβε πάνω απ’ τα βιβλία της νομικής επιστήμης και οι λέξεις αλληθώριζαν. Συναντούσε συμφοιτητές στο Πανεπιστήμιο και τα μάτια του έψαχναν να ανταμώσουν εκείνο το γλυκό πρόσωπο με τα ξανθά μαλλιά. Επί μέρες στάθμευε κάθε απόγευμα ως αργά τη νύχτα στις μαρμάρινες οδούς των Προπυλαίων. Μα, εκείνη δε φάνηκε ποτέ. Περίλυπος επέστρεψε στην οικία του μετά την τελευταία απόπειρα. Ο χτύπος στο παραθύρι της εξώπορτας τον βρήκε απροετοίμαστο. Απρόθυμα κινήθηκε προς το μέρος της. Ο Παρασκευάς στεκόταν πίσω της.
«Καλώς τον» έκανε ανόρεκτα καθώς έτεινε χειραψία.
«Πού εξαφανίστηκες;» τον αποπήρε ο Παρασκευάς.
«Διαβάζω για τις προαγωγικές εξετάσεις» δικαιολογήθηκε εκείνος.
«Αφού έχεις πάνω από μήνα να φανείς στο Πανεπιστήμιο» τόνισε με έμφαση ο συνομιλητής του και συνέχισε «Όπως και να ‘χει, χαίρομαι που σε βλέπω» και με πλατύ χαμόγελο προσπάθησε να αλαφρύνει την ατμόσφαιρα.
«Πες μου τα νέα σου…»
«Άσε τα νέα μου και επίλεξε τα κυριακάτικά σου ρούχα. Ένα ολάκερο καλοκαίρι ήσουν εξαφανισμένος. Τώρα, όμως, ήρθε η ώρα να βγούμε έξω»
«Και γιατί τα κυριακάτικα ρούχα;»
«Μα, καλά, δεν διαβάζεις εφημερίδες; Δεν ενημερώνεσαι για τα γεγονότα;»
«Ποια γεγονότα;» έκανε ανήξερα.
«Ήδη απ’ τον Ιούλιο εκδόθηκε διάταγμα για τους καταχραστές του δημοσίου χρήματος επί ποινή του απαγχονισμού»
Ο Αντώνης έμεινε άναυδος.
«Σκουραίνουν τα πράγματα» υπογράμμισε.
«Τα πρώτα δείγματα γραφής θα τα δούμε σήμερα»
«Τί εννοείς;»
«Εικοσιένα κατηγορούμενοι παραπέμφθηκαν σε δίκη με την κατηγορία κατάχρησης δημοσίου χρήματος ύψους εικοσιπέντε εκατομμυρίων δραχμών»
«Τί λες;» απόρησε εκείνος.
«Κοίτα να δεις πως στήθηκε η κομπίνα. Ορισμένα απ’ τα μέλη της σπείρας παρουσιάζονταν στις αρμόδιες αρχές, διεκδικώντας υπέρογκα ποσά δήθεν για επιτάξεις περιουσιακών τους στοιχείων κατά την Μικρασιατική εκστρατεία. Στις δηλώσεις τους, με τη βοήθεια αξιωματικών του στρατεύματος, εκδίδονταν εντάλματα πληρωμών. Σούσουρο μεγάλο γίνηκε. Στη δίκη πάνω από εκατό πενήντα μάρτυρες κατηγορίας και άλλοι τόσοι υπεράσπισης κλήθηκαν από το δικαστήριο. Κοσμοσυρροή μεγάλη! Μόλις προχθές ο στρατοδίκης Δάρας ανέγνωσε την ετυμηγορία»
«Και;»
«Τρεις απ’ το σύνολο των κατηγορουμένων καταδικάστηκαν στην εσχάτη των ποινών»
«Πώς;» έκανε, μη μπορώντας να πιστέψει όσα άκουγε.
«Ο Αντισυνταγματάρχης του στρατού Διονύσης Δρακάτος και ο Αντισυνταγματάρχης της χωροφυλακής Ιωάννης Ζαφειρόπουλος σήμερα θα θανατωθούν δημόσια. Ήταν τυχερός ο εμποράκος Αριστείδης Αϊδινλής που την τελευταία στιγμή του απονεμήθηκε χάρη»
«Και τώρα;»
«Πλήθος κόσμου τραβά για το Γουδί»
«Δι’ απαγχονισμού;» ρώτησε ο Αντώνης, με τον τρόμο να καθρεφτίζεται στο πρόσωπό του.
«Μέγα θέμα στον Τύπο όλες αυτές τις μέρες»
Ο Αντώνης κλείστηκε στην κάμαρή του. Ενδύθηκε ρούχα ευπρεπή, με γραβάτα, κοστούμι και τιράντες να κρατούν το παντελόνι. Γυάλισε τα δερμάτινα υποδήματα και αφού χτένισε τα μαλλιά στο πλάι και αρωματίστηκε, τοποθέτησε ένα μαντήλι στο πέτο και συνόδευσε τον Παρασκευά στον τόπο της εκτέλεσης.
Πράγματι, οι Αθηναίοι είχαν βρεθεί από νωρίς στο χώρο για να καταλάβουν την κατάλληλη θέση όπως παρακολουθήσουν μεγαλοπρεπώς το έργο. Ένας χώρος υπερυψωμένος, γυμνός από φύση, σε μια άγονη πετρώδη υφή, κυκλωμένος από δέντρα. Το ικρίωμα είχε στηθεί στην κορυφή του. Δυο σχοινιά κρέμονταν με καθοδική πορεία σε βρόχο. Απ’ το βάθος του ορίζοντα φάνηκε η μπάντα του στρατού. Παιάνιζε πένθιμα εμβατήρια, ενώ οι στρατιώτες που την ακολουθούσαν βαστούσαν τα οπλοπολυβόλα υπό μάλης. Μόλις οι δύο μελλοθάνατοι έφτασαν συνοδεία αξιωματικών, τη σκυτάλη έλαβαν τα ταμπούρλα. Με ρυθμό και τόνο πεσιμιστικό, όριζαν τα τελευταία βήματα προς την αγχόνη. Το πλήθος βαστούσε την ανάσα του. Οι δύο άνδρες έμοιαζαν ήρεμοι, σχεδόν γαλήνιοι. Ακολούθησαν τις οδηγίες των υπευθύνων. Ο Διονύσης Δρακάτος, μόλις βρέθηκε ενώπιον του ικριώματος, αναστέναξε βαθιά. Τα πνευμόνια του ρούφηξαν τις τελευταίες σταγόνες οξυγόνου, που τύγχανε να περνούν εμπρός του, και, κάνοντας τον σταυρό του, έγνεψε καταφατικά στον δήμιο, που του πέρασε το σχοινί στο λαιμό. Ο Ιωάννης Ζαφειρόπουλος στάθηκε για λίγο ακίνητος. Περίφερε τους οφθαλμούς του στα πρόσωπα των ανθρώπων, που κατά χιλιάδες παρακολουθούσαν, με κομμένη την ανάσα, την τελετή. Ανάσαινε ανεπαίσθητα. Έπειτα, προσκάλεσε τον δήμιο όπως του περάσει το σχοινί στο λαιμό. Πρόθυμα ο τελευταίος υπάκουσε.
Ο Αντώνης έμεινε αποσβολωμένος. Υπό το φόβο της σκηνής του θανάτου, που πλησίαζε με κραδασμούς, έστρεψε το βλέμμα του πέρα μακριά του ικριώματος. Προς έκπληξή του αντίκρισε το χρυσαφί χρώμα των μαλλιών, καθώς ανέμιζε διακριτά ανάμεσα στα μαυροφορεμένα σώματα των θεατών.
«Αυτή είναι!» είπε με ενθουσιασμό.
Ο Παρασκευάς αναζήτησε το επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
«Ποια λες;»
«Η Ρόζα Παυλίδου…» απάντησε με θαυμασμό.
Και καθώς άφηνε την πρότερή του θέση, άρχισε να δρασκελίζει δεξιά και αριστερά των θεατών, να προσεγγίσει το σημείο που στεκόταν εκείνη, με τα ξανθά μαλλιά και το, όλο ζωντάνια, καλλίγραμμο ανάστημα. Ο λαιμός των δύο ανδρών διαμελίσθηκε σε κομμάτια καθώς κρέμονταν στο κενό, με τα σώματά τους να σπαρταράνε σαν ψάρια που ξέβγαλε το κύμα στην ακτή. Κι ο Αντώνης, επιταχύνοντας το βήμα, με τον έρωτα να κατακλύζει τους καρδιακούς παλμούς να προσπερνά χιλιάδες ανθρώπινα σαρκία όπως υψώνονταν στο διάβα του.
Αντώνης Ε. Χαριστός
Πίνακας: Honoré Daumier – The First Class