Η κατάρα | Γιάννης Σταθάκος

Η κατάρα

Ο ήλιος είχε αρχίσει να ξεμυτά από την κορυφή του Πάρνωνα φωτίζοντας το μουντό λακωνικό κάμπο. Η βροχή της προηγούμενης νύχτας είχε ξεπλύνει τα πάντα στο διάβα της και ένα πυκνό πέπλο καταχνιάς είχε αγκαλιάσει το μικρό χωριό Καράσπαϊ από άκρη σ’ άκρη, σαν να ήθελε να το κρύψει από την ορατότητα του υπόλοιπου κόσμου. Από τις καμινάδες των πλίθινων σπιτιών ξεπηδούσαν πίδακες καπνού οι οποίοι αναμιγνύονταν με την υγρή ομίχλη βαραίνοντας και άλλο την κρύα ατμόσφαιρα κι ας ήταν ήδη τέλος του Απρίλη. Στην κεντρική πλατεία η βροχή είχε δημιουργήσει λασπωμένους νερόλακκους που έχασκαν σαν μπαλώματα σε πολυκαιρισμένο πανωφόρι. Στη μέση αυτού του σπογγώδη λαβύρινθου βρισκόταν το μοναδικό πηγάδι του χωριού. Η χειροκίνητη αντλία στεκόταν μετέωρη πάνω από τη φαρδιά τρύπα, στηριζόμενη σε δύο ετοιμόρροπους ορθοστάτες των οποίων η προέκταση θύμιζε το αέτωμα που κάποτε στόλιζε την οροφή και από καιρό είχε παραδοθεί στη μανία του αέρα. Το πέτρινο κυκλικό τοιχίο προεξείχε περίπου ένα μέτρο πάνω από την επιφάνεια του εδάφους και γύρω του ήταν γραμμένο με ασβέστη το σύνθημα που το συναντούσε κανείς σε όλη την ευρύτερη περιοχή τους τελευταίους μήνες και που δεν είχε προλάβει η βραδινή μπόρα να το σβήσει: «Ζήτω ο Βασιλιάς».

Είχαν περάσει μόλις λίγες μέρες από το δημοψήφισμα της 13ης Απριλίου του 1924 και το χωριό δεν είχε ακόμα χωνέψει την εκλογική ήττα. Ο λαός αποφάσισε να αποκηρύξει τη βασιλεία εγκαθιδρύοντας την πρώτη ελληνική δημοκρατία μετά τη σύσταση του νέου κράτους και το κλίμα στο χωριό ήταν βαρύ. Οι παλιοί θυμούνταν ακόμα την επίσκεψη του Βασιλιά Γεωργίου στο χωριό στις αρχές του αιώνα. Δώρισε στο χωριό σπόρους πατάτας και από τότε οι κάτοικοι του ορκίστηκαν αιώνια πίστη. Είχε φτάσει η στιγμή να ανταποδώσουν το καλό που τους πρόσφερε ο Βασιλιάς. Θεωρήθηκε ιερό καθήκον να ψηφίσουν όλοι τους υπέρ της βασιλευομένης Δημοκρατίας και να στείλουν ένα ισχυρό μήνυμα στο ραδιούργο Παπαναστασίου και τη συνομοταξία του που στην Εθνοσυνέλευση πριν από ένα μήνα, είχαν καταργήσει τη μοναρχία. Οι άντρες φόρεσαν τα γαμπριάτικα κουστούμια τους και όσοι δεν είχαν ή τους το είχε φάει ο σκόρος, φόρεσαν ό,τι καλύτερο διέθεταν, πλύθηκαν, ξυρίστηκαν και άσκησαν το εκλογικό τους δικαίωμα με ψηλά το κεφάλι, επιδεικνύοντας στην πλειοψηφία τους το ψηφοδέλτιο που προοριζόταν για το ισχυρό «ΝΑΙ» στον Βασιλιά. Οι γυναίκες φόρεσαν τα γιορτινά τους, μάζεψαν παπαρούνες από τον κάμπο και στόλισαν τα παράθυρα και τις αυλόπορτες. Όταν το βράδυ ολοκληρώθηκε η καταμέτρηση κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει αυτό που είχε συμβεί. Εξήντα επτά ψήφοι υπέρ του Βασιλιά και μία κατά.

Οι πετεινοί από τα αυτοσχέδια κοτέτσια διαλαλούσαν την έναρξη της ημέρας και οι λιγοστοί κάτοικοι ετοιμάζονταν για μιαν ακόμα αναμέτρηση με το πεπρωμένο τους. Από ένα χαμόσπιτο στη βορειοδυτική άκρη της πλατείας άνοιξε μια ετοιμόρροπη πόρτα διακόπτοντας με το τρίξιμό της την πρωινή ιεροτελεστία. Βγαίνοντας ο Γιώργης ήρθε αντιμέτωπος με το φως της ημέρας που τον έκανε να κλείσει τα μάτια και να περιμένει ένα δυο λεπτά έως ότου συνηθίσει την απότομη εναλλαγή από το σκοτεινό και υγρό εσωτερικό της καλύβας. Τυλίχτηκε με το σκοροφαγωμένο του πανωφόρι με μια ανακλαστική κίνηση σαν να ήθελε να προφυλαχτεί από έναν απροσδιόριστο κίνδυνο. Φορούσε ένα βρώμικο παντελόνι από λινάτσα, ξεφτισμένο στα άκρα, και δερμάτινα λασπωμένα παπούτσια με φαγωμένη τη σόλα. Άντρας μικροκαμωμένος με σκουρόχρωμα ονειροπόλα μάτια που πρόδιδαν την αγρυπνία των προηγούμενων βραδιών. Είχε αρχίσει να διαφαίνεται το δέρμα στην κεφαλή κι ας ήταν μόνο τριάντα χρόνων. Οι κρόταφοι είχαν ασπρίσει από τότε που ήταν λιμενεργάτης στους κυλινδρόμυλους του Πάστρα, στην Καλαμάτα. Εκεί ήταν που πρωτοσυνάντησε την Ουρανία, ένα δεκαεξάχρονο κορίτσι, στοιβαγμένο μαζί με άλλους πρόσφυγες από την Σμύρνη σε μια εγκαταλελειμμένη σιταποθήκη.

Μόλις συνήλθε έκανε να ξύσει το μάγουλό του μα με το που άγγιξαν τα ακροδάχτυλα το δέρμα απομάκρυνε το χέρι του απότομα. Το αξύριστο πρόσωπο τού ήταν άγνωστο. Κάθε πρωί ακολουθούσε το ίδιο τελετουργικό. Άπλωνε το αφρισμένο σαπούνι στο πρόσωπο, βουτούσε την ακονισμένη λεπίδα στο ζεστό νερό που είχε ήδη βράσει η Ουρανία και με κοφτές και γρήγορες κινήσεις απομάκρυνε τις περιττές τρίχες. Κάθε μέρα, την ίδια ώρα το πρωί, διαδικασία που είχε μάθει από τον παππού του, τον καλύτερο ακονιστή του χωριού, που μέχρι και την τελευταία μέρα της ζωής του ακόνιζε τις λεπίδες όλων των κατοίκων με αντίτιμο μια φιλοφρόνηση ή κάποιο φρέσκο αυγό που και που. Μα ο παππούς δε ζούσε πια και η Ουρανία αγνοούνταν εδώ και δέκα μέρες, από την προηγούμενη Κυριακή το βράδυ, όταν και ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα του δημοψηφίσματος.

Ο Γιώργης έσκυψε και έπιασε την πήλινη στάμνα από το χερούλι, άδειασε το λιγοστό νερό που είχε εναπομείνει και κίνησε για το πηγάδι. Περνώντας από τη δεξιά πλευρά του σπιτιού του κοντοστάθηκε και διάβασε για ακόμα μια φορά αυτό που ήταν γραμμένο πάνω στην πλίθινη επιφάνεια. Γράμματα δεν ήξερε πολλά, ίσα με τρεις μήνες είχε πάει στο σχολείο, αλλά αναγνώριζε κάποιες λέξεις. «Θάνατος στους τουρκόσπορους». Την πρώτη φορά που το αντίκρισε δεν καταλάβαινε τι έγραφε. Του το είχε εξηγήσει η Ουρανία. Έκτοτε, κάθε φορά το αναδιατύπωνε μέσα του σαν να ήθελε με τη συνεχή επανάληψη να το εμπεδώσει, να το καταλάβει.

Ένας κοφτός ήχος διαπέρασε τον αυτοσχέδιο φράκτη από καλάμια που χώριζε την αυλή από αυτήν του γειτονικού σπιτιού και έφτασε στα αυτιά του Γιώργη, αποτραβώντας τον από τις συγκεχυμένες σκέψεις του. Ο ήχος επαναλήφθηκε ξανά και ξανά, ίδιος και απαράλλαχτος. Ο Γιώργης έκανε δυο βήματα μέχρι το σημείο που ένα δεμάτι από καλάμια είχε παραδοθεί στον διαρκή εναγκαλισμό της υγρασίας υποχωρώντας και φανερώνοντας το εσωτερικό της γειτονικής αυλής, γεγονός που του πρόσφερε ανεμπόδιστη θέαση και του αποκάλυψε την πηγή του θορύβου. Ο γείτονάς του, ο Κωνσταντής, κρατούσε ένα τσαπί και έσκαβε ένα λάκκο. Η μεταλλική άκρη του εργαλείου έσκαγε με δύναμη στο χώμα προκαλώντας ρωγμές στο υγρό έδαφος, εκτοξεύοντας τριγύρω πηχτά κομμάτια λάσπης. Δίπλα στο λάκκο βρισκόταν τοποθετημένη μια λευκή μάζα, τόσο βρώμικη από τις λάσπες, που μετά βίας ο Γιώργης συνειδητοποίησε ότι επρόκειτο για τη γίδα του γείτονά του.

«Καλημέρα Κωνσταντή! Τι έπαθε το ζωντανό;» είπε κάνοντας ένα βήμα να μπει στην αυλή του γείτονα.

«Στάσου εκεί που είσαι και μην κάνεις βήμα!» φώναξε ο Κωνσταντής, σμίγοντας τα πυκνά του φρύδια τόσο πολύ που μια ενιαία γραμμή σχηματίστηκε πάνω από το μέτωπό του. «Δεν βλέπεις τι έγινε; Ψόφησε και αυτή, όπως του Θανάση και του Πέτρου» συνέχισε μαινόμενος, με το πρόσωπό του να έχει πάρει ένα ροδοκόκκινο χρώμα σαν να βγήκε μόλις από τον ξυλόφουρνο. «Δε θα μείνει ζωντανό για ζωντανό».

Ο Γιώργης σάστισε προς στιγμή και έκανε να κινηθεί προς το μέρος του Κωνσταντή όταν οι φωνές τον διέκοψαν εκ νέου.

«Σου είπα μην κάνεις βήμα! Φύγε από εδώ, εξαφανίσου! Σύρε να βρεις την μέγαιρα που μας κουβάλησες στο χωριό και μην ξαναπατήσεις το πόδι σου! Μας καταράστηκε η αναθεματισμένη, η τουρκόσπορη!»

«Πρόσεχε τα λόγια σου Κωνσταντή γιατί θα ‘ρθω και θα σου φέρω το τσαπί στο κεφάλι!» αντέδρασε ο Γιώργης.

«Δε σε φοβάμαι Γιώργη! Ο Θεός είναι μεγάλος και προστατεύει το δίκαιο από το άδικο! Τους προδότες τους καίει στο πυρ το εξώτερον. Εκεί θα καείς κι εσύ!»

Ο Γιώργης κοντοστάθηκε για λίγο σκεπτόμενος την κατάσταση που είχε περιέλθει. Δεν είχε κανένα νόημα να συνεχίσει μια κουβέντα η οποία θα κατέληγε σε σοβαρό καυγά. Πήρε μια βαθειά ανάσα και συνέχισε το δρόμο του.

«Προδότης και δειλός! Άντε πάρε δρόμο!» συνέχισε να φωνάζει ο Κωνσταντής.

Σιγά σιγά η ομίχλη διαλυόταν και τα χρώματα στον ουρανό ζωγραφίζονταν στις αποχρώσεις του πορτοκαλί. Είχε προσπεράσει το σπίτι του Κωνσταντή και έστριβε δεξιά στο σημείο όπου ξεκινούσε η πλατεία όταν συνάντησε εμπρός του την Θεανώ μια μεσόκοπη γυναίκα γύρω στα σαράντα, μαυροφορεμένη όπως πάντα από τότε που έμεινε χήρα προ δεκαετίας. Ο σύζυγός της σκοτώθηκε στη μάχη των Γιαννιτσών τον Οκτώβριο του 1912. Ένας Οθωμανός Τούρκος του έκοψε το κεφάλι σχεδόν κάθετα με την σπάθα του. Οι φήμες τότε έλεγαν ότι το κομμάτι που έλειπε δεν το βρήκαν ποτέ και ότι πήρε την μορφή κορακιού που ξεροστάλιαζε πάνω από τον τάφο του. Εξερχόταν από την αυλόπορτά της, όταν τα βλέμματά τους συναντήθηκαν για μερικά κλάσματα του δευτερολέπτου. Αυτή έκανε πως δεν τον είδε, απέστρεψε αστραπιαία το βλέμμα της και γύρισε να επιστρέψει ξανά στο σπίτι της.

«Καλημέρα Θεανώ» είπε ο Γιώργης θέλοντας να προλάβει την διαφαινόμενη αποχώρησή της. Η ίδια σταμάτησε το βηματισμό της και γύρισε προς το μέρος του με ελαφρώς σκυμμένο το ρυτιδιασμένο της πρόσωπο και με τα μάτια να κοιτούν προς τα κάτω.

«Καλημέρα Γιώργη, δεν… δεν σε είδα ‘σχώρα με…» αποκρίθηκε με τρεμάμενη φωνή.

«Τι συμβαίνει Θεανώ; Κι εσύ έπαψες να μου μιλάς;»

«Όχι, όχι Γιώργη μου» τον διέκοψε. «Δεν… ξέρεις… τρέχω πολύ αυτές τις μέρες και δεν προκάνω, η πεθερά μου είναι βαριά άρρωστη, καίγεται από τον πυρετό και δεν έχω κλείσει μάτι όλη τη νύχτα…»

«Και η κυρά Μαριώ άρρωστη;» είπε ο Γιώργης εν είδει έκπληξης και όχι ερώτησης. Είχε ακούσει για την αρρώστια. Ένας ένας οι ηλικιωμένοι του χωριού ανέβαζαν πυρετό ξερνώντας τον εσωτερικό τους κόσμο με αφόρητους πόνους στο στομάχι, μέχρι που αποκαμωμένοι παραδίνονταν από εξάντληση. Τα βογκητά του κυρ Θανάση, του πατέρα του Κωνσταντή, έφταναν στα αυτιά του κάθε βράδυ, συμπληρώνοντας το δικό του βουβό πόνο που τον υπέμενε άφωνος.

«Αχ, Γιώργη μου, μεγάλο κακό μας έχει βρει, οι μεγάλοι υποφέρουν, κάποιοι δεν αντέχουν, τα ζωντανά ψοφάνε… Ο θεός να φυλάει!»

«Κι η Ουρανία χάθηκε» συμπλήρωσε ο Γιώργης.

Στο άκουσμα του ονόματος, η Θεανώ έφτυσε τρεις φορές στον κόρφο της και μονολόγησε μια προσευχή.

«Τί ειν’ τούτα Θεανώ, τί τα θες;» είπε ο Γιώργης με τέτοια ένταση που οι δυο γαλοπούλες στην αυλή της Θεανώς λάλησαν προκαλώντας ένα ντόμινο κελαηδίσματος που αντήχησε απ’ άκρη σ’ άκρη στο χωριό.

Η Θεανώ μαζεύτηκε, έκανε ένα βήμα πίσω και βρέθηκε πάλι στην αυλή της. Έπιασε την ξύλινη αυλόπορτα και ξεκίνησε με αργές κινήσεις να την κλείνει. Όταν το μισό της σώμα είχε κρυφτεί πίσω από το σαπισμένο ξύλο, του είπε: «Συγνώμη Γιώργη μου, αλλά να… ξέρεις… από τότες που χάθηκε η Ουρανία ήρθαν όλα τα κακά… όλο το χωριό το συζητάει… λένε για κατάρα… ότι μας καταράστηκε… που… που δεν την θέλαμε… που δεν τη δεχτήκαμε, αλλά Γιώργη δεν είναι αλήθεια και το ξέρεις, αυτή… αυτή ήταν τόσο διαφορετική… τόσο… δεν… δε συνήθισε ποτέ, αυτή.. αυτή ήταν που δε μας ήθελε…»

Ο Γιώργης είχε ήδη κινήσει για το πηγάδι διευκολύνοντας την Θεανώ να δώσει τέλος στο παραληρηματικό της λογύδριο. Ξαφνικά ένιωσε μια αναπάντεχη αδυναμία. Έσερνε τα πόδια του με δυσκολία. Το βάρος των τελευταίων ημερών φαινόταν πια να μην μπορεί να το αντέξει. Έμοιαζε μ’ ένα κινούμενο άγαλμα που είχε χάσει την επιβλητικότητά του, παρατημένο στο έλεος του χρόνου, διαβρωμένο από τις διαθέσεις του καιρού. Όταν έφτασε στο πηγάδι συνειδητοποίησε την παρουσία του Αργύρη. Υπό άλλες συνθήκες η συνάντησή τους θα ήταν εφαλτήριο για μια ευχάριστη συζήτηση αλλά ο τρόπος που τον κοιτούσε ο συνομήλικός του, κάθε άλλο παρά ευχάριστος ήταν. Ο Αργύρης στεκόταν ευθυτενής μπροστά από το πηγάδι και του έκλεινε τον δρόμο. Οι ώμοι του ήταν τόσο στητοί που θύμιζε τους παρασημοφορημένους του Μεγάλου Πολέμου που είχε δει κάποια φορά ο Γιώργης στην Καλαμάτα, να κάνουν άγημα τιμώντας τον πολιούχο Άγιο της πόλης. Το δεξί του χέρι ακουμπούσε την λαβή της χειροκίνητης αντλίας χωρίς να την κρατά και με το άλλο βαστούσε το σκοινί με τον κουβά.

«Τι γυρεύεις εσύ εδώ; Δε σου είπα να μην σε ξαναδώ στα μάτια μου;» του είπε κι έφτυσε στο χώμα. Ο Γιώργης εναπόθεσε την στάμνα στο έδαφος και κοιτώντας τον κουβά του είπε κοφτά: «τελείωσες;»

Ο Αργύρης, με μια απότομη κίνηση, πέταξε κάτω τον κουβά κι έπιασε τον Γιώργη από τον γιακά.

«Σήκω και φύγε από μπροστά μου ακούς; Αυτό το νερό εδώ είναι ευλογημένο, είναι αυτό που μας δίνει ζωή και δε θα το γευτούν ξανά τα χείλια ενός προδότη. Αρκετά το μαγάρισε η λεγάμενη που μας κουβάλησες από την Τουρκιά. Πήγαινε να σε δροσίσει ο Παπαναστασίου και το δημοκρατικό του ασκέρι, αυτούς που πήγες και ψήφισες πανάθεμά σε!» του είπε με το στόμα του κολλημένο στο πρόσωπο του Γιώργη και τον έσπρωξε μακριά. Ο Γιώργης παραπάτησε και σωριάστηκε σ’ ένα νερόλακκο.

«Εκεί να μείνεις και να σέρνεσαι τέτοιο φίδι που είσαι» συνέχισε ο Αργύρης. «Αλλά καλά να πάθεις. Θα τρέμουν τα κόκκαλα του πατέρα σου έτσι όπως κατάντησες. Την είδες μικρούλα και νοστιμούλα, λες «ποια άλλη θα μου δώσει εμένα σημασία». Αλλοίμονο ανεπρόκοπε, πίστεψες ότι θα είχε μάτια αυτή για τα μούτρα σου. Την έκαμε όμως τη δουλειά της, αυτή και όλοι οι τουρκόσποροι που μας καβάλησαν στον σβέρκο. Τον διώξανε τον βασιλιά, θα τους δώσουν κτήματα λένε, γιατί είναι φτωχοί και κατατρεγμένοι. Άραγε εμείς τι είμαστε ρε Γιώργη, προύχοντες τσιφλικάδες;»

Ο Αργύρης έστεκε πάνω από το Γιώργη και το πρόσωπό του είχε γίνει κατακόκκινο. Ο Γιώργης βρισκόταν ακίνητος, ξαπλωμένος ανάσκελα μέσα στις λάσπες. Με δυσκολία σηκώθηκε στηρίζοντας τα χέρια του στο βρώμικο χώμα. Κοίταξε τον Αργύρη με ένα βλέμμα καθαρό, διόλου εκδικητικό, παρά μ’ ένα βλέμμα οριστικής περιφρόνησης. Τινάχτηκε ελαφρώς σαν να ήθελε να διώξει από πάνω του κάποιο έντομο που τον ενοχλούσε, γύρισε πλάτη στον Αργύρη και πήρε το δρόμο για το σπίτι του.

Τρεκλίζοντας, σχεδόν, έφτασε έξω από την καλύβα του. Ήταν τόσο απασχολημένος με το να προσπαθεί να μείνει όρθιος που δεν πρόσεξε τη μαυροφορεμένη φιγούρα που στεκόταν εμπρός από την πόρτα του.

«Γεώργιε, τέκνο μου», του είπε ο παπά Δημήτριος και του έτεινε το χέρι προς χειροφίλημα μα ο Γιώργης το εξέλαβε ως χείρα βοηθείας, το άρπαξε και αφέθηκε πάνω του σαν να ήταν η τελευταία σανίδα που επέπλεε στον ωκεανό. Μετά βίας ο πάτερ συγκρατήθηκε να μην πέσουν και οι δυο κάτω και αγκομαχώντας κατάφερε να τον βάλει να καθίσει σε ένα κούτσουρο ελιάς που χρησίμευε για το κόψιμο των ξύλων. Ο Γιώργης μισάνοιξε τα μάτια και αντίκρισε ένα κομμάτι κουρελιασμένο ουρανό και το αυστηρό πρόσωπο του παπά Δημήτριου να τον κοιτά με αυτάρεσκο ύφος.

«Παπά Δημήτρη, την μοίρα μας την ορίζουμε μόνοι ή μας την καθορίζει ο Θεός;» τον ρώτησε με εντυπωσιακή ηρεμία που ερχόταν σε ευθεία ρήξη με την αποκαμωμένη εικόνα του.

Ο παπά Δημήτριος δεν μπόρεσε να κρύψει την έκπληξη και την αποστροφή του. Ήταν το τελευταίο πράμα που περίμενε να ακούσει τη δεδομένη χρονική στιγμή και από τον συγκεκριμένο άντρα στην κατάσταση που βρισκόταν. Είχαν περάσει περισσότερα από σαράντα χρόνια που η μοίρα ή το θέλημα του Θεού -δεν ήξερε να απαντήσει- τον έφερε σε αυτό το απομακρυσμένο μέρος. Κυνηγημένος από τη μικρή κοινωνία της Σπάρτης που είχε καταλάβει τις δολοπλοκίες του, κατέφυγε στο μοναστήρι των Αγίων Σαράντα. Με ευκολία έπεισε τον ηγούμενο για τις αγαθές των προθέσεών του και χειροτονήθηκε δόκιμος μοναχός. Η ήσυχη και καλή μοναστική ζωή αποδείχθηκε σωτήρια και παραδόθηκε σ’ αυτήν με πάθος. Όταν ένας επισκέπτης του μοναστηριού και μακρινός συγγενής του παραλίγο να τον αναγνωρίσει ζήτησε από τον ηγούμενο να φύγει με το πρόσχημα της μετάδοσης του θείου μηνύματος στον απλό λαό. Το χωριό τότε είχε χάσει τον ιερέα του από ευλογιά κι έτσι κατέληξε εδώ. Άνθρωποι λίγοι, αγράμματοι, φτωχοί αγρότες μεροκαματιάρηδες, εύκολη λεία για τον ίδιο, αποτέλεσαν το καταφύγιό του.

«Γεώργιε παιδί μου, ο Μεγαλοδύναμος έχει ένα καλό σχέδιο για όλους αρκεί να βρίσκεσαι δίπλα Του, ταπεινός και δούλος» του είπε βρίσκοντας την αυτοκυριαρχία του.

«Τα Βουρλά καίγονται», μουρμούρισε ο Γιώργης αγνοώντας τον πατέρα και κοιτώντας προς τον πορτοκαλί ουρανό.

«Τι είναι τα Βουρλά; Ποιος καίγεται;», ξαφνιάστηκε ο παπά Δημήτριος γυρνώντας το κεφάλι του προς την κατεύθυνση που κοιτούσε ο Γιώργης προσμένοντας να αντικρίσει φλόγες.

Ο Γιώργης, αντιλαμβανόμενος την ανησυχία του παπά Δημήτρη, σήκωσε το χέρι του κάνοντάς του νόημα να ηρεμίσει.

«Σώπα πάτερ, δεν καίγεται κανείς. Ό,τι ήταν να καεί κάηκε. Έτσι ήταν ο ουρανός όταν η Ουράνια είδε για τελευταία φορά τα Βουρλά, το χωριό της πλάι στην Σμύρνη, ακριβώς έτσι μου το είχε περιγράψει, μόλο που ο ορίζοντας ήταν κόκκινος από τη φωτιά».

Για μήνες η Ουρανία δεν του έλεγε τίποτα, δεν του μιλούσε, παρά μόνο κουνούσε το κεφάλι της, συμφωνώντας σε ότι της έλεγε ο Γιώργης. Μόνο τα βράδια άκουγε τη φωνή της μέσα από τους εφιάλτες της. «Τα Βουρλά καίγονται», μονολογούσε στον ύπνο της και ξυπνούσε μέσα στα δάκρυα. Ώσπου μια νύχτα, δραπετεύοντας από έναν ακόμα εφιάλτη, είδε τον Γιώργη ξάγρυπνο δίπλα της να της βαστά το χέρι, έσπασε, και του μίλησε, του είπε για τα Βουρλά, την πόλη όπου γεννήθηκε και μεγάλωσε, που παραδόθηκε και αυτή αμαχητί στη μανία των λυσσαλέων Τούρκων. Έβλεπαν τον καπνό να έρχεται από τα ανατολικά αλλά κανείς δεν μπορούσε να πιστέψει ότι ήταν η Σμύρνη που καιγόταν. Μόλις οι πρώτες ορδές του Κεμάλ φάνηκαν στο λόφο του προφήτη Ηλία, τότε όλοι κατάλαβαν τί τους περίμενε. Βρέθηκε, χωρίς να το αντιληφθεί, πάνω σ’ ένα πλοιάριο, στοιβαγμένη μαζί με άλλους συγχωριανούς της. Οι μισοί από αυτούς κρέμονταν από τα σκοινιά και άλλοι είχαν πιαστεί από την κουπαστή καθώς το πλοίο απέπλεε βιαστικά από το μικρό λιμάνι των Βουρλών. Μετά από ένα ταξίδι μερικών ημερών, που της φάνηκε ατελείωτο, το μικρό πλοιάριο κατέφτασε στο λιμάνι της Καλαμάτας, ξεβράζοντας το ανθρώπινο φορτίο του και παραδίδοντάς το αβοήθητο στην αβυσσαλέα γραφειοκρατία του κράτους και στην απροσδόκητη εχθρότητα του ντόπιου πληθυσμού.

«Γεώργιε, παιδί μου, σύνελθε» είπε ο πάτερ. «Δεν έχω χρόνο για συναισθηματισμούς! Όπως γνωρίζεις, η κατάσταση εδώ έχει επιβαρυνθεί σφόδρα και πρέπει όλοι να σταθούμε αντάξιοι των περιστάσεων! Ο ρόλος μου είναι να καθοδηγώ το ποίμνιό μου προς τον δρόμο του Θεού και αυτό σκοπεύω να κάνω και τώρα. Τί θαρρείς δηλαδή, ότι το πεπρωμένο μας το γράφουμε μόνοι, αυτό μου λες;»

Ο Γιώργης έκανε μια κίνηση να σηκωθεί από το κούτσουρο αλλά ο χειμαρρώδης λόγος του παπά Δημήτριου τον καθήλωσε ξανά στη θέση του.

«Άκουσε Γεώργιε, τέκνο μου. Ο δρόμος της ζωής είναι χαρτογραφημένος από τις εντολές του Θεού, από τις παραδόσεις μας, από τις υποχρεώσεις μας απέναντι στον Βασιλέα μας, μεγάλη η χάρη του. Όταν ο άνθρωπος λοξοδρομεί από αυτές τις αξίες, πελαγοδρομεί και χάνει τον δρόμο του. Αυτό σου λέω, Γεώργιε παιδί μου, σήκω κι έλα στην εκκλησία να μεταλάβεις, να εξομολογηθείς τις αμαρτίες σου, να ξαλαφρώσει η καρδιά σου, κι ύστερα θα κάνουμε ευχέλαιο να εξαγνιστείς εσύ και όλοι μας, να φύγει η κατάρα που μας θώπευσε ο διάβολος».

Στο άκουσμα της τελευταίας λέξης, ο Γιώργης αφυπνίστηκε, πετάχτηκε όρθιος, ταρακουνώντας με την απότομη κίνησή του τον παπά Δημήτριο και κάνοντάς τον να παραπατήσει προς τα πίσω.

«Αρκετά! Φτάνει! Η Ουρανία δεν έχει καμιά σχέση μ’ αυτά τα πράγματα!» φώναξε μαινόμενος.

Ο πάτερ Δημήτριος έκανε άλλα δυο βήματα πίσω συνεχίζοντας το βηματισμό που είχε προκαλέσει η ακούσια απώθηση από τον Γιώργη. «Γεώργιε, ο διάβολος είναι ραδιούργο και μοχθηρό πνεύμα, διαλέγει τα πιο θελκτικά και υπέρτερα προσωπεία για να πετύχει τους σκοπούς του. Ο ανίσχυρος χαρακτήρας της Ουράνιας υπήρξε το ιδανικό πεδίο για να δράσει».

«Από την πρώτη στιγμή που πάτησε το πόδι της στο χωριό, κανείς σας δεν της μίλησε, δεν την πλησίασε, φτύνατε όλοι στο πέρασμά της. Για ποιόν ανίσχυρο χαρακτήρα μου λες; Πότε της δώσατε την ευκαιρία να σας δείξει ποια πραγματικά ήταν;»

«Γεώργιε, τέκνο μου, τα τελευταία γεγονότα έχουν θολώσει το μυαλό και την κρίση σου. Δεν είμαι εδώ για να σε κατηγορήσω αλλά για να σε βοηθήσω, να σου δείξω τον δρόμο τον ενάρετο. Ο Θεός μόνο μπορεί να απαλύνει τις πληγές σου και να επαναφέρει την ορθή σκέψη για τις σωστές επιλογές. Έλα μαζί μου και όλα θα φτιάξουν, θα την σπάσουμε την κατάρα, η αρρώστια που μας τυραννάει θα εξαλειφτεί και το χωριό θα ξεχάσει το λάθος σου στο δημοψήφισμα, θα φροντίσω εγώ γι’ αυτό» του είπε ο πάτερ Δημήτριος και του έτεινε το χέρι.

Ο Γιώργης έγειρε ελαφρώς το κεφάλι του, πιάνοντάς το με τα δυο του χέρια σαν να είχε προσγειωθεί πάνω του κάτι υπερβολικά βαρύ που αδυνατούσε ν’ αντέξει. Ευθύς έσκυψε και πήρε ανά χείρας το τσεκούρι που ήταν πεσμένο πλάι στο κούτσουρο. Το σήκωσε ψηλά με το δεξί του χέρι και στράφηκε προς τον πατέρα Δημήτριο.

«Φύγε από μπροστά μου και μην τολμήσεις να ξαναπατήσεις το πόδι σου στην αυλή μου!» είπε κραδαίνοντας το τσεκούρι στον αέρα. Σχεδόν ταυτόχρονα, το σώμα του

πατρός Δημήτριου στράφηκε προς τα πίσω αποκλίνοντας από το νοητό κατακόρυφο άξονα που τον συνέδεε με το έδαφος, σηκώνοντας το αριστερό του χέρι με τέτοιο τρόπο που η παλάμη του μετατράπηκε σε μια παράταιρη ασπίδα προστασίας από ένα ενδεχόμενο χτύπημα του τσεκουριού. Κάτω από το υψωμένο εργαλείο το κάτισχνο χέρι του Γιώργη έτρεμε. Η οργισμένη ματιά του συναντήθηκε με αυτή του πατρός και για μερικές στιγμές έμειναν εκεί να κοιτάζονται χωρίς να ομιλούν, λες και η όραση είχε επιβληθεί στις υπόλοιπες αισθήσεις υπαγορεύοντας τους δικούς της κανόνες, που επέτρεπαν μόνο τη βαριά ανάσα τους να ακούγεται. Αυτήν την εύθραυστη αντίφαση έσπασε μια κραυγή που ακούστηκε από τη μεριά της πλατείας. Για λίγο και οι δυο σάστισαν αναλογιζόμενοι την κατάσταση που βρίσκονταν. Τη μικρή αυτή στιγμή σαστιμάρας διαδέχτηκε ξανά η ίδια κραυγή, πιο ξεκάθαρη τώρα.

«Γιώργη!» ήταν η φωνή της Θεανώς που αντηχούσε απ’ άκρη σ’ άκρη, τόσο διαπεραστική που ο Γιώργης άφησε απότομα το τσεκούρι στο έδαφος σαν να το παρέσυρε το ωστικό κύμα. Η Θεανώ εμφανίστηκε από τη γωνία του δρόμου που οδηγούσε στην πλατεία τρέχοντας όπως ένα κουτσό άλογο. «Γιώργη!», επανέλαβε μόλις τον είδε έξω από την πόρτα του σπιτιού του, με εξαντλημένη φωνή αυτή την φορά.

«Η Ουρανία… τρέξε… στο πηγάδι…», είπε με τις λέξεις να μπερδεύονται μεταξύ τους λες και μετείχαν σε αγώνα δρόμου.

Όταν ο Γιώργης έφτασε στο πηγάδι βρήκε τον Κωνσταντή καθισμένο στο λασπωμένο έδαφος με την πλάτη να ακουμπά στο τοιχίο του πηγαδιού και να βαριανασαίνει αποκαμωμένος με τις παλάμες του ματωμένες. Πιο δίπλα, ο Αργύρης ξερνούσε τα σωθικά του σε μια προσπάθεια να αδειάσει από μέσα του όλο το νερό που είχε πιει τις προηγούμενες μέρες. Πάνω στο τοιχίο του πηγαδιού έστεκε μια ακαθόριστη μάζα μπερδεμένη με το σκοινί του πηγαδιού. Παρόλη την προχωρημένη σήψη και το φουσκωμένο δέρμα, η μορφή της Ουρανίας ήταν εύκολα αναγνωρίσιμη. Με δυσκολία ο Γιώργης γύρισε το σώμα της έτσι όπως ήταν μπρούμυτα αφημένο. Τα πλούσια μαλλιά της λαμποκοπούσαν και χύνονταν σαν τρεχούμενο νερό λες και αντιστέκονταν ακόμα στην κατάσταση ανυπαρξίας που αναδυόταν από το άψυχο κορμί. Ένα αδιόρατο χαμόγελο ήταν σχηματισμένο στο πρόσωπό της.

Από εκείνη τη μέρα, το πηγάδι σφραγίστηκε και δεν άνοιξε ποτέ ξανά. Οι κάτοικοι αναγκάζονταν να κουβαλούν νερό από τα διπλανά χωριά. Στον Γιώργη δεν επετράπη να θάψει το σώμα της Ουρανίας στο νεκροταφείο του χωριού, το φόρτωσε σ΄ ένα υποζύγιο και δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς. Τίποτα δεν έμεινε να θυμίζει την Ουρανία, το μικρό κορίτσι που γλίτωσε από την οργή των Τούρκων και από την αγριότητα της θάλασσας και πνίγηκε σ’ ένα πηγάδι το βράδυ του δημοψηφίσματος. Η Δημοκρατία είχε κερδίσει.

Γιάννης Σταθάκος